Language of document : ECLI:EU:T:2023:422

Υπόθεση T776/20

Robert Stockdale

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λπ.

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο πενταμελές τμήμα) της 26ης Ιουλίου 2023

«Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Διεθνής υπάλληλος απασχολούμενος επί συμβάσει στον Ειδικό Εντεταλμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας κατόπιν της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Συμβατική φύση της διαφοράς – Απουσία ρήτρας διαιτησίας και ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας – Άρθρα 263, 268, 272 και 274 ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Παραδεκτό – Προσδιορισμός των καθών-εναγομένων – Έννοια των “λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης” – Εν μέρει αναρμοδιότητα και εν μέρει απαράδεκτο»

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Προσφυγή στο πλαίσιο συμβάσεως που συνδέει τον προσφεύγοντα με θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις – Δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα εκτός των ορίων της συμβατικής σχέσεως που συναρτώνται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψη 31)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Όρια – Φύση της προβαλλόμενης ευθύνης – Έλεγχος εκ μέρους του δικαστή – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 340 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψη 32)

3.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρμοδιότητα – Διαφορές εκ συμβάσεως – Προϋποθέσεις – Άσκηση προσφυγής βάσει ρήτρας διαιτησίας – Απουσία ρήτρας διαιτησίας – Συνέπεια – Γενική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρα 272 και 274 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψη 40)

4.      Ένδικη διαδικασία – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως που αφορούν, στην πραγματικότητα, διαφορά συμβατικής φύσεως – Ακύρωση πράξεως εντασσόμενης σε συμβατικό πλαίσιο – Αναρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης δυνάμει των άρθρων 263 και 268 ΣΛΕΕ – Απαράδεκτο – Εξαίρεση – Ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης και διασφαλίσεως αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου από τα δικαστήρια των κρατών μελών ή από τον δικαστή της Ένωσης

(Άρθρα 263, 268, 272 και 274 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 48, 49, 76)

5.      Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία επί διαφορών από ατομικές συμβάσεις εργασίας – Έννοια της ατομικής συμβάσεως εργασίας – Αυτοτελής ερμηνεία – Προϋπόθεση – Ύπαρξη σχέσης εξάρτησης μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου – Κριτήρια

(Κανονισμός 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 21)

(βλ. σκέψη 61)

6.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Καταδίκη της Ένωσης σε καταβολή αποζημιώσεως σύμφωνης με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών σε ζητήματα εξωσυμβατικής ευθύνης – Αποζημίωση σε είδος υπό τη μορφή διαταγής προς πράξη ή παράλειψη – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Ειδική περίπτωση ζημίας η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως μέσω αποζημιώσεως και η οποία απαιτεί την έκδοση διαταγής λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της

(Άρθρα 268 και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 81, 82)

7.      Ένδικη διαδικασία – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Αίτημα εκδόσεως αναγνωριστικής αποφάσεως – Πρόδηλη αναρμοδιότητα

(Άρθρα 263 και 268 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψη 85)

8.      Ένδικη διαδικασία – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτημα ακυρώσεως πράξεως ή αποκαταστάσεως της ζημίας – Έννοια των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών – Κριτήρια εκτιμήσεως – Ικανότητα δικαίου – Καθήκον που συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία της Ένωσης – Φορέας που διακρίνεται νομικώς από τα υφιστάμενα θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης – Εμπίπτει – Ειδικός Εντεταλμένος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη – Επιτρεπτό

(Άρθρα 263 και 268 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 130, 131, 134, 139)

9.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Επιχειρησιακές δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έκδοση αποφάσεων με τις οποίες προσδιορίζονται οι στόχοι, το πεδίο εφαρμογής τους, τα μέσα που πρέπει να τεθούν στη διάθεση της Ένωσης, οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και η διάρκειά τους – Αρμοδιότητα – Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Περιεχόμενο – Διεθνές πολιτικό προσωπικό – Θέσπιση νομικού καθεστώτος εφαρμοστέου στο συμβασιούχο προσωπικό – Εμπίπτει – Καταλογισμός στο Συμβούλιο υπαίτιας παράλειψης θέσπισης τέτοιου καθεστώτος – Επιτρέπεται

(Άρθρα 26 και 28 § 1, εδ. 1, ΣΕΕ)

(βλ. σκέψεις 148, 152, 154, 157, 158, 162)

Σύνοψη

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων), υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, διατέλεσε Προϊστάμενος Οικονομικών και Διοίκησης στον Ειδικό Εντεταλμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΕΕΕΕ) στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη μεταξύ του 2006 και της 31ης Δεκεμβρίου 2020 και, στο πλαίσιο αυτό, είχε συνάψει 17 συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (στο εξής: ΣΟΧ) με τον εν λόγω ΕΕΕΕ. Κατόπιν της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρατόμ (1), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2020 και η οποία προέβλεπε μεταβατική περίοδο λήγουσα στις 31 Δεκεμβρίου 2020, ο ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη εξέδωσε απόφαση περί καταγγελίας της τελευταίας συμβάσεως εργασίας του προσφεύγοντος που θα ετίθετο σε ισχύ κατά την ημερομηνία αυτή.

Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως στρεφόμενης κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (στο εξής: ΕΥΕΔ) και του ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ο προσφεύγων ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως περί καταγγελίας, καθώς και την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της αποφάσεως αυτής. Ζήτησε επίσης να επαναχαρακτηριστεί η συμβατική του σχέση ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (στο εξής: ΣΑΧ) και να αποκατασταθεί η ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της παράλειψης θέσπισης σαφούς καθεστώτος το οποίο να εφαρμόζεται στην περίπτωσή του. Επιπλέον, ο προσφεύγων ζήτησε, επικουρικώς, να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης σε περίπτωση απορρίψεως των κύριων αιτημάτων του.

Το Γενικό Δικαστήριο, επιληφθέν ενστάσεων αναρμοδιότητας και απαραδέκτου τις οποίες προέβαλαν οι καθών-εναγόμενοι (στο εξής: καθών), αποφαίνεται επ’ αυτών πριν εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και τις δέχεται εν μέρει. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί πλειόνων καινοφανών ζητημάτων. Κατ’ αρχάς κρίνει ότι, όταν διαφορά συμβατικής φύσεως στην οποία εμπλέκεται η Ένωση άγεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, μολονότι η επίμαχη σύμβαση δεν περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας υπέρ του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο εξακολουθεί να είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδουν οντότητες υπαγόμενες στην Ένωση (2) και να αποφαίνεται επί της ευθύνης της Ένωσης (3), αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί κανένα εθνικό δικαστήριο το οποίο να έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει της συμβάσεως ή του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (4). Στη συνέχεια, αποφαίνεται ότι ο ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη αποτελεί το όργανο της Ένωσης που εξέδωσε την απόφαση περί καταγγελίας. Τέλος, όσον αφορά το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε λόγω της απουσίας γενικού νομικού καθεστώτος εφαρμοστέου στους υπαλλήλους που απασχολούνται στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το Συμβούλιο είναι το αρμόδιο όργανο για τη θέσπιση, ενδεχομένως, ενός τέτοιου καθεστώτος.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει αν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτημάτων που αφορούν, αντιστοίχως, την απόφαση περί καταγγελίας και τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ.

Προκαταρκτικώς, διαπιστώνει ότι οι αξιώσεις τις οποίες προβάλλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο των αιτημάτων αυτών είναι συμβατικής φύσεως. Πράγματι, αφενός, η απόφαση περί καταγγελίας συνδέεται άμεσα με την επίμαχη σύμβαση και, αφετέρου, τα αιτήματα επαναχαρακτηρισμού της εργασιακής σχέσεως ως ΣΑΧ απορρέουν από το σύνολο των διαδοχικών ΣΟΧ που συνήφθησαν μεταξύ του προσφεύγοντος και του ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ελλείψει, όμως, ρήτρας διαιτησίας στις ΣΟΧ, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και, επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 274 ΣΛΕΕ, τα αιτήματα αυτά υπάγονται, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.

Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι όταν, στο πλαίσιο διαφοράς συμβατικής φύσεως, ο δικαστής της Ένωσης κρίνει εαυτόν αναρμόδιο να αποφανθεί βάσει των άρθρων 263 και 268 ΣΛΕΕ, αποσκοπεί στη διασφάλιση συνεκτικής ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων με τα άρθρα 272 και 274 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, στη διατήρηση της συνοχής του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, το οποίο αποτελείται από ένα πλήρες σύνολο ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών που αποσκοπούν στη διασφάλιση, αντιστοίχως, του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και της αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε από την Ένωση. Επομένως, στο πλαίσιο διαφοράς συμβατικής φύσεως, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να κρίνει εαυτόν αναρμόδιο να αποφανθεί βάσει της Συνθήκης ΛΕΕ, όταν αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαφεύγουν παντελώς του δικαστικού ελέγχου, από τον δικαστή της Ένωσης ή από τα δικαστήρια των κρατών μελών, πράξεις της Ένωσης ή αίτημα για την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από την Ένωση.

Υπό τις συνθήκες αυτές, παρά τη συμβατική φύση των αιτημάτων που υποβλήθηκαν εν προκειμένω, προκειμένου να διασφαλιστεί ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει εάν ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει τέτοιες αξιώσεις ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους. Για τον λόγο αυτόn, απορρίπτει κατ’ αρχάς το επιχείρημα των καθών ότι τα αιτήματα αυτά θα μπορούσαν να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των βοσνιακών δικαστηρίων. Ομοίως, απορρίπτει το επιχείρημα ότι ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στο διαιτητικό δικαστήριο που προβλέπεται στην επίμαχη σύμβαση, δεδομένου ότι ένα διαιτητικό δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρηθεί αρμόδιο κατ’ αποκλεισμό της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης ή των δικαστηρίων των κρατών μελών.

Εξάλλου, δεδομένου ότι από το περιεχόμενο της επίμαχης συμβάσεως δεν μπορεί να προσδιοριστεί ένα δικαστήριο κράτους μέλους που να έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί των επίμαχων αιτημάτων, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια, ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω. Πράγματι, η απόφαση περί καταγγελίας δεν συνιστά πράξη κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (5), αλλά στηρίζεται στην επίμαχη σύμβαση. Ως εκ τούτου, τα επίμαχα αιτήματα εμπίπτουν στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις και, δεδομένου ότι αφορούν διαφορά συμβατικής φύσεως η οποία πρέπει να υπαχθεί στη γενική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει αν από τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες Ια είναι δυνατό να προσδιοριστεί ένα δικαστήριο κράτους μέλους που να έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί των αιτημάτων αυτών.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι εργοδότης του προσφεύγοντος ήταν ο ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και ότι, δεδομένου ότι κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί των επίμαχων αιτημάτων που συνδέονται με τη σύμβαση, θα έπρεπε κατ’ αρχήν να εφαρμοστεί η γενική διάταξη του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, κατά την οποία «[α]ν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους» (6).

Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής θα οδηγούσε σε ενδεχόμενη διεθνή δικαιοδοσία ενός εθνικού δικαστηρίου κατά τυχαίο τρόπο, στο μέτρο που το δίκαιο κάθε κράτους μέλους είναι αυτό που καθορίζει αν τα δικαστήριά του μπορούν να επιληφθούν μιας τέτοιας διαφοράς, με πιθανό αποτέλεσμα να μην έχει, τελικά, κανένα δικαστήριο κράτους μέλους διεθνή δικαιοδοσία. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα πιθανό εν προκειμένω, δεδομένου ότι, όπως και ο ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ο προσφεύγων έχει την κατοικία του σε τρίτη χώρα, ενώ δεν προκύπτει προδήλως ότι η υπό κρίση διαφορά παρουσιάζει κάποιο συνδετικό στοιχείο με ορισμένο κράτος μέλος.

Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο διαφοράς συμβατικής φύσεως στην οποία η Ένωση είναι διάδικος, να κρίνει εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί βάσει των άρθρων 263 και 268 ΣΛΕΕ, όταν τούτο έχει ως αποτέλεσμα να διαφεύγουν κάθε δικαστικού ελέγχου πράξεις της Ένωσης ή αίτημα για την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από την Ένωση, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει αν τα επιμέρους αιτήματα που υποβάλλονται στο πλαίσιο των επίμαχων αιτημάτων υπάγονται στις αρμοδιότητες που του απονέμονται από τις διατάξεις αυτές.

Συναφώς, πρώτον, στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί τόσο, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, επί του αιτήματος ελέγχου της νομιμότητας της αποφάσεως περί καταγγελίας, η οποία συνιστά απόφαση εκδοθείσα από οντότητα της Ένωσης συσταθείσας δυνάμει των Συνθηκών, ήτοι από τον ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όσο και, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, επί του αιτήματος χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και αποκατάστασης της υλικής ζημίας που φέρεται να υπέστη ο προσφεύγων λόγω της αποφάσεως αυτής.

Αντιθέτως, όσον αφορά το αίτημα με το οποίο ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την επαναπρόσληψή του στο προσωπικό του ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει εαυτό αναρμόδιο, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, ακόμη και εντός τους πλαισίου αγωγής αποζημιώσεως, να απευθύνει διαταγές σε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης χωρίς να σφετεριστεί τις εξουσίες διοικητικής αρχής. Μολονότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης επιτρέπουν, υπό προϋποθέσεις, την επιδίκαση αποζημιώσεως σε είδος η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή διαταγής προς πράξη ή παράλειψη, σε συμμόρφωση προς την οποία το εναγόμενο θεσμικό όργανο μπορεί να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά, η δυνατότητα αυτή παρέχεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, στις οποίες ο ενάγων προβάλλει ζημία η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως μέσω αποζημιώσεως και της οποίας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά απαιτούν την έκδοση διαταγής προς πράξη ή παράλειψη, ιδίως εάν η διαταγή αυτή αποσκοπεί στην παύση του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος, τα αποτελέσματα του οποίου εξακολουθούν να υφίστανται, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το δεύτερο αίτημα στο σύνολό του λόγω αναρμοδιότητας. Πράγματι, αφενός, δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του αιτήματος να εκδοθεί διαταγή απευθυνόμενη στον ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, υπό την ιδιότητά του ως εργοδότη του προσφεύγοντος, προκειμένου να επαναχαρακτηριστεί η σύμβαση εργασίας του ως ΣΑΧ. Αφετέρου, δεδομένου ότι το αίτημα με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει την εκ μέρους των καθών παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων δεν υποβάλλεται προς στήριξη ακυρωτικού ή αποζημιωτικού αιτήματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με το αίτημα αυτό επιδιώκεται μόνο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί γενικού ζητήματος ή επί ζητήματος αρχής, όπερ δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες που του απονέμονται από τις Συνθήκες.

Κατά δεύτερον, επί των ενστάσεων απαραδέκτου που έχουν σχέση με τον προσδιορισμό του καθού ή των καθών, όσον αφορά, πρώτον, το πρώτο αίτημα, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να το εξετάσει κατά το μέρος που ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως περί καταγγελίας καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και η αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, αφενός, ότι η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να στρέφεται κατά του θεσμικού οργάνου, άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης που εξέδωσε την επίμαχη πράξη και, αφετέρου, ότι, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιλαμβάνεται των διαφορών σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών που προξενεί η Ένωση, εκπροσωπούμενη ενώπιόν του από το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό στον οποίο προσάπτεται το γενεσιουργό της ευθύνης γεγονός.

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το πρώτο αίτημα αφορά την απόφαση περί καταγγελίας, η οποία καταλογίζεται στον ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει αν αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί ως όργανο ή οργανισμός της Ένωσης δυνάμενος να εναχθεί στο πλαίσιο της επίμαχης εν προκειμένω προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

Συναφώς, υπενθυμίζει ότι ένας φορέας ή δομή που σχετίζεται με το οργανωτικό σχήμα της Ένωσης ή λειτουργεί εντός αυτού μπορεί να θεωρηθεί όργανο ή οργανισμός της Ένωσης αν, βάσει των διατάξεων που ρυθμίζουν το καθεστώς του, έχει την απαιτούμενη ικανότητα δικαίου ώστε να μπορέσει να θεωρηθεί αυτόνομο όργανο της Ένωσης και να του αναγνωρισθεί η ιδιότητα του καθού. Ειδικότερα, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως όργανο ή οργανισμός της Ένωσης, όταν, αφενός, είναι επιφορτισμένος με καθήκον που συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία της Ένωσης και, αφετέρου, διακρίνεται νομικώς από τα υφιστάμενα θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

Ο ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι επιφορτισμένος με τέτοιο καθήκον, δεδομένου ότι, κατ’ αρχάς, διορίστηκε από το Συμβούλιο για την άσκηση καθηκόντων σχετικών με «συγκεκριμένα θέματα πολιτικής» (7). Περαιτέρω, μολονότι ο εν λόγω ΕΕΕΕ είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση της εντολής του και ενεργεί υπό την εξουσία του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, η εξουσία αυτή δεν αφορά τη διοικητική διαχείριση στο πλαίσιο της εν λόγω εντολής, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό. Επιπλέον, ο ως άνω ΕΕΕΕ διακρίνεται νομικώς από άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης στο μέτρο που διαθέτει ικανότητα δικαίου προκειμένου να συνάπτει συμβάσεις και να αγοράζει αγαθά, να συνάπτει σύμβαση με την Επιτροπή για τη διαχείριση των δαπανών του και να δέχεται προσωπικό αποσπασμένο από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή από την ΕΥΕΔ. Τέλος, όσον αφορά τη διαχείριση του συμβασιούχου προσωπικού του, ο ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη διαθέτει ικανότητα δικαίου που του επιτρέπει να ενεργεί αυτόνομα και, ως εκ τούτου, είναι υπεύθυνος για τη σύσταση της ομάδας του/της και δύναται να συνάπτει συμβάσεις πρόσληψης διεθνούς προσωπικού, το οποίο επιλέγει χωρίς να χρειάζεται να λάβει την έγκριση άλλων θεσμικών και λοιπών οργάνων, ή οργανισμών της Ένωσης, το δε προσωπικό αυτό τελεί υπό την άμεση εξουσία του.

Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, για τις ανάγκες της υπό κρίση υποθέσεως η οποία αφορά ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση του προσωπικού του ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ο τελευταίος πρέπει να εξομοιωθεί με τα όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης που μπορούν να έχουν την ιδιότητα του καθού στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ή εναγομένου στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης και ότι το πρώτο αίτημα της προσφυγής είναι παραδεκτό όσον αφορά τον ΕΕΕΕ.

Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων λόγω μη θεσπίσεως σαφούς καθεστώτος που να εφαρμόζεται στην περίπτωσή του, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι κάθε ενδεχόμενη υπαίτια παράλειψη θεσπίσεως γενικού καθεστώτος εφαρμοστέου στο συμβασιούχο προσωπικό που απασχολείται, γενικώς, στον τομέα της ΚΕΠΠΑ ή, ειδικότερα, στον ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, πρέπει να καταλογιστεί στο Συμβούλιο, με αποτέλεσμα το εν λόγω αίτημα να είναι παραδεκτό όσον αφορά το θεσμικό αυτό όργανο.

Πράγματι, το Συμβούλιο είναι το όργανο που καταρτίζει την ΚΕΠΠΑ και λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για τον καθορισμό και την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής, βάσει των γενικών προσανατολισμών και των στρατηγικών κατευθυντήριων γραμμών που καθορίζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η δε θέσπιση, ενδεχομένως, ενός νομικού καθεστώτος που να εφαρμόζεται στο προσλαμβανόμενο επί συμβάσει στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ προσωπικό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της πολιτικής αυτής και, ως εκ τούτου, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου. Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι το 2012 η Επιτροπή είχε προτείνει στο Συμβούλιο να εφαρμόσει το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης στους συμβασιούχους υπαλλήλους των αποστολών που εμπίπτουν στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και στους συμβασιούχους υπαλλήλους των ΕΕΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η θέσπιση νομικού καθεστώτος εφαρμοστέου στο συμβασιούχο προσωπικό που προσλαμβάνεται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, το οποίο να εφαρμόζεται στο διεθνές συμβασιούχο προσωπικό του ΕΕΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, εμπίπτει στις αρμοδιότητες και στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου και ότι η ως άνω πρόταση δεν έγινε δεκτή διότι οι αντιπροσωπείες των κρατών μελών δεν κατέληξαν σε συμφωνία εντός του Συμβουλίου.


1      Συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7).


2      Δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.


3      Δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.


4      Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ια).


5      Κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.


6      Άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.


7      Κατά το άρθρο 33 ΣΕΕ.