Language of document : ECLI:EU:C:2014:308

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 8ης Μαΐου 2014 (1)

Υπόθεση C‑242/13

Commerz Nederland NV

κατά

Havenbedrijf Rotterdam NV

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Ενισχύσεις χορηγούμενες από δημόσια επιχείρηση υπό τη μορφή τραπεζικής εγγυήσεως — Απόφαση που λαμβάνεται από τον διευθυντή δημόσιας επιχειρήσεως — Παράβαση των καταστατικών διατάξεων δημόσιας επιχειρήσεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα υπόθεση αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο εγγυήσεων που παρασχέθηκαν σε τράπεζα από δημόσια επιχείρηση κατά παράβαση των εσωτερικών κανόνων που τη διέπουν, ώστε να χαρακτηριστούν ενδεχομένως ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια των άρθρων 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω, οι εγγυήσεις αυτές παρασχέθηκαν από τον W. K. Scholten, μοναδικό διαχειριστή της Havenbedrijf Rotterdam NV (στο εξής: HbR), της λιμενικής επιχειρήσεως του Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες), υπέρ εταιρειών του ολλανδικού ομίλου RDM (στο εξής: όμιλος RDM). Έχει αποδειχθεί ότι παρέχοντας τις εγγυήσεις αυτές ο W. K. Scholten ενήργησε αυθαίρετα, κράτησε σκοπίμως μυστική την παροχή των εγγυήσεων και παρέβη το καταστατικό της δημόσιας επιχειρήσεως, καθόσον δεν ζήτησε προηγουμένως τη συναίνεση του εποπτικού συμβουλίου αυτής.

2.        Μέχρις εδώ «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον» (2), προκαλεί εντούτοις έκπληξη το γεγονός ότι το οικείο κράτος μέλος υποστηρίζει ότι τα εν λόγω μέτρα δύνανται να καταλογιστούν σε αυτό και συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια της ΣΛΕΕ, μολονότι ο λήπτης των ενισχύσεων, ο οποίος προφανώς ζητεί την καταβολή αυτών, θεωρεί ότι οι εγγυήσεις δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι παρασχέθηκαν «καθ’ υπέρβαση εξουσίας».

3.        Στην υπόθεση Residex Capital IV (3), αντικείμενο της αποφάσεως του Δικαστηρίου ήταν μια κατά πολύ παρόμοια εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας συνενώθηκαν, εξαιρουμένου του δανειοδότη, οι ίδιοι συμβαλλόμενοι. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott στο σημείο 2 των προτάσεών της (4) στην εν λόγω υπόθεση, η εγγύηση παρασχέθηκε «υπό μυστηριώδεις περιστάσεις» από το όργανο του Δήμου του Ρότερνταμ (στο εξής: Δήμος) και προκάτοχο της HbR, Gemeentelijk Havenbedrijf Rotterdam (δημοτική λιμενική επιχείρηση του Ρότερνταμ, στο εξής: GHR), υπέρ εταιρείας του ολλανδικού ομίλου RDM. Δεδομένου ότι στην εν λόγω υπόθεση δεν ετέθη το ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού, το Δικαστήριο εξέτασε μόνον το ζήτημα του κατά πόσον το άρθρο 108, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιβάλλει την υποχρέωση σε εθνικό δικαστήριο να θεωρήσει άκυρη τη χορηγηθείσα από δήμο εγγύηση, η οποία δεν κοινοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δεν εγκρίθηκε από αυτήν.

II – Το νομικό πλαίσιο

4.        Η διαφορά της κύριας δίκης θέτει ζητήματα ερμηνείας των άρθρων 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ, καθώς και των σκέψεων 50 έως 58 της αποφάσεως Γαλλία κατά Επιτροπής (5), όσον αφορά το ζήτημα του καταλογισμού στο Δημόσιο μέτρου ενισχύσεως κατά την έννοια των εν λόγω άρθρων.

5.        Με απλουστευμένο τρόπο, το Δικαστήριο έκρινε, στην ως άνω απόφαση, ότι η δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο μέτρου ενισχύσεως δεν προκύπτει «από το γεγονός και μόνο ότι το μέτρο αυτό έχει ληφθεί από δημόσια επιχείρηση» (σκέψη 51), επειδή ο «βαθμός ανεξαρτησίας της δημόσιας επιχείρησης αποτελεί συνάρτηση των περιθωρίων που της αφήνει το Δημόσιο» (σκέψη 52). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι «το γεγονός και μόνο ότι μια δημόσια επιχείρηση έχει συσταθεί υπό τη μορφή συνήθους κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί, εν όψει της νομικής αυτοτέλειας που της παρέχει αυτή η νομική μορφή, ως επαρκές στοιχείο για να αποκλειστεί η δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο ενός μέτρου ενισχύσεως που έχει λάβει η εν λόγω εταιρία» (σκέψη 57).

6.        Στη σκέψη 52 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, προκειμένου να καταλογιστεί στο Δημόσιο μέτρο ενισχύσεως, έπρεπε «επίσης να [εξεταστεί] κατά πόσον οι δημόσιες αρχές ενεπλάκησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη λήψη των μέτρων αυτών».

7.        Το Δικαστήριο έκρινε εντούτοις στην εν λόγω απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294) ότι «δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται, κατόπιν ειδικής έρευνας, ότι οι δημόσιες αρχές παρότρυναν συγκεκριμένα την οικεία δημόσια επιχείρηση να λάβει τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεων» (σκέψη 53), διότι οι τρίτοι θα έχουν «πολύ μεγάλη δυσκολία» να αποδείξουν κάτι τέτοιο (σκέψη 54). Για τον λόγο αυτό, έκανε δεκτό ότι «η δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο μέτρου ενισχύσεως που έχει λάβει δημόσια επιχείρηση μπορεί να συναχθεί από ένα σύνολο ενδείξεων που προκύπτουν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου» (σκέψη 55).

8.        Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι είχε «ήδη προσδώσει βαρύνουσα σημασία στο γεγονός ότι ο οικείος φορέας δεν μπορούσε να λάβει την επίμαχη απόφαση χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημόσιων αρχών […] ή ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις μέσω των οποίων είχαν χορηγηθεί οι ενισχύσεις, πέρα από τα οργανικά στοιχεία που τις συνέδεαν με το Δημόσιο, έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη τις οδηγίες [του Δημοσίου]» (απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:C:2002:294, σκέψη 55).

9.        Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «[γ]ια να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα μέτρο ενίσχυσης που έχει λάβει δημόσια επιχείρηση μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο ενδέχεται να έχουν σημασία και ορισμένες άλλες ενδείξεις, π.χ. η ένταξή της στις δομές της δημόσιας διοίκησης, η φύση των δραστηριοτήτων της και η άσκησή τους στην αγορά υπό συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, το νομικό καθεστώς της επιχείρησης, δηλαδή αν διέπεται από το δημόσιο δίκαιο ή το κοινό εταιρικό δίκαιο, ο βαθμός της εποπτείας που ασκούν οι δημόσιες αρχές επί της διαχειρίσεως της επιχειρήσεως ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη από την οποία να συνάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι έχουν εμπλακεί ή ότι είναι απίθανο να μην έχουν εμπλακεί οι δημόσιες αρχές στη λήψη ορισμένου μέτρου, αν ληφθούν υπόψη η έκταση του μέτρου, το περιεχόμενό του ή οι συνθήκες που δημιουργεί» (απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:C:2002:294, σκέψη 56).

III – Η διαφορά της κύρια δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10.      Ο λιμένας του Ρότερνταμ τελεί υπό τη διαχείριση της ανώνυμης εταιρείας HbR, το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανήκει στον Δήμο (περίπου 70 %) και στο Ολλανδικό Δημόσιο (περίπου 30 %). Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ο Δήμος ήταν ο μοναδικός μέτοχος της HbR, αφού το Ολλανδικό Δημόσιο απέκτησε το ποσοστό συμμετοχής του το 2006.

11.      Κατά το παρελθόν, ο λιμένας του Ρότερνταμ τελούσε υπό τη διαχείριση της «Havenbedrijf der Gemeente Rotterdam» (λιμενική επιχείρηση του Δήμου του Ρότερνταμ), δημοτικής υπηρεσίας χωρίς νομική προσωπικότητα, η οποία συστάθηκε το 1932 και μετατράπηκε στην επιχείρηση GHR κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Την 1η Ιανουαρίου 2004, την GHR διαδέχθηκε η HbR.

12.      Η διοίκηση της HbR έχει ανατεθεί σε διοικητικό συμβούλιο, το οποίο τελεί υπό την επίβλεψη εποπτικού συμβουλίου. Το 1992, ο W. K. Scholten ορίστηκε μοναδικός διαχειριστής της GHR/HbR. Κατά τον χρόνο της παροχής των επίμαχων εγγυήσεων, ο αρμόδιος για τον λιμένα δημοτικός σύμβουλος διατελούσε πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου.

13.      Ο όμιλος RDM ήταν ένα σύνολο εταιρειών, οι οποίες ανήκαν στον J. van den Nieuwenhuyzen. Ο εν λόγω όμιλος δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή και την παράδοση στρατιωτικού εξοπλισμού. Ο όμιλος πτώχευσε και οι δραστηριότητές του δεν αναλήφθηκαν από άλλη επιχείρηση. Ο όμιλος RDM δεν ήταν κατ’ ουδένα τρόπο συνδεδεμένος με την HbR.

14.      Στις 28 Δεκεμβρίου 2002, η RDM Holding NV (στο εξής: RDM Holding) δεσμεύτηκε δυνάμει συμβάσεως έναντι της GHR (στο εξής: σύμβαση για τα υποβρύχια) να μην παράσχει στην Ταϊβάν καμία πληροφορία ή υλικό που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την κατασκευή ή τη χρήση υποβρυχίων. Σε αντάλλαγμα, η GHR δεσμεύτηκε να εγγυηθεί υπέρ πιστωτών της RDM Holding ή/και των θυγατρικών της για κάθε ποσό άνω των 100 000 000 ευρώ και για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

15.      Οι GHR και RDM Holding δεσμεύθηκαν επίσης να μη γνωστοποιήσουν σε τρίτους την ύπαρξη και το περιεχόμενο της συμβάσεως για τα υποβρύχια.

16.      Στο προοίμιο της εν λόγω συμβάσεως, οι GHR και RDM Holding δήλωσαν, πρώτον, ότι η RDM Holding εξέτασε, σε συνεργασία με τις αμερικανικές αρχές, τη δυνατότητα μεταφοράς στην Ταϊβάν τεχνολογίας για την κατασκευή υποβρυχίων μέσω άλλων εταιρειών του ομίλου RDM, δεύτερον, ότι η GHR γνώριζε τις διαπραγματεύσεις που είχαν λάβει χώρα επί του συγκεκριμένου θέματος μεταξύ των δικηγόρων της RDM Holding και του Ολλανδικού Δημοσίου, τρίτον, ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κατέστησε γνωστό ότι, εάν η RDM Holding παρέδιδε την τεχνολογία αυτή στην Ταϊβάν, θα επέβαλε κυρώσεις στις Κάτω Χώρες, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς του στόλου της σε λιμένα διαφορετικό από αυτόν του Ρότερνταμ, τέταρτον, ότι πρόθεση της GHR ήταν να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτό και, πέμπτον, ότι η RDM Holding αποδεχόταν να παραιτηθεί από τη μεταφορά της τεχνολογίας αυτής στην Ταϊβάν υπό τους προβλεπόμενους στη σύμβαση όρους.

17.      Η Commerz Nederland NV (στο εξής: Commerz), με την από 5 Νοεμβρίου 2003 σύμβαση, χορήγησε πίστωση 25 εκατομμυρίων ευρώ στην RDM Vehicles BV (στο εξής: RDM Vehicles) (στο εξής: πίστωση Vehicles), με σκοπό τη χρηματοδότηση της κατασκευής ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Την ίδια ημέρα, ο W. K. Scholten υπέγραψε εγγύηση με την οποία η GHR εγγυήθηκε έναντι της Commerz την εκ μέρους της RDM Vehicles εκπλήρωση των απορρεουσών από την πίστωση Vehicles υποχρεώσεων.

18.      Δεδομένου ότι από την 1η Ιανουαρίου 2004 η HbR διαδέχθηκε την GHR, ο W. K. Scholten παρέσχε στις 4 Ιουνίου 2004 υπέρ της Commerz την ίδια εγγύηση για την πίστωση Vehicles, αυτή τη φορά επ’ ονόματι της HbR, ενώ η Commerz παραιτήθηκε των δικαιωμάτων που αντλούσε από την εγγύηση που είχε παράσχει η GHR. Η εν λόγω εγγύηση εγκρίθηκε από το εποπτικό συμβούλιο της HbR στις 22 Ιουνίου 2004.

19.      Στις 10 Νοεμβρίου 2003 και 4 Ιουνίου 2004 το δικηγορικό γραφείο Spigthoff υπέβαλε στην Commerz γνωμοδοτήσεις σύμφωνα με τις οποίες οι υπογραφείσες επ’ ονόματι της GHR και της HbR εγγυήσεις για την πίστωση Vehicles συνιστούν «έγκυρες, δεσμευτικές και εκτελεστές υποχρεώσεις» του εγγυητή. Με απόφαση της 17ης Απριλίου 2013, το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage (Κάτω Χώρες) έκρινε ότι οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις περιείχαν σκοπίμως εσφαλμένα στοιχεία.

20.      Η Commerz, με συμβάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2004, χορήγησε πίστωση 7,2 εκατομμυρίων ευρώ στην RDM Finance I BV (στο εξής: RDM I) και πίστωση 6,4 εκατομμυρίων ευρώ στην RDM Finance II BV (στο εξής: RDM II) (στο εξής, αντιστοίχως: πίστωση RDM I και πίστωση RDM II). Σκοπός των πιστώσεων αυτών ήταν η χρηματοδότηση παραγγελιών στρατιωτικού υλικού προς την RDM Technology BV.

21.      Στις 2 Μαρτίου 2004, ο W. K. Scholten υπέγραψε εγγυήσεις με τις οποίες η HbR καθίστατο εγγυήτρια έναντι της Commerz για την εκπλήρωση των απορρεουσών από τις πιστώσεις RDM I και RDM II υποχρεώσεων. Στις 3 Μαρτίου 2004, το γραφείο Spigthoff απέστειλε στην Commerz γνωμοδότηση παρόμοια με τις μνημονευόμενες στο σημείο 19 των παρουσών προτάσεων.

22.      Με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2010 (6), το Rechtbank Rotterdam έκρινε ότι ο W. K. Scholten είχε δεχθεί δωρεές από τον J. van den Nieuwenhuyzen, ιδιοκτήτη και διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου RDM, με τις οποίες ο τελευταίος επιθυμούσε να επιτύχει την από τον W. K. Scholten ευνοϊκή μεταχείριση της επιχειρήσεώς του. Με την απόφαση αυτή, το Rechtbank Rotterdam έκρινε ότι ο W. K. Scholten είχε σκοπίμως εκδώσει αναληθή πιστοποιητικά, στα οποία διαβεβαίωνε ότι η έγκριση των εγγυήσεων από το εποπτικό συμβούλιο δεν ήταν αναγκαία, και ότι σκοπίμως παρέλειψε να συμπεριλάβει τις επίμαχες εγγυήσεις στους ισολογισμούς της HbR για τα έτη 2002 και 2003. Τέλος, το Rechtbank Rotterdam έκρινε ότι ο W. K. Scholten είχε σκοπίμως διατηρήσει μυστικές τις παρασχεθείσες εγγυήσεις, επειδή γνώριζε ότι το εποπτικό συμβούλιο δεν θα τις ενέκρινε εάν είχε λάβει σχετική γνώση. Το Rechtbank Rotterdam καταδίκασε τον W. K. Scholten σε δώδεκα μήνες φυλακίσεως για παθητική δωροδοκία, πλαστογραφία και απάτη εις βάρος της HbR.

23.      Με επιστολή της 20ής Αυγούστου 2004, η Commerz κατήγγειλε την πίστωση Vehicles και απαίτησε την απόδοση του εκταμιευθέντος ποσού. Δεδομένου ότι δεν ακολούθησε καταβολή, η Commerz ζήτησε από την HbR να της καταβάλει, βάσει της παρασχεθείσας εγγυήσεως, 19 843 541,80 ευρώ, συν το ποσό των παρεπόμενων απαιτήσεων. Η HbR δεν προέβη σε καταβολή.

24.      Με επιστολές της 29ης Απριλίου 2004, η Commerz κατήγγειλε τις πιστώσεις RDM Ι και RDM ΙΙ και απαίτησε την απόδοση των εκταμιευθέντων ποσών. Δεδομένου ότι δεν ακολούθησε καταβολή, η Commerz κάλεσε την HbR να της καταβάλει, βάσει των παρασχεθεισών εγγυήσεων, αντιστοίχως, 4 869,00 ευρώ και 14 538,24 ευρώ, καθώς και τις παρεπόμενες απαιτήσεις. Η HbR δεν κατέβαλε ούτε αυτά τα ποσά.

25.      Κατόπιν της αρνήσεως της HbR να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εγγυήσεις, η Commerz άσκησε αγωγή κατά της HbR ενώπιον του Rechtbank Rotterdam, απαιτώντας την καταβολή του οφειλόμενου ποσού βάσει της εγγυήσεως που παρασχέθηκε από την HbR για την πίστωση Vehicles. Το Rechtbank Rotterdam απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι η εν λόγω εγγύηση συνιστούσε μέτρο ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο θα έπρεπε να έχει κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πράγμα που δεν έγινε, και ότι, ως εκ τούτου, η εγγύηση αυτή είναι άκυρη βάσει του άρθρου 3:40, παράγραφος 2, του ολλανδικού αστικού κώδικα.

26.      Η Commerz άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Gerechtshof te ‘s-Gravenhage ζητώντας ομοίως την καταδίκη της HbR στην καταβολή των ποσών που οφείλονται δυνάμει των εγγυήσεων που παρασχέθηκαν από την HbR για τις πιστώσεις RDM I και RDM II. Το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage επικύρωσε την απόφαση του Rechtbank Rotterdam και απέρριψε τα αιτήματα της Commerz.

27.      Σύμφωνα με το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage, η εξέταση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα των κριτηρίων που θέτει η απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παροχή των επίμαχων εγγυήσεων πρέπει να καταλογιστεί στις Κάτω Χώρες.

28.      Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage στήριξε την κρίση του στις περιστάσεις ότι, πρώτον, ο Δήμος κατείχε το σύνολο των μετοχών της HbR, δεύτερον, τα μέλη της διοικήσεως και του εποπτικού συμβουλίου είχαν οριστεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων και, επομένως, από τον Δήμο, τρίτον, ο αρμόδιος για τον λιμένα δημοτικός σύμβουλος προήδρευε του εποπτικού συμβουλίου, τέταρτον, κατά το καταστατικό της HbR, απαιτείται άδεια του εποπτικού συμβουλίου για τη παροχή εγγυήσεων όπως οι επίμαχες και, πέμπτον, ο σκοπός που ανατίθεται στην HbR δυνάμει του καταστατικού της ουδόλως είναι συγκρίσιμος με εκείνον μιας απλώς και μόνον εμπορικής επιχειρήσεως, λαμβανομένης υπόψη της προέχουσας σημασίας που έχει για το δημόσιο συμφέρον ο σκοπός της διαχειρίσεως ενός λιμένα όπως αυτός του Ρότερνταμ.

29.      Η Commerz προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden, το οποίο εγείρει το ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού των επίμαχων εγγυήσεων στο Ολλανδικό Δημόσιο.

30.      Το αιτούν δικαστήριο απεφάνθη ότι, καίτοι ο W. K. Scholten ενήργησε εντελώς αυθαίρετα, υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητας του μοναδικού διαχειριστή της HbR —κρατώντας επίτηδες μυστική την ύπαρξη της συμβάσεως για τα υποβρύχια, καθώς και τις εγγυήσεις, και μη ζητώντας τη συναίνεση του εποπτικού συμβουλίου πριν από την παροχή των επίμαχων εγγυήσεων—, οι εγγυήσεις που παρασχέθηκαν κατά παράβαση του καταστατικού της HbR εξακολουθούν να είναι δεσμευτικές για την εταιρεία κατ’ εφαρμογή του ολλανδικού ιδιωτικού δικαίου.

31.      Στο πλαίσιο των πραγματικών αυτών περιστατικών, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν, προκειμένου να καταλήξει στον καταλογισμό των εγγυήσεων αυτών στο Ολλανδικό Δημόσιο, απαιτείται μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση και τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή, αντιθέτως, μια νομική προσέγγιση. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το Δημόσιο δεν γνώριζε καν την ύπαρξη των εγγυήσεων, πολλώ δε μάλλον δεν είχε εγκρίνει την παροχή τους. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, θα αρκούσε, κατά το αιτούν δικαστήριο, να αποδειχθεί ότι το Δημόσιο καθορίζει εν γένει τα της λήψεως αποφάσεων εντός της δημοσίας επιχειρήσεως σε σχέση με την έγκριση μέτρων, όπως η παροχή εγγυήσεων, ή έστω ασκεί επ’ αυτής ισχυρή και βαρύνουσα επιρροή.

32.      Εκτιμώντας ότι πρόκειται για ζήτημα που άπτεται του δικαίου της Ένωσης, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελεί οπωσδήποτε εμπόδιο για να καταλογιστεί —όπως απαιτείται για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ— στις δημόσιες αρχές μια παροχή εγγυήσεως από δημόσια επιχείρηση το ότι η εγγύηση, όπως στην παρούσα περίπτωση, παρασχέθηκε από τον (μοναδικό) διαχειριστή της δημόσιας επιχειρήσεως ο οποίος ναι μεν έχει εξουσία κατά το αστικό δίκαιο, πλην όμως ενήργησε αυθαίρετα, επίτηδες κράτησε μυστική την παροχή εγγυήσεως και παρέβη τις διατάξεις του καταστατικού της δημόσιας επιχειρήσεως μη ζητώντας τη συναίνεση του εποπτικού συμβουλίου, ενώ περαιτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο περί ου πρόκειται δημόσιος φορέας (δηλαδή ο Δήμος) δεν θέλησε την παροχή εγγυήσεως;

2)      Αν οι ανωτέρω περιστάσεις δεν αποτελούν οπωσδήποτε εμπόδιο για τον καταλογισμό στις δημόσιες αρχές, στερούνται οι περιστάσεις αυτές σημασίας για την απάντηση στο ερώτημα αν η παροχή εγγυήσεως μπορεί να καταλογιστεί στις δημόσιες αρχές ή πρέπει τότε ο δικαστής να προβεί σε αξιολόγηση υπό το πρίσμα των λοιπών στοιχείων που συνηγορούν υπέρ ή κατά του καταλογισμού στις δημόσιες αρχές;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

33.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου 2013. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Commerz, η HbR, η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.

34.       Σύμφωνα με το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο απηύθυνε, στις 20 Ιανουαρίου 2014, στους μετέχοντες στη διαδικασία μια σειρά ερωτήσεων προκειμένου να λάβει απαντήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πλην όμως, παρόλη τη συνάφεια και τη σημασία τους για να δοθούν ορθές και πρόσφορες απαντήσεις στο αιτούν δικαστήριο, η Ολλανδική Κυβέρνηση αποφάσισε να μη συμμετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Μαρτίου 2014.

35.      Η συνεργασία της Ολλανδικής Κυβερνήσεως για την απάντηση στα ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο θα ήταν πολύτιμη, λαμβανομένων υπόψη των αρκετών πτυχών της προκείμενης δικογραφίας που προκαλούν «έκπληξη». Λυπούμαι που η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν συνεργάστηκε με το Δικαστήριο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παρέστησαν επομένως μόνον η Commerz, η HbR και η Επιτροπή.

V –    Ανάλυση

36.      Με τα ερωτήματά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν η παροχή των επίμαχων εγγυήσεων καθ’ υπέρβαση εξουσίας, και ιδίως το γεγονός ότι ο W. K. Scholten τις παρέσχε κατά παράβαση του καταστατικού της επιχειρήσεώς του και χωρίς καν να ενημερώσει το εποπτικό συμβούλιο αποκλείει τον καταλογισμό των εγγυήσεων αυτών στο Ολλανδικό Δημόσιο και εάν, στην αντίθετη περίπτωση, είναι δυνατή η συνεκτίμηση των περιστάσεων υπό τις οποίες παρασχέθηκαν οι εγγυήσεις προκειμένου να κρίνει ότι καταλογίζονται στο Δημόσιο.

 Α —      Τα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

37.      Η Commerz υποστηρίζει ότι οι επίμαχες εγγυήσεις, μολονότι δεσμεύουν την HbR κατά το ιδιωτικό δίκαιο, δεν είναι καταλογιστέες στο Δημόσιο. Προς στήριξη της θέσεώς της επικαλείται την ερμηνεία των σκέψεων 50 έως 58 της αποφάσεως Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294) η οποία προτάθηκε στο Hoge Raad der Nederlanden από τον γενικό εισαγγελέα Keus στις προτάσεις του της 7ης Δεκεμβρίου 2012.

38.      Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα Keus, ο καταλογισμός μέτρου ενισχύσεως στο Δημόσιο προϋποθέτει την πραγματική και συγκεκριμένη εμπλοκή των δημόσιων αρχών στη λήψη των οικείων μέτρων. Όπως προκύπτει από την ως άνω απόφαση, ο καταλογισμός στο Δημόσιο μέτρου που λαμβάνεται από δημόσια επιχείρηση προϋποθέτει ότι το κράτος είχε εμπλακεί, «στην ειδική περίπτωση», «για την έγκριση [του εν λόγω] μέτρου» και ότι άσκησε πράγματι έλεγχο επ’ αυτού (σκέψη 52). Στον βαθμό που το Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 55 έως 57 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο μέτρου που έχει λάβει δημόσια επιχείρηση μπορούσε να συναχθεί από ένα «σύνολο ενδείξεων» που προκύπτουν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου, ο γενικός εισαγγελέας Keus υποστήριξε ότι, ενώ το Δικαστήριο οριοθέτησε τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται καθώς και τον τρόπο προσκομίσεως των στοιχείων αυτών, πάντως δεν μετέβαλε το αντικείμενο της αποδείξεως, ήτοι την πραγματική εμπλοκή των δημοσίων αρχών κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου.

39.      Η Commerz φρονεί ότι δεν επιτρεπόταν στα ολλανδικά δικαστήρια να βασιστούν, όπως έπραξε το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage, σε ένα σύνολο ενδείξεων, οι οποίες αντλήθηκαν από το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου παρασχέθηκαν οι εγγυήσεις, απορρίπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως. Δεδομένου ότι ο W. K. Scholten ενήργησε κατά τρόπο αυτόνομο, αυθαίρετο και μυστικό, παρά τη βούληση του Δήμου και χωρίς να λάβει υπόψη του τις απαιτήσεις που θέτει ο Δήμος, η Commerz φρονεί ότι ο Δήμος δεν ενεπλάκη στην παροχή των επίδικων εγγυήσεων. Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι οι εγγυήσεις δεν δύνανται να καταλογιστούν ούτε στον Δήμο ούτε στο Δημόσιο και, ως εκ τούτου, τα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των άρθρων 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ και δεν θα έπρεπε, συνεπώς, να έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

40.      Η HbR και η Ολλανδική Κυβέρνηση διαφωνούν με την εν λόγω ερμηνεία της αποφάσεως Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294).

41.      Η HbR εκτιμά ότι η δυνατότητα καταλογισμού μέτρου ενισχύσεως στο Δημόσιο πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι στην εικαζόμενη βούληση του Δημοσίου. Επομένως, αυτό που πρέπει, σύμφωνα με την HbR, να διαπιστωθεί είναι εάν το Δημόσιο είχε ή έπρεπε να έχει συμμετάσχει και όχι εάν ήθελε ή θα ήθελε να συμμετάσχει.

42.      Η HbR τονίζει ότι, δοθέντος ότι δεσμεύεται από τις επίμαχες εγγυήσεις, καίτοι παρασχέθηκαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας, ο Δήμος είχε εμπλακεί στην παροχή τους, καθώς η παροχή αυτή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την παρέμβασή του, ανεξαρτήτως της βουλήσεώς του. Για τους λόγους αυτούς, η HbR φρονεί ότι οι επίμαχες εγγυήσεις καταλογίζονται στο Δημόσιο, και, κατά συνέπεια, συνιστούν μέτρα ενισχύσεως κατά την έννοια των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, τα οποία θα έπρεπε να είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

43.      Σύμφωνα με την Ολλανδική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι οι εγγυήσεις παρασχέθηκαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας δεν αποκλείει τον καταλογισμό τους στο Δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτό, συμμερίζεται τη θέση του Gerechtshof te ‘s-Gravenhage, όπως αυτή συνοψίζεται στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, σύμφωνα με την οποία ο καταλογισμός των επίμαχων εγγυήσεων στο Ολλανδικό Δημόσιο θεμελιώνεται στην κυρίαρχη θέση που κατέχει ο Δήμος στην επιχείρηση.

44.      Η HbR και η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονούν επίσης ότι η αποτελεσματικότητα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων θα μπορούσε να επηρεαστεί κατά τρόπο μη αποδεκτό, εάν η εφαρμογή τους αποκλειόταν με την αιτιολογία ότι ο προβλεπόμενος από το καταστατικό διαχειριστής δημόσιας επιχειρήσεως υπερέβη, στο πλαίσιο εγκρίσεως ενός μέτρου, τους καταστατικούς κανόνες της εν λόγω επιχειρήσεως. Πράγματι, στην πράξη δεν είναι πάντοτε εφικτό να εξακριβωθεί κατά πόσον το επίμαχο μέτρο έχει ληφθεί ενάντια στη βούληση της δημόσιας επιχειρήσεως και, επομένως, ένα κράτος μέλος δύναται να οχυρώνεται πίσω από τα «σφάλματα» ενός διαχειριστή για να αποφύγει τυχόν καταλογισμό του μέτρου σε αυτό.

45.      Η Επιτροπή διαφωνεί επίσης με την ερμηνεία της αποφάσεως Γαλλία κατά Επιτροπής (ΕΕ:C:2002:294), όπως αυτή προτείνεται από την Commerz και τον γενικό εισαγγελέα Keus. Στηριζόμενη στις σκέψεις 55 και 56 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι, προκειμένου να καταλογιστεί στο Δημόσιο μέτρο ενισχύσεως, αρκεί το Δημόσιο να καθορίζει στην πραγματικότητα τα της λήψεως αποφάσεων εντός της δημοσίας επιχειρήσεως ή να ασκεί πραγματικά επ’ αυτής ισχυρή και βαρύνουσα επιρροή.

46.      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη συγκεκριμένης εντολής, προκειμένου να διαπιστωθεί η συγκεκριμένη συμμετοχή του Δημοσίου στην έγκριση του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, η προϋπόθεση της δυνατότητας καταλογισμού, σε περίπτωση μέτρου ενισχύσεως που χορηγείται από δημόσια επιχείρηση, θα επληρούτο μόνον κατ’ εξαίρεση.

47.      Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να σταθμίσει τις ενδείξεις που αναφέρονται στις σκέψεις 55 έως 57 της αποφάσεως Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294) και συντάσσεται με την ανάλυση του Gerechtshof te ‘s-Gravenhage, την οποία παραθέτω συνοπτικά στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.

48.       Όσον αφορά τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν την παροχή των επίδικων εγγυήσεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι ουδόλως έχουν επηρεάσει τη δυνατότητα καταλογισμού των εγγυήσεων στον Δήμο, διότι, αφενός, ο Δήμος ήταν αυτός που δημιούργησε τις συνθήκες υπό τις οποίες παρασχέθηκαν οι εν λόγω εγγυήσεις από την HbR και, αφετέρου, η παροχή τους δεν εμπίπτει στις συνήθεις εμπορικές δραστηριότητες της HbR, αλλά μάλλον υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που παρατίθενται στο προοίμιο της συμβάσεως για τα υποβρύχια.

 Β —      Εκτίμηση

1.      Πρόκειται για μέτρα ενισχύσεως ή για αποφάσεις κατ’ ουσίαν εμπορικής φύσεως;

49.      Πριν εξετάσω τα επιχειρήματα αυτά, κρίνω σκόπιμο να εξακριβωθεί εάν οι επίμαχες εγγυήσεις συνιστούν μέτρα ενισχύσεως. Πράγματι, μια εγγύηση μπορεί να συνιστά ενίσχυση μόνον εάν ευνοεί επιχείρηση (7).

50.      Η γενική εισαγγελέας J. Kokott, στο σημείο 17 των προτάσεών της στην υπόθεση Residex Capital IV (C‑275/10, EU:C:2011:354), έκρινε ότι υπάρχει ενίσχυση υπέρ της RDM Aerospace NV, η οποία, όπως υπενθυμίζω, ανήκε στον ίδιο όμιλο με τις υπέρ ων οι εγγυήσεις επιχειρήσεις στην παρούσα υπόθεση, επειδή «χωρίς την εγγύηση αυτή», η επιχείρηση «δεν θα μπορούσε, βάσει των στοιχείων του αιτούντος δικαστηρίου, να προβεί σε ένα τέτοιο δάνειο».

51.      Καίτοι το αιτούν δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό στην παρούσα υπόθεση, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι οι επίδικες εγγυήσεις παρείχαν πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις του ομίλου RDM, ο οποίος δεν θα μπορούσε χωρίς αυτές να λάβει τις πιστώσεις Vehicles, RDM I και RDM II.

52.      Θα πρέπει, εντούτοις, να εξεταστεί επίσης το κατά πόσον η HbR, χορηγώντας τις εγγυήσεις αυτές, δεν ενήργησε για εμπορικούς κυρίως λόγους, όπως θα έπραττε ένας ιδιώτης επενδυτής, αλλά έχοντας ως σκοπό την ευνοϊκή μεταχείριση των επιχειρήσεων του ομίλου RDM ως αντιστάθμισμα των ανταποδοτικών οφελών που είχαν συνομολογηθεί υπέρ της HbR (8).

53.      Μόνο σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον οι εγγυήσεις που παρασχέθηκαν από την HbR μοχλεύουν δημόσιους πόρους και είναι καταλογιστέες στο Δημόσιο. Όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs στο σημείο 55 των προτάσεών του στην υπόθεση Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑482/99, EU:C:2001:685), «οι εμπορικού χαρακτήρα αποφάσεις μιας ανήκουσας στο Δημόσιο ζυθοποιίας, οι οποίες λαμβάνονται χωρίς καμία παρέμβαση των δημόσιων αρχών, πρέπει να θεωρούνται ότι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων».

54.      Η ίδια αρχή διατυπώνεται στη σελίδα 250 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα G. Slynn στην υπόθεση Kwekerij van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1987:177), ο οποίος διερωτήθηκε σε σχέση με το επίμαχο στην εν λόγω υπόθεση μέτρο ενισχύσεως, ήτοι τον καθορισμό προτιμησιακής τιμής, «αν ο καθορισμός της προτιμησιακής αυτής τιμής, έστω και αν έγινε υπό την επιρροή του κράτους και συνεπαγόταν ζημία για το τελευταίο, ήταν αναγκαίος για εμπορικούς λόγους που θα απέκλειαν το χαρακτηρισμό της ως “ενισχύσεως”».

55.      Η Επιτροπή φρονεί ότι, στην προκειμένη υπόθεση, η παροχή εγγυήσεων συνιστά μέτρο που υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και όχι από λόγους εμπορικής φύσεως. Το συμπέρασμά της βασίζεται τόσο στις ενδείξεις που επικαλέστηκε το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage προκειμένου να στηρίξει το συμπέρασμά του ότι η HbR τελεί υπό τον ουσιαστικό έλεγχο του Ολλανδικού Δημοσίου (9) όσο και στους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που διαπνέουν τη δράση της HbR, ιδίως όσον αφορά τη συμβολή στην αστική ανάπτυξη, την ανάπτυξη αστικών λιμένων και τη βελτίωση του αστικού ιστού της πόλεως και της περιφέρειας του Ρότερνταμ.

56.      Εάν οι ενδείξεις αυτές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, θα μπορούσαν, κατά τη γνώμη μου, να προβληθούν μόνον σε σχέση με τη δυνατότητα καταλογισμού των εγγυήσεων στο Δημόσιο —όπως άλλωστε πράττει το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage‑ και όχι όπως πράττει η Επιτροπή, ήτοι για να επιλυθεί το ζήτημα του κατά πόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση των επίμαχων εγγυήσεων, η παροχή τους υπαγορεύτηκε από εμπορικούς λόγους.

57.      Με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, κλίνω προς την καταφατική απάντηση.

58.      Όπως ανέφερα στα σημεία 14 έως 16 των παρουσών προτάσεων, το προοίμιο της συμβάσεως για τα υποβρύχια αναφέρει ότι ο όμιλος RDM εξέταζε, σε συνεργασία με τις αμερικανικές αρχές, τη δυνατότητα μεταφοράς τεχνολογίας υποβρυχίων στην Ταϊβάν. Η αιτιολογική σκέψη Α του προοιμίου μνημονεύει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δικηγόρων της RDM Holding και του Ολλανδικού Δημοσίου επί του συγκεκριμένου θέματος.

59.      Το σημείο Β του προοιμίου αναφέρεται στην απειλή που εξαπέλυσε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας να επιβάλει κυρώσεις στις Κάτω Χώρες, καθώς και να μεταφέρει τον στόλο της σε λιμένα διαφορετικό από αυτόν του Ρότερνταμ, σε περίπτωση μεταφοράς στην Ταϊβάν τεχνολογίας σχετικά με υποβρύχια, καθώς και στην πρόθεση της GMR να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτό.

60.      Είναι αλήθεια ότι η ισχύς και η γνησιότητα της εν λόγω συμβάσεως έχουν αμφισβητηθεί. Όπως πληροφόρησε η Commerz το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Rechtbank Rotterdam καταδίκασε τον W. K. Scholten για παθητική δωροδοκία, υπό τη μορφή της λήψεως δωρεών από τον J. van den Nieuwenhuyzen. Εντούτοις, το Rechtbank Rotterdam έκρινε ότι το αναληθές των στοιχείων της συμβάσεως δεν είχε αποδειχθεί με νόμιμο και πειστικό τρόπο («niet wettig en overtuigend»), ενώ ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατ’ αυτού του τμήματος της αποφάσεως. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η HbR δήλωσε ότι η έφεση αυτή εξακολουθούσε να εκκρεμεί ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων.

61.      Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο είχε θέσει ένα ερώτημα επ’ αυτού του θέματος (10), εκτιμώντας ότι, πέραν της Commerz και της HbR, η Ολλανδική Κυβέρνηση θα ήταν η πλέον κατάλληλη να εκφέρει τη γνώμη της επί της αξιοπιστίας των πραγματικών ισχυρισμών που προβάλλονται στο προοίμιο της συμβάσεως για τα υποβρύχια. Όπως προανέφερα, η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν έλαβε μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ώστε να είναι σε θέση να αμφισβητήσει ότι οι επίμαχες εγγυήσεις είχαν χορηγηθεί για τους εμπορικούς λόγους που διατυπώνονται στο προοίμιο της συμβάσεως για τα υποβρύχια. Τούτο ενισχύει την πεποίθησή μου ότι η χορήγηση των εγγυήσεων ήταν ουσιαστικά επιβεβλημένη για εμπορικούς λόγους.

62.      Υπό τις συνθήκες αυτές, με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο της γνησιότητας της εν λόγω συμβάσεως (η οποία αμφισβητείται από την HbR) και της πιθανής δυσαναλογίας μεταξύ των παρασχεθεισών εγγυήσεων και του επιχειρηματικού κινδύνου που απορρέει από πιθανή μεταφορά του στόλου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ή από άλλες αφορώσες τα πραγµατικά περιστατικά ενδείξεις που έχει στη διάθεσή του το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι ο W. K. Scholten, χορηγώντας, έστω και καθ’ υπέρβαση εξουσίας, τις επίμαχες εγγυήσεις, επεδίωξε την επίτευξη εμπορικού σκοπού προς το συμφέρον της GHR/HbR, ήτοι την αποφυγή των συνεπειών τυχόν εμπάργκο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στον λιμένα του Ρότερνταμ, σκοπός που απαιτούσε ως αντάλλαγμα των εγγυήσεων τη δέσμευση του ομίλου RDM να μη μεταφέρει στην Ταϊβάν τεχνολογία στον τομέα των υποβρυχίων.

2.      Εάν οι επίμαχες εγγυήσεις χαρακτηριστούν πλεονεκτήματα ή μέτρα ενισχύσεως, πρόκειται για πλεονεκτήματα ή μέτρα ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

63.      Εάν το πλεονέκτημα που προσδίδουν οι επίμαχες εγγυήσεις δεν εξυπηρετεί ουσιαστικά εμπορικό σκοπό, δύναται να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μόνον εφόσον «χορηγείται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους» και «μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο» (11).

 α)     Κρατικοί πόροι

64.      Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι τυχόν ενεργοποίηση των εγγυήσεων συνεπάγεται τη διάθεση κρατικών πόρων, δεδομένου ότι η HbR, εταιρεία που ανήκε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών κατά 100 % στον Δήμο, θα πρέπει με τους πόρους της να εκπληρώσει, έναντι της Commerz, τις οικονομικές υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι επιχειρήσεις του ομίλου RDM έναντι της τελευταίας.

 β)     Δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο

65.      Δεν τίθεται ζήτημα δυνατότητας καταλογισμού όταν το κρατικό μέτρο χορηγείται από κρατικό όργανο, ανεξαρτήτως της θέσεως του οργάνου αυτού στην οργάνωση του κράτους, είτε υπάγεται στην κεντρική διοίκηση είτε σε αποκεντρωμένη κρατική οντότητα. Τούτο συνέβαινε στην υπόθεση Residex Capital IV (EU:C:2011:814) , η οποία αφορούσε τους ίδιους φορείς —την GHR και τον όμιλο RDM—, το ίδιο είδος εγγυήσεως που παρέσχε το ίδιο πρόσωπο (W. K. Scholten), ομοίως «καθ’ υπέρβαση εξουσίας», και στην οποία το ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού δεν ετέθη καν, επειδή οι εγγυήσεις είχαν παρασχεθεί από διοικητική υπηρεσία του Δήμου.

66.      Εάν το μέτρο ενισχύσεως λαμβάνεται από φορέα που δεν είναι κρατικό όργανο, κατά την έννοια του προηγούμενου σημείου, το Δικαστήριο έκρινε με σαφήνεια, στη σκέψη 51 της αποφάσεως Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294), ότι η δυνατότητα καταλογισμού ενός μέτρου ενισχύσεως στο Δημόσιο δεν προκύπτει αυτομάτως «από το γεγονός και μόνο ότι το μέτρο αυτό [είχε] ληφθεί από δημόσια επιχείρηση».

67.      Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι, εξ αρχής, οι εγγυήσεις για την πίστωση Vehicles παρασχέθηκαν από την GHR, δημοτική διοικητική υπηρεσία, και έπαυσαν να ισχύουν στις 4 Ιουνίου 2004. Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 4ηΙουνίου 2004, η HbR, ανώνυμη εταιρεία το κεφάλαιο της οποίας ανήκει εξ ολοκλήρου στον Δήμο, η οποία διαδέχτηκε την GHR την 1η Ιανουαρίου 2004, ήταν αυτή που χορήγησε τις ίδιες εγγυήσεις προς όφελος της Commerz. Οι εγγυήσεις για τις πιστώσεις RDM I και RDM II παρασχέθηκαν εξ αρχής από την HbR, η οποία είναι δημόσια επιχείρηση.

68.      Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι αναγκαίο να εξεταστεί κατά πόσον τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως μπορούν εντούτοις να καταλογιστούν στο Δημόσιο, καθόσον παρασχέθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρείται ότι «οι δημόσιες αρχές ενεπλάκησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη λήψη των μέτρων αυτών» (12).

69.      Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εμπλοκή του Δημοσίου διαπιστώνεται όταν τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως παρέχονται από φορέα που έχει την εξουσία να ασκεί αρμοδιότητες δημόσιας εξουσίας ή από φορέα που τελεί υπό τον ουσιαστικό έλεγχο του Δημοσίου.

70.      Όσον αφορά το κριτήριο για την άσκηση αρμοδιοτήτων δημόσιας εξουσίας, η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η HbR δεν ήταν μια συνήθης ιδιωτική εταιρεία. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η επιχείρηση είναι επιφορτισμένη, δυνάμει του καταστατικού της, με την ενίσχυση της θέσεως του λιμενικού και βιομηχανικού συγκροτήματος του Ρότερνταμ, την προώθηση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, τη διασφάλιση της τάξεως και της ναυτικής και θαλάσσιας ασφάλειας, καθώς και την άσκηση καθηκόντων λιμενικής αρχής. Επί τη βάσει αυτή, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι επίμαχες εγγυήσεις θα μπορούσαν να καταλογιστούν στο Ολλανδικό Δημόσιο.

71.      Δεν συμμερίζομαι τη συγκεκριμένη άποψη της Επιτροπής. Κατά τη γνώμη μου, μέτρο ενισχύσεως που χορηγείται από φορέα που έχει την εξουσία να ασκεί αρμοδιότητες δημόσιας εξουσίας δεν μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο, παρά μόνον καθόσον, εν προκειμένω, το μέτρο αυτό ελήφθη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Εν προκειμένω, ούτε η παροχή των εγγυήσεων αυτή καθαυτή ούτε ο λόγος για τον οποίο παρασχέθηκαν οι εγγυήσεις άπτονται της ασκήσεως αρμοδιοτήτων δημόσιας εξουσίας εκ μέρους της HbR.

72.      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί το κατά πόσον οι επίμαχες εγγυήσεις μπορούν να καταλογιστούν στο Ολλανδικό Δημόσιο επί τη βάσει του ουσιαστικού ελέγχου που ασκεί το Δημόσιο επί της HbR.

73.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο, στη σκέψη 52 της αποφάσεως Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294), «ακόμη και αν το Δημόσιο είναι σε θέση να ελέγχει μια δημόσια επιχείρηση και να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των συναλλαγών της, η αποτελεσματική άσκηση τέτοιου ελέγχου δεν μπορεί να τεκμαίρεται αυτόματα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ο βαθμός ανεξαρτησίας της δημόσιας επιχείρησης αποτελεί συνάρτηση των περιθωρίων που της αφήνει το Δημόσιο».

74.      Προτού εξεταστεί εάν ο χαρακτηρισμός της παροχής των επίμαχων εγγυήσεων ως «καθ’ υπέρβαση εξουσίας» εμποδίζει τον καταλογισμό τους στο Δημόσιο και υπενθυμίζοντας ότι η ανάλυσή μου βασίζεται στην υπόθεση ότι η λήψη της αποφάσεως περί της χορηγήσεως δεν καθορίστηκε ουσιαστικά από εμπορικούς λόγους, συμφωνώ με το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage ότι υπάρχουν εν προκειμένω επαρκείς ενδείξεις, κατά την έννοια της αποφάσεως Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294), προκειμένου να καταλογιστεί η εν λόγω απόφαση στο Δημόσιο, πράγμα που δεν αμφισβητείται, άλλωστε, ούτε από την Ολλανδική Κυβέρνηση ούτε από την HbR.

75.      Ο καταλογισμός μέτρου ενισχύσεως στο Δημόσιο βάσει του αποτελεσματικού ελέγχου δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται, «κατόπιν ειδικής έρευνας, ότι οι δημόσιες αρχές παρότρυναν συγκεκριμένα την οικεία δημόσια επιχείρηση να λάβει τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεων» (13). Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αποφάσεώς του στην υπόθεση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294), «οι τρίτοι θα έχουν κατά κανόνα, λόγω ακριβώς των προνομιακών σχέσεων μεταξύ Δημοσίου και δημόσιων επιχειρήσεων, πολύ μεγάλη δυσκολία» να αποδείξουν κάτι τέτοιο.

76.      Εν προκειμένω, η HbR και η Ολλανδική Κυβέρνηση παραδέχονται ότι η HbR τελεί υπό τον πραγματικό έλεγχο της Ολλανδικής Κυβερνήσεως. Εντούτοις, με δεδομένο το γεγονός ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν έλαβε μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, ως εκ τούτου, δεν απάντησε σε ερωτήσεις που αφορούν ειδικά το σημείο αυτό, θα ήταν χρήσιμο να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός τέτοιου ελέγχου, ανεξάρτητα από την ως άνω απλή παραδοχή της Ολλανδικής Κυβερνήσεως στις γραπτές παρατηρήσεις της.

77.      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη σκέψη 56 της αποφάσεώς του Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294), πρέπει να συνεκτιμηθούν μια σειρά ενδείξεων όπως «η ένταξή της [της δημόσιας επιχειρήσεως που έχει λάβει το επίμαχο μέτρο] στις δομές της δημόσιας διοίκησης, η φύση των δραστηριοτήτων της και η άσκησή τους στην αγορά υπό συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, το νομικό καθεστώς της επιχείρησης, δηλαδή αν διέπεται από το δημόσιο δίκαιο ή το κοινό εταιρικό δίκαιο, ο βαθμός της εποπτείας που ασκούν οι δημόσιες αρχές επί της διαχειρίσεως της επιχειρήσεως ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη από την οποία να συνάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι έχουν εμπλακεί ή ότι είναι απίθανο να μην έχουν εμπλακεί οι δημόσιες αρχές στη λήψη ορισμένου μέτρου, αν ληφθούν υπόψη η έκταση του μέτρου, το περιεχόμενό του ή οι συνθήκες που δημιουργεί».

78.      Κατ’ αρχάς, αναφέρομαι στα οργανικά στοιχεία. Οι από νομικής απόψεως προκάτοχοι της HbR ήταν μέλη της διοικήσεως του Δήμου και είχαν ήδη παράσχει εγγυήσεις του ίδιου τύπου (εάν όχι τις ίδιες!) σε εταιρεία του ίδιου ομίλου RDM (14). Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ο Δήμος κατείχε το σύνολο των μετοχών της HbR. Τα μέλη της διοικήσεως και του εποπτικού συμβουλίου είχαν οριστεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων και, επομένως, από τον Δήμο. Ο αρμόδιος για τον λιμένα δημοτικός υπάλληλος προήδρευε του εποπτικού συμβουλίου. Το καταστατικό της HbR επέτρεπε, έστω και με τη συναίνεση του εποπτικού συμβουλίου, την παροχή εγγυήσεων, όπως των προκείμενων. Οι ενδείξεις αυτές δείχνουν ότι η HbR είχε περιορισμένο περιθώριο ανεξαρτησίας έναντι του Δήμου, ο οποίος ήταν ο μοναδικός μέτοχος.

79.      Δεδομένου του στενού δεσμού μεταξύ της HbR και του Δήμου, δεν θα ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς «ότι είναι απίθανο να μην έχουν εμπλακεί» (15) οι δημόσιες αρχές στη λήψη των επίμαχων εγγυήσεων, πολλώ μάλλον εφόσον πρόκειται, εν προκειμένω, για εγγυήσεις που παρασχέθηκαν υπέρ ομίλου που δραστηριοποιείται στον τομέα των όπλων, χωρίς δε να χρειάζεται να γίνει λόγος για τις διπλωματικές και πολιτικές επιπλοκές που αναφέρονται στο προοίμιο της συμβάσεως για τα υποβρύχια, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν υπαγορεύσει την παροχή αυτή.

80.      Απομένει να εξεταστεί εάν ο χαρακτηρισμός της παροχής των επίμαχων εγγυήσεων ως «καθ’ υπέρβαση εξουσίας» εμποδίζει τον καταλογισμό τους στο Δημόσιο.

3.      Εμποδίζει ο χαρακτηρισμός της παροχής των επίμαχων εγγυήσεων ως «καθ’ υπέρβαση εξουσίας» τον καταλογισμό τους στο Δημόσιο;

81.      Κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει σαφώς από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, οι επίμαχες εγγυήσεις δεσμεύουν την HbR, καίτοι παρασχέθηκαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα εάν το γεγονός ότι ο W. K. Scholten τις παρέσχε καθ’ υπέρβαση εξουσίας εμποδίζει τον καταλογισμό τους στο Ολλανδικό Δημόσιο.

82.      Προς επίρρωση της θέσεώς της ότι δεν είναι δυνατός ο καταλογισμός, η Commerz παραπέμπει στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Keus ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σύμφωνα με τις οποίες, στην υπόθεση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294), το Δικαστήριο φαίνεται να έλαβε υπόψη του την πραγματική και συγκεκριμένη εμπλοκή του Δημοσίου στη λήψη των οικείων μέτρων. Με βάση τη συγκεκριμένη ερμηνεία της εν λόγω αποφάσεως, η Commerz υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατή η πραγματική και συγκεκριμένη εμπλοκή του Δημοσίου στην παροχή των επίμαχων εγγυήσεων, εφόσον χορηγούνται καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Άλλως ειπείν, πώς είναι δυνατόν να γίνει δεκτό εν προκειμένω ότι «ο οικείος φορέας δεν μπορούσε να λάβει τ[ο] επίμαχ[ο] [μέτρο] χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημόσιων αρχών» (16), εφόσον αποδεικνύεται ότι οι δημόσιες αρχές δεν είχαν καν λάβει γνώση της παροχής των επίμαχων εγγυήσεων;

83.      Μολονότι φρονώ, όπως ο γενικός εισαγγελέας Keus, ότι η συμμετοχή του Δημοσίου πρέπει να είναι συγκεκριμένη, ήτοι να αφορά το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως (17) και όχι να αφορά εν γένει τις δραστηριότητες της δημόσιας επιχειρήσεως, δεν νομίζω ότι το συμπέρασμα αυτό είναι πρόσφορο προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού μέτρων που έχουν ληφθεί από τον διευθυντή δημόσιας επιχειρήσεως κατά παράβαση των καταστατικών κανόνων αυτής.

84.      Πράγματι, όπως αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας Keus, οι ενδείξεις που παραθέτει το Δικαστήριο στις σκέψεις 55 έως 57, στην απόφασή του στην υπόθεση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294), αφορούν μάλλον την οριοθέτηση των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται για τη διαπίστωση της υπάρξεως ουσιαστικού ελέγχου, ήτοι τον προσδιορισμό των ενδείξεων εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί η συμμετοχή του Δημοσίου και όχι του ίδιου του αντικειμένου της αποδείξεως, ήτοι της συμμετοχής του Δημοσίου στην έγκριση των επίμαχων μέτρων. Τούτο προκύπτει από τη σκέψη 53 της εν λόγω αποφάσεως, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να αποδειχθεί, «κατόπιν ειδικής έρευνας, ότι οι δημόσιες αρχές παρότρυναν συγκεκριμένα την οικεία δημόσια επιχείρηση να λάβει τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεων».

85.      Τέλος, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθώ στις αρχές του δημόσιου διεθνούς δικαίου όσον αφορά τον καταλογισμό στο Δημόσιο πράξεων αντίθετων προς το διεθνές δίκαιο, και ειδικότερα στο άρθρο 7 του κειμένου άρθρων της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου σχετικά με την ευθύνη του κράτους για πράξεις αντίθετες προς το διεθνές δίκαιο (στο εξής: άρθρα περί ευθύνης του κράτους) (18), με τίτλο «Υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση οδηγιών».

86.      Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι «[η] συμπεριφορά κρατικού οργάνου, ή φυσικού ή νομικού προσώπου έχοντος την εξουσία να ασκεί αρμοδιότητες δημόσιας εξουσίας λογίζεται ως πράξη του κράτους κατά το διεθνές δίκαιο, εάν το οικείο όργανο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή, ακόμη κι αν υπερβαίνει τα όρια της αρμοδιότητάς του ή παραβαίνει τις οδηγίες που του έχουν δοθεί» (19).

87.      Ο κανόνας αυτός έχει παγιωθεί στη διεθνή νομολογία (20) και αναγνωρίζεται από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου στις παρατηρήσεις της επί των άρθρων περί ευθύνης του κράτους (21).

88.      Εν προκειμένω, ακόμα και δίχως να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στις 22 Ιουνίου 2004 το εποπτικό συμβούλιο της HbR ενέκρινε εκ των υστέρων την εγγύηση που παρασχέθηκε για την πίστωση Vehicles, είναι σαφές ότι ο W. K. Scholten ενήργησε υπό την ιδιότητά του ως μοναδικός διαχειριστής της HbR και ότι ούτε το καταστατικό ούτε ο εταιρικός σκοπός της HbR απαγόρευαν την παροχή εγγυήσεων όπως οι επίμαχες, με αποτέλεσμα η Commerz να μπορεί κάλλιστα να πιστεύει εξ αυτού και μόνον ότι υπάρχει δέσμευση της HbR. Πολλώ δε μάλλον εφόσον η Commerz έλαβε γνωμοδοτήσεις που επιβεβαίωναν την εγκυρότητα των εγγυήσεων που παρασχέθηκαν (22).

89.      Βεβαίως, το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage έκρινε ότι οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις περιείχαν σκοπίμως εσφαλμένα στοιχεία. Έστω και αν υποτεθεί, επί τη βάσει αυτή, ότι η Commerz γνώριζε ή μπορούσε να γνωρίζει την ακυρότητα των εγγυήσεων σύμφωνα με το καταστατικό της GHR/HbR, τούτο ουδόλως θα επηρέαζε τη δυνατότητα καταλογισμού των εγγυήσεων στο Δημόσιο.

90.      Τέλος, συμφωνώ με την HbR και την Ολλανδική Κυβέρνηση ότι η αποτελεσματικότητα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων θα μπορούσε να επηρεαστεί, εάν αποκλειόταν η εφαρμογή των κανόνων αυτών με μόνη αιτιολογία ότι ο προβλεπόμενος από το καταστατικό διαχειριστής δημόσιας επιχειρήσεως είχε, στο πλαίσιο εγκρίσεως ενός μέτρου ενισχύσεως, παραβεί το καταστατικό της οικείας επιχειρήσεως ή κριθεί ένοχος, όπως εν προκειμένω, για δωροδοκία.

91.      Πράγματι, ο καταλογισμός στο Δημόσιο μέτρου ενισχύσεως έχει αμιγώς αντικειμενικό χαρακτήρα, όπου η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου της υπαιτιότητας οργάνων ή εκπροσώπων του ή των κινήτρων τους είναι άνευ σημασίας. Σε αντίθετη περίπτωση, θα περιοριζόταν σημαντικά η αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων.

92.      Ως εκ τούτου, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα είναι ότι εγγυήσεις όπως οι εν προκειμένω επίμαχες καταλογίζονται στο Δημόσιο, εφόσον συνιστούν μέτρα ενισχύσεως και χορηγούνται από τον μοναδικό διαχειριστή δημόσιας επιχειρήσεως, ακόμη και αν ο διαχειριστής, ενεργώντας υπό την ιδιότητα αυτή, υπερέβη τις αρμοδιότητές του ή παρέβη το καταστατικό της εν λόγω επιχειρήσεως.

93.      Πέραν του συμπεράσματος αυτού που βασίζεται σε απλές ενδείξεις αντλούμενες από την απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294), θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι έχω σοβαρές αμφιβολίες ότι η HbR, ο Δήμος και η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν είχαν την παραμικρή υποψία για την ύπαρξη των εγγυήσεων που παρασχέθηκαν από τον W. K. Scholten υπέρ βιομηχανικού ομίλου που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και την παράδοση στρατιωτικού εξοπλισμού.

94.      Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως είναι τωόντι ιδιαίτερα. Υπενθυμίζω συναφώς:

–        την ιδιαιτέρως απροσδόκητη θέση μιας κυβερνήσεως, για την το επίμαχο μέτρο δεν δικαιολογείται από λόγους κατ’ ουσίαν εμπορικούς και συνιστά επομένως καταλογιστέα σε αυτή κρατική ενίσχυση (ακόμη και αν το επιχείρημα αυτό δεν επιτρέπει την καταβολή των εγγυήσεων)∙

–        τους πραγματικούς ισχυρισμούς στο προοίμιο της συμβάσεως για τα υποβρύχια, οι οποίοι αναφέρονται στο ενδεχόμενο παραδόσεως τεχνολογίας υποβρυχίων στην Ταϊβάν, στην απειλή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας να επιβάλει κυρώσεις στις Κάτω Χώρες, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς του στόλου της σε λιμένα διαφορετικό από αυτόν του Ρότερνταμ, στη συνεργασία του ομίλου RDM με τις αμερικανικές αρχές για την παράδοση τεχνολογίας υποβρυχίων στην Ταϊβάν μέσω μη ολλανδικών εταιρειών του ομίλου RDM, καθώς και στις διαπραγματεύσεις μεταξύ του ομίλου αυτού και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως σχετικά με την παράδοση αυτή∙

–        την εξασφάλιση από την Commerz γνωμοδοτήσεων που επιβεβαιώνουν τη νομιμότητα των επίμαχων εγγυήσεων, οι οποίες όμως είναι, κατά τα ολλανδικά δικαστήρια, σκοπίμως εσφαλμένες, και

–        την εκ των υστέρων έγκριση της εγγυήσεως που σχετίζεται με την πίστωση Vehicles από το εποπτικό συμβούλιο της HbR.

95.      Οι περιστάσεις αυτές είναι εξαιρετικά περίεργες. Η γενική εισαγγελέας J. Kokott τις έχει περιγράψει ως «μυστηριώδεις» (23).

VI – Πρόταση

96.      Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden ως εξής:

Εγγυήσεις όπως οι εν προκειμένω επίμαχες καταλογίζονται στο Δημόσιο, εφόσον συνιστούν μέτρα ενισχύσεως και χορηγούνται από τον μοναδικό διαχειριστή δημόσιας επιχειρήσεως, ακόμη και αν ο διαχειριστής, ενεργώντας υπό την ιδιότητα αυτή, υπερέβη τις αρμοδιότητές του ή παρέβη το καταστατικό της εν λόγω επιχειρήσεως.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Βιβλίο του Εκκλησιαστή, κεφάλαιο 1, στίχος 10.


3 – C‑275/10, EU:C:2011:814.


4 – C‑275/10, EU:C:2011:354.


5 – C‑482/99, EU:C:2002:294.


6 – ECLI:NL:RBROT:2010:BO0530.


7 – Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, σημείο 3.1).


8 – Το ζήτημα αυτό δεν εξετάστηκε στην υπόθεση Residex Capital IV (EU:C:2011:814), τουλάχιστον όχι περισσότερο από εκείνο της δυνατότητας καταλογισμού στο Δημόσιο εγγυήσεων που χορηγήθηκαν υπέρ της RDM Aerospace NV, που οδήγησε στον χαρακτηρισμό τους ως κρατικών ενισχύσεων.


9 – Βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


10 – Ερωτούσε ιδίως αν, «[...] όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις της HbR, αφενός, ο εταιρικός σκοπός της αφορά ιδίως την ενίσχυση “του βιομηχανικού συγκροτήματος του Ρότερνταμ”, καθώς και “την ανάπτυξη, την κατασκευή, τη διαχείριση και τη λειτουργία του λιμένα και της βιομηχανικής περιοχής του Ρότερνταμ, με την πλέον ευρεία έννοια του όρου”». Αφετέρου, επισημαίνεται στο σημείο 17 των παρατηρήσεων αυτών ότι, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, έχει υποστηριχθεί ότι η παροχή των εγγυήσεων δικαιολογείτο τόσο από τον στόχο της εξασφαλίσεως θέσεων απασχολήσεως στον σημαντικό κλάδο της κατασκευής λιμένων όσο και από τη σύμβαση της 28ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την παραίτηση του ομίλου RDM από την παράδοση τεχνολογίας για υποβρύχια στην Ταϊβάν, η οποία αναφέρεται επίσης στις σκέψεις 3.3 (II) και 3.4 της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Οι Commerz, HbR και Ολλανδική Κυβέρνηση καλούνται να προσδιορίσουν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εάν υπάρχουν, λόγω αυτών ή άλλων περιστάσεων, ενδείξεις ότι οι επίμαχες εγγυήσεις παρασχέθηκαν προς το συμφέρον της HbR ή/και του [Δήμου] ή/και του ολλανδικού Δημοσίου. Ειδικότερα, καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ακρίβεια των περιστάσεων που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις Α έως Γ της εν λόγω συμβάσεως».


11 – Αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294, σκέψη 24) καθώς και Association Vent De Colère κ.λπ. (C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 17).


12 – Απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294, σκέψη 52).


13 – Απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294, σκέψη 53).


14 – Οι εγγυήσεις αυτές αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποφάσεως στην υπόθεση Residex Capital IV (EU:C:2011:814).


15 – Απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294, σκέψη 56).


16 – Απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (EU:C:2002:294, σκέψη 55).


17 – Βλ. συναφώς την απόφαση Association Vent De Colère κ.λπ. (EU:C:2013:851, σκέψη 17).


18 – UNGA A/CN.4/L.602/Rev.1. Τα άρθρα περί ευθύνης του κράτους προτάθηκαν προς υιοθέτηση από τα κράτη στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), βλ. UNGA A/RES/56/83, UNGA A/RES/59/35 και UNGA A/RES/62/61.


19 – Η υπογράμμιση δική μου.


20 – Βλ. Nations unies, Maal Case, Recueil des sentences arbitrales, vol. X (1903), σ. 732 και 733· La Masica Case (Great Britain, Honduras) της 7ης Δεκεμβρίου 1916, Recueil des sentences arbitrales, vol. XI (1916), σ. 560· Thomas H. Youmans (USA) v. United Mexican States της 23ης Νοεμβρίου 1926, Recueil des sentences arbitrales, vol. IV (1926), σ. 116· Francisco Mallén (United Mexican States) v. USA της 27ης Απριλίου 1927, Recueil des sentences arbitrales, vol. IV (1927), σ. 177· Charles S. Stephens and Bowman Stephens (USA) v. United Mexican States της 17 Ιουλίου 1927, Recueil des sentences arbitrales, vol. IV (1927), σ. 267 και 268· William T. Way (USA) v. United Mexican States της 18ης Οκτωβρίου 1928, Recueil des sentences arbitrales, vol. IV (1928), σ. 400 και 401, καθώς και Estate of Jean-Baptiste Caire v. United Mexican States της 7ης Ιουνίου 1929, Recueil des sentences arbitrales, vol. V (1929), σ. 531. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται επίσης στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ., ΕΔΔΑ., απόφαση Ilaşcu κ.λπ. κατά Μολδαβίας και Ρωσίας, της 8ης Ιουλίου 2004, Recueil des arrêts et décisions 2004-VII, σ. 90 και 106), του Παναμερικανικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ., CIDH, απόφαση Velásquez-Rodríguez κατά Ονδούρας της 29ης Ιουλίου 1988, σειρά C, αριθ.°4 (1989), σκέψεις 169 έως 172) και του Ιρανοαμερικανικού δικαστηρίου επιλύσεως διαφορών (βλ. Petrolane, Inc. κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν (1991) 27 Iran-U.S.C.T.R. 64, σ. 92).


21 – Σημεία 4 έως 6 των παρατηρήσεων επί του άρθρου 7 του κειμένου άρθρων σχετικά με την ευθύνη των κρατών.


22 – Βλ. σημεία 19 και 21 των παρουσών προτάσεων.


23 – Βλ. προτάσεις της στην υπόθεση Residex Capital IV (EU:C:2011:354, σημείο 2).