Language of document : ECLI:EU:C:2014:12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 45 ΣΛΕΕ — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας — Καθορισμός της ημερομηνίας αναφοράς για την εξέλιξη στη μισθολογική κλίμακα — Προθεσμία παραγραφής — Αρχή της αποτελεσματικότητας»

Στην υπόθεση C‑429/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Innsbruck (Αυστρία), με αποφάσεις της 28ης Αυγούστου 2012 και της 16ης Αυγούστου 2013, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 21 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 22 Αυγούστου 2013, αντιστοίχως, στο πλαίσιο της δίκης

Siegfried Pohl

κατά

ÖBB-Infrastruktur AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τη R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, και τους J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουλίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Siegfried Pohl, εκπροσωπούμενος από τους C. Schöffthaler και U. Willi, Rechtsanwälte,

–        η ÖBB-Infrastruktur AG, εκπροσωπούμενη από τον C. Wolf, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz, D. Martin και F. Schatz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως, απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας και περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, περί διαμορφώσεως γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του S. Pohl και του πρώην εργοδότη του, της εταιρίας ÖBB-Infrastruktur AG (στο εξής: ÖBB), σχετικά με τον καθορισμό, κατά την πρόσληψη του πρώτου σε μόνιμη θέση εργασίας, την 1η Ιουλίου 1977, της ημερομηνίας αναφοράς για την εξέλιξη στη μισθολογική κλίμακα της συγκεκριμένης εργασίας, καθώς και σχετικά με τις συνέπειες του καθορισμού της ημερομηνίας αυτής για την κατάταξή του στην ως άνω κλίμακα και για τον υπολογισμό του μισθού και της συντάξεώς του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο της 1, η οδηγία 2000/78 «[σκοπεί στη] θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, [αναπηρίας], ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», προβλέπει ότι

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

[...]».

5        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην [Ένωση], η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών,

[...]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[...]».

6        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ιδίας αυτής οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας»:

«Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και [εύλογα] από θεμιτό [σκοπό], ιδίως δε από θεμιτούς [σκοπούς πολιτικής] στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του [σκοπού] αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

β)      τον καθορισμό ελάχιστων [προϋποθέσεων] ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση, για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

[...]».

 Το αυστριακό δίκαιο

7        Το άρθρο 3 της κανονιστικής αποφάσεως του 1963 περί των αποδοχών των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους [Bundesbahn-Besoldungsordnung 1963 (BGBl. 170/1963)], το οποίο φέρει τον τίτλο «Ημερομηνία αναφοράς για την υπηρεσιακή εξέλιξη», ορίζει τα εξής:

«(1)      Η ημερομηνία αναφοράς για την υπηρεσιακή εξέλιξη πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο ώστε —εξαιρουμένων των χρονικών διαστημάτων πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας και με την επιφύλαξη των περιοριστικών διατάξεων των παραγράφων 4 έως 7— να τεκμαίρεται ότι προηγούνται της ημερομηνίας προσλήψεως:

a)      τα χρονικά διαστήματα που μνημονεύονται στην παράγραφο 2, στο σύνολό τους,

b)      τα λοιπά χρονικά διαστήματα, κατά το ήμισυ.

(2)      Κατά την παράγραφο 1, στοιχείο a, πρέπει να τεκμαίρεται ότι προηγείται της ημερομηνίας προσλήψεως:

1.      ο χρόνος εργασίας σε θέση απασχολήσεως ο οποίος αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ήμισυ του χρόνου εργασίας που προβλέπεται για τους εργαζόμενους με πλήρες ωράριο βάσει εργασιακής σχέσεως στους Αυστριακούς Σιδηροδρόμους. Το αυτό ισχύει και για τον χρόνο εργασίας σε θέση απασχολήσεως βάσει εργασιακής σχέσεως στους σιδηροδρόμους ομόσπονδου κράτους ή σε ιδιωτικούς σιδηροδρόμους, στους οποίους ισχύει κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως παρεμφερής αυτού των υπαλλήλων των Αυστριακών Σιδηροδρόμων.

[...]»

8        Το άρθρο 1480 του αυστριακού Αστικού Κώδικα (Allgemeines Bürgerliches Gesetzbuch) ορίζει τα εξής:

«Οι ληξιπρόθεσμες ετήσιες παροχές, ιδίως δε οι τόκοι, [...] παραγράφονται εντός τριετίας· η αξίωση αφεαυτής παραγράφεται λόγω μη χρήσεως του δικαιώματος μετά την παρέλευση τριάντα ετών.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Στις 25 Νοεμβρίου 1974 ο S. Pohl προσελήφθη από την εταιρία της οποίας διάδοχος κατά νόμο είναι η ÖBB. Προσελήφθη από την εταιρία αυτή σε μόνιμη θέση εργασίας την 1η Ιουλίου 1977. Με την ευκαιρία αυτή, η εν λόγω εταιρία καθόρισε τη 12η Νοεμβρίου 1971 ως ημερομηνία αναφοράς για την υπηρεσιακή εξέλιξη του S. Pohl στη μισθολογική κλίμακα της θέσεως εργασίας που κατείχε. Για τον σκοπό αυτό, έγινε δεκτό ότι τα χρονικά διαστήματα υπηρεσίας στην εταιρία αυτή, στο σύνολό τους, προηγούνται της προσλήψεώς του. Τα λοιπά χρονικά διαστήματα κατά τα οποία εργάσθηκε, από ηλικίας 18 ετών, σε διάφορες εγκατεστημένες στην Αυστρία επιχειρήσεις ελήφθησαν υπόψη μόνον κατά το ήμισυ του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας. Τα χρονικά διαστήματα εργασίας πριν αυτός συμπληρώσει τα 18 έτη δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας αναφοράς.

10      Αφού συνταξιοδοτήθηκε προσωρινά στις 4 Μαρτίου 2002, ο S. Pohl συνταξιοδοτήθηκε οριστικά στις 4 Μαρτίου 2005. Κατά την τελευταία μισθολογική προαγωγή του, την 1η Ιανουαρίου 2002, ο S. Pohl κατατάχθηκε στο 15ο μισθολογικό κλιμάκιο.

11      Με αγωγή που άσκησε ενώπιον του Landesgericht Innsbruck (πρωτοδικείο Ίνσμπρουκ) κατά της ÖBB, στις 2 Αυγούστου 2011, ο S. Pohl ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι από 1ης Ιανουαρίου 2002 είχε ανέλθει στο 16ο μισθολογικό κλιμάκιο. Επικουρικώς, ζήτησε να υποχρεωθεί η ÖBB να του καταβάλει, από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως 4 Μαρτίου 2002, τη διαφορά αποδοχών μεταξύ 16ου και 15ου κλιμακίου και, από 5ης Μαρτίου 2002, τη διαφορά μεταξύ των συνταξιοδοτικών παροχών που ελάμβανε κι αυτών που θα έπρεπε να λαμβάνει βάσει του 16ου κλιμακίου.

12      Ο S. Pohl υποστήριζε, κατ’ ουσίαν, ότι ο χρόνος υπηρεσίας του πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του, καθώς και μετά την ενηλικίωσή του και έως τις 24 Νοεμβρίου 1974 έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας αναφοράς για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στη μισθολογική κλίμακα της θέσεως εργασίας που κατείχε στην ÖBB. Εάν αυτά τα χρονικά διαστήματα υπηρεσίας είχαν συνυπολογισθεί για τον καθορισμό της ως άνω ημερομηνίας αναφοράς, θα πρόεκυπτε, βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων της κανονιστικής αποφάσεως του 1963 περί των αποδοχών των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους, ότι ο S. Pohl θα έπρεπε να έχει καταταγεί στο 16ο μισθολογικό κλιμάκιο πριν από την προσωρινή συνταξιοδότησή του στις 4 Μαρτίου 2002.

13      Η αγωγή του S. Pohl απορρίφθηκε πρωτοδίκως από το Landesgericht Innsbruck.

14      Ο S. Pohl άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

15      Όσον αφορά τον καθορισμό της ημερομηνίας αναφοράς για την εξέλιξη του S. Pohl στη μισθολογική κλίμακα, το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι πρέπει να γίνει διάκριση αναλόγως του χρόνου συμπληρώσεως των 18 ετών. Το γεγονός ότι τα χρονικά διαστήματα υπηρεσίας προ της ημερομηνίας αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ημερομηνίας αναφοράς κατά την πρόσληψή του σε μόνιμη θέση εργασίας ενδέχεται να συνιστά άμεση διάκριση λόγω ηλικίας. Το ότι ο χρόνος υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη μόνο κατά το ήμισυ όσον αφορά το διάστημα από τη συμπλήρωση των 18 ετών έως τις 24 Νοεμβρίου 1974 μπορεί να αντιβαίνει στη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως και στην απαγόρευση των διακρίσεων κατά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.

16      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, βάσει της ισχύουσας κατά το εθνικό δίκαιο προθεσμίας παραγραφής, η αξίωση του S. Pohl να ζητήσει τον εκ νέου καθορισμό της ημερομηνίας αναφοράς έχει παραγραφεί. Το αιτούν δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, οι αξιώσεις που προβάλλει ο S. Pohl εν προκειμένω για να του καταβληθεί επιπλέον ποσό αποδοχών και συντάξεως έχουν επίσης παραγραφεί.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Innsbruck αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στο ισχύον επί του παρόντος δίκαιο της Ένωσης και ιδίως

1.      στη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως,

2.      στη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 21 του [Χάρτη],

3.      στην απαγόρευση των διακρίσεων η οποία απορρέει από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που προβλέπει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ,

4.      στην οδηγία [2000/78],

εθνική ρύθμιση, εν μέρει νομοθετική και εν μέρει θεσπισθείσα με συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία περιελήφθη σε ατομική σύμβαση εργασίας κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών και βάσει της οποίας ο χρόνος προϋπηρεσίας των εργαζομένων στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών, εφόσον αφορά υπηρεσία πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, δεν λαμβάνεται υπόψη, ενώ, προκειμένου περί προϋπηρεσίας μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, λαμβάνεται υπόψη μόνον κατά το ήμισυ, καθόσον δεν αφορά υπηρεσία σε ‟οιονεί δημόσια” ημεδαπή επιχείρηση ή στην ίδια την εναγόμενη ημεδαπή εργοδότρια επιχείρηση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα και οι γνώσεις που απέκτησε συγκεκριμένα ο εργαζόμενος;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: έχει σημασία για τον υπολογισμό των καθυστερούμενων αποδοχών κατά τη σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης αναγνώριση του χρόνου προϋπηρεσίας που δεν ελήφθη μέχρι τώρα υπόψη (στο σύνολό του, εφόσον διανύθηκε πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, και ως προς το δεύτερο ήμισυ, εφόσον διανύθηκε μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους και μέχρι την πρόσληψη του ενάγοντος στην εναγομένη) το γεγονός ότι ο υπολογιζόμενος χρόνος προϋπηρεσίας αφορά το διάστημα από 1ης Δεκεμβρίου 1965 έως και την 24η Νοεμβρίου 1974, δηλαδή πολύ πριν την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας στην Ένωση και πριν την πρώτη απόφαση σχετικά με την αρχή του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: αντιβαίνουν στο ισχύον επί του παρόντος δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνικές διατάξεις περί παραγραφής, βάσει των οποίων έχει πλήρως παραγραφεί η αξίωση εργαζομένου και ακολούθως συνταξιούχου κατά του εργοδότη του για αναδρομική καταβολή αποδοχών και, ακολούθως, συντάξεων που απορρέει από την κατά την έννοια του πρώτου ερωτήματος σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας στην αλλοδαπή και πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, την οποία ο εν λόγω εργαζόμενος δεν είχε σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την οποία μπορούσε, αντικειμενικώς, να προβάλει μόνο μετά την έκδοση της αποφάσεως της 30ής Νοεμβρίου 2000, C‑195/98, Österreichischer Gewerkschaftsbund (Συλλογή 2000, σ. I‑10497), και της αποφάσεως της 18ης Ιουνίου 2009, C‑88/08, Hütter (Συλλογή 2009, σ. I‑5325);

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: υπέχει εργοδότης στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών, με περίπου 40 000 εργαζομένους και οργάνωση περιλαμβάνουσα πλείονα ιεραρχικά κλιμάκια η οποία καλύπτει το σύνολο της επικράτειας, λόγω του καθήκοντός του επιμέλειας που απορρέει από το ισχύον επί του παρόντος δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε λόγω του οριζοντίου αποτελέσματος της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως και/ή της αρχής περί απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, υποχρέωση να γνωστοποιήσει στους εργαζομένους του και στους εκπροσώπους του προσωπικού αποφάσεις του Δικαστηρίου δημοσιευθείσες και στον ημερήσιο τύπο, από τις οποίες προκύπτει ότι ο εφαρμοζόμενος μέχρι τότε από τον εργοδότη τρόπος αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και οι οποίες μπορούν, μεταξύ άλλων, να έχουν ως συνέπεια την καταβολή αναδρομικώς επιπλέον αποδοχών;»

18      Με επιστολή της 17ης Ιουλίου 2013, το αιτούν δικαστήριο διαβίβασε στο Δικαστήριο διάταξη του Oberster Gerichtshof της 27ης Ιουνίου 2013, με την οποία το δεύτερο αυτό δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο πλείονα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία αφορούν ζητήματα παρεμφερή με τα επίμαχα στην υπό κρίση απόφαση.

19      Κατόπιν της λήψεως της επιστολής αυτής, το Δικαστήριο κάλεσε το αιτούν δικαστήριο να του επισημάνει εάν επιθυμούσε να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει, εν μέρει ή στο σύνολό τους, τα ερωτήματα που είχε υποβάλει με την από 28 Αυγούστου 2012 διάταξή του.

20      Σε απάντηση του αιτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε, με απόφαση η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου 2013, ένα επιπλέον προδικαστικό ερώτημα, το οποίο έχει ως εξής:

«Αντιβαίνει στο ισχύον επί του παρόντος δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα

1.      στην οδηγία [2000/78]

2.      στη γενική αρχή της αποτελεσματικότητας,

3.      στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης,

εθνική νομοθετική ρύθμιση, της 27ης Δεκεμβρίου 2011, η οποία ισχύει αναδρομικώς από 1ης Ιανουαρίου 2004 και με την οποία καταργούνται δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα την απόφαση [Hütter, προμνημονευθείσα,] όσον αφορά τον υπολογισμό, άνευ διακρίσεως λόγω ηλικίας, του χρόνου προϋπηρεσίας η οποία αφορά το διάστημα πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, καθώς και των συνακόλουθων δικαιωμάτων αποδοχών, καθόσον παρατείνει, καθορίζοντας νέα ημερομηνία αναφοράς για την υπηρεσιακή εξέλιξη, κατά ένα έτος τον χρόνο που απαιτείται για την άνοδο στο ανώτερο κλιμάκιο όσον αφορά το καθένα από τα τρία πρώτα μισθολογικά κλιμάκια;»

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

21      Με το τρίτο ερώτημά του, στο οποίο πρέπει πρώτον να δοθεί απάντηση το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει τριακονταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τη σύναψη της συμβάσεως βάσει της οποίας καθορίσθηκε η ημερομηνία αναφοράς για την υπηρεσιακή εξέλιξη ή από την εσφαλμένη κατάταξη σε μισθολογικό κλιμάκιο, της αξιώσεως μισθωτού εργαζομένου για εκ νέου υπολογισμό του χρόνου προϋπηρεσίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ημερομηνίας αυτής αναφοράς.

22      Το δικαστήριο αυτό διερωτάται ιδίως αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προθεσμία αυτή παραγραφής δεν αρχίζει από τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως βάσει της οποίας καθορίσθηκε η ημερομηνία αναφοράς ή από την εσφαλμένη κατάταξη σε μισθολογικό κλιμάκιο, αλλά από τις αντίστοιχες ημερομηνίες εκδόσεως των προμνημονευθεισών αποφάσεων Österreichischer Gewerkschaftsbund και Hütter.

23       Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως της Ένωσης, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που σκοπούν στην πλήρη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο οι κανόνες αυτοί να μην είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν τα παρόμοια ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑89/10 και C‑96/10, Q-Beef και Bosschaert, Συλλογή 2011, σ. I‑7819, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Επισημαίνεται συναφώς ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει κανόνες σχετικά με τις προθεσμίες που τάσσονται για την άσκηση ένδικου βοηθήματος όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

25      Ως εκ τούτου, απόκειται σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να ρυθμίζει, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεώς του, αυτό το δικονομικό ζήτημα, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

26      Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αυτή επιτάσσει όλες οι εφαρμοστέες επί ενδίκων βοηθημάτων διατάξεις να εφαρμόζονται αδιακρίτως στα ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παράβαση του δικαίου της Ένωσης και στα παρεμφερή αυτών ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παράβαση του εσωτερικού δικαίου (απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, C‑542/08, Barth, Συλλογή 2010, σ. I‑3189, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Εν προκειμένω, από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι η τριακονταετής παραγραφή που προβλέπει το εθνικό δίκαιο έχει εφαρμογή ανεξαρτήτως του αν η προβαλλόμενη παράβαση αφορά το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο.

28      Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας τέτοιος κανόνας περί παραγραφής αντιβαίνει στην αρχή της ισοδυναμίας.

29      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης ο καθορισμός ευλόγων αποσβεστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, καθόσον οι προθεσμίες αυτές δεν δύνανται να καταστήσουν πρακτικά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα απόφαση Barth, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Όσον αφορά το ζήτημα αν οι αντίστοιχες ημερομηνίες εκδόσεως των προμνημονευθεισών αποφάσεων Österreichischer Gewerkschaftsbund και Hütter έχουν σημασία για την έναρξη προθεσμίας παραγραφής καθοριζομένης από το εθνικό δίκαιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου και κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του ανατίθεται βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, το περιεχόμενο και τη σημασία του κανόνα αυτού, όπως αυτός πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από τότε που τέθηκε σε ισχύ. Δηλαδή, μια προδικαστική απόφαση έχει αμιγώς αναγνωριστική και όχι διαπλαστική αξία, με συνέπεια τα αποτελέσματά της να ανάγονται, καταρχήν, στην ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του ερμηνευομένου κανόνα (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C‑2/06, Kempter, Συλλογή 2008, σ. I‑411, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Όσον αφορά την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το ζήτημα αυτό, καταρχήν, απόκειται στο εθνικό δίκαιο, η δε ενδεχόμενη διαπίστωση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης δεν ασκεί επιρροή, καταρχήν, στον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα απόφαση Q-Beef και Bosschaert,, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Ως εκ τούτου, οι αντίστοιχες ημερομηνίες εκδόσεως των προμνημονευθεισών αποφάσεων Österreichischer Gewerkschaftsbund και Hütter στερούνται σημασίας όσον αφορά τον καθορισμό του χρόνου ενάρξεως της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης προθεσμίας και, επομένως, όσον αφορά την εκτίμηση της τηρήσεως, εν προκειμένω, της αρχής της αποτελεσματικότητας.

33      Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το εν λόγω χρονικό σημείο ενάρξεως αντιστοιχεί, κατά το εθνικό δίκαιο, στη σύναψη της συμβάσεως βάσει της οποίας καθορίσθηκε η ημερομηνία αναφοράς ή στην εσφαλμένη κατάταξη σε μισθολογικό κλιμάκιο, δηλαδή, στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην 25η Νοεμβρίου 1974. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι, από απόψεως του εθνικού δικαίου, η αξίωση του S. Pohl να ζητήσει εκ νέου εκτίμηση της ημερομηνίας αναφοράς έχει παραγραφεί από της 24ης Νοεμβρίου 2004, δηλαδή πολύ πριν από την έναρξη της κύριας δίκης στις 2 Αυγούστου 2011.

34      Δεν αμφισβητείται ότι πρόκειται για εύλογη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος η οποία έχει προβλεφθεί προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως.

35      Επιπροσθέτως, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αγωγή του S. Pohl αφορά, κατ’ ουσίαν, τη νομιμότητα της τελευταίας προαγωγής του στη μισθολογική κλίμακα, η οποία συνετελέσθη την 1η Ιανουαρίου 2002, διαπιστώνεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, αυτός είχε ακόμη στη διάθεσή του σχεδόν τρία έτη για να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά της αποφάσεως περί της τελευταίας προαγωγής του στην κλίμακα αυτή.

36      Κατά τα λοιπά, εάν γίνει δεκτό ότι ο S. Pohl μπορούσε να θεμελιώσει τις αξιώσεις του στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ ή στην οδηγία 2000/78, επισημαίνεται ότι, αφενός μεν θα χωρούσε επίκληση του άρθρου αυτού ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων ήδη από της 1ης Ιανουαρίου 1995, ημερομηνίας προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας στην Ένωση, δηλαδή για χρονικό διάστημα περίπου δέκα ετών πριν από την εκπνοή της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης προθεσμίας παραγραφής, αφετέρου δε η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78 στην εσωτερική έννομη τάξη εξέπνευσε στις 3 Δεκεμβρίου 2003, οπότε ο S. Pohl είχε στη διάθεσή του χρονικό διάστημα περίπου ενός έτους για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος με το οποίο θα επικαλούνταν τα δικαιώματά του ενώπιον των δικαστηρίων αυτών. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η τριακονταετής παραγραφή κατά το εθνικό δίκαιο, της οποίας η έναρξη ανάγεται στον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, βάσει της οποίας καθορίσθηκε η ημερομηνία αναφοράς ή στον χρόνο της εσφαλμένης κατατάξεως σε μισθολογικό κλιμάκιο, δεν δύναται να καταστήσει πρακτικά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλεί, ενδεχομένως, ο S. Pohl από το δίκαιο της Ένωσης.

37      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, προβλέπουσα τριακονταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τη σύναψη της συμβάσεως βάσει της οποίας καθορίσθηκε η ημερομηνία αναφοράς για την υπηρεσιακή εξέλιξη ή από την εσφαλμένη κατάταξη σε μισθολογικό κλιμάκιο, της αξιώσεως μισθωτού εργαζομένου για εκ νέου υπολογισμό του χρόνου προϋπηρεσίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ημερομηνίας αυτής αναφοράς.

38      Λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, την απάντηση που δόθηκε στο τρίτο ερώτημα και, αφετέρου, τη διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου ότι η αξίωση του S. Pohl για υπολογισμό εκ νέου της ημερομηνίας αναφοράς και, ως εκ τούτου, η αγωγή του κατά της αποφάσεως περί της τελευταίας χρονικά προαγωγής του στη μισθολογική κλίμακα έχουν παραγραφεί, κατ’ εφαρμογήν της τριακονταετούς προθεσμίας παραγραφής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, από τις 24 Νοεμβρίου 2004, παρέλκει η απάντηση στα λοιπά υποβληθέντα ερωτήματα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, προβλέπουσα τριακονταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τη σύναψη της συμβάσεως βάσει της οποίας καθορίσθηκε η ημερομηνία αναφοράς για την υπηρεσιακή εξέλιξη ή από την εσφαλμένη κατάταξη σε μισθολογικό κλιμάκιο, της αξιώσεως μισθωτού εργαζομένου για εκ νέου υπολογισμό του χρόνου προϋπηρεσίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ημερομηνίας αυτής αναφοράς.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.