Language of document : ECLI:EU:C:2022:737

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας – Οικογενειακές παροχές – Αναδρομική καταβολή – Μετοίκηση του δικαιούχου σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 81 – Έννοια της “αίτησης” – Άρθρο 76, παράγραφος 4 – Υποχρέωση αμοιβαίας ενημέρωσης και συνεργασίας – Μη τήρηση της υποχρέωσης – Δωδεκάμηνη αποκλειστική προθεσμία – Αρχή της αποτελεσματικότητας»

Στην υπόθεση C‑3/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

FS

κατά

The Chief Appeals Officer,

The Social Welfare Appeals Office,

The Minister for Employment Affairs,

The Minister for Social Protection,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η FS, εκπροσωπούμενη από τον S. Kirwan, solicitor, την A. McMahon, BL, και τον D. Shortall, SC,

–        οι The Chief Appeals Officer, The Social Welfare Appeals Office, The Minister for Employment Affairs και The Minister for Social Protection, εκπροσωπούμενοι από την M. Browne, τον A. Joyce, την J. Quaney, επικουρούμενοι από την K. Binchy, barrister, και την C. Donnelly, SC,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Pavliš, M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.‑R. Killmann και D. Martin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 76, παράγραφος 4, και του άρθρου 81 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της FS, προσφεύγουσας της κύριας δίκης, και, αφετέρου, του Chief Appeals Officer (διευθυντή της Υπηρεσίας Προσφυγών Κοινωνικής Πρόνοιας, Ιρλανδία), της Social Welfare Appeals Office (Υπηρεσίας Προσφυγών Κοινωνικής Πρόνοιας, Ιρλανδία), του Minister for Employment Affairs (Υπουργού Απασχόλησης) και του Minister for Social Protection (Υπουργού Κοινωνικής Προστασίας), σχετικά με την απόρριψη αιτήσεως της FS για αναδρομική καταβολή οικογενειακών επιδομάτων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 76, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 883/2004 ορίζει τα εξής:

«4.      Οι φορείς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό έχουν υποχρέωση αμοιβαίας ενημέρωσης και συνεργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Οι φορείς, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, απαντούν σε όλα τα αιτήματα εντός εύλογου διαστήματος και, σε αυτή τη συνάρτηση, παρέχουν στους ενδιαφερομένους κάθε πληροφορία που απαιτείται για την άσκηση των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει ο παρών κανονισμός.

Τα εν λόγω πρόσωπα υποχρεούνται να ενημερώνουν, το συντομότερο δυνατόν, τους φορείς του αρμόδιου κράτους μέλους και του κράτους μέλους κατοικίας σχετικά με κάθε αλλαγή της προσωπικής ή οικογενειακής τους κατάστασης η οποία έχει επιπτώσεις στα δικαιώματά τους επί των παροχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

5.      Η μη τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 4 τρίτο εδάφιο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη ανάλογων μέτρων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ισοδύναμα με εκείνα που εφαρμόζονται σε παρόμοιες καταστάσεις βάσει του εθνικού δικαίου και δεν πρέπει να καθιστούν, στην πράξη, αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους ενδιαφερομένους με τον παρόντα κανονισμό.»

4        Το άρθρο 81 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές», προβλέπει τα εξής:

«Τυχόν αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές, οι οποίες, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους, θα πρέπει να υποβάλλονται εντός καθορισμένης προθεσμίας προς αρχή, φορέα ή δικαστήριο του κράτους μέλους αυτού, γίνονται δεκτές εάν υποβληθούν, εντός της ίδιας προθεσμίας, προς αντίστοιχη αρχή, φορέα ή δικαστήριο άλλου κράτους μέλους. Στην περίπτωση αυτή, η επιληφθείσα αρχή, φορέας ή δικαστήριο διαβιβάζει αμελλητί τις εν λόγω αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές προς την αρμόδια αρχή, φορέα ή δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους, είτε απευθείας είτε κατόπιν μεσολαβήσεως των αρμόδιων αρχών των σχετικών κρατών μελών. Η ημερομηνία κατά την οποία οι αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές αυτές υποβλήθηκαν προς την αρχή, τον φορέα ή το δικαστήριο του δεύτερου κράτους μέλους θεωρείται ως η ημερομηνία υποβολής τους προς την αρμόδια αρχή, φορέα ή δικαστήριο.»

 Το ιρλανδικό δίκαιο

5        Το άρθρο 220 του Social Welfare Consolidation Act 2005 (ενοποιημένου νόμου του 2005 περί κοινωνικής πρόνοιας), της 27ης Νοεμβρίου 2005, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος του 2005), προβλέπει ότι το πρόσωπο με το οποίο διαμένει κανονικά ένα συντηρούμενο τέκνο δικαιούται οικογενειακά επιδόματα για το εν λόγω τέκνο και αναφέρεται ως «δικαιούχος».

6        Το άρθρο 241, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου ορίζει ότι το δικαίωμα σε παροχή εξαρτάται από την υποβολή νομότυπης αίτησης.

7        Κατά το άρθρο 182, στοιχείο k, της Social Welfare (Consolidated Claims, Payment and Control) Regulations 2007 (S. I. No 142 of 2007) – Prescribed time for making claim [κανονιστικής πράξης του 2007 περί κοινωνικής πρόνοιας (ενοποιημένες ρυθμίσεις για τις αιτήσεις, τις πληρωμές και τον έλεγχο) (υπουργική απόφαση 142 του 2007) – Αποκλειστική προθεσμία υποβολής αιτήσεων], όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων είναι δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία πληρούνται στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου οι σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 220 και αυτός καθίσταται δικαιούχος.

8        Το άρθρο 241, παράγραφος 4, του νόμου του 2005 διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι πρόσωπο το οποίο δεν υπέβαλε αίτηση για επίδομα τέκνου εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας αποκλείεται από την αναδρομική καταβολή για το χρονικό διάστημα πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς του πλην των περιπτώσεων στις οποίες ο αρμόδιος υπάλληλος για την αρχική εξέταση της αιτήσεως ή για την εξέταση της προσφυγής διαπιστώνει ότι δικαιολογείται ευλόγως η καθυστέρηση υποβολής του αιτήματος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα οικογενειακά επιδόματα οφείλονται από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίον ο αιτών κατέστη δικαιούχος, κατά την έννοια του άρθρο 220 του εν λόγω νόμου.

9        Το άρθρο 301 του ως άνω νόμου ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι αρμόδιος για την αρχική εξέταση της αιτήσεως υπάλληλος μπορεί οποτεδήποτε να μεταρρυθμίσει απόφαση άλλου αρμόδιου υπαλλήλου, εφόσον μετά την απόφαση του τελευταίου υπήρξε κρίσιμη μεταβολή των περιστάσεων.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είναι Ρουμάνα υπήκοος η οποία παντρεύτηκε το έτος 2012 στη Ρουμανία, όπου απέκτησε ένα τέκνο τον Δεκέμβριο του 2015.

11      Υπέβαλε αίτηση χορήγησης οικογενειακών επιδομάτων στο εν λόγω κράτος μέλος, τα οποία της χορηγήθηκαν από τον Δεκέμβριο του 2015 ή τον Ιανουάριο του 2016.

12      Τον Οκτώβριο του 2016 ο σύζυγος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης μετοίκησε στην Ιρλανδία προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος σε νοσηλευτικό ίδρυμα. Δεν υπέβαλε αίτηση χορήγησης οικογενειακών επιδομάτων στο εν λόγω κράτος μέλος. Περί τα τέλη του 2016, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης και το τέκνο τους εγκαταστάθηκαν μαζί του στην Ιρλανδία, αλλά ούτε αυτή υπέβαλε τέτοια αίτηση στο εν λόγω κράτος μέλος, αλλά συνέχισε να λαμβάνει τα ρουμανικά οικογενειακά επιδόματα.

13      Στις 10 Ιανουαρίου 2018 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε ενώπιον των ρουμανικών αρμόδιων αρχών αίτηση να της χορηγηθούν τα ιρλανδικά οικογενειακά επιδόματα.

14      Η ως άνω αίτηση θεωρήθηκε εκπρόθεσμη, σύμφωνα με το ιρλανδικό κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο, επειδή είχε υποβληθεί μετά την παρέλευση πλέον των δώδεκα μηνών από την ημερομηνία εγκατάστασης της προσφεύγουσας της κύριας δίκης ή του συζύγου της στην Ιρλανδία. Κατά το εν λόγω δίκαιο, κατόπιν υποβολής τέτοιας αίτησης μπορούν να καταβληθούν αναδρομικώς οικογενειακά επιδόματα μόνον εφόσον ο αιτών επικαλεστεί λόγους οι οποίοι δικαιολογούν το εκπρόθεσμο της αίτησής του. Αποτελεί ωστόσο πάγια πρακτική να μην αποτελεί τέτοιο δικαιολογητικό λόγο η εκ μέρους του αιτούντος άγνοια του δικαιώματός του να ζητήσει τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων.

15      Εν προκειμένω, καθώς η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν είχε επικαλεστεί κανέναν δικαιολογητικό λόγο, οι αρμόδιες ιρλανδικές αρχές έκριναν ότι αυτή δεν είχε ειδικώς ζητήσει αναδρομική καταβολή και, ως εκ τούτου, δεν όφειλαν να προβούν σε τέτοια καταβολή.

16      Κατόπιν τούτων, η αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων την οποία η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε ενώπιον των ως άνω αρχών έγινε δεκτή τον Φεβρουάριο του 2018 και η καταβολή των ρουμανικών οικογενειακών επιδομάτων έπαυσε περίπου την ίδια χρονική στιγμή.

17      Στις 13 Αυγούστου 2018 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ζήτησε την επανεξέταση της απόφασης των εν λόγω αρχών, με βάση το άρθρο 301 του νόμου του 2005, ισχυριζόμενη ότι στην περίπτωσή της θα έπρεπε να είχε εξεταστεί το ζήτημα της αναδρομικής καταβολής. Η αίτηση επανεξέτασης απορρίφθηκε στις 22 Αυγούστου 2018.

18      Μετά την απόρριψη στις 12 Φεβρουαρίου 2019 της διοικητικής προσφυγής την οποία άσκησε στις 29 Αυγούστου 2018 ενώπιον της Υπηρεσίας Προσφυγών Κοινωνικής Πρόνοιας, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε στις 10 Μαΐου 2019 ένδικη προσφυγή κατά της ως άνω απορριπτικής απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

19      Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει –χωρίς ωστόσο να συντάσσεται με την προσέγγιση αυτή– ότι, κατά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, το γεγονός ότι η ίδια είναι δικαιούχος ρουμανικών οικογενειακών επιδομάτων ισοδυναμεί με αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 81 του κανονισμού 883/2004, για τον λόγο ότι η «ενεργή» αίτηση στη Ρουμανία θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Ιρλανδία κατέστη το αρμόδιο κράτος μέλος, ως αίτηση για τη χορήγηση ιρλανδικών οικογενειακών επιδομάτων, κατ’ εφαρμογήν του προαναφερθέντος άρθρου 81.

20      Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 76 του κανονισμού 883/2004 στην ένδικη διαφορά της οποίας επελήφθη, καθώς η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η μη τήρηση της προβλεπόμενης στο εν λόγω άρθρο υποχρέωσης δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 81 του προαναφερθέντος κανονισμού. Η υποχρέωση επεξεργασίας μιας αίτησης δεν εξαρτάται από την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 76, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μη παροχή πληροφοριών δεν εμποδίζει κατ’ ανάγκην τη συνεχή κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη.

21      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά εν τέλει ότι, στο μέτρο που η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση ενημέρωσης που υπέχει για σχετικά με τις κρίσιμες μεταβολές που αφορούν την κατάστασή της, θα πρέπει να εφαρμοστούν τα αναλογικά δυνάμει του εθνικού δικαίου μέτρα, τα οποία δεν καθιστούν, στην πράξη, αδύνατη ή εξαιρετικά δύσκολη την άσκηση των δικαιωμάτων που ο εν λόγω κανονισμός απονέμει στους ενδιαφερομένους.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Περιλαμβάνεται στην έννοια της “αίτησης” του άρθρου 81 του κανονισμού 883/2004 η συνεχιζόμενη είσπραξη παροχής περιοδικώς καταβαλλόμενης από ένα κράτος μέλος (ενώ η παροχή θα έπρεπε να καταβάλλεται από άλλο κράτος μέλος) κάθε φορά που η παροχή αυτή καταβάλλεται, ακόμη και μετά από την αρχική αίτηση και την αρχική απόφαση του πρώτου κράτους μέλους περί χορήγησης της παροχής;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, εάν αίτηση για παροχή κοινωνικής ασφάλισης υποβλήθηκε εσφαλμένα στο κράτος μέλος καταγωγής, ενώ θα έπρεπε να έχει υποβληθεί σε άλλο κράτος μέλος, έχει η υποχρέωση του δεύτερου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 81 του κανονισμού 883/2004 (και, συγκεκριμένα, η υποχρέωση του δεύτερου κράτους μέλους να κάνει δεκτές τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν στο κράτος μέλος καταγωγής), την έννοια ότι είναι εντελώς ανεξάρτητη από την υποχρέωση του αιτούντος να παρέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τον τόπο κατοικίας του σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004, με αποτέλεσμα αίτηση που υποβλήθηκε εσφαλμένα στο κράτος μέλος καταγωγής να πρέπει να γίνει δεκτή από το δεύτερο κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 81, παρά την παράλειψη του αιτούντος να παράσχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τον τόπο κατοικίας του, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 4, [του εν λόγω κανονισμού] εντός της προβλεπόμενης από τη νομοθεσία του δεύτερου κράτους μέλους προθεσμίας για την υποβολή της σχετικής αίτησης;

3)      Συνεπάγεται η ισχύουσα στο δίκαιο της Ένωσης γενική αρχή της αποτελεσματικότητας ότι η πρόσβαση στα δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης καθίσταται αναποτελεσματική υπό περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας διαδικασίας (και συγκεκριμένα, οσάκις πολίτης της Ένωσης ασκεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας κατά παράβαση της υποχρέωσης, βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 4, ενημέρωσης των φορέων κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με την αλλαγή του κράτους κατοικίας), λόγω της εφαρμογής διατάξεως του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας η οποία εξαρτά την αναδρομική καταβολή του επιδόματος τέκνου από την υποβολή εκ μέρους του πολίτη της Ένωσης αίτησης για την εν λόγω παροχή στο δεύτερο κράτος μέλος εντός της προθεσμίας δώδεκα μηνών η οποία προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

23      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 81 του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ο διαλαμβανόμενος σε αυτό όρος «αίτηση» αφορά αποκλειστικά την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας κράτους μέλους από πρόσωπο το οποίο άσκησε στη συνέχεια το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας ή αν εμπεριέχει και την έννοια της «διαρκούς» αίτησης, με την οποία εξομοιώνεται η περιοδική καταβολή, από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, παροχής την οποία κανονικά οφείλει, κατά τον χρόνο της καταβολής της, άλλο κράτος μέλος.

24      Όσον αφορά την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιό της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, ενώ κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της ενδέχεται να παρέχει και το ιστορικό της θέσπισής της (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C‑631/17, EU:C:2019:381, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά το άρθρο 83 του κανονισμού 4 του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1958, περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής και περί συμπληρώσεως των διατάξεων του κανονισμού 3 περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων (JO 1958, 30, σ. 597), του οποίου το περιεχόμενο αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, σε εκείνο του άρθρου 81 του κανονισμού 883/2004, ότι από το γράμμα του άρθρου 83 συνάγεται ότι αυτό αφορά τις αιτήσεις που υποβάλλονται από τους διακινούμενους εργαζομένους (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 1982, Camera, 92/81, EU:C:1982:219, σκέψη 7).

26      Συγκεκριμένα, το άρθρο 81 του κανονισμού 883/2004 στόχο έχει να διευκολυνθεί η κυκλοφορία των διακινούμενων εργαζομένων, απλοποιώντας τις διοικητικής φύσεως ενέργειές τους, δεδομένου του πολύπλοκου χαρακτήρα των διοικητικών διαδικασιών που ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη, και να αποκλειστεί η δυνατότητα να απολέσουν οι ενδιαφερόμενοι τα δικαιώματά τους για καθαρά τυπικούς λόγους. Έτσι, δυνάμει του ανωτέρω άρθρου, η υποβολή αιτήσεως προς αρχή, φορέα ή δικαστήριο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος που καλείται να καταβάλει την παροχή έχει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα που θα παρήγοντο αν η αίτηση είχε υποβληθεί απευθείας στην αρμόδια αρχή του τελευταίου αυτού κράτους μέλους [πρβλ., όσον αφορά το άρθρο 83 του κανονισμού 4, απόφαση της 10ης Ιουνίου 1982, Camera, 92/81, EU:C:1982:219, σκέψη 7, και, όσον αφορά το άρθρο 86 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), απόφαση της 27ης Μαΐου 1982, Aubin, 227/81, EU:C:1982:209, σκέψη 23].

27      Επομένως, το άρθρο 81 του κανονισμού 883/2004 τυγχάνει εφαρμογής όταν μια αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων υποβάλλεται από διακινούμενο εργαζόμενο ενώπιον των αρχών κράτους μέλους το οποίο δεν είναι αρμόδιο δυνάμει των κανόνων συγκρούσεως που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό να την εξετάσει.

28      Αντιθέτως, όταν μια αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων υποβάλλεται ενώπιον των αρχών κράτους μέλους αποκλειστικά βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους αυτού και η κατάσταση του δικαιούχου περιορίζεται εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους, η σχετική αίτηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί «αίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 του κανονισμού αυτού.

29      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, τη χρονική στιγμή κατά την οποία υποβλήθηκε η αρχική αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων στη Ρουμανία, η οικογενειακή κατάσταση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης δεν εμφάνιζε κανένα στοιχείο αλλοδαπότητας και μόνες αρμόδιες για την εξέταση της αίτησής της ήταν οι ρουμανικές αρχές.

30      Από τη χρονική στιγμή που μετέφερε την κατοικία της στην Ιρλανδία και μόνον εμπίπτει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 και, κατά συνέπεια, από τη στιγμή εκείνη κατέστησαν ως προς αυτήν εφαρμοστέοι οι προβλεπόμενοι στον εν λόγω κανονισμό κανόνες συγκρούσεως.

31      Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, χωρίς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να έχει προβεί σε οποιαδήποτε διοικητικής φύσεως ενέργεια, το γεγονός ότι συνεχίζει να λαμβάνει περιοδική παροχή εκ μέρους των αρχών κράτους μέλους μπορεί να εξομοιωθεί με «αίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 του κανονισμού 883/2004.

32      Συγκεκριμένα, μια τέτοια ερμηνεία δεν θα ήταν σύμφωνη με τον σκοπό του άρθρου 81 του κανονισμού 883/2004, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη σκέψη 26 της παρούσας απόφασης, συνίσταται ακριβώς στην απλοποίηση των διοικητικής φύσεως ενεργειών των ενδιαφερομένων, λαμβανομένου υπόψη του πολύπλοκου χαρακτήρα των διαδικασιών που ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη.

33      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το σύστημα διαβίβασης αιτήσεων, δηλώσεων ή προσφυγών που θεσπίζεται με το άρθρο 81 του κανονισμού 883/2004, βάσει του οποίου οι αρχές κράτους μέλους, το οποίο δεν είναι αρμόδιο δυνάμει των κανόνων συγκρούσεως που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, διαβιβάζουν αμελλητί τις δηλώσεις, αιτήσεις ή προσφυγές των οποίων επιλαμβάνονται στις αρχές του αρμόδιου κράτους μέλους, εξαρτάται από την εκ μέρους των φορέων και των ενδιαφερομένων τήρηση της υποχρέωσης που υπέχουν για αμοιβαία ενημέρωση και συνεργασία.

34      Από το άρθρο 76, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004 προκύπτει, ειδικότερα, ότι οι αρχές υποχρεούνται, βεβαίως, να απαντούν σε όλα τα αιτήματα εντός εύλογου διαστήματος και να παρέχουν στους ενδιαφερομένους κάθε πληροφορία που απαιτείται για την άσκηση των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει ο εν λόγω κανονισμός, οι ενδιαφερόμενοι ωστόσο, από πλευράς τους, υποχρεούνται να ενημερώνουν το συντομότερο δυνατόν τους φορείς του αρμόδιου κράτους μέλους και του κράτους μέλους κατοικίας σχετικά με κάθε αλλαγή της προσωπικής ή οικογενειακής τους κατάστασης η οποία έχει επιπτώσεις στα δικαιώματά τους επί των παροχών δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού.

35      Εξάλλου, μια ερμηνεία της έννοιας «αίτηση» η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τις διοικητικής φύσεως ενέργειες του ενδιαφερομένου θα είχε ως αποτέλεσμα οι επιληφθείσες αρχές να περιέρχονται σε αδυναμία συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν τόσο από το άρθρο 76 όσο και από το άρθρο 81 του κανονισμού 883/2004, καθώς δεν θα μπορούσαν να προσδιορίσουν ούτε τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα πρέπει να διαβιβάσουν τις οικείες πληροφορίες, αιτήσεις, δηλώσεις ή τις προσφυγές ούτε τις αρχές προς τις οποίες πρέπει να γίνει η διαβίβαση.

36      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 81 του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ο διαλαμβανόμενος στο εν λόγω άρθρο όρος «αίτηση» αφορά αποκλειστικά την αίτηση που υποβλήθηκε, από πρόσωπο το οποίο έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, ενώπιον των αρχών κράτους μέλους το οποίο δεν είναι αρμόδιο βάσει των κανόνων συγκρούσεως του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, στην έννοια του εν λόγω όρου δεν περιλαμβάνεται ούτε η αρχική αίτηση που υποβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας κράτους μέλους από πρόσωπο το οποίο δεν έχει ακόμη ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας ούτε η εκ μέρους των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους περιοδική καταβολή παροχής την οποία κανονικά οφείλει, κατά τον χρόνο της καταβολής, άλλο κράτος μέλος.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

37      Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

38      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της αποτελεσματικότητας, αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής ρύθμισης κατά την οποία το αναδρομικό αποτέλεσμα της αίτησης για την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων υπόκειται σε δωδεκάμηνη αποκλειστική προθεσμία.

39      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να ρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, καθώς και το ύψος και τη διάρκεια χορηγήσεως των παροχών αυτών και τις προθεσμίες για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων για τη χορήγηση των εν λόγω παροχών (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, Xhymshiti, C‑247/09, EU:C:2010:698, σκέψη 43). Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει εντούτοις να είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης και να μην έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό, από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας, προσώπων επί των οποίων η νομοθεσία αυτή έχει εφαρμογή δυνάμει του κανονισμού 883/2004 (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Fischer‑Lintjens, C‑543/13, EU:C:2015:359, σκέψη 49).

40      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η αποκλειστική προθεσμία που προβλέπει η ιρλανδική νομοθεσία δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει από τους ενδιαφερομένους το δικαίωμα είσπραξης οικογενειακών επιδομάτων, αλλά απλώς περιορίζει το δικαίωμά τους αναδρομικής καταβολής, εφόσον δεν υποβάλλουν τη σχετική αίτηση εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία πληρούνται στο πρόσωπό τους οι απαιτούμενες για τη χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων προϋποθέσεις.

41      Επομένως, δεν αποκλείεται η προσφεύγουσα της κύριας δίκης να είχε το δικαίωμα να εισπράξει αναδρομικώς τα ιρλανδικά οικογενειακά επιδόματα, εάν είχε δηλώσει το συντομότερο δυνατόν στις ρουμανικές αρχές ή στις ιρλανδικές αρχές τη μεταβολή της κατοικίας της.

42      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης, κατά το άρθρο 76, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 883/2004, κάθε πρόσωπο το οποίο δικαιούται οικογενειακή παροχή πρέπει να ενημερώνει το συντομότερο δυνατόν τους φορείς του αρμόδιου κράτους μέλους και του κράτους μέλους κατοικίας σχετικά με κάθε αλλαγή της προσωπικής ή οικογενειακής του κατάστασης η οποία έχει επιπτώσεις στα δικαιώματά του επί των παροχών δυνάμει του εν λόγω κανονισμού.

43      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως ενημερώσεως που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη μπορεί να έχει ως μόνο αποτέλεσμα, κατά το άρθρο 76, παράγραφο 5, του ως άνω κανονισμού, τη λήψη ανάλογων μέτρων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα οποία πρέπει, αφενός, να είναι ισοδύναμα με τα εφαρμοζόμενα σε παρόμοιες καταστάσεις βάσει του εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, να μην καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ενδιαφερόμενοι από τον εν λόγω κανονισμό (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Fischer‑Lintjens, C‑543/13, EU:C:2015:359, σκέψη 57).

44      Όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν επικαλέστηκε παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αναλύσει την εν λόγω αρχή στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης.

45      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών πληροί, καταρχήν, την απαίτηση αποτελεσματικότητας, καθότι συνιστά εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο όσο και την εμπλεκόμενη διοίκηση. Πράγματι, τέτοιες προθεσμίες δεν είναι ικανές να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2010, Barth, C‑542/08, EU:C:2010:193, σκέψη 28, και της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 36).

46      Πέραν τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνική διάταξη με την οποία περιορίζεται σε έξι μήνες το αναδρομικό αποτέλεσμα των αιτήσεων χορηγήσεως οικογενειακών επιδομάτων δεν καθιστά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης στους διακινούμενους εργαζομένους (πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1995, Alonso‑Pérez, C‑394/93, EU:C:1995:400, σκέψεις 30 και 32), όπως έχει επίσης κρίνει εύλογη τη θέσπιση τριετούς παραγραφής στο εσωτερικό (πρβλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Barth, C‑542/08, EU:C:2010:193, σκέψη 28).

47      Συνεπώς, μια δωδεκάμηνη αποκλειστική προθεσμία δεν φαίνεται να καθιστά αφ’ εαυτής, στην πράξη, αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται με τον κανονισμό 883/2004.

48      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της αποτελεσματικότητας, δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής ρύθμισης κατά την οποία το αναδρομικό αποτέλεσμα της αίτησης για την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων υπόκειται σε δωδεκάμηνη αποκλειστική προθεσμία, δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή δεν καθιστά, στην πράξη, αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη για τους οικείους διακινούμενους εργαζομένους την άσκηση των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζονται με τον κανονισμό 883/2004.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν εκείνων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας,

έχει την έννοια ότι:

ο διαλαμβανόμενος στο εν λόγω άρθρο όρος «αίτηση» αφορά αποκλειστικά την αίτηση που υποβλήθηκε, από πρόσωπο το οποίο έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, ενώπιον των αρχών κράτους μέλους το οποίο δεν είναι αρμόδιο βάσει των κανόνων συγκρούσεως του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, στην έννοια του όρου αυτού δεν περιλαμβάνεται ούτε η αρχική αίτηση που υποβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας κράτους μέλους από πρόσωπο το οποίο δεν έχει ακόμη ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας ούτε η εκ μέρους των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους περιοδική καταβολή παροχής την οποία κανονικά οφείλει, κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία πραγματοποιείται η καταβολή, άλλο κράτος μέλος.

2)      Το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της αποτελεσματικότητας, δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής ρύθμισης κατά την οποία το αναδρομικό αποτέλεσμα της αίτησης για την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων υπόκειται σε δωδεκάμηνη αποκλειστική προθεσμία, δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή δεν καθιστά, στην πράξη, αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη για τους οικείους διακινούμενους εργαζομένους την άσκηση των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζονται με τον κανονισμό 883/2004.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.