Language of document : ECLI:EU:T:2017:752

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2017 (*) (1)

«ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Παρατυπίες στη διαπίστωση του ύψους των οφειλόμενων ποσών – Καθυστερήσεις στη διαδικασία εισπράξεως των οφειλόμενων ποσών – Έλλειψη δυνατότητας συμψηφισμού μεταξύ ταμείων – Προσδιορισμός του ποσού των τόκων – Αναλογικότητα – Δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν – Άρθρα 31 έως 33 του κανονισμού (EK) 1290/2005 – Ατομικές περιπτώσεις»

Στην υπόθεση T-26/16,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Γ. Κανελλόπουλο, Ο. Τσιρκινίδου και Α. Βασιλοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και A. Sauka,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2015/2098 της Επιτροπής, της 13ης Νοεμβρίου 2015, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2015, L 303, σ. 35), κατά το μέρος που αφορά την Ελληνική Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, Α. Μαρκουλλή και A. Kornezov (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενήργησε ορισμένους ελέγχους των δαπανών στις οποίες προέβη η προσφεύγουσα, η Ελληνική Δημοκρατία. Πραγματοποίησε καταρχάς έλεγχο των σχετικών εγγράφων (IR/2009/017/GR) σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις, κατόπιν της επιστολής της παρατηρήσεων της 10ης Φεβρουαρίου 2009, και, στη συνέχεια, από τις 8 μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου 2009, διεξήγαγε επιτόπιο έλεγχο (IR/2009/004/GR).

2        Με επιστολή παρατηρήσεων της 4ης Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία τις ελλείψεις και τις παρατυπίες που είχε διαπιστώσει κατά τον τελευταίο αυτόν επιτόπιο έλεγχο, οι οποίες αφορούσαν, πρώτον, καθυστερήσεις στη διαδικασία ανακτήσεως, είτε επειδή μεσολάβησαν περισσότερα από τέσσερα έτη μεταξύ της ημερομηνίας εκθέσεως ελέγχου και εκείνης της πρώτης σχετικής διοικητικής ή δικαστικής πράξεως είτε επειδή μεσολάβησε διάστημα άνω του έτους μεταξύ της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής διαπιστώσεως και της εκδόσεως εντολής ανακτήσεως, δεύτερον, τον μη συμψηφισμό οφειλών μεταξύ Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), τρίτον, τον εσφαλμένο προσδιορισμό του ποσού των οφειλόμενων τόκων καθώς και, ενίοτε, την έλλειψη μνείας των οφειλόμενων τόκων σε περίπτωση μη ανακτήσεως και, τέταρτον, μεμονωμένες περιπτώσεις όπου σημειώθηκαν καθυστερήσεις ανακτήσεως. Πρότεινε, κατά συνέπεια, τον αποκλεισμό ποσού 11 467 310,85 ευρώ από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον καταλογισμό του ποσού αυτού στην Ελληνική Δημοκρατία.

3        Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2010, η Ελληνική Δημοκρατία γνωστοποίησε τη διαφωνία της με την ανάλυση αυτή. Την 1η Απριλίου 2011 πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη, κατόπιν της οποίας συντάχθηκαν πρακτικά με ημερομηνία 12 Ιουλίου 2011. Η Επιτροπή εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της επειδή οι ελληνικές αρχές δεν ήταν σε θέση να προσκομίσουν στοιχεία για το σύνολο των περιπτώσεων που παρουσίαζαν καθυστερήσεις ανακτήσεως, πέραν των μεμονωμένων περιπτώσεων που είχε ήδη επισημάνει. Η Ελληνική Δημοκρατία προέβαλε δυσχέρειες σχετικές με τη διαδικασία συμψηφισμού μεταξύ ταμείων και ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε υποτίμηση εκ μέρους της του ποσού των καταβλητέων τόκων. Όσον αφορά τις μεμονωμένες περιπτώσεις, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι το γεγονός ότι αυτές ανέτρεχαν στο απώτερο παρελθόν ή αποτελούσαν αντικείμενο δικαστικής αμφισβητήσεως εμπόδιζε τον συνυπολογισμό των σχετικών δαπανών.

4        Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία, στην ελληνική γλώσσα, την πρότασή της περί αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ποσού 11 467 310,85 ευρώ (στο εξής: κοινοποίηση). Στις 7 Μαρτίου 2013, η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε την παρέμβαση του οργάνου συμβιβασμού.

5        Κατά τη διαδικασία συμβιβασμού, το όργανο συμβιβασμού σημείωσε, στην από 19 Οκτωβρίου 2013 γνώμη του, καταρχάς, ότι τα μέρη μπορούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά, ιδίως, τη βάση υπολογισμού της προτεινόμενης κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως 10 %, περαιτέρω ότι, όσον αφορά το ύψος της εν λόγω διορθώσεως, δεν μπορούσε να βοηθήσει με οποιοδήποτε τρόπο τα μέρη, επειδή οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προσκομίσει τον πίνακα των περιπτώσεων στις οποίες δεν είχαν τηρηθεί οι προθεσμίες, και, τέλος, ότι έπρεπε να επιστηθεί η προσοχή της Επιτροπής στο άρθρο 33, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (EK) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), το οποίο «όπως φαίνεται αποκλείει τον συμψηφισμό στην περίπτωση που τα ποσά που έχει καταβάλει το ΕΓΤΑΑ αποτελούν το αντικείμενο ανακτήσεως». Κατά τα λοιπά, το όργανο συμβιβασμού ανέφερε ότι δεν θεωρούσε ότι υπήρχε λόγος να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα των υπηρεσιών της Επιτροπής.

6        Η Επιτροπή, η οποία εν τω μεταξύ είχε λάβει νέα στοιχεία, αφενός, αναθεώρησε προς τα άνω, με ένα έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2015 (στο εξής: έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2015), τη βάση υπολογισμού της δημοσιονομικής διορθώσεως 10 % και, αφετέρου, δέχθηκε, σε μία περίπτωση, να μην επιβάλει διόρθωση και, σε μιαν άλλη, να μειώσει το σχετικό ποσό κατά το ήμισυ. Έτσι, προέκυψε αύξηση του τελικού ποσού που αντιστοιχεί στις δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση της Ένωσης σε 11 534 827,97 ευρώ.

7        Με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/2098, της 13ης Νοεμβρίου 2015, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του [ΕΓΤΕ] και του [ΕΓΤΑΑ] (ΕΕ 2015, L 303, σ. 35, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέκλεισε τελικά από τη χρηματοδότηση της Ένωσης τις δαπάνες που είχε πραγματοποιήσει ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: ΟΠΕΚΕΠΕ), συνολικού ύψους 12 647 843,53 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2016, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

9        Στις 7 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως.

10      Το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Μαΐου 2016. Το υπόμνημα ανταπαντήσεως περιήλθε στη Γραμματεία στις 10 Ιουνίου 2016.

11      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 2016, επειδή μεταβλήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στο ένατο τμήμα, στο οποίο ορίστηκε νέος εισηγητής δικαστής.

12      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2016, επειδή μεταβλήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο έβδομο τμήμα, στο οποίο ορίστηκε νέος εισηγητής δικαστής.

13      Στις 9 Δεκεμβρίου 2016, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας τα οποία προβλέπει το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν ο καθένας σε δύο ερωτήσεις πριν από τις 13 Ιανουαρίου 2017.

14      Η Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό με έγγραφα, αντιστοίχως, της 19ης Δεκεμβρίου 2016 και της 9ης Ιανουαρίου 2017.

15      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Φεβρουαρίου 2017.

16      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει μερικώς την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον με αυτήν η Επιτροπή τής επέβαλε δημοσιονομικές διορθώσεις ύψους 11 534 827,97 ευρώ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

18      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Ελληνική Δημοκρατία εξέθεσε ότι ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνο για ποσό 11 534 827,97 ευρώ, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, ενώ, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή είχε αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, όσον αφορά τις δαπάνες στις οποίες είχε προβεί η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, ποσό 12 647 843,53 ευρώ. Η Ελληνική Δημοκρατία διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι αμφισβητεί ορισμένα μόνο σημεία της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επομένως, υποβάλλει αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, καθόσον την αφορά, για ποσό 11 534 827,97 ευρώ.

 Επί των λόγων που προβλήθηκαν με την προσφυγή

19      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται αντιστοίχως:

–        σε έλλειψη νομίμου βάσεως προς επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως κατ’ αποκοπήν όσον αφορά τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν σχετικά με τη διαδικασία ανακτήσεως των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων·

–        στο ότι η δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν, επιβληθείσα το 2015 λόγω ελλείψεων του συστήματος ελέγχου, συνδέεται ενίοτε με καταστάσεις προγενέστερες του έτους 2000, βάσει διαπιστώσεων που φέρεται να έγιναν για πρώτη φορά το 2011, με αποτέλεσμα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας· υποστηρίζει επίσης ότι η διόρθωση επάγεται δυσανάλογα υψηλό βάρος και παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της εντός ευλόγου χρόνου δράσεως κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών·

–        σε έλλειψη αιτιολογίας και σε προφανή πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις προβαλλόμενες καθυστερήσεις στη διαδικασία εισπράξεως με συμψηφισμό μεταξύ ταμείων·

–        σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από την Επιτροπή του άρθρου 32, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 1290/2005, όσον αφορά, αφενός, τον υπολογισμό των τόκων που εκκαθαρίστηκαν σύμφωνα με τον κανόνα ότι οι οικονομικές συνέπειες της μη ανακτήσεως βαρύνουν κατά το ήμισυ το εμπλεκόμενο κράτος μέλος και κατά το άλλο ήμισυ τον προϋπολογισμό της Ένωσης (στο εξής: κανόνας επιμερισμού) και, αφετέρου, σε μη αναγραφή τους στους πίνακες του παραρτήματος III του κανονισμού (EK) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1290/2005 σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2006, L 171, σ. 90), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1034/2008 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 279, σ. 13)·

–        σε σφάλματα σχετικά με διάφορες μεμονωμένες περιπτώσεις.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

20      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, προς στήριξη του πρώτου λόγου, ότι η κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση που επιβλήθηκε εν προκειμένω στερείται νομίμου βάσεως. Συγκεκριμένα, οι διαπιστωθείσες παρατυπίες δεν αφορούσαν ελλείψεις σχετικές με τους ελέγχους επιλεξιμότητας των δαπανών, σχετικά με τις οποίες μπορούν να επιβληθούν διορθώσεις κατ’ αποκοπήν δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005, αλλά τη μεταγενέστερη διαχείριση των παράτυπων πληρωμών, για τις οποίες δεν μπορούν να επιβληθούν παρά ειδικές διορθώσεις δυνάμει των άρθρων 32 και 33 του ίδιου κανονισμού. Μόνον όμως το άρθρο 31, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού έχει εφαρμογή στις ειδικές περιπτώσεις παρατυπιών περί των οποίων γίνεται λόγος στα προαναφερθέντα άρθρα 32 και 33, δεδομένου ότι τα ως άνω άρθρα παραπέμπουν ρητώς σε αυτό. Η κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση διέπεται αποκλειστικά από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005, που δεν έχει εφαρμογή στις παρατυπίες οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των άρθρων 32 και 33 του εν λόγω κανονισμού. Το γράμμα του άρθρου 31, παράγραφοι 4 και 5, του ίδιου κανονισμού επιρρωννύει την ως άνω ανάλυση. Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται επίσης τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, περίπτωση iii, του κανονισμού 1290/2005 και των αιτιολογικών σκέψεων 25 και 26 του κανονισμού αυτού.

21      Επιπλέον, το έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, υπό τον τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον υπολογισμό των δημοσιονομικών επιπτώσεων κατά την προετοιμασία της αποφάσεως εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), αφορά, κατά την προσφεύγουσα, αποκλειστικά τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005, όπως επισημαίνεται στη νομολογία, ιδίως στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T-588/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:688, σκέψη 98). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έχει αυτοπεριοριστεί κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας και δεν είναι δυνατή η επιβολή εν προκειμένω της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως με την προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμα και αν αποδειχθούν οι επίμαχες παρατυπίες.

22      Υπογραμμίζοντας τον εξαιρετικό χαρακτήρα της προσφυγής σε δημοσιονομικές διορθώσεις κατ’ αποκοπήν, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, είναι απολύτως δυνατός ο προσδιορισμός του πραγματικού ύψους των μη ανακτηθέντων ποσών, ιδίως χάρη στους πίνακες που προβλέπονται στο παράρτημα III του κανονισμού 885/2006, τους οποίους κοινοποιούν στην Επιτροπή τα κράτη μέλη, λόγος για τον οποίο η μέθοδος των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων καθίσταται άνευ αντικειμένου.

23      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι, αν ήταν ορθή η ερμηνεία και η εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων από την Επιτροπή, θα ήταν επίσης δυνατή η επιβολή κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ή των παραβάσεων κράτους μέλους, που αποτελούν την περίπτωση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 31, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005.

24      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

25      Η εξέταση του πρώτου λόγου προϋποθέτει την εξακρίβωση, πρώτον, του αν η Επιτροπή διαθέτει νομική βάση για να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν σε περίπτωση διαπιστώσεως παρατυπιών βάσει των άρθρων 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005 και, δεύτερον, σε περίπτωση που όντως διαθέτει, του αν η επιβολή μιας τέτοιας διορθώσεως ήταν εν προκειμένω δικαιολογημένη λαμβανομένων υπόψη των διαπιστωθεισών ελλείψεων.

26      Προκαταρκτικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, εν προκειμένω, η δράση της Επιτροπής, από τους ελέγχους βάσει εγγράφων και τους επιτόπιους ελέγχους τους οποίους διενήργησε από το 2009 μέχρι την εκ μέρους της ανάλυση της γνώμης του οργάνου συμβιβασμού, εκδοθείσας στις 19 Οκτωβρίου 2013, διεπόταν από τον κανονισμό 1290/2005, ο οποίος ίσχυε τότε. Στην αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρθηκε επίσης στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 352/78, (ΕΚ) 165/94, (ΕΚ) 2799/98, (ΕΚ) 814/2000, (ΕΚ) 1290/2005 και (ΕΚ) 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549), εφαρμοστέου από 1ης Ιανουαρίου 2015 δυνάμει του άρθρου 121, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού. Το άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013, óμως, επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 και το αναπτύσσει. Ως εκ τούτου, και στο μέτρο που οι διάδικοι στηρίζουν τα επιχειρήματά τους στον τελευταίο αυτό κανονισμό, αρκεί, προς επίλυση της παρούσας διαφοράς, να εξεταστούν οι κρίσιμες διατάξεις του κανονισμού 1290/2005.

27      Η δυνατότητα επιβολής κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως προκύπτει από την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει η Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφασίζει «τι ποσά πρέπει να αποκλειστούν από την […] χρηματοδότηση» [της Ένωσης], εφόσον διαπιστώσει ότι «δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο άρθρο 4 δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους […] κανόνες [της Ένωσης]» και προβλέπουν την εξουσία της να εκτιμήσει «τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε, […] λαμβάν[οντας] υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η [Ένωση]» (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψεις 150 έως 154 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι έχει αναγνωρισθεί ότι ο μηχανισμός της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως και τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-332/01, EU:C:2004:496, σκέψη 70· της 7ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-153/01, EU:C:2004:589, σκέψη 73, και της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 155), καθόσον διόρθωση αποφασιζόμενη από την Επιτροπή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές αποσκοπεί στην αποφυγή της επιβαρύνσεως του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ με ποσά που δεν χρησιμοποιήθηκαν προς χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης και δεν αποτελεί κύρωση (αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-214/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:130, σκέψη 136, και της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 175). Κατά τη νομολογία, με τα καθοριζόμενα στις κατευθυντήριες γραμμές κατ’ αποκοπήν ποσοστά καθίστανται δυνατές η τήρηση του δικαίου της Ένωσης και συγχρόνως η αποτελεσματική διαχείριση των πόρων της Ένωσης, καθώς και η αποφυγή της εκ μέρους της Επιτροπής ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειάς της κατά τρόπο που να συνεπάγεται για τα κράτη μέλη υπέρμετρες και δυσανάλογες διορθώσεις (αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-181/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:331, σκέψη 234, και της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 175).

29      Όσον αφορά το ζήτημα αν υφίσταται νομική βάση που να παρέχει τη δυνατότητα προσφυγής σε δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν για τις παρατυπίες περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005, πρέπει να σημειωθεί ότι καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού, ειδικότερα τα άρθρα 31 έως 33, δεν αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού στις παρατυπίες περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού αυτού.

30      Ασφαλώς, τα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005 αναφέρονται στο άρθρο 31 του ίδιου κανονισμού μόνο προς μνεία της υποχρεώσεως της Επιτροπής να ακολουθεί «τη διαδικασία του άρθρου 31, παράγραφος 3» του εν λόγω κανονισμού όταν η ίδια, κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω άρθρων 32 και 33, αποφασίζει «να καταλογίσει τα προς ανάκτηση ποσά στο κράτος μέλος» (άρθρο 32, παράγραφος 4, και άρθρο 33, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005) ή «να αποκλείσει από τη […] χρηματοδότηση [της Ένωσης] τα ποσά που έχουν καταλογιστεί στον […] προϋπολογισμό [της Ένωσης]» (άρθρο 32, παράγραφος 8, του κανονισμού 1290/2005). Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η διάταξη αυτή, αμιγώς διαδικαστικής φύσεως, προβλέπει ότι, «[π]ριν από κάθε απόφαση απόρριψης της χρηματοδότησης, τα αποτελέσματα των ελέγχων της Επιτροπής και οι απαντήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κοινοποιούνται εγγράφως και, κατόπιν, τα δύο μέρη επιχειρούν να καταλήξουν σε συμφωνία για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν», και ότι, «[ε]άν δεν επιτευχθεί συμφωνία, το κράτος μέλος δύναται να ζητήσει, εντός τεσσάρων μηνών, την έναρξη διαδικασίας συμβιβασμού των αντίστοιχων θέσεων. Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής ανακοινώνονται με έκθεση προς την Επιτροπή, η οποία τα εξετάζει, πριν αποφασίσει να απορρίψει ενδεχομένως τη χρηματοδότηση». Αυτή ακριβώς είναι η διαδικασία που εφαρμόστηκε εν προκειμένω.

31      Εντούτοις, το γεγονός ότι τα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005 παραπέμπουν ρητώς μόνο στο άρθρο 31, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού δεν σημαίνει ότι η προσφυγή σε δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν αποκλείεται στην περίπτωση των παρατυπιών που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα 32 και 33.

32      Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 31, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005 προκύπτει ότι το άρθρο 31, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού «δεν εφαρμόζεται στις οικονομικές συνέπειες που προκύπτουν από τις παρατυπίες που αναφέρονται στα άρθρα 32 και 33», πράγμα το οποίο συνεπάγεται, a contrario, ότι οι λοιπές παράγραφοι του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, συμπεριλαμβανομένης της παραγράφου 2, μπορούν να τύχουν εφαρμογής στις παρατυπίες περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 32 και 33 του ίδιου κανονισμού.

33      Η ερμηνεία αυτή είναι, άλλωστε, σύμφωνη προς τον μνημονευόμενο στις αιτιολογικές σκέψεις 25 και 26 του κανονισμού 1290/2005 σκοπό της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, που συνιστά τη βάση των κανόνων ελέγχου της ορθής εκτελέσεως του προϋπολογισμού των γεωργικών ταμείων τα οποία προβλέπει ο τίτλος IV του εν λόγω κανονισμού, μέρος του οποίου αποτελούν τα άρθρα 31 έως 33. Πράγματι, ο αποκλεισμός της δυνατότητας επιβολής δημοσιονομικής διορθώσεως κατ’ αποκοπήν θα είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, να στερήσει την Επιτροπή από κάθε μέσο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στις περιπτώσεις που δεν είναι σε θέση να υπολογίσει με ακρίβεια τα ποσά που δεν πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον προϋπολογισμό της Ένωσης στο πλαίσιο των άρθρων 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005, και μάλιστα για τον λόγο ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν της έχει παράσχει τις αναγκαίες προς τούτο πληροφορίες, και, αφετέρου, να παράσχει στο μη συμμορφούμενο προς τις υποχρεώσεις του κράτος μέλος τη δυνατότητα να απαλλαγεί από αυτές, έτσι ώστε να αντλεί πλεονεκτήματα από τις δικές του παραλείψεις.

34      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, όταν εφαρμόζονται τα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005 δεν απαγορεύεται αυτή καθαυτήν η προσφυγή σε δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν.

35      Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να κλονίσει το εν λόγω συμπέρασμα.

36      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας που μνημονεύεται στη σκέψη 23 ανωτέρω, το οποίο στηρίζεται στο ότι, αν ήταν δυνατή η επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως κατ’ αποκοπήν όσον αφορά τις δημοσιονομικές συνέπειες των παρατυπιών περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005, τότε θα ήταν επίσης δυνατή στην περίπτωση που μνημονεύεται στο άρθρο 31, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και τις παραβάσεις κράτους μέλους, αρκεί να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη από την τελευταία αυτή διάταξη περίπτωση μη εφαρμογής έχει ως αντικείμενο να διευκρινίσει ότι η προθεσμία των 24 μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού προφανώς δεν έχει εφαρμογή στις διαδικασίες που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις και τις παραβάσεις κράτους μέλους, οι οποίες δεν εμπίπτουν στον κανονισμό 1290/2005.

37      Δεύτερον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, περίπτωση iii, του κανονισμού 1290/2005 και οι αιτιολογικές σκέψεις 25 και 26 του κανονισμού αυτού, που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, χωρίς ωστόσο να προβάλλει ειδικά επιχειρήματα στηριζόμενα στις εν λόγω διατάξεις, δεν φαίνεται να συνδέονται συγκεκριμένα με το ζήτημα της νομικής βάσεως της επιβληθείσας εν προκειμένω δημοσιονομικής διορθώσεως κατ’ αποκοπήν και, επομένως, δεν ασκούν επιρροή επί του ζητήματος αυτού.

38      Τρίτον, ούτε τα επιχειρήματα τα οποία η Ελληνική Δημοκρατία αντλεί από τις κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να γίνουν δεκτά.

39      Συναφώς, πρέπει, καταρχάς, να διευκρινιστεί ότι καμία διάταξη των κατευθυντήριων γραμμών δεν αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 στις δημοσιονομικές συνέπειες των παρατυπιών περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 32 και 33 του εν λόγω κανονισμού. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές «περιορίζονται στον καθορισμό της μεθόδου και των παραμέτρων που η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό των ποσών που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση, βάσει των προβλεπομένων στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 κριτηρίων» (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-588/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:688, σκέψη 98).

40      Περαιτέρω, από το παράρτημα 2 των κατευθυντήριων γραμμών προκύπτει ότι, όταν είναι αδύνατος ο καθορισμός του πραγματικού ύψους των παράτυπων πληρωμών και, ως εκ τούτου, του ποσού της οικονομικής ζημίας που υπέστη η Ένωση, επιβάλλονται κατ’ αποκοπήν διορθώσεις βάσει της εκτιμήσεως του κινδύνου προκλήσεως ζημίας τον οποίο ενέχει για τον προϋπολογισμό της Ένωσης η διενέργεια πλημμελών ελέγχων. Μια τέτοια, óμως, αδυναμία προσδιορισμού του ακριβούς ποσού των παράτυπων πληρωμών μπορεί να επέλθει τόσο στο πλαίσιο των ελέγχων επιλεξιμότητας των δαπανών όσο και στο πλαίσιο των ελέγχων σχετικά με την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, τούτο δε, όπως ορίζουν οι ίδιες οι κατευθυντήριες γραμμές, «από την ίδια τη φύση του εκ των υστέρων ελέγχου».

41      Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν έχουν εφαρμογή στις παρατυπίες περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005, αυτή και μόνον η περίσταση δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να καταστήσει άνευ νομικής βάσεως την προσφυγή σε μια τέτοια κατ’ αποκοπήν διόρθωση, δεδομένου ότι η ερμηνεία των εν λόγω παρατυπιών δεν μπορεί να αντιφάσκει προς την ερμηνεία του παραγώγου δικαίου. Η Επιτροπή, óμως, θέσπισε τον μηχανισμό της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές βάσει του ίδιου του κανονισμού 1290/2005 και, ειδικότερα, βάσει της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που αυτός παρέχει στην Επιτροπή (βλ. σκέψεις 27 και 28 ανωτέρω).

42      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι υφίστατο συναφώς νομική βάση, ήτοι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005, που παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιβάλλει δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν για τις δημοσιονομικές συνέπειες των παρατυπιών που διαπιστώνονταν στο πλαίσιο των άρθρων 32 και 33 του εν λόγω κανονισμού όταν δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το ακριβές ύψος των μη ανακτηθέντων ποσών. Η ίδια συλλογιστική μπορεί πλέον να ακολουθηθεί, εξάλλου, και όσον αφορά το άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013, καθόσον μάλιστα το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων κατ’ αποκοπήν «όταν, λόγω της φύσης της περίπτωσης ή επειδή το κράτος μέλος δεν διαβίβασε στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες, δεν είναι εφικτό, με μια λογική προσπάθεια, να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση».

43      Στη συνέχεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν η επιβολή της διορθώσεως αυτής ήταν δικαιολογημένη εν προκειμένω υπό το πρίσμα των διαπιστωθεισών ελλείψεων (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω).

44      Πρέπει να υπομνησθεί εξαρχής η υποχρέωση των κρατών μελών να ενημερώνουν την Επιτροπή, όσον αφορά τόσο τις δαπάνες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ όσο και εκείνες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ. Έτσι, τόσο το άρθρο 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005 όσο και το άρθρο 33, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού ορίζουν ότι, κατά «τη διαβίβαση των ετήσιων λογαριασμών, που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο iii, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή ανακεφαλαιωτική κατάσταση των διαδικασιών ανάκτησης που κίνησαν κατόπιν παρατυπιών, με ανάλυση των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά διοικητική ή/και δικαστική διαδικασία και έτος της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξης με την οποία διαπιστώθηκε η παρατυπία». Επιπλέον, από το άρθρο 32, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005 προκύπτει ότι «[τ]α κράτη μέλη διατηρούν στη διάθεση της Επιτροπής την αναλυτική κατάσταση των επιμέρους διαδικασιών ανάκτησης και των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί».

45      Όπως, όμως, επισήμανε το όργανο συμβιβασμού στο σημείο 6.2 της από 19 Οκτωβρίου 2013 γνώμης του, «οι ελληνικές αρχές δεν προσκόμισαν πίνακα των περιπτώσεων στις οποίες δεν είχαν τηρηθεί οι προθεσμίες». Έτσι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία στο σημείο 32 του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει επακριβώς τα μη ανακτηθέντα ποσά, διότι το κράτος μέλος αυτό δεν είχε συμπληρώσει δεόντως τους πίνακες του παραρτήματος III του κανονισμού 885/2006, καίτοι κλήθηκε επανειλημμένως από την Επιτροπή να το πράξει. Η ως άνω παράλειψη, όπως τούτο προκύπτει από το σημείο 19.6.3 της συνοπτικής εκθέσεως, περιλαμβάνεται μεταξύ των βασικών ελέγχων που «δεν είχαν διενεργηθεί ή διενεργούνταν τόσο αραιά ώστε να είναι εντελώς ακατάλληλοι για την επιβολή κυρώσεων λόγω των παρατυπιών σύμφωνα με τις επιταγές [που προκύπτουν από την ισχύουσα ρύθμιση]». Οι ως άνω βασικοί έλεγχοι συνίσταντο σε κατάλληλες διαδικασίες και ελέγχους με σκοπό την επιβεβαίωση του ότι, πρώτον, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά εντοπίζονταν, ανακτώνταν και επιστρέφονταν εγκαίρως στα ταμεία, δεύτερον, του ότι οι λογιστικές εγγραφές και τα δεδομένα σχετικά με τη διαχείριση των στοιχείων ήταν ακριβή και, τρίτον, του ότι το βιβλίο οφειλετών και το παράρτημα III του κανονισμού 885/2006 ήταν πλήρη.

46      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, η έλλειψη βασικών ελέγχων ή η ατελής ή σποραδική διενέργειά τους μπορεί να δικαιολογεί την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως κατ’ αποκοπήν.

47      Ως εκ τούτου, καθόσον από τους διεξαχθέντες το 2009 ελέγχους είχε διαπιστωθεί, κατά την εξέταση διαφόρων ατομικών φακέλων, επανειλημμένα έλλειψη ή καθυστέρηση εισπράξεως των σχετικών οφειλών προς τα ταμεία, η Επιτροπή βασίμως είχε υπόνοιες ότι παρόμοια κενά υπήρχαν όσον αφορά το σύνολο των φακέλων και, επομένως, με γνώμονα τις κατευθυντήριες γραμμές, εφόσον δεν ήταν δυνατό να εκτιμηθεί επακριβώς η ζημία σε βάρος της Ένωσης, επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, όσον αφορά τους διενεργούμενους από κράτος μέλος ελέγχους, απόφαση της 24ης Απριλίου 2008, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-418/06 P, EU:C:2008:247, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

49      Η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της δράσεως εντός ευλόγου χρόνου κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών επειδή παρήλθε διάστημα άνω του έτους μεταξύ, αφενός, του επιτόπιου ελέγχου της Επιτροπής, που διενεργήθηκε από τις 8 έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2009, μετά τον οποίο απεστάλη η επιστολή παρατηρήσεων της 4ης Ιανουαρίου 2010, στο παράρτημα της οποίας αναφερόταν ότι εζητείτο από τον ΟΠΕΚΕΠΕ να προβεί σε κατάλληλους ελέγχους με σκοπό την αύξηση των δυνατοτήτων ανακτήσεως, και, αφετέρου, της από 14 Μαρτίου 2011 κλήσεως στη διμερή σύσκεψη της 1ης Απριλίου 2011, το παράρτημα 1 της οποίας περιελάμβανε αίτημα στις «ελληνικές αρχές να παράσχουν λεπτομέρειες για όλες τις υποθέσεις που επισημαίνονται στο παράρτημα III/2006-2009, για τις οποίες μεσολάβησε περισσότερο από ένα έτος μεταξύ της πρώτης διαπίστωσης (δηλαδή από την πρώτη κοινοποίηση της παρατυπίας) και της έκδοσης εντολής ανάκτησης».

50      Aπαντώντας στα στοιχεία που μνημονεύονται στα πρακτικά της εν λόγω διμερούς συσκέψεως και κατά τα οποία οι επισημανθείσες καθυστερήσεις προφανέστατα είχαν σημειωθεί πριν από το έτος 2000, εξ ου και η περιλαμβανόμενη στα ως άνω πρακτικά πρόσκληση προς τις ελληνικές αρχές να καταθέσουν με τη μορφή πίνακα κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες, αφενός, παρήλθαν πάνω από τέσσερα έτη μεταξύ της ημερομηνίας της εκθέσεως ελέγχου και της ημερομηνίας της πρώτης διαπιστώσεως και, αφετέρου, είχε παρέλθει διάστημα άνω του έτους μεταξύ της ημερομηνίας της πρώτης διαπιστώσεως και εκείνης της διαταγής ανακτήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ δήλωσε, με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, ότι η σύνταξη του ζητούμενου πίνακα θα απαιτούσε διάστημα τριών επιπλέον μηνών και την εξέταση περίπου 4 500 φακέλων και ότι, κατ’ αυτόν, αφού δεν είχε υπάρξει παράβαση της ρυθμίσεως της Ένωσης, δεν χρειαζόταν να συνταχθεί τέτοιος πίνακας. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η έλλειψη απαντήσεως της Επιτροπής στο έγγραφο αυτό ερμηνεύθηκε ως αποδοχή του ότι δεν υπήρχε ανάγκη συντάξεως του εν λόγω πίνακα, λόγος για τον οποίο αδυνατεί να κατανοήσει την πρόταση της Επιτροπής στην κοινοποίηση, δεκαέξι μήνες αργότερα, να επιβάλει δημοσιονομική κατ’ αποκοπήν διόρθωση για τις προβαλλόμενες καθυστερήσεις.

51      Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει, τέλος, ότι η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε δύο έτη μετά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού. Εκτιμά, επομένως, ότι η Επιτροπή επέδειξε μακρά και αδικαιολόγητη αδράνεια, ότι η δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν είναι δυσανάλογα αυστηρή αντίδραση στο έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ της 12ης Σεπτεμβρίου 2011 και ότι, μη απαντώντας σε εύθετο χρόνο στο περιλαμβανόμενο στο έγγραφο αυτό αίτημα να δοθεί περισσότερος χρόνος, η Επιτροπή τής δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν θα επανερχόταν επί του εν λόγω ζητήματος. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η σιωπή που τήρησε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα το θεσμικό αυτό όργανο της στέρησε τη δυνατότητα να καταρτίσει τους ζητούμενους πίνακες, λόγω της παρόδου του ευλόγου χρόνου. Κατά συνέπεια, η ίδια η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ενέργειας εντός ευλόγου χρόνου, καθώς και τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.

52      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

53      Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση ενέργειας εντός ευλόγου χρόνου κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης και η οποία επαναλαμβάνεται ως συστατικό στοιχείο της αρχής της χρηστής διοικήσεως στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2006, Angeletti κατά Επιτροπής, T-394/03, EU:T:2006:111, σκέψη 162· της 7ης Ιουνίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-267/07, EU:T:2013:305, σκέψη 61, και της 11ης Νοεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-550/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:835, σκέψη 27).

54      Η εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως στον τομέα των γεωργικών ταμείων συνεπάγεται ότι, κατά την κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία, παρέχονται στο κράτος μέλος όλες οι απαιτούμενες για τη διατύπωση της απόψεώς του εγγυήσεις. Η υπέρβαση του ευλόγου χρόνου όμως δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως αποφάσεως σχετικής με την εκκαθάριση των λογαριασμών παρά μόνον όταν αποδεικνύεται ότι έθιξε τις εγγυήσεις αυτές. Πέραν της ειδικής αυτής περιπτώσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως λήψεως αποφάσεως εντός ευλόγου χρόνου δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας (βλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-550/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:835, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε τις πληροφορίες που ζήτησε η Επιτροπή στο παράρτημα 1 του εγγράφου προσκλήσεως της 14ης Μαρτίου 2011 ενόψει της διμερούς συσκέψεως της 1ης Απριλίου 2011. Ενώ το αίτημα αυτό επαναλήφθηκε στα πρακτικά της 12ης Ιουλίου 2011, στα οποία επισυνάφθηκαν πίνακες που έπρεπε να συμπληρωθούν –πράγμα το οποίο όπως φαίνεται αποτελεί ένδειξη του ότι, μεταξύ 14ης Μαρτίου και 12ης Ιουλίου 2011, η Ελληνική Δημοκρατία, αντί να προχωρήσει στις σχετικές έρευνες, δεν απέδειξε ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της–, μόνη απάντηση υπήρξε η αποστολή ενός εγγράφου του ΟΠΕΚΕΠΕ, της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, που μνημονεύεται στα υπομνήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και το οποίο αναφέρει ότι οι ζητούμενες έρευνες απαιτούσαν επιπλέον χρόνο τουλάχιστον τριών μηνών και δεν φαίνονταν αναγκαίες, επειδή οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες ήταν νόμιμες.

56      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, αμέσως μετά την πρόσκληση στη διμερή σύσκεψη, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού και κατόπιν αυτής, δηλαδή πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ίδια ήταν πάντοτε σε θέση να προσκομίσει τις ζητούμενες πληροφορίες. Επομένως, προκύπτει ότι, στην πράξη, η Ελληνική Δημοκρατία είχε χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο των τριών επιπλέον μηνών που είχε ζητήσει ο ΟΠΕΚΕΠΕ με το έγγραφό του της 12ης Σεπτεμβρίου 2011. Έτσι, παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών μεταξύ της συντάξεως των πρακτικών της 12ης Ιουλίου 2011 και του εγγράφου της 17ης Ιουλίου 2015, στο οποίο η Επιτροπή διατύπωσε τη θέση της λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα στοιχεία που είχαν περιέλθει σε γνώση της, όπως τούτο σημειώθηκε στη σκέψη 6 ανωτέρω. Επιπλέον, επανειλημμένα επιστήθηκε η προσοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ανάγκη να προσκομίσει τις εν λόγω πληροφορίες, ιδίως με την κοινοποίηση, κατόπιν της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε την κίνηση της διαδικασίας συμβιβασμού, αλλά και από το ίδιο το όργανο συμβιβασμού, το οποίο, στο σημείο 6.1 της γνώμης του, ανέφερε ότι «καλ[ούσε] τις αρχές να διαβιβάσουν σύντομα τις κρίσιμες επί του ζητήματος πληροφορίες στις υπηρεσίες».

57      Κατά συνέπεια, οι καθυστερήσεις τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία καταλογίζει στην Επιτροπή απορρέουν σε μεγάλο βαθμό από τη δική της απραξία, καθόσον, στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, το κράτος μέλος αυτό δεν συνεργάστηκε με την Επιτροπή επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, T-196/01, EU:T:2003:249, σκέψη 238, και της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-33/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:195, σκέψη 237).

58      Ως εκ τούτου, εν πάση περιπτώσει, τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ουδόλως εθίγησαν από τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Τούτο αρκεί προς απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως καθόσον αφορά την υπέρβαση του ευλόγου χρόνου κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας.

59      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από φερόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, για τον λόγο ότι η επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση προκάλεσε δυσανάλογο φόρτο εργασίας, πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 32, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, «[τ]α κράτη μέλη διατηρούν στη διάθεση της Επιτροπής την αναλυτική κατάσταση των επιμέρους διαδικασιών ανάκτησης και των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί». Ομοίως, το παράρτημα III του κανονισμού 885/2006 περιλαμβάνει πίνακες τους οποίους εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να συμπληρώνει, πράγμα το οποίο δεν έπραξε η Ελληνική Δημοκρατία ή έπραξε μόνον αποσπασματικά, σε βαθμό ώστε η Επιτροπή να διαπιστώσει εξ αυτού έλλειψη αφορώσα βασικό έλεγχο (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω).

60      Δεν είναι επίσης βάσιμη η αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες την υποχρέωναν να προβεί σε έρευνες ανατρέχουσες στο απώτερο παρελθόν. Πράγματι, αφενός, οι επίμαχες παρατυπίες ή παραλείψεις ήταν δυνατό να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 32 και 33 του κανονισμού 1290/2005. Αφετέρου, το άρθρο 9 του κανονισμού 885/2006, που επιγράφεται «Φύλαξη λογιστικών στοιχείων», ορίζει, στην παράγραφο 3, ότι, «[σ]ε περίπτωση παρατυπιών ή παραλείψεων, τα παραστατικά […] πρέπει να φυλάσσονται στη διάθεση της Επιτροπής τουλάχιστον επί τρία έτη μετά από το έτος κατά το οποίο τα ποσά ανακτώνται πλήρως από τον δικαιούχο και πιστώνονται στο ΕΓΤΕ ή στο ΕΓΤΑΑ, ή κατά το οποίο καθορίζονται οι οικονομικές επιπτώσεις της μη ανάκτησης βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 5, ή του άρθρου 33, παράγραφος 8, του κανονισμού […] 1290/2005». Ως εκ τούτου, από τις ως άνω διατάξεις απορρέει ότι, αν η Ελληνική Δημοκρατία είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις της στον τομέα αυτό, η συλλογή των ζητηθεισών πληροφοριών δεν θα είχε προκαλέσει υπέρμετρο φόρτο εργασίας.

61      Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να στηρίξει με συγκεκριμένα στοιχεία το επιχείρημά της περί του υπέρμετρου φόρτου εργασίας που ισχυρίζεται ότι προκαλούσαν οι ζητηθείσες πληροφορίες και, ειδικότερα, να διευκρινίσει ποια αποδεικτικά στοιχεία αντιμετώπισε δυσχέρειες να συλλέξει, καθώς και τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν πλέον δυνατό να συγκεντρώσει τα εν λόγω στοιχεία (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-550/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:835, σκέψη 34).

62      Περαιτέρω, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αναμφισβήτητα ουδέποτε κατά τη διαδικασία η Επιτροπή παρέσχε στην Ελληνική Δημοκρατία συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που να πληρούν τις απαιτούμενες από τη νομολογία προϋποθέσεις για να μπορεί βασίμως να γίνει επίκληση της εν λόγω αρχής. Το γεγονός απλώς και μόνον ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στο έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ της 12ης Σεπτεμβρίου 2011 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως συγκεκριμένη διαβεβαίωση εκ μέρους του θεσμικού αυτού οργάνου ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σχετικά με τη μη επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως στην Ελληνική Δημοκρατία, καθόσον μάλιστα η Επιτροπή επανέλαβε στη συνέχεια επανειλημμένα τις αιτήσεις της προς παροχή πληροφοριών.

63      Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει την παραβίαση αυτή αυτοτελώς, αλλά από κοινού με την αρχή του ευλόγου χρόνου (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-550/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:835, σκέψη 25), οπότε η απόρριψη του δευτέρου λόγου όσον αφορά τη μη τήρηση του ευλόγου χρόνου κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην απόρριψη και των λοιπών αιτιάσεων.

64      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος δεν μπορεί παρά να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

65      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την ορθότητα της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως όσον αφορά τον προβαλλόμενο μη συμψηφισμό των οφειλών μεταξύ γεωργικών ταμείων και θεωρεί, στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου, παράνομο το έρεισμα της εν λόγω διορθώσεως, που στηρίζεται στην υποχρέωση αναγραφής των τόκων στους πίνακες τους οποίους προβλέπει το παράρτημα III του κανονισμού 885/2006.

66      Επιβάλλεται η διαπίστωση, συναφώς, ότι από την κοινοποίηση προκύπτει ρητώς ότι η κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση 10 % που προτείνεται στο σημείο 1.1 του παραρτήματός της λόγω των καθυστερήσεων στη διαδικασία εισπράξεως «καλύπτει επίσης τον κίνδυνο για το Ταμείο που περιγράφεται στο σημείο 1.2. (Συμψηφισμός) και στο σημείο 1.3 (Αναγραφή τόκων στο παράρτημα III [του κανονισμού 885/2006])». Διευκρινίζεται, ακόμη, στο σημείο 1.2 in fine του παραρτήματος της κοινοποιήσεως, ότι, «[σ]υνεπώς, δεν προτ[άθηκε] επιπλέον διόρθωση» λόγω ελλείψεως ειδικής διαδικασίας συμψηφισμού μεταξύ των ταμείων. Η ίδια συλλογιστική ακολουθείται όσον αφορά την έλλειψη μνείας των τόκων στους πίνακες του παραρτήματος III του κανονισμού 885/2006, καθόσον η Επιτροπή αναφέρει, στο σημείο 1.3 in fine του παραρτήματος της κοινοποιήσεως, ότι η σχετική διόρθωση «καλύπτεται από την κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % που προτείνεται στο σημείο 1.1 (Καθυστερήσεις στη διαδικασία ανάκτησης)».

67      Το έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2015 περιλαμβάνει επίσης ένα παράρτημα που συνοψίζει τη θέση της Επιτροπής μετά την παρέμβαση του οργάνου συμβιβασμού. Το παράρτημα αυτό υπογραμμίζει, στο σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, ότι «η κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση ύψους 10 % που προτείνεται στο σημείο A (Καθυστερήσεις στη διαδικασία ανάκτησης) καλύπτει επίσης τα σημεία B και Γ (Συμψηφισμός [μεταξύ ταμείων] και Παροχή στοιχείων για στον πίνακα του παραρτήματος III [του κανονισμού 885/2006])». Η ίδια διατύπωση χρησιμοποιείται στη συνοπτική έκθεση, στο σημείο 19.6.5, δεύτερη περίπτωση, in fine.

68      Αυτός ο τρόπος προσεγγίσεως είναι εξάλλου σύμφωνος προς τις κατευθυντήριες γραμμές, κατά τις οποίες, σε περίπτωση στην οποία διαπιστώνονται πλείονες πλημμέλειες στο ίδιο σύστημα, οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις δεν είναι σωρευτικές, αλλά λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότερη πλημμέλεια ως ενδεικτική των κινδύνων που ενέχει το σύστημα ελέγχου στο σύνολό του.

69      Κατά συνέπεια, από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει σαφώς ότι οι δύο ελλείψεις που αποτελούν το αντικείμενο του τρίτου και του τετάρτου λόγου δεν οδήγησαν σε καμία αύξηση της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως 10 % που επιβλήθηκε λόγω των καθυστερήσεων κατά την είσπραξη των οφειλών. Επομένως, από την εξέταση του τρίτου και του τετάρτου λόγου δεν προκύπτουν στοιχεία που να επηρεάζουν το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

70      Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο μέτρο που ορισμένα σημεία του αιτιολογικού μιας αποφάσεως είναι, αφεαυτών, ικανά να δικαιολογήσουν επαρκώς από νομικής απόψεως την απόφαση, οι πλημμέλειες τις οποίες ενδεχομένως πάσχουν άλλα σημεία του αιτιολογικού της πράξεως δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο διατακτικό της. Επιπλέον, εφόσον το διατακτικό αποφάσεως της Επιτροπής ερείδεται επί πλειόνων συλλογισμών έκαστος των οποίων θα αρκούσε από μόνος του να στηρίξει το διατακτικό αυτό, η ακύρωση της εν λόγω πράξεως επιβάλλεται, καταρχήν, μόνον εάν έκαστο των ερεισμάτων αυτών πάσχει έλλειψη νομιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, σφάλμα ή άλλη παρανομία που επηρεάζει ένα μόνον έρεισμα της συλλογιστικής δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως, εφόσον το σφάλμα αυτό δεν άσκησε καθοριστική επιρροή ως προς το διατακτικό στο οποίο κατέληξε το όργανο που εξέδωσε την απόφαση (διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Castiglioni κατά Επιτροπής, T-591/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:94, σκέψη 44· αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T-1/12, EU:T:2015:17, σκέψη 73, και της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T-437/14, EU:T:2016:577, σκέψη 73).

71      Κατά συνέπεια, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

72      Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή αφορά εννέα μεμονωμένες περιπτώσεις, προβάλλοντας όσον αφορά καθεμία από αυτές διάφορες αιτιάσεις, οι οποίες θα εξετασθούν κατά περίπτωση.

–       Η περίπτωση της Φθιωτικής Βαμβακουργίας (υπόθεση 163981)

73      Όσον αφορά την περίπτωση της Φθιωτικής Βαμβακουργίας, η Επιτροπή προέβη σε διόρθωση ύψους 279 013,86 ευρώ. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και μαρτυρεί εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθόσον δεν υπήρξε υπέρβαση των προθεσμιών που ορίζει το άρθρο 32 του κανονισμού 1290/2005.

74      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν είναι βάσιμες.

75      Όσον αφορά την προβαλλόμενη ανεπαρκή αιτιολογία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, η νομολογία διευκρινίζει ότι οι αποφάσεις περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν απαιτούν λεπτομερή αιτιολογία, καθόσον λαμβάνονται βάσει της συνοπτικής εκθέσεως ή των συνοπτικών εκθέσεων καθώς και βάσει της αλληλογραφίας μεταξύ του κράτους μέλους και Επιτροπής, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η ενδιαφερόμενη κυβέρνηση έχει λάβει ενεργό μέρος στη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως και γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν πρέπει να επιβαρύνει το ΕΓΤΕ ή το ΕΓΤΑΑ με τα επίμαχα ποσά (αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-130/99, EU:C:2002:192, σκέψη 126· της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T-343/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:468, σκέψεις 76 και 77, και της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Βέλγιο κατά Επιτροπής, T-563/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:951, σκέψη 138). Εν προκειμένω, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει ένα τμήμα ειδικά για την περίπτωση αυτή (υπόθεση 163981), το ποσό της διορθώσεως και την αιτιολογία «Καθυστερήσεις στη διαδικασία ανάκτησης». Περαιτέρω, στο σημείο 1.4.1 του παραρτήματος της κοινοποιήσεως, είχε ήδη γίνει λόγος για εντολή εισπράξεως εκδοθείσα τον Σεπτέμβριο του 2007, τέσσερα περίπου έτη μετά την έκθεση οικονομικού ελέγχου. Τέλος, ενώ η Επιτροπή πρότεινε κατά την ημερομηνία αυτή διόρθωση ύψους 558 027,72 ευρώ, μετέβαλε την άποψή της στο σημείο 2, τρίτη περίπτωση, του παραρτήματος του εγγράφου της 17ης Ιουλίου 2015 και μείωσε κατά το ήμισυ το ποσό αυτό, ήτοι σε 279 013,86 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη αποφάσεως εθνικού πρωτοδικείου της 3ης Σεπτεμβρίου 2013 που ακύρωσε την εντολή ανακτήσεως για το αρχικό ποσό. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι οι ελληνικές αρχές είχαν ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως αυτής και ότι η ως άνω έφεση δεν είχε ακόμη εκδικαστεί, αναφέρθηκε δε στον κανόνα του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη επί του ζητήματος αυτού.

76      Επί της ουσίας, η Επιτροπή προσήψε στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν προέβη σε ανάκτηση των σχετικών ποσών σε εύθετο χρόνο. Κατά την Επιτροπή, η πρώτη διοικητική διαπίστωση έλαβε χώρα στις 24 Δεκεμβρίου 2002, ενώ η διαδικασία ανακτήσεως κινήθηκε μόλις στις 27 Μαΐου 2004 και η πρώτη εντολή ανακτήσεως εκδόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2007. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005, αποτελεί ένδειξη εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, καθόσον δεν υπήρξε υπέρβαση των προθεσμιών που προβλέπει η ως άνω διάταξη. Προβάλλει τη σοβαρότατη διάσταση απόψεων συναφώς μεταξύ του ελληνικού Υπουργείου Γεωργίας και του ΟΠΕΚΕΠΕ.

77      Πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η πρώτη διαπίστωση παρατυπίας δεν ανατρέχει στις 4 Δεκεμβρίου 2003, αλλά στις 24 Δεκεμβρίου 2002, διότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως, η αρμόδια διεύθυνση ελέγχου ανέφερε σαφώς, στις 24 Δεκεμβρίου 2002, ότι δεν αποδεχόταν το λογιστικό αποτέλεσμα της επιχειρήσεως και ότι η επιχείρηση αυτή δεν μπορούσε να έχει παραγάγει την ποσότητα εκκοκισμένου βάμβακος που ισχυρίστηκε ότι παρήγαγε. Η παρασχεθείσα στην ως άνω επιχείρηση δυνατότητα να εκφράσει αργότερα την άποψή της δεν μεταβάλλει τη φύση της εν λόγω διαπιστώσεως. Η διαδικασία ανακτήσεως των σχετικών ποσών κινήθηκε μόλις στις 27 Μαΐου 2004, ενώ το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005 προβλέπει ότι, «[α]φού εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 31 παράγραφος 3, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταλογίσει τα προς ανάκτηση ποσά στο κράτος μέλος, εφόσον […] το κράτος μέλος δεν κίνησε όλες τις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που προβλέπονται από την εθνική [νομοθεσία] και τη [...] νομοθεσία [της Ένωσης] με σκοπό την ανάκτηση των ποσών στη διάρκεια του έτους που ακολουθεί την πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη διαπίστωσης». Εν προκειμένω, óμως, παρήλθαν 17 μήνες μεταξύ της πρώτης πράξεως διοικητικής διαπιστώσεως και της κινήσεως της διαδικασίας προς ανάκτηση των επίμαχων ποσών. Η προσβαλλόμενη απόφαση, επομένως, δεν πάσχει συναφώς έλλειψη νομιμότητας.

78      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί επίσης βασίμως να ισχυριστεί ότι δεν λήφθηκε υπόψη μια απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα), που ακύρωσε την εντολή ανακτήσεως των επίδικων ποσών, καθόσον, όπως τούτο υπομνήσθηκε στη σκέψη 75 ανωτέρω, η Επιτροπή μείωσε για τον λόγο αυτό κατά το ήμισυ το ως άνω ποσό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005 (βλ., επίσης, σημείο 19.6.5, τρίτη περίπτωση, της συνοπτικής εκθέσεως). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά την ως άνω πρώτη ατομική περίπτωση.

–       Η περίπτωση της Αγγελετοπούλου ΑΕΒΕ (υπόθεση 47761)

79      Όσον αφορά την περίπτωση της Αγγελετοπούλου ΑΕΒΕ, η Επιτροπή προέβη σε διόρθωση 452 069,58 ευρώ. Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι η εν λόγω διόρθωση συνιστά παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005 και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, διότι δύο εθνικά δικαστήρια (το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και, στη συνέχεια, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών) είχαν αντιστοίχως ακυρώσει την εντολή ανακτήσεως και, στη συνέχεια, επιβεβαιώσει την ακύρωσή της. Προβάλλεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή υπερέβη την διακριτική της ευχέρεια.

80      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανάλυση αυτή.

81      Στην υπό κρίση περίπτωση, οι διάδικοι συμφωνούν ότι η πρώτη έκθεση ελέγχου συντάχθηκε τον Νοέμβριο του 1994. Η πρώτη διοικητική διαπίστωση έλαβε χώρα μετά από τεσσεράμισι έτη, το 1999, ενώ το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005 παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των εκτιθεμένων κατωτέρω στις σκέψεις 92, 99 και 100, να αποφασίσει να καταλογίσει την ευθύνη για τα προς ανάκτηση ποσά στο κράτος μέλος όταν, ιδίως, η πρώτη πράξη διοικητικής διαπιστώσεως εκδίδεται με καθυστέρηση ικανή να καταστήσει αβέβαιη την είσπραξη. Επομένως, η Επιτροπή δεν παρέβη τη διάταξη αυτή. Εξάλλου, ενώ η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, από το παράρτημα της κοινοποιήσεως προκύπτει, αντιθέτως, ότι η Επιτροπή, αφαιρώντας το ποσό που είχε ήδη καταλογιστεί στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του κανόνα του επιμερισμού πριν καθορίσει το τελικό ποσό που όφειλε το ως άνω κράτος, εφάρμοσε πιστά τη διάταξη αυτή. Όσον αφορά το επιχείρημα περί υπάρξεως αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή έλαβε ακριβώς υπόψη το επιχείρημα αυτό, αποφασίζοντας να εφαρμόσει τον κανόνα του επιμερισμού, καταλογίζοντας στην Ελληνική Δημοκρατία μόνον το ήμισυ του αρχικού ποσού. Επιπλέον, όπως παραδέχεται η Ελληνική Δημοκρατία, οι ως άνω αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν ήταν αμετάκλητες, καθόσον εξακολουθούσε να εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα που στηρίζονται σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και σε υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής δεν προβάλλονται αυτοτελώς, οι αιτιάσεις όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της καταστάσεως της ως άνω εταιρίας πρέπει να απορριφθούν.

–       Η περίπτωση της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Σερρών (υπόθεση 162861), του Γεωργικού Συνεταιρισμού Ριζοχωρίου Αριδαίας (υπόθεση 162561) και της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Μάλεμε (υπόθεση 154141)

82      Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται τις περιπτώσεις της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Σερρών (διόρθωση 552 487,95 ευρώ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005), του Γεωργικού Συνεταιρισμού Ριζοχωρίου Αριδαίας (διόρθωση 842 096,15 ευρώ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1290/2005) και της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Μάλεμε (διόρθωση 941 437,40 ευρώ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005). Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, όσον αφορά τις τρεις αυτές περιπτώσεις, έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, όπου παρέχεται αιτιολογία, αυτή είναι αντιφατική. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει αν οι διορθώσεις στηρίζονται στο άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005 ή σε άλλη διάταξη. Σιωπά επίσης όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους δεν υπήρξε παράταση των προθεσμιών, δυνατότητα που προβλέπεται από το άρθρο 32, παράγραφος 5, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι το δικαίωμά της να αναπτύξει την άποψή της παραβιάστηκε όσον αφορά την πρώτη και την τρίτη περίπτωση, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου και υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

83      Η Επιτροπή απορρίπτει τις αιτιάσεις αυτές.

84      Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που μνημονεύονται στη σκέψη 75 ανωτέρω, η αιτίαση που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας και σε αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αβάσιμη όσον αφορά τις ως άνω τρεις περιπτώσεις.

85      Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων περιήλθε σε γνώση της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Συναφώς, το παράρτημα της κοινοποιήσεως αφιερώνει ένα σημείο στην περίπτωση καθενός από τους συνεταιρισμούς αυτούς (σημεία 1.4.3 έως 1.4.5 του παραρτήματος της κοινοποιήσεως). Η Επιτροπή εκθέτει, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, σχετικά με την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Σερρών, ότι, καίτοι η παρατυπία διαπιστώθηκε το 2003, εντολή ανακτήσεως εκδόθηκε μόλις τον Ιανουάριο του 2008. Αφού μνημόνευσε τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας –ήτοι τη μερική πληρωμή 5 000 ευρώ εκ μέρους του ενδιαφερομένου και την εφαρμογή του κανόνα του επιμερισμού βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005–, η Επιτροπή πρότεινε μια διόρθωση 552 487,95 ευρώ δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005, αντιστοιχούσα σε συνολικό οφειλόμενο ποσό 919 951,45 ευρώ, αφαιρουμένων των εκκαθαρισθέντων ποσών βάσει του κανόνα του επιμερισμού ύψους 367 463,50 ευρώ. Όσον αφορά τον Γεωργικό Συνεταιρισμό Ριζοχωρίου Αριδαίας, ήτοι τη δεύτερη σχετική περίπτωση, η διαπίστωση παρατυπίας είχε γίνει τέσσερα και πλέον έτη πριν από την πρώτη μνεία της εν λόγω περιπτώσεως σε μια ανακεφαλαιωτική κατάσταση, ενώ παρήλθε ακόμη ένα και πλέον έτος μεταξύ της ως άνω μνείας και της εκδόσεως μιας πρώτης εντολής ανακτήσεως, όπως τούτο διαλαμβάνεται στο σημείο 1.4.4 του παραρτήματος της κοινοποιήσεως. Από το ίδιο σημείο 1.4.4 προκύπτει επίσης ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα εφαρμογής στην κατάσταση αυτή του κανόνα του επιμερισμού, αιτήσει της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή πρότεινε δημοσιονομική διόρθωση 842 096,15 ευρώ, που αποτελείται από το αρχικό ποσό των 1 376 040,34 ευρώ μείον το εκκαθαρισθέν ποσό δυνάμει του κανόνα του επιμερισμού, ήτοι 533 944,18 ευρώ, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1290/2005. Σχετικά με την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Μάλεμε, η Επιτροπή κάνει λόγο για πάροδο επταετίας μεταξύ της ημερομηνίας της πρώτης διαπιστώσεως και της ημερομηνίας της πρώτης εντολής ανακτήσεως. Εκθέτει ότι πρότεινε μια διόρθωση ύψους 941 437,40 ευρώ, ήτοι συνολικό οφειλόμενο ποσό ύψους 1 402 217,40 ευρώ μείον το εκκαθαρισθέν ποσό των 460 780 ευρώ στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανόνα του επιμερισμού. Περαιτέρω, το παράρτημα του εγγράφου της 17ης Ιουλίου 2015 περιλαμβάνει έναν πίνακα στον οποίο τα ποσά, τα στοιχεία αναφοράς και οι αιτιολογίες –εν προκειμένω οι καθυστερήσεις στη διαδικασία ανακτήσεως– της προτεινόμενης με την κοινοποίηση και το παράρτημά της διορθώσεως για τις τρεις ως άνω περιπτώσεις παραμένουν αμετάβλητα.

86      Στη συνέχεια, και η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, σε τρία μέρη αφορώντα καθεμία από τις ως άνω περιπτώσεις (περίπτωση 162861, περίπτωση 162561 και περίπτωση 154141), την αιτιολογία «Καθυστερήσεις στη διαδικασία ανάκτησης» και τα αντίστοιχα ποσά των διορθώσεων. Επομένως, η απόφαση αυτή είναι επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη.

87      Όσον αφορά την αιτίαση περί προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού τα επιχειρήματά της σχετικά με το σύνολο των περιπτώσεων αυτών, η εν λόγω αιτίαση είναι αβάσιμη. Η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί στην επίμαχη διόρθωση ακριβώς επειδή υπήρχε κίνδυνος παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου εξαιτίας της βραδύτητας των ελληνικών αρχών στην ανάκτηση των σχετικών με τις επίμαχες περιπτώσεις οφειλών.

88      Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή μετέβαλε τον νομικό χαρακτηρισμό των διαπιστωθεισών παρατυπιών, εμποδίζοντάς την με τον τρόπο αυτόν να αμυνθεί. Ειδικότερα, με την κοινοποίηση, η Επιτροπή τής προσήψε υπέρβαση της τετραετούς προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005, ενώ, στη συνοπτική έκθεση, ανέφερε το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, σχετικό με υπέρβαση της ενιαύσιας προθεσμίας μεταξύ της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξεως διαπιστώσεως και της κινήσεως της διαδικασίας ανακτήσεως. Εντούτοις, από τα έγγραφα αυτά συνάγεται ότι η αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι αβάσιμη και απορρέει από εσφαλμένη κατανόηση της κοινοποιήσεως.

89      Πράγματι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 85, η Επιτροπή διευκρίνισε, για καθέναν από τους συνεταιρισμούς, τη σχετική έννομη βάση –εν προκειμένω το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005 για την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Σερρών και την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Μάλεμε, και το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, του εν λόγω κανονισμού για τον Γεωργικό Συνεταιρισμό Ριζοχωρίου Αριδαίας. Το γεγονός ότι η Επιτροπή εκθέτει ότι διαπιστώθηκε καθυστέρηση άνω των τεσσάρων ετών σε καθεμία από τις τρεις αυτές περιπτώσεις, ήτοι πέντε σχεδόν έτη στην πρώτη περίπτωση, άνω των τεσσάρων ετών στη δεύτερη περίπτωση, και περί τα επτά έτη στην τρίτη περίπτωση, ουδόλως αποτελεί αντίφαση, αλλ’ αντιθέτως ενισχύει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, δεδομένου ότι οι εν λόγω καθυστερήσεις είναι όντως πολύ μεγαλύτερες της ενιαύσιας προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1290/2005. Οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στο σημείο 19.6.1, τελευταία περίπτωση, της συνοπτικής εκθέσεως ουδόλως αντιφάσκουν προς τα στοιχεία αυτά, οπότε δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας εξαιτίας των εκ μέρους της Επιτροπής αναφορών στη νομική βάση των διαπιστωθεισών παρατυπιών.

90      Η Ελληνική Δημοκρατία φαίνεται να προσάπτει επίσης στην Επιτροπή την αυστηρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου καθώς και υπέρβαση των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, εκτιμώντας ότι δεν είχε σημειωθεί μεγάλη υπέρβαση του ορίου των τεσσάρων ετών και ότι μια παράταση της σχετικής προθεσμίας στο πλαίσιο του άρθρου 32, παράγραφος 5, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005 θα ήταν δυνατή, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας και της σοβαρότητας των περιπτώσεων.

91      Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι, στις τρεις αυτές περιπτώσεις, η Επιτροπή προέβη σε εφαρμογή του κανόνα του επιμερισμού, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005, οπότε η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί βασίμως να προβάλλει έναντι της Επιτροπής αιτίαση περί μη επιδείξεως επιείκειας. Πρέπει να προστεθεί, όσον αφορά το ενδεχόμενο παρατάσεως, ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος να υποβάλει σχετικό αίτημα, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 5, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, πράγμα το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι δεν έπραξε. Τα επιχειρήματα που στηρίζονται στη μεταγενέστερη πραγματική κατάσταση των τριών εν λόγω συνεταιρισμών (κατασχέσεις ή θέση υπό εκκαθάριση) επιβεβαιώνουν, ως εκ περισσού, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, ότι απαιτείτο να ενεργήσει η ίδια ταχέως προκειμένου να προβεί στην ανάκτηση των οφειλόμενων ποσών προς αποφυγή του ενδεχομένου να περιέλθουν οι οφειλέτες, σε περίπτωση χειροτερεύσεως της οικονομικής τους καταστάσεως, σε αδυναμία να επιστρέψουν τα επίμαχα ποσά. Εν προκειμένω, μολονότι σημειώθηκαν σημαντικές καθυστερήσεις, όπως τούτο υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 89, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη αμέλειας της Ελληνικής Δημοκρατίας, πράγμα το οποίο θα είχε ως συνέπεια να επιβαρύνει με τα οφειλόμενα ποσά το ίδιο το κράτος μέλος, αλλά μείωσε τα εν λόγω ποσά κατά το ήμισυ, όπως εκτίθεται στην αρχή της παρούσας σκέψεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου ή ότι υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

92      Τέλος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το σημείο 92 του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι θέτει ζήτημα αδυναμίας εφαρμογής ratione temporis του κανονισμού 1290/2005, πρέπει να δοθεί η απάντηση, όπως εκθέτει η Επιτροπή, ότι, εφόσον παρήλθε εν προκειμένω διάστημα άνω των τεσσάρων ετών μεταξύ της πρώτης ενδείξεως παρατυπίας και της εντολής ανακτήσεως, η εν λόγω καθυστέρηση ήταν, εν πάση περιπτώσει, ικανή να επιφέρει αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ένωσης και δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 1999, L 160, σ. 103), που ήταν ο προϊσχύσας του κανονισμού 1290/2005 κανονισμός. Επιπλέον, προς απόρριψη της παρούσας αιτιάσεως πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη η απάντηση που δίδεται στις σκέψεις 99 και 100 κατωτέρω.

–       Η περίπτωση της Κτηνοτροφικής ΣΥΝ ΠΕ (υπόθεση 164801)

93      Όσον αφορά την περίπτωση της Κτηνοτροφικής ΣΥΝ ΠΕ (διόρθωση 27 440,99 ευρώ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005), η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε, στη συνοπτική έκθεση, ότι το εν λόγω ποσό αποτελούσε κύρωση και δεν ήταν απλώς ένα αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό, αρνούμενη όμως να δεχθεί τις συνέπειες της ως άνω παραδοχής. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει μια ερμηνεία του κανονισμού 1290/2005 που να εμποδίζει τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη κυρώσεις και ποινές, καθόσον ο ως άνω κανονισμός δεν συνεπάγεται, αυτός καθαυτόν, επιβολή τόκων επί των μη εισπραττόμενων οφειλών. Φρονεί ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς της και παρέβη το άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 1290/2005.

94      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα διάφορα αυτά επιχειρήματα.

95      Ακόμα και αν υποτεθεί ότι πρόκειται εν προκειμένω για «κύρωση» επιβαλλόμενη μετά από απόφαση περί συμψηφισμού, καθόσον μάλιστα η φύση της εν λόγω «κυρώσεως» δεν είναι αρκούντως σαφής, αρκεί η διαπίστωση όσον αφορά τα επίδικα ποσά ότι όχι μόνον σημειώθηκε καθυστέρηση στην ανάκτησή τους, αλλά και ότι, όταν αυτά ανακτήθηκαν, δεν καταβλήθηκαν στον προϋπολογισμό της Ένωσης, ενώ δεν αναγράφηκαν καν στον πίνακα που προβλέπεται στο παράρτημα III του κανονισμού 885/2006, όπως αναφέρει η συνοπτική έκθεση, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία. Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005, που προβλέπει τη δυνατότητα καταλογισμού στο οικείο κράτος μέλος της προκύπτουσας από την παρατυπία επιβαρύνσεως όταν αυτή «δεν καταχωρίσθηκε στην ανακεφαλαιωτική κατάσταση», διότι αυτό ακριβώς συνέβη. Κατά συνέπεια, όσον αφορά ποσά που ανακτήθηκαν κατόπιν της διαπιστώσεως παρατυπίας στο πλαίσιο του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού αλλά δεν καταβλήθηκαν στον προϋπολογισμό της Ένωσης, δεν μπορεί να διαπιστωθεί καμία παράβαση του άρθρου 32, παράγραφοι 1 και 5, του ίδιου κανονισμού.

96      Εξάλλου, δεδομένου ότι η Επιτροπή εφάρμοσε (και ανέφερε ότι εφάρμοσε) το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005 ήδη από την αρχή της διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί λυσιτελώς, οπότε η αιτίαση που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας είναι αβάσιμη.

–       Η περίπτωση του Γ. Μπενιουδάκη (υπόθεση EL/1997/078/J)

97      Όσον αφορά την περίπτωση του Γεωργίου Μπενιουδάκη (διόρθωση 700 033,30 ευρώ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005), η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει ότι, επειδή η κατάσταση γεννήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1290/2005, το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω. Προβάλλει επίσης τη μη επίδειξη αμέλειας εκ μέρους της κατά την επεξεργασία του σχετικού φακέλου, καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, υποστηρίζει δε ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

98      Η Επιτροπή απορρίπτει την επιχειρηματολογία αυτή.

99      Όσον αφορά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1290/2005, στην αιτιολογική του σκέψη 41 εκτίθεται ότι, «[δ]εδομένου ότι η περίοδος προγραμματισμού των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης που χρηματοδοτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2007, ενδείκνυται να εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός από την ημερομηνία αυτή», αλλά και ότι «[ε]ίναι ωστόσο σημαντικό η ημερομηνία εφαρμογής ορισμένων διατάξεων να είναι προγενέστερη». Ειδικότερα, υπό τον τίτλο «Έναρξη ισχύος», το άρθρο 49, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το άρθρο 32 του ίδιου κανονισμού εφαρμόζεται από τις 16 Οκτωβρίου 2006 «για τις περιπτώσεις που γνωστοποιούνται στο πλαίσιο του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 595/91 και για τις οποίες η πλήρης ανάκτηση δεν έχει ακόμη συντελεστεί στις 16 Οκτωβρίου 2006».

100    Επομένως, η Επιτροπή ορθώς στηρίχθηκε στο άρθρο 32 του κανονισμού 1290/2005, ελλείψει ανακτήσεως ποσών που δεν είχαν ακόμη επιστραφεί στην Ένωση εντός των προθεσμιών που τάσσει η διάταξη αυτή, έστω και αν οι επίμαχες περιπτώσεις είχαν γεννηθεί πριν από την έκδοση του εν λόγω κανονισμού. Κατά συνέπεια, η αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας που στηρίζεται σε αδυναμία εφαρμογής ratione temporis του άρθρου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

101    Όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται σε μη επίδειξη αμέλειας εκ μέρους της, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίδικα ποσά τής είχαν ήδη καταλογιστεί κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών για τα έτη 1994 και 1995. Ωστόσο, από το σημείο 19.7.5 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει συναφώς ότι δεν είχαν προσκομιστεί λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία για έναν τέτοιο καταλογισμό παρά μόνον όσον αφορά ένα μέρος των σχετικών ποσών, οπότε επιβλήθηκε διόρθωση αποκλειστικά για το απομένον μέρος, για το οποίο δεν προσκομίστηκε καμία τέτοια απόδειξη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Επομένως, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Η περίπτωση της ΕΛΟΙΝ (υπόθεση EL/1995/002)

102    Όσον αφορά την περίπτωση της ΕΛΟΙΝ (διόρθωση 666 519,52 ευρώ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005), η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας, πλάνη εκτιμήσεως και αδυναμία εφαρμογής ratione temporis του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005, καθώς και, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή, παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού.

103    Καταρχάς, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί τις απαιτήσεις της νομολογίας στον σχετικό τομέα, οι οποίες υπενθυμίζονται στη σκέψη 75 ανωτέρω, και όσον αφορά την περίπτωση της ΕΛΟΙΝ, την οποία εκθέτει σαφέστατα το παράρτημα της κοινοποιήσεως. Πράγματι, στο σημείο 1.4.9 αναφέρεται ότι, κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας, δεν είχε συναχθεί κανένα συμπέρασμα όσον αφορά την εν λόγω περίπτωση, διότι βρισκόταν τότε ακόμα σε εξέλιξη διαδικασία ανακτήσεως, αφορώσα ποσό 666 519,52 ευρώ. Κατά την Επιτροπή, στην ως άνω περίπτωση δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή του κανόνα του επιμερισμού, διότι δεν είχε μνημονευθεί στον πίνακα που προβλέπεται από το παράρτημα III του κανονισμού 885/2006. Προσθέτει ότι, ενώ είχε όντως ληφθεί απόφαση περί ανακτήσεως, ωστόσο δεν είχε εκδοθεί καμία εντολή ανακτήσεως κατά την ημερομηνία της κοινοποιήσεως και πρότεινε, κατά συνέπεια, τη διατήρηση της επιβαρύνσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας με το σύνολο του προαναφερθέντος ποσού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005. Το παράρτημα του εγγράφου της 17ης Ιουλίου 2015 μνημονεύει, στον πίνακα που περιλαμβάνει, το σχετικό ποσό, αμετάβλητο, τα στοιχεία αναφοράς (EL/1995/002) και την αιτιολογία, εν προκειμένω την έλλειψη μεταφοράς, στο παράρτημα III, της προτεινόμενης διορθώσεως σχετικά με την ΕΛΟΙΝ. Η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση, στον πίνακα που περιλαμβάνει σε παράρτημα, περιέχει ένα μέρος που επαναλαμβάνει τα τρία αυτά στοιχεία.

104    Περαιτέρω, η αιτίαση που αντλείται από αδυναμία εφαρμογής ratione temporis του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005 είναι απορριπτέα για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 99 και 100 ανωτέρω.

105    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα που η Ελληνική Δημοκρατία αντλεί από την υποτιθέμενη κατάσταση αφερεγγυότητας της ΕΛΟΙΝ ήδη από το 1995 προς δικαιολόγηση της καθυστερήσεως στην εκτέλεση εκτελεστού τίτλου της 19ης Ιουνίου 1996, πρέπει να σημειωθεί ότι και αυτό είναι απορριπτέο. Ασφαλώς, η ένδικη διαδικασία εξηγεί κατά ένα μέρος την ως άνω καθυστέρηση (ακύρωση του τίτλου αυτού πρωτοδίκως, επιβεβαίωση της ακυρώσεως κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, στη συνέχεια αναβίωση του εν λόγω τίτλου από το Συμβούλιο της Επικρατείας το 2011), αλλά, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ανεξαρτήτως της αρχικής καθυστερήσεως, δεν υπήρξε καμία ενέργεια μεταξύ του 2011 και της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 13 Νοεμβρίου 2015. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη πλάνης εκτιμήσεως της Επιτροπής ως προς το θέμα αυτό.

106    Τέλος, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 6, του κανονισμού 1290/2005, σχετικά με την αδυναμία ανακτήσεως των οφειλόμενων ποσών λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη ή των νομικά υπευθύνων για την παρατυπία προσώπων, πρέπει επίσης να απορριφθεί, διότι, όπως ορθώς εκθέτει η Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές απλώς θεώρησαν, κατά το όργανο συμβιβασμού, «την εταιρία ως αδρανή και αφερέγγυα, διότι από το 1995 δεν είχε υπάρξει κανένα φορολογικό έσοδο». Απλώς όμως η μη υποβολή φορολογικών δηλώσεων εκ μέρους της δικαιούχου επιχειρήσεως δεν μπορεί να εξομοιωθεί νομικά με διαπίστωση ή αναγνώριση αφερεγγυότητας δικαιολογούσας την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και, επομένως, την παύση της διαδικασίας ανακτήσεως.

–       Η περίπτωση της Παπαδάτος AEBE (υπόθεση 47781)

107    Όσον αφορά την περίπτωση της Παπαδάτος AEBE (διόρθωση 1 080 514,89 ευρώ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005), που έχει ως χαρακτηριστικό την αφερεγγυότητα του δικαιούχου από το 1997, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει πλάνη εκτιμήσεως, αδυναμία εφαρμογής ratione temporis του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1290/2005, την ύπαρξη λόγου απαλλαγής από τη σχετική δημοσιονομική επιβάρυνση δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, ήτοι την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, καθώς και παραβίαση της «αρχής της καλής πίστεως» και της αρχής της αναλογικότητας. Υποστηρίζει ότι, κατά τον χρόνο της πρώτης διαπιστώσεως, στην έκθεση οικονομικού ελέγχου της 30ής Μαρτίου 1995, ο τότε ισχύων κανονισμός –και στη συνέχεια ο επόμενος– δεν προέβλεπε μέγιστο αποδεκτό χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης διαπιστώσεως της παρατυπίας και της εντολής ανακτήσεως. Εκθέτει περαιτέρω ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι προβλεπόταν τέτοια προθεσμία, η σημειωθείσα υπέρβαση ήταν μόλις πέντε ημερών, εκ των οποίων τρεις εργάσιμες.

108    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των αιτιάσεων αυτών.

109    Καταρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει την αδυναμία εφαρμογής ratione temporis του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄ –και όχι του στοιχείου β΄–, του κανονισμού 1290/2005. Πράγματι, το τμήμα 5.7 του δικογράφου της προσφυγής, που προηγείται των σημείων 112 και 113, αναφέρει μεν το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο δεν εφάρμοσε η Επιτροπή εν προκειμένω, πλην όμως τα σημεία 112 και 113, που κάνουν λόγο, ιδίως, περί της συνοπτικής εκθέσεως, αναφέρουν το άρθρο 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού. Η ως άνω έκθεση βεβαιώνει ότι όντως αυτή είναι η νομική βάση της σχετικής διορθώσεως. Όσον αφορά το βάσιμο της αιτιάσεως αυτής, πρέπει να επαναληφθεί η αιτιολογία που εκτίθεται στις σκέψεις 92, 99 και 100 ανωτέρω, οπότε η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

110    Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, η πρώτη διαπίστωση παρατυπίας έλαβε χώρα το 1995, και όχι το 1999, όπως αρχικώς ανέφερε η Ελληνική Δημοκρατία, ενώ η διαδικασία ανακτήσεως κινήθηκε μόλις το 1999, πράγμα το οποίο η ίδια δεν αμφισβητεί. Όπως, óμως, ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, αν η διαδικασία αυτή είχε κινηθεί ταχύτερα, θα είχε περισσότερες δυνατότητες να έχει κάποιο αποτέλεσμα πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας του δικαιούχου, που επήλθε το 1997. Επομένως, αφενός, η ως άνω καθυστέρηση μπορούσε να δικαιολογήσει διόρθωση δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005. Αφετέρου, επειδή η απουσία ανακτήσεως προκύπτει από αμέλεια καταλογιστέα στο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 8, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, το εν λόγω κράτος δεν μπορούσε να επικαλεσθεί το άρθρο 32, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, του κανονισμού, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να μπορεί νομίμως να αποφασίσει την απόρριψη της χρηματοδοτικής καλύψεως από την Ένωση των επίδικων ποσών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 8, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού.

111    Επιπλέον, όπως προκύπτει από την κοινοποίηση, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε εσφαλμένως, το 2006, στους πίνακες που προβλέπονται στο παράρτημα III του κανονισμού 885/2006 ότι η πρώτη διαπίστωση είχε λάβει χώρα το 1999, δηλαδή ότι ήταν μεταγενέστερη της κηρύξεως της αφερεγγυότητας του δικαιούχου, οπότε το σύνολο των επίδικων ποσών είχε επιβαρύνει, την περίοδο εκείνη, τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Ένα τέτοιο σφάλμα, οι συνέπειες του οποίου για τον εν λόγω προϋπολογισμό είναι σοβαρές, παραπλάνησε την Επιτροπή και αποτελεί, καθαυτό, αμέλεια που δικαιολογεί την εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 8, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005.

112    Τέλος, όσον αφορά την υπέρβαση κατά μερικές μόνον ημέρες της τετραετούς προθεσμίας, η οποία δεν θα έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή να αποκλείσει την εφαρμογή του κανόνα του επιμερισμού, αρκεί να διαπιστωθεί, επιπλέον του γεγονότος ότι δεν υπήρξε αίτημα εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας για παράταση της εν λόγω προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 5, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, ότι, εν προκειμένω, η μη ανάκτηση απορρέει από αμέλεια που επέδειξε το κράτος μέλος αυτό, οπότε η Επιτροπή μπορούσε δικαιολογημένα να αποφασίσει να μην εφαρμόσει τον κανόνα του επιμερισμού και να αποκλείσει την κάλυψη από την Ένωση των επίδικων ποσών, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 110.

113    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αιτιάσεις που αντλούνται από πλάνη εκτιμήσεως, παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005 και παραβίαση της «αρχής της καλής πίστεως» και της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθούν.

114    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο πέμπτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του και, κατά συνέπεια, η προσφυγή καθ’ ολοκληρίαν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

116    Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Tomljenović

Μαρκουλλή

Kornezov

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

      V. Tomljenović


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1      Η παρούσα απόφαση αποτελεί το αντικείμενο και δημοσιεύσεως αποσπασμάτων.