Language of document : ECLI:EU:T:2013:451

Υπόθεση T‑333/10

Animal Trading Company (ATC) BV κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Υγειονομικός έλεγχος – Μέτρα διασφάλισης σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης – Μέτρα προστασίας λόγω της εμφάνισης υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών σε ορισμένες τρίτες χώρες – Απαγόρευση εισαγωγής άγριων πτηνών αιχμαλωτιζόμενων στο φυσικό τους περιβάλλον – Κατάφωρη παράβαση κανόνων δικαίου που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες – Πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτίμησης – Οδηγίες 31/496/ΕΚ και 92/65/ΕΚ – Αρχή της πρόληψης – Καθήκον επιμέλειας – Αναλογικότητα»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

1.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Σωρευτικές προϋποθέσεις

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

2.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Κατάφωρη παράβαση κανόνων του δικαίου της Ένωσης – Περιορισμένο ή ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως του θεσμικού οργάνου κατά την έκδοση της πράξεως – Ανάγκη συνυπολογισμού και άλλων στοιχείων του γενικού πλαισίου της υποθέσεως

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

3.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση κανόνων του δικαίου της Ένωσης – Κτηνιατρικοί και ζωοτεχνικοί έλεγχοι στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προελεύσεως – Απαγόρευση εισαγωγής αγρίων πτηνών σε αιχμαλωσία λόγω του σοβαρού κινδύνου για τα ζώα ή την ανθρώπινη υγεία – Παράβαση του καθήκοντος σύνεσης και επιμέλειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

(Άρθρο 37 ΕΚ· οδηγία 91/496 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1· απόφαση 2005/760 της Επιτροπής)

4.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών περί υγειονομικού ελέγχου – Κτηνιατρικοί και ζωοτεχνικοί έλεγχοι στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προελεύσεως – Μέτρα διασφαλίσεως σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου για τα ζώα ή την ανθρώπινη υγεία – Αρχή της προλήψεως – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρα 3, στοιχείο ο΄, ΕΚ, 6 ΕΚ, 152 § 1 ΕΚ, 153 §§ 1 και 2 ΕΚ και 174 §§ 1 και 2 ΕΚ· οδηγία 91/496 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1)

5.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών περί υγειονομικού ελέγχου – Κτηνιατρικοί και ζωοτεχνικοί έλεγχοι στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προελεύσεως – Οδηγία 91/496 – Μέτρα διασφαλίσεως κατά της υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών – Εκτεταμένο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής παρά την έλλειψη επιστημονικών αποδείξεων – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

(Οδηγία 91/496 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1· απόφαση 2005/760 της Επιτροπής)

6.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών περί υγειονομικού ελέγχου – Κτηνιατρικοί και ζωοτεχνικοί έλεγχοι στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προελεύσεως – Έκδοση από την Επιτροπή κανονιστικών διατάξεων που έχουν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση εισαγωγής άγριων πτηνών αιχμαλωτιζόμενων στο φυσικό τους περιβάλλον – Άρθρα 17 και 18 της οδηγίας 92/65 – Κατάλληλη νομική βάση

(Άρθρα 37 ΕΚ, 152 ΕΚ και 174 ΕΚ· κανονισμός 318/2007 της Επιτροπής· οδηγίες του Συμβουλίου 89/662, άρθρο 17, και 92/65, άρθρα 17 §§ 2, στοιχείο β΄, 3, στοιχείο γ΄, και 4, στοιχείο α΄, 18 § 1 και 26)

7.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών περί υγειονομικού ελέγχου – Κτηνιατρικοί και ζωοτεχνικοί έλεγχοι στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προελεύσεως – Έκδοση από την Επιτροπή κανονιστικών διατάξεων που έχουν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση εισαγωγής άγριων πτηνών αιχμαλωτιζόμενων στο φυσικό τους περιβάλλον – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 318/2007 της Επιτροπής· οδηγία 92/65 του Συμβουλίου, άρθρο 1, εδ. 3)

8.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών περί υγειονομικού ελέγχου – Κτηνιατρικοί και ζωοτεχνικοί έλεγχοι στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προελεύσεως – Κανονισμός 318/2007 που επιβάλλει απαγόρευση εισαγωγής άγριων πτηνών αιχμαλωτισμένων στο φυσικό τους περιβάλλον – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας και ελεύθερη άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων – Περιορισμοί που δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 16 και 17· κανονισμός 318/2007 της Επιτροπής)

9.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Ευθύνη λόγω νόμιμης πράξεως – Ενέργειες υπαγόμενες στην κανονιστική αρμοδιότητα της Ένωσης – Δεν εμπίπτουν – Όρια

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 61)

2.      Στον τομέα της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, όταν το οικείο θεσμικό όργανο διαθέτει σαφώς περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο να παράσχει δικαιώματα στους ιδιώτες. Εντούτοις, δεν υπάρχει αυτομάτως σχέση μεταξύ, αφενός, της ελλείψεως εξουσίας εκτιμήσεως του οικείου οργάνου και, αφετέρου, του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως του οικείου θεσμικού οργάνου, μολονότι έχει αποφασιστικό χαρακτήρα, δεν αποτελεί αποκλειστικό κριτήριο. Μόνον η διαπίστωση πλημμέλειας στην οποία δεν θα υπέπιπτε, υπό ανάλογες συνθήκες, μια επιδεικνύουσα τον συνήθη βαθμό σύνεσης και επιμέλειας διοίκηση συνεπάγεται την ευθύνη της Ένωσης. Συνεπώς, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης, αφού εξακριβώσει, καταρχάς, αν το οικείο θεσμικό όργανο διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως, να λάβει υπόψη του, ακολούθως, την πολυπλοκότητα της προς διευθέτηση καταστάσεως, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των νομοθετικών κειμένων, τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου και τον σκόπιμο ή ασύγγνωστο χαρακτήρα της πλάνης.

(βλ. σκέψεις 62, 63)

3.      Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης λόγω της εκδόσεως της αποφάσεως 2005/760, για τη λήψη ορισμένων μέτρων προστασίας όσον αφορά την εισαγωγή πτηνών σε αιχμαλωσία λόγω της εμφάνισης υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών σε ορισμένες τρίτες χώρες, ενδεχόμενη κατάφωρη παράβαση των σχετικών κανόνων δικαίου πρέπει να στηρίζεται σε πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής βάσει του άρθρου 37 ΕΚ. Πράγματι, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας συνεπάγεται την υποχρέωση του νομοθέτη της Ένωσης να προβλέπει και να εκτιμά περίπλοκες και αβέβαιες οικολογικές, επιστημονικές, τεχνικές και οικονομικές εξελίξεις.

Συναφώς, εκδίδοντας την απόφαση 2005/760, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διέθετε βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/496, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα, η Επιτροπή, ελλείψει αιτιολογίας καθώς και συγκεκριμένων και αρκούντως αποδεδειγμένων από επιστημονικής απόψεως πραγματικών στοιχείων τα οποία θα ήταν ικανά να δικαιολογήσουν τη σφαιρική προσέγγιση που ακολουθήθηκε με την απόφαση αυτή, ιδίως επιστημονικής εκτιμήσεως των κινδύνων κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, παρέβη το καθήκον της επιμέλειας και, επομένως, έναν κανόνα δικαίου παρέχοντα δικαιώματα στους ιδιώτες, επιδεικνύοντας μια συμπεριφορά που δεν προσιδιάζει σε θεσμικό όργανο το οποίο ενεργεί με επιμέλεια υπό παρόμοιες συνθήκες. Η εν λόγω παραβίαση της αρχής της επιμέλειας είναι κατάφωρη και, ως εκ τούτου, θεμελιώνεται η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης λόγω της μη σύννομης εκδόσεως της αποφάσεως 2005/760.

(βλ. σκέψεις 64, 84, 91, 93)

4.      Η αρχή της προλήψεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να λαμβάνουν, στο πλαίσιο της ασκήσεως των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων που τους απονέμει η οικεία ρύθμιση, μέτρα κατάλληλα για την πρόληψη δυνητικών κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την υπεροχή των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών επί των οικονομικών συμφερόντων, τούτο δε χωρίς να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως η ύπαρξη και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων. Ειδικότερα, όταν αποδεικνύεται αδύνατο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ύπαρξη ή η έκταση του προβαλλόμενου κινδύνου λόγω των ανεπαρκών, αλυσιτελών ή ανακριβών αποτελεσμάτων των εκπονηθεισών μελετών, αλλά η πιθανότητα πραγματικής προσβολής της δημόσιας υγείας εξακολουθεί να υπάρχει στην περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου αυτού, η αρχή της προλήψεως δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών και αντικειμενικών μέτρων.

Όσον αφορά τη λήψη μέτρου διασφαλίσεως βάσει της πρώτης περιπτώσεως του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/496, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα, δηλαδή την εμφάνιση ή την εξάπλωση ζωόνοσου ή ασθένειας ή άλλης αιτίας που ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τα ζώα ή για τους ανθρώπους, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δυνάμει της αρχής της προλήψεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή αυτή, μπορεί να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως προς αποτροπή του ενδεχομένου εξαπλώσεως τέτοιων ασθενειών που ενδέχεται να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για τα ζώα ή την ανθρώπινη υγεία, εφόσον τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς λόγους υγειονομικού ελέγχου. Επιπλέον, τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν επίσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του επιπέδου κινδύνου που κρίνεται απαράδεκτο για την κοινωνία κατά την εφαρμογή της αρχής της προλήψεως και ιδίως τη λήψη θέσπιση μέτρων διασφαλίσεως.

(βλ. σκέψεις 79-82)

5.      Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου του εύρους της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, η νομιμότητα των σχετικών μέτρων θίγεται μόνον αν το οικείο μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο κοινοτικό όργανο. Συνεπώς, το ζήτημα που πρέπει να εξακριβωθεί δεν είναι αν τα μέτρα που έχει λάβει ο νομοθέτης της Ένωσης είναι τα μόνα ή τα καλύτερα δυνατά, αλλά αν είναι πράγματι προδήλως απρόσφορα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Όσον αφορά το μέτρο διασφαλίσεως που έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/496, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα, που προβλέπει τη γενικευμένη προσωρινή αναστολή των εισαγωγών άγριων πτηνών, μέτρο λαμβανόμενο με σκοπό την προστασία της υγείας των ζώων και των ανθρώπων, το μέτρο αυτό είναι προδήλως δυσανάλογα αυστηρό, τουλάχιστον από γεωγραφικής απόψεως, όταν ελλείπουν επιστημονικές αποδείξεις δυνάμενες να το δικαιολογήσουν. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποδεικνύεται ότι δεν υφίσταντο λιγότερο επαχθή μέτρα, ήτοι μια πιο περιορισμένη γεωγραφικώς αναστολή εισαγωγών και, επομένως, ότι το μέτρο ήταν αναγκαίο και πρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

(βλ. σκέψεις 99, 102, 103)

6.      Καθόσον θέτει πλήρη και άνευ διαφοροποιήσεων απαγόρευση εισαγωγής όσον αφορά τα άγρια πτηνά που αιχμαλωτίζονται στο φυσικό τους περιβάλλον, ο κανονισμός 318/2007, για καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Κοινότητα και για καθορισμό των συνθηκών της περιόδου απομονώσεως (καραντίνας), έχει επαρκή νομική βάση, ήτοι το άρθρο 17, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 3, και το άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτη και τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 92/65, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425

Πράγματι, πρώτον, το καθεστώς που διέπει το εμπόριο και τις εισαγωγές ζώων στην Ένωση, όπως διαμορφώθηκε, μεταξύ άλλων, με την οδηγία 92/65, στηρίζεται στην αρχή κατά την οποία, για λόγους υγειονομικού ελέγχου και προλήψεως, κάθε εισαγωγή ζώων προερχόμενων από τρίτες χώρες καταρχήν απαγορεύεται, επιτρέπεται δε μόνον κατόπιν χορηγήσεως ρητής αδείας, εφόσον έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές διατυπώσεις και οι προηγούμενοι υποχρεωτικοί έλεγχοι.

Δεύτερον, από την αρχή προηγούμενης αδείας προκύπτει ότι η εισαγωγή πραγματοποιείται μόνον εφόσον τηρούνται οι επιταγές που μνημονεύονται στην οδηγία 92/65, μεταξύ των οποίων εκείνη του άρθρου 17, παράγραφος 2. Βάσει της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή δύναται να αποκλείσει ή να διαγράψει ορισμένες τρίτες χώρες από τον κατάλογο αυτό, με συνέπεια να απαγορεύεται αυτομάτως κάθε εισαγωγή ζώων προερχόμενων από τις εν λόγω χώρες.

Τρίτον, από το άρθρο 17, παράγραφοι 3, στοιχείο γ΄, και 4, στοιχείο α΄, πρώτη περίπτωση, και του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτη και τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 92/65 προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη θέσπιση κανόνων υγειονομικού ελέγχου οι οποίοι διέπουν τη διάθεση στην αγορά ζώων, υπό την έννοια της πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της εν λόγω οδηγίας.

Τέταρτον, μολονότι η οδηγία 92/65 στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 37 ΕΚ περί της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οδηγία αυτή εντάσσεται επίσης στο πλαίσιο της εφαρμογής της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος βάσει των άρθρων 152 ΕΚ και 174 ΕΚ και, επομένως, πρέπει επίσης να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της προλήψεως, για την εφαρμογή της οποίας η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των διατάξεων του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/65.

(βλ. σκέψεις 139-144, 146, 147)

7.      Όσον αφορά την απαγόρευση εισαγωγής πτηνών αιχμαλωτιζόμενων στο φυσικό τους περιβάλλον την οποία προβλέπει ο κανονισμός 318/2007, για καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Κοινότητα και για καθορισμό των συνθηκών της περιόδου απομονώσεως (καραντίνας), απλώς και μόνον το ότι ένας κίνδυνος αντίστοιχου βαθμού με εκείνον που εμφανίζουν τα άγρια πτηνά ήταν ενδεχομένως δυνατό να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό και άλλων κατηγοριών πτηνών από το πεδίο εφαρμογής του ίδιου κανονισμού δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, να στοιχειοθετήσει άνιση μεταχείριση σε βάρος των άγριων πτηνών, στο μέτρο που, βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως της οποίας η τήρηση πρέπει να συνάδει με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός του την παράνομη πράξη που διαπράχθηκε υπέρ τρίτου. Ομοίως, ούτε η άνιση μεταχείριση μεταξύ πτηνών συντροφιάς και αγρίων πτηνών, που προκύπτει αποκλειστικά από το ειδικό καθεστώς που εφαρμόζεται στα πτηνά συντροφιάς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 92/65, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425, μπορεί να θίξει τη νομιμότητα του κανονισμού 318/2007 κατά το μέτρο που ο κανονισμός αυτός δεν επιτρέπει τις εισαγωγές άγριων πτηνών.

(βλ. σκέψεις 172, 181)

8.      Όσον αφορά τα μέτρα απαγορεύσεως εισαγωγής άγριων πτηνών αιχμαλωτιζόμενων στο φυσικό τους περιβάλλον που λαμβάνονται στο πλαίσιο του κανονισμού 318/2007, για καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Κοινότητα και για καθορισμό των συνθηκών της περιόδου απομονώσεως (καραντίνας), τα μέτρα αυτά επιδιώκουν θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος, ήτοι την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων από τον κίνδυνο εξαπλώσεως του ιού της γρίπης των πτηνών, και δεν είναι προδήλως δυσανάλογα προς τον σκοπό αυτόν. Επομένως, δεν μπορούν να λογίζονται ως δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση η οποία έθιξε την ίδια την υπόσταση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας. Συναφώς, καθόσον ο εν λόγω κανονισμός εξακολουθεί να επιτρέπει τις εισαγωγές πτηνών εκτρεφόμενων σε αιχμαλωσία, η άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας εισαγωγής των εν λόγω πτηνών παραμένει δυνατή.

(βλ. σκέψη 190)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 195)