Language of document : ECLI:EU:T:2023:653

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2023 (*)(i)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Εσωτερικός διαγωνισμός COM/1/AD 10/18 – Απόφαση περί μη εγγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού – Ίση μεταχείριση – Σταθερότητα ως προς τη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής – Πλήρης δικαιοδοσία – Ηθική βλάβη»

Στην υπόθεση T‑535/22,

NZ, εκπροσωπούμενη από τον Χ. Ταγαρά, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την M. Brauhoff, τον T. Lilamand, την I. Melo Sampaio και τον L. Vernier,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen (εισηγητή), πρόεδρο, C. Mac Eochaidh και J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, NZ, ζητεί την ακύρωση της απόφασης της εξεταστικής επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για επανεξέταση της απόφασης της εξεταστικής επιτροπής της 6ης Φεβρουαρίου 2020 περί μη εγγραφής του ονόματός της στον πίνακα επιτυχόντων του εσωτερικού διαγωνισμού COM/1/AD 10/18 (στο εξής: απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022).

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 20 Νοεμβρίου 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε, δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), προκήρυξη εσωτερικού διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων με σκοπό την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων στους βαθμούς AD 10 (COM/1/AD 10/18) και AD 12 (COM/2/AD 12/18) σε πέντε τομείς.

3        Η προσφεύγουσα και 217 άλλα πρόσωπα υπέβαλαν υποψηφιότητα στον εσωτερικό διαγωνισμό COM/1/AD 10/18 στον τομέα «Συντονισμός, επικοινωνία, διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών πόρων, λογιστικός έλεγχος» (στο εξής: επίμαχος τομέας), για τον οποίο η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) επιθυμούσε την κατάρτιση πίνακα δεκαέξι επιτυχόντων.

4        Με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2019, η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε ότι είχε λάβει μία από τις υψηλότερες βαθμολογίες κατά την επιλογή βάσει τίτλων και ότι πληρούσε τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις συμμετοχής στην προφορική δοκιμασία.

5        Στις 28 Νοεμβρίου 2019, υποβλήθηκε στην προφορική δοκιμασία. Συνολικά 43 υποψήφιοι υποβλήθηκαν στην ίδια δοκιμασία μεταξύ της 28ης Νοεμβρίου και της 13ης Δεκεμβρίου 2019.

6        Με έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2020, η εξεταστική επιτροπή αποφάσισε να μην εγγράψει το όνομα της προσφεύγουσας στον πίνακα επιτυχόντων με την αιτιολογία ότι η ίδια είχε λάβει συνολικό βαθμό 15,5/20 στην προφορική δοκιμασία, ο οποίος ήταν κατώτερος του ορίου των 16/20 που έπρεπε να συγκεντρώσει προκειμένου να περιληφθεί μεταξύ των δεκαέξι καλύτερων υποψηφίων (στο εξής: απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020).

7        Με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε την επανεξέταση της απόφασης της 6ης Φεβρουαρίου 2020. Η αίτηση επανεξέτασης απορρίφθηκε με απόφαση της εξεταστικής επιτροπής της 29ης Απριλίου 2020, κατά της οποίας η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ.

8        Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, NZ κατά Επιτροπής (T‑668/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:667), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της 29ης Απριλίου 2020 με το σκεπτικό ότι ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

9        Σε εκτέλεση της απόφασης της 6ης Οκτωβρίου 2021, NZ κατά Επιτροπής (T‑668/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:667), η εξεταστική επιτροπή, με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022 που εκδόθηκε κατόπιν γραπτής διαδικασίας, ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι αποφάσισε να απορρίψει την από 14 Φεβρουαρίου 2020 αίτησή της για επανεξέταση για τον λόγο ότι ο βαθμός που έλαβε στην προφορική δοκιμασία (15,742/20, στρογγυλοποιημένος σε 15,5/20) ήταν χαμηλότερος από τον ελάχιστο απαιτούμενο βαθμό για να περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων (15,75/20, στρογγυλοποιημένος σε 16/20).

10      Στις 16 Μαρτίου 2022, η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της απόφασης της 10ης Φεβρουαρίου 2022, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 19ης Ιουλίου του ίδιου έτους (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης).

II.    Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022 και την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης καθώς και, επικουρικώς, την απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του αντικειμένου της διαφοράς

13      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν υποψήφιος διαγωνισμού ζητεί την επανεξέταση απόφασης της εξεταστικής επιτροπής, η απόφαση που λαμβάνει η ως άνω επιτροπή μετά την επανεξέταση της περίπτωσης του υποψηφίου συνιστά βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Η απόφαση που λαμβάνεται κατόπιν επανεξέτασης υποκαθιστά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αρχική απόφαση της εξεταστικής επιτροπής (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, NZ κατά Επιτροπής, T-668/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:667, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

14      Επομένως, εν προκειμένω, βλαπτική για την προσφεύγουσα πράξη θεωρείται η απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

15      Όσον αφορά τα αιτήματα που στρέφονται κατά της απόφασης περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης, υπενθυμίζεται ότι η διοικητική ένσταση που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και η απόρριψή της, ρητή ή σιωπηρή, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν απλώς προϋπόθεση για την άσκηση ένδικης προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά στρέφεται κατά της απόρριψης της διοικητικής ένστασης, έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλλεται στην κρίση του δικαστή η βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της ένστασης έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Ειδικότερα, κάθε απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ένστασης, είτε ρητής είτε σιωπηρής, όταν είναι σαφής και αμιγής, απλώς επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν συνιστά αφ’ εαυτής πράξη δυνάμενη να προσβληθεί (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, XI κατά Επιτροπής, T-528/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:594, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), οπότε τα αιτήματα που βάλλουν κατά της ως άνω απόφασης, η οποία δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο σε σχέση με την αρχική απόφαση, πρέπει να θεωρείται ότι βάλλουν κατά της αρχικής πράξης.

17      Συναφώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης δεν έχει διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι η ΑΔΑ επιβεβαιώνει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να μην εγγράψει το όνομα της προσφεύγουσας στον πίνακα επιτυχόντων. Το γεγονός και μόνον ότι η ΑΔΑ, απαντώντας στη διοικητική ένσταση, συμπλήρωσε ή τροποποίησε την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό της απόρριψης της ένστασης ως αυτοτελούς βλαπτικής για την προσφεύγουσα πράξης. Πράγματι, η αιτιολογία της εν λόγω απόρριψης θεωρείται ότι ενσωματώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά της οποίας στρεφόταν η σχετική ένσταση (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, VI κατά Επιτροπής, T‑20/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:427, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, της οποίας η νομιμότητα πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης.

Β.      Επί της ουσίας

1.      Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

19      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως.

20      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζει, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, διότι η εξεταστική επιτροπή δεν παρέμεινε αρκούντως σταθερή ως προς τη σύνθεσή της κατά την προφορική δοκιμασία και, αφετέρου, ότι τα μέτρα συντονισμού που έλαβε η εξεταστική επιτροπή, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένα, ήταν απρόσφορα και ανεπαρκή.

21      Η Επιτροπή αμφισβητεί την εν λόγω επιχειρηματολογία.

22      Θεωρεί ότι η εξεταστική επιτροπή λειτούργησε με σταθερό τρόπο κατά τις προφορικές δοκιμασίες, έχοντας αναπληρωτή πρόεδρο ο οποίος ασκούσε συντονιστικά καθήκοντα και πυρήνα εξεταστών με τακτική παρουσία.

23      Λόγω αυτής της σταθερής λειτουργίας της εξεταστικής επιτροπής, δεν απαιτούνταν μέτρα συντονισμού ίδιας αυστηρότητας με εκείνα που εφαρμόζονται στους γενικούς διαγωνισμούς με κέντρο αξιολόγησης που διοργανώνονται από το 2010. Συναφώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εξεταστική επιτροπή έλαβε επαρκή μέτρα συντονισμού για να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων.

24      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε με ποιον τρόπο η διακύμανση της σύνθεσης της εξεταστικής επιτροπής, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, μπορούσε να θίξει τα δικαιώματά της.

α)      Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

25      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση πρόσληψης υπαλλήλων οι οποίοι κατέχουν τα υψηλότερα προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας, την οποία επιβάλλει το άρθρο 27 του ΚΥΚ στα όργανα της Ένωσης, συνεπάγεται ότι η ΑΔΑ και η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού οφείλουν να μεριμνούν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, ώστε οι διαγωνισμοί να διεξάγονται με βάση τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων και της αντικειμενικότητας κατά τη βαθμολόγηση (βλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, VI κατά Επιτροπής, T‑20/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:427, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Για να εξασφαλιστεί ότι οι εκτιμήσεις της εξεταστικής επιτροπής για όλους τους υποψηφίους που εξετάζονται κατά τις δοκιμασίες θα διεξάγονται υπό συνθήκες ισότητας και αντικειμενικότητας, τα κριτήρια βαθμολόγησης πρέπει να είναι ενιαία και να εφαρμόζονται με συνέπεια στους υποψηφίους. Τούτο επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να παραμένει, στο μέτρο του δυνατού, σταθερή η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των εξετάσεων του διαγωνισμού (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2002, Felix κατά Επιτροπής, T‑193/00, EU:T:2002:29, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, VI κατά Επιτροπής, T‑20/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:427, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Η εν λόγω απαίτηση επιβάλλεται ιδίως στις προφορικές δοκιμασίες, όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση διαφορά, καθόσον οι δοκιμασίες αυτές, ως εκ της φύσεώς τους, είναι λιγότερο ομοιόμορφες απ’ ό,τι οι γραπτές δοκιμασίες (βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, Helbert κατά EUIPO, T‑548/18, EU:T:2021:4, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Εντούτοις, έχει κριθεί ότι η διατήρηση της σταθερής σύνθεσης της εξεταστικής επιτροπής κατά τις δοκιμασίες δεν αποτελεί αφ’ εαυτής επιταγή, αλλά μέσο για τη διασφάλιση της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της συνεπούς βαθμολόγησης και της αντικειμενικότητας της αξιολόγησης (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, VI κατά Επιτροπής, T‑20/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:427, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Επομένως, η εξεταστική επιτροπή μπορεί εγκύρως να διασφαλίσει τη συνέπεια της βαθμολόγησης και την αντικειμενικότητα της αξιολόγησης με άλλα μέσα. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της οργάνωσης των δοκιμασιών ενός διαγωνισμού και των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, αρκεί να διατηρείται σταθερή η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής μόνο σε ορισμένα βασικά στάδια του διαγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, VI κατά Επιτροπής, T‑20/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:427, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επίσης, ακόμη και αν η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής δεν παρέμεινε σταθερή κατά τις δοκιμασίες, η ίση μεταχείριση των υποψηφίων μπορεί να διασφαλιστεί αν η εξεταστική επιτροπή καθιερώσει τον αναγκαίο συντονισμό προκειμένου να διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων βαθμολόγησης (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2008, Giannini κατά Επιτροπής, T‑100/04, EU:T:2008:68, σκέψεις 208 έως 216).

30      Εν προκειμένω, η ΑΔΑ, στο μέτρο που, αφενός, αποφάσισε ότι ο διαγωνισμός θα περιελάμβανε πέντε τομείς καθώς και πέντε χωριστούς πίνακες επιτυχόντων, καθένας εκ των οποίων θα περιείχε διαφορετικό αριθμό επιτυχόντων, και, αφετέρου, διευκρίνισε, επιπλέον, ότι οι υποψήφιοι μπορούσαν να εγγραφούν σε έναν μόνο τομέα, απέκλεισε κάθε δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων των πέντε τομέων του εσωτερικού διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακριβωθεί αν τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης μόνον σε σχέση με τους υποψηφίους που επέλεξαν τον επίμαχο τομέα.

β)      Επί της ύπαρξης διακυμάνσεων στη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής κατά τις προφορικές δοκιμασίες

31      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν η εξεταστική επιτροπή λειτούργησε με σταθερό τρόπο κατά τη διάρκεια των προφορικών δοκιμασιών.

32      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, μετά τη συνταξιοδότηση ενός εκ των μελών της εξεταστικής επιτροπής, αυτή απαρτιζόταν τελικά από δέκα μέλη κατά τις προφορικές δοκιμασίες. Οι εν λόγω δοκιμασίες, στις οποίες εξετάστηκαν 43 υποψήφιοι, διήρκεσαν εννέα ημέρες, από τις 28 Νοεμβρίου έως τις 13 Δεκεμβρίου 2019.

33      Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με απόφαση της εξεταστικής επιτροπής της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, η προεδρία της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού για τον επίμαχο τομέα ανατέθηκε στον A, έναν από τους δύο αναπληρωτές προέδρους. Εξάλλου, από τον πίνακα που περιλαμβάνει την ανά ημέρα σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής προκύπτει ότι τα αναπληρωματικά μέλη ανέλαβαν ευρύτερο ρόλο από αυτόν που εν γένει έχουν, καθόσον παρέστησαν στη συντριπτική πλειονότητα των προφορικών δοκιμασιών.

34      Συναφώς, μολονότι ο αναπληρωτής πρόεδρος μπορεί, κατ’ αρχήν, να ενεργεί ως πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής μόνον εφόσον ο τακτικός πρόεδρος έχει παραιτηθεί ή αδυνατεί να παραστεί, λόγω περιστάσεων που δεν εξαρτώνται από τη βούληση της διοίκησης, εντούτοις το γεγονός ότι, σύμφωνα με απόφαση της εξεταστικής επιτροπής, η προεδρία ενός από τους τομείς του διαγωνισμού θα ασκείται συστηματικά από τον αναπληρωτή πρόεδρο, του οποίου η ικανότητα διαχείρισης των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, δεν θέτει, αυτό καθαυτό, σε κίνδυνο την ίση μεταχείριση και την αντικειμενικότητα κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού. Η ίδια συλλογιστική ισχύει και για τα λοιπά αναπληρωματικά μέλη της εξεταστικής επιτροπής των οποίων δεν αμφισβητείται η ικανότητα προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Πράγματι, η επιλογή να τοποθετηθούν σε εξεταστική επιτροπή με σταθερή σύνθεση καταρτισμένα μέλη μπορεί μόνο να ενισχύσει τις ευνοϊκές συνθήκες για ίση μεταχείριση όλων των υποψηφίων όσον αφορά τον ίδιο τομέα (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2004, Vonier κατά Επιτροπής, T-165/03, EU:T:2004:331, σκέψεις 37 έως 41).

35      Τούτου δοθέντος, από τον πίνακα που περιλαμβάνει την ανά ημέρα σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής προκύπτει ότι, σε διάστημα μόλις εννέα ημερών δοκιμασιών, η εξεταστική επιτροπή λειτούργησε με δέκα διαφορετικούς τριμελείς σχηματισμούς. Επιπλέον, κανένα μέλος, τακτικό ή αναπληρωματικό, δεν συμμετείχε σε όλες τις δοκιμασίες.

36      Συνεπώς, μολονότι επρόκειτο για διαγωνισμό μειωμένης συμμετοχής που διεξαγόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα, εντούτοις η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής παρουσίαζε σημαντικές διακυμάνσεις.

37      Βεβαίως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, στους γενικούς διαγωνισμούς με μεγάλη συμμετοχή επιτρέπεται ορισμένη διακύμανση της σύνθεσης της εξεταστικής επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών δυσχερειών που είναι συμφυείς με τη διοργάνωσή τους. Εντούτοις, εν προκειμένω, επρόκειτο για εσωτερικό διαγωνισμό που είχε, ως εκ της φύσεώς του, στο συγκεκριμένο στάδιο, πιο περιορισμένη συμμετοχή.

38      Ως εκ τούτου, είναι θεμιτό να απαιτείται, στο πλαίσιο ενός τέτοιου εσωτερικού διαγωνισμού, μεγαλύτερη σταθερότητα στη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής απ’ ό,τι σε γενικό διαγωνισμό με μεγάλη συμμετοχή (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, Brune κατά Επιτροπής, F‑5/08, EU:F:2010:111, σκέψη 62).

39      Λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής αυτής διακύμανσης της σύνθεσης της εξεταστικής επιτροπής, πρέπει να συνεκτιμηθεί το ποσοστό συμμετοχής του Α, ήτοι του αναπληρωτή προέδρου που ορίστηκε ως πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του επίμαχου τομέα, λόγω του κυρίαρχου ρόλου του εντός της εξεταστικής επιτροπής.

40      Πράγματι, ο αναπληρωτής πρόεδρος υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να παρίσταται σε όλες τις δοκιμασίες προκειμένου να συντονίζει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και να μεριμνά ώστε η επιτροπή να εφαρμόζει ομοιόμορφα τα ίδια κριτήρια βαθμολόγησης και να προβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση όλων των υποψηφίων (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, Brune κατά Επιτροπής, F‑5/08, EU:F:2010:111, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, ο A απουσίασε από τις δοκιμασίες της 6ης και της 13ης Δεκεμβρίου 2019, αφενός, λόγω συγκρούσεως συμφερόντων και, αφετέρου, λόγω μη διαθεσιμότητάς του. Συνεπώς, προέδρευσε σε 33 από τις 43 συνεντεύξεις.

42      Βεβαίως, η απουσία δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή να οδηγήσει σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, Brune κατά Επιτροπής, F‑5/08, EU:F:2010:111, σκέψη 51). Ειδικότερα, οι απουσίες του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής δεν επηρεάζουν τη συνέπεια της βαθμολόγησης και την αντικειμενικότητα της αξιολόγησης, εάν ο αναπληρωτής του, ο οποίος τον αντικαθιστά κατά τις εν λόγω απουσίες, ήταν επίσης παρών σε μέρος των δοκιμασιών στις οποίες ο ίδιος προέδρευσε, τούτο δε προκειμένου να εξομοιωθούν οι κατευθυντήριες γραμμές ως προς την αξιολόγηση της εξεταστικής επιτροπής, όπως αυτές εφαρμόζονται από τον τακτικό πρόεδρο (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2008, Giannini κατά Επιτροπής, T‑100/04, EU:T:2008:68, σκέψη 211).

43      Εντούτοις, λόγω της επιλογής της εξεταστικής επιτροπής να ορίσει αναπληρωτή πρόεδρο για την προεδρία της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού για τον επίμαχο τομέα, ο εν λόγω αναπληρωτής πρόεδρος δεν μπορούσε και ο ίδιος να αντικατασταθεί από αναπληρωτή.

44      Επιπροσθέτως, κατά τις δύο ημέρες απουσίας του, ο A αντικαταστάθηκε κάθε φορά από δύο διαφορετικά πρόσωπα, ήτοι από τη B, τακτική πρόεδρο, το πρωί και στη συνέχεια από τον C, τον δεύτερο αναπληρωτή πρόεδρο, το απόγευμα. Εξάλλου, τα δύο αυτά πρόσωπα δεν παρέστησαν σε καμία δοκιμασία στην οποία προέδρευσε ο Α ώστε να θέσουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές ως προς την αξιολόγηση και, ως εκ τούτου, να διασφαλίσουν τη συνέχεια των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής και τη συνεπή και αντικειμενική εφαρμογή των κριτηρίων βαθμολόγησης.

45      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι απουσίες του Α μπορούσαν να προβλεφθούν, τουλάχιστον όσον αφορά τις απουσίες λόγω σύγκρουσης συμφερόντων, και, ως εκ τούτου, η εξεταστική επιτροπή θα μπορούσε να οργανωθεί διαφορετικά προκειμένου να διασφαλίσει τη συνέχεια των εκτιμήσεών της και την ομοιόμορφη εφαρμογή των κριτηρίων βαθμολόγησης.

46      Τέλος, ανεξαρτήτως της παρουσίας του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής στις δοκιμασίες, απαιτείται σημαντική παρουσία επαρκούς αριθμού εξεταστών προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεπής βαθμολόγηση και η συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, Honnefelder κατά Επιτροπής, F‑41/08, EU:F:2010:112, σκέψη 48).

47      Συναφώς, από τον πίνακα που περιλαμβάνει την ανά ημέρα σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής προκύπτει ότι τα δύο μέλη της με τη μεγαλύτερη παρουσία παρέστησαν, αντιστοίχως, μόνο σε έξι ημέρες (27 από τις 43 συνεντεύξεις) και τέσσερις ημέρες (22 από τις 43 συνεντεύξεις) δοκιμασιών. Δεδομένου ότι πρόκειται για εσωτερικό διαγωνισμό που συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς του, τη συμμετοχή μειωμένου αριθμού υποψηφίων, το ως άνω ποσοστό παρουσίας είναι ανεπαρκές.

48      Από τη συνολική ανάλυση της διοργάνωσης των προφορικών δοκιμασιών του διαγωνισμού αυτού με μειωμένη συμμετοχή προκύπτει ότι, κατ’ αρχάς, η εξεταστική επιτροπή λειτούργησε με δέκα διαφορετικούς σχηματισμούς εντός εννέα ημερών, στη συνέχεια, ο A απουσίασε επί δύο ημέρες δοκιμασιών χωρίς να αντικατασταθεί από άλλον πρόεδρο που να έχει παραστεί σε μέρος των συνεντεύξεων στις οποίες προέδρευε ο Α ώστε να τεθούν κοινές κατευθυντήριες γραμμές ως προς την αξιολόγηση και, τέλος, το ποσοστό παρουσίας των δύο μελών της εξεταστικής επιτροπής που αποτελούν τον «πυρήνα των εξεταστών» δεν είναι πολύ υψηλό για διαγωνισμό με μειωμένη συμμετοχή όπως ο επίμαχος.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η εξεταστική επιτροπή δεν λειτούργησε κατά τρόπο αρκούντως σταθερό κατά τη διάρκεια των προφορικών δοκιμασιών.

50      Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 28 και 29 ανωτέρω, το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

γ)      Επί της διατήρησης της σταθερότητας της σύνθεσης της εξεταστικής επιτροπής κατά τα βασικά στάδια του διαγωνισμού και επί των μέτρων συντονισμού που η ίδια έλαβε

51      Πρέπει να εξεταστεί αν η εξεταστική επιτροπή διατήρησε τη σταθερότητα της σύνθεσής της κατά τα βασικά στάδια του διαγωνισμού και αν έλαβε τα αναγκαία μέτρα συντονισμού για τη διεξαγωγή των εργασιών της τηρώντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων.

52      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέτρα συντονισμού τα οποία μνημονεύει η Επιτροπή διαφέρουν από εκείνα που λαμβάνονται για τις προφορικές δοκιμασίες, οι οποίες διοργανώνονται στο πλαίσιο των γενικών διαγωνισμών και λαμβάνουν χώρα σε κέντρο αξιολόγησης. Πράγματι, στους διαγωνισμούς αυτούς, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, πολλά μέτρα που σκοπό έχουν να εξουδετερώσουν διάφορες γνωστικές προκαταλήψεις, οι οποίες παρατηρούνται γενικά στους αξιολογητές, ώστε να διασφαλισθεί η συνέπεια της βαθμολογήσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2014, De Mendoza Asensi κατά Επιτροπής, F‑127/11, EU:F:2014:14, σκέψεις 24 έως 26) και δεν ελήφθησαν στην υπό κρίση υπόθεση.

53      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επικαλείται μόνον το γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή συνεδρίαζε τακτικά πριν από τις προφορικές δοκιμασίες, κατά τη διάρκειά τους και μετά από αυτές. Συναφώς, με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης, η ΑΔΑ επισήμανε, αφενός, ότι η σταθερότητα και η αντικειμενικότητα της αξιολόγησης διασφαλίστηκαν με τη χρήση του ίδιου υλικού που προσδιορίστηκε με γενική συναίνεση και, αφετέρου, ότι το σύνολο της εξεταστικής επιτροπής συνήλθε για να αποφασίσει σχετικά με τη διαδικασία των προφορικών δοκιμασιών, για να ενημερωθούν τα μέλη για τις ατομικές βαθμολογίες και για να επιβεβαιώσει τον πίνακα επιτυχόντων.

54      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδεικνύει ότι πραγματοποιήθηκαν οι προγραμματισμένες συνεδριάσεις συντονισμού και ότι όλα τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, ήτοι ο πρόεδρος, οι αναπληρωτές πρόεδροι και οι αξιολογητές, παρέστησαν πράγματι στις συνεδριάσεις αυτές, όπερ πρέπει να εξεταστεί βάσει των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή και των καταλόγων παρουσιών των συνεδριάσεων (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, VI κατά Επιτροπής, T‑20/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:427, σκέψη 58).

1)      Επί των συνεδριάσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις προφορικές δοκιμασίες

55      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής άλλαξε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού. Ειδικότερα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι τρία μέλη της εξεταστικής επιτροπής, μεταξύ των οποίων και ο Α, διορίστηκαν στις 5 Σεπτεμβρίου 2019 ή αργότερα. Επομένως, δεν παρέστησαν στις συνεδριάσεις συντονισμού της εξεταστικής επιτροπής που διοργανώθηκαν πριν από την ως άνω ημερομηνία.

56      Όσον αφορά τις συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις προφορικές δοκιμασίες, πρώτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η εξεταστική επιτροπή συνεδρίασε στις 13 Μαρτίου 2019 προκειμένου να μετάσχει σε επιμόρφωση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO), η οποία περιείχε πολλές πρακτικές πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας του διαγωνισμού. Κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν ελήφθησαν μέτρα συντονισμού.

57      Δεύτερον, στις 11 και στις 29 Απριλίου 2019, η εξεταστική επιτροπή συνεδρίασε για να παρακολουθήσει επιμόρφωση σχετικά με τις τεχνικές και τις βέλτιστες πρακτικές συνέντευξης καθώς και για να προετοιμάσει το περιεχόμενο της προφορικής δοκιμασίας και τη στάθμιση των διαφόρων στοιχείων της. Από τα πρακτικά των δύο αυτών συνεδριάσεων προκύπτει επίσης ότι η εξεταστική επιτροπή άρχισε να επεξεργάζεται το περιεχόμενο της προφορικής δοκιμασίας, ιδίως τη στάθμιση των διαφόρων στοιχείων της καθώς και τις ερωτήσεις που επρόκειτο να τεθούν στους υποψηφίους. Εξάλλου, προβλεπόταν ότι οι τελικές εκδοχές της στάθμισης, της συνέντευξης και των θεμάτων της παρουσίασης θα οριστικοποιούνταν κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της ολομέλειας η οποία είχε προγραμματιστεί για τον Μάιο του 2019.

58      Ωστόσο, πέραν των τριών μελών της εξεταστικής επιτροπής που δεν είχαν ακόμη διοριστεί ώστε να συμμετάσχουν στις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 29ης Απριλίου 2019 απουσίαζε ένα αναπληρωματικό μέλος. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι καμία συνεδρίαση δεν πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2019.

59      Τρίτον, κατά τη συνεδρίαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, η εξεταστική επιτροπή συνήλθε για να ορίσει νέο αναπληρωτή πρόεδρο ο οποίος θα ήταν αρμόδιος για τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής στον επίμαχο τομέα. Καμία άλλη απόφαση σχετικά με τις προφορικές δοκιμασίες του τομέα αυτού δεν ελήφθη στην εν λόγω συνεδρίαση, κατά την οποία απουσίαζαν τέσσερα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, όπως αυτή τελικώς συγκροτήθηκε.

60      Τέταρτον, η εξεταστική επιτροπή συνεδρίασε ξανά στις 27 Σεπτεμβρίου και στις 4 Οκτωβρίου 2019. Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από τα πρακτικά των ως άνω συνεδριάσεων προκύπτει ότι κατά τη διάρκειά τους δεν πραγματοποιήθηκε συζήτηση σχετικά με το περιεχόμενο των προφορικών δοκιμασιών.

61      Πέμπτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εξεταστική επιτροπή συνεδρίασε στις 13 Νοεμβρίου 2019 για να εγκρίνει το περιεχόμενο των προφορικών δοκιμασιών. Εντούτοις, από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που επέχουν θέση πρακτικών της ως άνω συνεδρίασης και διαβιβάστηκαν από τον B, τακτικό πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής, στην EPSO, προκύπτει ότι τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής συμφώνησαν, όσον αφορά τον επίμαχο τομέα, μόνο για το «timing» των προφορικών δοκιμασιών. Επιπλέον, τέσσερα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, όπως αυτή τελικώς συγκροτήθηκε, απουσίαζαν κατά τη σύσκεψη.

62      Έκτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εξεταστική επιτροπή συνεδρίασε στις 18 Νοεμβρίου 2019 για να ολοκληρώσει και να εγκρίνει το περιεχόμενο της προφορικής δοκιμασίας. Ωστόσο, μολονότι από το δελτίο παρουσιών της εν λόγω συνεδρίασης προκύπτει ότι ορισμένα μέλη της εξεταστικής επιτροπής συνεδρίασαν κατά την ημερομηνία εκείνη, εντούτοις ο ισχυρισμός ότι το περιεχόμενο της προφορικής δοκιμασίας είχε εγκριθεί και οριστικοποιηθεί κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν τεκμηριώνεται από τα πρακτικά της.

63      Επιπλέον, από τον κατάλογο παρουσιών των μελών της εξεταστικής επιτροπής προκύπτει ότι έξι μέλη της δεν έλαβαν μέρος στην ως άνω συνεδρίαση. Σύμφωνα όμως με τα πρακτικά της συνεδρίασης της 29ης Απριλίου 2019, η ίδια η εξεταστική επιτροπή επρόκειτο να εγκρίνει το τελικό κείμενο της στάθμισης, της συνέντευξης και των θεμάτων για την προφορική παρουσίαση σε μια επόμενη συνεδρίαση «ολομέλειας». Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 2019 είχε ως αντικείμενο την έγκριση ενός τέτοιου τελικού κειμένου, δεν μπορεί παρά να διαπιστωθεί ότι η έγκριση αυτή δεν έλαβε χώρα σε συνεδρίασης «ολομέλειας».

64      Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι ο αριθμός των μελών της εξεταστικής επιτροπής που ήταν παρόντα στη συνεδρίαση αυτή ήταν επαρκής για να επιτευχθεί απαρτία. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι συζητήσεις μεταξύ των μελών της εξεταστικής επιτροπής που διεξάγονται πριν από τις δοκιμασίες, κατά τη διάρκειά τους και μετά από αυτές, έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, της συνεπούς βαθμολόγησης και της αντικειμενικής αξιολόγησης (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, ZR κατά EUIPO, T‑610/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:5, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, όπως δέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο κανόνας της απαρτίας που υιοθέτησε η εξεταστική επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 2019 αποσκοπούσε στο να της παράσχει τη δυνατότητα να λάβει «επείγουσες, αναγκαίες και απρόβλεπτες αποφάσεις με περιορισμένο αντίκτυπο», όπερ δεν συμβαίνει με τα μέτρα συντονισμού που ελήφθησαν προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά τις προφορικές δοκιμασίες.

65      Έβδομον, η εξεταστική επιτροπή συνεδρίασε στις 19 και στις 22 Νοεμβρίου 2019. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαθέτει πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω συνεδριάσεων, στις οποίες απουσίαζαν αντιστοίχως έξι και τέσσερα μέλη της εξεταστικής επιτροπής.

66      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, η ΑΔΑ με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης, η εξεταστική επιτροπή, όπως τελικώς συγκροτήθηκε, ουδέποτε συνήλθε σε πλήρη σύνθεση πριν από την έναρξη των προφορικών δοκιμασιών. Ειδικότερα, πολλά μέλη της εξεταστικής επιτροπής απουσίαζαν από τις συνεδριάσεις της 11ης και της 29ης Απριλίου καθώς και της 18ης Νοεμβρίου 2019, κατά τις οποίες συζητήθηκε και στη συνέχεια εγκρίθηκε το συγκεκριμένο περιεχόμενο των προφορικών δοκιμασιών.

67      Επιπλέον, ο D, ένα από τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που ήταν παρών στη δοκιμασία της προσφεύγουσας, διορίστηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 ενόψει της συνταξιοδότησης άλλου μέλους της εξεταστικής επιτροπής στις 30 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Η Επιτροπή επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο D είχε αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του το αργότερο κατά τον χρόνο έναρξης των προφορικών δοκιμασιών, ήτοι στις 28 Νοεμβρίου 2019. Επομένως, δεν παρέστη σε καμία συντονιστική συνεδρίαση πριν από τις δοκιμασίες αυτές.

68      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τις συνεδριάσεις που έλαβαν χώρα πριν από τις προφορικές δοκιμασίες θα εξασφάλιζαν, αφ’ εαυτών, τη συνεπή βαθμολόγηση και την αντικειμενικότητα της αξιολόγησης όλων των υποψηφίων κατά τις δοκιμασίες.

2)      Επί των εναλλαγών των μελών της εξεταστικής επιτροπής κατά τη διάρκεια των προφορικών δοκιμασιών

69      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη διάρκεια των προφορικών δοκιμασιών, η εξεταστική επιτροπή προέβαινε σε ανταλλαγή απόψεων στο τέλος κάθε δοκιμασίας και στο τέλος κάθε ημέρας προκειμένου να συγκρίνει τα προσόντα των εξεταζόμενων την εκάστοτε ημέρα υποψηφίων. Συναφώς, προσκόμισε υπεύθυνες δηλώσεις της τακτικής και του αναπληρωματικού προέδρου.

70      Μολονότι είναι βεβαίως θεμιτό να υποτεθεί ότι τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που εξέτασαν τους υποψηφίους οπωσδήποτε συζήτησαν για τις επιδόσεις τους κατά το πέρας κάθε δοκιμασίας και κάθε ημέρας, πρέπει εντούτοις να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω ανταλλαγές απόψεων, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των σχηματισμών λειτουργίας της εξεταστικής επιτροπής, παρείχαν το πολύ στην εξεταστική επιτροπή τη δυνατότητα να αποκτήσει μερική συγκριτική γνώση των προσόντων κάθε υποψηφίου.

71      Επιπλέον, όσον αφορά την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ της τακτικής προέδρου και του αναπληρωτή που ορίστηκε πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού για τον επίμαχο τομέα, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η δήλωση του αναπληρωτή προέδρου ήταν ασαφής. Υπό τις συνθήκες αυτές και καθόσον η Επιτροπή δεν προσκόμισε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι η μόνιμη πρόεδρος και οι δύο αναπληρωτές πρόεδροι όντως συνομιλούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια των προφορικών εξετάσεων προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπής αξιολόγηση των υποψηφίων.

72      Οι ανταλλαγές απόψεων μεταξύ των A, B και C κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών ήταν κατά μείζονα λόγο σημαντικές καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 44 ανωτέρω, ο A αντικαταστάθηκε είτε από τον B είτε από τον C σε δύο ημέρες δοκιμασιών, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν ποτέ παραστεί στις δοκιμασίες στις οποίες είχε προεδρεύσει ο Α.

3)      Επί των διασκέψεων της εξεταστικής επιτροπής και της έγκρισης του πίνακα επιτυχόντων μετά τις προφορικές δοκιμασίες

73      Μετά τις προφορικές δοκιμασίες, η εξεταστική επιτροπή συνεδρίασε δύο φορές, στις 17 Δεκεμβρίου 2019 και στις 31 Ιανουαρίου 2020, προκειμένου να καταρτίσει και να εγκρίνει τον πίνακα επιτυχόντων στον επίμαχο τομέα. Σύμφωνα με τις υπεύθυνες δηλώσεις των Β και Α, οι συνεδριάσεις αυτές έδωσαν στα μέλη της εξεταστικής επιτροπής την ευκαιρία να συζητήσουν την επίδοση ορισμένων υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, προκειμένου να εκτιμήσουν αν είχαν ισοδύναμα προσόντα με τους υποψηφίους που έλαβαν την ελάχιστη βαθμολογία 16/20, όπερ θα δικαιολογούσε την τοποθέτησή τους στον πίνακα επιτυχόντων.

74      Συναφώς, από τους καταλόγους παρουσιών προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπολογισθεί το μέλος της εξεταστικής επιτροπής που συνταξιοδοτήθηκε πριν από την έναρξη των προφορικών δοκιμασιών, τέσσερα μέλη της εξεταστικής επιτροπής απουσίαζαν από τη συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου 2019 και ότι τρία μέλη της εξεταστικής επιτροπής δεν παρέστησαν στη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2020.

75      Επιπλέον, ο D δεν παρέστη σε καμία από τις εν λόγω δύο συνεδριάσεις. Συναφώς, μολονότι η Επιτροπή δεν αναγνωρίζει ότι το μέλος αυτό της εξεταστικής επιτροπής απουσίαζε από όλες τις συνεδριάσεις, η υπογραφή του ενδιαφερομένου δεν περιλαμβάνεται σε κανένα κατάλογο παρουσιών. Συναφώς, οι εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή, κατά τις οποίες η απουσία μνείας του μέλους αυτού της εξεταστικής επιτροπής συνδεόταν με τη «μη ενημέρωση των καταλόγων παρουσιών» ή με το γεγονός ότι «δεν υπήρχε χώρος να υπογράψει» τους σχετικούς καταλόγους, δεν είναι ούτε πειστικές ούτε αξιόπιστες, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο μέλος της εξεταστικής επιτροπής διορίστηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2019, ήτοι πολύ πριν από τις συνεδριάσεις των τελικών εργασιών. Εν πάση περιπτώσει, τίποτε δεν εμπόδιζε το ως άνω μέλος της εξεταστικής επιτροπής να προσθέσει το όνομά του και την ιδιόχειρη υπογραφή του στους καταλόγους παρουσιών.

76      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η ΑΔΑ, μεταξύ άλλων, με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης, η εξεταστική επιτροπή δεν συνεδρίασε σε πλήρη σύνθεση για να συζητήσει τις συγκριτικές εκτιμήσεις των υποψηφίων και να επιβεβαιώσει την τελική βαθμολογία τους βάσει των αποτελεσμάτων τους στις δοκιμασίες. Επιπλέον, δύο μέλη της εξεταστικής επιτροπής που προέβησαν στις συνεντεύξεις των υποψηφίων στον εν λόγω τομέα απουσίαζαν από τις συνεδριάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2019 και της 31ης Ιανουαρίου 2020.

77      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η κατάρτιση του πίνακα επιτυχόντων αποτελεί άσκηση συγκριτικής φύσεως, είναι ουσιώδες η εξεταστική επιτροπή να συνεδριάζει σε πλήρη σύνθεση (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1971, Rabe κατά Επιτροπής, 76/69, EU:C:1971:33, σκέψη 10, και της 6ης Ιουλίου 2022, VI κατά Επιτροπής, T‑20/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:427, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), πράγμα το οποίο δεν συνέβη εν προκειμένω.

78      Πράγματι, η παρουσία όλων των μελών της εξεταστικής επιτροπής κατά την τελική διάσκεψη αποτελεί εγγύηση για τους υποψηφίους ότι ο πίνακας επιτυχόντων θα είναι το αποτέλεσμα αντιπαράθεσης όλων των συγκριτικών εκτιμήσεων σχετικά με τις επιδόσεις τους και, ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα πραγματικής σύγκρισης.

79      Η παρουσία όλων των μελών της εξεταστικής επιτροπής στις εν λόγω διασκέψεις ήταν κατά μείζονα λόγο σημαντική καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 70 ανωτέρω, η εξεταστική επιτροπή είχε αποκτήσει, κατά τις δοκιμασίες, μερική μόνο συγκριτική γνώση των προσόντων των υποψηφίων λόγω του αριθμού των διαφορετικών σχηματισμών που εξέτασαν τους υποψηφίους.

80      Πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί ότι η εξεταστική επιτροπή δεν είχε προβλέψει ότι ο κανόνας περί απαρτίας εφαρμόζεται στις αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τις τελικές διαβουλεύσεις σχετικά με τον πίνακα επιτυχόντων.

81      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

82      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η διακύμανση της σύνθεσης της εξεταστικής επιτροπής έθιξε τα δικαιώματά της, αρκεί να υπομνησθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων, το γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή δεν τήρησε τον κανόνα περί σταθερότητας της σύνθεσής της συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. Κατά συνέπεια, η απόφαση που πάσχει από το ελάττωμα αυτό πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να οφείλει ο ενδιαφερόμενος να αποδείξει συγκεκριμένη αρνητική συνέπεια επί των δικαιωμάτων του ή ότι η έκβαση του διαγωνισμού θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν είχε τηρηθεί ο συγκεκριμένος ουσιώδης τύπος (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2004, Vonier κατά Επιτροπής, T‑165/03, EU:T:2004:331, σκέψη 39, και της 13ης Ιανουαρίου 2021, Helbert κατά EUIPO, T-548/18, EU:T:2021:4, σκέψη 113).

83      Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να αποκλείσει το ενδεχόμενο να έχουν επιπτώσεις οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν ανωτέρω επί των αποτελεσμάτων της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι ο συνολικός βαθμός της (15,742/20, στρογγυλοποιημένος σε 15,5/20) είναι κατώτερος μόνον κατά 0,008 μονάδες από τον ελάχιστο απαιτούμενο βαθμό (15,75/20, στρογγυλοποιημένο σε 16/20) για την εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Bachotet κατά Επιτροπής, T-182/01, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2002:223, σκέψη 33).

84      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαίο το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, ούτε να αποφανθεί επί των αιτημάτων της για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

2.      Επί του αιτήματος ασκήσεως πλήρους δικαιοδοσίας

85      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του και να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την υλική ζημία και να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που προκάλεσε η προσβαλλόμενη απόφαση.

86      Ερωτηθείσα επί του σημείου αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα αυτό.

87      Η πλήρης δικαιοδοσία την οποία απονέμει στον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ τού αναθέτει την αποστολή να επιλύει πλήρως τις χρηματικές διαφορές των οποίων επιλαμβάνεται. Η δικαιοδοσία αυτή αποσκοπεί ιδίως στο να παράσχει στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των ακυρωτικών αποφάσεων που εκδίδουν επί υπαλληλικών υποθέσεων, οπότε, αν η ακύρωση μιας νομικώς εσφαλμένης αποφάσεως της ΑΔΑ δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την κατίσχυση των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ή να διαφυλάξει αποτελεσματικά τα συμφέροντά του, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να του επιδικάσει αυτεπαγγέλτως αποζημίωση (βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C-583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψεις 49 και 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, ακόμη και αν δεν έχει διατυπωθεί νομοτύπως σχετικό αίτημα, το απαράδεκτο λόγω εκπρόθεσμης υποβολής δεν μπορεί να προβληθεί επί ζητήματος που το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εξετάσει, ενδεχομένως, αυτεπαγγέλτως (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 1992, Barbi κατά Επιτροπής, T‑68/91, EU:T:1992:90, σκέψη 43).

88      Εν προκειμένω, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν ένας υποψήφιος αμφισβητεί την απόρριψη της υποψηφιότητάς του σε διαδικασία επιλογής που έχει ως αντικείμενο την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων, όπερ τον εμποδίζει να καταλάβει αργότερα κενή θέση εντός του οικείου θεσμικού οργάνου και να τύχει των σχετικών χρηματικών πλεονεκτημάτων, η διαφορά έχει χρηματικό χαρακτήρα (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Girardot, C‑348/06 P, EU:C:2008:107, σκέψη 58, και της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής, T‑10/02, EU:T:2006:148, σκέψεις 53 έως 56).

89      Εν προκειμένω, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η εξεταστική επιτροπή δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση των υποψηφίων που εξετάσθηκαν κατά τις προφορικές δοκιμασίες, λόγω της αστάθειας της σύνθεσής της. Συνεπώς, η συγκριτική εκτίμηση των προσόντων όλων των υποψηφίων ήταν αυτή που αλλοιώθηκε από τη διακύμανση της σύνθεσης της εξεταστικής επιτροπής. Κατά συνέπεια, η παρανομία αυτή επηρεάζει όχι μόνον τον βαθμό της προσφεύγουσας, αλλά και το κατώτατο όριο των 16 μονάδων επί συνόλου 20, από το οποίο εξαρτάται η εγγραφή του ονόματος υποψηφίου στον πίνακα επιτυχόντων.

90      Πρώτον, όσον αφορά την υλική ζημία που απορρέει από τον παράνομο χαρακτήρα που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη, υπενθυμίζεται ότι η υλική ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση πρέπει να είναι πραγματική και βέβαιη (βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Girardot, C‑348/06 P, EU:C:2008:107, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει υλική ζημία που απορρέει από το γεγονός ότι το όνομά της θα έπρεπε, σε εκτέλεση της παρούσας ακυρωτικής απόφασης, να εγγραφεί απευθείας στον πίνακα επιτυχόντων. Πράγματι, μια τέτοια εγγραφή θα ισοδυναμούσε με απαλλαγή της από την προφορική δοκιμασία του σημείου 4 της μνημονευόμενης στη σκέψη 2 ανωτέρω προκήρυξης του διαγωνισμού, η οποία εξαρτά την εγγραφή υποψηφίου στον πίνακα επιτυχόντων από το ότι ο υποψήφιος έχει επιτύχει μία από τις καλύτερες βαθμολογίες στην προφορική αυτή δοκιμασία καθώς και της ελάχιστης απαιτούμενης βαθμολογίας για την ίδια δοκιμασία (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Brune κατά Επιτροπής, T‑269/13 P, EU:T:2014:424, σκέψη 57). Εν πάση περιπτώσει, η εγγραφή του ονόματος υποψηφίου στον πίνακα επιτυχόντων δεν του παρέχει δικαίωμα, αλλά μόνον προσδοκία διορισμού (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑58/05, EU:T:2007:218, σκέψη 52).

92      Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν απώλεσε οριστικά την πραγματική ευκαιρία να επιτύχει στον επίμαχο εσωτερικό διαγωνισμό και, κατά συνέπεια, να διοριστεί υπάλληλος της Ένωσης στον βαθμό AD 10, δεδομένου ότι η διοργάνωση νέας προφορικής δοκιμασίας που εφαρμόζεται αυτοτελώς σε σχέση με τα αποτελέσματα της αρχικής προφορικής δοκιμασίας (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Brune κατά Επιτροπής, T‑269/13 P, EU:T:2014:424, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) αποσκοπεί ακριβώς στην αποκατάσταση της ευκαιρίας αυτής. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να αντλήσει όφελος από ένα τέτοιο μέτρο εκτελέσεως της παρούσας ακυρωτικής αποφάσεως και, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του προκειμένου να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την εν λόγω υλική ζημία [πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, EMA κατά Drakeford, T‑231/14 P, EU:T:2015:639, σκέψη 47 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

93      Ως εκ τούτου, όσον αφορά την προβαλλόμενη υλική ζημία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη πραγματικής και βέβαιης ζημίας.

94      Δεύτερον, όσον αφορά την ηθική βλάβη, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η επανάληψη του διαγωνισμού ως προς την προσφεύγουσα και η διοργάνωση προφορικής δοκιμασίας αυτοτελούς σε σχέση με την παράνομη προφορική δοκιμασία συνιστούν κατάλληλο μέτρο εκτελέσεως της παρούσας ακυρωτικής απόφασης, εντούτοις η Επιτροπή, σε περίπτωση που δεν ακυρωθεί το σύνολο των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, δεν είναι σε θέση να αναδημιουργήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες θα έπρεπε να είχε διοργανωθεί ο σχετικός διαγωνισμός προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των υποψηφίων και η αντικειμενική βαθμολόγηση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαΐου 2015, Brune κατά Επιτροπής, F-59/14, EU:F:2015:50, σκέψη 81).

95      Επομένως, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αρκεί για την αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων της προσφεύγουσας. Πράγματι, η ακύρωση αυτή δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να ικανοποιήσει τη βέβαιη ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα λόγω του ότι δεν είχε τη δυνατότητα να υποβληθεί, στις 28 Νοεμβρίου 2019, στην αρχική προφορική δοκιμασία υπό κανονικές συνθήκες. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας τη βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα κατά δίκαιη και εύλογη κρίση, θεωρεί ότι το ποσό των 4 000 ευρώ συνιστά προσήκουσα ικανοποίηση της ηθικής βλάβης.

96      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην προσφεύγουσα, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των 4 000 ευρώ και να απορριφθεί το αίτημα αποζημίωσης κατά τα λοιπά.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

97      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, με την οποία η εξεταστική επιτροπή του εσωτερικού διαγωνισμού COM/1/AD 10/18 αρνήθηκε, κατόπιν επανεξέτασης, να εγγράψει το όνομα της NZ στον πίνακα επιτυχόντων για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων βαθμού AD 10 στον τομέα «Συντονισμός, επικοινωνία, διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών πόρων, λογιστικός έλεγχος».

2)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει στην NZ το ποσό των 4 000 ευρώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.

3)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Svenningsen

Mac Eochaidh

Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


i Στις σκέψεις 91 και 94 της παρούσας απόφασης επήλθε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την ανάρτηση του κειμένου στην ψηφιακή Συλλογή.