Language of document : ECLI:EU:T:2014:613

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 4ης Ιουλίου 2014

Υπόθεση T‑644/11 P

Eugène Emile Marie Kimman

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταναίρεση — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Περίοδος αξιολογήσεως 2009 — Κανόνας περί αντιστοιχίας μεταξύ προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως — Άρθρο 91, παράγραφος 2, ΚΥΚ — Γνωμοδότηση της ad hoc επιτροπής — Παραμόρφωση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Kimman κατά Επιτροπής, F‑74/10.

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Kimman κατά Επιτροπής, F‑74/10, αναιρείται, καθόσον, αφενός, με αυτήν κρίθηκαν παραδεκτοί ο δεύτερος λόγος, τα έξι πρώτα σκέλη του τρίτου λόγου και ο τέταρτος λόγος, με εξαίρεση την αιτίαση ότι η παρασχεθείσα από τον αναιρεσείοντα εργασία προς το συμφέρον του θεσμικού οργάνου δεν ελήφθη υπόψη, τους οποίους προέβαλε ο αναιρεσείων στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και καθόσον, αφετέρου, υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, το ένα τέταρτο των εξόδων του αναιρεσείοντος που σχετίζονται με την ως άνω δίκη. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η προσφυγή του Ε. Ε. Μ. Κimman ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης απορρίπτεται. Ο Ε. Ε. Μ. Κimman καταδικάζεται στο σύνολο των εξόδων που σχετίζονται τόσο με την πρωτοβάθμια όσο και με την κατ’ αναίρεση δίκη. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα στο πλαίσιο της ανταναιρέσεως.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής — Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή — Παραδεκτό — Λόγος ακυρώσεως που αφορά την εσωτερική ή την εξωτερική νομιμότητα — Προϋπόθεση που δεν αρκεί για να κριθεί παραδεκτός

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 2)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής — Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας — Τήρηση των αρχών της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της ασφάλειας δικαίου — Ευρεία ερμηνεία των εννοιών του αντικειμένου και της αιτίας — Μεταβολή νομικής βάσεως προβαλλομένης αμφισβητήσεως — Δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι πρόκειται για νέα αιτία αυτής

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής — Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας — Λόγοι και επιχειρήματα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στη διοικητική ένσταση, αλλά με τα οποία αμφισβητείται το βάσιμο της αιτιολογίας που παρατέθηκε στην απάντηση στη διοικητική ένσταση — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Αναίρεση — Λόγοι — Παράβαση της υποχρεώσεως να δοθεί απάντηση στους λόγους και τα αιτήματα που προβάλλουν οι διάδικοι — Εσφαλμένη εκτίμηση εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης του νοήματος λόγου απαραδέκτου που προβλήθηκε πρωτοδίκως — Βάσιμη αίτηση αναιρέσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

5.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Επιβάρυνση με τα δικαστικά έξοδα — Συνεκτίμηση λόγων επιείκειας — Καταδίκη του νικήσαντος διαδίκου στα δικαστικά έξοδα — Δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση παρατυπίας για την οποία έγινε μεν λόγος, αλλά η οποία δεν αποδείχθηκε — Όρια — Υποχρέωση προηγούμενης διαβουλεύσεως με τους διαδίκους — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 87 και 88)

1.      Στις υπαλληλικές προσφυγές, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μπορούν να περιλαμβάνουν μόνον τους λόγους αμφισβητήσεως που στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι λόγοι αμφισβητήσεως που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, διευκρινιζομένου ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, με τη διατύπωση ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκην στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή.

Ως προς το σημείο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον οι λόγοι αμφισβητήσεως στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι λόγοι που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, να στηριχθεί στο γεγονός και μόνον ότι ο λόγος αποσκοπεί στο να αμφισβητήσει την εσωτερική, ή εναλλακτικώς, την εξωτερική νομιμότητα προσβαλλομένης πράξεως.

Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι λόγοι που περιλαμβάνονται στην προσφυγή και στη διοικητική ένσταση αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της εσωτερικής νομιμότητας ή, εναλλακτικώς, της εξωτερικής νομιμότητας πράξεως δεν αποδεικνύει ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους. Οι έννοιες της εσωτερικής νομιμότητας και της εξωτερικής νομιμότητας είναι υπερβολικά ευρείες και αφηρημένες, υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου αντικειμένου του συγκεκριμένου λόγου αμφισβητήσεως, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζεται η ύπαρξη τέτοιου συνδέσμου μεταξύ των λόγων ακυρώσεως που εμπίπτουν αποκλειστικώς στη μία ή την άλλη από τις εν λόγω έννοιες.

(βλ. σκέψεις 45, 50 και 54)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2013, T‑476/11 P, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, σκέψεις 73, 75 και 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η εφαρμογή του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ της προσφυγής και της διοικητικής ενστάσεως καθώς και ο έλεγχός της από τον δικαστή της Ένωσης πρέπει να διασφαλίζουν την απόλυτη ταυτόχρονη τήρηση, αφενός, της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, που συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης κατοχυρούμενη στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να είναι σε θέση να αμφισβητήσει εγκύρως βλαπτική για αυτόν απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, και, αφετέρου, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ώστε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να είναι σε θέση να γνωρίζει, ήδη από το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, τις αιτιάσεις που διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, μολονότι το αμετάβλητο του αντικειμένου και της αιτίας της διαφοράς μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής είναι αναγκαίο προκειμένου να καταστεί δυνατή η συμβιβαστική ρύθμιση των διαφορών, με την ενημέρωση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, ήδη από το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, σχετικά με τις αιτιάσεις του ενδιαφερομένου, εντούτοις η ερμηνεία των εν λόγω εννοιών δεν μπορεί να καταλήγει σε περιορισμό των δυνατοτήτων του ενδιαφερομένου να αμφισβητήσει λυσιτελώς βλαπτική για αυτόν απόφαση. Για τον λόγο αυτό, η έννοια του αντικειμένου της διαφοράς, που αντιστοιχεί στις αξιώσεις του ενδιαφερομένου, καθώς και αυτή της αιτίας της διαφοράς, που αντιστοιχεί στη νομική και ιστορική βάση των εν λόγω αξιώσεων, δεν πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.

Στο πλαίσιο αυτό, μόνη η μεταβολή της νομικής βάσεως μιας αμφισβητήσεως δεν αρκεί, προκειμένου να χαρακτηριστεί νέα η αιτία της. Έτσι, περισσότερες νομικές βάσεις είναι δυνατόν να στηρίζουν μία και την αυτή αξίωση και, συνεπώς, μία και την αυτή αιτία. Με άλλη διατύπωση, το γεγονός ότι στην προσφυγή γίνεται επίκληση της παραβάσεως συγκεκριμένης διατάξεως που δεν είχε προβληθεί με τη διοικητική ένσταση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι μεταβλήθηκε, εκ του λόγου αυτού, η αιτία της διαφοράς. Πράγματι, κρίσιμη είναι η ουσία της εν λόγω αιτίας και όχι η απλή διατύπωση των νομικών της βάσεων και ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εξακριβώσει κατά πόσον υφίσταται στενός δεσμός μεταξύ των βάσεών της και κατά πόσον οι βάσεις αυτές συνδέονται ουσιαστικώς με τις ίδιες αξιώσεις.

(βλ. σκέψεις 57 έως 60)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, προπαρατεθείσα, σκέψεις 82 έως 85

3.      Στο πλαίσιο υπαλληλικής προσφυγής, σε περίπτωση που ο ενιστάμενος λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως μέσω της απαντήσεως στη διοικητική του ένσταση ή σε περίπτωση που η αιτιολογία της εν λόγω απαντήσεως τροποποιεί ή συμπληρώνει ουσιωδώς την αιτιολογία που περιέχεται στην εν λόγω πράξη, κάθε λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο της προσφυγής και ο οποίος αποσκοπεί στην αμφισβήτηση του βασίμου της αιτιολογίας που εκτίθεται στην απάντηση επί της διοικητικής ενστάσεως πρέπει να θεωρείται παραδεκτός. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αυτές, δεν παρασχέθηκε η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση με ακρίβεια και κατά τρόπο οριστικό των λόγων στους οποίους στηρίζεται η βλαπτική γι’ αυτόν πράξη.

(βλ. σκέψη 61)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, προπαρατεθείσα, σκέψη 86

4.      Εφόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν αποφάνθηκε επί του λόγου απαραδέκτου που προβλήθηκε από διάδικο και, ομοίως, υπέπεσε σε πλάνη ως προς το ακριβές νόημα του επιχειρήματος όσον αφορά την ουσία του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, είναι αναιρετέο το τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το οποίο επηρεάζεται από την πλάνη αυτή.

(βλ. σκέψη 85)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Ιουνίου 1994, C‑298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I‑3009, σκέψη 20

5.      Κατά το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, διάδικος, έστω και νικήσας, μπορεί να καταδικασθεί εν μέρει ή και εν όλω στα δικαστικά έξοδα, αν τούτο κρίνεται δικαιολογημένο λόγω της συμπεριφοράς του, περιλαμβανομένης και της στάσεώς του προ της κινήσεως της δίκης. Δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 88 εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα που προβλέπει το άρθρο 87 του ίδιου Κανονισμού, κατά το οποίο ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι δικαιολογημένο να κριθεί ότι ο νικήσας διάδικος πρέπει να φέρει μέρος των δικών του δικαστικών εξόδων καθώς και μέρος των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου λόγω παρατυπίας για την οποία έγινε μεν λόγος, αλλά η οποία δεν αποδείχθηκε.

Εξάλλου, το εν λόγω άρθρο 88 δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση προηγούμενης διαβουλεύσεως με τους διαδίκους ως προς την κατανομή αυτή των δικαστικών εξόδων.

(βλ. σκέψεις 94, 95 και 97)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 10 Μαΐου 2011, F‑59/10, Barthel κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία