Language of document :

Προσφυγή-Αγωγή της 4ης Μαρτίου 2013 – Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-124/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: G. Palmieri και P. Gentili, avvocati dello Stato)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AST/125/12 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα 110 προσλήψεων για την κάλυψη κενών θέσεων βοηθού (AST3) στους τομείς του ελέγχου, της χρηματοοικονομικής και της λογιστικής, και της οικονομίας/στατιστικής·

να ακυρώσει την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AST/126/12 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα 78 προσλήψεων για την κάλυψη κενών θέσεων βοηθού (AST3) στους τομείς της βιολογίας, βιοεπιστημών και υγείας, της χημείας, της φυσικής και επιστημών των υλικών, της πυρηνικής έρευνας, των έργων πολιτικού μηχανικού και μηχανολογίας, της ηλεκτρολογίας και ηλεκτρονικής·

να ακυρώσει την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/248/13 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα 29 προσλήψεων για την κάλυψη κενών θέσεων διοικητικού υπαλλήλου (AD6) στους τομείς της ασφάλειας κτιρίων και της μηχανικής σε ειδικές τεχνολογίες κτιρίων·

να υποχρεώσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση των άρθρων 263, 264, 266 ΣΛΕΕ

Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε προς το δεδικασμένο της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση C–566/10 P, με την οποία κρίθηκαν παράνομες οι προκηρύξεις που περιορίζουν μόνο στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα, τις γλώσσες τις οποίες οι υποψήφιοι των γενικών διαγωνισμών μπορούν να ορίσουν ως δεύτερη γλώσσα.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση των άρθρων 342 ΣΛΕΕ, 1 και 6 του κανονισμού 1/58, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας

Υποστηρίζεται συναφώς ότι, περιορίζοντας σε τρεις γλώσσες τις επιλέξιμες ως δεύτερη γλώσσα των υποψηφίων των γενικών διαγωνισμών της Ένωσης, η Επιτροπή καθιέρωσε στην πράξη νέο κανονισμό περί του γλωσσικού καθεστώτος των οργάνων, καταστρατηγώντας την αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου στον τομέα αυτό.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση των άρθρων 12 ΕΚ, νυν 18 ΣΛΕΕ· 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης· 6, παράγραφος 3 ΕΕ· 1, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος III του ΚΥΚ· 1 και 6 του κανονισμού 1/58, 1δ, παράγραφοι 1 και 6, 27, παράγραφος 2, 28, στοιχείο στ΄, του ΚΥΚ

Κατά την προσφεύγουσα, ο γλωσσικός περιορισμός που επέβαλε η Επιτροπή εισάγεις δυσμενείς διακρίσεις διότι οι προαναφερθείσες διατάξεις απαγορεύουν την επιβολή στους ευρωπαίους πολίτες και στους ίδιους τους υπαλλήλους των οργάνων γλωσσικών περιορισμών οι οποίοι δεν προβλέπονται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό από τους εσωτερικούς κανονισμούς των οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 1/58, και οι οποίοι έως σήμερα δεν έχουν εκδοθεί, και απαγορεύουν την πρόβλεψη τέτοιων περιορισμών ελλείψει ειδικού και αιτιολογημένου συμφέροντος της υπηρεσίας.Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3 ΕΕ, στο μέτρο που καθιερώνει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως θεμελιώδες δικαίωμα απορρέον από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών.Η Επιτροπή παραβίασε την εμπιστοσύνη των πολιτών σχετικά με τη δυνατότητα να επιλέγουν ως δεύτερη γλώσσα οποιαδήποτε από τις γλώσσες της Ένωσης, όπως ήταν δυνατό έως το 2007 και όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση C-566/10 P.Ο πέμπτος λόγος αντλείται από κατάχρηση εξουσίας και παράβαση των θεμελιωδών κανόνων που είναι συμφυείς με τη φύση και τον σκοπό των προκηρύξεων διαγωνισμών (ειδικότερα, των άρθρων 1δ, παράγραφοι 1 και 6, 28, στοιχείο στ΄, 27, παράγραφος 2, 34, παράγραφος 3, και 45, παράγραφος 1 του ΚΥΚ), καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.Κατά την προσφεύγουσα, περιορίζοντας εκ των προτέρων και γενικώς σε τρεις τις γλώσσες που είναι επιλέξιμες ως δεύτερη γλώσσα 2, η Επιτροπή στην πραγματικότητα προέβη σε πρόωρo, κατά το στάδιο της προκηρύξεως και των όρων συμμετοχής, έλεγχο των γλωσσικών ικανοτήτων των υποψηφίων, ο οποίος αντιθέτως θα έπρεπε να διενεργηθεί κατά το στάδιο του διαγωνισμού. Με τον τρόπο αυτό, οι γλωσσικές γνώσεις καθίστανται αποφασιστικές όσον αφορά τις επαγγελματικές γνώσεις.Ο έκτος λόγος αντλείται από παράβαση των άρθρων 18 και 24, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ· 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης· 2 του κανονισμού 1/58 και 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ.Υποστηρίζεται συναφώς ότι, προβλέποντας ότι οι αιτήσεις συμμετοχής

έπρεπε υποχρεωτικώς να υποβληθούν στην αγγλική, γαλλική ή γερμανική γλώσσα και ότι η Epso θα απέστελλε στους υποψηφίους τις ανακοινώσεις στην ίδια γλώσσα σχετικά με την πορεία του διαγωνισμού, η Επιτροπή παραβίασε το δικαίωμα των ευρωπαίων πο

λιτών να επικοινωνούν στη δική τους γλώσσα με τα όργανα, και εισήγαγε δυσμενή διάκριση εις βάρος όσων δεν είχαν βαθειά γνώση των τριών αυτών γλωσσών.Ο έβδομος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (έλλειψη αιτιολογίας), καθώ

ς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, παραμορφώνοντας τα πραγματικά περιστατικά.Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε τον περιορισμό σε τρεις γλώσσες επικαλούμενη την απαίτηση ότι οι νεοπροσλαμβανόμενοι θα πρέπει να είναι άμεσα σε θέση να επικοινωνούν στο εσωτερικό των οργάνων. Η αιτιολογία αυτή παραμορφώνει τα πρ

αγματικά περιστατικά διότι δεν προκύπτει ότι οι τρεις επίμαχες γλώσσες είναι οι πλέον χρησιμοποιούμενες για την επικοινωνία μεταξύ διαφόρων γλωσσικών ομάδων εντός των οργάνων· είναι δε δυσανάλογη προς τον περιορισμό ενός θεμελιώδους δικαιώματος όπως της απαγορεύσεως των γλωσσικών διακρίσεων. Πράγματι, υπάρχουν λιγότερο περιοριστικές επιλογές για τη διασφάλιση της ταχείας επικοινωνίας εντός των οργάνων.