Language of document : ECLI:EU:T:2023:376

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2023 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας – Οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ – Αίτηση επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων – Άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 – Άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 9, του κανονισμού 2016/1036 – Νόμιμη προθεσμία – Επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων – Διαδικασία επισήμανσης των ανεπαρκειών – Πληροφορίες που υποβάλλονται εκτός της νόμιμης προθεσμίας»

Στην υπόθεση T‑126/21,

AO Nevinnomysskiy Azot, με έδρα το Nevinnomyssk (Ρωσία),

AO Novomoskovskaya Aktsionernaya Kompania NAK «Azot», με έδρα το Novomoskovsk (Ρωσία),

εκπροσωπούμενες από τους P. Vander Schueren και T. Martin-Brieu, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Luengo και την P. Němečková,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Fertilizers Europe, εκπροσωπούμενη από τους B. O’Connor και M. Hommé, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους D. Spielmann, πρόεδρο, U. Öberg (εισηγητή), R. Mastroianni, M. Brkan και I. Gâlea, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Νοεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησαν δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες AO Nevinnomysskiy Azot και AO Novomoskovskaya Aktsionernaya Kompania NAK «Azot» ζητούν την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/2100 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2020, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας έπειτα από επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2020, L 425, σ. 21, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Οι προσφεύγουσες είναι παραγωγοί και εξαγωγείς νιτρικού αμμωνίου και έχουν την έδρα τους στη Ρωσία.

3        Με τον κανονισμό (ΕΚ) 2022/95 του Συμβουλίου, της 16ης Αυγούστου 1995, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ 1995, L 198, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90 και 3102 40 90.

4        Κατόπιν μιας πρώτης επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, επανεξέτασης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), και μιας πρώτης ενδιάμεσης επανεξέτασης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 658/2002 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 2002, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου, καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ 2002, L 102, σ. 1), με τον οποίο διατηρήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ επί των εξαγωγών της Ρωσίας.

5        Έπειτα από μια δεύτερη επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων και μια δεύτερη μερική ενδιάμεση επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού 384/96, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 661/2008, της 8ης Ιουλίου 2008, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας μετά από επανεξέταση ενόψει λήξης ισχύος των μέτρων δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 και μερική ενδιάμεση επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (ΕΕ 2008, L 185, σ. 1), με τον οποίο διατήρησε τα ισχύοντα μέτρα.

6        Κατόπιν τρίτης επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατήρησε τα ισχύοντα μέτρα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 999/2014, της 23ης Σεπτεμβρίου 2014, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας μετά από επανεξέταση ενόψει λήξης της ισχύος των μέτρων δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 280, σ. 19).

7        Κατόπιν ενδιάμεσης επανεξέτασης και σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21) (στο εξής: βασικός κανονισμός), η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/1722, της 14ης Νοεμβρίου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 999/2014 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας κατόπιν ενδιάμεσης επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2018, L 287, σ. 3).

8        Επομένως, οι προσφεύγουσες εξακολουθούσαν να υπόκεινται σε δασμό αντιντάμπινγκ κυμαινόμενο μεταξύ 28,78 και 32,71 ευρώ ανά τόνο ανάλογα με τον τύπο του προϊόντος, ο οποίος ίσχυε για το σύνολο του ρωσικού εδάφους.

9        Στις 21 Ιουνίου 2019, η παρεμβαίνουσα Fertilizers Europe, ευρωπαϊκή ένωση παραγωγών λιπασμάτων, υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των δασμών αυτών, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (στο εξής: αρχική αίτηση). Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε κατόπιν της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ (ΕΕ 2019, C 53, σ. 3), μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ο δασμός που μνημονεύθηκε στη σκέψη 8 ανωτέρω.

10      Με την αρχική αίτηση υποστηρίχθηκε, βάσει σύγκρισης μεταξύ των τιμών εξαγωγής και μιας κατασκευασμένης κανονικής αξίας, ότι υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία περί εξακολούθησης του ντάμπινγκ σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων. Συναφώς, η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε την ύπαρξη ειδικών συνθηκών στην αγορά της Ρωσίας, λόγω μιας συμφωνίας για συντονισμένο περιορισμό των τιμών και της στρατηγικής της Ρωσικής Κυβέρνησης να καθορίζει τεχνητά χαμηλές τιμές για το φυσικό αέριο, το οποίο αποτελεί την κύρια εισροή για το νιτρικό αμμώνιο.

11      Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η παρεμβαίνουσα κατέθεσε, στις 20 Αυγούστου 2019, συμπληρωματικές πληροφορίες (στο εξής: συμπληρωματικές πληροφορίες), οι οποίες ενσωματώθηκαν σε ενοποιημένο κείμενο της αίτησης επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων (στο εξής: ενοποιημένη αίτηση). Οι συμπληρωματικές πληροφορίες που προστέθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ενοποιημένη αίτηση στηρίζονταν σε κανονική αξία με βάση τις πραγματικές τιμές στην εγχώρια αγορά της Ρωσίας.

12      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ 2019, C 318, σ. 6, στο εξής: ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας), εκτιμώντας ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων και τη διεξαγωγή έρευνας.

13      Μετά την έρευνα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας σε περίπτωση που έπαυε η εφαρμογή των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ για το νιτρικό αμμώνιο καταγωγής Ρωσίας. Ως εκ τούτου, με την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή αποφάσισε να παρατείνει τα μέτρα αυτά για περίοδο πέντε ετών.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού ενός συμπληρωματικού αποδεικτικού στοιχείου

16      Μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Νοεμβρίου 2022, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο, συνιστάμενο σε πίνακα τον οποίο προσκόμισε η υπηρεσία πληροφοριών και ανάλυσης Chem-courier και στον οποίο αναγράφονται οι μέσες μηνιαίες τιμές του νιτρικού αμμωνίου του εργοστασίου Acron Novgorod για το έτος 2018 (στο εξής: παράρτημα G.1).

17      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα υποστήριξαν ότι το αποδεικτικό αυτό στοιχείο έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Υποστήριξαν δε ότι ήταν εκπρόθεσμο, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, και ότι οι προσφεύγουσες δεν δικαιολόγησαν την καθυστερημένη προσκόμιση του νέου αυτού αποδεικτικού στοιχείου.

18      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κανόνας περί προθεσμιών του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν αφορά την ανταπόδειξη και τη συμπλήρωση των αποδείξεων κατόπιν της ανταπόδειξης εκ μέρους του αντιδίκου. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα νέα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 92, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, που ορίζει ρητώς ότι η ανταπόδειξη και η συμπλήρωση των αποδείξεων είναι δυνατή (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψεις 71 και 72).

19      Εν προκειμένω, ο περιλαμβανόμενος στο παράρτημα G.1 πίνακας των μηνιαίων μέσων τιμών του νιτρικού αμμωνίου του εργοστασίου Acron Novgorod για το έτος 2018 δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτος για τον λόγο ότι φέρεται να προσκομίσθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

20      Σκοπός του αποδεικτικού αυτού στοιχείου είναι να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στα σημεία 30 και 32 των απαντήσεών της στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, στις 25 Ιουλίου 2022.

21      Συγκεκριμένα, με μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας της 25ης Ιουλίου 2022, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους, στο πλαίσιο των υπολογισμών του περιθωρίου ντάμπινγκ που περιλαμβάνονταν στην ενοποιημένη αίτηση, ήταν δικαιολογημένο να λάβει η παρεμβαίνουσα υπόψη διαφορετικά σημεία εκκίνησης και άφιξης και, επομένως, διαφορετικές προσαρμογές του κόστους μεταφοράς, ήτοι το εργοστάσιο Novomoskovsk Eurochem για τη σύγκριση των τιμών που πράγματι ίσχυαν στην εγχώρια ρωσική αγορά με τις τιμές των εξαγωγών προς την Εσθονία, την υπόλοιπη ΕΕ και τη Βραζιλία, και το εργοστάσιο Acron Novgorod για τη σύγκριση της κατασκευασμένης κανονικής αξίας με τις τιμές εξαγωγής στην Εσθονία, την υπόλοιπη Ένωση και τη Βραζιλία.

22      Με την απάντησή της στην πέμπτη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι η παρεμβαίνουσα θα ήταν σε θέση να αποκτήσει στοιχεία τόσο ως προς το κόστος όσο και ως προς τις τιμές από το ίδιο εργοστάσιο στη Ρωσία, ώστε να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί το ίδιο σημείο εκκίνησης και στις δύο μεθόδους. Αφού επισήμανε ότι το εργοστάσιο Acron Novgorod ήταν σχετικά πλησιέστερο στα σύνορα με την Εσθονία απ’ ό,τι το εργοστάσιο Novomoskovsk Eurochem, οπότε αντιμετώπιζε χαμηλότερο κόστος μεταφοράς, η Επιτροπή προσέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι οι προσαρμογές είχαν πραγματοποιηθεί βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ευλόγως στη διάθεσή της η παρεμβαίνουσα.

23      Η ως άνω θέση της Επιτροπής δεν προκύπτει ούτε από την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, ούτε από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ούτε από το υπόμνημα αντίκρουσης, αλλά ούτε και από το υπόμνημα ανταπάντησης, επομένως οι προσφεύγουσες έλαβαν γνώση της θέσης αυτής το πρώτον με τις απαντήσεις της Επιτροπής στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας.

24      Με την προσκόμιση του παραρτήματος G.1, οι προσφεύγουσες επιχειρούν να αντικρούσουν τη θέση της Επιτροπής και να αποδείξουν ότι είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι η παρεμβαίνουσα δεν μπορούσε να αποκτήσει στοιχεία σχετικά με το κόστος και τις τιμές από το ίδιο εργοστάσιο στη Ρωσία, τούτου ισχύοντος και για το Acron Novgorod. Υποστηρίζουν δε ότι η Chem-courier, η οποία θεωρείται από την Επιτροπή και την παρεμβαίνουσα ως ανεξάρτητη πηγή εμπειρογνωμόνων, καταρτίζει τέτοιους τιμοκαταλόγους για κάθε εργοστάσιο νιτρικού αμμωνίου και προσκομίζουν, στο πλαίσιο αυτό, τον πίνακα των μηνιαίων μέσων τιμών νιτρικού αμμωνίου του εργοστασίου Acron Novgorod για το έτος 2018.

25      Ως εκ τούτου, το παράρτημα G.1, το οποίο προσκόμισαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να θεωρηθεί ανταπόδειξη, επομένως ο κανόνας περί προθεσμιών του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν έχει εφαρμογή, και το εν λόγω παράρτημα είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

26      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε παράβαση του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 5, του βασικού κανονισμού, καθώς και του άρθρου 5, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή κίνησε εσφαλμένως τη διαδικασία επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, παρά την έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων προς τούτο.

27      Πρώτον, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να έχει λάβει υπόψη μόνον την αρχική αίτηση για να στηρίξει την εκτίμησή της σχετικά με την επάρκεια των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων για την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων και όχι συμπληρωματικές πληροφορίες, οι οποίες μετέβαλαν την ουσία της εν λόγω αίτησης. Όφειλε επίσης να έχει εξετάσει την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα με την αρχική αίτηση. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αρχική αίτηση δεν περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς την πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων. Τρίτον, υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η ενοποιημένη αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς την πιθανότητα αυτή.

28      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που στηρίζεται στην επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην αρχική αίτηση υπό το πρίσμα των νομικών κριτηρίων που εφαρμόζονται στις αιτήσεις επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων οι οποίες υποβάλλονται εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου και επί των αρχών που διέπουν την ερμηνεία του βασικού κανονισμού

29      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, σε ζητήματα μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που οφείλουν να εξετάζουν και, επομένως, ο δικαστικός έλεγχος μιας τέτοιας ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και της έλλειψης καταχρήσεως εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψεις 35 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Στο πλαίσιο αυτό, ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στηρίζουν τις διαπιστώσεις τους δεν συνιστά νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκαθιστά εκείνη των εν λόγω οργάνων. Ο έλεγχος αυτός δεν θίγει την ευρεία διακριτική ευχέρεια των εν λόγω θεσμικών οργάνων στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τα εν λόγω στοιχεία είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης κατάστασης και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα [βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2017, EBMA κατά Giant (China), C‑61/16 P, EU:C:2017:968, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

31      Αντιθέτως, όσον αφορά τα νομικά ζητήματα, το Γενικό Δικαστήριο ασκεί πλήρη έλεγχο, ο οποίος περιλαμβάνει την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί σε νομικές διατάξεις βάσει αντικειμενικών στοιχείων, καθώς και την εξακρίβωση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής τέτοιας διάταξης (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, 42/84, EU:C:1985:327, σκέψη 34, και της 9ης Νοεμβρίου 2022, Καμπότζη και CRF κατά Επιτροπής, T‑246/19, EU:T:2022:694, σκέψη 45).

32      Συναφώς, η υπεροχή των συναπτομένων από την Ένωση διεθνών συμφωνιών έναντι των διατάξεων του παραγώγου δικαίου της Ένωσης επιτάσσει η ερμηνεία των τελευταίων να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες (βλ. αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που η Ένωση θέλησε να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που ανέλαβε στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) ή στην περίπτωση που η πράξη της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής πράξης της Ένωσης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1999, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, C‑149/96, EU:C:1999:574, σκέψη 49, της 9ης Ιανουαρίου 2003, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C‑76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψη 54, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C‑351/04, EU:C:2007:547, σκέψη 30), κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία των διαφόρων διατάξεων της συμφωνίας αυτής την οποία υιοθέτησε το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψεις 32 και 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28 Απριλίου 2022, Yieh United Steel κατά Επιτροπής, C‑79/20 P, EU:C:2022:305, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι σκοπός του είναι, μεταξύ άλλων, να μεταφέρει στο δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο του δυνατού, τους κανόνες της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ειδικότερα, οι κανόνες που αφορούν τη διάρκεια ισχύος και την επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ, τούτο δε προκειμένου να διασφαλιστεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των εν λόγω κανόνων. Η αιτιολογική σκέψη 4 του βασικού κανονισμού προσθέτει ότι είναι απαραίτητο, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) του 1994, να ληφθεί υπόψη από την Ένωση η ερμηνεία που δίδουν στους κανόνες αυτούς οι σημαντικότεροι εμπορικοί της εταίροι.

35      Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η Ένωση θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 11.3.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ (βλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑45/06, EU:T:2008:398, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Το δε άρθρο 5 του βασικού κανονισμού αποτελεί, κατ’ ουσίαν, τη μεταφορά στο δίκαιο της Ένωσης των άρθρων 5.1 έως 5.9 και 6.1.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα των εν λόγω άρθρων, καθώς και της ερμηνείας που τους έχει δώσει το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2017, Viraj Profiles κατά Συμβουλίου, T‑67/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:481, σκέψη 90, και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου, T‑199/04 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:740, σκέψη 90).

37      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των αρχών πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία επανεξέτασης σύμφωνα με τα νομικά κριτήρια που εφαρμόζονται στις αιτήσεις επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων οι οποίες υποβάλλονται εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

 Επί της επάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην αρχική αίτηση υπό το πρίσμα των νομικών κριτηρίων που εφαρμόζονται στις αιτήσεις επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων

38      Κατά τις προσφεύγουσες, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, η επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση επανεξέτασης, η οποία υποβάλλεται «το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου» κατά το πέρας της οποίας παύει η ισχύς των μέτρων αντιντάμπινγκ (στο εξής: νόμιμη προθεσμία).

39      Ενοποιημένο κείμενο της αίτησης επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, που υποβάλλεται μετά τη νόμιμη προθεσμία και εντός των τελευταίων τριών μηνών πριν τη λήξη της πενταετούς περιόδου, δεν αποτελεί έγκυρη βάση, δεδομένου ότι καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν επιτρέπει την υποβολή νέων αποδεικτικών στοιχείων μετά τη νόμιμη προθεσμία προκειμένου να καλυφθεί ή να θεραπευθεί η έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης επανεξέτασης, η οποία υποβλήθηκε εντός της εν λόγω προθεσμίας.

40      Επομένως, η απόφαση για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από νέα επιχειρήματα ή αποδεικτικά στοιχεία που δεν υφίσταντο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης επανεξέτασης εντός της νόμιμης προθεσμίας. Μόνον εξηγήσεις και διευκρινίσεις οι οποίες καθιστούν δυνατή την κατανόηση ή τη διόρθωση των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν ήδη υποβληθεί εμπροθέσμως, ή την επιβεβαίωση της επάρκειάς τους, μπορούν να ζητηθούν ή να υποβληθούν εντός των τριών μηνών που προηγούνται της λήξης της πενταετούς περιόδου.

41      Κατά τις προσφεύγουσες, πρέπει συναφώς να γίνει διάκριση μεταξύ της κίνησης αρχικής έρευνας, η οποία διέπεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβληθεί καταγγελία στηριζόμενη σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, και της έναρξης επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η οποία απαιτεί την εντός της νόμιμης προθεσμίας υποβολή αίτησης επανεξέτασης στηριζόμενης σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Η εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 9, του εν λόγω κανονισμού στις διαδικασίες επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αποκλείεται εξάλλου από το άρθρο 11, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

42      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, οπότε η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην αρχική αίτηση.

43      Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΠΟΕ, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί το κριτήριο της έναρξης αρχικής έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 5.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προκειμένου να λάβει υπόψη τις πρόσθετες πληροφορίες που κατατέθηκαν εκτός της νόμιμης προθεσμίας, δεδομένου ότι το κριτήριο αυτό δεν έχει εφαρμογή σε επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων.

44      Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού επιβεβαιώνεται από την απόφαση της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας της 17ης Μαρτίου 2016 για την περάτωση της έρευνας επί της καταγγελίας 577/2014/MDC σχετικά με την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση, σύμφωνα με τον κανονισμό 1225/2009, σε αίτηση επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας (στο εξής: απόφαση της Διαμεσολαβήτριας επί της καταγγελίας 577/2014/MDC).

45      Εν προκειμένω, κατά τις προσφεύγουσες, μόνον η αρχική αίτηση υποβλήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας και τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανότητα συνέχισης του ντάμπινγκ σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων τα οποία υποβλήθηκαν με την εν λόγω αίτηση αφορούσαν τους υπολογισμούς του περιθωρίου ντάμπινγκ που στηρίζονταν σε κατασκευασμένη κανονική αξία.

46      Αντιθέτως, οι συμπληρωματικές πληροφορίες, οι οποίες υποβλήθηκαν στις 20 Αυγούστου 2019, ήτοι σχεδόν δύο μήνες μετά τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας, και οι οποίες περιλαμβάνονταν στην ενοποιημένη αίτηση, καθορίζουν περιθώριο ντάμπινγκ στηριζόμενο στις πραγματικές εγχώριες τιμές στη Ρωσία. Πρόκειται, επομένως, για νέα αποδεικτικά στοιχεία, διεπόμενα από διαφορετικές νομικές διατάξεις και στηριζόμενα σε διαφορετική μεθοδολογία υπολογισμού, τα οποία μετέβαλλαν την ουσία των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονταν στην αρχική αίτηση, οπότε η Επιτροπή δεν μπορούσε να τα λάβει υπόψη.

47      Η απουσία επαρκών αποδεικτικών στοιχείων στην αρχική αίτηση προκύπτει εξάλλου από την αιτιολογική σκέψη 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού, από την οποία προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι, χωρίς τις διευκρινίσεις που παρέσχε η παρεμβαίνουσα εκτός της νόμιμης προθεσμίας, δεν θα υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων.

48      Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον επισήμανε, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού, πως το γεγονός ότι η αρχική αίτηση συμπληρώθηκε με τις εκτιμώμενες κανονικές αξίες με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις πραγματικές εγχώριες τιμές στη Ρωσία ήταν άνευ σημασίας, και καθόσον αποφάσισε να κινήσει διαδικασία επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων «βάσει της ενοποιημένης αίτησης επανεξέτασης», δεδομένου ότι η αίτηση αυτή περιείχε νέα αποδεικτικά στοιχεία, προσκομισθέντα εκτός της νόμιμης προθεσμίας. Επομένως, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού καθόσον αποφάσισε να κινήσει την εν λόγω διαδικασία επανεξέτασης παρά την έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων περί της πιθανότητας συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ.

49      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν περιορίζει την ανάλυσή της στις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση επανεξέτασης, όπως αυτή υποβάλλεται εντός της νόμιμης προθεσμίας. Η προϋπόθεση περί επάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων αρκεί να πληρούται κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων. Επιπλέον, δεν απαιτείται να έχει ήδη αποδειχθεί η συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ.

50      Η διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αποτελεί δυναμική διαδικασία. Εφόσον απαιτείται, το ενοποιημένο κείμενο της αίτησης επανεξέτασης, που υποβάλλεται εντός των τελευταίων τριών μηνών πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου κατά το πέρας της οποίας παύει η ισχύς των μέτρων αντιντάμπινγκ, μπορεί να συμπληρώσει ή να αποσαφηνίσει την αίτηση επανεξέτασης που υποβάλλεται εντός της νόμιμης προθεσμίας με πρόσθετες πληροφορίες και διευκρινίσεις παρεχόμενες από τους ενωσιακούς παραγωγούς με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν επικοινωνίας με την Επιτροπή. Το ενοποιημένο αυτό κείμενο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αίτηση επανεξέτασης που υποβάλλεται εντός της νόμιμης προθεσμίας, ούτε να μεταβάλει την ουσία της, και δεν μπορεί να αποτελέσει νέα υποβολή.

51      Συναφώς, οι παράγραφοι 3 και 9 του άρθρου 5 του βασικού κανονισμού, οι οποίες διέπουν την κίνηση της αρχικής διαδικασίας έρευνας αντιντάμπινγκ, εφαρμόζονται, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, στην έναρξη επανεξετάσεων ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων και επιβεβαιώνουν την ερμηνεία ότι η χρονική στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει την έναρξη τέτοιων επανεξετάσεων είναι και η χρονική στιγμή κατά την οποία το θεσμικό όργανο, αφενός, οφείλει να τεκμηριώσει την ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με τα οποία η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ζημιογόνου ντάμπινγκ και, αφετέρου, μπορεί να συλλέξει συμπληρωματικές πληροφορίες προς τούτο.

52      Αντιθέτως, αν και η επαλήθευση της ακρίβειας και της πληρότητας των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται σε αίτηση επανεξέτασης, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αποτελεί μέσο καθορισμού της επάρκειας των στοιχείων αυτών, το νομικό κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται, όταν πρόκειται να κριθεί αν είναι σκόπιμη η έναρξη έρευνας επανεξέτασης, αφορά αποκλειστικά την «επάρκεια» των αποδεικτικών στοιχείων κατά τον χρόνο έναρξης της εν λόγω επανεξέτασης και όχι την πληρότητα και την ακρίβειά τους.

53      Κατά την Επιτροπή, οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία θα περιόριζε τη δυνατότητα που της αναγνωρίζεται να εξετάζει την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων, όπως επιβεβαιώνεται από την απόφαση της Διαμεσολαβήτριας επί της καταγγελίας 577/2014/MDC, την οποία παραθέτουν οι προσφεύγουσες.

54      Η Επιτροπή προσθέτει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι οι διαφορές μεταξύ των διατάξεων που εφαρμόζονται στις αρχικές έρευνες και εκείνων που εφαρμόζονται στις επανεξετάσεις ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τις προθεσμίες, δεν σημαίνουν ότι, στο πλαίσιο των εν λόγω επανεξετάσεων, η έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων στην αρχική αίτηση δεν μπορεί να θεραπευθεί με μεταγενέστερα αιτήματα της Επιτροπής.

55      Εν προκειμένω, η αρχική αίτηση δεν εξετάστηκε μεμονωμένα, αλλά από κοινού με τις συμπληρωματικές πληροφορίες οι οποίες υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των τριών μηνών που προηγήθηκαν της λήξης της πενταετούς περιόδου και οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στην ενοποιημένη αίτηση.

56      Οι υπολογισμοί του περιθωρίου ντάμπινγκ που πραγματοποιήθηκαν βάσει των πραγματικών τιμών στη ρωσική εγχώρια αγορά, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη αίτηση, επιβεβαίωσαν και συμπλήρωσαν τα ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη σύγκριση μεταξύ της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και των τιμών εξαγωγής που περιλαμβάνονταν στην αρχική αίτηση, χωρίς να μεταβάλουν την ουσία των ισχυρισμών που περιέχονταν σ’ αυτή.

57      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες ερμηνεύουν εσφαλμένα την αιτιολογική σκέψη 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η οποία αναφέρει σαφώς ότι η επανεξέταση κινήθηκε βάσει τόσο της αρχικής αίτησης όσο και συμπληρωματικών πληροφοριών και δεν εξετάζει αν οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν με την αρχική αίτηση ήταν επαρκείς για την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων.

58      Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον, όταν έλαβε την απόφαση για την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, στηρίχθηκε στην ενοποιημένη αίτηση για να θεωρήσει ότι διέθετε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς τούτο.

59      Η παρεμβαίνουσα παραπέμπει κατ’ ουσίαν στα επιχειρήματα της Επιτροπής.

60      Για τις ανάγκες της υπό κρίση υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει τις αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά, πρώτον, με την παράβαση των νομικών κριτηρίων που εφαρμόζονται στο περιεχόμενο αίτησης επανεξέτασης λόγω λήξης της ισχύος των μέτρων η οποία υποβάλλεται εντός της νόμιμης προθεσμίας και, δεύτερον, με την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων στην αρχική αίτηση και με τη φύση των συμπληρωματικών πληροφοριών.

–       Επί των νομικών κριτηρίων που εφαρμόζονται στο περιεχόμενο της αίτησης επανεξέτασης

61      Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

62      Το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι κάθε μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης, η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η εν λόγω επανεξέταση.

63      Το άρθρο 11, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Δυνάμει του τέταρτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, οι ενωσιακοί παραγωγοί αποκτούν το δικαίωμα να υποβάλουν, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο.

64      Όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 31 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ασκεί πλήρη έλεγχο ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις διατάξεις του δεύτερου και του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καθώς και ως προς την εξακρίβωση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

65      Πρώτον, από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η αίτηση επανεξέτασης που πρέπει να υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου κατά το πέρας της οποίας παύει η ισχύς των μέτρων αντιντάμπινγκ, πρέπει ήδη να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

66      Πράγματι, το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει τη νόμιμη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβληθεί η αίτηση επανεξέτασης εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, παραπέμπει ρητώς στο δεύτερο εδάφιο, το οποίο διευκρινίζει τις σχετικές με το περιεχόμενο της εν λόγω αίτησης προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η επανεξέταση.

67      Δεδομένου ότι από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η αίτηση επανεξέτασης που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου πρέπει να είναι σύμφωνη με το δεύτερο εδάφιο, έπεται ότι η αίτηση αυτή πρέπει, το αργότερο κατά την εν λόγω ημερομηνία, να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας, ώστε να δικαιολογείται η έναρξη της επανεξέτασης.

68      Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού υιοθετήθηκε επίσης από τη Διαμεσολαβήτρια με την απόφασή της επί της καταγγελίας 577/2014/MDC, η οποία αφορούσε το δικαίωμα πρόσβασης ενδιαφερόμενου μέρους στο αρχικό κείμενο της αίτησης επανεξέτασης που υποβλήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες. Με την απόφαση αυτή, η Διαμεσολαβήτρια ορθώς επισήμανε ότι οι δύο σωρευτικές προϋποθέσεις που καθιστούσαν δυνατή την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων ήταν να έχει υποβληθεί σχετική αίτηση εντός της νόμιμης προθεσμίας και να περιλαμβάνονται στην αίτηση αυτή επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Επομένως, η πρόσβαση στο κείμενο της αίτησης επανεξέτασης που υποβλήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να εξακριβώσουν αν, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού.

69      Ο σκοπός του άρθρου 11, παράγραφος 2, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο του βασικού κανονισμού να διασφαλιστεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που διαβιβάζονται στην Επιτροπή εντός της νόμιμης προθεσμίας είναι επαρκή για να αποδειχθεί η πιθανή συνέχιση ή επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων δεν μπορεί να επιτευχθεί, εάν οι διατάξεις αυτές ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί έχουν στη διάθεσή τους τρεις επιπλέον μήνες μετά τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας για να εξασφαλίσουν την πλήρωση της προϋπόθεσης αυτής.

70      Επομένως, η θέσπιση της προθεσμίας των τριών μηνών πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου κατά το πέρας της οποίας παύει η ισχύς των μέτρων αντιντάμπινγκ συμβάλλει στη διαφύλαξη της ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων, παρέχοντας τη δυνατότητα στους επιχειρηματίες της αγοράς να γνωρίζουν εγκαίρως αν τα μέτρα αντιντάμπινγκ είναι πιθανό να διατηρηθούν σε ισχύ, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και στην τελευταία να έχει στη διάθεσή της εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται σε αίτηση επανεξέτασης υποβληθείσα εντός της νόμιμης προθεσμίας εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών και να βεβαιωθεί ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ είναι επαρκή και πρόσφορα, ώστε να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη διατήρηση ενός μέτρου αντιντάμπινγκ πέραν του προβλεπόμενου χρόνου.

71      Δεύτερον, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, οι ενωσιακοί παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα, μετά τη νόμιμη προθεσμία και εντός της τρίμηνης προθεσμίας πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, να υποβάλουν πρόσθετες πληροφορίες βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό, όπως παραδέχονται οι διάδικοι, ότι τέτοια αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να αποτελέσουν νέα επιχειρήματα ούτε να αντικαταστήσουν την υποβληθείσα εντός της νόμιμης προθεσμίας αίτηση επανεξέτασης ή να θεραπεύσουν την ανεπάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται σε αυτή. Συγκεκριμένα, μολονότι, με το υπόμνημα ανταπάντησης, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι διαφορές μεταξύ των διατάξεων που εφαρμόζονται στις αρχικές έρευνες και εκείνων που εφαρμόζονται στις επανεξετάσεις ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δεν σημαίνουν ότι, στο πλαίσιο των εν λόγω επανεξετάσεων, η έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων στην αρχική αίτηση δεν μπορεί να θεραπευθεί με μεταγενέστερα αιτήματα της Επιτροπής, εντούτοις απέσυρε το επιχείρημα αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

72      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 70 ανωτέρω, η προθεσμία των τριών μηνών που προηγούνται της λήξης της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση επανεξέτασης, όπως αυτή υποβλήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας, και να εξακριβώσει αν είναι επαρκή και πρόσφορα, πριν αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να κινήσει τη διαδικασία επανεξέτασης. Για τον σκοπό αυτόν, επιτρέπεται να δεχθεί ή να ζητήσει, κατά τη διάρκεια των τριών μηνών που προηγούνται της λήξης της πενταετούς περιόδου, πρόσθετες διευκρινίσεις, οι οποίες οδηγούν στη διαμόρφωση ενοποιημένου κειμένου της αίτησης.

73      Μολονότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη πρόσθετες πληροφορίες υποβαλλόμενες όπως περιγράφεται ανωτέρω από ενωσιακό παραγωγό για να δικαιολογήσει την έναρξη επανεξέτασης κατόπιν σχετικής αίτησης υποβληθείσας εκ μέρους ή για λογαριασμό ενωσιακών παραγωγών, οι πληροφορίες αυτές μπορούν μόνο να συμπληρώνουν ή να επιβεβαιώνουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία διαβιβασθέντα εντός της νόμιμης προθεσμίας. Αντιθέτως, οι εν λόγω πληροφορίες δεν μπορούν να συνιστούν νέα επιχειρήματα ή αποδεικτικά στοιχεία, ούτε να θεραπεύουν την ανεπάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην αρχική αίτηση, ανεπάρκεια η οποία πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που διαβιβάζονται εντός της νόμιμης προθεσμίας.

74      Επομένως, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η μη κατάθεση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων από τους ενωσιακούς παραγωγούς εντός της νόμιμης προθεσμίας δεν μπορεί να διορθωθεί αυτεπαγγέλτως από την Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας επισήμανσης των ανεπαρκειών στους εν λόγω παραγωγούς κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου που προηγείται της λήξης της πενταετούς περιόδου.

75      Συνεπώς, το κρίσιμο ζήτημα αφορά τόσο τις πληροφορίες που χρησιμοποίησε η Επιτροπή κατά την έναρξη έρευνας επανεξέτασης βάσει αίτησης υποβληθείσας εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών όσο και το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή έλαβε τις πληροφορίες αυτές, καθώς και τον βαθμό στον οποίο οι πληροφορίες που ελήφθησαν εντός της νόμιμης προθεσμίας συνιστούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

76      Ως εκ τούτου, κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι τελευταίοι τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου περιλαμβάνονταν στην προθεσμία εντός της οποίας μπορούσε να υποβληθεί αίτηση επανεξέτασης περιέχουσα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία και ότι η προϋπόθεση περί επάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων ήταν αρκετό να πληρούται κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων.

77      Μια τέτοια αντίθετη ερμηνεία θα στερούσε από κάθε νόημα το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καθιστώντας άνευ αντικειμένου την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή νομική υποχρέωση, και θα προσέκρουε στον σκοπό της διαδικασίας επανεξέτασης να διασφαλίζεται ότι η αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό ενωσιακών παραγωγών, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, συμμορφώνεται προς το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης που προβλέπει το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής, δυνάμει της οποίας η εν λόγω αίτηση πρέπει να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης του ντάμπινγκ και της ζημίας σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων.

78      Η εκ μέρους της Επιτροπής παραπομπή στο άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν είναι ικανή να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό.

79      Πράγματι, το άρθρο 11, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι οι συναφείς διατάξεις του εν λόγω κανονισμού που αφορούν τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει, μεταξύ άλλων, της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.

80      Μολονότι το άρθρο αυτό δεν παραπέμπει ρητώς στις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις, έχει ήδη κριθεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν επεκτείνει στις διαδικασίες επανεξέτασης την εφαρμογή όλων των διατάξεων που αφορούν τις διαδικασίες και τις έρευνες στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, προϋπόθεση της εφαρμογής των διατάξεων αυτών στις διαδικασίες επανεξέτασης είναι η συνάφειά τους (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2018, Foshan Lihua Ceramic κατά Επιτροπής, T‑654/16, EU:T:2018:525, σκέψη 37).

81      Επομένως, η διαδικασία επανεξέτασης διαφέρει από την αρχική διαδικασία έρευνας, η οποία διέπεται από άλλες διατάξεις του βασικού κανονισμού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ορισμένες από τις διατάξεις που διέπουν την αρχική έρευνα δεν έχουν εφαρμογή στη διαδικασία επανεξέτασης, λαμβανομένης υπόψη της όλης οικονομίας και των σκοπών του συστήματος που καθιερώνει ο βασικός κανονισμός (πρβλ. απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Hoesch Metals and Alloys, C‑373/08, EU:C:2010:68, σκέψη 77).

82      Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι αν καταστεί εμφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία αυτή εντός σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων ενημερώνεται σχετικά εντός σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει, κανονικά, τα κράτη μέλη σχετικά με την ανάλυση της καταγγελίας εντός είκοσι μιας ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή.

83      Η φράση «[α]ν καταστεί εμφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την κίνηση διαδικασίας», με την οποία αρχίζει το άρθρο 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ανεξάρτητα από την υπόλοιπη διάταξη, από το γράμμα της οποίας προκύπτει σαφώς ότι σκοπός της είναι να καθορίσει τις προθεσμίες εντός των οποίων η Επιτροπή οφείλει, από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας, να κινήσει την αρχική διαδικασία έρευνας, να ειδοποιήσει τον καταγγέλλοντα για τη μη διενέργεια έρευνας ή να παράσχει στα κράτη μέλη πληροφορίες σχετικά με την εξέταση της καταγγελίας.

84      Πάντως, από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι οι λοιπές διατάξεις του εν λόγω κανονισμού που αφορούν τις προθεσμίες δεν έχουν εφαρμογή στις επανεξετάσεις ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων.

85      Επομένως, δεδομένου ότι το άρθρο 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού είναι διάταξη που αφορά τις προθεσμίες σχετικά με τις αρχικές έρευνες αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις διαδικασίες επανεξέτασης ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες.

86      Αφετέρου, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, «[η] Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας».

87      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αφορά μόνον την εξέταση, εκ μέρους της Επιτροπής, της ακρίβειας και της πληρότητας των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται σε καταγγελία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη αρχικής έρευνας, και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αυτεπάγγελτη κίνηση διαδικασίας επισήμανσης των ανεπαρκειών όταν τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί εντός της νόμιμης προθεσμίας που προβλέπεται για τις αιτήσεις επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων οι οποίες υποβάλλονται εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών δεν επαρκούν για να αποδειχθεί ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

88      Βεβαίως, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επισημάνει ότι η κίνηση έρευνας, είτε κατά την έναρξη μιας διαδικασίας αντιντάμπινγκ είτε στο πλαίσιο της επανεξέτασης ενός κανονισμού περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, εξαρτάται πάντοτε από την ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ και της εντεύθεν ζημίας (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1993, Rima Eletrometalurgia κατά Συμβουλίου, C‑216/91, EU:C:1993:912, σκέψη 16).

89      Εντούτοις, η νομολογία αυτή αναπτύχθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1988, L 209, σ. 1), στον οποίο η διάταξη σχετικά με την έναρξη επανεξέτασης παρέπεμπε ρητώς στο άρθρο που αφορούσε την έναρξη αρχικής έρευνας.

90      Πράγματι, το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 2423/88, που αφορούσε εξ ολοκλήρου τη διαδικασία επανεξέτασης, παρέπεμπε, ως προς το καθεστώς της έρευνας, στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, που εφαρμοζόταν στο πλαίσιο αρχικής διαδικασίας. Με τη ρητή αυτή παραπομπή, ο κοινοτικός νομοθέτης είχε εκφράσει την άποψη ότι έπρεπε να ακολουθούνται οι ίδιοι κανόνες τόσο στην «αρχική» έρευνα όσο και στην έρευνα «επανεξέτασης» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Επιτροπή κατά NTN και Koyo Seiko, C‑245/95 P, EU:C:1997:400, σημείο 81).

91      Ο κανονισμός 2423/88 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 3283/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1994, L 349, σ. 1), με τον οποίο η διατύπωση των επίμαχων διατάξεων τροποποιήθηκε, και στη συνέχεια διατηρήθηκε ως είχε μέχρι την τρέχουσα έκδοση των άρθρων 5 και 11 του βασικού κανονισμού, τα οποία δεν περιέχουν πλέον τέτοια ρητή αναφορά.

92      Από κανένα στοιχείο του άρθρου 5, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν προκύπτει ότι τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή κριτήρια για την απόδειξη εφαρμόζονται σε άλλες διαδικασίες πλην της έναρξης αρχικών ερευνών αντιντάμπινγκ, ούτε ότι τα καθοριζόμενα στη διάταξη αυτή κριτήρια μπορούν να εφαρμόζονται και στις έρευνες επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων κατόπιν αίτησης επανεξέτασης υποβαλλόμενης εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών.

93      Η Επιτροπή προβαίνει επίσης σε εσφαλμένη ερμηνεία των εκθέσεων των οργάνων του ΠΟΕ που ερμηνεύουν το άρθρο 5.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το γράμμα του οποίου συμπίπτει με το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, καθόσον υποστηρίζει ότι από τις εκθέσεις αυτές προκύπτει ότι η επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αυτή αποφαίνεται επί της σκοπιμότητας έναρξης έρευνας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων και ότι μπορεί να λαμβάνει υπόψη πρόσθετες πληροφορίες που έχουν κατατεθεί εκτός της νόμιμης προς τούτο προθεσμίας.

94      Πράγματι, η ανάλυση που περιλαμβάνεται στην έκθεση της ειδικής ομάδας με τίτλο «Πακιστάν – Μέτρα αντιντάμπινγκ σχετικά με μεμβράνες από πολυπροπυλένιο διαξονικού προσανατολισμού προέλευσης Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων», η οποία εκδόθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2021 (WT/DS 538/R, παράγραφος 7.30), αφορούσε την ορθή ερμηνεία του άρθρου 5.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ σχετικά με την έναρξη αρχικής έρευνας αντιντάμπινγκ βάσει καταγγελίας. Η δε ανάλυση που περιλαμβάνεται στην έκθεση της ειδικής ομάδας με τίτλο «Ηνωμένες Πολιτείες – Επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων όσον αφορά τον χάλυβα με επεξεργασία κατά της οξείδωσης», η οποία εκδόθηκε στις 14 Αυγούστου 2003 (WT/DS 244/R, παράγραφοι 7.27 έως 7.39 και 7.45) εστίαζε στα κριτήρια απόδειξης που προβλέπονται στα άρθρα 5.6 και 11.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την έναρξη αρχικής έρευνας αντιντάμπινγκ με πρωτοβουλία των αρχών, χωρίς να τους έχει υποβληθεί εγγράφως σχετική αίτηση εκ μέρους ή για λογαριασμό εγχώριου κλάδου παραγωγής, και την επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ με πρωτοβουλία των αρχών ή κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερομένου. Τα ζητήματα όμως αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, οπότε τα σχετικά επιχειρήματα της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας είναι αλυσιτελή.

95      Επιπλέον, στην έκθεση της ειδικής ομάδας με τίτλο «Ευρωπαϊκή Ένωση – Μεθοδολογίες προσαρμογής του κόστους II (Ρωσία)», η οποία εκδόθηκε στις 24 Ιουλίου 2020 (WT/DS 494/R, παράγραφοι 7.332 και 7.333), επισημάνθηκε ρητώς ότι η απουσία, στο άρθρο 11.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, οποιασδήποτε παραπομπής στο άρθρο 5.3 της εν λόγω συμφωνίας έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κριτήριο για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος είναι διαφορετικό από το κριτήριο που απαιτείται να πληρούται για την έναρξη αρχικής έρευνας και ότι το κριτήριο του άρθρου 5.3 της εν λόγω συμφωνίας δεν έχει εφαρμογή σε επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων.

96      Βεβαίως, όσον αφορά την έκθεση της ειδικής ομάδας WT/DS 494/R, η Επιτροπή επισήμανε ότι άσκησε προσφυγή στις 28 Αυγούστου 2020, ακολουθούμενη από τη Ρωσική Ομοσπονδία, η οποία άσκησε προσφυγή στις 2 Σεπτεμβρίου 2020. Δεδομένου ότι, επί του παρόντος, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο δεν είναι σε θέση να εξετάσει τις προσφυγές αυτές, διότι παραμένουν κενές θέσεις στη σύνθεσή του, η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η έκθεση αυτή δεν έχει αξία ως προηγούμενο και ότι η εν λόγω διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί νομικά στο εγγύς μέλλον.

97      Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρεμβαίνουσα υποστήριξε ότι δεν θεωρεί ενδεδειγμένο να εφαρμόζει ο δικαστής της Ένωσης, αυτό καθεαυτό, απόσπασμα απόφασης οργάνου του ΠΟΕ και να το επιβάλλει ως ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, ιδίως όταν οι σχετικές διατάξεις έχουν διαφορετική διατύπωση και διαφορετικό σκοπό.

98      Εντούτοις, ελλείψει ερμηνείας των διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, από την οποία ο δικαστής της Ένωσης θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αντλήσει στοιχεία για την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης με πανομοιότυπο γράμμα, η αξιοπιστία μιας απόφασης ειδικής ομάδας που έχει προσβληθεί με προσφυγή «στο κενό» ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να βασιστεί μόνο στην αποδεικτική ισχύ της συλλογιστικής στην οποία στηρίζεται η ερμηνεία των διατάξεων αυτών από τα όργανα επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ.

99      Πάντως, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή, δεν είναι δυνατόν να κινηθεί «δυναμική διαδικασία» με την οποία θα ζητούνται από τους ενωσιακούς παραγωγούς νέες διευκρινίσεις, αναγκαίες για την πλήρωση της προϋπόθεσης περί «επαρκών» αποδεικτικών στοιχείων κατά τον χρόνο έναρξης της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων.

100    Πράγματι, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που αντιστοιχούν στις σχετικές διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, ήτοι οι παράγραφοι 3 και 9 του άρθρου 5 του βασικού κανονισμού, δεν έχουν εφαρμογή στις επανεξετάσεις ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων κατόπιν αίτησης επανεξέτασης υποβαλλόμενης εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Η γενική οικονομία και οι σκοποί του συστήματος που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός απαγορεύουν στην Επιτροπή να στηρίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού για να αμβλύνει την υποχρέωση να βεβαιώνεται ότι μια τέτοια, εντός της νόμιμης προθεσμίας υποβαλλόμενη αίτηση επανεξέτασης περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

101    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αντικειμενική διαφορά μεταξύ της διαδικασίας επανεξέτασης και της διαδικασίας αρχικής έρευνας έγκειται στο γεγονός ότι οι εισαγωγές που αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας επανεξέτασης είναι εκείνες οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ και για τις οποίες έχουν κατ’ αρχήν προσκομισθεί επαρκή στοιχεία ώστε να αποδειχθεί ότι η λήξη ισχύος των μέτρων αυτών είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Αντιθέτως, όταν για ορισμένες εισαγωγές διενεργείται αρχική έρευνα, αντικείμενο της έρευνας αυτής είναι ακριβώς η εξακρίβωση της ύπαρξης, του βαθμού και των αποτελεσμάτων κάθε προβαλλόμενου ντάμπινγκ [αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2005, Europe Chemi-Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου, C‑422/02 P, EU:C:2005:56, σκέψη 50, και της 28ης Απριλίου 2015, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑169/12, EU:T:2015:231, σκέψη 60].

102    Ως εκ τούτου, σε έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων κατόπιν αίτησης επανεξέτασης που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί εντός της νόμιμης προθεσμίας δεν επαρκούν για να αποδειχθεί ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση ή επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας, το υφιστάμενο μέτρο αντιντάμπινγκ παύει αυτοδικαίως να ισχύει. Αντιθέτως, αν υφίστανται τέτοια επαρκή στοιχεία και η Επιτροπή κινήσει την εν λόγω επανεξέταση, οι δασμοί αντιντάμπινγκ διατηρούνται αυτοδικαίως κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

103    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προϋπόθεση περί επάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται σε αίτηση επανεξέτασης υποβαλλόμενη εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, πληρούται εφόσον τα στοιχεία αυτά κατατίθενται το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της διάταξης αυτής.

104    Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αφενός, ότι ήταν άνευ σημασίας το γεγονός ότι η αρχική αίτηση συμπληρώθηκε με πρόσθετες πληροφορίες και, αφετέρου, ότι η κίνηση της διαδικασίας επανεξέτασης μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει της ενοποιημένης αίτησης.

–       Επί της επάρκειας των περιεχόμενων στην αρχική αίτηση αποδεικτικών στοιχείων και επί της φύσης των συμπληρωματικών πληροφοριών

105    Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονταν στην αρχική αίτηση, η οποία υποβλήθηκε στις 21 Ιουνίου 2019. Η Επιτροπή είχε προς τούτο στη διάθεσή της προθεσμία τριών μηνών, ήτοι έως τις 25 Σεπτεμβρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία επρόκειτο να λήξουν τα μέτρα αντιντάμπινγκ. Όσον αφορά τις συμπληρωματικές πληροφορίες που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα στις 20 Αυγούστου 2019, εκτός της νόμιμης προθεσμίας, η Επιτροπή μπορούσε να τις λάβει υπόψη μόνον εφόσον συμπλήρωναν ή επιβεβαίωναν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβανόμενα στην αρχική αίτηση και εφόσον δεν συνιστούσαν νέα αποδεικτικά στοιχεία ή νέα επιχειρήματα.

106    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην αρχική αίτηση, και τα οποία χρησίμευσαν ως βάση για τους ισχυρισμούς περί συνέχισης του ντάμπινγκ σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων, στηρίζονταν σε κατασκευασμένη κανονική αξία, δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε την ύπαρξη ειδικών συνθηκών της αγοράς της Ρωσίας, λόγω μιας συμφωνίας για συντονισμένο περιορισμό των τιμών και της στρατηγικής της Ρωσικής Κυβέρνησης να καθορίζει τεχνητά χαμηλές τιμές για το φυσικό αέριο, το οποίο αποτελεί την κύρια εισροή για το νιτρικό αμμώνιο.

107    Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις συμπληρωματικές πληροφορίες, οι οποίες περιέχονται στην ενοποιημένη αίτηση, αφορούσαν κανονική αξία καθοριζόμενη βάσει των πραγματικών εγχώριων τιμών στη ρωσική αγορά.

108    Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι υφίστανται ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων που εκτίθενται στην αρχική αίτηση για τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και εκείνων που προσκομίστηκαν με τις συμπληρωματικές πληροφορίες.

109    Συγκεκριμένα, όσον αφορά την αρχική αίτηση, η παρεμβαίνουσα χρησιμοποίησε την κατασκευασμένη κανονική αξία. Επικαλέστηκε τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της Ρωσίας, λόγω των ρυθμιζόμενων τιμών στη ρωσική εγχώρια αγορά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τις εγχώριες τιμές για τη Ρωσία στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, προσκόμισε κατάλογο των μέγιστων τιμών που δηλώθηκαν για τα ανόργανα λιπάσματα που χρησιμοποιούνταν από τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 18 Απριλίου 2017 και κάλυπτε περίοδο τεσσάρων μηνών του 2017.

110    Η παρεμβαίνουσα κατασκεύασε εν συνεχεία την κανονική αξία με βάση το κόστος παραγωγής του νιτρικού αμμωνίου στη Ρωσία και εκτίμησε το σχετικό πραγματικό κόστος, πριν από την προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου, σε 104,88 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD) ανά τόνο ή 6 387,19 ρωσικά ρούβλια (RUB) ανά τόνο. Λόγω των τεχνητά χαμηλών τιμών του φυσικού αερίου στη Ρωσία, έλαβε υπόψη τις τιμές του φυσικού αερίου με τόπο παράδοσης το Waidhaus της Γερμανίας. Το κόστος αυτό προσαρμόστηκε περαιτέρω ώστε να ληφθεί υπόψη κόστος μεταφοράς ύψους 6 ευρώ ανά τόνο, τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα, καθώς και ένα μέσο περιθώριο κέρδους 8 % και ένα αμερικανικό περιθώριο κέρδους ύψους 29 %. Μετά τις προσαρμογές όσον αφορά το κόστος του φυσικού αερίου, τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα περιθώρια κέρδους, η κατασκευασμένη κανονική αξία που ελήφθη υπόψη για την Εσθονία και την υπόλοιπη Ένωση ήταν 191 ευρώ ανά τόνο, εφαρμοζόμενου του περιθωρίου κέρδους 8 %, και 247 ευρώ ανά τόνο, εφαρμοζόμενου του περιθωρίου κέρδους 29 %.

111    Τα περιθώρια ντάμπινγκ υπολογίστηκαν μέσω σύγκρισης των κατασκευασμένων κανονικών αξιών με τις τιμές εξαγωγής προς την Εσθονία, την υπόλοιπη Ένωση και τη Βραζιλία, λαμβανομένων υπόψη μέσων τιμών εξαγωγής ύψους 139 ευρώ ανά τόνο για την Εσθονία, 152 ευρώ ανά τόνο για την υπόλοιπη Ένωση και 142 ή 143 ευρώ ανά τόνο για τη Βραζιλία. Για την Ένωση πλην της Εσθονίας, η παρεμβαίνουσα κατέληξε σε περιθώριο ντάμπινγκ 39 ευρώ ανά τόνο, εφαρμόζοντας το περιθώριο κέρδους 8 %, και 95 ευρώ ανά τόνο, εφαρμόζοντας το περιθώριο κέρδους 29 %. Για την Εσθονία, το αποτέλεσμα ήταν 52 ευρώ ανά τόνο και 108 ευρώ ανά τόνο αντίστοιχα.

112    Αντιθέτως, στις συμπληρωματικές πληροφορίες, η παρεμβαίνουσα στηρίχθηκε σε κανονική αξία βασιζόμενη στις πραγματικές τιμές της ρωσικής εγχώριας αγοράς. Έλαβε υπόψη έναν κατάλογο εμπορικών τιμών για το ημερολογιακό έτος 2018 και τον ετήσιο μέσο όρο των εμπορικών τιμών με πηγή προέλευσης τον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα Chem-courier. Χρησιμοποίησε εγχώρια τιμή του ρωσικού νιτρικού αμμωνίου ύψους 142 ευρώ ανά τόνο ή 10 501 RUB ανά τόνο, η οποία προσαρμόστηκε για να ληφθεί υπόψη κόστος μεταφοράς ύψους 25 ευρώ ανά τόνο.

113    Το περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίστηκε εν συνεχεία μέσω σύγκρισης των πραγματικών τιμών της εγχώριας αγοράς της Ρωσίας με τις τιμές εξαγωγής προς την Ένωση, λαμβανομένης υπόψη της μέσης τιμής εξαγωγής ύψους 133 ευρώ ανά τόνο. Η παρεμβαίνουσα κατέληξε σε περιθώριο ντάμπινγκ 9 ευρώ ανά τόνο.

114    Επομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στις συμπληρωματικές πληροφορίες βασίζονται σε διαφορετική μέθοδο υπολογισμού για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και στηρίζονται σε δεδομένα διαφορετικά από εκείνα που περιλαμβάνονταν στην αρχική αίτηση.

115    Επιπλέον, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία στηρίζονται σε διαφορετική νομική βάση και αφορούν διαφορετικές περιστάσεις.

116    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός της κανονικής αξίας ενός προϊόντος αποτελεί ένα από τα ουσιώδη βήματα για να αποδειχθεί η ενδεχόμενη ύπαρξη ντάμπινγκ (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, Συμβούλιο κατά Alumina, C‑393/13 P, EU:C:2014:2245, σκέψη 20· βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού εκθέτει την κύρια μέθοδο και προβλέπει ότι η αξία αυτή βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής. Το δεύτερο εδάφιο της διάταξης διευκρινίζει ότι, στην περίπτωση που ο εξαγωγέας στη χώρα εξαγωγής δεν παράγει ή δεν πωλεί το ομοειδές προϊόν, η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με βάση τις τιμές που εφαρμόζουν άλλοι πωλητές ή παραγωγοί (απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 77· βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Interpipe Niko Tube και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant κατά Επιτροπής, T‑716/19, EU:T:2021:457, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

118    Η γενική αυτή αρχή εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι, για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, πρέπει να λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη κατά προτεραιότητα η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων τιμή (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

119    Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, μόνον όταν δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πώληση ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων, όταν οι πωλήσεις αυτές είναι ανεπαρκείς ή όταν, λόγω των ειδικών συνθηκών της αγοράς, τέτοιες πωλήσεις δεν επιτρέπουν έγκυρη σύγκριση είναι δυνατή παρέκκλιση από την εφαρμογή της γενικής αρχής του άρθρου 2, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, με υπολογισμό της κανονικής αξίας είτε βάσει του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής, προσαυξημένου κατά ένα εύλογο ποσό για έξοδα και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, δηλαδή βάσει μιας κατασκευασμένης κανονικής αξίας, είτε βάσει αντιπροσωπευτικών τιμών εξαγωγής. Οι παρεκκλίσεις αυτές από τη μέθοδο καθορισμού της κανονικής αξίας βάσει πραγματικών τιμών έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, Συμβούλιο κατά Alumina, C‑393/13 P, EU:C:2014:2245, σκέψεις 20 και 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

120    Επομένως, το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προβλέπουν ιεράρχηση μεταξύ των προβλεπόμενων στις διατάξεις αυτές μεθόδων καθορισμού της κανονικής αξίας. Κατά συνέπεια, οι καταστάσεις τις οποίες αφορά καθεμιά από τις εν λόγω μεθόδους δεν αλληλεπικαλύπτονται (απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 81).

121    Εν προκειμένω, τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αρχική αίτηση, τα οποία αφορούν κατασκευασμένη κανονική αξία, στηρίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, το οποίο διευκρινίζει τα κριτήρια για τη μη εφαρμογή της μεθόδου καθορισμού της κανονικής αξίας και τις επικουρικές μεθόδους υπολογισμού της αξίας αυτής. Οι παρεκκλίσεις αυτές από τη μέθοδο καθορισμού της κανονικής αξίας βάσει πραγματικών τιμών έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα. Αφορούν, εκτός αυτού, μια ιδιαίτερη κατάσταση, δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα θεώρησε ότι οι υπολογισμοί του περιθωρίου ντάμπινγκ δεν μπορούσαν να βασιστούν στις εμπορικές τιμές που πράγματι ίσχυαν στη Ρωσία.

122    Αντιθέτως, τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις συμπληρωματικές πληροφορίες βασίζονται στην κανονική αξία, η οποία ανταποκρίνεται στην αρχή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

123    Δεδομένου ότι οι έννοιες της κανονικής αξίας και της κατασκευασμένης κανονικής αξίας διέπονται από διαφορετικές νομικές διατάξεις και στηρίζονται σε διαφορετική εμπορική μεθοδολογία, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η υιοθέτηση άλλης μεθόδου υπολογισμού της κανονικής αξίας με τις συμπληρωματικές πληροφορίες, ουσιωδώς διαφορετικής από την εκτιθέμενη στην αρχική αίτηση και στηριζόμενης σε διαφορετική νομική διάταξη και αρχή, δύναται να χαρακτηριστεί ως πληροφορία που αποσκοπεί στη συμπλήρωση ή την επιβεβαίωση των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην αρχική αίτηση.

124    Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο κατάλογος των πραγματικών τιμών στη ρωσική εγχώρια αγορά ο οποίος συγκαταλεγόταν μεταξύ των συμπληρωματικών πληροφοριών που προσκομίσθηκαν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στη συμπλήρωση των τιμών που μνημονεύονται στην αρχική αίτηση. Πράγματι, η αρχική αίτηση δεν περιείχε κατάλογο των τιμών που πράγματι ίσχυαν στην εγχώρια ρωσική αγορά για τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2017, αλλά κατάλογο των ανώτατων τιμών που δηλώθηκαν για τα ανόργανα λιπάσματα που χρησιμοποιούνταν από τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων στη Ρωσία, όπως δημοσιεύθηκε στις 18 Απριλίου 2017. Επιπλέον, ο ως άνω κατάλογος ανώτατων τιμών δεν αποσκοπούσε στον καθορισμό κανονικής αξίας βασιζόμενης σε πραγματικές τιμές, αλλά χρησίμευε ως βάση των ισχυρισμών της παρεμβαίνουσας σχετικά με τις ειδικές συνθήκες της αγοράς, λόγω της στρατηγικής της Ρωσικής Κυβέρνησης να καθορίζει τεχνητά χαμηλές τιμές.

125    Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι στην ενοποιημένη αίτηση συμπεριλήφθηκαν υπολογισμοί περιθωρίων ντάμπινγκ που βασίζονταν στις φερόμενες ρωσικές εγχώριες τιμές δεν συνιστά απλή αποσαφήνιση των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονταν στην αρχική αίτηση, και τα οποία βασίζονταν στην κατασκευασμένη κανονική αξία. Πρόκειται για νέα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία έχουν τροποποιήσει ουσιωδώς τον καθορισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ, όπως προσδιορίστηκαν στην αρχική αίτηση, και έχουν μεταβάλει το βασικό περιεχόμενό της. Δεδομένου ότι κατατέθηκαν μετά τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επικαλεστεί τα στοιχεία αυτά προκειμένου να αποφασίσει την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων κατόπιν της αίτησης επανεξέτασης που υπέβαλε η παρεμβαίνουσα.

126    Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών καθόσον έκρινε, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 20, 23, 25, 26 και 29 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι μπορούσε να στηριχθεί στην ενοποιημένη αίτηση, η οποία περιείχε τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονταν στις συμπληρωματικές πληροφορίες, προκειμένου να αποδείξει την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων ώστε να δικαιολογήσει την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων.

127    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε για πρώτη φορά ότι από τα σημεία 1 και 4.1 της ανακοίνωσης για την έναρξη διαδικασίας καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η αρχική αίτηση αυτή καθεαυτήν περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων ήταν πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση του ντάμπινγκ. Πρόσθεσε δε ότι θα μπορούσε να έχει κινήσει την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αποκλειστικά και μόνο βάσει της αρχικής αίτησης.

128    Εντούτοις, από την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας και από τον προσβαλλόμενο κανονισμό ουδόλως προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η αρχική αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων ήταν πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση του ντάμπινγκ.

129    Πράγματι, η αιτιολογική σκέψη 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρει ρητώς ότι η επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων κινήθηκε βάσει της ενοποιημένης αίτησης και διευκρινίζει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η αρχική αίτηση «περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, με την επιφύλαξη των διευκρινίσεων που [παρέσχε η παρεμβαίνουσα] μετά τη διαδικασία επισήμανσης των ανεπαρκειών για τη συμπλήρωση της αρχικής αίτησης».

130    Το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις πλην της γαλλικής, όπως στην αγγλική, η οποία χρησιμοποιεί την έκφραση «subject to the clarifications provided by the applicants following the deficiency process to supplement its initial request», ή στη γερμανική, η οποία αναφέρει «nach Anforderung noch fehlender Informationen», επιβεβαιώνει ότι οι συμπληρωματικές πληροφορίες ζητήθηκαν από την Επιτροπή προκειμένου να παρασχεθούν οι ελλείπουσες ή να διορθωθούν οι ανεπαρκείς πληροφορίες της αρχικής αίτησης.

131    Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού διευκρινίζει ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το γεγονός ότι η επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων κινήθηκε βάσει της [ενοποιημένης] αίτησης» και ότι «αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί από την ανάγνωση του τμήματος 4.1 της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας, στο οποίο γίνεται σαφής αναφορά σε αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την ενοποιημένη αίτηση επανεξέτασης». Ομοίως, στην αιτιολογική σκέψη 29 του εν λόγω κανονισμού, επαναλαμβάνεται ότι «η έναρξη της παρούσας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δεν βασίζεται μόνο στις πληροφορίες που ελήφθησαν στην αρχική αίτηση επανεξέτασης της 21ης Ιουνίου 2019, αλλά και σε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία που συμπληρώθηκαν από την [παρεμβαίνουσα] πριν από την έναρξη της διαδικασίας και περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη αίτηση επανεξέτασης».

132    Εξάλλου, με το υπόμνημα αντίκρουσης και με το υπόμνημα ανταπάντησης, η Επιτροπή υποστήριξε σταθερά ότι διαπίστωσε την ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ως προς την πιθανότητα ύπαρξης ντάμπινγκ και ζημίας βάσει της ενοποιημένης αίτησης και ότι η αρχική αίτηση, αυτή καθεαυτήν, δεν εξετάστηκε μεμονωμένα, αλλά σε συνδυασμό με όποια άλλα αποδεικτικά στοιχεία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των συμπληρωματικών διευκρινίσεων που παρέσχε η παρεμβαίνουσα, οπότε «ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν [εξέταζε] το ζήτημα αν οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν με την αρχική αίτηση ήταν επαρκείς για την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων».

133    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι πράγματι κίνησε τη διαδικασία επανεξέτασης βάσει της ενοποιημένης αίτησης. Προσέθεσε δε ότι, σε άλλες έρευνες, η επανεξέταση είχε κινηθεί βάσει αίτησης υποβληθείσας εντός της νόμιμης προθεσμίας και βάσει κατασκευασμένης κανονικής αξίας.

134    Το σημείο 1 της ανακοίνωσης για την έναρξη διαδικασίας αναφέρει επίσης τόσο την αρχική αίτηση όσο και την ενοποιημένη αίτηση, δεδομένου ότι η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η ενοποιημένη αίτηση προσδιοριζόταν στην ανακοίνωση ως η «δημόσια έκδοση της αίτησης». Όσον αφορά το σημείο 4.1 της ανακοίνωσης για την έναρξη διαδικασίας, αυτό αναφέρει ότι η παρεμβαίνουσα παρείχε «επαρκή στοιχεία για την απουσία αξιόπιστων στοιχείων σχετικά με τις εγχώριες τιμές στη Ρωσία […] κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις», και, ως εκ τούτου, κατασκεύασε την κανονική αξία. Επομένως, η επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων για την οποία γίνεται λόγος αφορά τη δικαιολόγηση της χρήσης κατασκευασμένης κανονικής αξίας στην αρχική αίτηση, αλλά ουδόλως σημαίνει ότι η εν λόγω αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων ήταν πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση του ντάμπινγκ κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

135    Κατά συνέπεια, από τις εκτιμήσεις αυτές συνάγεται ρητώς ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διαπιστώνει ότι η αρχική αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων ήταν πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση του ντάμπινγκ. Αντιθέτως, από τον προσβαλλόμενο κανονισμό προκύπτει ότι χωρίς τις διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στις συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες προσκόμισε η παρεμβαίνουσα στις 20 Αυγούστου 2019, η Επιτροπή δεν θα είχε κατ’ ανάγκην προβεί στην έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων.

136    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα της Επιτροπής προς την παρεμβαίνουσα να της προσκομίσει τις πραγματικές τιμές στη ρωσική εγχώρια αγορά για ολόκληρο το έτος 2018 δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι αποσκοπούσε στη συμπλήρωση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην αρχική αίτηση, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά στηρίζονταν αποκλειστικά σε υπολογισμούς περιθωρίων ντάμπινγκ βάσει της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, αλλά απέβλεπε να θεραπεύσει την έλλειψη πληροφοριακών στοιχείων.

137    Όπως, όμως, προκύπτει από τις προεκτεθείσες αναλύσεις, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να ζητά από τους ενωσιακούς παραγωγούς, οι οποίοι υπέβαλαν εντός της νόμιμης προθεσμίας αίτηση επανεξέτασης ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, να θεραπεύσουν ενδεχόμενη ανεπάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν.

138    Πράγματι, η Επιτροπή διαθέτει την προθεσμία των τριών μηνών που προηγούνται της λήξης της ισχύος των μέτρων για να βεβαιωθεί ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία είναι επαρκή και μπορεί να λάβει πρόσθετες πληροφορίες προς τούτο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καλύψει ή να θεραπεύσει την έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων στην αίτηση που υποβλήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας, ούτε να αντικαταστήσει τα ελλείποντα ή άλλως πλημμελή στοιχεία της εν λόγω αίτησης με νέες πληροφορίες.

139    Εν πάση περιπτώσει, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει την εκτίμηση της Επιτροπής, όπως αυτή προκύπτει από την ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας και από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, με δική του εκτίμηση περί επάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην αρχική αίτηση.

140    Πράγματι, κατά τη νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αντικαταστήσει τους λόγους που προβάλλονται κατά τη διαδικασία έρευνας και με τον προσβαλλόμενο κανονισμό με άλλους λόγους που προβάλλονται για πρώτη φορά ενώπιόν του (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 153 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνιστούν τέτοιους λόγους, οι οποίοι προβάλλονται για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής ότι η αρχική αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων, και ότι, ως εκ τούτου, αυτή θα μπορούσε να έχει αποφασίσει να κινήσει την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων επ’ αυτής και μόνον της βάσης.

141    Επομένως, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών που στηρίζονται σε παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού πρέπει να γίνουν δεκτές.

142    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις που προβάλλουν οι προσφεύγουσες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

143    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων.

144    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/2100 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2020, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας έπειτα από επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι AO Nevinnomysskiy Azot και AO Novomoskovskaya Aktsionernaya Kompania NAK «Azot».

3)      Η Fertilizers Europe φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Spielmann

Öberg

Mastroianni

Brkan

 

      Gâlea

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουλίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.