Language of document : ECLI:EU:F:2009:22

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 10ης Μαρτίου 2009

Υπόθεση F-106/07

Σταύρος Γιαπράκης

κατά

Επιτροπής των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αποδοχές – Μεταφορά μέρους των αποδοχών εκτός του κράτους τοποθετήσεως του υπαλλήλου – Άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του παραρτήματος VII του προϊσχύσαντος ΚΥΚ – Λογαριασμός στεγαστικού ταμιευτηρίου – Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων – Προϋποθέσεις – Παράτυπες μεταφορές – Πρόδηλος χαρακτήρας της παρατυπίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο Σ. Γιαπράκης ζητεί, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής των Περιφερειών, της 21ης Νοεμβρίου 2006, με την οποία του ζητήθηκε να επιστρέψει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα ποσά που του καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή επί του μέρους των αποδοχών του το οποίο μετέφερε στη Γαλλία μεταξύ Απριλίου 2004 και Ιουνίου 2005, ύψους 1 246,06 ευρώ, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή των Περιφερειών να του επιστρέψει το ποσό των 1 246,06 ευρώ που παρακρατήθηκε από τις αποδοχές του και, τέλος, να του καταβάλει η Επιτροπή ποσό 1 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προξένησε η προαναφερθείσα απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2006.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής των Περιφερειών, της 21ης Νοεμβρίου 2006, περί επιστροφής των ποσών που προκύπτουν από την εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή επί του μέρους των αποδοχών του προσφεύγοντος-ενάγοντος το οποίο μετέφερε στη Γαλλία από τον Απρίλιο 2004 ως τον Ιούνιο 2005 ύψους 1 246,06 ευρώ, ακυρώνεται. Η Επιτροπή των Περιφερειών υποχρεώνεται να επιστρέψει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 1 246,06 ευρώ συν τους τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία της επιστροφής και ως την πλήρη αποπληρωμή, βάσει του ισχύοντος κατά την επίμαχη περίοδο σταθερού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις βασικές συναλλαγές αναχρηματοδότησης αυξημένου κατά δύο μονάδες. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή των Περιφερειών καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Υπηρεσιακό σημείωμα που ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για την πρόθεση της Διοικήσεως να αναζητήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα λόγω μη παροχής από αυτόν ικανοποιητικής εξήγησης ή μη προσκομίσεως συμπληρωματικών δικαιολογητικών εγγράφων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Προϋποθέσεις – Προδήλως παράτυπη κατάθεση – Γνώση του ενδιαφερομένου – Μεταφορά μέρους των αποδοχών του υπαλλήλου εκτός του κράτους υπηρεσιακής τοποθετήσεώς του για την πίστωση λογαριασμού στεγαστικού ταμιευτηρίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85· παράρτημα VII, άρθρο 17 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη υπάλληλος λόγω της παράνομης αναζητήσεως ποσού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

1.      Υπηρεσιακό σημείωμα με το οποίο η Διοίκηση ενημερώνει τον υπάλληλο για την πρόθεσή της να αναζητήσει αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, για τον λόγο ότι ο υπάλληλος παρέλειψε να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση ή να προσκομίσει συμπληρωματικά δικαιολογητικά έγγραφα, και το οποίο δεν προσδιορίζει ούτε το ποσό της ενδεχόμενης αναζητήσεως ούτε τον τρόπο της επιστροφής, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βλαπτική για τον υπάλληλο πράξη, καθόσον δεν θίγει άμεσα ή έμμεσα τα συμφέροντά του μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, ούτε αποτελεί οριστική θέση της Διοικήσεως. Επιπλέον, ένα τέτοιο σημείωμα ουδόλως παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να εκτιμήσει εάν είναι σκόπιμο να το αμφισβητήσει υποβάλλοντας διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ).

(βλ. σκέψεις 45 και 46)

2.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 85 του ΚΥΚ, η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων εξαρτάται από τη σωρευτική συνδρομή δύο προϋποθέσεων, εκ των οποίων η πρώτη συνίσταται στην παράτυπη κατάθεση του ποσού το οποίο αναζητεί η Διοίκηση και η δεύτερη στη γνώση της παρατυπίας αυτής από τον ενδιαφερόμενο ή στη διαπίστωση ότι η εν λόγω παρατυπία ήταν τόσο πρόδηλη ώστε ο υπάλληλος δεν ήταν δυνατό να μην τελεί εν γνώσει της.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, όπως είχε πριν αρχίσει να ισχύει ο κανονισμός 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, το οποίο παρέχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να μεταφέρει μέρος των αποδοχών του εκτός του κράτους υπηρεσιακής τοποθετήσεώς του, προκειμένου να καλύπτει έξοδα που απορρέουν ιδίως από τακτικές και αποδεδειγμένες υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει εκτός του κράτους όπου εδρεύει το όργανο στο οποίο υπηρετεί ή εκτός του κράτους όπου ασκεί τα καθήκοντά του, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση στην οποία η μεταφορά προορίζεται για την πίστωση λογαριασμού στεγαστικού ταμιευτηρίου που αναγνωρίζεται ως τέτοιος από τη νομοθεσία κράτους μέλους, ο παράτυπος χαρακτήρας μιας τέτοιας καταθέσεως δεν είναι τόσο πρόδηλος ώστε ο εν λόγω υπάλληλος να τον γνωρίζει οπωσδήποτε, ιδίως όταν η διατύπωση των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων δεν παρέχει τη δυνατότητα να δοθεί σαφής και αδιαμφισβήτητη απάντηση στο κατά πόσον έχει εφαρμογή η διάταξη αυτή σε μια τέτοια μεταφορά, και όταν η συμπεριφορά των αρμόδιων υπηρεσιών έχει δημιουργήσει στον ενδιαφερόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι οι υπηρεσίες αυτές διέκειντο ευνοϊκά προς την εφαρμογή αυτή.

(βλ. σκέψεις 58, 68, 69, 72 και 74)

3.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, που έχει πλήρη δικαιοδοσία σε υποθέσεις χρηματικών αποζημιώσεων, είναι αρμόδιο να διατάξει, προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας, την επιστροφή στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ποσού αχρεωστήτως αναζητηθέντος από τη Διοίκηση, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία της επιστροφής ως την πλήρη αποπληρωμή του.

(βλ. σκέψεις 81 και 82)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 18 Σεπτεμβρίου 2002, T‑29/01, Puente Martín κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑157 και II‑833, σκέψη 88· 9 Ιουλίου 2003, T‑22/01, Ευθυμίου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑177 και II‑891, σκέψη 45

ΔΔΔ: 16 Ιανουαρίου 2007, F‑126/05, Borbély κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 73