Language of document : ECLI:EU:F:2007:103

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2007

Υπόθεση F-54/06

John Davis κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Συντάξεις – Διορθωτικοί συντελεστές – Συνταξιοδότηση μετά την έναρξη ισχύος του ΚΥΚ όπως τροποποιήθηκε από 1ης Μαΐου 2004 – Εφαρμογή διορθωτικών συντελεστών υπολογιζομένων βάσει του μέσου κόστους ζωής στη χώρα κατοικίας του συνταξιούχου – Μεταβατικό καθεστώς – Κατάργηση των διορθωτικών συντελεστών για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του ΚΥΚ όπως τροποποιήθηκε από 1ης Μαΐου 2004»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο J. Davis και τρεις άλλοι υπάλληλοι του Συμβουλίου ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων του Συμβουλίου με τις οποίες καθορίστηκαν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, καθόσον, αφενός, δεν εφαρμόστηκε διορθωτικός συντελεστής στο τμήμα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους που αποκτήθηκε μετά τις 30 Απριλίου 2004 και, αφετέρου, ο διορθωτικός συντελεστής που εφαρμόστηκε στο τμήμα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους που αποκτήθηκε πριν από τις 30 Απριλίου 2004 είναι διαφορετικός από εκείνον που εφαρμόζεται στις αποδοχές των εν ενεργεία υπαλλήλων στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στη Δανία.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Διορθωτικός συντελεστής – Κατάργηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 723/2004

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 82 § 1· παράρτημα XIII, άρθρο 20· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

2.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Διορθωτικός συντελεστής – Κατάργηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 723/2004

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 82 § 1· παράρτημα XIII, άρθρο 20· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

3.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Διορθωτικός συντελεστής – Κατάργηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 723/2004

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 82 § 1)

4.      Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενος – Έννοια – Κοινοτικός υπάλληλος – Περιλαμβάνεται – Συνταξιούχος κοινοτικός υπάλληλος – Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρα 18 ΕΚ και 39 ΕΚ)

5.      Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών – Συνταξιούχος κοινοτικός υπάλληλος

(Άρθρο 18 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 82 § 1)

1.      Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν παραβιάζεται στην περίπτωση που η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων δικαιολογείται βάσει αντικειμενικού και ευλόγου κριτηρίου και όταν υφίσταται αναλογία μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης και του σκοπού που επιδιώκεται μέσω αυτής της διαφοροποιήσεως.

Όσον αφορά την κατάργηση, από τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, των διορθωτικών συντελεστών για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν από 1ης Μαΐου 2004, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των υπαλλήλων που συνταξιοδοτήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ και εκείνων που συνταξιοδοτήθηκαν λίγους μήνες πριν από την έναρξη ισχύος του, καθόσον μόνο στους δεύτερους εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής στο σύνολο της συντάξεώς τους, είναι σύμφωνη με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται βάσει λογικού και αντικειμενικού κριτηρίου, το οποίο είναι η συνταξιοδότηση των υπαλλήλων πριν ή μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς της εν λόγω μεταρρύθμισης του ΚΥΚ, η διαφορετική αυτή μεταχείριση πληροί την απαίτηση της αναλογικότητας, διότι, παρά το γεγονός ότι οι πρώτοι συνταξιοδοτήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ, το σύνολο των δικαιωμάτων τους που αποκτήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή εξακολουθεί να επηρεάζεται από διορθωτικούς συντελεστές και, επιπλέον, από τους ίδιους διορθωτικούς συντελεστές που ισχύουν για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή. Οι διαπιστώσεις αυτές ενισχύονται, εξάλλου, από το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν έχει θεσπίσει κανόνες που επηρεάζουν αρνητικά μόνο τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν από 1ης Μαΐου 2004, αλλά και κανόνες που επηρεάζουν αρνητικά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, αντικαθιστώντας σταδιακά, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου που λήγει στις 30 Απριλίου 2008, τους διορθωτικούς συντελεστές που καθορίζονται βάσει της μεθόδου των πρωτευουσών με τους διορθωτικούς συντελεστές βάσει της μεθόδου των χωρών, οι οποίοι είναι λιγότερο ευνοϊκοί για τους συνταξιούχους.

Κατά μείζονα λόγο, η διαφορετική μεταχείριση ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως διάκριση αυθαίρετη ή προδήλως ακατάλληλη για τους σκοπούς της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων μπορεί να γίνει δεκτός μόνον εφόσον υπάρχουν τέτοιας φύσεως διακρίσεις και εφόσον προβάλλεται εναντίον μέτρων που λαμβάνονται σε τομέα στον οποίο ο νομοθέτης διαθέτει διακριτική ευχέρεια, όπως συμβαίνει στα θέματα διαχείρισης του συνταξιοδοτικού συστήματος.

(βλ. σκέψεις 64, 74 και 75)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 16 Μαρτίου 2004, T‑11/03, Afari κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑65 και II‑267, σκέψη 65

ΔΔΔ: 23 Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 91

2.      Σε τομέα στον οποίο ο νομοθέτης διαθέτει διακριτική ευχέρεια, όπως συμβαίνει στα θέματα διαχείρισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, ο δικαστής, κατά τον έλεγχο της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων, περιορίζεται να ελέγξει αν το οικείο όργανο έχει προβεί σε αυθαίρετη ή προδήλως ακατάλληλη διάκριση.

Ο νομοθέτης δεν υπερέβη τα όρια αυτά με την κατάργηση όλων των διορθωτικών συντελεστών για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν από 1ης Μαΐου 2004, κατάργηση που εφαρμόσθηκε με τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει μία ανώτερη αρχή του κοινοτικού δικαίου «της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά την αγοραστική ισχύ» των κοινοτικών συνταξιούχων, αλλά μια γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία πρέπει να υλοποιήσει ο νομοθέτης με τα μέσα που αυτός θεωρεί ως πλέον κατάλληλα. Λαμβάνοντας υπόψη τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στα θέματα διαχείρισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, το Συμβούλιο απολύτως ορθώς θέσπισε ένα σύστημα για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καταργώντας τους διορθωτικούς συντελεστές και εξασφαλίζοντας ότι, για ισοδύναμη εισφορά, οι υπάλληλοι θα λαμβάνουν ίσο ονομαστικό ποσό σύνταξης, γεγονός που ισχύει επίσης κατά κανόνα σε συνταξιοδοτικά συστήματα άλλων διεθνών οργανισμών. Προς τούτο, βασίμως έκρινε ο νομοθέτης ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καθιστούσε όλο και λιγότερο αναγκαία την ύπαρξη των διορθωτικών συντελεστών και ότι οι συνταξιούχοι θα επέλεγαν όλο και περισσότερο να διαμείνουν στην πρώην χώρα του διορισμού τους ή σε κράτος διαφορετικό από αυτό της καταγωγής τους. Το Συμβούλιο μπορούσε εξάλλου να συνεκτιμήσει την πρόθεση αποφυγής της απάτης και των δαπανηρών και δύσκολων διαδικασιών ελέγχου της πραγματικής διαμονής των συνταξιούχων.

Επιπλέον, ο κοινοτικός νομοθέτης είναι ελεύθερος να τροποποιεί τον ΚΥΚ θεσπίζοντας διατάξεις λιγότερο ευνοϊκές από τις προηγούμενες για τους οικείους υπαλλήλους, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζει μεταβατική περίοδο επαρκούς διάρκειας και η ελευθερία αυτή δεν περιορίζεται από την επίκληση της αρχής της ισότητας «αγοραστικής ισχύος». Ωστόσο, όταν υπάρχουν κεκτημένα δικαιώματα των υπαλλήλων, ο κοινοτικός νομοθέτης υποχρεούται να ορίσει μια μεταβατική περίοδο επαρκούς διάρκειας ώστε να αποφευχθεί, στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, η απροσδόκητη αλλαγή των λεπτομερειών εκκαθάρισης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Συναφώς, αν υποτεθεί ότι η προστασία αυτή καλύπτει τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ, τότε καλύπτει μόνο τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την εν λόγω μεταρρύθμιση.

(βλ. σκέψεις 65, 78 και 80 έως 82)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑13/97, Losch κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑543 και II‑1633, σκέψεις 113, 121 και 122· 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑164/97, Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑565 και II‑1699, σκέψεις 49, 58 και 59· 6 Ιουλίου 1999, T‑112/96 και T‑115/96, Séché κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑115 και II‑623, σκέψεις 127 και 132· 8 Ιανουαρίου 2003, T‑94/01, T‑152/01 και T‑286/01, Hirsch κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑1 και II‑27, σκέψη 51· 26 Φεβρουαρίου 2003, T‑184/00, Δρούβης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑51 και II‑297, σκέψη 57, επικυρωθείσα από την ΔΕΚ 29 Απριλίου 2004, C‑187/03 P, Δρούβης κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή· 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-297 και ΙΙ-Α-2-1527, σκέψεις 71, 72, 78, 79, 85, 87, 97 και 105

ΔΔΔ: 23 Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 62

3.      Η κατάργηση των διορθωτικών συντελεστών για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν από 1ης Μαΐου 2004, από τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, δεν παραβιάζει, όσον αφορά τους συνταξιούχους που κατοικούν σε κράτος μέλος με υψηλό κόστος ζωής, την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων σε σχέση με ένα συνταξιούχο που διαμένει σε κράτος μέλος με χαμηλότερο κόστος ζωής. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ των συνταξιούχων που δεν κατοικούν στο Βέλγιο και εκείνων που κατοικούν εκεί.

Συγκεκριμένα, αφενός, αν η εν λόγω κατάργηση των διορθωτικών συντελεστών οδηγεί σε διαφορές όσον αφορά την αγοραστική ισχύ μεταξύ συνταξιούχων, αναλόγως του αν είναι εγκατεστημένοι σε χώρες με υψηλό ή χαμηλό κόστος ζωής, οι εν λόγω διαφορές βασίζονται σε εύλογο και αντικειμενικό κριτήριο, δηλαδή στο ίσο ύψος των εισφορών που κατέβαλαν οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, και, αφετέρου, τουλάχιστον κατά τα πρώτα έτη του νέου συνταξιοδοτικού συστήματος, οι διαφορές αυτές είναι ανάλογες προς τους σκοπούς της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ. Κατά τα έτη αυτά, οι υπάλληλοι που συνταξιοδοτήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ έχουν ήδη αποκτήσει τα περισσότερα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και επωφελούνται. ως εκ τούτου, από τους σύνθετους συντελεστές που πλησιάζουν εκείνους που θα είχαν εφαρμογή εάν η μεταρρύθμιση του ΚΥΚ είχε διατηρήσει το σύστημα των διορθωτικών συντελεστών. Η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των συνταξιούχων που εγκαθίστανται σε περιοχές με υψηλό κόστος ζωής και εκείνων που εγκαθίστανται σε περιοχές με χαμηλό κόστος θα μπορούσε, λόγω της απουσίας των διορθωτικών συντελεστών σε ένα σημαντικό τμήμα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και εφόσον το Συμβούλιο δεν λάβει διορθωτικά μέτρα, να είναι δυσανάλογη σε σχέση με τους στόχους της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ μόνον εάν, αντιθέτως προς τις προβλέψεις του Συμβουλίου, οι διαφορές στο κόστος ζωής μεταξύ των κρατών μελών εξακολουθούν να υπάρχουν στο μέλλον.

Ομοίως, βάσει των ίδιων σκέψεων και λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη σε θέματα διαχείρισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, οι συνέπειες της κατάργησης των διορθωτικών συντελεστών δεν μπορούν να συνιστούν αυθαίρετες ή προδήλως ακατάλληλες διακρίσεις σε σχέση με τους σκοπούς της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 84 έως 87)

4.      Ο κοινοτικός υπάλληλος έχει την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου και ως κοινοτικός υπήκοος που εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της καταγωγής του δεν χάνει την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 39, παράγραφος 1, ΕΚ, επειδή απασχολείται σε διεθνή οργανισμό, έστω και αν οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής του στη χώρα όπου εργάζεται ρυθμίζονται ειδικά από διεθνή σύμβαση. Αντιθέτως οι κοινοτικοί συνταξιούχοι δεν μπορούν να επικαλεσθούν τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ελευθερίας εγκατάστασης, οι οποίες αφορούν κυρίως την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας, αλλά μόνον το άρθρο 18 ΕΚ το οποίο εξασφαλίζει στους κοινοτικούς υπηκόους το δικαίωμα να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 96 έως 98)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Μαρτίου 1989, 389/87 και 390/87, Echternach και Moritz, Συλλογή 1989, σ. 723, σκέψη 11· 16 Δεκεμβρίου 2004, C‑293/03, My, Συλλογή 2004, σ. I‑12013, σκέψη 37· 16 Φεβρουαρίου 2006, C‑185/04, Öberg, Συλλογή 2006, σ. I‑1453, σκέψη 12

5.      Υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος δεν απολαύει, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, δικαιώματος διαμονής δυνάμει άλλων διατάξεων της Συνθήκης ή διατάξεων θεσπιζομένων προς εφαρμογή της δύναται, υπό την ιδιότητά του απλώς και μόνον ως πολίτη της Ενώσεως, να απολαύει εντός αυτού δικαιώματος διαμονής κατ’ ευθεία εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Πάντως, το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι ανεπιφύλακτο. Το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει ότι η αναγνώρισή του χωρεί υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και των προϋποθέσεων που προβλέπει η Συνθήκη και οι θεσπιζόμενες προς εφαρμογή της διατάξεις. Πρέπει να υπομνησθεί, προκαταρκτικώς, ότι οι διατάξεις των άρθρων 39 ΕΚ, 49 ΕΚ και 50 ΕΚ παρέχουν στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία μπορούν αυτοί να προβάλλουν ενώπιον των δικαστηρίων και ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τα διασφαλίζουν. Το άρθρο 18 εξασφαλίζει στους κοινοτικούς υπηκόους το δικαίωμα να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, δικαίωμα που απορρέει ευθέως από το καθεστώς του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο απονέμει το άρθρο 17 ΕΚ, το οποίο τείνει να αποτελέσει το θεμελιώδες καθεστώς των υπηκόων των κρατών μελών. Υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και των προϋποθέσεων που προβλέπει η Συνθήκη και το παράγωγο δίκαιο, το άρθρο 18 ΕΚ μπορεί να παράσχει, στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαιώματα τα οποία μπορούν αυτοί να προβάλλουν ενώπιον των δικαστηρίων. Η διάταξη αυτή μπορεί έτσι, ελλείψει ειδικού επ’ αυτού κανόνα, να θεμελιώσει δικαίωμα των συνταξιούχων κοινοτικών υπαλλήλων να εγκατασταθούν στο κράτος μέλος της επιλογής τους.

Προσβολή στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας δεν συνιστούν μόνον τα μέτρα που περιέχουν άμεσες απαγορεύσεις και περιορισμούς, αλλά επίσης και τα μέτρα που λειτουργούν αποτρεπτικά για την εγκατάσταση των ενδιαφερομένων σε άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, από το άρθρο 18 ΕΚ δεν μπορεί να συναχθεί θετική υποχρέωση του κοινοτικού νομοθέτη να χορηγήσει στους δικαιούχους κοινοτικών συντάξεων πρόσθετη οικονομική παροχή υπό τη μορφή διορθωτικών συντελεστών για την αντιστάθμιση του υψηλότερου κόστους ζωής που διαπιστώνεται στο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να εγκατασταθεί ο συνταξιούχος· συγκεκριμένα, στο μέτρο που δεν τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης με άλλους κοινοτικούς συνταξιούχους που επέλεξαν να εγκατασταθούν στο ίδιο κράτος μέλος, τα μειονεκτήματα της εγκατάστασης στο κράτος μέλος αυτό, τα οποία προκύπτουν από γενικές και αντικειμενικές καταστάσεις που επηρεάζουν όλους τους συνταξιούχους, ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εγκαθίσταται στο ίδιο κράτος, είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής τόπου κατοικίας του ενδιαφερόμενου, κατόπιν της συνεκτιμήσεως όλων των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της επιλογής αυτής, και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έμμεσα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία.

(βλ. σκέψεις 98 έως 100)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 1 Φεβρουαρίου 1996, C‑177/94, Perfili, Συλλογή 1996, σ. I‑161, σκέψεις 17 έως 19· 17 Σεπτεμβρίου 2002, C‑413/99, Baumbast και R, Συλλογή 2002, σ. I‑7091, σκέψεις 82, 84 και 86· 2 Οκτωβρίου 2003, C‑148/02, Garcia Avello, Συλλογή 2003, σ. I‑11613, σκέψεις 21 έως 24· 12 Ιουλίου 2005, C‑403/03, Schempp, Συλλογή 2005, σ. I‑6421, σκέψεις 45 έως 47· 16 Φεβρουαρίου 2006, C‑137/04, Rockler, Συλλογή 2006, σ. I‑1441, σκέψεις 17 έως 19· 26 Οκτωβρίου 2006, C‑192/05, Tas-Hagen και Tas, Συλλογή 2006, σ. I‑10451· 9 Νοεμβρίου 2006, C‑520/04, Turpeinen, Συλλογή 2006, σ. I‑10685, σκέψη 13· 11 Ιανουαρίου 2007, C‑208/05, ITC, Συλλογή 2007, σ. I‑181, σκέψεις 31 και 33· 30 Ιανουαρίου 2007, C‑150/04, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 2007, σ. I‑1163, σκέψεις 41 έως 45