Language of document : ECLI:EU:T:2016:168

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2016 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ιδιωτικοποίηση – Μέτρα στηρίξεως οφειλέτιδος της προσφεύγουσας – Απόφαση κρίνουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑575/14,

Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Λαρύμνης Λάρκο ΑΕ, με έδρα την Καλλιθέα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Κουλούρη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Α. Μπουχάγιαρ, επικουρούμενο από τον Β. Χατζόπουλο, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) την οποία χορήγησε η Ελλάδα στη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ (ΕΕ L 254, σ. 24),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis, πρόεδρο, O. Czúcz και A. Popescu (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Τον Μάρτιο του 2012 το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου γνωστοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την πρόταση ιδιωτικοποιήσεως της Λάρκο Γενικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής ΑΕ (στο εξής: νέα Λάρκο).

2        Στις 6 Μαρτίου 2013 η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όσον αφορά έξι μέτρα ενισχύσεως της νέας Λάρκο στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεώς της (ΕΕ C 136, σ. 27).

3        Στις 16 Δεκεμβρίου 2013 οι ελληνικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή το σχέδιο πωλήσεως ορισμένων εκ των στοιχείων του ενεργητικού της νέας Λάρκο, ζητώντας, για λόγους ασφάλειας δικαίου, την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον οι αγοραστές των επίμαχων στοιχείων του ενεργητικού ενδέχεται να υποχρεωθούν να επιστρέψουν τις ενισχύσεις που ενδεχομένως είχαν χορηγηθεί στη νέα Λάρκο.

4        Στις 27 Μαρτίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2014/539/ΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα [στη νέα Λάρκο] (ΕΕ L 254, σ. 24, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι τέσσερα από τα έξι μέτρα που αποτελούσαν το αντικείμενο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά και διέταξε τις ελληνικές αρχές να ανακτήσουν αυτές τις μη συμβατές ενισχύσεις από τον δικαιούχο τους.

5        Στις 27 Μαρτίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε επίσης την απόφαση C (2014) 1805, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.37954 (2013/N) – Ελλάδα – πώληση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της [νέας Λάρκο] (ΕΕ 2014, C 156, σ. 1, στο εξής: απόφαση περί της πωλήσεως). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε, αφενός μεν, ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της νέας Λάρκο σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση, αφετέρου δε, ότι, λαμβανομένου υπόψη του προτεινόμενου σχεδίου μεταβιβάσεως, δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της νέας Λάρκο και των αγοραστών όσον αφορά την, ενδεχόμενη, επιστροφή προγενέστερων ενισχύσεων.

6        Κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ασκήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, καθώς και προσφυγή της νέας Λάρκο στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑423/14, Λάρκο κατά Επιτροπής. Αίτηση παρεμβάσεως της προσφεύγουσας Ελληνικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής Λαρύμνης Λάρκο ΑΕ, στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής υποθέσεως, απορρίφθηκε με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2015, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2015:439). Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως αυτής απορρίφθηκε επίσης με διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2015, Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής [C‑385/15 P(I), EU:C:2015:681].

7        Κατά της αποφάσεως περί πωλήσεως ασκήθηκαν δύο προσφυγές. Η πρώτη προσφυγή ασκήθηκε από τη νέα Λάρκο στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑412/14, Λάρκο κατά Επιτροπής. Αίτηση παρεμβάσεως της νυν προσφεύγουσας στην τελευταία αυτή υπόθεση απορρίφθηκε με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2015, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑412/14, EU:T:2015:431). Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως αυτής απορρίφθηκε επίσης με διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2015, Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής [C‑362/15 P(I), Rec, EU:C:2015:682]. Η δεύτερη προσφυγή ασκήθηκε από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑576/14, Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

9        Στις 2 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στις 2 Μαρτίου 2015 από την προσφεύγουσα και στις 20 Ιουλίου 2015 από την Επιτροπή, αντιστοίχως.

10      Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του, κάλεσε, στις 23 Νοεμβρίου 2015, τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν, στην υπό κρίση υπόθεση, από την προμνημονευθείσα στη σκέψη 6 διάταξη Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής (EU:C:2015:681) και από την προμνημονευθείσα στη σκέψη 7 διάταξη Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής (EU:C:2015:682), ιδίως όσον αφορά το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας.

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 2 έως 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη ή, επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Βάσει του άρθρου 129 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τους κύριους διαδίκους, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη επί των λόγων απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής (βλ., σχετικώς, διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 2011, Vtesse Networks κατά Επιτροπής, T‑54/07, EU:T:2011:15, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

14      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς από τη δικογραφία και αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς να συνεχισθεί η διαδικασία.

15      Η Επιτροπή ζήτησε, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, να κριθεί η προσφυγή απαράδεκτη λόγω του ότι η προσφεύγουσα στερείται, αφενός, εννόμου συμφέροντος και, αφετέρου, ενεργητικής νομιμοποιήσεως, χωρίς να εγείρει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου. Η προσφεύγουσα έλαβε θέση επί των λόγων αυτών απαραδέκτου με το υπόμνημά της απαντήσεως.

16      Πρέπει καταρχάς να εξετασθεί ο πρώτος λόγος απαραδέκτου τον οποίο προβάλλει η Επιτροπή.

17      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αφεαυτής, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, Συλλογή, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να είναι γεγεννημένο και ενεστώς και δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση (βλ. προμνημονευθείσα απόφαση Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2015:609, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18      Επιπλέον, κατά τη νομολογία, στον προσφεύγοντα απόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον του (βλ. διάταξη της 15ης Μαΐου 2013, Post Invest Europe κατά Επιτροπής, T‑413/12, EU:T:2013:246, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά και διέταξε τις ελληνικές αρχές να ανακτήσουν τις ενισχύσεις αυτές από τη δικαιούχο, σύμφωνα με το άρθρο, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ενώ, με την απόφαση περί της πωλήσεως, την οποία χαρακτηρίζει ως απόφαση sui generis, η Επιτροπή έκρινε, αφενός μεν, ότι η πώληση ορισμένων εκ των στοιχείων του ενεργητικού της νέας Λάρκο δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση, αφετέρου δε, ότι, η πώληση αυτή δεν συνεπαγόταν ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της νέας Λάρκο και του αγοραστή των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού, οπότε η ενδεχόμενη ανάκτηση των μη συμβατών ενισχύσεων δεν θα αφορά τον αγοραστή αυτό.

20      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ασκεί την υπό κρίση προσφυγή με έννομο συμφέρον προβάλλοντας ότι το αποτέλεσμα της προσβαλλομένης αποφάσεως σε συνδυασμό με εκείνο της αποφάσεως περί της πωλήσεως καθιστά αδύνατη την ικανοποίηση των απαιτήσεών της έναντι της νέας Λάρκο. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι είναι η μοναδική ουσιώδης δανείστρια, δεδομένου ότι έχει στη διάθεσή της εκτελεστούς τίτλους κατά της νέας Λάρκο και ότι έχει κινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως κατά της εν λόγω εταιρίας, διατείνεται δε, αφενός, ότι θα αδυνατεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της έναντι της νέας Λάρκο με εκποίηση των στοιχείων του ενεργητικού της δεύτερης τα οποία θα μεταβιβασθούν στον αγοραστή, σύμφωνα με την απόφαση περί της πωλήσεως, και, αφετέρου, ότι, η νέα Λάρκο θα είναι η μόνη εταιρία από την οποία θα ζητηθεί η επιστροφή των ενισχύσεων βάσει της υποχρεώσεως περί ανακτήσεως που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, στοιχείο το οποίο θα καταστήσει δυσχερέστερη την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών.

21      Εξάλλου, απαντώντας σε ερώτηση την οποία έθεσε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), η προσφεύγουσα διευκρινίζει, αφενός, ότι, με την προμνημονευθείσα στη σκέψη 6 διάταξη Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής (EU:C:2015:681) και με την προμνημονευθείσα στη σκέψη 7 διάταξη Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής (EU:C:2015:682), το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του ζητήματος του άμεσου χαρακτήρα του εννόμου συμφέροντός της ως αιτούσας την παρέμβαση, χωρίς να εξετάσει το ζήτημα αν το συμφέρον αυτό είναι βέβαιο, και, αφετέρου, ότι η εξέταση του εννόμου συμφέροντος διαφέρει αναλόγως αν πρόκειται για προσφυγή ή για αίτηση παρεμβάσεως. Υποστηρίζει επίσης ότι, στις σκέψεις 17 και 18 των προμνημονευθεισών διατάξεων, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το συνδυαστικό αποτέλεσμα των δύο επίμαχων αποφάσεων της Επιτροπής μπορεί να έχει οικονομικές συνέπειες για τους δανειστές της νέας Λάρκο και ότι οι εν λόγω αποφάσεις δύνανται να θίγουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας σε σημαντικότερο βαθμό από ό,τι τα συμφέροντα των λοιπών δανειστών της νέας Λάρκο, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αποτελεί τη μοναδική ουσιώδη δανείστρια της εν λόγω εταιρίας.

22      Διαπιστώνεται, όμως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αφεαυτής ή σε συνδυασμό με την απόφαση περί της πωλήσεως, ουδόλως έχει άμεση σχέση με τις απαιτήσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα έναντι της νέας Λάρκο και δεν θίγει άμεσα την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων.

23      Βεβαίως, εκ του αποτελέσματος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με την οποία ορισμένες ενισχύσεις κρίθηκαν μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα της αποφάσεως περί της πωλήσεως, με την οποία αποκλείεται το ενδεχόμενο να καταστούν οι αγοραστές των στοιχείων του ενεργητικού της νέας Λάρκο αλληλεγγύως υπόχρεοι με την εν λόγω εταιρία για την επιστροφή των ιδίων αυτών ενισχύσεων, η νέα Λάρκο καθίσταται αποκλειστικός υπόχρεος για την επιστροφή των κρατικών ενισχύσεων Το στοιχείο αυτό μπορεί να έχει οικονομικές συνέπειες όσον αφορά τους δανειστές της, καθόσον ελαττώνει τις πιθανότητες ικανοποιήσεως του συνόλου των απαιτήσεών τους. Επιπλέον, το ότι η προσφεύγουσα αποτελεί τη μοναδική ουσιώδη δανείστρια της νέας Λάρκο, εάν υποτεθεί ότι τούτο έχει αποδειχθεί, δύναται να θίγει, στην πράξη, τα οικονομικά συμφέροντα της προσφεύγουσας σε σημαντικότερο βαθμό απ’ ό,τι τα συμφέροντα των λοιπών δανειστών.

24      Ωστόσο, όπως κατέδειξε το Δικαστήριο σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως που υπέβαλε η νυν προσφεύγουσα στο πλαίσιο της προμνημονευθείσας στη σκέψη 6 υποθέσεως Λάρκο κατά Επιτροπής (EU:C:2015:681) και της προμνημονευθείσας στη σκέψη 7 υποθέσεως Λάρκο κατά Επιτροπής (EU:C:2015:682), το γεγονός ότι θίγονται, ακόμη και σε σημαντικό βαθμό, τα οικονομικά συμφέροντα της προσφεύγουσας ως δανείστριας της νέας Λάρκο δεν συνεπάγεται ότι θίγονται άμεσα τα συμφέροντα της προσφεύγουσας κατά την έννοια της προμνημονευθείσας στη σκέψη 17 νομολογίας, δεδομένου ότι τούτο δεν μεταβάλλει τη νομική κατάστασή της. Συγκεκριμένα, αυτά τα οικονομικά συμφέροντα της προσφεύγουσας ως δανείστριας θίγονται από την επίλυση της διαφοράς μόνον εμμέσως, μέσω των συνεπειών που θα έχει η επίλυση αυτή για τον κύριο διάδικο (βλ. σχετικώς και κατ’ αναλογία, προμνημονευθείσα στη σκέψη 6 διάταξη Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής, EU:C:2015:681, σκέψη 19, και προμνημονευθείσα στη σκέψη 7 διάταξη Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής, EU:C:2015:682, σκέψη 19).

25      Όσον αφορά, ειδικότερα, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι η εξέταση του εννόμου συμφέροντος διαφέρει αναλόγως αν πρόκειται για προσφυγή ή για αίτηση παρεμβάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έλλειψη άμεσου συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφεαυτής ή σε συνδυασμό με την απόφαση περί της πωλήσεως, που είχε καθοριστική σημασία προκειμένου να απορριφθούν οι αιτήσεις της παρεμβάσεως στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η προμνημονευθείσα στη σκέψη 7 διάταξη Λάρκο κατά Επιτροπής (EU:T:2015:431) και η προμνημονευθείσα στη σκέψη 6 διάταξη Λάρκο κατά Επιτροπής (EU:T:2015:439) έχει καθοριστική σημασία και προκειμένου να αποδειχθεί ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα στερείται εννόμου συμφέροντος να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

26      Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στην ανωτέρω σκέψη 17, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για να ζητηθεί η ακύρωση πράξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως αυτής δύναται, αφεαυτής, να έχει έννομες συνέπειες και ότι η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε, κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, για τους λόγους που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 23 και 24. Εξάλλου, η επίλυση της υπό κρίση διαφοράς ουδόλως ασκεί επιρροή στον κατά το εθνικό δίκαιο νομικό χαρακτηρισμό των απαιτήσεων της προσφεύγουσας (βλ. σχετικώς και κατ’ αναλογία, προμνημονευθείσα στη σκέψη 6 διάταξη Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής, EU:C:2015:681, σκέψη 20, και προμνημονευθείσα στη σκέψη 7 διάταξη Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής, EU:C:2015:682, σκέψη 20).

27      Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι έχει άμεσο συμφέρον να στραφεί κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

28      Η προσφυγή πρέπει, επομένως, να κριθεί απαράδεκτη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του δευτέρου λόγου απαραδέκτου που αντέταξε η Επιτροπή και ο οποίος αντλείται από την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας. Πράγματι, το έννομο συμφέρον και η ενεργητική νομιμοποίηση αποτελούν διαφορετικές προϋποθέσεις του παραδεκτού τις οποίες πρέπει να πληροί σωρευτικώς φυσικό ή νομικό πρόσωπο προκειμένου να μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. προμνημονευθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2015:609, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί των δικαστικών εξόδων

29      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

30      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδά της, καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με τα αιτήματα της δεύτερης.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Λαρύμνης Λάρκο ΑΕ φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Λουξεμβούργο, 15 Μαρτίου 2016.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      G. Berardis


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.