Language of document : ECLI:EU:T:2012:518

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 3ης Οκτωβρίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχώρισης του εικονιστικού κοινοτικού σήματος TEQUILA MATADOR HECHO EN MEXICO — Προγενέστερο εθνικό και προγενέστερο διεθνές λεκτικό σήμα MATADOR — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Απουσία κινδύνου συγχύσεως — Έλλειψη ομοιότητας των προϊόντων — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (EK) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑584/10,

Mustafa Yilmaz, κάτοικος Στουτγάρδης (Γερμανία), εκπροσωπούμενος αρχικώς από την F. Kuschmirek, στη συνέχεια από τον F. Strangl, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Tequila Cuervo, SA de CV, με έδρα το Tlaquepaque, Jalisco (Μεξικό), εκπροσωπούμενη από την S. Salvetti, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 13ης Οκτωβρίου 2010 (υπόθεση R 1162/2009‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ του Mustafa Yilmaz και της Tequila Cuervo, SA de CV,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Δεκεμβρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως του προσφεύγοντος που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Σεπτεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Οκτωβρίου 2011,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2011 να μην επιτραπεί η κατάθεση υπομνημάτων ανταπαντήσεως,

έχοντας υπόψη την απόφαση 25ης Νοεμβρίου 2011 περί συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της περάτωσης της έγγραφης διαδικασίας και δεδομένου ότι αποφάσισε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

έχοντας υπόψη το έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου με το οποίο το ΓΕΕΑ ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο για τον περιορισμό του καταλόγου των οικείων προϊόντων και ζήτησε να κριθεί ότι παρέλκει εν μέρει η έκδοση αποφάσεως,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας επί του εγγράφου αυτού που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 5 Αυγούστου 2004, η παρεμβαίνουσα Tequila Cuervo, SA de CV υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 1, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο εικονιστικό σήμα:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος, αφού αρχικώς περιορίστηκαν για πρώτη φορά στις 24 Απριλίου 2008, υπάγονται στην κλάση 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Οινοπνευματώδη ποτά, αναμεμειγμένα εκ των προτέρων οινοπνευματώδη κοκτέιλ, τεκίλα από το Μεξικό και ηδύποτα με τεκίλα από το Μεξικό».

4        Η αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 32/2005, της 8ης Αυγούστου 2005.

5        Στις 8 Νοεμβρίου 2005, ο προσφεύγων Mustafa Yilmaz άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχώρισης του σήματος που αφορούσε η αίτηση.

6        Η ανακοπή στηριζόταν, αφενός, στο προγενέστερο διεθνές λεκτικό σήμα MATADOR, που παρήγε τα αποτελέσματά του στις χώρες της Μπενελούξ, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Δανία, στην Εσθονία, στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στη Γαλλία στην Ιταλία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στην Πολωνία, στη Σλοβενία, στη Σλοβακία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, και το οποίο καταχωρίστηκε στις 31 Οκτωβρίου 2002 υπό τον αριθμό 792051, και, αφετέρου, στο προγενέστερο γερμανικό λεκτικό σήμα MATADOR, το οποίο καταχωρίστηκε στις 21 Αυγούστου 2002 υπό τον αριθμό 302050531, τα προϊόντα δε που προσδιορίζουν αμφότερα τα σήματα εμπίπτουν στην κλάση 32 και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ζύθος· μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία».

7        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

8        Με απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, το τμήμα ανακοπών δέχτηκε την ανακοπή, στηριζόμενο, για λόγους οικονομίας της δίκης, μόνο στο προγενέστερο γερμανικό σήμα. Το τμήμα ανακοπών έκρινε, αφενός, ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία αφορούσαν ανταγωνιστικά, και ως εκ τούτου, παρόμοια προϊόντα και, αφετέρου, ότι τα σημεία αυτά ήταν γενικώς παρόμοια.

9        Την 1η Οκτωβρίου 2009, η παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

10      Από το έγγραφο που απέστειλε το ΓΕΕΑ στο Γενικό Δικαστήριο στις 14 Φεβρουαρίου 2012 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής διεξαγόμενης ταυτόχρονα με εκείνη που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, η παρεμβαίνουσα ζήτησε, με δικόγραφο που κατέθεσε ενώπιον του ΓΕΕΑ στις 2 Δεκεμβρίου 2009, έναν περαιτέρω περιορισμό της κατηγορίας των προϊόντων για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος εν προκειμένω, με αποτέλεσμα τα εν λόγω προϊόντα να αντιστοιχούν πλέον στην ακόλουθη περιγραφή: «Τεκίλα από το Μεξικό, οινοπνευματώδη κοκτέιλ που περιέχουν τεκίλα από το Μεξικό και ηδύποτα με τεκίλα από το Μεξικό», κατηγορία εμπίπτουσα στην κλάση 33.

11      Με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2010 (στο εξής: προβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχτηκε την προσφυγή ακυρώνοντας την απόφαση του τμήματος ανακοπών, απορρίπτοντας την ανακοπή και δεχόμενο την αίτηση καταχώρισης του οικείου σήματος «για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση σήματος». Εντούτοις, με την εν λόγω απόφασή του, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε εκ παραδρομής να λάβει υπόψη τον περιορισμό του καταλόγου των οικείων προϊόντων που είχε ζητήσει η παρεμβαίνουσα στις 2 Δεκεμβρίου 2009, το σφάλμα δε αυτό, κατά παραδοχή του ίδιου του ΓΕΕΑ, πρέπει να του καταλογιστεί. Το τμήμα προσφυγών αιτιολόγησε κατ’ ουσίαν την απόφασή του ως εξής:

–        για λόγους οικονομίας της δίκης, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εξεταστεί καταρχάς μέσω σύγκρισης μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του προγενέστερου γερμανικού σήματος (σκέψη 17)·

–        το ενδιαφερόμενο κοινό συνίσταται στον μέσο Γερμανό καταναλωτή (σκέψη 18)·

–        κατ’ εφαρμογή της νομολογίας του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) [αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2008, T‑175/06, Coca-Cola κατά ΓΕΕΑ — San Polo (MEZZOPANE), Συλλογή 2008, σ. II‑1055, και της 29ης Απριλίου 2009, T‑430/07, Bodegas Montebello κατά ΓΕΕΑ — Montebello (MONTEBELLO RHUM AGRICOLE), που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή], τα οινοπνευματώδη ποτά τα οποία αφορά η αίτηση καταχώρισης του οικείου σήματος διαφέρουν τόσο από τα προϊόντα «ζύθος» (σκέψεις 21 έως 30) όσο και από το προϊόντα «μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία» (σκέψεις 32 έως 40) τα οποία αφορά το προγενέστερο γερμανικό σήμα, τούτο δε λόγω της φύσης τους, της προέλευσής τους, των συστατικών τους, του τρόπου παραγωγής τους, του προορισμού τους, της χρήσης τους, της έλλειψης υποκατάστατου και της έλλειψης συμπληρωματικότητάς τους, έστω και αν ορισμένα από τα προϊόντα αυτά βρίσκονται, ως ένα συγκεκριμένο βαθμό, σε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ τους,

–        το συμπέρασμα ως προς την έλλειψη ομοιότητας των οικείων προϊόντων εξακολουθεί να ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη, πλην της Γερμανίας, στα οποία το προγενέστερο διεθνές σήμα προστατεύεται (σκέψη 41),

–        επομένως, δεν συντρέχει εν προκειμένω μια από τις σωρευτικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, δηλαδή η ταυτότητα ή η ομοιότητα των προϊόντων που αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως, έστω και αν θεωρηθεί ότι τα εν λόγω σήματα είναι πανομοιότυπα (σκέψεις 42 έως 44).

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση,

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

13      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

14      Με το από 14 Φεβρουαρίου 2012 έγγραφό του, το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου όσον αφορά τα προϊόντα «οινοπνευματώδη ποτά».

15      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να επικυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος για μερική κατάργηση της δίκης

16      Με το από 14 Φεβρουαρίου 2012 έγγραφό του, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα παραιτήθηκε από την αίτηση καταχώρισης όσον αφορά τα «οινοπνευματώδη ποτά», η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου όσον αφορά τα προϊόντα αυτά.

17      Με τις γραπτές της παρατηρήσεις επί του εγγράφου αυτού, η παρεμβαίνουσα επιβεβαιώνει μεν την παραίτηση αυτή, δεν λαμβάνει ωστόσο θέση ως προς τις δικονομικές συνέπειες που απορρέουν από αυτήν.

18      Ο προσφεύγων δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που του απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο να καταθέσει παρατηρήσεις επί του εν λόγω εγγράφου.

19      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ο καταθέτης μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος ή να περιορίσει τον κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτή περιλαμβάνει. Ο περιορισμός του καταλόγου των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζονται με την αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος πρέπει να γίνεται υπό ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις, δηλαδή κατόπιν υποβολής αίτησης για την τροποποίηση της υποβληθείσας αίτησης καταχώρισης βάσει του άρθρου 43 του κανονισμού 207/2009 και του κανόνα 13 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1) [βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 2009, T‑464/07, Korsch κατά ΓΕΕΑ (PharmaResearch), που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

20      Εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ επιβεβαίωσε, με το έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2012, ότι ο περιορισμός του καταλόγου των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχώρισης του οικείου σήματος είναι νομότυπος και παράγει αποτελέσματα, ενώ ο προσφεύγων δεν προέβαλε καμία αντίρρηση συναφώς. Κατά τα λοιπά, ο περιορισμός αυτός πιστοποιείται και από τα στοιχεία της βάσης δεδομένων που είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα του ΓΕΕΑ.

21      Κατά συνέπεια, ο εν λόγω περιορισμός πρέπει να θεωρείται ως αποδεδειγμένος με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον δέχτηκε την αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος «για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση σήματος», εκτείνοντας την εν λόγω αίτηση και στα προϊόντα «οινοπνευματώδη ποτά», για τα οποία είχε ζητηθεί ο οικείος περιορισμός.

22      Εντούτοις, διαπιστώνεται επίσης ότι το σφάλμα αυτό δεν συνεπάγεται καμία αρνητική επίπτωση για τον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως της έκβασης της υπό κρίση προσφυγής, το σήμα το οποίο αφορά η αίτηση δεν θα μπορέσει να καταχωριστεί ως κοινοτικό σήμα για τα εν λόγω προϊόντα «οινοπνευματώδη ποτά», ακριβώς λόγω του περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων που προσδιορίζονται με την αίτηση καταχώρισης.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση προσφυγή μπορεί όντως να θεωρηθεί ότι κατέστη άνευ αντικειμένου καθόσον αποβλέπει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο μέτρο που δέχτηκε την καταχώριση του ζητούμενου σήματος για τα προϊόντα «οινοπνευματώδη ποτά». Κατά συνέπεια, και κατά το αυτό μέτρο, παρέλκει η απάντηση στο εν λόγω ζήτημα.

 Επί της ουσίας

24      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει έναν μοναδικό λόγο, τον οποίο αντλεί από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

25      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων λόγω, αφενός, της έντονης ομοιότητας, αν όχι ταυτότητας, των σημείων και, αφετέρου, της ομοιότητας των οικείων προϊόντων, ως προς τις οποίες το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση. Συναφώς, ο προσφεύγων παραπέμπει σε ορισμένα νέα αποδεικτικά στοιχεία που επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής, υποστηρίζοντας ειδικότερα τα κατωτέρω:

–        το ενδιαφερόμενο κοινό συνίσταται στον μέσο Ευρωπαίο καταναλωτή και όχι μόνο στον μέσο Γερμανό,

–        τα οινοπνευματώδη ποτά που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και τα προϊόντα «ζύθος» που αφορούν τα προγενέστερα σήματα παρουσιάζουν μέσο βαθμό ομοιότητας· τα προϊόντα αυτά ανήκουν στην ίδια κατηγορία οινοπνευματωδών ποτών, απευθύνονται στο ίδιο κοινό, καταναλώνονται υπό ανάλογες περιστάσεις, ενδεχομένως μαζί ή αναμεμειγμένα, υπό τη μορφή κοκτέιλ, ιδιαίτερα σε εστιατόρια και μπαρ, ικανοποιούν την ίδια ανάγκη, δηλαδή την ανακούφιση του αισθήματος της δίψας, πωλούνται στο ίδιο σημείο στα σούπερ μάρκετ και ενδέχεται να προέρχονται από τις ίδιες επιχειρήσεις,

–        τα οινοπνευματώδη ποτά που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και τα προϊόντα «μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία» που αφορούν τα προγενέστερα σήματα παρουσιάζουν τουλάχιστον έναν μέσο βαθμό ομοιότητας· τα προϊόντα αυτά ανήκουν στη γενική κατηγορία των ποτών, μπορούν να καταναλωθούν για την ανακούφιση του αισθήματος της δίψας, ως απεριτίφ ή συνοδευτικά του γεύματος, είναι συμπληρωματικά λόγω του ότι συχνά καταναλώνονται συγχρόνως ή αναμεμειγμένα, ιδιαίτερα υπό τη μορφή κοκτέιλ, ενδεχομένως ως τονωτικά, όπως τα «premix», ενώ παράγονται και διανέμονται από τις ίδιες επιχειρήσεις· επομένως, τα οικεία προϊόντα είναι βέβαιο ότι θα συνυπάρχουν στην αγορά.

26      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι η προσκόμιση ορισμένων εγγράφων ως αποδεικτικών στοιχείων, στα παραρτήματα Α 1 έως Α 9 του δικογράφου της προσφυγής, αντιβαίνει στο άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τα εν λόγω στοιχεία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, τα κρίσιμα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να κριθούν απαράδεκτα.

27      Επί της ουσίας, το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος και θεωρούν, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε δίκαιη εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των οικείων προϊόντων, υποστηρίζοντας ειδικότερα τα ακόλουθα:

–        είναι άνευ σημασίας το αν για τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού χρησιμοποιείται ως αναφορά ο μέσος Γερμανός ή ο μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής,

–        όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ των οινοπνευματωδών ποτών που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και των προϊόντων «ζύθος» που αφορούν τα προγενέστερα σήματα, η ισχύς των διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξε το Πρωτοδικείο με την προπαρατεθείσα απόφαση ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ μπορεί να επεκταθεί και στα πραγματικά περιστατικά εν προκειμένω,

–        όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ των οινοπνευματωδών ποτών που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και των προϊόντων «μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία» που αφορούν τα προγενέστερα σήματα, η διαφορά της φύσης των δύο αυτών κατηγοριών προϊόντων που έγκειται στην παρουσία ή όχι οινοπνεύματος είναι αποφασιστικής σημασίας· τα προϊόντα αυτά ούτε βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ τους, ούτε μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαία, ούτε είναι συμπληρωματικά· το γεγονός ότι μπορούν να αναμειχθούν δεν μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή,

–        όσον αφορά τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων, η γενική τους ομοιότητα πρέπει, κατά την παρεμβαίνουσα, να χαρακτηριστεί μάλλον μικρή,

–        κατά την παρεμβαίνουσα, η έλλειψη ομοιότητας των οικείων προϊόντων και ο μάλλον μικρός βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων καθιστά αδύνατη την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως·

–        κατά την παρεμβαίνουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει επίσης με την απόφαση του τμήματος ανακοπών της 16ης Ιανουαρίου 2008 στην υπόθεση B 767741.

28      Όσον αφορά τις συνέπειες της τροποποίησης της περιγραφής των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχώρισης σήματος, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, με το έγγραφό του της 14ης Φεβρουαρίου 2012, ότι η παράλειψη του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη την εν λόγω τροποποίηση δεν ασκεί καμία επιρροή στην παρούσα διαδικασία, καθόσον δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τους λόγους που παρέθεσε το τμήμα προσφυγών με τις σκέψεις 21 έως 31 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά το ΓΕΕΑ, συγκεκριμένα, η τροποποίηση αυτή δεν είναι ικανή να επηρεάσει την εξέταση των προϊόντων στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών ενώ επίσης δεν μεταβάλει καθόλου το πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς που υποβλήθηκε στην κρίση του. Κατά συνέπεια, η εν λόγω τροποποίηση δεν ασκεί καμία επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ούτε στην έκταση του ελέγχου νομιμότητας που απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ασκεί.

29      Με τις γραπτές της παρατηρήσεις επί του εγγράφου αυτού, η παρεμβαίνουσα συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την άποψη του ΓΕΕΑ και υποστηρίζει ότι η τροποποίηση της περιγραφής των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχώρισης σήματος απλώς ενισχύει το βάσιμο της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

30      Λαμβανομένου υπόψη ότι, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η παρεμβαίνουσα επισύναψε ορισμένα νέα αποδεικτικά στοιχεία στα παραρτήματα 4 έως 16 του υπομνήματός της αντικρούσεως, ο προσφεύγων ζητεί, με το υπόμνημά του απαντήσεως, να απορριφθούν και αυτά τα στοιχεία ως απαράδεκτα στην περίπτωση που γίνει δεκτό το αίτημα του ΓΕΕΑ περί του οποίου πρόκειται στη σκέψη 26 ανωτέρω.

31      Με το ίδιο αυτό υπόμνημα, ο προσφεύγων επικαλείται, αφενός, την απόφαση του τμήματος ανακοπών της 26ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση B 1752545 — «Don Angel», με την οποία διαπιστώθηκε ότι ο ζύθος της κλάσης 32 και τα οινοπνευματώδη ποτά (πλην του ζύθου) της κλάσης 33 είναι παρόμοια, μεταξύ άλλων λόγω του γεγονότος ότι τα προϊόντα αυτά μπορούν να αναμειγνύονται και να καταναλώνονται μαζί, για παράδειγμα στα κοκτέιλ, και, αφετέρου, την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 4ης Μαΐου 2011 (υπόθεση R 1632/2010‑1), με την οποία διαπιστώθηκε ότι τα οινοπνευματώδη ποτά (πλην του ζύθου) και ο ζύθος αποτελούν συνήθως αντικείμενο ευρύτερης διανομής, ότι μπορούν να θεωρηθούν ως συμπληρωματικά προϊόντα καθόσον είναι πιθανόν περιστασιακά να αναμειγνύονται και ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο ζύθος και ορισμένα οινοπνευματώδη ποτά να προέρχονται από τις ίδιες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων σταδίων της διάθεσής τους στο εμπόριο.

32      Ως προς τις συνέπειες της τροποποίησης της περιγραφής των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχώρισης σήματος, ο προσφεύγων δεν διατύπωσε καμία σχετική παρατήρηση.

33      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει εκ προοιμίου ότι, κατά πάγια νομολογία, τα μη προβληθέντα από τους διαδίκους ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν πλέον να προβληθούν ούτε στο στάδιο της προσφυγής. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εκτιμήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών ελέγχοντας την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το τελευταίο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα πραγματικά της στοιχεία που υποβλήθηκαν στο εν λόγω τμήμα (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2006, C‑214/05 P, Rossi κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑7057, σκέψη 50), χωρίς να μπορεί, αντιθέτως, να ασκήσει παρόμοιο έλεγχο, λαμβάνοντας υπόψη πραγματικά στοιχεία προβαλλόμενα για πρώτη φορά ενώπιόν του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, Συλλογή 2007, σ. I‑2213, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα του ΓΕΕΑ και του προσφεύγοντος με τα οποία ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να μη συνεκτιμήσει τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής καθώς και στο υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας.

35      Ως προς τις συνέπειες της τροποποίησης της περιγραφής των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχώρισης σήματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η τωρινή θέση του ΓΕΕΑ έχει ως συνέπεια, κατ’ ουσίαν, να καλείται το Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας ο οποίος είναι περιορισμένης έκτασης σε σχέση με τον έλεγχο που ζητείται με το δικόγραφο της προσφυγής.

36      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του ΓΕΕΑ δικαιολογείται από τη μερική έλλειψη αντικειμένου της διαφοράς, καθόσον η εν λόγω διαφορά αφορά στην πραγματικότητα μόνον τα προϊόντα «τεκίλα από το Μεξικό, οινοπνευματώδη κοκτέιλ που περιέχουν τεκίλα από το Μεξικό και ηδύποτα με τεκίλα από το Μεξικό» τα οποία περιλαμβάνει, μετά τον περιορισμό, η αίτηση καταχώρισης σήματος. Από το αίτημα του ΓΕΕΑ δεν προκύπτει καμία βλάβη εις βάρος του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι ο κατάλογος των προϊόντων αυτών είναι πιο περιορισμένος από εκείνον των αρχικώς περιληφθέντων προϊόντων, όπως αυτά εξετάστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση του τμήματος προσφυγών. Άλλωστε, ο προσφεύγων δεν προέβαλε καμία ένσταση κατά του αιτήματος του ΓΕΕΑ, μολονότι κλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του εγγράφου του ΓΕΕΑ της 14ης Φεβρουαρίου 2012.

37      Επομένως, στη συνέχεια της παρούσας αποφάσεως, η έκφραση «οινοπνευματώδη ποτά που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση» θα πρέπει ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι προσδιορίζει μόνον τα προϊόντα «τεκίλα από το Μεξικό, οινοπνευματώδη κοκτέιλ που περιέχουν τεκίλα από το Μεξικό και ηδύποτα με τεκίλα από το Μεξικό».

38      Κατά τα λοιπά, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το ζητούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω της ταυτότητας ή ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

39      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ως άνω νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, βάσει του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα επίμαχα σημεία όσο και τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες, συνεκτιμωμένων όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2000, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

40      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει ότι τόσο τα αντιπαρατιθέμενα σήματα όσο και τα προσδιοριζόμενα από αυτά προϊόντα ή υπηρεσίες είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 2009, T‑316/07, Commercy κατά ΓΕΕΑ — easyGroup IP Licensing (easyHotel), Συλλογή 2009, σ. II‑43, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Ακόμη και στην περίπτωση όπου υφίσταται ταυτότητα με σημείο του οποίου ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ιδιαίτερα έντονος, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η απόδειξη της ύπαρξης ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση MEZZOPANE, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί ακριβώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών.

42      Όσον αφορά, πρώτον, τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού, δεν συντρέχει λόγος να τεθεί υπό αμφισβήτηση η εκτίμηση που εξέφρασε το τμήμα προσφυγών με τις σκέψεις 18 και 41 της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισημαίνουν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, είναι άνευ σημασίας το αν για τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού χρησιμοποιείται ως αναφορά ο μέσος Γερμανός ή ο μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής. Κατά τα λοιπά, λαμβανομένου υπόψη ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε το υποστατό περιστάσεων όπως οι ιδιάζουσες καταναλωτικές συνήθειες σε ορισμένα κράτη μέλη πλην της Γερμανίας, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν την εντύπωση του κοινού ως προς την ομοιότητα των προϊόντων, η αιτίαση που προσάπτει ο προσφεύγων στο τμήμα προσφυγών ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση του ενδιαφερόμενου κοινού είναι αλυσιτελής.

43      Όσον αφορά, δεύτερον, την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των οικείων προϊόντων, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων αυτών. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση των προϊόντων, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 23). Άλλοι παράγοντες μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη, όπως είναι τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

44      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που προσάπτει ο προσφεύγων στο τμήμα προσφυγών ότι, με τις σκέψεις 21 έως 30 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των οινοπνευματωδών ποτών που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και των προϊόντων «ζύθος» που αφορούν τα προγενέστερα σήματα, διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι, mutatis mutandis, η εκτίμηση αυτή ευθυγραμμίζεται πιστά με την εκτίμηση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 63 έως 68 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ οίνου και ζύθου.

45      Ειδικότερα, ως προς τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα του οίνου και του ζύθου, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 68 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι υπάρχει «ορισμένος βαθμός υποκατάστασης» μεταξύ συγκεκριμένων ειδών οίνου και του ζύθου, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα προϊόντα αυτά βρίσκονται, ως ένα βαθμό, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

46      Παραπέμποντας ρητώς στην εν λόγω σκέψη 68 της προπαρατεθείσας αποφάσεως MEZZOPANE, καθώς και στην εκεί παρατιθέμενη νομολογία του Δικαστηρίου, το τμήμα προσφυγών αναγνώρισε επίσης, με τη σκέψη 28 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο οίνος και ο ζύθος «είναι, σε ορισμένο βαθμό, ανταγωνιστικά προϊόντα» και προσέθεσε ότι «το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για ορισμένα άλλα “οινοπνευματώδη ποτά” και “αναμεμειγμένα εκ των προτέρων οινοπνευματώδη κοκτέιλ”».

47      Κατά τα λοιπά, το τμήμα προσφυγών δεν διέγνωσε κανέναν κρίσιμο παράγοντα ικανό να οδηγήσει σε διαφορετική εκτίμηση, όσον αφορά τη σύγκριση των επίμαχων εν προκειμένω προϊόντων, από εκείνη στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με την προπαρατεθείσα απόφαση ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ ως προς τον ζύθο και τον οίνο.

48      Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, με τη σκέψη 30 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα αντιπαραβαλλόμενα εν προκειμένω προϊόντα «ούτε βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, ούτε μπορούν να εναλλαχθούν ή να υποκατασταθούν αμοιβαία, ούτε είναι συμπληρωματικά», συνάγοντας, με την ίδια σκέψη, ότι τα εν λόγω προϊόντα «δεν είναι όμοια».

49      Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται ότι, μολονότι αληθεύει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 70 της προπαρατεθείσας αποφάσεως MEZZOPANE, ότι υπάρχει «μικρή ομοιότητα» μεταξύ του οίνου, αφενός, και του ζύθου, αφετέρου, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το Πρωτοδικείο, κατά τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως στην οποία προέβη με τις σκέψεις 102 έως 109 της εν λόγω αποφάσεως επικυρώνοντας την αντίστοιχη εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, επισήμανε ρητώς ότι το σύνολο των οικείων προϊόντων χαρακτηρίζεται από «έλλειψη ομοιότητας». Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει με την παρούσα απόφαση ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων παραγόντων που χαρακτηρίζουν τη σχέση των προϊόντων μεταξύ τους, όπως αυτοί που εξετάστηκαν με τις σκέψεις 63 έως 69 της προπαρατεθείσας αποφάσεως MEZZOPANE, ο ζύθος και ο οίνος πρέπει να θεωρηθούν ότι δεν είναι παρόμοια προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

50      Υπό το πρίσμα της διευκρίνισης αυτής, το γεγονός ότι ο μέσος καταναλωτής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση MEZZOPANE ήταν ο μέσος Αυστριακός καταναλωτής, ενώ ο μέσος καταναλωτής της υπό κρίση υπόθεσης είναι εκείνος όλων των κρατών στα οποία προστατεύονται τα προγενέστερα σήματα, δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, τούτο δε για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη στη σκέψη 42 ανωτέρω.

51      Το ίδιο ισχύει για το γεγονός ότι τα αντιπαραβαλλόμενα προϊόντα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση MEZZOPANE ήταν ο ζύθος και ο οίνος, ενώ τα αντιπαραβαλλόμενα προϊόντα στην υπό κρίση υπόθεση είναι, αφενός, ο ζύθος και, αφετέρου, η «τεκίλα από το Μεξικό, τα οινοπνευματώδη κοκτέιλ που περιέχουν τεκίλα από το Μεξικό και τα ηδύποτα με τεκίλα από το Μεξικό». Αντιθέτως, οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των προϊόντων αυτών, ως προς όλους τους κρίσιμους παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση τους, είναι πιο εμφανείς και σημαντικές από τις υπάρχουσες μεταξύ ζύθου και οίνου, και τις οποίες επισήμανε το Πρωτοδικείο στην υπόθεση εκείνη, με αποτέλεσμα οι εν λόγω διαφορές να καθιστούν ακόμη πιο απίθανο το ενδεχόμενο το ενδιαφερόμενο κοινό να σχηματίσει την πεποίθηση ότι μία και η αυτή επιχείρηση παρασκευάζει και διαθέτει ταυτόχρονα στο εμπόριο τα δύο είδη ποτών.

52      Ο προσφεύγων δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα το οποίο να μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της ανωτέρω εκτίμησης.

53      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το μέτρο που οι εκτιμήσεις αυτές στηρίζονται σε νέα αποδεικτικά στοιχεία που επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορούν να συνεκτιμηθούν από το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών και ότι δεν συνιστούν πασίδηλο γεγονός το οποίο όφειλε να έχει ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από αυτό (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω).

54      Κατά τα λοιπά, με την εξαίρεση ορισμένων επιχειρημάτων μη άλλως θεμελιούμενων, ο προσφεύγων δεν προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ενέχει πλάνη. Συναφώς, υπενθυμίζεται ιδιαίτερα ότι, μολονότι τα αντιπαραβαλλόμενα προϊόντα στην υπό κρίση υπόθεση ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία ποτών, και ειδικότερα, στην κατηγορία των οινοπνευματωδών ποτών, εντούτοις, διαφέρουν, μεταξύ άλλων, ως προς τα βασικά συστατικά τους, τον τρόπο παραγωγής τους, το χρώμα τους, το άρωμά τους και τη γεύση τους, με αποτέλεσμα ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής να τα εκλαμβάνει ως διαφορετικά. Υπό κανονικές συνθήκες, τα εν λόγω προϊόντα δεν εκτίθενται στα ίδια ράφια, στο τμήμα των σούπερ μάρκετ και άλλων σημείων πώλησης όπου είναι τοποθετημένα τα ποτά. Όσον αφορά δε τη χρήση τους, μια σημαντική διαφορά που τα χαρακτηρίζει έγκειται στο ότι ο ζύθος ανακουφίζει τη δίψα, πράγμα που συνήθως δεν ισχύει στην περίπτωση των οινοπνευματωδών ποτών που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Μολονότι, ασφαλώς, τα προϊόντα αυτά μπορούν να καταναλώνονται στον ίδιο χώρο και υπό παρόμοιες περιστάσεις, ικανοποιώντας την ίδια ανάγκη, όπως είναι, για παράδειγμα, η απόλαυση ενός ποτού κατά τη διάρκεια γεύματος ή ορεκτικού, ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι δεν ανήκουν στην ίδια οικογένεια οινοπνευματωδών ποτών και ότι ο καταναλωτής τα εκλαμβάνει ως διαφορετικά προϊόντα, όπως επισήμανε και το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 66 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ ως προς τον ζύθο και τον οίνο.

55      Η ύπαρξη οινοπνευματωδών κοκτέιλ που αναμειγνύουν τον ζύθο με άλλα οινοπνευματώδη, μεταξύ άλλων την τεκίλα, δεν εξαλείφει τις ανωτέρω επισημανθείσες διαφορές μεταξύ των προϊόντων αυτών, δεδομένου ότι η πρακτική αυτή χρησιμοποιείται σε πολλά ποτά τα οποία όμως δεν είναι παρόμοια [βλ., συναφώς, όσον αφορά το ρούμι και την κόκα κόλα, απόφαση του Πρωτοδικείο της 15ης Φεβρουαρίου 2005, T‑296/02, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ — REWE-Zentral (LINDENHOF), Συλλογή 2005, σ. II‑563, σκέψη 57].

56      Η ανωτέρω πρακτική δεν καθιστά τα οικεία προϊόντα ούτε και συμπληρωματικά, για τους λόγους που εκτίθενται με τη σκέψη 67 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ και οι οποίοι υπενθυμίζονται με τη σκέψη 27 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, συμπληρωματικά είναι τα προϊόντα μεταξύ των οποίων υφίσταται στενός σύνδεσμος, υπό την έννοια ότι το ένα είναι απαραίτητο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου [απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2005, T‑169/03, Sergio Rossi κατά ΓΕΕΑ — Sissi Rossi (SISSI ROSSI), Συλλογή 2005, σ. II‑685, σκέψη 60]. Εν προκειμένω, τα οινοπνευματώδη ποτά που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν είναι ούτε απαραίτητα ούτε σημαντικά για τη χρήση του ζύθου και αντιστρόφως. Άλλωστε, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο αγοραστής ενός εκ των εν λόγω προϊόντων παρακινείται σε μεγαλύτερο βαθμό να αγοράσει και το άλλο προϊόν.

57      Ως προς τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των οικείων προϊόντων στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι αισθητά χαμηλότερος από εκείνον που διαπιστώθηκε, όσον αφορά τον οίνο και τον ζύθο, με τη σκέψη 68 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ και ότι, ως εκ τούτου, ελήφθη δεόντως υπόψη από το τμήμα προσφυγών, με τη σκέψη 28 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, για να αναγνωρίσει το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 68 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ, την ύπαρξη ορισμένης σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ οίνου και ζύθου, στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου σε άλλους τομείς πλην αυτού του κοινοτικού σήματος, ο οίνος και ο ζύθος μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να ικανοποιούν ως ένα βαθμό τις ίδιες ανάγκες, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται μεταξύ τους ορισμένος βαθμός υποκατάστασης. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, ενώ και το Γενικό Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει, ότι, λαμβανομένων υπόψη των μεγάλων διαφορών μεταξύ των οίνων ως προς την ποιότητα και, επομένως, ως προς την τιμή, η αποφασιστική σχέση ανταγωνισμού μεταξύ του ζύθου, ποτού λαϊκής και ευρείας κατανάλωσης, και του οίνου πρέπει να στοιχειοθετηθεί με βάση τους οίνους που είναι πιο προσιτοί στο ευρύ κοινό, και τέτοιοι γενικά είναι οι ελαφρύτεροι και οι φθηνότεροι (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1987, 356/85, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1987, σ. 3299, σκέψη 10· βλ., επίσης, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1983, 170/78, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1983, σ. 2265, σκέψη 8, και της 17ης Ιουνίου 1999, C‑166/98, Socridis, Συλλογή 1999, σ. I‑3791, σκέψη 18). Τα οινοπνευματώδη ποτά όμως που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι, εν γένει, σαφώς λιγότερο ελαφριά και αισθητά ακριβότερα από «τους οίνους που είναι πιο προσιτοί στο ευρύ κοινό», οπότε η εκτίμηση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να ισχύσει στην υπό κρίση υπόθεση.

58      Όσον αφορά την απόφαση του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ της 16ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση B 1752545 — «Don Angel» και την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 4ης Μαΐου 2011 στην υπόθεση R 1632/2010‑1 τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αποφάσεις αυτές απλώς επισημαίνουν την ύπαρξη ορισμένης πρακτικής που ακολουθεί το ΓΕΕΑ κατά τη λήψη αποφάσεων η οποία δεν παρουσιάζει απόλυτη συνέπεια. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η παρεμβαίνουσα, προς τις αποφάσεις αυτές αντιφάσκει η απόφαση του τμήματος ανακοπών της 16ης Ιανουαρίου 2008 στην υπόθεση B 767 741, σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των ίδιων διαδίκων όσον αφορά αίτηση καταχώρισης του λεκτικού σήματος MATADOR για τα ίδια προϊόντα, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή από τον προσφεύγοντα.

59      Κατόπιν τούτου, υπενθυμίζεται ότι το ΓΕΕΑ υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η αρχή της χρηστής διοίκησης.

60      Λαμβανομένων υπόψη των δύο αυτών αρχών, το ΓΕΕΑ πρέπει, στο πλαίσιο εξέτασης μιας αίτησης καταχώρισης κοινοτικού σήματος, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτάται με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2011, C‑51/10 P, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. Ι‑1541, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Πέραν αυτού, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της χρηστής διοίκησης πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας.

62      Κατά συνέπεια, οι διάδικοι σε διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν μπορούν να επικαλούνται υπέρ αυτών ενδεχόμενη παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση πανομοιότυπης αποφάσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Agencja Wydawnicza Technopol, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς όσα διαπίστωσαν το τμήμα ανακοπών και το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ με τις αποφάσεις που επικαλείται ο προσφεύγων (όσον αφορά τον ζύθο και ορισμένα άλλα οινοπνευματώδη ποτά), αλλά ακριβώς όπως κρίθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ (όσον αφορά τον οίνο και τον ζύθο), το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα οικεία προϊόντα στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι συμπληρωματικά κατά την έννοια της νομολογίας (βλ., ανωτέρω, σκέψη 56). Όπως ήδη εκτέθηκε εκεί, το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι τα εν λόγω προϊόντα μπορούν περιστασιακά να αναμειγνύονται και να καταναλώνονται μαζί, γεγονός που αποτελεί και την αιτιολογία στην οποία εσφαλμένα στηρίχθηκαν, με τις αποφάσεις που επικαλείται ο προσφεύγων, το τμήμα ανακοπών και το τμήμα προσφυγών για να συναγάγουν την ύπαρξη συμπληρωματικότητας.

64      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που προσάπτει ο προσφεύγων στο τμήμα προσφυγών ότι, με τις σκέψεις 32 έως 40 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των οινοπνευματωδών ποτών που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και των προϊόντων «μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία» που αφορούν τα προγενέστερα σήματα, διαπιστώνεται επίσης εκ προοιμίου ότι, mutatis mutandis, η εκτίμηση αυτή ταυτίζεται απόλυτα με την εκτίμηση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 79 έως 91 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ, αφενός, του οίνου και, αφετέρου, των μεταλλικών και αεριούχων νερών και άλλων μη οινοπνευματωδών ποτών, σιροπιών και άλλων παρασκευασμάτων για ποτοποιία και των μεικτών ποτών από λεμονάδα, με αποτέλεσμα η ισχύς των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το Πρωτοδικείο στην υπόθεση εκείνη σχετικά με τη σύγκριση μεταξύ των προϊόντων να μπορεί να επεκταθεί και στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης.

65      Το γεγονός ότι ο οικείος μέσος καταναλωτής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ ήταν ο μέσος Γερμανός καταναλωτής, ενώ ο μέσος καταναλωτής της υπό κρίση υπόθεσης είναι εκείνος όλων των κρατών στα οποία προστατεύονται τα προγενέστερα σήματα, δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις που παρατίθενται με τις σκέψεις 80 και 81 της αποφάσεως εκείνης έχουν επίσης εφαρμογή στους μέσους καταναλωτές όλων των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών.

66      Το ίδιο ισχύει για το γεγονός, που προβάλλει ο προσφεύγων, ότι τα οικεία οινοπνευματώδη ποτά στην υπό κρίση υπόθεση δεν περιλαμβάνουν τον οίνο, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ, αλλά ποτά με βάση την τεκίλα. Το γεγονός αυτό όχι μόνο δεν καθιστά εν προκειμένω την προπαρατεθείσα απόφαση ΜΕΖΖΟΡΑΝΕ αλυσιτελή, αλλ’ ενισχύει αντιθέτως τη σημασία της. Συγκεκριμένα, όπως ήδη επισημάνθηκε, όσον αφορά τον ζύθο και τον οίνο, με τη σκέψη 51 ανωτέρω, οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των οικείων προϊόντων στην υπό κρίση υπόθεση, ως προς όλους τους κρίσιμους παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση τους, είναι μακράν σημαντικότερες από τις υπάρχουσες μεταξύ οίνου και μη οινοπνευματωδών ποτών, και τις οποίες επισήμανε το Πρωτοδικείο στην υπόθεση εκείνη, με αποτέλεσμα οι εν λόγω διαφορές να καθιστούν ακόμη πιο απίθανο το ενδεχόμενο το ενδιαφερόμενο κοινό να σχηματίσει την πεποίθηση ότι μία και η αυτή επιχείρηση παρασκευάζει και διαθέτει ταυτόχρονα στο εμπόριο τα δύο είδη ποτών.

67      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων δεν θίγει το βάσιμο αυτής της εκτίμησης.

68      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το μέτρο που οι εκτιμήσεις αυτές στηρίζονται σε νέα αποδεικτικά στοιχεία που επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορούν να συνεκτιμηθούν από το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών και ότι δεν συνιστούν πασίδηλο γεγονός το οποίο όφειλε να έχει ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από αυτό (βλ., ανωτέρω, σκέψη 33).

69      Κατά τα λοιπά, με την εξαίρεση ορισμένων επιχειρημάτων μη άλλως θεμελιούμενων, ο προσφεύγων δεν προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ενέχει πλάνη, ειδικότερα όσον αφορά τον αποφασιστικό χαρακτήρα της διαφοράς των εν λόγω προϊόντων ως προς τη φύση τους, διαφοράς συνιστάμενης στην παρουσία ή απουσία οινοπνεύματος καθώς και στον ανταγωνιστικό ή συμπληρωματικό τους χαρακτήρα.

70      Η ύπαρξη οινοπνευματωδών κοκτέιλ και «premix» που αναμειγνύουν οινοπνευματώδη ποτά με μη οινοπνευματώδες συστατικό δεν εξαλείφει τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των προϊόντων αυτών, για τους λόγους που εκτέθηκαν με τη σκέψη 55 ανωτέρω. Κατά τα λοιπά, η παρεμβαίνουσα ορθώς παρατηρεί ότι οι επιχειρήσεις που προσφέρουν τα οινοπνευματώδη ποτά τους με μη οινοπνευματώδες συστατικό για να τα πωλήσουν ως «premix» δεν πωλούν το συστατικό αυτό χωριστά και υπό το ίδιο σήμα με αυτό του οικείου οινοπνευματώδους ποτού ή υπό παρόμοιο σήμα.

71      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι τα στοιχεία ανομοιότητας των οικείων προϊόντων υπερισχύουν μακράν των στοιχείων ομοιότητάς τους, οπότε πρέπει να επικυρωθεί η εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών με τις σκέψεις 29, 30, 39 και 40 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

72      Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι οι διαφορές που επισημαίνονται μεταξύ των οικείων προϊόντων είναι τέτοιες ώστε να αποκλείουν, αυτές καθαυτές, το ενδεχόμενο κινδύνου συγχύσεως, επιβεβαιώνοντας, κατά συνέπεια, την εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών με τις σκέψεις 42 έως 44 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

73      Δεδομένου ότι εν προκειμένω διαπιστώθηκε έλλειψη ομοιότητας των οικείων προϊόντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος που αντλείται από παράβαση του ανωτέρω άρθρου, καθώς επίσης και η προσφυγή στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της ταυτότητας ή της ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

75      Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί, πέραν των δικών του εξόδων, και στα δικαστικά έξοδα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργείται η δίκη, στο μέτρο που η προσφυγή αφορά την ακύρωση της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 13ης Οκτωβρίου 2010 (υπόθεση R 1162/2009‑2) καθόσον με αυτήν έγινε δεκτή η καταχώριση του σήματος για τα προϊόντα «οινοπνευματώδη ποτά».

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Ο Mustafa Yilmaz φέρει, πλην των δικών του εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το ΓΕΕΑ και η Tequila Cuervo, SA de CV.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Οκτωβρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.