Language of document : ECLI:EU:T:2013:413

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2013

Υπόθεση T‑317/10 P

L

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Απόφαση περί απολύσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Απώλεια εμπιστοσύνης»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης [εμπιστευτική].

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης [εμπιστευτική], κατά το μέτρο που παρέλειψε να αποφανθεί επί του λόγου ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, απέρριψε τον λόγο που αντλείται από ουσιαστική ανακρίβεια και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε ζητήσει να καταδικαστεί το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα, αναιρείται. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η προσφυγή του L ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης [εμπιστευτική] απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ αναίρεση.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Απαράδεκτο προσφυγής στον πρώτο βαθμό – Λόγος δημοσίας τάξεως – Αυτεπάγγελτη εξέταση

2.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Σαφής και ακριβής έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35)

3.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Υπάλληλοι οι οποίοι προσλαμβάνονται για να ασκούν καθήκοντα σε πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόλυση για λόγους που αφορούν τη σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο γ΄)

4.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Υπάλληλοι οι οποίοι προσλαμβάνονται για να ασκούν καθήκοντα σε πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόλυση για λόγους που αφορούν τη σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο γ΄)

5.      Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36)

6.      Ένδικη διαδικασία – Αίτηση επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας – Αίτηση με σκοπό να προσκομιστούν στο αναιρετικό στάδιο νέα έγγραφα που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά – Απόρριψη

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 62)

1.      Ο αναιρετικός δικαστής υποχρεούται να αποφανθεί, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, επί του λόγου δημοσίας τάξεως που αφορά το παραδεκτό της προσφυγής πρωτοδίκως, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον η εν λόγω προσφυγή πληροί τις αναγκαίες απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας.

(βλ. σκέψη 22)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Νοεμβρίου 2007, C‑176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 18

ΓΔΕΕ: 16 Μαρτίου 2009, T‑156/08 Ρ, R κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑11 και II‑B‑1‑51, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Δυνάμει του άρθρου 35 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το εισαγωγικό δικόγραφο προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Ως εκ τούτου, πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος επί του οποίου στηρίζεται η προσφυγή, οπότε απλώς και μόνον η αφηρημένη αναφορά του δεν πληροί τα όσα επιτάσσει ο Οργανισμός του Δικαστηρίου και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Επιπλέον, η έκθεση αυτή, αν και συνοπτική, πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να κρίνει την προσφυγή, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί πρόσθετα στοιχεία προς στήριξή της. Η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτούν για το παραδεκτό προσφυγής ή, ειδικότερα, λόγου προσφυγής τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 34)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής. Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψη 34· 28 Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 426

ΓΔΕΕ: 17 Ιουνίου 2003, T‑385/00, Seiller κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑161 και II‑801, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 19 Μαρτίου 2010, T‑338/07 P, Bianchi κατά ETF, σκέψη 59

3.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, η οποία έχει ως σκοπό να παράσχει στους αποδέκτες των πράξεων τη δυνατότητα να εκτιμήσουν κατά πόσον η απόφαση είναι ορθή και να χρησιμεύσει ως βάση του δικαστικού ελέγχου, εφαρμόζεται σε αποφάσεις καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου που διέπεται από το Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εντούτοις, γίνεται δεκτό ότι, κατ’ εξαίρεση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η αιτιολογία πράξεως μπορεί να συμπληρωθεί, είτε κατά το διοικητικό στάδιο, είτε μετά την άσκηση της προσφυγής. Κατά το διοικητικό στάδιο, γίνεται δεκτό ότι η αιτιολογία της πράξεως μπορεί να συμπληρωθεί από το γνωστό στον προσφεύγοντα πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η πράξη, την προφορική ενημέρωση και τη διοικητική ένσταση.

Ειδικότερα, όσον αφορά απόλυση που δικαιολογείται από την απώλεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του εκτάκτου υπαλλήλου και της πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην υπηρεσία της οποίας έχει τεθεί, αν έκτακτος υπάλληλος που έχει τεθεί στην υπηρεσία μη εγγεγραμμένων βουλευτών έχει συμφέρον να βεβαιωθεί ότι η διαρραγείσα σχέση εμπιστοσύνης είναι πράγματι αυτή που τον συνδέει με τον άμεσο διοικητικό υπεύθυνο για αυτόν, στην περίπτωση έκτακτου υπαλλήλου ο οποίος έχει τεθεί στην υπηρεσία κλασικής πολιτικής ομάδας, άλλης από την ομάδα των μη εγγεγραμμένων βουλευτών, η οποία χαρακτηρίζεται από πολιτικές πεποιθήσεις που τεκμαίρονται κοινές, όταν διαρρηγνύεται η σχέση εμπιστοσύνης, αυτή παύει πλέον να υφίσταται με το σύνολο της ομάδας και δεν είναι πλέον κρίσιμο το ερώτημα σχετικά με το ποια πρόσωπα έχασαν την εμπιστοσύνη τους.

(βλ. σκέψεις 60, 61 και 64)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Φεβρουαρίου 2008, C‑17/07 P, Neirinck κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 50 έως 52

ΓΔΕΕ: 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-385 και IΙ-1731, σκέψη 96· 17 Οκτωβρίου 2006, T‑406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑213 και II‑A‑2‑1097, σκέψη 52· 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψεις 143 έως 171 και 179· 7 Ιουλίου 2011, T‑283/08 P, Λογγινίδης κατά Cedefop, σκέψη 68· 24 Οκτωβρίου 2011, T‑213/10 P, P κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 35

4.      Η ύπαρξη σχέσεως εμπιστοσύνης δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία και εκφεύγει, ως εκ της φύσεώς της, του δικαστικού ελέγχου, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη συμβάσεων απασχολήσεως. Πρέπει, συναφώς, να υπογραμμισθεί ότι, στον τομέα της πολιτικής, η απώλεια της εμπιστοσύνης είναι ευρεία έννοια.

Εντούτοις, εάν το θεσμικό όργανο που αποφασίζει να καταγγείλει σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου αναφέρεται, ειδικώς, σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση περί απολύσεως λόγω απώλειας της εμπιστοσύνης, ο δικαστής υποχρεούται να εξακριβώσει την αλήθεια των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Στο μέτρο που το θεσμικό όργανο διευκρινίζει τους λόγους που οδήγησαν στην απώλεια της εμπιστοσύνης αναφερόμενο σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ο δικαστής οφείλει να ελέγξει ότι οι λόγοι αυτοί στηρίζονται σε ακριβή πραγματικά περιστατικά. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, ο δικαστής δεν υποκαθιστά την εκτίμηση της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με την οποία η απώλεια εμπιστοσύνης είναι αποδεδειγμένη, αλλά περιορίζεται στον έλεγχο του κατά πόσον τα αναφερόμενα από το θεσμικό όργανο πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην απόφαση είναι πράγματι ακριβή.

(βλ. σκέψεις 68 έως 70)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 14 Ιουλίου 1997, T‑123/95, B κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑245 και II‑697, σκέψη 73

5.      Ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από παράλειψη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να απαντήσει σε πρωτοδίκως υποβληθέντα λόγο ακυρώσεως ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με επίκληση παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως η οποία απορρέει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του εν λόγω Οργανισμού.

(βλ. σκέψη 94)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 20 Μαΐου 2010, C‑583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑4469, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 110 και 111)