Language of document : ECLI:EU:T:2012:247

Υπόθεση T‑300/10

Internationaler Hilfsfonds eV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (EK) 1049/2001 — Έγγραφα που αφορούν τη σύμβαση LIEN 97-2011 — Μερική άρνηση παροχής προσβάσεως — Καθορισμός του αντικειμένου της αρχικής αιτήσεως — Εξαίρεση που αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Εξαίρεση που αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Παραπομπή σε προγενέστερη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου — Απαράδεκτος ισχυρισμός

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γ΄, και 48 § 2)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να βοηθήσει τον αιτούντα πριν απορρίψει την αίτησή του

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 2, 7 και 8)

3.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία του δημοσίου συμφέροντος — Έκταση — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 §§ 2, 3 και 6)

4.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Έκταση — Υποχρέωση εκτιμήσεως σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Πλήρης εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 45/2001 σε κάθε αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

(Άρθρο 6 ΣΕΕ· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρα 1 § 1, 8, 18, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο β΄)

5.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Γνωστοποίηση εγγράφων που αφορούν τον ίδιο τον αιτούντα — Επιτρέπεται — Όρια — Προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας τρίτων

6.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Υποχρέωση εκτιμήσεως σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Μη εφαρμογή της εξαιρέσεως επί προσώπων τα οποία δεν είναι άξια προστασίας ή λόγω της υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος — Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο β΄, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο β΄)

7.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων — Προστασία των εγγράφων που καταρτίσθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας που έχει ολοκληρωθεί — Έκταση

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 3, εδ. 2)

8.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Έκταση και όρια

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

9.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Έκταση

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

1.      Δεν πληροί τις κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου τυπικές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων οι ισχυρισμοί που προβάλλονται κατά το στάδιο του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο συνοπτικό, ισχυρισμός της προσφεύγουσας με τον οποίο περιορίζεται στο να καλέσει το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει αν οι διαπιστώσεις του σε προγενέστερη απόφαση εφαρμόζονται εν προκειμένω κατ’ αναλογίαν. Ένας τέτοιος ισχυρισμός πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί απαράδεκτος.

(βλ. σκέψεις 41‑43)

2.      Το θεσμικό όργανο στο οποίο υποβάλλεται αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα οφείλει να προβεί σε πλήρη έλεγχο όλων των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση γνωστοποιήσεως. Η απαίτηση αυτή ισχύει, καταρχήν, όχι μόνον κατά την επεξεργασία επιβεβαιωτικής αιτήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αλλά και κατά την επεξεργασία αρχικής αιτήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού.

Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού και ιδίως από τη χρήση των ρημάτων «ζητεί» και «βοηθώντας» προκύπτει ότι μόνη η διαπίστωση ασάφειας στην αίτηση προσβάσεως πρέπει, ανεξαρτήτως των αιτίων της εν λόγω ασάφειας, να οδηγεί το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση σε επικοινωνία με τον αιτούντα προκειμένου να καταστεί δυνατός ο ακριβέστερος δυνατός προσδιορισμός των αιτούμενων εγγράφων.

Συνεπώς, η Επιτροπή υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του αντικειμένου της αρχικής αιτήσεως και, συνακόλουθα, παραβιάζει την υποχρέωσή της να προβεί σε πλήρη εξέταση της εν λόγω αιτήσεως όταν δεν ζητεί από την προσφεύγουσα να προσδιορίσει σαφέστερα τα αιτούμενα έγγραφα τόσο στην αρχική αίτηση όσο και στην επιβεβαιωτική αίτηση, πριν εκδοθεί η απόφαση περί μη γνωστοποιήσεως των αιτουμένων εγγράφων.

(βλ. σκέψεις 69, 84‑85, 87)

3.      Η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα που υποβάλλεται βάσει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ειδικότερα, αφενός, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προστατευόμενο από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Η εφαρμογή της εξαιρέσεως μπορεί, καταρχήν, να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο έχει προηγουμένως εκτιμήσει, πρώτον, κατά πόσον η πρόσβαση στο έγγραφο όντως θίγει συγκεκριμένα το προστατευόμενο συμφέρον και, δεύτερον, στις περιπτώσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του εν λόγω κανονισμού, κατά πόσον δεν υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Αφετέρου, ο κίνδυνος προσβολής ενός προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να είναι ευλόγως αναμενόμενος και όχι καθαρά υποθετικός.

Καταρχήν, η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε εγγράφου είναι επίσης αναγκαία, καθόσον, ακόμη και όταν είναι σαφές ότι αίτηση προσβάσεως αφορά έγγραφα που καλύπτονται από εξαίρεση, μόνο μια τέτοια εξέταση επιτρέπει στο οικείο θεσμικό όργανο να αξιολογήσει τη δυνατότητα παροχής μερικής προσβάσεως στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κώδικα συμπεριφοράς όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου και της Επιτροπής, πρέπει να θεωρείται ανεπαρκής η αξιολόγηση εγγράφων ανά κατηγορία και όχι σε σχέση με τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχουν, δεδομένου ότι η απαιτούμενη εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εξέταση πρέπει να του επιτρέπει να αξιολογεί συγκεκριμένα αν η προβαλλόμενη εξαίρεση καλύπτει πράγματι όλες τις πληροφορίες που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα.

(βλ. σκέψεις 91‑92, 133, 144, 149‑150)

4.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προβλέπει εξαίρεση από την πρόσβαση σε έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία της ιδιωτικής ζωής ή της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η ως άνω διάταξη είναι αδιαίρετη και απαιτεί η τυχόν προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου να εξετάζεται και να εκτιμάται πάντοτε σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία και ιδίως σύμφωνα με τον κανονισμό 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Οι κανονισμοί 45/2001 και 1049/2001 εκδόθηκαν σε πολύ κοντινές ημερομηνίες. Δεν περιλαμβάνουν διατάξεις που να προβλέπουν ρητώς υπέρτερη ισχύ του ενός κανονισμού έναντι του άλλου. Πρέπει, καταρχήν, να διασφαλίζεται η πλήρης εφαρμογή τους.

Συναφώς, από την πρώτη περίοδο της δέκατης πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 45/2001 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επισήμανε την ανάγκη εφαρμογής του άρθρου 6 ΣEΕ και, μέσω αυτού, του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όταν η επεξεργασία αυτή διενεργείται από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας για την άσκηση δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ιδίως εκείνων που προβλέπονται στους τίτλους V και VI της Συνθήκης ΕΕ, όπως είχε πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Αντιθέτως, τέτοιου είδους παραπομπή δεν είναι αναγκαία για επεξεργασία που πραγματοποιείται κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι σε τέτοιου είδους περιπτώσεις τυγχάνει εφαρμογής προδήλως αυτός καθαυτόν ο κανονισμός 45/2001.

Επομένως, όταν αίτηση που βασίζεται στον κανονισμό 1049/2001 αποσκοπεί στην πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001 έχουν πλήρη εφαρμογή. Το άρθρο 8 του κανονισμού 45/2001 επιβάλλει όμως μεταξύ άλλων στον αποδέκτη της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την υποχρέωση να αποδείξει την αναγκαιότητα γνωστοποιήσεως αυτών. Ομοίως, το άρθρο 18 του ως άνω κανονισμού παρέχει μεταξύ άλλων στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να αντιτάσσεται ανά πάσα στιγμή, για επιτακτικούς και νόμιμους λόγους σχετικούς με την προσωπική του κατάσταση, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

(βλ. σκέψεις 98‑99, 101, 103‑104)

5.      Βάσει τόσο της στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, όσο και του αντικειμένου του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, η γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων που αφορούν αποκλειστικά τον αιτούντα την πρόσβαση δεν μπορεί να αποκλείεται με το σκεπτικό ότι θίγει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

Επιπλέον, όσον αφορά την έκταση μιας τέτοιας γνωστοποιήσεως, ναι μεν η προστασία του συμφέροντος του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 δεν είναι αναγκαία όσον αφορά τον αιτούντα την πρόσβαση, αλλά πρέπει πάντως να εξασφαλισθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 45/2001, όσον αφορά τους τρίτους. Κατά συνέπεια, παρά την αρχή ότι σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι να κατοχυρώσει το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού εν γένει στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, εφόσον τα αιτούμενα έγγραφα περιέχουν προσωπικά δεδομένα τα οποία αφορούν τον αιτούντα την πρόσβαση, το δικαίωμα του τελευταίου να του γνωστοποιηθούν τα έγγραφα βάσει του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων δεν μπορεί να συνεπάγεται την κατοχύρωση δικαιώματος προσβάσεως του κοινού εν γένει στα εν λόγω έγγραφα.

(βλ. σκέψεις 107, 109)

6.      Στον τομέα του δικαίου που αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, δεν είναι αρμοδιότητα της προσφεύγουσας να εκτιμήσει αν ένα πρόσωπο είναι ικανό ή όχι να τύχει της προστασίας της ιδιωτικής του ζωής και της ακεραιότητάς του. Ειδικότερα, η προστασία που πρέπει να παρέχεται στα προσωπικά δεδομένα στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, πρέπει να υλοποιείται τηρουμένων αυστηρά των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Ο κανονισμός 45/2001 δεν προβλέπει όμως εξαίρεση από την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνει, για τον λόγο ότι τα επίμαχα δεδομένα αφορούν πρόσωπο μη άξιο της προστασίας αυτής. Εξάλλου, παρά την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η εξαίρεση βάσει των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 και του κανονισμού 45/2001 δεν μπορεί να παραμερισθεί βάσει της υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

(βλ. σκέψεις 112, 124)

7.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον. Βάσει της αρχής της στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 επιτρέπει να απορρίπτεται η πρόσβαση, ακόμη και αφότου έχει ληφθεί η απόφαση, μόνον ως προς ένα μέρος των εγγράφων για εσωτερική χρήση, ήτοι ως προς τα έγγραφα που περιέχουν απόψεις που προορίζονται για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο συσκέψεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του οικείου θεσμικού οργάνου, εφόσον η γνωστοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του ως άνω θεσμικού οργάνου.

Ο σκοπός επομένως της διατάξεως αυτής του κανονισμού 1049/2001 είναι να προστατεύσει ορισμένα είδη εγγράφων που καταρτίζονται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, των οποίων η γνωστοποίηση, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οικείου θεσμικού οργάνου. Τα ως άνω έγγραφα πρέπει να περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του οικείου θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 130‑132)

8.      Η απαιτούμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και να εκθέτει, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατόν στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το οικείο ζήτημα.

(βλ. σκέψη 181)

9.      Όσον αφορά τις αιτήσεις προσβάσεως σε έγγραφα, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αρνείται να παράσχει την εν λόγω πρόσβαση, πρέπει να αποδεικνύει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ότι τα έγγραφα ως προς τα οποία ζητείται η πρόσβαση εμπίπτουν πράγματι στις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Επομένως, εναπόκειται στο θεσμικό όργανο που αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφο να παράσχει αιτιολογία από την οποία να μπορεί να γίνει κατανοητό και να εξακριβωθεί, αφενός, αν το αιτούμενο έγγραφο έχει πράγματι σχέση με τον τομέα τον οποίο αφορά η προβαλλόμενη εξαίρεση και, αφετέρου, αν υφίσταται πράγματι η συνδεόμενη με την εξαίρεση αυτή ανάγκη προστασίας.

Συναφώς, η σιωπηρή άρνηση προσβάσεως σημαίνει εξ ορισμού παντελή έλλειψη αιτιολογίας παραβιάζουσα την υποχρέωση αιτιολογήσεως που το άρθρο 296 ΣΛΕΕ επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 182, 185‑187, 198)