Language of document : ECLI:EU:T:2012:333

Υπόθεση T‑370/09

GDF Suez SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Γερμανική και γαλλική αγορά του φυσικού αερίου — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Κατανομή της αγοράς — Διάρκεια της παραβάσεως — Πρόστιμα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Αρκεί αυτή η διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Πρόθεση των μερών συμφωνίας να περιορίσουν τον ανταγωνισμό — Μη αναγκαίο στοιχείο — Συνεκτίμηση μιας τέτοιας προθέσεως από την Επιτροπή ή τον δικαστή της Ένωσης — Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Συμφωνία με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού — Ταυτόχρονη επιδίωξη θεμιτών σκοπών — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Συμφωνία με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού — Σύναψη εμπορικώς συμφέρουσα ή μη για τις επιχειρήσεις — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Συνεκτίμηση του νομικού και του οικονομικού πλαισίου — Αγορά χαρακτηριζόμενη από νόμιμο ή εκ των πραγμάτων μονοπώλιο — Προοπτικές απελευθερώσεως — Εκτίμηση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Χαρακτηρισμός επιχειρήσεως ως δυνητικού ανταγωνιστή — Κριτήρια — Βασικό στοιχείο — Ικανότητα της επιχειρήσεως να διεισδύσει στην οικεία αγορά — Αγορά χαρακτηριζόμενη από νόμιμο ή εκ των πραγμάτων μονοπώλιο — Επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

7.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Απόφαση που εφαρμόζει τους κανόνες ανταγωνισμού — Υποχρέωση εξετάσεως όλων των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που θέτουν οι ενδιαφερόμενοι — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 235 ΕΚ)

8.      Συμπράξεις — Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου — Κριτήρια εκτιμήσεως — Συμφωνίες ή πρακτικές αφορώσες αγορά χαρακτηριζόμενη από την έλλειψη κάθε δυνητικού ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Συμπράξεις — Σύνθετη παράβαση εμφανίζουσα στοιχεία συμφωνίας και στοιχεία εναρμονισμένης πρακτικής — Ενιαίος χαρακτηρισμός της ως «συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής» — Επιτρέπεται — Συνέπειες ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να συγκεντρωθούν

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Απόδειξη με βάση ορισμένες ενδείξεις και συμπτώσεις που εμφαίνουν την ύπαρξη και τη διάρκεια μιας συνεχούς συμπεριφοράς αντίθετης στον ανταγωνισμό — Έλλειψη αποδείξεων όσον αφορά ορισμένα διαστήματα της συνολικής υπό εξέταση περιόδου — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Τρόπος αποδείξεως — Έγγραφες αποδείξεις — Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας εγγράφου — Κριτήρια — Εσωτερικά έγγραφα επιχειρήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

12.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Απόφαση στηριζόμενη σε έγγραφες αποδείξεις — Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, των επιχειρήσεων που αμφισβητούν ότι υπήρξε παράβαση

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ)

13.    Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Τεκμήριο αθωότητας — Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού — Δυνατότητα εφαρμογής

14.    Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Αντικείμενο ή αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Ανταλλαγή πληροφοριών σε ολιγοπωλιακή αγορά ισχυρής συγκεντρώσεως — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

15.    Συμπράξεις — Συμμετοχή σε συνεδριάσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Περιστατικό από το οποίο είναι δυνατό να συναχθεί η συμμετοχή στη σύμπραξη που επακολούθησε — Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, της επιχειρήσεως που αμφισβητεί το αντίθετο στον ανταγωνισμό πνεύμα της συμμετοχής της

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

16.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Παραγραφή των προστίμων — Έννοια των «κυρώσεων» κατά τον κανονισμό 1/2003 — Χρηματικές κυρώσεις — Εμπίπτουν — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση — Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 25)

17.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Παραγραφή των προστίμων — Έναρξη — Ενιαία και συνεχής παράβαση — Μη εκδήλωση της παραβάσεως κατά τη διάρκεια ορισμένων διαστημάτων της συνολικής υπό εξέταση περιόδου — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

18.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής — Συμπεριφορά επιβαλλόμενη από κρατικά μέτρα — Δεν εμπίπτει — Εθνική αγορά χαρακτηριζόμενη από νόμιμο μονοπώλιο αντίθετο στο δίκαιο της Ένωσης — Έλλειψη νομικού πλαισίου που αποκλείει κάθε δυνατότητα αντίθετης στον ανταγωνισμό συμπεριφοράς — Διαπίστωση παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού τελεσθείσα από επιχείρηση ελεγχόμενη από το κράτος — Επιτρέπεται

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ)

19.    Συμπράξεις — Απαγόρευση — Συμφωνίες που συνεχίζουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους μετά την τυπική λύση τους — Εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

20.    Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Επιχείρηση που μετέσχε σε αντίθετη στον ανταγωνισμό συμφωνία — Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως — Παράπονα αφορώντα τον ανταγωνισμό που ασκούσε η επιχείρηση — Περιστάσεις που δεν καθιστούν κατ’ ανάγκη δυνατό τον αποκλεισμό της συμμετοχής της επιχειρήσεως στη συμφωνία

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

21.    Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο συμπράξεως — Επιχειρηματίας ο οποίος λαμβάνει υπόψη τα παράπονα άλλου επιχειρηματία σχετικά με τον ανταγωνισμό που ασκούσε — Εμπίπτει

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

22.    Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο συμπράξεως ή της προετοιμασίας της — Συνεκτίμηση των πληροφοριών που ανταλλάχθηκαν — Τεκμήριο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

23.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Ενιαία και συνεχής παράβαση σε δύο εθνικές αγορές — Αυτοτελής διάρκεια παραβάσεως σε καθεμία από τις αγορές αυτές — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ)

24.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως — Πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων — Ενδεικτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 81 § 1 EΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

25.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής — Αύξηση του ύψους των προστίμων — Επιτρέπεται — Παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των ποινών — Δεν συντρέχει

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

26.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας — Μη επιβολή κυρώσεως σε επιχειρηματία — Περίσταση που δεν είναι δυνατό να εμποδίσει, αφ’ εαυτής, την επιβολή προστίμου στο δράστη παραβάσεως ίδιας φύσεως

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

27.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Στοιχεία εκτιμήσεως — Ιδιαιτέρως σοβαρές παραβάσεις — Κατανομή της αγοράς

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 19, 21 και 23)

28.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου — Καθορισμός του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων της επιχειρήσεως — Κριτήρια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 22 και 25)

29.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως — Μειωμένη συμμετοχή — Προϋποθέσεις — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29, εδ. 3)

30.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού η οποία επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές — Εθνική αγορά χαρακτηριζόμενη από νόμιμο μονοπώλιο και ευρισκόμενη σε στάδιο απελευθερώσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29, εδ. 5)

31.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία — Αποτέλεσμα

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 62-63)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 64)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 65, 74)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 70)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 77-80)

6.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ισχύει αποκλειστικά στους τομείς που είναι ανοικτοί στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των όρων που διατυπώνονται στη διάταξη αυτή, σχετικά με τις επιπτώσεις επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και τις επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού. Η εξέταση των όρων του ανταγωνισμού γίνεται όχι μόνο βάσει του νυν υφιστάμενου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στην επίμαχη αγορά, αλλά και βάσει του δυνητικού ανταγωνισμού. Συναφώς, μολονότι η πρόθεση της επιχειρήσεως για διείσδυσή της σε αγορά αποτελεί ενδεχομένως στοιχείο κρίσιμο προκειμένου να εξακριβωθεί αν μπορεί να θεωρηθεί δυνητικός ανταγωνιστής στην εν λόγω αγορά, εντούτοις το βασικό στοιχείο επί του οποίου πρέπει να στηρίζεται ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι η ικανότητά της να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά.

Όσον αφορά εθνική αγορά χαρακτηριζόμενη από την ύπαρξη εκ των πραγμάτων εδαφικών μονοπωλίων, το γεγονός ότι δεν υφίσταται νόμιμο μονοπώλιο στην αγορά αυτή δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, για να κριθεί αν υπάρχει σε μια αγορά δυνητικός ανταγωνισμός, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες όσον αφορά την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων ή όσον αφορά το κατά πόσον ένας νέος ανταγωνιστής μπορεί να διεισδύσει στην ως άνω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις. Η ως άνω εξέταση της Επιτροπής πρέπει να διενεργείται λαμβανομένων υπόψη αντικειμενικώς των δυνατοτήτων αυτών, με συνέπεια να μην ασκεί επιρροή το αν οι ως άνω δυνατότητες αποκλείονται λόγω ενός μονοπωλίου το οποίο ανάγεται ευθέως στην εθνική νομοθεσία ή το οποίο ανάγεται εμμέσως στην πραγματική κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας.

Εξάλλου, η καθαρά θεωρητική δυνατότητα εισόδου της προσφεύγουσας στην αγορά δεν είναι αρκετή για να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 81-82, 84, 95, 98-99)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 117, 195)

8.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζεται μόνο στις συμφωνίες που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Η ύπαρξη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην καθοριστικοί. Για να διαπιστωθεί αν μια σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να εξετάζεται εντός του οικονομικού και του νομικού της πλαισίου. Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το αν η επιρροή μιας συμπράξεως επί του εμπορίου είναι δυσμενής, ουδέτερη ή ευνοϊκή. Ειδικότερα, ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι ικανός να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών όταν μπορεί να εκτρέψει τα εμπορικά ρεύματα από την κατεύθυνση που θα είχαν άλλως λάβει.

Επιπλέον, η ικανότητα μιας συμπράξεως να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, ήτοι το δυνητικό αποτέλεσμά της, αρκεί για να υπαχθεί η εν λόγω σύμπραξη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη πραγματικών επιπτώσεων επί του εμπορίου. Είναι πάντως αναγκαίο το δυνητικό αποτέλεσμα της συμπράξεως επί του διακρατικού εμπορίου να είναι αισθητό, ή, με άλλα λόγια, να μην είναι επουσιώδες.

Εξάλλου, σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη.

Όσον αφορά εθνικές αγορές χαρακτηριζόμενες από την ύπαρξη νομίμου ή εκ των πραγμάτων μονοπωλίου, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού σε τέτοιες αγορές, δεν μπορεί να κρίνει ότι συμφωνίες ή πρακτικές αφορώσες τις αγορές αυτές είναι ικανές να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 122-126)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 133-135)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 136-138, 141, 151, 155-156, 220-221, 223, 228)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 161, 172, 224-226)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 178, 264)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 202-203)

14.    Η εναρμονισμένη πρακτική αφορά μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φτάσει μέχρι του σημείου συνάψεως συμφωνίας κατά κυριολεξία, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους. Τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να νοούνται υπό το πρίσμα της συνυφασμένης με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά.

Μολονότι η ως άνω επιβαλλόμενη αυτονομία δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστούμενη ή αναμενομένη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εντούτοις απαγορεύει αυστηρώς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, η οποία θα ήταν ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που έχουν αποφασίσει ή σκέφτονται να ακολουθήσουν στην ως άνω αγορά, οσάκις οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της επίμαχης αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της συγκεκριμένης αγοράς.

Σε ολιγοπωλιακή αγορά υψηλής συγκεντρώσεως, η ανταλλαγή πληροφοριών είναι ικανή να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των θέσεων επί της αγοράς και της εμπορικής στρατηγικής των ανταγωνιστών τους και κατά τούτο να νοθεύσει αισθητά τον ανταγωνισμό που εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ των επιχειρηματιών. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι λεπτομερείς. Στο πλαίσιο ολιγοπωλιακής αγοράς, η ανταλλαγή πληροφοριών, έστω και γενικής φύσεως, οι οποίες αφορούν ειδικότερα την εμπορική στρατηγική της επιχειρήσεως, είναι ικανή να θίξει τον ανταγωνισμό. Εξάλλου, στον βαθμό που η μετέχουσα στη συνεννόηση επιχείρηση παραμένει δραστήρια στην επίμαχη αγορά, το τεκμήριο περί αιτιώδους συναφείας μεταξύ της συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς της εν λόγω επιχειρήσεως στην αγορά εφαρμόζεται έστω και αν η συνεννόηση προκύπτει από μία και μόνο συνάντηση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων.

Συνεπώς, στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι επιχειρήσεις δεν αντήλλαξαν πληροφορίες σχετικά με το κόστος, τις τιμές, τα περιθώρια κέρδους, τις πωλούμενες ποσότητες αερίου ή τους πελάτες δεν ασκεί επιρροή, εφόσον είναι αρκετό, στο πλαίσιο ολιγοπωλιακής αγοράς υψηλής συγκεντρώσεως, να υπάρχει ανταλλαγή πληροφοριών.

(βλ. σκέψεις 211-213, 247, 249)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 215)

16.    Στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, μια απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως δεν συνιστά κύρωση κατά την έννοια του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003 και, ως εκ τούτου, δεν καταλαμβάνεται από την παραγραφή που προβλέπει η ως άνω διάταξη. Ειδικότερα, το κεφάλαιο VI του κανονισμού 1/2003, το οποίο έχει ως αντικείμενο τις κυρώσεις, αφορά μόνο τα πρόστιμα και τις χρηματικές ποινές, ενώ καμία διάταξη του ως άνω κανονισμού δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο του 7 και με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ εμπίπτουν στις κυρώσεις του εν λόγω κεφαλαίου. Έτσι, η απώλεια, λόγω παραγραφής, της εξουσίας επιβολής προστίμων και χρηματικών ποινών δεν συνεπάγεται την απώλεια, λόγω παραγραφής, της σιωπηρώς προβλεπόμενης εξουσίας διαπιστώσεως της παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 272)

17.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 275)

18.    Τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ αφορούν μόνον αντιβαίνουσες στον ανταγωνισμό συμπεριφορές τις οποίες υιοθετούν οι επιχειρήσεις με δική τους πρωτοβουλία. Αν η αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από την εθνική νομοθεσία ή αν η τελευταία διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο, από μόνο του, αποκλείει κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν έχουν εφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, ειδικότερα, ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν οφείλεται, όπως προϋποθέτουν οι διατάξεις αυτές, σε αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Αντιθέτως, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ μπορούν να εφαρμοσθούν αν προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία αφήνει περιθώρια ανταγωνισμού, ο οποίος ενδέχεται να εμποδίζεται, να περιορίζεται ή να στρεβλώνεται από αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων.

Ως εκ τούτου, προκειμένου περί εθνικής αγοράς χαρακτηριζόμενης από την ύπαρξη νομίμου μονοπωλίου, η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, αν το οικείο κράτος μέλος δεν μετέφερε εντός της νόμιμης προθεσμίας οδηγία με σκοπό τη δημιουργία αγοράς στην οποία υπάρχει ανταγωνισμός και αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση, έστω και αν τυπικώς εξακολουθεί να ισχύει, δεν μπορεί πλέον να θεωρείται, στην πράξη, ότι επιβάλλει την αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά ή ότι δημιουργεί νομικό πλαίσιο το οποίο αίρει οποιαδήποτε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς εκ μέρους των επιχειρήσεων.

Οι εθνικές αρχές οφείλουν να αφήσουν ανεφάρμοστη, από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας σκοπός της οποίας είναι η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς, οποιαδήποτε αντίθετη προς αυτήν διάταξη. Ιδίως δεν μπορούν να αντιτάξουν τις διατάξεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ σε ανταγωνιστές μιας επιχειρήσεως που επιθυμούν να διεισδύσουν στην εθνική αγορά. Ειδικότερα, η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει να μην εφαρμόζεται οποιαδήποτε διάταξη εθνικού νόμου αντίθετη προς κανόνα του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν η εθνική διάταξη είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη του εν λόγω κανόνα. Επιπλέον, μεταξύ των φορέων κατά των οποίων χωρεί επίκληση των διατάξεων οδηγίας δυνάμενων να έχουν άμεσο αποτέλεσμα καταλέγεται και φορέας στον οποίο, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του, έχει ανατεθεί, δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής, η παροχή υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος, υπό την εποπτεία της αρχής αυτής, και ο οποίος έχει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες.

(βλ. σκέψεις 312-314, 317, 323)

19.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 326)

20.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 354-355)

21.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, στην περίπτωση που ένας επιχειρηματίας αποδέχεται τα παράπονα που του απευθύνει άλλος επιχειρηματίας για τον ανταγωνισμό που υφίσταται από τα προϊόντα που διαθέτει ο πρώτος επιχειρηματίας, η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων συνιστά εναρμονισμένη πρακτική.

(βλ. σκέψη 357)

22.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 363)

23.    Εφόσον μια απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει πρόστιμο σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ της διάρκειας της παραβάσεως σε μια εθνική αγορά και της διάρκειας της παραβάσεως σε μια γειτονική αγορά, η Επιτροπή πρέπει να προσκομίσει τα αναγκαία στοιχεία που να αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της παραβάσεως στις δύο αυτές αγορές για τις δύο αυτές προβαλλόμενες χρονικές διάρκειες. Ειδικότερα, η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως όσον αφορά την ύπαρξη της παραβάσεως και, ως εκ τούτου, όσον αφορά τη διάρκειά της.

Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι πρόκειται για ενιαία και διαρκή παράβαση. Ειδικότερα, το γεγονός αυτό, το οποίο άπτεται της φύσεως της διαπιστωθείσας παραβάσεως, δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός ότι, από τη στιγμή που η Επιτροπή ενσυνείδητα παρέθεσε, στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαφορετική διάρκεια της παραβάσεως για εκάστη των οικείων αγορών, είχε την υποχρέωση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον τις διαπιστωθείσες διάρκειες.

(βλ. σκέψεις 374-375)

24.    Η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων δεν χρησιμεύει καθαυτή ως νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το νομικό αυτό πλαίσιο καθορίζουν αποκλειστικά ο κανονισμός 1/2003 και οι κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003. Έτσι, αποφάσεις επί άλλων υποθέσεων έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι.

Πάντως, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, αποτελεί υποχρέωση της Επιτροπής, οσάκις αυτή επιβάλλει πρόστιμο σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, όπως αποτελεί υποχρέωση κάθε θεσμικού οργάνου σε όλες του τις δραστηριότητες.

Οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής περί προστίμων μπορούν όμως να ασκήσουν επιρροή σχετικά με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι άλλες αυτές αποφάσεις, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές χώρες, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι, είναι παρόμοια προς τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 385-387)

25.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 397)

26.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 398)

27.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 414-416, 420-421)

28.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 427-428, 430-431)

29.    Aπό την παράγραφο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι το βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί ιδίως όταν η αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιτράπηκε ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα, ή όταν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στη συμφωνία από την οποία προέκυψε η εν λόγω παράβαση, απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά.

Για να της αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση που αφορά μειωμένη συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση, μια επιχείρηση οφείλει να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία συμμετείχε στη συμφωνία από την οποία προέκυψε η εν λόγω παράβαση, απέφυγε πράγματι να την εφαρμόσει υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως. Οφείλει δηλαδή να αποδείξει ότι δεν εφάρμοσε τις επίδικες συμφωνίες, έχοντας συναφώς συμπεριφορά στην αγορά ικανή να αντιστρατευθεί τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της διαπιστωθείσας παραβάσεως.

Συναφώς, μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί, κατά το μάλλον ή ήττον, ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι μια επιχείρηση επιχείρησε να παρακάμψει τον επίμαχο περιορισμό δεν αποδεικνύει συμπεριφορά στην αγορά ικανή να αντιστρατευθεί τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της διαπιστωθείσας παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 436, 439, 441)

30.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 447-451)

31.    Η πλήρης δικαιοδοσία την οποία απονέμει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο παρέχει σε αυτό την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, που του επιτρέπει μόνο να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίζει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς να την ακυρώνει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πραγματικές περιστάσεις, μεταβάλλοντας ιδίως το ύψος του επιβληθέντος προστίμου όταν το ζήτημα του ύψους αυτού έχει τεθεί στην κρίση του.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής όταν αποφασίζει δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας του, αλλά οφείλει να προβεί σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

(βλ. σκέψεις 461-462)