Language of document : ECLI:EU:T:2014:625

Υπόθεση T‑401/11 P

Livio Missir Mamachi di Lusignano

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη — Προσωπική ζημία των συγγενών του θανόντος υπαλλήλου — Ζημία που υπέστη ο υπάλληλος πριν τον θάνατό του — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ αιτήσεως αποζημιώσεως και διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αυτής»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (αναιρετικό τμήμα)
της 10ης Ιουλίου 2014

1.      Ένδικη διαδικασία — Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης — Αγωγή ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης για ζημία που υπέστησαν οι συγγενείς θανόντος υπαλλήλου τόσο υπό την ιδιότητα του έλκοντος δικαιώματα όσο και jure proprio — Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εξετάσει το αίτημα αποκαταστάσεως της προσωπικής ζημίας — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Δυνατότητα των εναγόντων να ασκήσουν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης μία μόνον αγωγή αποζημιώσεως για όλες τις ζημίες που έχουν υποστεί

(Άρθρα 257 ΣΛΕΕ, 268 ΣΛΕΕ, 270 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 8 § 3, εδ. 2· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή — Παραδεκτό — Αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας προβληθέν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπό το ενδεχόμενο της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως — Παραδεκτό — Αγωγή με αμιγώς αποζημιωτικό χαρακτήρα — Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Όσον αφορά την οριοθέτηση της αρμοδιότητας μεταξύ Γενικού Δικαστηρίου και Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ως έχει σήμερα το δίκαιο της Ένωσης, η οριοθέτηση αυτή γίνεται με γνώμονα την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος και το γενεσιουργό γεγονός της διαφοράς, σύμφωνα με την πάγια νομολογία κατά την οποία η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο αυτός παρέχει ή παρείχε υπηρεσίες με αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει, οσάκις ανάγεται στη σχέση εργασίας που συνδέει ή συνέδεε τον ενδιαφερόμενο με το όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και όχι στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ, τα οποία ρυθμίζουν το γενικό σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης

Συναφώς, προκειμένου περί διαφοράς μεταξύ των ελκόντων δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο και του οργάνου στο οποίο εργαζόταν ο υπάλληλος, εφόσον οι έλκοντες δικαιώματα ενεργούν προς αποκατάσταση ζημίας την οποία έχουν υποστεί προσωπικά, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για περιουσιακή ή μη ζημία, δεν πληρούται η υποκειμενική προϋπόθεση σχετικά με την κατάσταση του υπαλλήλου που είναι δικαιούχος των επίμαχων δικαιωμάτων, οπότε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι, κατ’ αρχήν, αναρμόδιο ratione personae να εκδικάσει την υπόθεση βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον οι εν λόγω έλκοντες δικαιώματα ζητούν αποζημίωση για διάφορες ζημίες που έχουν υποστεί από την ίδια πράξη, είναι υποχρεωμένοι να ασκήσουν δύο αγωγές, τη μία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και την άλλη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ανάλογα με το αν επικαλούνται τα δικαιώματα του εν λόγω υπαλλήλου ή αν ζητούν την αποκατάσταση ζημίας, περιουσιακής ή μη, την οποία έχουν υποστεί προσωπικά, το δε βάσιμο των εν λόγω αγωγών κρίνεται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις

Ωστόσο, για λόγους που σχετίζονται με την ασφάλεια δικαίου, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, την οικονομία της διαδικασίας και την αποτροπή της εκδόσεως αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων, επιτρέπεται στους ως άνω έλκοντες δικαιώματα να συνυποβάλουν όλα τα αιτήματά τους αποζημιώσεως, ασκώντας ένα μόνον ένδικο βοήθημα. Το εν λόγω ένδικο βοήθημα πρέπει να ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όχι μόνον επειδή αυτό είναι το «γενικό» δικαστήριο ή δικαστήριο του «κοινού δικαίου», το οποίο διαθέτει ως τέτοιο «γενική δικαιοδοσία», σε αντίθεση με το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το οποίο έχει περιορισμένη δικαιοδοσία, αλλά και επειδή πρόκειται για ανώτερης βαθμίδας δικαστήριο, στο οποίο «υπάγεται» το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 257 ΣΛΕΕ. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, εφόσον δύο δικαστήρια διαφορετικής βαθμίδας επιλαμβάνονται υποθέσεων με το ίδιο αντικείμενο, αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς είναι κατά κανόνα το δικαστήριο της ανώτερης βαθμίδας. Κατ’ εφαρμογήν, πάντως, του άρθρου 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα έπρεπε να κρίνει εαυτό αναρμόδιο, προκειμένου να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των υποθέσεων αυτών

(βλ. σκέψεις 47, 51, 65, 66, 73-75)

2.      Στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων παροχής εννόμου προστασίας των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, αίτημα αποζημιώσεως που διατυπώνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι παραδεκτό, έστω και αν η προηγούμενη διοικητική ένσταση είχε ως αντικείμενο μόνον την ακύρωση της φερόμενης ως βλαπτικής αποφάσεως, διότι το αίτημα ακυρώσεως μπορεί να εμπεριέχει αίτημα αποκαταστάσεως της προκληθείσας ζημίας. Ομοίως, για να υποβληθεί παραδεκτώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να έχει διατυπωθεί ρητώς στην προηγουμένη διοικητική ένσταση. Οι λύσεις αυτές δεν ισχύουν μόνο για τις ακυρωτικές δίκες, αλλά και για τις δίκες με αμιγώς αποζημιωτικό χαρακτήρα

(βλ. σκέψεις 92-94)