Language of document : ECLI:EU:C:2018:131

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου – Ρήτρα 5, σημείο 1 – Μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που επιτρέπει τη μετάθεση της ημερομηνίας λήξεως της συμβάσεως εργασίας, η οποία είχε οριστεί στο γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, για τον λόγο και μόνον ότι ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος»

Στην υπόθεση C-46/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landesarbeitsgericht Bremen (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βρέμης, Γερμανία) με απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιανουαρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Hubertus John

κατά

Freie Hansestadt Bremen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. G. Fernlund, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Η. John, εκπροσωπούμενος από τους H. Buroh και J. Steinhauer, Rechtsanwälte,

–        ο Freie Hansestadt Bremen, εκπροσωπούμενος από τον C. Darge, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze, καθώς και από την K. Stranz,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και M. Kellerbauer,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), καθώς και του άρθρου 1, του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Hubertus John και του πρώην εργοδότη του, του Freie Hansestadt Bremen (Δήμου της Ελεύθερης Χανσεατικής Πόλης της Βρέμης, Γερμανία), σχετικά με τη λύση της συμβάσεώς του εργασίας κατά την επέλευση της συμφωνηθείσας ημερομηνίας, η οποία συνδεόταν με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, και με την απόρριψη της αιτήσεώς του να συνεχίσει να εργάζεται και πέραν της ηλικίας αυτής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η συμφωνία-πλαίσιο

3        Σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου, βάσει της ρήτρας της 1, είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση την οποία συνεπάγεται η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

4        Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει, στο σημείο της 1:

«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»

5        Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας:

1.      ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

[…]».

6        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει, στο σημείο 1:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

7        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», έχει ως εξής:

«1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

 Η οδηγία 2000/78

8        Κατά την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2000/78, η εν λόγω οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης.

9        Κατά το άρθρο της 1, σκοπός της οδηγίας 2000/78 «είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

10      Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προβλέπει:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο·

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν:

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία […]

[…]».

11      Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», ορίζει, στην παράγραφο 1:

«Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

[…]».

 Το γερμανικό δίκαιο

12      Το άρθρο 41 του βιβλίου VI του Sozialgesetzbuch (Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως), με τίτλο «Σύνταξη γήρατος και προστασία από την καταγγελία της συμβάσεως», όπως ίσχυε από τις 23 Ιουνίου 2014, ορίζει, στην τρίτη περίοδο (στο εξής: επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη):

«Αν στη σύμβαση προβλέπεται ότι η σχέση εργασίας λύεται με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση εργασίας μέρη μπορούν, κατόπιν συμφωνίας, να μεταθέσουν χρονικώς, μία ή και περισσότερες φορές, την ημερομηνία λύσεως της σχέσεως εργασίας.»

13      Το άρθρο 44 της συλλογικής συμβάσεως εργασίας για τις δημόσιες υπηρεσίες των ομόσπονδων κρατών (στο εξής: συλλογική σύμβαση), με τίτλο «Ειδικό καθεστώς για τους εκπαιδευτικούς», προβλέπει, στο σημείο 4 του τμήματος V, με τίτλο «Περιορισμός της διάρκειας και λύση της συμβάσεως εργασίας»:

«Η σύμβαση εργασίας λύεται άνευ καταγγελίας με τη λήξη του εξαμήνου (31 Ιανουαρίου ή 31 Ιουλίου) κατά τη διάρκεια του οποίου ο εκπαιδευτικός συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία για τη λήψη κανονικής συντάξεως γήρατος.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Ο Η. John, γεννηθείς στις 8 Ιουλίου 1949, προσελήφθη στις 25 Σεπτεμβρίου 2001, από τον Δήμο της Ελεύθερης Χανσεατικής Πόλης της Βρέμης, ως συμβασιούχος εκπαιδευτικός. Η σύμβαση εργασίας υπαγόταν στη συλλογική σύμβαση των συμβασιούχων υπαλλήλων της γερμανικής δημόσιας διοικήσεως, η οποία αντικαταστάθηκε από τη συλλογική σύμβαση.

15      Βάσει της συλλογικής συμβάσεως, η εν λόγω σύμβαση εργασίας επρόκειτο να λήξει την ημερομηνία κατά την οποία ο εκπαιδευτικός θα συμπλήρωνε την προβλεπόμενη από τον νόμο ηλικία συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος. Με έγγραφο της 5ης Φεβρουαρίου 2014, ο Η. John ζήτησε να συνεχίσει να εργάζεται και μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής, μέχρι τη λήξη του σχολικού έτους 2014/2015. Στις 24 Οκτωβρίου 2014, οι συμβαλλόμενοι συνήψαν συμφωνία η οποία προέβλεπε ότι «η ημερομηνία αυτοδίκαιης λύσεως της συμβάσεως εργασίας […] μετατίθεται στις 31 Ιουλίου 2015, σύμφωνα με το άρθρο 44, σημείο 4, της συλλογικής συμβάσεως».

16      Στις 4 Φεβρουαρίου 2015, ο Η. John ζήτησε από τον εργοδότη του να μετατεθεί η ημερομηνία λήξεως της συμβάσεώς του μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του σχολικού έτους 2015/2016, δηλαδή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2016. Κατόπιν της αρνήσεως του εργοδότη, ο Η. John προσέφυγε στη δικαιοσύνη και προέβαλε ότι η ορισμένη διάρκεια της συμβάσεως, βάσει της επίμαχης στην κύρια δίκη διατάξεως, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

17      Το Landesarbeitsgericht Bremen (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών της Βρέμης, Γερμανία), επιληφθέν εφέσεως κατά της αποφάσεως του Arbeitsgericht Bremen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών της Βρέμης, Γερμανία), διερωτάται ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη διατάξεως με τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς και με το άρθρο 1, το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78. Το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση εργασίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου δεδομένου ότι λήγει, βάσει της συλλογικής συμβάσεως, την ημερομηνία κατά την οποία ο εκπαιδευτικός συμπληρώνει την προβλεπόμενη από τον νόμο ηλικία συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επομένως, ότι η παράταση της συμβάσεως πέραν της ημερομηνίας λήξεως αυτής συνιστά ανανέωση της συμβάσεως ορισμένου χρόνου. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου, καθόσον δεν προβλέπουν κανένα περιορισμό στη δυνατότητα των συμβαλλομένων να μεταθέσουν την ημερομηνία λύσεως της συμβάσεως, είναι σύμφωνες με τους όρους της συμφωνίας-πλαισίου που σκοπούν στην αποτροπή της καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και αν αντιβαίνουν στις διατάξεις της οδηγίας 2000/78 ή στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesarbeitsgericht Bremen (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βρέμης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η ρήτρα 5, σημείο 1, της [συμφωνίας-πλαισίου] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στους συμβαλλομένους σε σύμβαση εργασίας, χωρίς χρονικό περιορισμό και χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις, να μεταθέσουν, μία ή και περισσότερες φορές, κατόπιν συμφωνίας και ενόσω διαρκεί η σχέση εργασίας, την ημερομηνία λύσεως της σχέσεως εργασίας που συνδέεται, κατά τα συμβατικώς συνομολογηθέντα, με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, για τον λόγο και μόνον ότι ο εργαζόμενος, με τη συμπλήρωση του ορίου αυτού, δικαιούται σύνταξη γήρατος;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Ισχύει η ασυμβατότητα της μνημονευόμενης στο πρώτο ερώτημα εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς το άρθρο 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου και για την πρώτη μετάθεση της ημερομηνίας λύσεως της σχέσεως εργασίας;

3)      Έχουν τα άρθρα 1, 2, παράγραφος 1, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [2000/78], καθώς και/ή οι γενικές αρχές του δικαίου [της Ένωσης], την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στους συμβαλλομένους σε σύμβαση εργασίας, χωρίς χρονικό περιορισμό και χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις, να μεταθέσουν, μία ή και περισσότερες φορές, κατόπιν συμφωνίας και ενόσω διαρκεί η σχέση εργασίας, την ημερομηνία λύσεως της σχέσεως εργασίας που συνδέεται, κατά τα συμβατικώς συνομολογηθέντα, με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, για τον λόγο και μόνον ότι ο εργαζόμενος, με τη συμπλήρωση του ορίου αυτού, δικαιούται σύνταξη γήρατος;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του τρίτου ερωτήματος

19      Με το τρίτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη μετάθεση της ημερομηνίας παύσεως της δραστηριότητας των εργαζομένων που έχουν συμπληρώσει την προβλεπόμενη από τον νόμο ηλικία συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος από τη συναίνεση του εργοδότη η οποία δίδεται για ορισμένο χρόνο.

20      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ως «αρχή της ίσης μεταχειρίσεως» νοείται η απουσία άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως για έναν από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία.

21      Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, συντρέχει άμεση διάκριση όταν ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου ορισμένης ηλικίας σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

22      Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν εργαζόμενος, όπως ο Η. John, υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που υφίσταται άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση λόγω της ηλικίας του, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, ή εάν η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη ενδέχεται να τον περιαγάγει σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την κατηγορία ηλικίας στην οποία ανήκει, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής.

23      Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, όπως διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2000/78, η οδηγία αυτή δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις που καθορίζουν το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος. Περαιτέρω, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα όρια ηλικίας που αντιστοιχούν στο γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη μείωση της απόδοσης των εργαζομένων που επέρχεται συνήθως με την ηλικία, καθώς και την επιθυμία και την ανάγκη των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας να διαθέτουν κατά το δοκούν τον ελεύθερο χρόνο τους.

24      Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας όσων εργαζομένων πληρούν τις ηλικιακές και σχετικές με τις εισφορές προϋποθέσεις για την είσπραξη συντάξεως προβλέπεται, από μακρού, στο εργατικό δίκαιο πολλών κρατών μελών και χρησιμοποιείται ευρέως στις σχέσεις εργασίας. Ο μηχανισμός αυτός στηρίζεται στην εξισορρόπηση παραγόντων πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, δημογραφικής και/ή δημοσιονομικής φύσεως και εξαρτάται από το εάν θα επιλεγεί να παραταθεί η διάρκεια του ενεργού βίου των εργαζομένων ή αντιθέτως να προβλεφθεί πρόωρη συνταξιοδότησή τους (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2010, Rosenbladt, C-45/09, EU:C:2010:601, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2010, Rosenbladt (C-45/09, EU:C:2010:601), ότι διάταξη ανάλογη προς αυτήν του άρθρου 44 της συλλογικής συμβάσεως δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της απασχολήσεως.

26      Ωστόσο, η επίμαχη στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης διάταξη δεν είναι το άρθρο 44 της συλλογικής συμβάσεως σχετικά με την αρχή περί της αυτοδίκαιης λύσεως της σχέσεως εργασίας στο τέλος του εξαμήνου κατά το οποίο ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, αλλά διάταξη η οποία, αντιθέτως, παρέχει τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως εργασίας να μεταθέσουν την ημερομηνία λύσεως της σχέσεως εργασίας που καθορίζεται κατά τον τρόπο αυτόν. Συγκεκριμένα, τους παρέχει τη δυνατότητα, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του τρίτου ερωτήματος, να μεταθέσουν την ημερομηνία αυτή, ενδεχομένως περισσότερες από μία φορές, χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς χρονικό περιορισμό.

27      Όσον αφορά το ζήτημα ενδεχόμενων επιπτώσεων ή μειονεκτημάτων της επίμαχης στην κύρια δίκη διατάξεως, η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά καθεαυτό το όριο ηλικίας που προβλέπεται για τη λύση της σχέσεως εργασίας, αλλά τη δυνατότητα μεταθέσεως με κοινή συμφωνία της ημερομηνίας λύσεως της σχέσεως εργασίας, πράγμα που παρέχει στους εργαζομένους που έχουν συμπληρώσει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως επιπλέον δυνατότητα να συμμετάσχουν στον προγραμματισμό της λύσεως της σχέσεως εργασίας τους.

28      Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, θεσπίζοντας την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη, ο εθνικός νομοθέτης θέλησε να καθιερώσει, σύμφωνα με τις επιθυμίες των κοινωνικών εταίρων, τη δυνατότητα ευέλικτης και νομικά ασφαλούς διατηρήσεως, όπου ήταν απαραίτητο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, της σχέσεως εργασίας πέραν του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

29      Η ερμηνεία αυτή δεν κλονίζεται από τη διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτρέπει εξαίρεση από την αρχή της αυτοδίκαιης λύσεως της συμβάσεως εργασίας όταν ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με τους νεότερους εργαζομένους, ο εργαζόμενος που συμπληρώνει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως βρίσκεται ενώπιον της επιλογής να παρατείνει τη σχέση εργασίας ή να αποχωρήσει πλήρως από τον εργασιακό βίο.

30      Το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση εργασίας μέρη μπορούν να μεταθέσουν την ημερομηνία λύσεως της σχέσεως εργασίας περισσότερες φορές, χωρίς προϋποθέσεις και χρονικό περιορισμό, δεν μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή. Αντιθέτως, τα στοιχεία αυτά ενισχύουν τον θετικό και ευνοϊκό χαρακτήρα της εν λόγω διατάξεως, καθόσον αποτελούν τρόπους για τη συνέχιση μιας εργασιακής σχέσης, η οποία δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επέλθει χωρίς τη συμφωνία των δύο συμβαλλομένων μερών, διαρκούσης της εργασιακής σχέσης.

31      Διαπιστώνεται ότι τέτοιου είδους προϋποθέσεις μπορούν, κατ’ αρχήν, να παράσχουν τη δυνατότητα σε εργαζόμενο, καθώς και στον εργοδότη του, να συνεχίσουν τη σχέση εργασίας μόνον εάν θεωρούν τη δυνατότητα αυτή ως ευνοϊκή, στο πλαίσιο δραστηριότητας που συνεχίζεται μετά τη συμπλήρωση από τον εργαζόμενο του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Εξάλλου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο Η. John έβαλε, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, κατά της αρνήσεως του εργοδότη του να κάνει δεκτό το αίτημά του περί δεύτερης μεταθέσεως της ημερομηνίας παύσεως της δραστηριότητάς του.

32      Υπό τις περιστάσεις αυτές, μια τέτοια διάταξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυσμενές μέτρο, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, έναντι των προσώπων που συμπλήρωσαν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως σε σχέση με εκείνους που δεν τη συμπλήρωσαν ακόμη.

33      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη μετάθεση της ημερομηνίας παύσεως της δραστηριότητας των εργαζομένων που έχουν συμπληρώσει την προβλεπόμενη από τον νόμο ηλικία συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος από τη συναίνεση του εργοδότη η οποία δίδεται για ορισμένο χρόνο.

 Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

34      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει στους συμβαλλομένους σε σύμβαση εργασίας τη δυνατότητα να μεταθέσουν, με κοινή συμφωνία, ενόσω διαρκεί η σχέση εργασίας, χωρίς χρονικό περιορισμό ή άλλη προϋπόθεση και, ενδεχομένως, για περισσότερες από μία φορές, τη συμφωνηθείσα ημερομηνία λύσεως της συμβάσεως, η οποία συνδέεται με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, για τον λόγο και μόνον ότι ο εργαζόμενος, με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, δικαιούται σύνταξη γήρατος.

35      Η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει, εισαγωγικά, ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου. Συγκεκριμένα, κατά την κυβέρνηση αυτή, η λύση της συμβάσεως εργασίας την ημερομηνία κατά την οποία ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό της σχέσεως εργασίας ως «συμβάσεως ορισμένου χρόνου». Πράγματι, η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά βραχυχρόνια εργασιακή σχέση, δεδομένου ότι μεταξύ της συνάψεως της συμβάσεως εργασίας και της ημερομηνίας της αποχωρήσεως λόγω συμπληρώσεως του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως μπορεί να παρέλθει διάστημα δεκαετιών. Ομοίως, η μετάθεση, από τους συμβαλλομένους, της ημερομηνίας λύσεως της συμβάσεως εργασίας έχει ως προϋπόθεση την άνευ διακοπής συνέχιση της προϋφιστάμενης συμβάσεως εργασίας και δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ως σύναψη νέας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου.

36      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά συναφώς ότι, στον βαθμό που έχει εφαρμογή στην επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση το άρθρο 44, σημείο 4, της συλλογικής συμβάσεως, δυνάμει του οποίου η σχέση εργασίας λήγει στο τέλος του εξαμήνου κατά το οποίο ο εργαζόμενος συμπλήρωσε την ηλικία που καθορίζεται από τον νόμο για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος, πρόκειται για τον καθορισμό ημερομηνίας λήξεως και επομένως για τον καθορισμό ορισμένης διάρκειας.

37      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου ορίζεται, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, κατά τρόπο ευρύ, δεδομένου ότι αφορά γενικά «τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος», εντούτοις ο καθορισμός των συμβάσεων και των σχέσεων εργασίας ως προς τις οποίες εφαρμόζεται η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο δεν διέπεται από τη συμφωνία αυτή ή από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά από τη νομοθεσία και/ή από την εκάστοτε εθνική πρακτική (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Sibilio, C-157/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:148, σκέψη 42).

38      Το Δικαστήριο μπορεί όμως, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα μπορούσαν να του είναι χρήσιμα για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των κανόνων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, W κ.λπ., C-621/15, EU:C:2017:484, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η συμφωνία-πλαίσιο εκκινεί από την παραδοχή ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχολήσεως σε ορισμένους τομείς ή σε ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες.

40      Ένας από τους σκοπούς που επιδιώκει η συμφωνία-πλαίσιο είναι η δημιουργία ρυθμιστικού πλαισίου για τη διαδοχική σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Pérez López, C‑16/15, EU:C:2016:679, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Επομένως, το όφελος της σταθερότητας της απασχολήσεως θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Pérez López, C-16/15, EU:C:2016:679, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, η αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας όσων εργαζομένων πληρούν τις ηλικιακές και σχετικές με τις εισφορές προϋποθέσεις για την είσπραξη συντάξεως προβλέπεται, από μακρού, στο εργατικό δίκαιο πολλών κρατών μελών και χρησιμοποιείται ευρέως στις σχέσεις εργασίας.

43      Εξάλλου, όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, η διάρκεια μιας συμβάσεως εργασίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, προβλέπουσας ότι η σχέση εργασίας λήγει μόνον όταν ο εργαζόμενος συμπληρώσει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, μπορεί να εκτείνεται σε πολλές δεκαετίες.

44      Περαιτέρω, η αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών που έχουν συμπληρώσει το γενικό όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος παρέχει κατ’ ουσίαν στον εργαζόμενο το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχολήσεως. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει το γενικό όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος βρίσκεται, κατ’ αρχήν, στο τέλος του επαγγελματικού βίου του.

45      Επιπλέον, δεν αποκλείεται, όπως φαίνεται, η χρονική μετάθεση που προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη να θεωρηθεί ως απλή συμβατική μετάθεση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που είχε συμφωνηθεί αρχικώς.

46      Επομένως, από κανένα στοιχείο που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η διάταξη αυτή μπορεί να ευνοήσει τη διαδοχική σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή ότι συνιστά δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι τα όρια ηλικίας που αντιστοιχούν στο γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως περιάγουν συστηματικά τους εν λόγω εργαζομένους σε αβέβαιη κατάσταση, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, εάν αυτοί λαμβάνουν πλήρη σύνταξη και, ειδικότερα, εάν ο εργοδότης έχει δικαίωμα να ανανεώσει την εν λόγω σύμβαση εργασίας.

47      Στην περίπτωση που, παρά τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 42 έως 46 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η σύναψη συμφωνίας, όπως αυτή της 24ης Οκτωβρίου 2014, η οποία προβλέπει τη μετάθεση της ημερομηνίας λύσεως συμβάσεως εργασίας, όπως αυτή που συνήφθη στις 25 Σεπτεμβρίου 2001, για την οποία ισχύει ρήτρα αυτοδίκαιης λύσεως της σχέσεως εργασίας όταν ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει την προβλεπόμενη από τον νόμο ηλικία συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος, πρέπει να θεωρηθεί ως σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, τότε πρέπει να εξεταστεί αν η διάταξη αυτή αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία παρέχει στους συμβαλλομένους σε σύμβαση εργασίας τη δυνατότητα να μεταθέσουν, με κοινή συμφωνία, ενόσω διαρκεί η σχέση εργασίας, χωρίς χρονικό περιορισμό ή άλλη προϋπόθεση και, ενδεχομένως, για περισσότερες από μία φορές, τη συμφωνηθείσα ημερομηνία λύσεως η οποία συνδέεται με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, για τον λόγο και μόνον ότι ο εργαζόμενος, με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, δικαιούται σύνταξη γήρατος.

48      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει, στο σημείο της 1, στα κράτη μέλη τη λήψη ενός τουλάχιστον από τα μέτρα που απαριθμεί, όταν η εσωτερική τους νομοθεσία δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω ρήτρας αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Martínez Andrés και Castrejana López, C-184/15 και C-197/15, EU:C:2016:680, σκέψη 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Μολονότι το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν προληπτικά μέτρα, δεν προβλέπει ωστόσο συγκεκριμένες κυρώσεις στην περίπτωση που διαπιστωθούν καταχρήσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται στις εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά ώστε να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Martínez Andrés και Castrejana López, C-184/15 και C-197/15, EU:C:2016:680, σκέψη 36 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας ανταποκρίνονται στις επιταγές της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 66, καθώς και διάταξη της 11ης Δεκεμβρίου 2014, León Medialdea, C-86/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2447, σκέψη 48).

51      Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής, καθώς και η πραγματική εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθιστούν τις διατάξεις αυτές κατάλληλο μέτρο προς αποτροπή της καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, εν ανάγκη, προς επιβολή κυρώσεων για τη σύναψη αυτή (αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Marrosu και Sardino, C‑53/04, EU:C:2006:517, σκέψη 56, καθώς και της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C‑407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Πάντως το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δύναται να παράσχει διευκρινίσεις ώστε να καθοδηγήσει το εν λόγω δικαστήριο κατά την εκτίμησή του (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C‑362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C-61/13, C‑63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 83).

53      Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» όπως ορίζεται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας πλαισίου, καλύπτει σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν καθορισμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους ενός κράτους μέλους (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük C‑586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 27).

54      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος διακρίνεται από τους λοιπούς υπαλλήλους, όχι μόνο διότι έχει κάλυψη κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά επίσης διότι βρίσκεται, κατά κανόνα, στο τέλος του επαγγελματικού του βίου και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί γι’ αυτόν εναλλακτική επιλογή, λαμβανομένης υπόψη της ορισμένης διάρκειας της συμβάσεώς του, η σύναψη σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου.

55      Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει εξαίρεση από την αρχή της αυτοδίκαιης λύσεως της συμβάσεως εργασίας όταν ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

56      Εξάλλου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, η μετάθεση της ημερομηνίας λύσεως της σχέσεως εργασίας προϋποθέτει την πραγματική σύναψη συμφωνίας ενόσω διαρκεί η εν λόγω σχέση εργασίας, προβλέπουσας ότι η υφιστάμενη σχέση εργασίας συνεχίζεται χωρίς καμία διακοπή και δυνάμει της οποίας οι συμβατικοί όροι δεν υφίστανται καμία τροποποίηση για τον υπόλοιπο χρόνο. Οι περιορισμοί αυτοί παρέχουν στον συγκεκριμένο εργαζόμενο τη διασφάλιση της διατηρήσεως των αρχικών συμβατικών όρων, ενώ ταυτόχρονα ο εργαζόμενος διατηρεί και το δικαίωμα να λάβει σύνταξη γήρατος.

57      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο και δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει στους συμβαλλομένους σε σύμβαση εργασίας τη δυνατότητα να μεταθέσουν, με κοινή συμφωνία, ενόσω διαρκεί η σχέση εργασίας, χωρίς χρονικό περιορισμό ή άλλη προϋπόθεση και, ενδεχομένως, για περισσότερες από μία φορές, τη συμφωνηθείσα ημερομηνία λύσεως η οποία συνδέεται με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, για τον λόγο και μόνον ότι ο εργαζόμενος, με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, δικαιούται σύνταξη γήρατος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη μετάθεση της ημερομηνίας παύσεως της δραστηριότητας των εργαζομένων που έχουν συμπληρώσει την προβλεπόμενη από τον νόμο ηλικία συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος από τη συναίνεση του εργοδότη η οποία δίδεται για ορισμένο χρόνο.

2)      Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει στους συμβαλλομένους σε σύμβαση εργασίας τη δυνατότητα να μεταθέσουν, με κοινή συμφωνία, ενόσω διαρκεί η σχέση εργασίας, χωρίς χρονικό περιορισμό ή άλλη προϋπόθεση και, ενδεχομένως, για περισσότερες από μία φορές, τη συμφωνηθείσα ημερομηνία λύσεως η οποία συνδέεται με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, για τον λόγο και μόνον ότι ο εργαζόμενος, με τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, δικαιούται σύνταξη γήρατος.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.