Language of document : ECLI:EU:T:2015:429

Υπόθεση T‑527/13

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Εισφορά επί του γάλακτος — Ενισχύσεις χορηγηθείσες από την Ιταλία στους παραγωγούς γάλακτος — Καθεστώς ενισχύσεων συνδεόμενο με την αποπληρωμή της εισφοράς επί του γάλακτος — Υπό όρους απόφαση — Μη τήρηση όρου βάσει του οποίου αναγνωρίστηκε το συμβατό της ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά — Ενίσχυση ήσσονος σημασίας — Υφιστάμενη ενίσχυση — Νέα ενίσχυση — Τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως — Διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Βάρος αποδείξεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 24ης Ιουνίου 2015

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Εξαιρέσεις — Καθήκον συνεργασίας του κράτους μέλους που ζητά εξαίρεση

(Άρθρα 107 § 2 ΣΛΕΕ και 108 § 3 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1535/2007 της Επιτροπής, άρθρα 3 και 4 § 6)

2.      Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων λόγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως — Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2)

3.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Περιεχόμενο

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Εξουσία του Συμβουλίου για κατά παρέκκλιση έγκριση ενισχύσεως λόγω εξαιρετικών περιστάσεων — Παράβαση των όρων βάσει των οποίων αναγνωρίστηκε το συμβατό του υφιστάμενου καθεστώτος — Εξουσία ελέγχου εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα της Επιτροπής — Περιεχόμενο

(Άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Υφιστάμενες ενισχύσεις και νέες ενισχύσεις — Τροποποίηση επηρεάζουσα την ουσία μέτρου που δεν χαρακτηρίστηκε αρχικώς ως ενίσχυση — Χαρακτηρισμός ως νέα ενίσχυση — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Υφιστάμενες ενισχύσεις και νέες ενισχύσεις — Μέτρο συνεπαγόμενο τροποποίηση καθεστώτος υφισταμένων ενισχύσεων — Τροποποίηση μη επηρεάζουσα την ουσία του καθεστώτος — Χαρακτηρισμός του καθεστώτος στο σύνολό του ως νέων ενισχύσεων — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 108 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο γ΄)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 17, 18)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 43)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 45, 47)

4.      Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν δικαιούται να προσφύγει ευθέως στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να διαπιστώσει ότι ένα κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων στην περίπτωση που το Συμβούλιο κάνει εξαιρετικώς χρήση της αρμοδιότητας που αυτή ασκεί κανονικά. Ειδικότερα, όταν η παράβαση που η Επιτροπή θεωρεί ότι διαπράχθηκε συνδέεται με τη χορήγηση νέας ενισχύσεως, η Επιτροπή δικαιούται να ασκήσει τις εξουσίες που της απονέμει το άρθρο 108 ΣΛΕΕ προκειμένου να ελέγξει το συμβατό της ενισχύσεως αυτής προς την εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, του πλαισίου που έχει ήδη εκτιμηθεί με προηγούμενη απόφαση και των όρων που η απόφαση αυτή επέβαλε στο οικείο κράτος μέλος. Επιπλέον, μπορεί να λαμβάνει υπόψη κάθε νέο πραγματικό στοιχείο λόγω του οποίου θα μπορούσε να τροποποιηθεί η προηγουμένως διενεργηθείσα ανάλυση. Ελλείψει τέτοιων στοιχείων, η Επιτροπή δικαιούται να στηρίξει τη νέα απόφασή της στις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στην προηγούμενη απόφαση και στη μη τήρηση των όρων που επιβλήθηκαν με αυτή.

(βλ. σκέψεις 58, 61)

5.      Η δυνατότητα της Επιτροπής να χαρακτηρίζει ως νέα ενίσχυση, και ενδεχομένως παράνομη, όχι μόνο την τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως, αλλά και το σύνολο της υφιστάμενης ενισχύσεως την οποία αφορά η τροποποίηση αυτή υπόκειται, από ουσιαστικής απόψεως, στην προϋπόθεση ότι το θεσμικό αυτό όργανο θα αποδείξει ότι η εν λόγω τροποποίηση επηρεάζει την ίδια την ουσία του προϋφιστάμενου μέτρου. Επιπλέον, στην περίπτωση στην οποία το οικείο κράτος μέλος υποστηρίζει, κατά τη διοικητική διαδικασία, είτε ότι η τροποποίηση αυτή δύναται σαφώς να αποχωριστεί από το προϋφιστάμενο μέτρο, είτε ότι έχει αμιγώς τυπικό ή διοικητικό χαρακτήρα και δεν δύναται να επηρεάσει την εκτίμηση του συμβατού του μέτρου αυτού προς την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή πρέπει να δικαιολογήσει τους λόγους για τους οποίους τα επιχειρήματα αυτά δεν της φαίνονται βάσιμα.

(βλ. σκέψη 76)

6.      Όταν η Επιτροπή εντοπίζει τη μη τήρηση αποφάσεως με την οποία κηρύχθηκαν ενίσχυση ή καθεστώς ενισχύσεων συμβατά προς την εσωτερική αγορά υπό την επιφύλαξη ορισμένων όρων, μπορεί είτε να ζητήσει ευθέως από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει την παράβαση αυτή είτε, αν αυτή συνίσταται στη χορήγηση νέας ενισχύσεως, να ασκήσει τις εξουσίες που της παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγξει την τελευταία αυτή, υπό τον όρο της τηρήσεως των σχετικών διαδικαστικών και ουσιαστικών απαιτήσεων. Αν η Επιτροπή επιλέξει να ασκήσει τις ελεγκτικές της εξουσίες, πρέπει καταρχήν να περιοριστεί στην εξέταση της νέας ενισχύσεως. Μόνον υπό την προϋπόθεση ότι θα αποδείξει ότι η τελευταία αυτή τροποποίησε την ίδια την ουσία υφιστάμενης ενισχύσεως ή υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων δικαιούται κατ’ εξαίρεση η Επιτροπή να κρίνει ότι το σύνολο αυτού του προϋφιστάμενου μέτρου, που τροποποιήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι ασύμβατο προς την εσωτερική αγορά, να διαπιστώσει ότι είναι παράνομο αν περαιτέρω η εν λόγω τροποποίηση δεν της γνωστοποιήθηκε πριν από την εφαρμογή της και να διατάξει κατά συνέπεια την κατάργηση ή την τροποποίηση της τροποποιηθείσας ενισχύσεως ή του τροποποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων.

Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν δικαιούται να εκτιμήσει ότι η μη τήρηση ενός από τους όρους που επιβλήθηκαν κατά την έγκριση υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων συνεπάγεται ipso facto τον επαναχαρακτηρισμό του μέτρου αυτού ως νέας ενισχύσεως, ακόμη δε λιγότερο να θεωρήσει την τελευταία αυτή παράνομη ab initio και να διατάξει την ανάκτησή της ως εάν επρόκειτο για παρανόμως εφαρμοσθείσα ενίσχυση και όχι για προηγουμένως εγκριθείσα ενίσχυση.

Συγκεκριμένα, καταρχάς, κάθε υφιστάμενη ενίσχυση καλύπτεται από την απόφαση με την οποία εγκρίθηκε, εκτός αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι εφαρμόστηκε καταχρηστικώς ή ότι η ίδια η ουσία της τροποποιήθηκε από νέα ενίσχυση. Υπό την επιφύλαξη των δύο αυτών περιπτώσεων, μια τέτοια ενίσχυση πρέπει συνεπώς να θεωρείται νόμιμη ενόσω η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει το ασύμβατό της προς την εσωτερική αγορά.

Εν συνεχεία, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκουν οι προϋποθέσεις αυτές, η μετέπειτα μη τήρησή τους μπορεί να οδηγήσει την Επιτροπή μόνο στο να αμφισβητήσει, χρησιμοποιώντας κάποια από τις διάφορες διαδικαστικές δυνατότητες που προβλέπονται στη Συνθήκη ΛΕΕ και στον κανονισμό 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ], την κήρυξη της συμβατότητας προς την εσωτερική αγορά που χορηγήθηκε στο επίμαχο μέτρο, και όχι τον χαρακτηρισμό του ως υφιστάμενης ενισχύσεως.

Επιπλέον, εφόσον οι υφιστάμενες ενισχύσεις μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να εφαρμόζονται κανονικά ενόσω η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει το ασύμβατό τους, η κήρυξη μιας ενισχύσεως ως ασύμβατης μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.

Σε αντίθετη περίπτωση, ένα καθεστώς ενισχύσεων που εκτελείται κανονικά και ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν νομίμως δυνάμει του συστήματος αυτού, προτού το οικείο κράτος μέλος παραβεί τις υποχρεώσεις του, θα θεωρούνταν αναδρομικώς ότι συνιστούν ενισχύσεις παράνομες και ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά. Το αποτέλεσμα αυτό θα ισοδυναμούσε με ανάκληση της αποφάσεως με την οποία εγκρίθηκε η εφαρμογή των μέτρων αυτών. Όπως όμως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10 και το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999, μια τέτοια κύρωση προβλέφθηκε από τον νομοθέτη μόνο για την ειδική περίπτωση όπου μια απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων βασίστηκε σε εσφαλμένες πληροφορίες.

Τέλος, ο κανονισμός 659/1999 εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου στον τομέα της διαδικασίας, ειδικότερα όσον αφορά τη μεταχείριση των υφιστάμενων και των παράνομων ενισχύσεων. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ένα σύνολο κανόνων που παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να βεβαιώνεται για την τήρηση των αποφάσεων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, ιδίως δε να αντιμετωπίζει μια περίπτωση μη τηρήσεως, εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, ενός από τους όρους από τους οποίους συνοδεύθηκε η κήρυξη της ενισχύσεως ως συμβατής, καθώς και να αντλεί συναφώς όλες τις έννομες συνέπειες.

(βλ. σκέψεις 85-91)