Language of document : ECLI:EU:T:2011:344

Υπόθεση T-132/07

Fuji Electric Co. Ltd

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των σχετικών με εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου έργων – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Κατανομή της αγοράς – Απόδειξη της παραβάσεως – Δυνατότητα καταλογισμού της παραβατικής συμπεριφοράς – Διάρκεια της παραβάσεως – Πρόστιμα – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική ενότητα – Καταλογισμός των παραβάσεων

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

2.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποδεικτικά μέσα – Επίκληση δέσμης ενδείξεων

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

5.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη – Εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος εγγράφου – Κριτήρια

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

6.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία επί των υποθέσεων ανταγωνισμού – Εφαρμόζεται

(Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, προοίμιο· άρθρο 6 § 2, ΕΕ· άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

7.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμμετοχή σε συναντήσεις με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό περιεχόμενο

(Άρθρο 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρέωση απαντήσεως – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

9.      Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Αναγνώριση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εκ μέρους της επιχειρήσεως που είναι αποδέκτης ανακοινώσεως αιτιάσεων, των πραγματικών ή νομικών στοιχείων που δικαιολογούν τον καταλογισμό της παραβάσεως σε αυτή – Περιορισμός του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής – Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρα 81 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 52 § 1)

10.    Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

11.    Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

(Άρθρα 81 ΕΚ και 230 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

12.    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική εταιρία – Καταλογισμός στη μητρική εταιρία – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Πλήρης δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου – Δυνατότητα συνεκτιμήσεως πρόσθετων πληροφοριακών στοιχείων που δεν μνημονεύονται στην απόφαση περί επιβολής προστίμου

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 264 ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 4, και 1/2003, άρθρο 23 § 2, στοιχείο α΄)

14.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Προσκόμιση πρόσθετων πληροφοριακών στοιχείων μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Απαιτείται η συμπεριφορά της επιχειρήσεως να διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημείο 26)

1.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, επιβάλλοντας στις επιχειρήσεις την απαγόρευση να συνάπτουν συμφωνίες ή να μετέχουν σε εναρμονισμένες πρακτικές δυνάμενες να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουσες ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, αφορά οικονομικές ενότητες, εκάστη των οποίων συνίσταται σε ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων που έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, οργάνωση η οποία δύναται να συντελέσει στη διάπραξη παραβάσεως προβλεπομένης από τη διάταξη αυτήν.

Εντούτοις, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εφαρμογή και η εκτέλεσή τους, οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ πρέπει να απευθύνονται σε οντότητες με νομική προσωπικότητα. Επομένως, όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να προσδιορίζει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για τη συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως και να υποστούν συναφώς κυρώσεις και τα οποία θα είναι οι αποδέκτες της εν λόγω αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 56-57)

2.      Οσάκις προσωπική ευθύνη για τη συμμετοχή μίας και της αυτής επιχειρήσεως, κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, σε παράβαση δύναται να αποδοθεί σε πλείονα πρόσωπα, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται αλληλεγγύως για τη συγκεκριμένη παράβαση.

Εξάλλου, προσωπικώς και αλληλεγγύως για τη συμμετοχή μίας και της αυτής επιχειρήσεως σε παράβαση δύναται να ευθύνεται το πρόσωπο υπό του οποίου την ευθύνη ή τη διεύθυνση τελούσε η επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, καθώς και το πρόσωπο το οποίο, έχοντας τη δυνατότητα να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο επί της επιχειρήσεως και να καθορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά, διηύθυνε εμμέσως την εν λόγω επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως.

Επομένως, η αρχή της προσωπικής ευθύνης, σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο δύναται να υπέχει ευθύνη μόνο για τις πράξεις που το ίδιο έχει διαπράξει, πρέπει να ερμηνεύεται ως αφορώσα τόσο την ατομική ευθύνη του προσώπου που διηύθυνε άμεσα την επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως όσο και την ατομική ευθύνη του προσώπου που, κατά το ίδιο χρονικό σημείο, διηύθυνε εμμέσως την εν λόγω επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 58-59, 153)

3.      Σε θέματα βάρους αποδείξεως, απόκειται, αφενός, στον διάδικο ή την αρχή που προβάλλει παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού να αποδείξει την παράβαση, αποδεικνύοντας, επαρκώς κατά νόμον, τα περιστατικά που τη στοιχειοθετούν, και, αφετέρου, στην επιχείρηση που αμύνεται με συγκεκριμένο μέσο έναντι της διαπιστώσεως παραβάσεως να αποδείξει ότι συντρέχουν οι όροι για την ευδοκίμηση του αμυντικού αυτού μέσου, υποχρεώνοντας σε μια τέτοια περίπτωση την εν λόγω αρχή να προσφύγει σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

Η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί εγγενές στοιχείο της κατ’ άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ έννοιας της παραβάσεως, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει, κατ’ αρχήν, η Επιτροπή.

Η εν λόγω κατανομή του βάρους αποδείξεως δύναται, εντούτοις, να διαφοροποιηθεί στην περίπτωση κατά την οποία τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται ένας διάδικος είναι ικανά να υποχρεώσουν τον άλλο διάδικο να παράσχει εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι προσκομίστηκαν αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 84-85)

4.      Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή, η αρχή που ισχύει στο δίκαιο του ανταγωνισμού είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Τέτοιου είδους ενδείξεις και συμπτώσεις δεν δίδουν απλώς πληροφορίες για την ύπαρξη και μόνον αντίθετων προς τους κανόνες περί ανταγωνισμού συμπεριφορών ή συμφωνιών, αλλά και για τη διάρκεια συνεχιζομένων συμπεριφορών ή για το χρονικό διάστημα εφαρμογής αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών.

Εν πάση περιπτώσει, προς στήριξη της εδραίας πεποιθήσεώς της περί της υπάρξεως παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να επικαλείται ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία. Εντούτοις, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να πληροί έκαστο των προσκομιζόμενων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων τα εν λόγω κριτήρια ως προς ένα έκαστο των στοιχείων της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, σφαιρικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή.

Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, κατ’ επιταγήν της νομολογίας, στην περίπτωση κατά την οποία ελλείπουν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια αυτή, η Επιτροπή οφείλει να στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που εμφανίζουν αποχρώσα χρονική εγγύτητα, ούτως ώστε να μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι η εν λόγω παράβαση συνεχίσθηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.

(βλ. σκέψεις 86-87)

5.      Όσον αφορά την αξία των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, επιβάλλεται να τονισθεί ότι το μόνο πρόσφορο κριτήριο προς εκτίμηση των προσκομιζόμενων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους. Σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν εν γένει την απόδειξη, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου αποτελεί συνάρτηση της προελεύσεώς του, των περιστάσεων υπό τις οποίες συνετάχθη, του αποδέκτη του και του περιεχομένου του. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι το έγγραφο συνετάχθη σε άμεση συνάφεια με τα πραγματικά περιστατικά ή από μάρτυρα με άμεση γνώση των εν λόγω περιστατικών. Τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκαν επαφές μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων και ότι οι επιχειρήσεις αυτές επεδίωξαν συγκεκριμένα τον σκοπό εξαλείψεως εκ των προτέρων της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής. Εξάλλου, δηλώσεις αντίθετες προς τα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψη 88)

6.      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως στρεφομένης κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού και επιβάλλεται πρόστιμο στους αποδέκτες της, η ύπαρξη αμφιβολίας του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ των αποδεκτών της αποφάσεως, οπότε ο δικαστής δεν δύναται να αποφανθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, αν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προστατεύονται εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης. Δεδομένης της φύσεως των οικείων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και της βαρύτητας των κυρώσεων που αυτές επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που σχετίζονται με παραβάσεις των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

(βλ. σκέψη 89)

7.      Μια επιχείρηση η οποία δεν αποστασιοποιείται δημοσίως από τα αποτελέσματα συναντήσεως στην οποία έλαβε μέρος ή συμφωνίας της οποίας αποτελούσε μέρος παραμένει, κατ’ αρχήν, πλήρως υπεύθυνη για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη. Πράγματι, θα ήταν εξαιρετικά ευχερές για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταβολής επαχθούς προστίμου αν αυτές ηδύναντο να αντλούν οφέλη από παράνομη σύμπραξη και να επιτυγχάνουν εν συνεχεία μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι διαδραμάτισαν περιορισμένο μόνο ρόλο στη διάπραξη της παραβάσεως, όταν, αντιθέτως, η στάση τους παρακίνησε άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο πιο επιζήμιο για τον ανταγωνισμό. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η πρώτη εμπλεκόμενη επιχείρηση δεν συμμορφώθηκε προς το σύνολο των συμφωνιών που συνομολογήθηκαν στο πλαίσιο της συμπράξεως, το στοιχείο αυτό δεν αρκεί, ελλείψει αποδείξεως περί δημόσιας αποστασιοποιήσεώς της από τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, για την απαλλαγή της από την ευθύνη που υπέχει λόγω της συμμετοχής της στις εν λόγω συμφωνίες και, μέσω αυτών, στη διαπιστωθείσα παράβαση.

(βλ. σκέψη 100)

8.      Το δίκαιο ανταγωνισμού δεν έχει την έννοια ότι επιβάλλει σε επιχείρηση, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, την υποχρέωση να απαντήσει στην ανακοίνωση των αιτιάσεων που της έχει απευθύνει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, ούτε οι κανόνες που καθορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το δίκαιο του ανταγωνισμού διοικητικής διαδικασίας ούτε κάποια γενική αρχή του δικαίου επιβάλλει στις εν λόγω επιχειρήσεις υποχρέωση άλλην πέραν της υποχρεώσεως παροχής στην Επιτροπή των πληροφοριακών στοιχείων που αυτή τους ζητεί δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003. Εξάλλου, ελλείψει νομικής βάσεως, η επιβολή μιας τέτοιας υποχρεώσεως δεν θα μπορούσε ευχερώς να θεωρηθεί συμβατή με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς θα καθιστούσε δυσχερή την ενώπιον του δικαστή άσκηση προσφυγής εκ μέρους επιχειρήσεως η οποία, για οιονδήποτε λόγο, δεν απάντησε σε ανακοίνωση αιτιάσεων.

Επομένως, μολονότι η νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία διαπιστώνει ότι ένα πρόσωπο παραβίασε το δίκαιο του ανταγωνισμού και του επιβάλλει, βάσει της διαπιστώσεως αυτής, πρόστιμο, μπορεί να εκτιμάται μόνο σε σχέση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να προσκομίσει στην Επιτροπή, από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, όλα τα στοιχεία τα οποία επιθυμεί να επικαλεστεί προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως, ασκούμενης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά της εκδιδόμενης με την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 124, 158)

9.      Οσάκις ο ενδιαφερόμενος αποφασίζει αυτοβούλως να συνεργασθεί και, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, αναγνωρίζει ρητώς ή σιωπηρώς τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που δικαιολογούν τον καταλογισμό της παραβάσεως σε αυτόν, δεν παύει να διατηρεί πλήρως το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής του οποίου απολαύει δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

Ελλείψει ρητώς προβλεπόμενης προς τούτο νομικής βάσεως, ενδεχόμενος περιορισμός του δικαιώματος αυτού θα ήταν αντίθετος προς τις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Κατά τα λοιπά, το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής και το δικαίωμα του ιδιώτη για εκδίκαση της υποθέσεώς του από αμερόληπτο δικαστήριο κατοχυρώνονται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του εν λόγω Χάρτη, οιοσδήποτε περιορισμός στην άσκηση των κατοχυρούμενων από αυτόν δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο.

(βλ. σκέψη 159)

10.    Η αιτιολογία βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να καθιστά δυνατή την αποτελεσματική άσκηση του ελέγχου της νομιμότητάς της και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τα στοιχεία που είναι αναγκαία ώστε αυτός να είναι σε θέση να κρίνει αν η απόφαση είναι ή όχι βάσιμη και, αφετέρου, ότι ο επαρκής ή μη χαρακτήρας της εν λόγω αιτιολογίας πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλόμενων λόγων και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως οι αποδέκτες της για τη λήψη διευκρινίσεων.

Προκειμένου να επιτελεί τις προαναφερθείσες λειτουργίες, μια επαρκής αιτιολογία πρέπει να εμφαίνει, κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο, τη συλλογιστική της αρχής της Ένωσης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.

Εξάλλου, όταν απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ αφορά πλείονες αποδέκτες και εγείρει ζήτημα καταλογισμού της ευθύνης για την παράβαση, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς έναν έκαστο των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά την εν λόγω απόφαση, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 162)

11.    Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 81 EΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, το γεγονός ότι προσφεύγων προβάλλει ουσιαστικό λόγο, αντλούμενο από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, και όχι από πλημμελή ή ανεπαρκή αιτιολογία, ήτοι λόγο απτόμενο της παραβάσεως ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, δεν στερεί στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως έναν τέτοιο λόγο, εφόσον πρόκειται για λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος μπορεί, αν όχι επιβάλλεται, να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, υπό τον όρο τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

(βλ. σκέψη 163)

12.    Για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρεία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για τον αποκλεισμό της δυνατότητας καταλογισμού της συμπεριφοράς της στη μητρική της εταιρεία, ιδίως όταν η εν λόγω θυγατρική δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά ακολουθεί κατά το πλείστον τις οδηγίες της μητρικής της εταιρείας.

Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται, κατ’ αρχήν, στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η μητρική ή οι μητρικές εταιρείες έχουν ασκήσει πράγματι αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής τους στην αγορά, τούτο δε βάσει συνόλου αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία καταλέγεται, ειδικότερα, η εξουσία διοικήσεως που ασκεί η μητρική ή οι μητρικές εταιρείες επί της θυγατρικής τους. Μια μητρική εταιρεία θεωρείται εν γένει ότι έχει τη δυνατότητα να ασκεί τω όντι καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής της εταιρείας και, ειδικότερα, επί της συμπεριφοράς αυτής στην αγορά, όταν κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του εταιρικού κεφαλαίου της.

Εντούτοις, μια μειοψηφική συμμετοχή δύναται να παρέχει σε μητρική εταιρεία τη δυνατότητα να ασκεί τω όντι καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά, εάν συνοδεύεται από δικαιώματα τα οποία βαίνουν πέραν αυτών που αναγνωρίζονται κατά κανόνα στους μειοψηφούντες μετόχους για την προστασία των οικονομικών τους συμφερόντων και τα οποία, εξεταζόμενα υπό το πρίσμα δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων νομικής ή οικονομικής φύσεως, δύνανται να αποδεικνύουν ότι ασκείται καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής εταιρείας στην αγορά. Η Επιτροπή δύναται επομένως να αποδείξει την πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής βασιζόμενη σε δέσμη ενδείξεων, ακόμη και αν μία εκάστη των ενδείξεων αυτών, μεμονωμένως θεωρούμενη, δεν έχει αποχρώσα αποδεικτική αξία.

Η πραγματική άσκηση εξουσίας διοικήσεως εκ μέρους της μητρικής ή των μητρικών εταιρειών επί της θυγατρικής τους δύναται να απορρέει απευθείας από την εφαρμογή ισχυουσών καταστατικών διατάξεων ή συμβάσεως μεταξύ των μητρικών εταιρειών με αντικείμενο τη διαχείριση της κοινής θυγατρικής εταιρείας, συνομολογηθείσας συμφώνως προς τις εν λόγω καταστατικές διατάξεις. Ο βαθμός αναμείξεως της μητρικής εταιρείας στη διαχείριση της θυγατρικής της μπορεί επίσης να πιστοποιείται από την παρουσία, στην ηγεσία της θυγατρικής εταιρείας, πολυάριθμων προσώπων τα οποία κατέχουν διευθυντικές θέσεις στη μητρική εταιρεία. Μια τέτοια σωρευτική κατοχή θέσεων παρέχει αφεύκτως στη μητρική εταιρεία τη δυνατότητα να επηρεάζει κατά τρόπο αποφασιστικό τη συμπεριφορά της θυγατρικής της στην αγορά, καθόσον παρέχει στα μέλη της διοικήσεως της μητρικής εταιρείας τη δυνατότητα να μεριμνούν, στο πλαίσιο της ασκήσεως των διευθυντικών καθηκόντων τους στους κόλπους της θυγατρικής, για την ευθυγράμμιση της εμπορικής πολιτικής αυτής με τις κατευθυντήριες γραμμές που χαράσσει η διοίκηση της μητρικής εταιρείας. Η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου είναι εφικτή ακόμη και όταν το μέλος ή τα μέλη της μητρικής εταιρείας που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στη θυγατρική εταιρεία δεν έχουν την ιδιότητα του εντολοδόχου της μητρικής εταιρείας. Τέλος, η ανάμειξη της μητρικής ή των μητρικών εταιρειών στη διαχείριση της θυγατρικής δύναται να είναι απότοκος των επιχειρηματικών σχέσεων των δύο εταιρειών. Συγκεκριμένα, οσάκις μια μητρική εταιρεία είναι συγχρόνως προμηθευτής ή πελάτης της θυγατρικής της, έχει ιδιαίτερο συμφέρον να διευθύνει τις δραστηριότητες παραγωγής ή διανομής αυτής, προκειμένου να επωφελείται πλήρως από την υπεραξία που προκύπτει από την καθετοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας που επιτυγχάνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Εξάλλου, για να καταλογισθούν σε μια μητρική εταιρεία οι πράξεις που τέλεσε η θυγατρική της, ουδόλως απαιτείται να αποδειχθεί ότι η εν λόγω μητρική εταιρεία τελούσε εν γνώσει της προσαπτόμενης συμπεριφοράς ή εμπλέκεται άμεσα σ’ αυτή. Συγκεκριμένα, το στοιχείο που παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να απευθύνει σε μητρική εταιρεία ομίλου εταιρειών απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής εταιρείας παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η ανάμειξη της μητρικής εταιρείας στην εν λόγω παράβαση, αλλά το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, οι δύο εταιρείες είχαν υιοθετήσει ενιαία συμπεριφορά στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 179-184, 196)

13.    Βαίνοντας πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας, ο οποίος διενεργείται στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και ο οποίος δύναται να οδηγήσει είτε στην απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως είτε στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 264 ΣΛΕΕ, η πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή της Ένωσης την εξουσία να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, ακόμη και άνευ ακυρώσεώς της, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πραγματικές περιστάσεις, προκειμένου να τροποποιήσει, επί παραδείγματι, το ύψος του επιβληθέντος προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

Επομένως, σε τομείς στους οποίους η Επιτροπή διατηρεί περιθώριο εκτιμήσεως, όπως ο καθορισμός του συντελεστή προσαυξήσεως του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως ή η αναγκαιότητα εξασφαλίσεως της αποτρεπτικής λειτουργίας της κυρώσεως ή όπως η αξιολόγηση της ποιότητας και της λυσιτέλειας της συνεργασίας επιχειρήσεως κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων, το γεγονός ότι ο έλεγχος νομιμότητας που διενεργείται στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ περιορίζεται στην εξακρίβωση της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του.

Στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να αξιολογεί, βάσει των κριτηρίων που ορίζει ανά περίπτωση το άρθρο 15, παράγραφος 4, του κανονισμού 17 ή το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, κατά πόσο το ύψος των προστίμων είναι το προσήκον. Η αξιολόγηση αυτή δύναται να δικαιολογεί την εκ μέρους των διαδίκων προσκόμιση και την εκ μέρους του δικαστή συνεκτίμηση πρόσθετων πληροφοριακών στοιχείων που δεν μνημονεύονται στην απόφαση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 208-209)

14.    Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει, βεβαίως, να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν πράγματι γνώση των συμπεριφορών που τους προσάπτει η Επιτροπή· η επιταγή αυτή τηρείται οσάκις η τελική απόφαση δεν αποδίδει στους ενδιαφερομένους παραβάσεις διαφορετικές εκείνων που τους προσάπτονται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων και εφόσον αυτή στηρίζεται αποκλειστικώς σε πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να τοποθετηθούν.

Μολονότι οι παραβάσεις που καταλογίζονται σε επιχείρηση με απόφαση της Επιτροπής δεν πρέπει να διαφέρουν από τις γνωστοποιηθείσες με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, το αυτό δεν ισχύει για τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη, διότι, ως προς αυτά, αρκεί να έχει δοθεί στις οικείες επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί του συνόλου των εις βάρος τους θεωρηθέντων ως αποδεδειγμένων γεγονότων. Συγκεκριμένα, ουδεμία διάταξη απαγορεύει στην Επιτροπή να κοινοποιεί στους ενδιαφερομένους, μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, νέα έγγραφα τα οποία εκτιμά ότι στηρίζουν τη θέση της, υπό τον όρον ότι παρέχεται στις οικείες επιχειρήσεις ο αναγκαίος χρόνος προκειμένου να διατυπώσουν συναφώς την άποψή τους.

(βλ. σκέψη 238)

15.    Μολονότι είναι αληθές ότι η ημερομηνία υποβολής αποδεικτικών στοιχείων στην Επιτροπή ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό τους ως στοιχείων σημαντικής προστιθέμενης αξίας, καθόσον ο χαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται ήδη στον φάκελο της Επιτροπής κατά την ημερομηνία υποβολής των νέων αυτών στοιχείων, το γεγονός και μόνον ότι τα εν λόγω στοιχεία υποβλήθηκαν μετά την κοινοποίηση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να κομίζουν αυτά, ακόμη και σε αυτό το προχωρημένο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, σημαντική προστιθέμενη αξία. Ειδικότερα, με αίτηση βάσει της ανακοινώσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως υποβαλλόμενη μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, μια επιχείρηση δύναται να επικεντρωθεί στα πραγματικά περιστατικά τα οποία, κατά την άποψή της, δεν έχουν αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον, προκειμένου να προσδώσει στα υποβαλλόμενα στοιχεία σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή.

Εξάλλου, η παράγραφος 26 της ανακοινώσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως επιβάλλει απλώς στην Επιτροπή μια διαδικαστική υποχρέωση. Το εν λόγω άρθρο δεν ορίζει ότι κάθε συνεργασία επιχειρήσεως στην απόδειξη της παραβάσεως στερείται κατ’ ανάγκην οιασδήποτε αξίας αν επέρχεται μετά την κοινοποίηση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Επιβάλλεται, επιπροσθέτως, η επισήμανση ότι μια τέτοια συνεργασία δύναται να αποδειχθεί ιδιαιτέρως λυσιτελής στην περίπτωση κατά την οποία τα υποβαλλόμενα από την επιχείρηση στοιχεία ήταν προηγουμένως άγνωστα στην Επιτροπή και ασκούν άμεση επιρροή επί της σοβαρότητας ή της διάρκειας της εικαζόμενης συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 239-240)