Language of document : ECLI:EU:T:2015:449

Υπόθεση T‑657/13

BH Stores BV

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς
(εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού λεκτικού σήματος ALEX — Εθνικό λεκτικό και εικονιστικό σήμα ALEX — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Παραδεκτό της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009 — Έλλειψη ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα — Έλλειψη κινδύνου συγχύσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο πενταμελές τμήμα)
της 2ας Ιουλίου 2015

1.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Νομιμότητα αποφάσεως τμήματος προσφυγών το οποίο επιλαμβάνεται διαδικασίας ανακοπής — Αμφισβήτησή της μέσω επικλήσεως νέων πραγματικών περιστατικών — Δεν επιτρέπεται — Συνεκτίμηση, στο πλαίσιο της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, νομολογίας των δικαστηρίων της Ένωσης ή εθνικών ή διεθνών δικαστηρίων της οποίας δεν είχε γίνει επίκληση ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65)

2.      Κοινοτικό σήμα — Δικονομικές διατάξεις — Αιτιολόγηση των αποφάσεων — Άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 — Όμοιο περιεχόμενο προς εκείνο του άρθρου 296 ΣΛΕΕ

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 75, 1η περίοδος)

3.      Κοινοτικό σήμα — Αποφάσεις του ΓΕΕΑ — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Προγενέστερες αποφάσεις του ΓΕΕΑ

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου)

4.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

5.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα — Λεκτικό σήμα ALEX και λεκτικό και εικονιστικό σήμα ALEX

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

6.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Ομοιότητα των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών — Επικάλυψη μεταξύ δύο κατηγοριών προϊόντων με διαφορετικό προορισμό

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 25, 26)

2.      Δυνάμει του άρθρου 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα, οι αποφάσεις του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αιτιολογούνται. Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνη του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ότι από την αιτιολογία που απαιτείται από το εν λόγω άρθρο πρέπει να προκύπτει σαφώς το σκεπτικό του εκδότη της πράξεως. Συναφώς, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των ατομικών αποφάσεων έχει διττό σκοπό, δηλαδή να παρέχεται, αφενός, στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να γνωρίζουν τη δικαιολόγηση του ληφθέντος μέτρου ώστε να προασπίζουν τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως.

Κατά τη νομολογία, το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία αποφάσεως είναι σύμφωνη με αυτές τις επιταγές πρέπει να κρίνεται βάσει τόσο της διατυπώσεώς της όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο την υποχρέωση να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι δίνει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του. Αρκεί τα τμήματα προσφυγών να εκθέτουν τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεώς τους.

(βλ. σκέψεις 29-31)

3.      Οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) δυνάμει του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα, σχετικά με την καταχώριση σημείου ως κοινοτικού σήματος, εμπίπτουν στην άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με βάση τον κανονισμό αυτό, όπως ερμηνεύεται από τον κοινοτικό δικαστή, και όχι με βάση προγενέστερη πρακτική σε επίπεδο αποφάσεων που λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών.

Κατόπιν τούτου, υπενθυμίζεται ότι το ΓΕΕΑ υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η αρχή της χρηστής διοικήσεως. Λαμβανομένων υπόψη των δύο αυτών αρχών, το ΓΕΕΑ πρέπει, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτάται με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο. Εντούτοις, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, κανείς εκ των διαδίκων ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού ενδεχόμενη παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου προκειμένου να επιτύχει την έκδοση πανομοιότυπης αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, για λόγους ασφαλείας δικαίου και χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Εξάλλου, το σύστημα του δικαίου των σημάτων της Ένωσης συνιστά αυτοτελές σύστημα, το οποίο αποτελείται από σύνολο κανόνων και επιδιώκει σκοπούς που προσιδιάζουν σ’ αυτό, η δε εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος. Κατά τη νομολογία, οι καταχωρήσεις που πραγματοποιούνται στο εξής στα κράτη μέλη συνιστούν απλώς ένα στοιχείο το οποίο, χωρίς να είναι καθοριστικό, μπορεί μόνο να ληφθεί υπόψη προκειμένου περί της καταχωρήσεως κοινοτικού σήματος.

(βλ. σκέψεις 42, 90, 92)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 48, 49, 95)

5.      Δεν υφίσταται, για τα μέλη του ευρύτερου κοινού στη Γερμανία, κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα, μεταξύ του λεκτικού σημείου ALEX, του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως κοινοτικού σήματος για τα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά» και τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» τα οποία υπάγονται στην κλάση 28 του Διακανονισμού της Νίκαιας, και το λεκτικό και εικονιστικό σήμα ALEX, προγενέστερα καταχωρισθέντα στη Γερμανία για τα «αθλητικά είδη», τα οποία υπάγονται στην ίδια κλάση, καθόσον τα προϊόντα δεν είναι παρόμοια.

Πρώτον, τα παιχνίδια, τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, έχουν διαφορετική φύση από εκείνη των «αθλητικών ειδών», τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα. Ιδίως η ύπαρξη απλοποιημένης μορφής και μικρού μεγέθους «παιδικών παιχνιδιών εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» καθιστά δυνατή τη διάκρισή τους από τα «αθλητικά είδη» και τη μη σύγχυσή τους με τα τελευταία. Τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων», όπως δηλώνει και ο τίτλος τους, προορίζονται για παιδιά σχετικώς μικρής ηλικίας και διακρίνονται από τα «αθλητικά είδη» (ακόμα κι αν τα αναπαράγουν πιστά) βάσει των απλούστερων τεχνικών τους προδιαγραφών, τη διαφορετική τους όψη (μικρό μέγεθος, μικρό βάρος), προδιαγραφές ασφαλείας για παιδιά σύμφωνα με την οδηγία 2009/48, σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών, καθώς και, γενικώς, χαμηλότερη τιμή. Ένα σετ μίνι γκολφ, παράδειγμα προϊόντων που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, το οποίο παρατίθεται από την προσφεύγουσα, είναι προσαρμοσμένο στο ύψος των παιδιών και τα μπαστούνια υπολείπονται σε ακρίβεια των κανονικών μπαστουνιών γκολφ και είναι από ελαφρύ πλαστικό. Η ίδια συλλογιστική εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο στα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά», τα οποία δεν έχουν ισοδύναμο «αθλητικό είδος».

Δεύτερον, τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα έχουν κατ’ ουσίαν διαφορετικό προορισμό. Τα «αθλητικά είδη» προορίζονται για την άθληση του σώματος μέσω της φυσικής ασκήσεως, ενώ τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» έχουν ως σκοπό να ψυχαγωγήσουν, και ταυτοχρόνως να επιμορφώσουν τα παιδιά. Επιπροσθέτως, τα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου» έχουν ως σκοπό «σαφώς αποκλειστικώς την ψυχαγωγία των νηπίων». Ειδικότερα, ο αμιγώς ψυχαγωγικός σκοπός των «ατομικών παιχνιδιών μπάνιου για παιδιά» είναι ακόμα πιο προφανής απ’ ό,τι για τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων».

Δεδομένου ότι η φύση και ο προορισμός των προϊόντων που αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι διαφορετικά, αυτά δεν είναι εναλλάξιμα, και, επομένως, δεν είναι ανταγωνιστικά. Σε κάθε περίπτωση, καίτοι είναι ενίοτε δυνατόν να υφίσταται ορισμένη εναλλαξιμότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων, τούτη δεν είναι αμφίδρομη, ήτοι μόνον οι καταναλωτές ορισμένων παιχνιδιών που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ικανοί να στραφούν στα αντίστοιχα «αθλητικά είδη», τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα, σε περίπτωση αυξήσεως της τιμής των ως άνω παιχνιδιών. Είναι προφανές ότι, ακόμα κι αν η τιμή των «αθλητικών ειδών» αυξανόταν, οι καταναλωτές «αθλητικών ειδών» δεν θα στρέφονταν στα ως άνω ατομικά παιχνίδια προς αντικατάσταση πραγματικών «αθλητικών ειδών».

Τρίτον, τα δίκτυα διανομής και κατασκευής των προϊόντων τα οποία αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα διαφέρουν.

Χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων, δεν είναι δυνατόν να υφίσταται οποιοσδήποτε κίνδυνος συγχύσεως, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα σημεία ήταν πανομοιότυπα, αφού δεν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ήτοι η ταυτότητα ή η ομοιότητα των προϊόντων.

(βλ. σκέψεις 50, 51, 59, 61, 67, 70, 71, 74, 80, 97)

6.      Το γεγονός ότι συγκεκριμένος προορισμός (π.χ. η φυσική δραστηριότητα) δεν αποκλείει άλλον προορισμό (π.χ. την αναψυχή) και ότι δύο προορισμοί είναι δυνατόν να «συμπλέκονται» σε ένα προϊόν, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, δεν αποκλείει τη δυνατότητα προσδιορισμού ενός κυρίαρχου, άλλως καλούμενου «πρωταρχικού», σκοπού προορισμού ενός προϊόντος. Ορθώς λοιπόν η παρεμβαίνουσα επισημαίνει ότι με τον όρο «χρήση» πρέπει να νοείται η γενικώς προβλεπόμενη χρήση ενός προϊόντος και όχι η στρεβλή ή η περιστασιακή χρήση του. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη ορισμένου «ανοιχτού διαύλου» ή ζώνης επικαλύψεως μεταξύ δύο κατηγοριών προϊόντων με διαφορετικό, κατ’ ουσίαν, προορισμό, δεν συνεπάγεται ότι όλα τα οικεία προϊόντα τα οποία εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες προϊόντων είναι παρόμοια. Επιπροσθέτως, προκύπτει από τη νομολογία ότι το γεγονός ότι δύο προϊόντα μπορούν, μέχρις ενός βαθμού, να ικανοποιούν την ίδια ανάγκη δεν αποκλείει τη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κοινού να τα εκλαμβάνει ως διακριτά προϊόντα.

(βλ. σκέψεις 64-66)