Language of document : ECLI:EU:T:2014:1096

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 17ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως — Σλοβενική αγορά των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας — Απόφαση περί απορρίψεως καταγγελίας — Εξέταση της υποθέσεως εκ μέρους αρχής ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους — Έλλειψη συμφέροντος για την Ένωση»

Στην υπόθεση T‑201/11,

Si.mobil telekomunikacijske storitve d.d., με έδρα τη Λιουμπλιάνα (Σλοβενία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον Π. Αλεξιάδη και την E. Sependa, solicitors, στη συνέχεια, από τους Π. Αλεξιάδη, P. Figueroa Regueiro και A. Melihen, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους C. Giolito, B. Gencarelli και A. Biolan, στη συνέχεια, από τους C. Giolito και A. Biolan,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Δημοκρατία της Σλοβενίας, εκπροσωπούμενη από τις T. Mihelič Žitko και V. Klemenc,

και από την

Telekom Slovenije d.d. πρώην Mobitel, telekomunikacijske storitve d.d., με έδρα τη Λιουμπλιάνα (Σλοβενία), εκπροσωπούμενη από τους J. Sladič και P. Sladič, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2011) 355 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2011, περί απορρίψεως της καταγγελίας που υπέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με παραβάσεις του άρθρου 102 ΣΛΕΕ τις οποίες φέρεται ότι τέλεσε η Mobitel ως προς πλείονες αγορές κινητής τηλεφωνίας σε επίπεδο τόσο χονδρικής όσο και λιανικής (υπόθεση COMP/39.707 — Si.mobil/Mobitel),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, N. J. Forwood και E. Bieliūnas (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Ιουνίου 2011, η Mobitel ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 2011 η Δημοκρατία της Σλοβενίας ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

14      Με διατάξεις της 8ης Νοεμβρίου 2011, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτές τις εν λόγω αιτήσεις παρεμβάσεως.

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Φεβρουαρίου 2012, η Tušmobil d.o.o. ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2012, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αυτή.

16      Λόγω της μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του τρίτου τμήματος.

17      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

18      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Ιουλίου 2014.

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του παραδεκτού

[παραλειπόμενα]

2.     Επί της ουσίας

[παραλειπόμενα]

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πρόδηλη πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των κανόνων περί κατανομής αρμοδιοτήτων, οι οποίοι διατυπώνονται στον κανονισμό 1/2003 και στην ανακοίνωση σχετικά με το δίκτυο

28      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως σχετικά με το δίκτυο, εφόσον το ως άνω θεσμικό όργανο απέρριψε την καταγγελία της προσφεύγουσας.

29      Με την επιχειρηματολογία αυτή, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις που σχετίζονται, η μεν πρώτη, με εσφαλμένη ερμηνεία των προϋποθέσεων τις οποίες θέτει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η δε δεύτερη, με εσφαλμένη εφαρμογή των εν λόγω προϋποθέσεων.

 Επί των προϋποθέσεων τις οποίες θέτει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003

30      Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον η Επιτροπή επισήμανε, με την εν λόγω απόφαση, ότι δεν ήταν αναγκαίο να «εφαρμοστ[εί] κριτήριο σταθμίσεως προκειμένου να εκτιμηθεί αν το συμφέρον της Ένωσης για την [εξέταση] της υποθέσεως υπό το πρίσμα των πρακτικών που ακολουθήθηκαν, όπως υποστηρίχθηκε, στην αγορά λιανικής ήταν επαρκές». Εξάλλου, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή είναι η πλέον κατάλληλη να επιληφθεί της υποθέσεως κατά την έννοια της παραγράφου 15 της ανακοινώσεως σχετικά με το δίκτυο, ενώ η UVK δεν είναι η κατάλληλη να επιληφθεί της υποθέσεως κατά την έννοια της παραγράφου 8 της ανακοινώσεως αυτής.

31      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1/2003 υπογραμμίζεται ότι, «[γ]ια να διασφαλισθεί η με τον καλύτερο τρόπο κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των μελών του δικτύου, ενδείκνυται να θεσπισθεί διάταξη γενικού χαρακτήρα βάσει της οποίας μια αρχή ανταγωνισμού θα μπορεί να αναστέλλει ή να περατώνει την εξέταση δεδομένης υπόθεσης με βάση το σκεπτικό ότι η ίδια υπόθεση εξετάζεται ή έχει εξετασθεί από κάποια άλλη αρχή. Ο στόχος είναι κάθε υπόθεση να εξετάζεται μόνον από μία αρχή» και ότι «[η] διάταξη αυτή δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα της Επιτροπής, η οποία έχει γίνει δεκτή από τη νομολογία του Δικαστηρίου, να απορρίπτει μία καταγγελία λόγω έλλειψης κοινοτικού συμφέροντος ακόμη και αν καμία άλλη αρχή ανταγωνισμού δεν έχει καταστήσει γνωστή την πρόθεσή της να επιληφθεί της υποθέσεως».

32      Εξάλλου, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι, «[ό]ταν η ίδια καταγγελία υποβάλλεται στις αρχές ανταγωνισμού δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών ή όταν περισσότερες αρχές ανταγωνισμού διεξάγουν αυτεπαγγέλτως διαδικασία δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] ή 82 [ΕΚ] κατά της ίδιας συμφωνίας, απόφασης ενώσεως ή πρακτικής, το γεγονός ότι μια αρχή ασχολείται με την υπόθεση αποτελεί για τις άλλες αρχές ικανό λόγο για την αναστολή της διαδικασίας που διεξάγουν οι ίδιες ή για την απόρριψη της καταγγελίας» και ότι «[η] Επιτροπή δύναται επίσης να απορρίψει μια καταγγελία με το σκεπτικό ότι αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους ασχολείται ήδη με την υπόθεση».

33      Από το σαφές γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίμως απορρίπτει μια καταγγελία δυνάμει της εν λόγω διατάξεως εάν διαπιστώσει, αφενός, ότι αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους «ασχολείται» με την υπόθεση της οποίας αυτή έχει επιληφθεί και, αφετέρου, ότι η εν λόγω υπόθεση αφορά την «ίδια συμφωνία», την «ίδια απόφαση ενώσεως» ή την «ίδια πρακτική». Με άλλα λόγια, η συνδρομή των δύο αυτών προϋποθέσεων αποτελεί, για την Επιτροπή, «ικανό λόγο» για την απόρριψη της καταγγελίας της οποίας αυτή έχει επιληφθεί.

34      Έτσι, η εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να εξαρτάται από άλλες προϋποθέσεις, πλην των μνημονευθεισών στη σκέψη 33 ανωτέρω προϋποθέσεων.

35      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα αβασίμως προβάλλει παράβαση ενός κανόνα περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών. Επίσης, η προσφεύγουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε στάθμιση και σε εκτίμηση σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης για τη συνέχιση της εξετάσεως της καταγγελίας της προσφεύγουσας.

36      Εν πάση περιπτώσει, πρώτον, πρέπει να υπομνηστεί ότι, δυνάμει των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών διαθέτουν παράλληλες αρμοδιότητες για την εφαρμογή των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] και ότι η όλη οικονομία του κανονισμού 1/2003 στηρίζεται στη στενή μεταξύ αυτών συνεργασία (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2013, Vivendi κατά Επιτροπής, T‑432/10, EU:T:2013:538, σκέψη 26· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2011, ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑144/07, T‑147/07 έως T‑150/07 και T‑154/07, Συλλογή, EU:T:2011:364, σκέψη 75, και της 6ης Φεβρουαρίου 2014, CEEES και Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, T‑342/11, Συλλογή, EU:T:2014:60, σκέψη 68).

37      Αντιθέτως, ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η ανακοίνωση σχετικά με το δίκτυο προβλέπουν κανόνα περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών.

38      Συγκεκριμένα, αφενός, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογική σκέψη 18 και το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 θεσπίζουν κριτήριο κατανομής των υποθέσεων ή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και της ή των εθνικών αρχών, τις οποίες αφορά ενδεχομένως η επίμαχη υπόθεση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2007, France Télécom, T‑340/04, Συλλογή, EU:T:2007:81, σκέψη 130).

39      Αφετέρου, όσον αφορά την ανακοίνωση σχετικά με το δίκτυο, η παράγραφός της 4 διευκρινίζει ότι οι διαβουλεύσεις και οι ανταλλαγές πληροφοριών εντός του δικτύου πραγματοποιούνται μεταξύ εθνικών αρχών που δρουν προς το δημόσιο συμφέρον και, κατά την παράγραφό της 31, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν αντλούν από την εν λόγω ανακοίνωση ατομικό δικαίωμα, υπό την έννοια ότι μπορούν να αξιώσουν την εξέταση της υποθέσεώς τους από συγκεκριμένη αρχή (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2007, France Télécom, T‑339/04, Συλλογή, EU:T:2007:80, σκέψη 83). Γενικότερα, ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η εν λόγω ανακοίνωση δημιουργούν δικαιώματα ή προσδοκίες για μια επιχείρηση όσον αφορά τον χειρισμό της υποθέσεώς της εκ μέρους συγκεκριμένης αρχής ανταγωνισμού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, EU:T:2011:364, σκέψη 78).

40      Έτσι, έστω και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή ήταν η πλέον κατάλληλη να εξετάσει την υπόθεση και ότι η UVK δεν ήταν η κατάλληλη προς τούτο, η προσφεύγουσα ουδόλως είχε δικαίωμα, υπό την έννοια ότι μπορούσε να αξιώσει την εξέταση της υποθέσεώς της από την Επιτροπή.

41      Δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι το Συμβούλιο επιδίωκε να παράσχει τη δυνατότητα στις αρχές ανταγωνισμού, οι οποίες είναι μέλη του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού, να επικαλούνται νέο λόγο προς απόρριψη μιας καταγγελίας, λόγο που να είναι διαφορετικός από τον αφορώντα την έλλειψη συμφέροντος της Ένωσης λόγο τον δυνάμενο να δικαιολογήσει την εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη καταγγελίας. Επομένως, το τελευταίο αυτό θεσμικό όργανο δεν ήταν υποχρεωμένο, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1/2003, να προβεί σε στάθμιση και σε εκτίμηση σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης για τη συνέχιση της εξετάσεως της καταγγελίας της προσφεύγουσας στο μέτρο που η εν λόγω καταγγελία αφορούσε την αγορά λιανικής.

 Επί της τηρήσεως των προϋποθέσεων τις οποίες θέτει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003

42      Η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η UVK δεν ασχολήθηκε κατά αποτελεσματικό τρόπο με την υπόθεση και βάλλει κατά της Επιτροπής καθόσον η τελευταία εκτίμησε ότι η εξεταζόμενη από την UVK υπόθεση αφορούσε «τις ίδιες παραβάσεις που τελέσθηκαν, όπως υποστηρίχθηκε, κατά το ίδιο χρονικό σημείο στην ίδια αγορά».

43      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 13 και η αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1/2003 αντανακλούν την ευρεία διακριτική ευχέρεια της οποίας απολαύουν οι εθνικές αρχές που συναπαρτίζουν το δίκτυο των αρχών ανταγωνισμού προς διασφάλιση της βέλτιστης κατανομής των υποθέσεων εντός του δικτύου αυτού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ., C‑17/10, Συλλογή, EU:C:2012:72, σκέψη 90). Λαμβανομένου υπόψη του αναγνωρισθέντος, εκ μέρους της Συνθήκης και του κανονισμού 1/2003, ρόλου της Επιτροπής, το εν λόγω θεσμικό όργανο διαθέτει επίσης, κατά μείζονα λόγο, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως οσάκις εφαρμόζει το άρθρο 13 του κανονισμού 1/2003.

44      Έτσι, στο μέτρο που η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1/2003, ο εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο περί του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, καθώς και περί του αν τα πραγματικά περιστατικά ήσαν ακριβή, περί του αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και περί του αν υφίσταται κατάχρηση εξουσίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2014, Communicaid Group κατά Επιτροπής, T‑4/13, EU:T:2014:437, σκέψη 95).

45      Ακριβώς υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή τήρησε τις δύο προϋποθέσεις τις οποίες θέτει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 33 ανωτέρω.

 – Επί της εξετάσεως της υποθέσεως εκ μέρους της UVK

46      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία τα οποία θα παρείχαν τη δυνατότητα να συναχθεί ότι η UVK δεν θα πρέπει να συνεχίσει την έρευνά της και τα οποία θα οδηγούσαν, ως εκ τούτου, στο να μη γίνει δεκτό ότι η εν λόγω αρχή ανταγωνισμού ήταν αρμόδια εν προκειμένω. Κατά την προσφεύγουσα, τα στοιχεία αυτά σχετίζονται με την ύπαρξη θεσμικών πλημμελειών της UVK. Κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας, οι πλημμέλειες αυτές συνίστανται, πρώτον, σε έλλειψη λειτουργικής ανεξαρτησίας της εν λόγω αρχής ανταγωνισμού έναντι του υπουργείου διοικητικής εποπτείας της παρεμβαίνουσας, δεύτερον, σε παρέλευση της προβλεπόμενης από το σλοβενικό δίκαιο διετούς προθεσμίας για την έκδοση αποφάσεως, τρίτον, στην ανεπάρκεια των οικονομικών μέσων τα οποία διαθέτει η UVK και, τέταρτον, σε πλημμέλειες που παρατηρήθηκαν όσον αφορά την Agencija za pošto in elektronske komunikacije (σλοβενική ρυθμιστική αρχή ταχυδρομείων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο εξής: APEK). Έτσι, με την επιχειρηματολογία της, που αφορά το ότι η UVK δεν θα πρέπει να συνεχίσει την έρευνά της, η προσφεύγουσα καταγγέλλει, κατ’ ουσίαν, την αδυναμία της UVK να ασχοληθεί κατά αποτελεσματικό τρόπο με την υπόθεση.

47      Πρώτον, επιβάλλεται να αποσαφηνιστεί η σημασία που πρέπει να προσδοθεί στον όρο «ασχολείται», ο οποίος εμφαίνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, και να εξετασθεί η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του εν λόγω άρθρου εν προκειμένω.

48      Ο όρος «ασχολείται» δεν μπορεί να σημαίνει απλώς και μόνον ότι μια άλλη αρχή έχει επιληφθεί καταγγελίας ή ότι μια άλλη αρχή έχει όντως επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας υποθέσεως. Συγκεκριμένα, η υποβολή σχετικής καταγγελίας εκ μέρους καταγγέλλοντος ή η αυτεπάγγελτη κίνηση διαδικασίας εκ μέρους μιας αρχής ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους αποτελεί πράξη η οποία, εξεταζόμενη αυτή καθαυτήν, δεν πιστοποιεί ούτε ότι η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους έκανε χρήση των εξουσιών της ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι διεξήχθη εξέταση των σχετικών με την επίμαχη υπόθεση πραγματικών και νομικών στοιχείων. Έτσι, η Επιτροπή δεν θα εκπλήρωνε την απορρέουσα από το άρθρο 105, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ γενική αποστολή της περί εποπτείας, εάν της επιτρεπόταν να απορρίπτει μια καταγγελία για τον μοναδικό λόγο ότι αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους είχε επιληφθεί καταγγελίας ή ότι αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους είχε επιληφθεί, με δική της πρωτοβουλία, μιας υποθέσεως, χωρίς οι πράξεις αυτές να δίδουν λαβή για οποιουδήποτε είδους εξέταση της επίμαχης υποθέσεως.

49      Ωστόσο, οσάκις η Επιτροπή εφαρμόζει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η διάταξη αυτή ουδόλως επιβάλλει στο εν λόγω θεσμικό όργανο να προβαίνει σε εκτίμηση σχετικά με τη βασιμότητα των κατευθυντηρίων οδηγιών που έλαβε υπόψη της η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους, η οποία ασχολείται με την υπόθεση.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, οσάκις η Επιτροπή απορρίπτει μια καταγγελία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδίδει την απόφασή του, να βεβαιώνεται, ιδίως, ότι η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους διεξάγει έρευνα σχετικά με την υπόθεση.

51      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε έγγραφο της 18ης Νοεμβρίου 2009, απευθυνθέν στην Επιτροπή από την UVK, με το οποίο η τελευταία επιβεβαίωσε ότι είχε αρχίσει τη διεξαγωγή έρευνας και ότι ασχολούνταν ενεργά με την υπόθεση.

52      Εξάλλου, η Επιτροπή αποσαφήνισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι διατηρούσε τακτικές επαφές με την UVK όσον αφορά την επίμαχη υπόθεση και ότι από τις επαφές αυτές προέκυπτε ότι η εν λόγω αρχή ανταγωνισμού ασχολούνταν ενεργά με την υπόθεση αυτή.

53      Εξάλλου, η εκ μέρους της UVK εξέταση της υποθέσεως επιβεβαιώνεται και από άλλα έγγραφα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και, ιδίως, από επιστολή απευθυνθείσα στην Επιτροπή στις 18 Φεβρουαρίου 2010 από την προσφεύγουσα, με την οποία η τελευταία αναγνωρίζει, στο πλαίσιο παρουσιάσεως της διαδικασίας την οποία διεξήγαγε η UVK ως προς την αγορά λιανικής, ότι η εν λόγω αρχή ανταγωνισμού της απηύθυνε ένα ερωτηματολόγιο στις 10 Φεβρουαρίου 2010.

54      Έτσι, εν προκειμένω, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι η UVK ασχολούνταν με την υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

55      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να μεριμνά για αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης όταν απέρριψε την καταγγελία της προσφεύγουσας, στο μέτρο που η καταγγελία αυτή αφορούσε την αγορά λιανικής, για τον λόγο ότι η UVK ασχολούνταν με την υπόθεση.

56      Συγκεκριμένα, από την αιτιολογία του κανονισμού 1/2003 και, ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 6, 8 και 35 αυτού προκύπτει ότι η εντονότερη συμμετοχή των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών στην εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και η επιβαλλόμενη στις τελευταίες αυτές αρχές ανταγωνισμού υποχρέωση να εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις οσάκις είναι πιθανός ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου αποσκοπούν ακριβώς στο να κατοχυρωθεί η επίτευξη του επιδιωκόμενου με τον εν λόγω κανονισμό σκοπού της αποτελεσματικότητας.

57      Έτσι, η απαίτηση αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να συνεπάγεται, διότι άλλως θα υπήρχε κίνδυνος να τεθεί υπό αμφισβήτηση το περιεχόμενο του άρθρου 13 του κανονισμού 1/2003, την ύπαρξη υποχρεώσεως της Επιτροπής να εξακριβώνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής της συγκεκριμένης αυτής διατάξεως, αν η οικεία αρχή ανταγωνισμού διαθέτει τα θεσμικά, οικονομικά και τεχνικά μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής την οποία της αναθέτει ο κανονισμός 1/2003.

58      Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον της Επιτροπής δεν αποδεικνύουν επαρκώς την ύπαρξη πλημμελειών σε οργανωτικό επίπεδο στο εσωτερικό της UVK, και, ιδίως, την έλλειψη ανεξαρτησίας, μέσων ή επιμέλειας εκ μέρους της εν λόγω αρχής ανταγωνισμού, που να την παρεμποδίζουν να εκπληρώσει την αποστολή της.

59      Συναφώς, πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπογραμμιστεί ότι η ανεξαρτησία της UVK προβλέπεται από τον νόμο, ότι από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, και ιδίως από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή ανταγωνισμού όντως απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας και έχει ήδη διεξαγάγει έρευνα σχετικά με φερόμενες ως αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορές πλειόνων ιστορικών επιχειρηματικών φορέων των οποίων το κεφάλαιο ανήκει, κατά πλειοψηφία, στο Δημόσιο.

60      Εξάλλου, από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν προκύπτει κατά πρόδηλο τρόπο ότι η UVK πάσχει λόγω ελλείψεως μέσων που την παρεμποδίζει να διεξαγάγει έρευνα και να ασχοληθεί με την επίμαχη υπόθεση.

61      Επιπλέον, ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η UVK δεν τήρησε την ταχθείσα σ’ αυτήν διετή προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Εν πάση περιπτώσει, από τα έγγραφα που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο Γενικό Δικαστήριο και από τις δηλώσεις της Σλοβενικής Δημοκρατίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η προθεσμία αυτή δεν είναι επιτακτική προθεσμία της οποίας η παρέλευση παρεμποδίζει την έκδοση αποφάσεως από την UVK, ενδεχομένως συνοδευομένης από διορθωτικά μέτρα. Έτσι, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν ενήργησε κατά τρόπον ώστε η UVK να απολέσει εν προκειμένω την αρμοδιότητά της κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, για τον λόγο ότι η ως άνω αρχή ανταγωνισμού παρέτεινε σε υπερβολικό βαθμό τον χρόνο διεκπεραιώσεως μιας διαδικασίας.

62      Άλλα έγγραφα τα οποία προσκομίσθηκαν από την προσφεύγουσα δεν ασκούν επιρροή, στο μέτρο που δεν αφορούν την UVK αλλά την APEK.

63      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η UVK δεν εφάρμοσε κατά αποτελεσματικό τρόπο το άρθρο 102 ΣΛΕΕ μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι τα εν λόγω επιχειρήματα είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο της υπό κρίση ένδικης διαφοράς, εφόσον αναφέρονται σε περιστατικά μεταγενέστερα από την προσβαλλόμενη απόφαση.

64      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεώς της. Κατά συνέπεια, αποκλείεται να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της πράξεως αυτής, στοιχεία μεταγενέστερα από την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως της Ένωσης (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑257/07, Συλλογή, EU:T:2011:444, σκέψη 172 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Τέλος, η δήλωση του πρώην προέδρου της UVK, η οποία επανελήφθη σε άρθρο του Τύπου στις 22 Ιουνίου 2011 και κατά την οποία η εν λόγω αρχή ανταγωνισμού υποστήριζε, κατά τη χρονική περίοδο εκείνη, την άποψη ότι η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει την υπόθεση, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αδυναμία της UVK να ασχοληθεί με την εν λόγω υπόθεση. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την ως άνω δήλωση και όπως αποσαφήνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έλαβε πράγματι χώρα μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της UVK και της Επιτροπής κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2009, δηλαδή πριν από την εκ μέρους της προσφεύγουσας κατάθεση της καταγγελίας στην Επιτροπή, κατά το στάδιο της αρχικής κατανομής της εργασίας μεταξύ των δύο αυτών μελών του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού.

66      Τρίτον, όσον αφορά την προβληθείσα από την προσφεύγουσα απώλεια διαδικαστικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές στο μέτρο που δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση ότι η Επιτροπή βασίμως εκτίμησε ότι η UVK ασχολούνταν με την υπόθεση. Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι, όπως τόνισε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αυτή επέλεξε να μη ζητήσει να παρέμβει ενώπιον της UVK, καθότι φρονούσε ότι η Επιτροπή εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να ασχοληθεί με την υπόθεση. Πάντως, ούτε από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε από τα έγγραφα που αυτή προσκόμισε προς στήριξή τους προκύπτει ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι η Επιτροπή της είχε παράσχει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις περί του ότι επρόκειτο να ασχοληθεί με την υπόθεση.

67      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη απορρίπτοντας την καταγγελία της προσφεύγουσας στο μέτρο που η εν λόγω καταγγελία αφορά την αγορά λιανικής, ως εκ του ότι το ως άνω θεσμικό όργανο εκτίμησε ότι η UVK ασχολούνταν με την υπόθεση.

 – Επί του πανομοιότυπου χαρακτήρα των πρακτικών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους της UVK

68      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη όταν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το εν λόγω θεσμικό όργανο εκτίμησε ότι οι αιτήσεις που του υποβλήθηκαν και η εξεταζόμενη από την UVK υπόθεση αφορούσαν «τις ίδιες παραβάσεις που τελέσθηκαν, όπως υποστηρίχθηκε, κατά το ίδιο χρονικό σημείο στην ίδια αγορά». Η προσφεύγουσα προβάλλει, επίσης, ότι η Επιτροπή προέβη σε τεχνητή και εσφαλμένη διάκριση μεταξύ των στοιχείων της υποθέσεως που αφορούν την πώληση σε επίπεδο λιανικής και αυτών που αφορούν την πώληση σε επίπεδο χονδρικής.

69      Πρώτον, από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται να απορρίψει μια καταγγελία με το σκεπτικό ότι η υποβαλλόμενη στην κρίση της υπόθεση αφορά μια «ίδια πρακτική» με αυτήν που είναι υπό εξέταση εκ μέρους αρχής ανταγωνισμού κράτους μέλους.

70      Πρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι, με την καταγγελία της, η προσφεύγουσα κατήγγειλε, ιδίως, την εφαρμογή, εκ μέρους της παρεμβαίνουσας, μιας στρατηγικής εκτοπίσεως των ανταγωνιστών στην αγορά λιανικής παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας μέσω της προωθήσεως στην αγορά, το 2008, του προϊόντος της «Džabest» που προκάλεσε συμπίεση των περιθωρίων κέρδους. Η προσφεύγουσα προέβαλε, επίσης, ότι η συμπεριφορά της παρεμβαίνουσας στην αγορά λιανικής αποτελούσε πρακτική επιβολής επιθετικών τιμών (βλ. σκέψεις 4 και 6 ανωτέρω).

71      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, με έγγραφο της 18ης Νοεμβρίου 2009, η UVK την είχε ενημερώσει ότι διεξήγε έρευνα σχετικά με πιθανή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως τελεσθείσα από την παρεμβαίνουσα ιδίως στην αγορά λιανικής παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας από το 2008 και είχε προσθέσει ότι η εν λόγω έρευνα αφορούσε, ιδίως, το προϊόν, σε επίπεδο λιανικής, «Džabest», που εισήχθη στην αγορά από την παρεμβαίνουσα, και το ζήτημα αν η τελευταία έθετε σε εφαρμογή μια πρακτική συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους ή/και επιβολής επιθετικών τιμών.

72      Ως εκ τούτου, και όπως επιβεβαιώνει το από 18 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο της UVK, η καταγγελία την οποία κατέθεσε η προσφεύγουσα ενώπιον της Επιτροπής και η εξεταζόμενη από την UVK υπόθεση αφορούσαν τη συμπεριφορά που υιοθέτησε η παρεμβαίνουσα από το 2008. Επομένως, η καταγγελία αυτή αφορούσε τη συμπεριφορά της ίδιας επιχειρήσεως κατά την ίδια περίοδο. Εξάλλου, οι πρακτικές που αποτέλεσαν αντικείμενο καταγγελίας εκ μέρους της προσφεύγουσας και η εξεταζόμενη από την UVK υπόθεση αφορούσαν, επίσης, την ίδια γεωγραφική αγορά, ήτοι τη σλοβενική αγορά. Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι υποβλήθηκε στην κρίση της Επιτροπής μια υπόθεση που αφορά πρακτική συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους ή/και επιβολής επιθετικών τιμών που τέθηκε σε εφαρμογή στην αγορά λιανικής παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, πρακτική που αποτελούσε αντικείμενο διαδικασίας διεξαγομένης ενώπιον της UVK, η οποία επιβεβαίωσε εν συνεχεία, με το ως άνω έγγραφο, ότι διεξήγε έρευνα σχετικά με την εν λόγω πρακτική.

73      Εξ αυτών προκύπτει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διαπίστωσε ότι η διαδικασία, την οποία διεξήγε η UVK, αφορούσε «τις ίδιες παραβάσεις που τελέσθηκαν, όπως υποστηρίχθηκε, κατά το ίδιο χρονικό σημείο στην ίδια αγορά» με αυτές που είχαν υποβληθεί στην κρίση της ως προς την αγορά λιανικής.

74      Δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο αντλείται από το ότι η Επιτροπή διαχώρισε, κατά τρόπο τεχνητό και εσφαλμένο, αφενός, τα αφορώντα την πώληση σε επίπεδο λιανικής στοιχεία της υποθέσεως και, αφετέρου, τα αφορώντα την πώληση σε επίπεδο χονδρικής στοιχεία της υποθέσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

75      Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή προτίθεται να απορρίψει μια καταγγελία βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 οφείλει, ιδίως, να βεβαιώνεται ότι η εξεταζόμενη από την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους υπόθεση αφορά τα ίδια πραγματικά στοιχεία με αυτά την ύπαρξη των οποίων στηλιτεύει η εν λόγω καταγγελία.

76      Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται ούτε από το αντικείμενο και την αιτία υποβολής των αιτημάτων τα οποία διατυπώνουν οι καταγγέλλοντες ούτε από τους χαρακτηρισμούς που οι τελευταίοι προσδίδουν στα περιστατικά την ύπαρξη των οποίων καταγγέλλουν.

77      Έτσι, εν προκειμένω, στο μέτρο που η Επιτροπή είχε βεβαιωθεί ότι η εξεταζόμενη από την UVK υπόθεση αφορούσε τα ίδια πραγματικά στοιχεία με αυτά των οποίων η ύπαρξη στηλιτεύεται σε ένα τμήμα της καταγγελίας της προσφεύγουσας, το εν λόγω θεσμικό όργανο εδικαιούτο να εφαρμόσει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 επί του τμήματος αυτού της καταγγελίας και να προβεί σε εκτίμηση σχετικά με το αν υφίστατο συμφέρον της Ένωσης για τη συνέχιση της εξετάσεως του ετέρου τμήματος της καταγγελίας αυτής.

78      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πρόδηλη πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή επ’ ευκαιρία της προβλεπομένης από τη νομολογία σταθμίσεως

[παραλειπόμενα]

 Επί των δικαστικών εξόδων

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Si.mobil telekomunikacijske storitve d.d. στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Telekom Slovenije d.d.

3)      Η Δημοκρατία της Σλοβενίας φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Παπασάββας

Forwood

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Δεκεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 —      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.