Language of document : ECLI:EU:T:2022:836

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών καταγωγής Κίνας – Οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ – Απαλλαγή των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο συγκεκριμένης χρήσης – Προσφυγή ακυρώσεως – Δυνατότητα διαχωρισμού – Κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα – Άμεσος επηρεασμός – Πράξη δεκτική προσφυγής – Παραδεκτό – Άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 – Δασμός που επιβάλλεται χωρίς διάκριση – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑746/20,

Grünig KG, με έδρα το Bad Kissingen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον Y. Melin και την I. Fressynet, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την K. Blanck και τους G. Luengo και M. Gustafsson,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius, I. Reine, L. Truchot (εισηγητή) και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 9ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή της, η προσφεύγουσα, Grünig KG, ζητεί την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/1336 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2020, L 315, σ. 1).

I.      Το ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 25 Σεπτεμβρίου 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό 2020/1336.

3        Με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, η Επιτροπή επέβαλε τους δασμούς αντιντάμπινγκ που μνημονεύονται στη σκέψη 1 ανωτέρω.

4        Με το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, η Επιτροπή εισήγαγε απαλλαγή από την επιβολή των εν λόγω δασμών (στο εξής: επίμαχη απαλλαγή). Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής:

«Τα προϊόντα που περιγράφονται στην παράγραφο 1 εξαιρούνται από τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ εάν εισάγονται για την παραγωγή συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, [που] παράγονται και πωλούνται σε μορφή σκόνης για τη βιομηχανία χαρτονιού. Τα προϊόντα αυτά υπάγονται σε καθεστώς ειδικού προορισμού που αναφέρεται στο άρθρο 254 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, προκειμένου να αποδειχθεί ότι εισάγονται αποκλειστικά για την προαναφερόμενη χρήση.»

5        Στο σημείο 6.3.4, με τίτλο «Παραγωγοί συγκολλητικών υλών», το οποίο εντάσσεται στο μέρος του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 που αφορά το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να απαλλάξει τις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών (στο εξής: PVA) από τους οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον εν λόγω κανονισμό. Η απαλλαγή αυτή, η οποία εφαρμόζεται στους κατασκευαστές συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, αποσκοπεί στη διαφύλαξη των συμφερόντων τους έναντι των αρνητικών συνεπειών που μπορεί να προκαλέσει σε αυτούς η επιβολή των εν λόγω δασμών.

6        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία με έδρα τη Γερμανία, η οποία εισάγει PVA και παράγει υγρή συγκολλητική ύλη από PVA.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

7        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

8        Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

9        Δεδομένου ότι η Επιτροπή προέβαλε πλείονες ενστάσεις απαραδέκτου, επιβάλλεται να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής.

Α.      Επί του παραδεκτού

10      Προκειμένου να θεμελιώσει το απαράδεκτο της προσφυγής, η Επιτροπή καταρχάς υποστηρίζει, πρώτον, ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διαχωρισμού του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 από τον υπόλοιπο κανονισμό, δεύτερον, ότι για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα και, τρίτον, ότι ο ίδιος κανονισμός δεν επηρεάζει την προσφεύγουσα ούτε άμεσα ούτε ατομικά.

11      Στη συνέχεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής για να θεμελιώσει την ενεργητική της νομιμοποίηση.

12      Τέλος, η Επιτροπή προβάλλει ότι, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, η διάταξη αυτή δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής.

13      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή.

1.      Επί της δυνατότητας διαχωρισμού του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336

14      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η μερική ακύρωση πράξης της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να διαχωριστούν από την υπόλοιπη πράξη. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι δεν πληρούται η απαίτηση αυτή όταν η μερική ακύρωση μιας πράξης θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η ουσία της (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

15      Επίσης, η εξακρίβωση της δυνατότητας διαχωρισμού στοιχείων μιας πράξης της Ένωσης προϋποθέτει την εξέταση του περιεχομένου τους, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η ακύρωση των στοιχείων αυτών θα μετέβαλλε το πνεύμα και την ουσία της συγκεκριμένης πράξης (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση μόνον του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), το οποίο εισάγει την επίμαχη απαλλαγή.

17      Μια τέτοιου είδους απαλλαγή, στο μέτρο που προβλέπει εξαίρεση από κανόνα που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ, μπορεί, καταρχήν, να διαχωριστεί από τον κανονισμό που θεσπίζει τον εν λόγω κανόνα.

18      Στην απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψεις 44 έως 53), την οποία επικαλείται η Επιτροπή, το Δικαστήριο ανέφερε ενδείξεις βάσει των οποίων είναι δυνατόν να προσδιοριστούν οι περιπτώσεις στις οποίες μια απαλλαγή από τους δασμούς αντιντάμπινγκ ενδέχεται να μην μπορεί να διαχωριστεί από τον κανονισμό που επιβάλλει τους εν λόγω δασμούς.

19      Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C‑204/16 P, EU:C:2017:838), αφορούσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1238/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών τους στοιχείων (π.χ. κυψελών), καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2013, L 325, σ. 1).

20      Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1238/2013, το οποίο προέβλεπε ότι οι εισαγωγές ορισμένων προϊόντων, που τιμολογούνταν από εταιρίες των οποίων τις αναλήψεις υποχρεώσεων έχει αποδεχθεί η Επιτροπή, απαλλάσσονταν από τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλονταν με το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, δεν ήταν δυνατό να αποσπασθεί από τις υπόλοιπες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού και, ιδίως, από εκείνες που προέβλεπαν την επιβολή των εν λόγω δασμών (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψη 55).

21      Το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρόλο που η επιβολή δασμών φαινόταν να συνιστά τυπικώς τον κανόνα και η απαλλαγή από τους δασμούς κατόπιν ανάληψης υποχρέωσης την εξαίρεση, στην πραγματικότητα οι δύο επίμαχες διατάξεις αποτελούσαν εναλλακτικά και συμπληρωματικά μέτρα με σκοπό την επίτευξη του ίδιου σκοπού (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψεις 44 έως 53).

22      Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε μια σειρά ενδείξεων. Πρώτον, διαπίστωσε την ταυτότητα των σκοπών που επιδιώκονταν τόσο με το μέτρο που επέβαλε τους δασμούς όσο και με το μέτρο που προέβλεπε την απαλλαγή. Συνεπώς, τόσο η επιβολή δασμών όσο και η αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων αποσκοπούσαν στην προκειμένη περίπτωση στην εξάλειψη των επιζήμιων συνεπειών, στη βιομηχανία της Ένωσης, του ντάμπινγκ που αφορά τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών τους στοιχείων (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψεις 44 έως 48). Δεύτερον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι δύο επίμαχες διατάξεις ήταν συμπληρωματικού χαρακτήρα. Στηρίχθηκε, συναφώς, στις οικονομικές συνέπειες που αυτές συνεπάγονταν (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψεις 49 έως 51). Τέλος, τρίτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαλλαγή δεν είχε τον χαρακτήρα εξαιρέσεως. Επισήμανε, συναφώς, ότι η απαλλαγή εφαρμοζόταν στο 70 % των εισαγωγών των οικείων προϊόντων (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψεις 52 και 53).

23      Η λύση που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C‑204/16 P, EU:C:2017:838), βασίζεται, επομένως, σε ένα σύνολο ενδείξεων δυνάμενων να χαρακτηρίσουν μια ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία αυτό που θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται απλώς ως απαλλαγή και, συνεπώς, ως εξαίρεση από έναν κανόνα αποτελεί στην πραγματικότητα αναπόσπαστο μέρος του προσβαλλόμενου μέτρου και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό.

24      Συνεπώς, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της δυνατότητας διαχωρισμού της επίμαχης απαλλαγής, πρέπει να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίστανται εν προκειμένω τέτοιου είδους ενδείξεις.

25      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, όπως η προβλεπόμενη εν προκειμένω στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, αποσκοπεί στην εξάλειψη των επιζήμιων για τη βιομηχανία της Ένωσης συνεπειών του εικαζόμενου ντάμπινγκ (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψη 46).

26      Ωστόσο, το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21, στο εξής: βασικός κανονισμός), παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα, προκειμένου να διαφυλάξει, μεταξύ άλλων, το συμφέρον των χρηστών του οικείου προϊόντος, να μην επιβάλει μέτρα αντιντάμπινγκ, μολονότι διαπιστώνεται το ντάμπινγκ και η ζημία.

27      Στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη απαλλαγή, η οποία θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού, αποσκοπεί, όπως συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 625 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, στη διαφύλαξη των συμφερόντων ορισμένων χρηστών PVA, ήτοι των παραγωγών συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, έναντι των αρνητικών επιπτώσεων που θα μπορούσαν να υποστούν λόγω της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ.

28      Συνεπώς, ο σκοπός της επίμαχης απαλλαγής διακρίνεται από τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, ο οποίος μνημονεύεται στη σκέψη 25 ανωτέρω, ενώ στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C‑204/16 P, EU:C:2017:838), η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ και η απαλλαγή από τους δασμούς αυτούς επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

29      Δεύτερον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C‑204/16 P, EU:C:2017:838), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό, είχε θέσει σε εφαρμογή μέτρα εμπορικής άμυνας που συνιστούσαν σειρά ή «πακέτο» μέτρων αποτελούμενο από δύο χωριστά μέτρα συμπληρωματικού χαρακτήρα, το ένα εκ των οποίων ήταν η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ και το άλλο η απαλλαγή από τους δασμούς αυτούς των εταιριών των οποίων τις αναλήψεις υποχρεώσεων είχε αποδεχθεί η Επιτροπή (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψη 44).

30      Αντιθέτως, στην υπό κρίση περίπτωση, η επίμαχη απαλλαγή δεν έχει συμπληρωματικό αλλά παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ.

31      Ο παρεπόμενος χαρακτήρας της επίμαχης απαλλαγής σε σχέση με την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ συνάγεται από τη θέση που κατέχουν οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν την επίμαχη απαλλαγή στην αιτιολογία του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336. Οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις περιλαμβάνονται στο μοναδικό μέρος του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 που αφορά το συμφέρον των παραγωγών συγκολλητικών υλών και τις αρνητικές συνέπειες που οι τελευταίοι μπορεί να υποστούν λόγω της επιβολής των δασμών αντιντάμπινγκ. Συνεπώς, η αιτιολόγηση της επίμαχης απαλλαγής περιορίστηκε από την Επιτροπή στο μοναδικό μέρος του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 που αφορά την εν λόγω απαλλαγή, γεγονός που αποτελεί ένδειξη του παρεπόμενου χαρακτήρα που της αποδίδει η Επιτροπή.

32      Τρίτον, στην αιτιολογική σκέψη 628 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, η επίμαχη απαλλαγή περιγράφεται ως «κατ’ εξαίρεση» χορηγηθείσα, το δε καθεστώς στο οποίο εντάσσεται «περιορίζεται αυστηρά στις συγκολλητικές ύλες από ξηρό μείγμα [χωρίς να] καλύπτει σε καμία περίπτωση άλλα προϊόντα (π.χ. υγρές συγκολλητικές ύλες) που παράγονται από παραγωγούς συγκολλητικών υλών».

33      Συναφώς, η ίδια η Επιτροπή, εξετάζοντας, στην αιτιολογική σκέψη 627 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, τις συνέπειες που θα επέφερε η ενδεχόμενη εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής, επισήμανε ότι το τμήμα της αγοράς συγκολλητικών υλών αντιπροσώπευε το 17 % της ενωσιακής κατανάλωσης και ότι ο μόνος παραγωγός συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα που παρουσιάστηκε αντιπροσώπευε μόνο το 4 % του εν λόγω τμήματος.

34      Αντιθέτως, η απαλλαγή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C‑204/16 P, EU:C:2017:838), δεν είχε τον χαρακτήρα εξαιρέσεως, στο μέτρο που εφαρμοζόταν στο 70 % των εισαγωγών των οικείων προϊόντων (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

35      Από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 25 έως 34 ανωτέρω προκύπτει ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν υφίσταται καμία από τις ενδείξεις που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C‑204/16 P, EU:C:2017:838), και οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 22 ανωτέρω.

36      Επιπλέον, από καμία άλλη ένδειξη προκύπτουσα από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα που προβλέπει την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ αλλά εναλλακτικό και συμπληρωματικό μέτρο σε σχέση με τον κανόνα αυτόν που αποσκοπεί στην επίτευξη του ίδιου σκοπού (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω).

37      Συνεπώς, η επίμαχη απαλλαγή μπορεί να διαχωριστεί από τον κανόνα που προβλέπει την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ.

38      Πρέπει να προστεθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 δεν περιορίζεται στο να καθορίσει, στο πρώτο εδάφιό του, την επίμαχη απαλλαγή. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω) προβλέπει ότι, σε περίπτωση απαλλαγής, οι PVA υπάγονται στο καθεστώς ειδικού προορισμού που αναφέρεται στο άρθρο 254 του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1), προκειμένου να αποδειχθεί ότι εισάγονται αποκλειστικά για τη χρήση που αναφέρεται στη σκέψη 4 ανωτέρω.

39      Η τελευταία αυτή διάταξη έχει ως μοναδικό σκοπό να καθορίσει το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο υπάγονται οι εισαγωγές PVA που τυγχάνουν της επίμαχης απαλλαγής.

40      Δεδομένου ότι η επίμαχη απαλλαγή, η οποία καθορίζεται ως αρχή στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, μπορεί να διαχωριστεί από τον υπόλοιπο κανονισμό, η απαλλαγή αυτή προσδίδει στον κανόνα ο οποίος περιορίζεται στον καθορισμό του τελωνειακού καθεστώτος στο οποίο υπάγονται τα προϊόντα που τυγχάνουν της εν λόγω απαλλαγής και ο οποίος διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου τον χαρακτήρα κανόνα δυνάμενου να διαχωριστεί από τον υπόλοιπο κανονισμό.

41      Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της διαπίστωσης που παρατίθεται στη σκέψη 37 ανωτέρω, το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, στο σύνολό του, μπορεί να διαχωριστεί από τις λοιπές διατάξεις του κανονισμού αυτού.

42      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή, ήτοι, πρώτον, η συνύπαρξη της επιβολής των δασμών αντιντάμπινγκ και της επίμαχης απαλλαγής στο ίδιο άρθρο του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, δεύτερον, η σπανιότητα της χρήσης μιας απαλλαγής όπως η επίμαχη, τρίτον, η λεπτομερής αιτιολογία της επίμαχης απαλλαγής, τέταρτον, ο αριθμός των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από τις επιχειρήσεις κατά την εξέταση της εν λόγω απαλλαγής, πέμπτον, οι σημαντικές οικονομικές συνέπειες που θα επέφερε η ακύρωση της απαλλαγής αυτής για την Cordial, την κατασκευάστρια εταιρία συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, την κατάσταση της οποίας έλαβε υπόψη η Επιτροπή στο πλαίσιο του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 καθώς και για τους πελάτες της, και, έκτον, η επιμονή της Επιτροπής για την έκδοση της ανωτέρω πράξης παρά τους ενδοιασμούς ορισμένων κρατών μελών δεν δύνανται να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα διαχωρισμού του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336.

43      Η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

2.      Επί των προϋποθέσεων παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

44      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει δύο περιπτώσεις στις οποίες γίνεται δεκτό ότι φυσικό ή νομικό πρόσωπο νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή κατά πράξης της οποίας δεν είναι αποδέκτης. Αφενός, προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξης για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα εάν η πράξη αυτή το αφορά άμεσα (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 19, και της 18ης Οκτωβρίου 2018, Internacional de Productos Metálicos κατά Επιτροπής, C‑145/17 P, EU:C:2018:839, σκέψη 32).

45      Οι προϋποθέσεις παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς όμως τούτο να καταλήγει σε κατάργηση των προϋποθέσεων, οι οποίες προβλέπονται ρητώς από τη Συνθήκη ΛΕΕ (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν είναι αποδέκτης του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336. Συνεπώς, η ενεργητική της νομιμοποίηση μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εάν η προσφεύγουσα εμπίπτει σε μία από τις δύο περιπτώσεις που παρατίθενται στη σκέψη 44 ανωτέρω.

47      Το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της δεύτερης περίπτωσης που παρατίθεται στη σκέψη 44 ανωτέρω.

48      Πρέπει να προσδιοριστεί, πρώτον, κατά πόσον ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/1336 αποτελεί κανονιστική πράξη, δεύτερον, κατά πόσον για την εφαρμογή του απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα και, τρίτον, κατά πόσον επηρεάζει άμεσα την κατάσταση της προσφεύγουσας.

α)      Επί της ύπαρξης κανονιστικής πράξης

49      Σύμφωνα με τη νομολογία, κανονιστικές πράξεις είναι οι πράξεις γενικής ισχύος εξαιρουμένων των νομοθετικών πράξεων (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 61, και διάταξη της 28ης Οκτωβρίου 2020, Σαράντος κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑84/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:871, σκέψη 29).

50      Πρέπει να προσδιοριστεί, πρώτον, κατά πόσον το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 έχει γενική ισχύ και, δεύτερον, κατά πόσον ο εν λόγω κανονισμός δεν αποτελεί νομοθετική πράξη.

51      Πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 συνάγεται ότι αυτό έχει γενική ισχύ καθόσον έχει εφαρμογή σε καταστάσεις που προσδιορίζονται αντικειμενικά και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι μιας κατηγορίας προσώπων που καθορίζονται γενικά και αφηρημένα (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω).

52      Η γενική ισχύς του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις του εν λόγω κανονισμού, η αιτιολογική σκέψη 630 του οποίου αναφέρει τα εξής:

«Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η [επίμαχη] απαλλαγή […] δεν αφορά [την Cordial], αλλά εφαρμόζεται σε όλους τους παραγωγούς συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα χωρίς διακρίσεις […].»

53      Δεύτερον, όπως συνάγεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 672 και 673 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε από την Επιτροπή αφού η τελευταία υπέβαλε το σχέδιο του εν λόγω κανονισμού στην επιτροπή προσφυγών σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 5, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ 2011, L 55, σ. 13).

54      Από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 49 έως 53 ανωτέρω συνάγεται ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/1336 δεν αποτελεί νομοθετική πράξη καθόσον δεν εκδόθηκε ούτε με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία ούτε με ειδική νομοθετική διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 289, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. διατάξεις της 5ης Φεβρουαρίου 2013, BSI κατά Συμβουλίου, T‑551/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:60, σκέψη 43, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, Far Polymers κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑722/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:598, σκέψη 55).

55      Δεδομένου ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 49 και 50 ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/1336, το άρθρο 1, παράγραφος 4, του οποίου προβλέπει την επίμαχη απαλλαγή, έχει χαρακτήρα κανονιστικής πράξης. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν αμφισβητείται εξάλλου από την Επιτροπή. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον για την εφαρμογή της εν λόγω απαλλαγής απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

β)      Επί της απουσίας εκτελεστικών μέτρων

56      Η φράση «[για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται] εκτελεστικά μέτρα», κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό της διάταξης αυτής, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από το ιστορικό θέσπισης της διάταξης, στο να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να πρέπει ο ιδιώτης να παραβεί τον νόμο για να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία κανονιστική πράξη παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, το πρόσωπο αυτό θα διέτρεχε τον κίνδυνο να στερηθεί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εάν δεν διέθετε ένδικο βοήθημα ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της εν λόγω κανονιστικής πράξης. Πράγματι, ελλείψει εκτελεστικών μέτρων, το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο, μολονότι η επίμαχη πράξη το αφορά άμεσα, θα μπορούσε να επιτύχει τον δικαστικό της έλεγχο μόνον αφότου θα παρέβαινε τις διατάξεις της, επικαλούμενο την έλλειψη νομιμότητάς τους στο πλαίσιο των διαδικασιών που θα κινούνταν εναντίον του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 27, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, στο εξής: απόφαση Montessori, EU:C:2018:873, σκέψη 58).

57      Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία για την εφαρμογή της κανονιστικής πράξης απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της έννομης τάξης της Ένωσης διασφαλίζεται ανεξαρτήτως αν τα μέτρα αυτά ελήφθησαν από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν δύνανται, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού που καθορίζει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσβάλουν απευθείας ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης μια κανονιστική πράξη της Ένωσης προστατεύονται από την έναντι αυτών εφαρμογή τέτοιας πράξης με τη δυνατότητα να προσβάλουν τα εκτελεστικά μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της πράξης αυτής (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 28, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 59).

58      Όσον αφορά τους δασμούς αντιντάμπινγκ, το τελωνειακό σύστημα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 952/2013 προβλέπει ότι η είσπραξη των δασμών που καθορίζονται με έναν κανονισμό, όπως ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/1336, πραγματοποιείται με βάση τα μέτρα που θεσπίζουν οι εθνικές αρχές, τα οποία πρέπει να χαρακτηριστούν «εκτελεστικά μέτρα» (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2018, Internacional de Productos Metálicos κατά Επιτροπής, C‑145/17 P, EU:C:2018:839, σκέψεις 59 και 60, της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 31, και διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2013, BSI κατά Συμβουλίου, T‑551/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:60, σκέψεις 45 έως 53).

59      Ωστόσο, η εξέταση προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον για την εφαρμογή κανονιστικής πράξης απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα πρέπει να διενεργείται με γνώμονα αποκλειστικώς το αντικείμενο της προσφυγής (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 31, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 61). Επιπλέον, στην περίπτωση που ο προσφεύγων ζητεί τη μερική μόνον ακύρωση πράξης πρέπει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα εκτελεστικά μέτρα τα οποία απαιτούνται ενδεχομένως για την εφαρμογή του μέρους της πράξης του οποίου ζητείται η ακύρωση (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Internacional de Productos Metálicos κατά Επιτροπής, C‑145/17 P, EU:C:2018:839, σκέψη 53).

60      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσβάλλει μόνον το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336.

61      Συνεπώς, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, δεν πρέπει, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίστανται εκτελεστικά μέτρα στην προκειμένη περίπτωση, να ληφθούν υπόψη τα εκτελεστικά μέτρα που συνεπάγεται κατ’ ανάγκη, δυνάμει της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 58 ανωτέρω, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, το οποίο προβλέπει την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω).

62      Επίσης, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο για την εφαρμογή κανονιστικής πράξης απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, πρέπει να εξετάζεται η κατάσταση του προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ. Είναι, επομένως, αδιάφορο αν για την εφαρμογή της επίμαχης πράξης απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα έναντι άλλων ιδιωτών (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 30, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 61).

63      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα, η οποία εισάγει PVA με αποκλειστικό σκοπό την κατασκευή υγρής συγκολλητικής ύλης, δεν μπορεί να τύχει της επίμαχης απαλλαγής.

64      Συνεπώς, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το καθεστώς ειδικού προορισμού που προβλέπεται στο άρθρο 254 του κανονισμού 952/2013, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων από τις αρμόδιες αρχές, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην προσφεύγουσα.

65      Συνεπώς, είναι αλυσιτελής η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, πρώτον, η Cordial και οι λοιποί δικαιούχοι της επίμαχης απαλλαγής πρέπει να λάβουν, δυνάμει του κανονισμού 952/2013, άδεια από τις τελωνειακές αρχές ώστε να τύχουν της απαλλαγής αυτής και, δεύτερον, μια τέτοιου είδους απαλλαγή αποτελεί μέτρο εκτελέσεως του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336.

66      Βεβαίως, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να ζητήσει να τύχει της επίμαχης απαλλαγής προκειμένου οι οικείες τελωνειακές αρχές να της αντιτάξουν άρνηση την οποία θα μπορούσε να προσβάλει.

67      Ωστόσο, η απόρριψη αιτήματος υποβαλλόμενου από προσφεύγοντα ενώπιον των εθνικών αρχών δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο εκτελέσεως πράξης της Ένωσης στην περίπτωση που συνάγεται ότι θα ήταν εντελώς τεχνητή η κατασκευή βάσει της οποίας ο εν λόγω προσφεύγων θα έπρεπε να υποβάλει ένα τέτοιο αίτημα (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψεις 66 και 67).

68      Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/1336 ώστε να είναι επιλέξιμη για να τύχει της επίμαχης απαλλαγής, θα ήταν εντελώς τεχνητή η κατασκευή βάσει της οποίας θα έπρεπε να ζητήσει από τις οικείες τελωνειακές αρχές να τύχει της απαλλαγής αυτής και να προσβάλει την πράξη με την οποία απορρίπτεται το αίτημά της ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να υποχρεώσει το τελευταίο να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψεις 65 και 66, και της 28ης Οκτωβρίου 2020, Associazione GranoSalus κατά Επιτροπής, C‑313/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:869, σκέψη 41).

69      Από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 56 έως 68 ανωτέρω συνάγεται ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, για την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα όσον αφορά την προσφεύγουσα.

70      Δεδομένης της απουσίας εκτελεστικών μέτρων, πρέπει να εξεταστεί η προϋπόθεση περί του άμεσου επηρεασμού.

γ)      Επί του άμεσου επηρεασμού

71      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση να αφορά η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οποία θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες του που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C‑386/96 P, EU:C:1998:193, σκέψη 43, της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, EU:C:2008:159, σκέψη 47, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42).

1)      Επί του δεύτερου κριτηρίου που αφορά την έλλειψη εξουσίας εκτίμησης των αποδεκτών που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του προσβαλλόμενου μέτρου

72      Πρέπει να επισημανθεί ότι το δεύτερο κριτήριο δεν ασκεί επιρροή στην περίπτωση ενός μέτρου για την εφαρμογή του οποίου, όπως εν προκειμένω, δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα έναντι της προσφεύγουσας (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2015, Federcoopesca κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑312/14, EU:T:2015:472, σκέψεις 38 έως 40).

73      Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», προβλέπει τα εξής:

«Οι δασμοί αντιντάμπινγκ, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τα λοιπά κριτήρια που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται οι δασμοί […].»

74      Συνεπώς, τα κράτη μέλη τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη θέση σε εφαρμογή των κανονισμών αντιντάμπινγκ, δεν έχουν, καταρχήν, κανένα περιθώριο εκτίμησης [πρβλ. αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 59, και της 18ης Οκτωβρίου 2016, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T‑351/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:616, σκέψη 24].

75      Εν προκειμένω, το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 δεν καταλείπει κανένα περιθώριο εκτίμησης στις εθνικές τελωνειακές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή του καθόσον εξαρτά το πλεονέκτημα της απαλλαγής μόνο από τον όρο ότι τα οικεία προϊόντα «εισάγονται για την παραγωγή συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, [που] παράγονται και πωλούνται σε μορφή σκόνης για τη βιομηχανία χαρτονιού».

76      Όσον αφορά τον κανόνα του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 σχετικά με την υπαγωγή των PVA στο καθεστώς ειδικού προορισμού που αναφέρεται στο άρθρο 254 του κανονισμού 952/2013, η διάταξη αυτή που στοχεύει αποκλειστικά στο να προσδιορίσει το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο υπάγονται οι εισαγωγές PVA που τυγχάνουν της επίμαχης απαλλαγής (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω) δεν μπορεί, για τον λόγο αυτόν, να θέσει υπό αμφισβήτηση τον αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα της απαλλαγής αυτής. Εξάλλου, και με βάση το ίδιο το γράμμα της, το οποίο δεν θέτει καμία άλλη προϋπόθεση για την εφαρμογή του καθεστώτος ειδικού προορισμού εκτός από εκείνη που αφορά την απαλλαγή της οποίας τυγχάνουν οι PVA, η εν λόγω διάταξη δεν καταλείπει κανένα περιθώριο εκτίμησης στις εθνικές τελωνειακές αρχές.

77      Επομένως, πληρούται το δεύτερο από τα κριτήρια που παρατίθενται στη σκέψη 71 ανωτέρω, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε εξάλλου από κανέναν διάδικο.

2)      Επί του πρώτου κριτηρίου που αφορά τα άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης της προσφεύγουσας

78      Προς στήριξη του παραδεκτού της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται ότι είναι χρήστρια PVA, η οποία βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τους δικαιούχους της επίμαχης απαλλαγής. Όσον αφορά την προϋπόθεση περί του άμεσου επηρεασμού, ζητεί να εφαρμόσει το Γενικό Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση τη λύση που προέκρινε το Δικαστήριο στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων στην απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873). Επισημαίνει ότι η επίμαχη απαλλαγή τη θέτει σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού έναντι των κατασκευαστών συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα.

79      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, από το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη της Ένωσης θέτει μια επιχείρηση σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού δεν μπορεί να συναχθεί ότι η επιχείρηση επηρεάζεται, ως προς τη νομική της κατάσταση, από την πράξη αυτή ούτε ότι, ως εκ τούτου, η πράξη αυτή την αφορά άμεσα (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψεις 34, 36 και 37, της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Confederazione Cooperative Italiane κ.λπ. κατά Anicav κ.λπ., C‑455/13 P, C‑457/13 P και C‑460/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:616, σκέψεις 47 έως 49, και της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association, C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψη 81).

80      Ωστόσο, στη σκέψη 43 της απόφασης της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873), το Δικαστήριο έκρινε ότι μια απόφαση της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων η οποία ενδέχεται να θέσει μια επιχείρηση σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού για τον λόγο ότι αφήνει ανέπαφες τις συνέπειες εθνικού μέτρου ευνοϊκού για τους ανταγωνιστές της μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση της εν λόγω επιχείρησης.

81      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 και 52 της απόφασης της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873), το Δικαστήριο στήριξε τη λύση που προέκρινε στη διαπίστωση ότι οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων αποσκοπούν στη διατήρηση του ανταγωνισμού και ότι οι σχετικές διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ θεμελιώνουν το δικαίωμα του ανταγωνιστή μιας επιχείρησης η οποία επωφελείται από ένα εθνικό μέτρο να μην υφίσταται τις συνέπειες της στρέβλωσης του ανταγωνισμού λόγω του μέτρου αυτού.

82      Στον τομέα του αντιντάμπινγκ, το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων του εγχώριου κλάδου παραγωγής, των χρηστών και των καταναλωτών. Η διατύπωση οποιουδήποτε συμπεράσματος βάσει του παρόντος άρθρου είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2. Κατά την παραπάνω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές, με βάση όλες τις προσκομισθείσες πληροφορίες, καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης.»

83      Δυνάμει της διάταξης αυτής, οι αρχές της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής, πρέπει, προτού λάβουν μέτρα αντιντάμπινγκ, να διαπιστώσουν κατά πόσον η λήψη τέτοιου είδους μέτρων εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να μην επιβάλει μέτρα, μολονότι διαπιστώνονται το ντάμπινγκ και η ζημία, εάν τούτο δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης.

84      Βάσει της διάταξης αυτής θεσπίστηκε η επίμαχη απαλλαγή (βλ. αιτιολογική σκέψη 551 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336).

85      Προκειμένου να διαπιστωθεί το συμφέρον της Ένωσης, το άρθρο 21, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού διευκρινίζει ότι «αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού».

86      Από τη φράση αυτή προκύπτει ότι για τον σκοπό αυτόν λαμβάνεται κατά προτεραιότητα υπόψη το συμφέρον των παραγωγών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστική τους θέση που έχει επηρεαστεί από τις επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ.

87      Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης, η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε συνολική εκτίμηση όλων των εμπλεκόμενων συμφερόντων, με αποτέλεσμα τα συμφέροντα των παραγωγών να μην είναι τα μοναδικά που πρέπει αυτή να λάβει υπόψη.

88      Συνεπώς, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι στα εμπλεκόμενα συμφέροντα περιλαμβάνονται τα συμφέροντα των χρηστών του οικείου προϊόντος.

89      Δεν μπορεί επομένως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, στο μέτρο που το άρθρο 21, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αφορά μόνο την ανταγωνιστική θέση των παραγωγών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, αποκλείστηκε η συνεκτίμηση, στο πλαίσιο του συμφέροντος της Ένωσης, του συμφέροντος των χρηστών του οικείου προϊόντος να μην επηρεάζεται η ανταγωνιστική τους θέση σε περίπτωση όπως εκείνη που μνημονεύεται στη σκέψη 87 ανωτέρω.

90      Αντιθέτως, το συμφέρον ορισμένων από τους χρήστες του οικείου προϊόντος να διατηρήσουν την ανταγωνιστική τους θέση έναντι των επιπτώσεων μιας ενδεχόμενης νόθευσης λόγω μιας τέτοιου είδους απαλλαγής εμπίπτει στο συμφέρον της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

91      Η σύνδεση μεταξύ του συμφέροντος των χρηστών του οικείου προϊόντος να διατηρήσουν την ανταγωνιστική τους θέση και του συμφέροντος της Ένωσης απορρέει, πέραν από την αναφορά στα συμφέροντά τους στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, από τη διαπίστωση του καθορισμού, στον εν λόγω κανονισμό, ενός γενικού σκοπού διατήρησης του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς που δεν περιορίζεται στην ανταγωνιστική θέση των παραγωγών της Ένωσης.

92      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι στο άρθρο 21, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού γίνεται αναφορά στον γνήσιο ανταγωνισμό και όχι μόνο στην ανταγωνιστική θέση των παραγωγών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και στα ειδικότερα συμφέροντά τους.

93      Επιπλέον, το άρθρο 9, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι το ύψος των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ πρέπει όχι μόνο να μην υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ, αλλά και να είναι χαμηλότερο από τη ζημία που υφίσταται ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

94      Συνεπώς, αφενός, δεν παρέχεται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης έναντι των εξαγωγέων τρίτων χωρών που ασκούν πρακτικές ντάμπινγκ και, αφετέρου, το ύψος των δασμών αντιντάμπινγκ δεν υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο, με αποτέλεσμα να διαφυλάσσεται το συμφέρον των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο στάδιο μετά την παραγωγή, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών του οικείου προϊόντος.

95      Συνεπώς, ο βασικός κανονισμός δεν αποσκοπεί μόνο στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικής θέσης των παραγωγών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης αλλά και στη διατήρηση του γνήσιου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

96      Επομένως, οι χρήστες του οικείου προϊόντος έχουν το δικαίωμα να μην υφίστανται τις συνέπειες της στρέβλωσης του ανταγωνισμού που οφείλεται σε πράξη που εξέδωσε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του βασικού κανονισμού, όπως και ο ανταγωνιστής μιας επιχείρησης που λαμβάνει κρατική ενίσχυση έχει το δικαίωμα να μην υφίσταται τις συνέπειες της στρέβλωσης του ανταγωνισμού που οφείλεται στην ενίσχυση αυτή.

97      Λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης του δικαιώματος αυτού, μια πράξη της Επιτροπής που μπορεί να το προσβάλλει επιφέρει συνέπειες στη νομική κατάσταση του δικαιούχου και συνεπώς τον επηρεάζει άμεσα.

98      Όσον αφορά την προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα βρίσκεται σε θέση παρόμοια με εκείνη των προσφευγόντων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873).

99      Αντιθέτως, δεν αποκλείει τη συνδρομή της προϋπόθεσης του άμεσου επηρεασμού η μνημονευόμενη στη σκέψη 79 ανωτέρω νομολογία του Δικαστηρίου που αντιτίθεται στο να θεωρείται ότι πράξη της Ένωσης, η έκδοση της οποίας περιάγει μια επιχείρηση σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού, αφορά άμεσα την εν λόγω επιχείρηση.

100    Βεβαίως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, όπως και οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 79 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή έλαβε ένα μέτρο το οποίο, λόγω της διαφορετικής μεταχείρισης που συνεπάγεται, θα μπορούσε να επηρεάσει την ανταγωνιστική της θέση.

101    Εντούτοις, αντίθετα προς τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων που αναφέρονται στη σκέψη 79 ανωτέρω, τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης της ανταγωνιστικής της θέσης, λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού δυνάμει του οποίου θεσπίστηκε η επίμαχη απαλλαγή.

102    Αντιθέτως, στις υποθέσεις που παρατίθενται στη σκέψη 79 ανωτέρω, τα συμφέροντα των προσφευγουσών δεν διασφαλίζονταν από το νομικό καθεστώς το οποίο παρείχε ένα πλεονέκτημα στους ανταγωνιστές τους, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος αυτού.

103    Συγκεκριμένα, στην απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής (C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψεις 1 έως 3 και 34), υπομνήσθηκε ότι η προσφορά ζάχαρης στην αγορά της Ένωσης περιλάμβανε τη ζάχαρη που παράγεται, αφενός, από τη μεταποίηση ζαχαρότευτλων παραγόμενων εντός της Ένωσης και, αφετέρου, από την επεξεργασία της ακατέργαστης ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο που εισάγεται από τρίτες χώρες, αλλά το τελικό προϊόν είναι, από χημικής απόψεως, πανομοιότυπο σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Οι επίμαχες διατάξεις αποσκοπούσαν στην αύξηση της προσφοράς ζάχαρης στην αγορά της Ένωσης, η οποία παρουσίαζε έλλειψη. Ορισμένες από τις διατάξεις αυτές παρείχαν ένα πλεονέκτημα στους παραγωγούς της Ένωσης καθόσον τους επέτρεπαν να παράγουν και να διαθέτουν στο εμπόριο περιορισμένη ποσότητα ζάχαρης, καθώς και ισογλυκόζης, καθ’ υπέρβαση της ποσόστωσης της εσωτερικής παραγωγής. Οι προσφεύγουσες, οι οποίες δεν ήταν παραγωγοί ζάχαρης και ισογλυκόζης αλλά επιχειρήσεις επεξεργασίας εισαγόμενης ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο, δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του επίμαχου νομικού καθεστώτος.

104    Ομοίως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Confederazione Cooperative Italiane κ.λπ. κατά Anicav κ.λπ. (C‑455/13 P, C‑457/13 P και C‑460/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:616, σκέψεις 2 έως 9, 32 και 48), οι επίμαχες διατάξεις παρείχαν ένα πλεονέκτημα στις οργανώσεις παραγωγών στον τομέα των οπωροκηπευτικών. Οι προσφεύγουσες, οι οποίες ήταν βιομηχανικοί μεταποιητές οπωροκηπευτικών και όχι παραγωγοί των τροφίμων αυτών, επικαλέστηκαν δυσμενή διάκριση μεταξύ αυτών και των οργανώσεων παραγωγών που ασκούσαν δραστηριότητες μεταποίησης. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του επίμαχου νομικού καθεστώτος.

105    Τέλος, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association (C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψεις 73, 74 και 79 έως 81), αντικείμενο των προσβαλλόμενων μέτρων ήταν η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοαιθανόλης καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η προσφεύγουσα ήταν παραγωγός βιοαιθανόλης στις ΗΠΑ. Δεν εξήγε το προϊόν της στην Ένωση, αλλά το πουλούσε σε εμπόρους-παρασκευαστές μειγμάτων. Οι τελευταίοι εξήγαν τη βιοαιθανόλη που είχαν αγοράσει, μεταξύ άλλων και από την προσφεύγουσα, στο δε προϊόν αυτό επιβαλλόταν δασμός αντιντάμπινγκ. Οι διατάξεις βάσει των οποίων είχαν ληφθεί τα προσβαλλόμενα μέτρα ήταν οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51) (νυν άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού). Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ «στις εισαγωγές» προϊόντων που εισέρχονται στο έδαφος της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές, όπως και το σύνολο του νομικού καθεστώτος που καθιερώνει ο βασικός κανονισμός, και ιδίως το άρθρο 21, παράγραφος 1, δεν εφαρμόζονται στους παραγωγούς τρίτων χωρών υπό την ιδιότητά τους αυτή, αλλά μόνο σε εκείνους εξ αυτών που εξάγουν τα προϊόντα τους στην Ένωση.

106    Ωστόσο, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873), τόσο η προσφεύγουσα όσο και οι ανταγωνιστές της ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου περί κρατικών ενισχύσεων, καθόσον δραστηριοποιούνταν εντός της εσωτερικής αγοράς. Εξάλλου, η προσφεύγουσα είχε, δυνάμει του κοινού αυτού νομικού καθεστώτος, το δικαίωμα να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση (βλ. σκέψη 81 ανωτέρω). Η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε βάσει του εν λόγω καθεστώτος και ενέκρινε εθνικό μέτρο που εισήγαγε, στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, διαφορετική μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να θέσει την προσφεύγουσα σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού.

107    Περί αυτού πρόκειται και στην υπό κρίση υπόθεση.

108    Πράγματι, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης, πρέπει να πραγματοποιηθεί συνολική εκτίμηση όλων των εμπλεκόμενων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των χρηστών του οικείου προϊόντος.

109    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, το οποίο αφορά τους χρήστες του οικείου προϊόντος, ήτοι, εν προκειμένω, μεταξύ άλλων, το σύνολο των κατασκευαστών συγκολλητικών υλών, θεσπίστηκε το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

110    Συνεπώς, οι κατασκευαστές υγρών συγκολλητικών υλών, όπως και οι ανταγωνιστές τους, ήτοι οι κατασκευαστές συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του βασικού κανονισμού και, επιπλέον, τα συμφέροντά τους λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή του κανονισμού αυτού.

111    Πρέπει επομένως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 79 ανωτέρω δεν αποκλείει το συμπέρασμα ότι η επίμαχη απαλλαγή παράγει έννομα αποτελέσματα επί της καταστάσεως των κατασκευαστών υγρών συγκολλητικών υλών, στο μέτρο που οι τελευταίοι μπορεί, λόγω της απαλλαγής αυτής, να τεθούν σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού.

112    Επιπλέον, είναι αλήθεια ότι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι ανταγωνιστές των δικαιούχων ενός εθνικού μέτρου που απαλλάσσει τους τελευταίους από ορισμένη επιβάρυνση υπόκεινται, καταρχήν, άμεσα στην επιβάρυνση αυτή, όπως ίσχυε στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψεις 6 και 50).

113    Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως χρήστρια PVA, δεν υπόκειται άμεσα στους δασμούς αντιντάμπινγκ, οι οποίοι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, επιβάλλονται στις εισαγωγές.

114    Ωστόσο, οι δασμοί αντιντάμπινγκ προορίζονται να μετακυλιστούν, εν όλω ή εν μέρει, στους αγοραστές του οικείου προϊόντος εντός της Ένωσης, στην προκειμένη περίπτωση στους χρήστες PVA, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κατασκευαστές υγρών συγκολλητικών υλών.

115    Πράγματι, το άρθρο 12 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να κινήσει εκ νέου την έρευνα, κατά την έννοια του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να εξετάσει κατά πόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ είχαν αντίκτυπο στις τιμές, στις περιπτώσεις που φαίνεται ότι οι δασμοί αυτοί οδήγησαν σε ανεπαρκή μεταβολή των τιμών μεταπώλησης ή των μεταγενέστερων τιμών πώλησης στην Ένωση.

116    Επιπλέον, η Επιτροπή, στο βαθμό που έκρινε αναγκαίο, στην προκειμένη περίπτωση, να απαλλάξει από τους δασμούς αντιντάμπινγκ τους παραγωγούς PVA που προορίζονται για την κατασκευή συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, θεώρησε ότι, ελλείψει της απαλλαγής αυτής, οι χρήστες PVA που κατασκευάζουν τέτοιου είδους συγκολλητικές ύλες θα επιβαρύνονταν, εν όλω ή εν μέρει, με το πρόσθετο κόστος που συνίσταται στους δασμούς αντιντάμπινγκ. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η κατάσταση των χρηστών PVA που κατασκευάζουν υγρή συγκολλητική ύλη θα ήταν, συναφώς, διαφορετική.

117    Συνεπώς, χωρίς να απαιτείται να ληφθεί υπόψη η ιδιότητα του εισαγωγέα PVA, την οποία έχει επίσης η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), αρκεί να διαπιστωθεί ότι, ως χρήστρια του προϊόντος αυτού, πρόκειται να επιβαρυνθεί, εν όλω ή εν μέρει, με τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλει ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/1336.

118    Από τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 112 έως 117 ανωτέρω προκύπτει ότι η απουσία υποχρέωσης της προσφεύγουσας, ως χρήστριας PVA που βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τους δικαιούχους της επίμαχης απαλλαγής, να καταβάλει η ίδια τους δασμούς αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να κλονίσει το συμπέρασμα που παρατίθεται στη σκέψη 111 ανωτέρω.

119    Στη συνέχεια πρέπει να διαπιστωθεί αν, λόγω της επίμαχης απαλλαγής, η προσφεύγουσα μπορεί να τεθεί σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού.

120    Συναφώς, στη σκέψη 46 της απόφασης της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873), το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, μολονότι δεν εναπόκειτο στον δικαστή της Ένωσης, στο στάδιο της εξέτασης του παραδεκτού, να αποφανθεί οριστικώς επί της ύπαρξης ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ του προσφεύγοντος και των δικαιούχων των εθνικών μέτρων που εξετάστηκαν στο πλαίσιο απόφασης της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων, εντούτοις ο άμεσος επηρεασμός του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να συναχθεί από μόνο το ενδεχόμενο ύπαρξης ανταγωνιστικής σχέσης.

121    Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, στο μέτρο που η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού απαιτούσε η προσβαλλόμενη πράξη να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, ο δικαστής της Ένωσης όφειλε να εξακριβώσει αν ο τελευταίος εξέθεσε κατά τρόπο πειστικό τους λόγους για τους οποίους η απόφαση της Επιτροπής μπορούσε να τον θέσει σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, να έχει συνέπειες επί της νομικής κατάστασής του (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 47).

122    Όσον αφορά τις περιστάσεις της ανωτέρω υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες, αποδεικνύοντας ότι δραστηριοποιούνταν στην ίδια αγορά με τους δικαιούχους της επίμαχης ενίσχυσης, δικαιολόγησαν κατά τρόπο πειστικό ότι η επίδικη απόφαση ήταν ικανή να τους θέσει σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού και ότι, επομένως, η εν λόγω απόφαση επηρέαζε άμεσα τη νομική τους κατάσταση, ειδικότερα δε το δικαίωμά τους να μην υφίστανται στην αγορά αυτή τις συνέπειες της στρέβλωσης του ανταγωνισμού λόγω των επίμαχων μέτρων (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 50).

123    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα εξέθεσε λεπτομερώς, και χωρίς να αντικρουστεί συναφώς, ότι δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά προϊόντων και στην ίδια γεωγραφική αγορά με μία από τις επιχειρήσεις που τυγχάνουν της επίμαχης απαλλαγής. Συγκεκριμένα, παράγει υγρή συγκολλητική ύλη από PVA για τη βιομηχανία χαρτονιού στην Ένωση. Προσέθεσε ότι η υγρή συγκολλητική ύλη και η συγκολλητική ύλη από ξηρό μείγμα μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαίως και ότι το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι πελάτες της λόγω των δασμών αντιντάμπινγκ μπορεί να τους οδηγήσει στο να προμηθεύονται κυρίως από τους παραγωγούς συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα.

124    Η προσφεύγουσα εξέθεσε συνεπώς τους λόγους για τους οποίους η επίμαχη απαλλαγή μπορεί να τη θέσει σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού.

125    Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί, εν προκειμένω, το συμπέρασμα ότι πληρούται το πρώτο από τα κριτήρια που παρατίθενται στη σκέψη 71 ανωτέρω καθώς και η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού στο σύνολό της.

126    Από το σύνολο των εκτιμήσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 49 έως 125 ανωτέρω προκύπτει ότι πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ και υπομνήσθηκαν στη σκέψη 44 ανωτέρω. Επομένως, παρέλκει η εξέταση του αν πληρούνται επίσης και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ.

127    Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε επικουρικώς η Επιτροπή (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω).

3.      Επί της ύπαρξης πράξης δεκτικής προσφυγής

128    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα επηρεάζεται άμεσα από την επίμαχη απαλλαγή, η προσφυγή θα είναι και πάλι απαράδεκτη, στο μέτρο που το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής, δεδομένου ότι δεν επηρεάζει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση. Σύμφωνα με την Επιτροπή, τυχόν ελαστικότερη εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με την προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού, λόγω της υιοθέτησης στην προκειμένη περίπτωση της λύσης που προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873), θα δημιουργούσε τον κίνδυνο actio popularis και θα έπρεπε να συνοδεύεται, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος αυτός, από την απόδειξη εκ μέρους της προσφεύγουσας, όσον αφορά την προϋπόθεση περί πράξης δεκτικής προσφυγής, της ύπαρξης ουσιώδους μεταβολής της νομικής της κατάστασης.

129    Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 αποσκοπεί στο να απαλλαγούν οι εισαγωγές PVA καταγωγής Κίνας από τους οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, εάν οι PVA εισάγονται για την παραγωγή συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, που παράγονται και πωλούνται σε μορφή σκόνης για τη βιομηχανία χαρτονιού.

130    Συνεπώς, το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

131    Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συνιστά πράξη, η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κάθε μέτρο του οποίου τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, ΙΒΜ κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9).

132    Συναφώς, η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 131 ανωτέρω διαμορφώθηκε στο πλαίσιο προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων των οποίων ήταν οι αποδέκτες. Στις περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται από μη προνομιούχο διάδικο κατά πράξης της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης, η προϋπόθεση κατά την οποία τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου μέτρου πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, συμπίπτει με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της εν λόγω προσφυγής ακυρώσεως, όπως ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ήτοι τις προϋποθέσεις που θέτει πλέον το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με εξαίρεση την τρίτη περίπτωση του εδαφίου αυτού (πρβλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 38, και διάταξη της 15ης Απριλίου 2021, Validity και Center for Independent Living κατά Επιτροπής, C‑622/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:310, σκέψη 39).

133    Συνεπώς, η νομολογία αυτή δεν εφαρμόζεται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες της προσβαλλόμενης πράξης και πληρούν ήδη τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ, ήτοι τις προϋποθέσεις του άμεσου και ατομικού επηρεασμού.

134    Ομοίως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 131 ανωτέρω δεν έχει εφαρμογή στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες της προσβαλλόμενης πράξης και πληρούν ήδη τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ.

135    Πράγματι, πρώτον, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου III‑365, παράγραφος 4, του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη, το περιεχόμενο του οποίου περιελήφθη με πανομοιότυπη διατύπωση στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι η προσθήκη της τρίτης περίπτωσης στη διάταξη αυτή αποσκοπούσε στη διεύρυνση των προϋποθέσεων παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως ως προς τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και ότι οι μόνες πράξεις γενικής ισχύος για τις οποίες έπρεπε να διατηρηθεί μια περιοριστική προσέγγιση ήταν οι νομοθετικές πράξεις (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 26).

136    Συνεπώς, ο σκοπός του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ συνίσταται στο να καταστούν ηπιότερες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από φυσικά και νομικά πρόσωπα κατά όλων των πράξεων γενικής ισχύος, εξαιρουμένων των πράξεων νομοθετικού χαρακτήρα (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 27).

137    Ωστόσο, τυχόν επιβαλλόμενη σε προσφεύγοντα ο οποίος πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ υποχρέωση να αποδείξει «ουσιώδη» μεταβολή της νομικής του κατάστασης προκειμένου να τεκμηριώσει ότι πληρούται η προϋπόθεση της ύπαρξης πράξης δεκτικής προσφυγής θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η χαλάρωση των προϋποθέσεων του παραδεκτού των προσφυγών στην οποία απέβλεπαν οι συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ.

138    Δεύτερον, ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ συνίσταται επίσης, όπως προκύπτει από το ιστορικό θέσπισης της διάταξης, στην αποτροπή του ενδεχομένου να υποχρεούται ο ιδιώτης να παραβεί τον νόμο προκειμένου να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 27, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Montessori, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 58).

139    Εν προκειμένω, το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής το οποίο θα στηριζόταν στο ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ουσιώδη μεταβολή της νομικής της κατάστασης θα μπορούσε να την οδηγήσει, στην περίπτωση που αποσκοπούσε στη συνέχιση των νομικών της ενεργειών, στο να υποβάλει αίτηση στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές για να τύχει της επίμαχης απαλλαγής. Ωστόσο, μια τέτοιου είδους υποχρέωση είναι τεχνητή, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω.

140    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 129 έως 139 ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν μπορεί βάσιμα να επικαλεστεί τον λόγο απαραδέκτου που αντλείται από το ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 δεν παράγει έναντι της προσφεύγουσας δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση.

141    Συνεπώς, ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε συναφώς η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

142    Πρέπει να προστεθεί ότι ο κίνδυνος actio popularis που επικαλείται η Επιτροπή δεν αποδεικνύεται. Πράγματι, η διαπίστωση του άμεσου επηρεασμού της προσφεύγουσας περιορίζεται, στην παρούσα απόφαση, στην περίπτωση κατά την οποία η απαλλαγή από τους δασμούς αντιντάμπινγκ εισάγει, στο πλαίσιο ενός νομικού καθεστώτος κοινού για ορισμένους χρήστες του οικείου προϊόντος, διαφορετική μεταχείριση που οδηγεί σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού (βλ. σκέψεις 110 και 111 ανωτέρω).

143    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

Β.      Επί της ουσίας

144    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε τη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), που υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 (στο εξής: συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ), καθώς και τις συμφωνίες που περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στο παράρτημα 1A της συμφωνίας αυτής, στις οποίες περιλαμβάνονται η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 11) καθώς και η Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ).

145    Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα, η οποία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 αντιβαίνει στο άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, επικαλείται επίσης το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

146    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπουν ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβάλλονται χωρίς διάκριση. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η μόνη επιτρεπόμενη εξαίρεση αφορά τις εισαγωγές από τις πηγές για τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων.

147    Λόγω της επίμαχης απαλλαγής, επιβλήθηκαν συνεπώς δασμοί αντιντάμπινγκ που εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των κατασκευαστών υγρών συγκολλητικών υλών, δεδομένου ότι οι τελευταίοι υπόκεινται στους δασμούς αυτούς ενώ οι κατασκευαστές συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα απαλλάσσονται από αυτούς.

148    Η επίμαχη απαλλαγή παραβιάζει επομένως τις διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 145 ανωτέρω.

149    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι μόνο ένας από τους κινέζους εξαγωγείς PVA μπορεί να τύχει της επίμαχης απαλλαγής, ήτοι ο μοναδικός προμηθευτής της Cordial, της κατασκευάστριας συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, η κατάσταση της οποίας ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή στο πλαίσιο του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336. Ισχυρίζεται συνεπώς ότι η επίμαχη απαλλαγή εισάγει διακρίσεις εις βάρος όλων των λοιπών κινέζων εξαγωγέων PVA.

150    Η Επιτροπή, απαντώντας στην αιτίαση που παρατίθεται στις σκέψεις 145 έως 148 ανωτέρω, υποστηρίζει, πρώτον, ότι η διαφορετική μεταχείριση που απορρέει από την επίμαχη απαλλαγή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, δεύτερον, ότι, ακόμη και αν ενέπιπτε σε αυτό, η ως άνω διαφορετική μεταχείριση δεν θα αποτελούσε διάκριση κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης και, τρίτον, ότι, ακόμη και αν διαπιστωνόταν διάκριση, αυτή θα δικαιολογείτο αντικειμενικά από το συμφέρον της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού.

151    Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης την ύπαρξη της διάκρισης που αναφέρεται στη σκέψη 149 ανωτέρω.

152    Από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 144 έως 149 ανωτέρω συνάγεται ότι ο μοναδικός λόγος ακύρωσης που προβάλλει η προσφεύγουσα διαιρείται σε δύο αιτιάσεις, η πρώτη από τις οποίες αφορά διάκριση μεταξύ των χρηστών PVA εντός της Ένωσης και η δεύτερη διάκριση μεταξύ των κινέζων εξαγωγέων PVA.

1.      Επί της διάκρισης μεταξύ των χρηστών PVA

153    Το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται στο ύψος που αναλογεί σε κάθε περίπτωση, χωρίς διάκριση, στις εισαγωγές ενός προϊόντος από κάθε πηγή, εισαγωγές για τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές από εκείνες τις πηγές από τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων βάσει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

[…]»

154    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και, ειδικότερα, η φράση «χωρίς διάκριση» δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ των χρηστών του οικείου προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του μέλους του ΠΟΕ που επιβάλλει τους δασμούς αντιντάμπινγκ.

155    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλείται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η αιτίασή της σχετικά με τη διάκριση μεταξύ των χρηστών PVA περιορίζεται στην επίκληση παράβασης του άρθρου 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

156    Πράγματι, με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, σε αντίθεση προς τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, προβλέπει μία μόνο εξαίρεση στην επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, η οποία αφορά τις εισαγωγές από τις πηγές για τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, οποιαδήποτε άλλη απαλλαγή εισάγει κατ’ ανάγκην διάκριση. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η αυστηρή εφαρμογή της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης στην οποία προβαίνει η εν λόγω διάταξη είναι πολύ ιδιαίτερη.

157    Λαμβανομένης υπόψη της οριοθέτησης της αιτίασης της προσφεύγουσας, συνάγεται ότι, αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ των χρηστών του οικείου προϊόντος, η εν λόγω αιτίαση προβάλλεται αλυσιτελώς, οπότε πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αυτό.

158    Για την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και, ιδίως, για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του, οι διάδικοι επικαλούνται το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και την ερμηνεία του από τα όργανα επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ.

159    Το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει τα εξής:

«Όταν επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν, ο δασμός αυτός εισπράττεται κάθε φορά μέχρι του προβλεπόμενου ποσού για όλες χωρίς διάκριση τις εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος, όποια και αν είναι η προέλευσή τους, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εισαγωγές αυτές αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προκαλούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές που προέρχονται από εταιρείες για τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές συμφώνως προς τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας […]».

160    Η επίκληση του άρθρου 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ από την προσφεύγουσα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.

α)      Επί της συνεκτίμησης των διατάξεων της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ καθώς και των παραρτημάτων της και των εκθέσεων των οργάνων του ΠΟΕ που συμμετέχουν στη διαδικασία επίλυσης διαφορών

161    Πρέπει να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό, πρώτον, οι διατάξεις της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ καθώς και των παραρτημάτων της και, δεύτερον, οι εκθέσεις των οργάνων του ΠΟΕ που συμμετέχουν στη διαδικασία επίλυσης διαφορών μπορούν λυσιτελώς να ληφθούν υπόψη για την ερμηνεία διατάξεων του παράγωγου δικαίου, όπως το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

1)      Επί των διατάξεων της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ καθώς και των παραρτημάτων της

162    Το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά την επιρροή που είναι δυνατόν να ασκήσει μια διεθνής συμφωνία στην οποία η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος, όπως η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994, επί της ερμηνείας διάταξης του παραγώγου δικαίου, ότι η υπεροχή των συναπτομένων από την Ένωση διεθνών συμφωνιών έναντι των διατάξεων του παραγώγου δικαίου επιτάσσει να ερμηνεύονται οι διατάξεις αυτές, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο συνάδοντα προς τις εν λόγω συμφωνίες (αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑61/94, EU:C:1996:313, σκέψη 52, και της 7ης Ιουνίου 2007, Řízení Letového Provozu, C‑335/05, EU:C:2007:321, σκέψη 16).

163    Προτού εξεταστεί κατά πόσον μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία είναι δυνατή στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει εκ των προτέρων να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις του βασικού κανονισμού, καθόσον αντιστοιχούν σε διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα των αντίστοιχων διατάξεων της συμφωνίας αυτής (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Interpipe Niko Tube και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant κατά Επιτροπής, T‑716/19, EU:T:2021:457, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

164    Δεδομένου ότι το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού έχουν σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση, οι διατάξεις του δεύτερου αντιστοιχούν σε εκείνες του πρώτου.

165    Συναφώς, έχει κριθεί ότι το άρθρο 9.2., πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ έχει ισοδύναμο πεδίο εφαρμογής με εκείνο του άρθρου 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθόσον απαγορεύει μια εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις μεταχείριση κατά την είσπραξη των επιβληθέντων σε ένα προϊόν δασμών αντιντάμπινγκ ανάλογα με την πηγή των επίμαχων εισαγωγών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2008, HEG και Graphite India κατά Συμβουλίου, T‑462/04, EU:T:2008:586, σκέψη 39).

166    Επομένως, η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού πρέπει να πραγματοποιείται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο συνάδοντα με το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

167    Πρέπει να προστεθεί ότι η δυνατότητα ερμηνείας διάταξης του παράγωγου δικαίου κατά τρόπο συνάδοντα με διεθνή συμφωνία, δυνατότητα στην οποία παραπέμπει η νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 162 ανωτέρω, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση διάταξης της οποίας το νόημα είναι σαφές και μη διφορούμενο, οπότε δεν χρήζει ερμηνείας, όπως επιβεβαιώνεται από τη φράση «στο μέτρο του δυνατού». Πράγματι, αν η νομολογία αυτή μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην ανωτέρω περίπτωση, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας των πράξεων παράγωγου δικαίου της Ένωσης θα μπορούσε να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία της διάταξης αυτής, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Confédération nationale du Crédit mutuel κατά EKT, T‑751/16, EU:T:2018:475, σκέψη 34). Για τον ίδιο λόγο, αν το νόημα της επίμαχης διάταξης του παράγωγου δικαίου είναι διφορούμενο, η σύμφωνη ερμηνεία δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση που όλες οι πιθανές ερμηνείες της εν λόγω διάταξης αντίκεινται στον κανόνα δικαίου υπέρτερης ισχύος.

168    Συνεπώς, όταν το νόημα της επίμαχης διάταξης του παράγωγου δικαίου είναι, αφενός, σαφές και, αφετέρου, αντίθετο προς τον κανόνα δικαίου υπέρτερης ισχύος που προβλέπεται στη διεθνή συμφωνία, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα με τον εν λόγω κανόνα.

169    Στην προκειμένη περίπτωση, δεν πληρούται κανένα από τα προαναφερθέντα δύο κριτήρια.

170    Καταρχάς, η φράση «χωρίς διάκριση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού επιδέχεται πολλές ερμηνείες.

171    Ακολούθως, το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι είναι παρόμοιο με το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετο προς αυτό.

172    Επομένως, προκειμένου να προσδιοριστεί η εμβέλειά της, η φράση «χωρίς διάκριση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα με τη φράση «χωρίς διάκριση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

173    Επιπλέον, προκειμένου να ερμηνευθεί, προηγουμένως, η τελευταία αυτή διάταξη, μπορούν να ληφθούν υπόψη άλλες συναφείς διατάξεις που περιέχονται στη συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ και στα παραρτήματά της. Πράγματι, για την ερμηνεία διεθνούς συνθήκης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνήθης έννοια που δίδεται στους όρους της, στο σύνολό τους και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της συνθήκης αυτής (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Bosphorus Queen Shipping, C‑15/17, EU:C:2018:557, σκέψη 67), όπως προβλέπει σχετικά με την ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331), η οποία αποτελεί τμήμα της έννομης τάξης της Ένωσης (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita, C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 42) και λαμβάνεται υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ [έκθεση της 20ής Μαΐου 1996 σχετικά με τη διαφορά «Ηνωμένες Πολιτείες – Προδιαγραφές για τη βενζίνη με νέα σύνθεση και τη συνήθη βενζίνη (WT/DS2/AB/R)»].

2)      Επί των εκθέσεων των οργάνων του ΠΟΕ που συμμετέχουν στη διαδικασία επίλυσης διαφορών

174    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου περί υποχρέωσης τήρησης των συμβατικών δεσμεύσεων (pacta sunt servanda), η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να λάβει υπόψη την ερμηνεία των διαφόρων διατάξεων της συμφωνίας αυτής την οποία έχουν υιοθετήσει τα όργανα του ΠΟΕ που συμμετέχουν στη διαδικασία επίλυσης διαφορών (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

175    Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έχει παραπέμψει στις εκθέσεις ειδικής ομάδας ή του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ προς στήριξη της ερμηνείας του σχετικά με ορισμένες διατάξεις συμφωνιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

176    Το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί ότι μπορεί να γίνει επίκληση των εκθέσεων των οργάνων του ΠΟΕ που συμμετέχουν στη διαδικασία επίλυσης διαφορών για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2011, X και X BV, C‑319/10 και C‑320/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:720, σκέψη 46, και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 34).

177    Το δε Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τίποτα δεν το εμποδίζει να λάβει υπόψη τις εκθέσεις των οργάνων του ΠΟΕ που συμμετέχουν στη διαδικασία επίλυσης διαφορών, όταν προβαίνει σε ερμηνεία των διατάξεων του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα των διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

178    Από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 174 έως 177 ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και ιδίως η φράση «χωρίς διάκριση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα με την ερμηνεία του άρθρου 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ από τα όργανα επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ.

β)      Επί της δυνατότητας εφαρμογής, όσον αφορά τους χρήστες του οικείου προϊόντος, της απαγόρευσης επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ που εισάγουν διακρίσεις

179    Πρώτον, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ επισήμανε, στο σημείο 335 της έκθεσης της 28ης Ιουλίου 2011 σχετικά με τη διαφορά «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας (WT/DS397/R)», ότι η συμφωνία αντιντάμπινγκ περιλάμβανε κανόνες που αφορούσαν τα προϊόντα καθώς και τους εισαγωγείς, τους εξαγωγείς και τους παραγωγούς. Στο ίδιο σημείο της έκθεσης, διευκρίνισε ότι το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ αφορούσε τόσο τα προϊόντα όσο και τους προμηθευτές.

180    Βεβαίως, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο δεν απέκλεισε ρητά ότι η φράση «χωρίς διάκριση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ μπορεί να έχει εφαρμογή στους χρήστες του οικείου προϊόντος που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του μέλους του ΠΟΕ που επιβάλλει τους δασμούς αντιντάμπινγκ. Ωστόσο, οι εν λόγω οικονομικοί φορείς δεν καλύπτονται από την απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπεται από ορισμένη διάταξη εφόσον η διάταξη αυτή, αφενός, δεν αναφέρεται σε αυτούς και, αφετέρου, περιλαμβάνεται σε συμφωνία που εστιάζει στα ίδια τα προϊόντα και σε άλλους οικονομικούς φορείς πέραν αυτών.

181    Δεύτερον, από το γράμμα του άρθρου 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προκύπτει ότι αυτό αφορά αποκλειστικά την προέλευση των προϊόντων και όχι τη χρήση τους στο έδαφος του μέλους του ΠΟΕ που επιβάλλει τους δασμούς αντιντάμπινγκ.

182    Πράγματι, το άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ αναφέρεται στους προμηθευτές και στην προέλευση του προϊόντος, και όχι στους χρήστες του.

183    Ειδικότερα, όσον αφορά την προέλευση του προϊόντος, το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι ένας δασμός αντιντάμπινγκ εισπράττεται χωρίς διάκριση για τις εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος, «όποια και αν είναι η προέλευσή τους», με εξαίρεση τις εισαγωγές «που προέρχονται από εταιρείες» για τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές συμφώνως προς τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής.

184    Το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ επισήμανε, στο σημείο 338 της έκθεσης της 28ης Ιουλίου 2011 σχετικά με τη διαφορά «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας (WT/DS397/R)», ότι ο όρος «προέλευση», ο οποίος εμφανίζεται δύο φορές στο άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, αναφέρεται σε επιμέρους «εξαγωγείς ή παραγωγούς» και όχι σε μια χώρα στο σύνολό της. Στο σημείο 354 της έκθεσης διευκρίνισε ότι με τον όρο «προέλευση» εννοούνται οι «προμηθευτές». Συνεπώς, φαίνεται ότι ο τελευταίος αυτός όρος, στο πλαίσιο του άρθρου 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ μπορεί να υποκατασταθεί με τους όρους «εξαγωγείς» ή «παραγωγοί».

185    Βεβαίως, όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ, στο πλαίσιο της εν λόγω διαφοράς, αποφάνθηκε επί του ζητήματος κατά πόσον, όπως υποστήριζε η Ένωση (βλ. σημεία 333 και 337 της έκθεσης), ο όρος «προέλευση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ μπορεί να παραπέμπει σε μια χώρα στο σύνολό της και να μην προσδιορίζει μόνον τους επιμέρους εξαγωγείς θεωρούμενους μεμονωμένα.

186    Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ, ανεξαρτήτως του ζητήματος επί του οποίου αποφάνθηκε, επέλεξε, προκειμένου να αποφανθεί επ’ αυτού, να διευκρινίσει την έννοια του όρου «προέλευση», την οποία και διευκρίνισε χωρίς από κανένα στοιχείο της κρίσης του να μπορεί να συναχθεί ότι η εμβέλεια της έννοιας αυτής περιοριζόταν στην κρίση επί του ζητήματος που παρατίθεται στη σκέψη 185 ανωτέρω.

187    Ο ορισμός του όρου «προέλευση» που υιοθέτησε το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ, στο μέτρο που προσδιορίζει τους παραγωγούς, τους εξαγωγείς ή τους προμηθευτές, επιβεβαιώνει ότι το άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ αφορά αποκλειστικά την προέλευση των προϊόντων και όχι τη χρήση τους στο έδαφος του μέλους του ΠΟΕ που επιβάλλει τους δασμούς αντιντάμπινγκ. Συνεπώς, ο ορισμός αυτός επιβεβαιώνει το συμπέρασμα που διαλαμβάνεται στη σκέψη 180 ανωτέρω.

188    Τρίτον, μπορεί να επισημανθεί ότι τα άρθρα 1 και ΙΙΙ της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, με τίτλο αντίστοιχα «Γενική μεταχείρισις του μάλλον ευνοουμένου κράτους» και «Εθνική μεταχείρισις από απόψεως φορολογίας και εσωτερικών διοικητικών κανονισμών», τα οποία θεμελιώνουν την απαγόρευση των διακρίσεων στο πλαίσιο του νομικού συστήματος που θεσπίζει ο ΠΟΕ, κάνουν λόγο για διακρίσεις μεταξύ «κρατών» και, συνεπώς, μεταξύ προϊόντων που προέρχονται από διαφορετικά μέλη του οργανισμού και όχι για διακρίσεις μεταξύ προϊόντων που προέρχονται από το ίδιο μέλος του τελευταίου.

189    Λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων που παρατίθενται στις σκέψεις 179 έως 188 ανωτέρω, το άρθρο 9.2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διάκριση στην οποία αναφέρεται αφορά διαφορετική μεταχείριση που εφαρμόζεται στους χρήστες του οικείου προϊόντος που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του μέλους του ΠΟΕ που επιβάλλει τους δασμούς αντιντάμπινγκ.

190    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 162 έως 172 ανωτέρω, πρέπει κατά τον ίδιο τρόπο να ερμηνευθεί ο όρος «χωρίς διάκριση» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

191    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν έχει εφαρμογή στους χρήστες του οικείου προϊόντος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τη διάταξη αυτή λυσιτελώς προκειμένου να βάλει κατά διαφορετικής μεταχείρισης των χρηστών του οικείου προϊόντος που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

192    Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

2.      Επί των διακρίσεων μεταξύ των διάφορων κινέζων εξαγωγέων

193    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Cordial έχει μόνο έναν προμηθευτή PVA, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 618 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336, και ότι ο προμηθευτής αυτός είναι κινέζος εξαγωγέας.

194    Δεδομένου ότι η επίμαχη απαλλαγή περιορίζεται στις PVA που προορίζονται για την παραγωγή συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα, οι οποίες παράγονται από την Cordial, ο κινέζος εξαγωγέας τυγχάνει, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, ευνοϊκής μεταχείρισης σε σχέση με τους λοιπούς κινέζους εξαγωγείς PVA.

195    Συναφώς, από το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 συνάγεται ότι η διάταξη αυτή καθορίζει γενικές και αφηρημένες προϋποθέσεις, καθόσον εξαρτά την επίμαχη απαλλαγή από την προϋπόθεση οι εισαγόμενες PVA να προορίζονται για την παραγωγή συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα που παράγονται και πωλούνται σε μορφή σκόνης για τη βιομηχανία χαρτονιού (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Η απαλλαγή μπορεί συνεπώς να αφορά τα προϊόντα κάθε επιχείρησης που εξάγει PVA που προορίζονται για την παραγωγή συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω). Συνεπώς, η απαλλαγή δεν προορίζεται μόνον για τον προμηθευτή της Cordial.

196    Επομένως, τα προϊόντα όλων των κινέζων εξαγωγέων PVA είναι, καταρχήν, επιλέξιμα για την επίμαχη απαλλαγή.

197    Ωστόσο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι από την επίμαχη απαλλαγή επωφελείται στην πραγματικότητα μόνο ο κινέζος προμηθευτής της Cordial.

198    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να παραπέμψει στις εκθέσεις των οργάνων του ΠΟΕ που συμμετέχουν στη διαδικασία επίλυσης διαφορών όταν ερμηνεύει τον βασικό κανονισμό υπό το πρίσμα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ (βλ. σκέψεις 174 έως 178 ανωτέρω).

199    Στο σημείο 7.101 της έκθεσης της ειδικής ομάδας της 7ης Απριλίου 2000 σχετικά με τη διαφορά «Καναδάς – Προστασία των φαρμακευτικών προϊόντων με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (WT/DS 114)» γίνεται αναφορά στην έννοια της «de facto διάκρισης». Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι η de facto διάκριση αποτελεί γενικό όρο που περιγράφει το νομικό συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο ένα μέτρο εκ πρώτης όψεως ουδέτερο αντιβαίνει προς κανόνα απαγόρευσης των διακρίσεων καθόσον οι πραγματικές επιπτώσεις του συνίστανται στην επιβολή δυσμενούς άνισης μεταχείρισης.

200    Επιπλέον, η έννοια της «de facto διάκρισης» χρησιμοποιείται ήδη στο δίκαιο της Ένωσης, καίτοι σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, για να διαπιστωθεί ότι ένα εθνικό μέτρο, μολονότι δεν έχει τη μορφή φορολογικού πλεονεκτήματος παρεκκλίνοντος από ένα κοινό φορολογικό καθεστώς, αλλά τη μορφή γενικού φορολογικού καθεστώτος που στηρίζεται σε κριτήρια γενικής φύσης, στην πραγματικότητα προβαίνει σε de facto διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 74).

201    Τέλος, η έννοια της «de facto διάκρισης» ομοιάζει με την έννοια της «έμμεσης διάκρισης» που είναι περισσότερο διαδεδομένη στο δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 1993, Spotti, C‑272/92, EU:C:1993:848, σκέψεις 17 και 18, και της 7ης Μαΐου 1998, Clean Car Autoservice, C‑350/96, EU:C:1998:205, σκέψεις 29 έως 31), έννοια η οποία έχει επίσης καθιερωθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Νοεμβρίου 2007, D.H. κ.λπ. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, CE:ECHR:2007:1113JUD005732500, § 193 έως 195) και η οποία παραπέμπει σε κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διάκρισης που οδηγεί Στο ίδιο αποτέλεσμα με μια εμφανή διάκριση (πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑35/97, EU:C:1998:431, σκέψεις 37 και 38).

202    Συνεπώς, πρέπει να προσδιοριστεί, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς στήριξη του ισχυρισμού που παρατίθεται στη σκέψη 197 ανωτέρω, κατά πόσον η επίμαχη απαλλαγή οδηγεί σε de facto ή έμμεση διάκριση μεταξύ των κινέζων εξαγωγέων PVA.

203    Πρώτον, η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η επίμαχη απαλλαγή μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε έναν κινέζο εξαγωγέα PVA, τον προμηθευτή της Cordial, επιβάλλει να εξεταστεί αν μόνον η Cordial μπορεί να επωφεληθεί από την εν λόγω απαλλαγή.

204    Συναφώς, η διαδικασία που καθιστά δυνατή την παραγωγή συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα που παράγονται και πωλούνται σε μορφή σκόνης για τη βιομηχανία χαρτονιού περιγράφεται ως καινοτόμος στην αιτιολογική σκέψη 623 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336.

205    Ωστόσο, από τη δικογραφία και ιδίως από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν συνάγεται ότι η Cordial είναι ο μοναδικός παραγωγός συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα στην Ένωση.

206    Επιπλέον, κανένα στοιχείο της δικογραφίας και ιδίως κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν επιτρέπει να υποτεθεί ότι θα ήταν αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο για οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση πέραν της Cordial να παράγει τέτοιου είδους προϊόντα. Συναφώς, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι υφίσταται νομικό, τεχνικό ή οικονομικό εμπόδιο για την είσοδο μιας τέτοιας επιχείρησης στην αγορά των συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα.

207    Κατά συνέπεια, η ύπαρξη άλλων παραγωγών συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα ή η είσοδός τους στην αγορά των εν λόγω συγκολλητικών υλών δεν μπορεί να αποκλειστεί. Επίσης, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί την υπόθεση ότι άλλοι παραγωγοί συγκολλητικών υλών από ξηρό μείγμα προμηθεύονται ήδη ή θα προμηθεύονται από τον προμηθευτή PVA της Cordial και όχι από άλλους προμηθευτές, μεταξύ άλλων από κινέζους εξαγωγείς PVA. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα και άλλων κινέζων εξαγωγέων PVA, πέραν του προμηθευτή της Cordial, να επωφεληθούν από την επίμαχη απαλλαγή.

208    Δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 618 και 624 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 αναφέρεται ότι το είδος των PVA που εισάγει η Cordial παράγεται ειδικά σε συνεργασία με τον προμηθευτή της και ότι απαιτείται μακροπρόθεσμη σχέση προκειμένου ένας προμηθευτής να μπορέσει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του προϊόντος της Cordial.

209    Ωστόσο, η διατήρηση μιας κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας η Cordial έχει μόνο έναν προμηθευτή εξαρτάται από την επιλογή των παραγωγών PVA, μεταξύ άλλων των κινέζων εξαγωγέων του προϊόντος αυτού, και όχι από εξωτερικά στοιχεία που επιβάλλονται σε αυτούς (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, Nashua Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, C‑133/87 και C‑150/87, EU:C:1990:115, σκέψεις 40 και 41).

210    Πράγματι, κανένα στοιχείο της δικογραφίας και ιδίως κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν επιτρέπει να υποτεθεί ότι οι κινέζοι εξαγωγείς PVA, πέραν του προμηθευτή της Cordial, δεν μπορούν να προσαρμόσουν την παραγωγή τους προκειμένου να ανταποκριθούν στη συγκεκριμένη απαίτηση της Cordial που μνημονεύεται στη σκέψη 208 ανωτέρω.

211    Συνεπώς, δεν αποκλείεται η δυνατότητα άλλων κινέζων εξαγωγέων, πέραν του προμηθευτή της Cordial, να ανταποκριθούν, εφόσον το επιθυμούν, στις ανάγκες εφοδιασμού της τελευταίας.

212    Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 624 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 προκύπτει ότι η Cordial προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία είχε επιχειρήσει στο παρελθόν να αγοράσει PVA από έναν παραγωγό PVA από την Ταϊβάν, αλλά δεν μπόρεσε να συνάψει συμφωνία, καθώς ο εν λόγω παραγωγός πωλούσε το προϊόν του αποκλειστικά μέσω εμπόρου στην Ένωση και δεν ήταν πρόθυμος να το προσαρμόσει στις απαιτήσεις της Cordial.

213    Η πρόθεση της Cordial να περιορίσει την εξάρτησή της από τον προμηθευτή της για PVA προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 624 του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 και, ειδικότερα, από το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα:

«η [Cordial] έχει ήδη προσπαθήσει να δημιουργήσει νέες εταιρικές σχέσεις, αλλά, λόγω του μικρού μεγέθους της, δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσει μακροπρόθεσμη σχέση με εναλλακτικούς προμηθευτές […] Η εταιρεία υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία έχει πράγματι επιχειρήσει στο παρελθόν να αγοράσει PVA από έναν παραγωγό PVA από την Ταϊβάν, αλλά δεν μπόρεσε να συνάψει κάποια συμφωνία, καθώς ο εν λόγω παραγωγός πωλεί αποκλειστικά μέσω εμπόρου στην [Ένωση] και δεν ήταν πρόθυμος να προσαρμόσει τα προϊόντα του στις απαιτήσεις της Cordial […].»

214    Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη συνάγεται ότι η Cordial θα ήταν πρόθυμη να ανταποκριθεί θετικά σε ενέργειες άλλων εξαγωγέων PVA, μεταξύ άλλων κινέζων εξαγωγέων, που θα επιδίωκαν να της προμηθεύσουν το προϊόν αυτό.

215    Ως εκ τούτου, ενισχύεται το συμπέρασμα που διαλαμβάνεται στη σκέψη 211 ανωτέρω, σύμφωνα με το οποίο άλλοι κινέζοι εξαγωγείς, πέραν του προμηθευτή της Cordial, θα μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να ανταποκριθούν στις ανάγκες εφοδιασμού της τελευταίας.

216    Από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 203 έως 215 ανωτέρω συνάγεται ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη εμποδίων που αποκλείουν εκ των πραγμάτων την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής σε άλλους κινέζους εξαγωγείς PVA, πέραν του προμηθευτή της Cordial.

217    Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης που να είναι δυσμενής σε βάρος των λοιπών κινέζων εξαγωγέων PVA, πέραν του προμηθευτή της Cordial. Ελλείψει τέτοιου είδους διαφορετικής μεταχείρισης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε ενδεχόμενη de facto διάκριση (πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, Changzhou Hailong Electronics & Light Fixtures και Zhejiang Yankon κατά Συμβουλίου, T‑255/01, EU:T:2003:282, σκέψη 61).

218    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση καθώς και ο λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

219    Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

220    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

221    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Grünig KG στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

 

      Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.