Language of document : ECLI:EU:T:2022:586

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 28ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με την έρευνα κατά του πρώην πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας για κατάχρηση κονδυλίων της ΕΕ και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων – Άρνηση παροχής πρόσβασης – Εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Μερική απώλεια του εννόμου συμφέροντος – Μερική κατάργηση της δίκης – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑174/21,

Agrofert, a.s., με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία), εκπροσωπούμενη από τη S. Sobolová, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους N. Görlitz και J.‑C. Puffer και από την O. Hrstková Šolcová,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Ehrbar, M. Salyková και από τον J. Hradil,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τον G. De Baere (εισηγητή), πρόεδρο, και από τις G. Steinfatt και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζήτησης εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή της, η προσφεύγουσα, ήτοι η Agrofert, a.s., ζητεί την ακύρωση της απόφασης A(2019) 8551 C (D 300153) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση σε δύο έγγραφα σχετικά με την έρευνα κατά του πρώην πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας για κατάχρηση κονδυλίων της ΕΕ και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι τσεχική εταιρία συμμετοχών η οποία ελέγχει περισσότερες από 230 εταιρίες δραστηριοποιούμενες σε διαφόρους τομείς της οικονομίας, όπως η γεωργία, η παραγωγή τροφίμων, η χημική βιομηχανία ή τα μέσα ενημέρωσης. Είχε συσταθεί από τον Andrej Babiš, ο οποίος το 2017 αναδείχθηκε πρωθυπουργός της Τσεχικής Δημοκρατίας, αξίωμα στο οποίο παρέμεινε έως τον Δεκέμβριο του 2021.

3        Με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2020, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Κοινοβούλιο αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

4        Με την αίτησή της, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι στο ψήφισμα 2019/2987(RSP) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2020, με αντικείμενο την επανέναρξη της έρευνας σχετικά με τις κατηγορίες εις βάρος του πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας για κατάχρηση κονδυλίων της ΕΕ και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων (ΕΕ 2021, C 362, σ. 37, στο εξής: ψήφισμα) αναφερόταν ότι ο A. Babiš εξακολουθούσε να ελέγχει τον όμιλο Agrofert μετά τον διορισμό του ως πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας. Θεωρώντας την αναφορά αυτή ανακριβή, η προσφεύγουσα ζήτησε να πληροφορηθεί βάσει ποιων πληροφοριών εξέδωσε το Κοινοβούλιο το προαναφερθέν ψήφισμα, καθώς και τις πηγές των εν λόγω πληροφοριών, εξαιρουμένης της έκθεσης σχετικά με τη διερευνητική αποστολή της επιτροπής ελέγχου του προϋπολογισμού (CONT) του Κοινοβουλίου στην Τσεχική Δημοκρατία, 26-28 Φεβρουαρίου 2020 (στο εξής: έκθεση σχετικά με τη διερευνητική αποστολή), η οποία περιείχε την ίδια αναφορά. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα ζήτησε πρόσβαση, πρώτον, σε όλα τα έγγραφα που είχε συλλέξει ή χρησιμοποιήσει η επιτροπή ελέγχου του προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου προς στήριξη της διαπίστωσης ότι ο πρωθυπουργός της Τσεχικής Δημοκρατίας, ήτοι ο A. Babiš, εξακολουθούσε να ελέγχει τον όμιλο Agrofert, καθώς και άλλων διαπιστώσεων της έκθεσης σχετικά με τη διερευνητική αποστολή που αφορούσαν την προσφεύγουσα ή τον όμιλο Agrofert, δεύτερον, σε όλα τα έγγραφα που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την κατάρτιση της πρότασης ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 15ης Ιουνίου 2020 με αντικείμενο την επανέναρξη της έρευνας σχετικά με τις κατηγορίες εις βάρος του πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας για κατάχρηση κονδυλίων της ΕΕ και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων και, τρίτον, σε όλα τα έγγραφα που είχαν χορηγηθεί σε μέλη ή πολιτικές ομάδες του Κοινοβουλίου ή είχαν ζητηθεί από αυτά σε σχέση με το ψήφισμα ή την πρόταση ψηφίσματος.

5        Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2020, το Κοινοβούλιο απάντησε στην αίτηση της προσφεύγουσας. Αφενός, προσδιόρισε σειρά εγγράφων που αντιστοιχούσαν στην αίτηση αυτή και ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι ορισμένα εξ αυτών ήταν διαθέσιμα στο κοινό. Αφετέρου, το Κοινοβούλιο αρνήθηκε, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση σε δύο έγγραφα (στο εξής: ζητηθέντα έγγραφα), ήτοι, πρώτον, στην επιστολή του Επιτρόπου G. Oettinger προς τον πρωθυπουργό της Τσεχικής Δημοκρατίας, της 29ης Νοεμβρίου 2018, με στοιχεία αναφοράς ARES (2018) 6120850 (στο εξής: επιστολή της Επιτροπής) και, δεύτερον, στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2019, με στοιχεία αναφοράς ARES (2019) 7370050, η οποία αφορούσε τον έλεγχο της λειτουργίας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου που είχαν θεσπιστεί στην Τσεχική Δημοκρατία για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων σύμφωνα με τα άρθρα 72 έως 75 και 125 του κανονισμού (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 320, και διορθωτικά ΕΕ 2016, L 200, σ. 140, και ΕΕ 2019, L 66, σ. 6). (στο εξής: τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου).

6        Με έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2020, το οποίο πρωτοκολλήθηκε από το Κοινοβούλιο στις 28 Οκτωβρίου 2020, η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση με την οποία ζητούσε από το Κοινοβούλιο να αναθεωρήσει τη θέση του. Κατά την άποψή της, η επεξεργασία της αρχικής αίτησής της δεν ήταν σύμφωνη με τον κανονισμό 1049/2001. Η προσφεύγουσα υποστήριξε, αφενός, ότι ο κατάλογος εγγράφων που είχε προσδιορίσει το Κοινοβούλιο ήταν ελλιπής και, αφετέρου, ότι η άρνηση πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα ήταν αναιτιολόγητη.

7        Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Κοινοβούλιο ανέφερε κατ’ αρχάς ότι τα προσδιορισθέντα με την απόφασή του της 14ης Σεπτεμβρίου 2020 έγγραφα αποτελούσαν το σύνολο των υπό την κατοχή του εγγράφων που αντιστοιχούσαν στην αίτηση της προσφεύγουσας. Στη συνέχεια, το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε την άρνησή του να παράσχει πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου.

8        Το Κοινοβούλιο υπενθύμισε ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή ήταν ο συντάκτης των ζητηθέντων εγγράφων, όφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, να διαβουλευθεί μαζί της προκειμένου να λάβει τη γνώμη της όσον αφορά ενδεχόμενη δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή ενημέρωσε το Κοινοβούλιο ότι η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα έθιγε τις εν εξελίξει έρευνες και τους οικονομικούς ελέγχους σχετικά με τα ζητήματα που εγείρονται στο ψήφισμα και θα υπονόμευε την ακεραιότητα των πορισμάτων τους.

9        Το Κοινοβούλιο έκρινε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα είχαν καταρτιστεί από την Επιτροπή στο πλαίσιο εν εξελίξει έρευνας η οποία αφορούσε ενδεχόμενη παράβαση από την Τσεχική Δημοκρατία του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων και ότι η δημοσιοποίησή τους θα υπονόμευε τον σκοπό της εν λόγω έρευνας.

10      Αφενός, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι σκοπός των ερευνών της Επιτροπής σε σχέση με ενδεχόμενες παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης είναι να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο αυτό και να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του άμυνας έναντι των αιτιάσεων της Επιτροπής. Διατύπωσε την εκτίμηση ότι το οικείο κράτος μέλος μπορούσε ευλόγως να αναμένει από την Επιτροπή να τηρήσει την εμπιστευτικότητα, καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, θα ήταν ενδεχομένως ακόμη πιο δύσκολη η έναρξη διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους αυτού με σκοπό την παύση της φερόμενης παράβασης προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης και να αποφευχθεί η προσφυγή σε δικαστικές διαδικασίες. Επιπλέον, σημείωσε ότι η εμπιστευτικότητα δικαιολογούσε την άρνηση πρόσβασης σε έγγραφα σχετικά με έρευνες της Επιτροπής οι οποίες θα μπορούσαν, αναλόγως της περιπτώσεως, να οδηγήσουν στην κίνηση διαδικασίας για παράβαση του δικαίου της Ένωσης.

11      Αφετέρου, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι, όπως αναφερόταν στο ψήφισμα, οι ερευνητές και οι υποκείμενοι σε έρευνα φαίνεται ότι δέχονταν απειλές. Διατύπωσε δε την εκτίμηση ότι η πρόωρη δημοσίευση των ζητηθέντων εγγράφων θα είχε, ως εκ τούτου, αρνητικό αντίκτυπο στο επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των ερευνητών και των υποκειμένων σε έρευνα, οι οποίοι θα εκτίθεντο σε πρόσθετες πιέσεις από τρίτους, και θα έθετε σε κίνδυνο την ικανότητα της Επιτροπής να διεξαγάγει την έρευνά της όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.  Επιπλέον, θα διακυβευόταν και η ποιότητα των πληροφοριών που μπορούσαν να συλλέξουν οι ερευνητές.

12      Για τους λόγους αυτούς, το Κοινοβούλιο έκρινε ότι η πρόσβαση του κοινού στα ζητηθέντα έγγραφα θα υπονόμευε τον σκοπό της έρευνας της Επιτροπής.

13      Τέλος, σημείωσε ότι τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, τα οποία επικαλέστηκε η τελευταία με την επιβεβαιωτική αίτησή της, συνιστούσαν ιδιωτικό και όχι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί εν προκειμένω η ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος για την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα κατισχύοντος του συμφέροντος για την προστασία του σκοπού της έρευνας της Επιτροπής.

 Επί των μεταγενέστερων της άσκησης της υπό κρίση προσφυγής πραγματικών περιστατικών

14      Στις 23 Απριλίου 2021, η Επιτροπή δημοσίευσε στον ιστότοπό της την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου κατόπιν απαλείψεως των στοιχείων σχετικά με την εσωτερική λειτουργία των καταπιστευματικών ταμείων AB Private Trust I και AB Private Trust II, καθώς και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των οικείων φυσικών προσώπων.

15      Στον ιστότοπό της, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«Μετά την έκδοση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου έχει σημειωθεί πρόοδος όσον αφορά την αποσαφήνιση ορισμένων από τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου […], την ορθή εφαρμογή ορισμένων από τις συστάσεις του ελέγχου […] ή τη μερική εφαρμογή άλλων. Επιπλέον, οι τσεχικές αρχές επέφεραν ορισμένες βελτιώσεις στο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου με σκοπό τον περιορισμό πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων όσον αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους.

Λαμβανομένων υπόψη των προληπτικών μέτρων που, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, έλαβαν οι αρχές του προγράμματος, ουδεμία δαπάνη δηλώθηκε για τις πράξεις στις οποίες αναφέρονταν τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου, τα δε κονδύλια της Ένωσης εξακολουθούν να προστατεύονται έναντι των κινδύνων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου.

‟Disclaimer”: Κατ’ αρχήν, η Επιτροπή δεν δημοσιεύει τις εκθέσεις οικονομικού ελέγχου ούτε τα σχετικά με αυτές στοιχεία, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, όπως όταν η διαφάνεια των πληροφοριών παρουσιάζει ιδιαίτερο δημόσιο ενδιαφέρον. Η παρούσα τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δημοσιεύεται λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων σχετικά με την προστασία ορισμένων πληροφοριών, όπως είναι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή τα εμπορικά απόρρητα, σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001.»

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

17      Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άρνηση παροχής πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι το Κοινοβούλιο δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογούσε τη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων.

 Επί του αιτήματος αφαίρεσης από τη δικογραφία διαφόρων εγγράφων συνημμένων στο δικόγραφο της προσφυγής

19      Η Επιτροπή ζητεί να αφαιρεθούν από τη δικογραφία τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α.10 έως Α.12 του δικογράφου της προσφυγής. Πρόκειται για το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου της 20ής Μαΐου 2019, την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου και το έγγραφο παρακολούθησης του οικονομικού ελέγχου της 22ας Οκτωβρίου 2020 (στο εξής: έγγραφο παρακολούθησης), έγγραφα των οποίων, όπως αναφέρει η Επιτροπή, δεν επέτρεψε την πλήρη δημοσιοποίηση.

20      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι θυγατρικές της προσφεύγουσας είχαν πρόσβαση σε τμήμα του εγγράφου παρακολούθησης για τους σκοπούς εθνικής διοικητικής διαδικασίας σχετικά με τη χορήγηση επιδοτήσεων. Η Επιτροπή αναφέρει ότι, κατόπιν αιτήματος του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), επέτρεψε, στις 4 Φεβρουαρίου 2021, σε μία από τις εταιρίες του ομίλου Agrofert, να αποκτήσει πρόσβαση στο σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου και στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, μόνον όμως για τους σκοπούς της εθνικής δικαστικής διαδικασίας. Υπογραμμίζει ότι, στις 23 Απριλίου 2021, δημοσίευσε την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου κατόπιν απαλείψεως των στοιχείων σχετικά με την εσωτερική λειτουργία των καταπιστευματικών ταμείων AB Private Trust I και AB Private Trust II, καθώς και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των οικείων φυσικών προσώπων.

21      Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι η διατήρηση των τριών αυτών εγγράφων στη δικογραφία της υπό κρίση υπόθεσης θα επέτρεπε στην προσφεύγουσα να καταστρατηγήσει, αφενός, την υποχρέωση εμπιστευτικότητας που, στο πλαίσιο της καλόπιστης συνεργασίας, είχε η ίδια η Επιτροπή επιβάλει κατά την κοινοποίηση των εν λόγω εγγράφων και, αφετέρου, τη διαδικασία αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001.

22      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α.10 έως Α.12 του δικογράφου της προσφυγής είναι εκείνα που είχαν δημοσιευθεί στα τσεχικά μέσα ενημέρωσης και εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται, συνεπώς, για έγγραφα τα οποία η Επιτροπή είχε κοινοποιήσει υπό καθεστώς εμπιστευτικότητας στην προσφεύγουσα ή σε κάποια από τις θυγατρικές της, οι οποίες επίσης προσκόμισαν την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, όπως αυτή είχε δημοσιευθεί στον Τύπο, στο πλαίσιο των προσφυγών τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς υποθέσεων T‑101/21 και T‑213/21.

23      Υπενθυμίζεται ότι στο δίκαιο της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων από την οποία απορρέει ότι το παραδεκτό ενός αποδεικτικού στοιχείου που προσκομίστηκε εγκαίρως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης παρά μόνο βάσει του γεγονότος ότι το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο αποκτήθηκε παρατύπως (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, Ελεγκτικό Συνέδριο κατά Pinxten, C‑130/19, EU:C:2021:782, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ούτε ο τυχόν εμπιστευτικός χαρακτήρας των επίμαχων εγγράφων ούτε το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά ενδεχομένως αποκτήθηκαν παρατύπως εμποδίζει τη διατήρησή τους στη δικογραφία. Πράγματι, δεν υπάρχει διάταξη που να απαγορεύει ρητώς να λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν παρανόμως (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, QB κατά ΕΚΤ, T‑827/16, EU:T:2018:756, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή ουδέποτε επέτρεψε τη δημοσιοποίηση του πλήρους κειμένου των εγγράφων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α.10 έως Α.12 του δικογράφου της προσφυγής.

26      Πρώτον, καθόσον τα έγγραφα αυτά είναι εκείνα που είχαν δημοσιευθεί από τον τσεχικό Τύπο στο διαδίκτυο, ουδόλως έχει αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα τα απέκτησε παρανόμως. Ως εκ τούτου, δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα τα προσκόμισε κατά παράβαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας για τον λόγο ότι τα έγγραφα αυτά της είχαν κοινοποιηθεί στο πλαίσιο εθνικής δικαστικής διαδικασίας.

27      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των επίμαχων εγγράφων παραβιάσθηκε, εν πάση περιπτώσει, εξαιτίας αυτής της δημοσίευσης στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα η κατάθεσή τους στον φάκελο της δικογραφίας της υπό κρίση υπόθεσης να μη θίγει περαιτέρω τον εν λόγω χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2015, Dalli κατά Επιτροπής, T‑562/12, EU:T:2015:270, σκέψη 50).

28      Δεύτερον, η Επιτροπή, προς στήριξη της θέσης της ότι η διατήρηση των εγγράφων αυτών στη δικογραφία της υπό κρίση υπόθεσης συνιστά καταστρατήγηση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1049/2001 διαδικασίας αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα, παραπέμπει απλώς στη διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου (C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438, σκέψη 14), στην απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας (C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 68), και στη διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Wagenknecht κατά Επιτροπής (T‑350/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:635, σκέψη 19).

29      Ωστόσο, κατά τη νομολογία την οποία επικαλείται η Επιτροπή, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο έχουν αποφανθεί ότι ο προσφεύγων, με τη διά της προσφυγής του επίκληση και προσκόμιση νομικής γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας θεσμικού οργάνου της Ένωσης, η οποία περιλαμβάνει νομική εκτίμηση επί κρίσιμων νομικών ζητημάτων σε σχέση με το αντικείμενο της προσφυγής, επιδιώκει να αντιτάξει στο όργανο αυτό την εν λόγω νομική γνωμοδότηση στο πλαίσιο της δίκης. Τόσο το Δικαστήριο όσο και το Γενικό Δικαστήριο έχουν κρίνει ότι εάν επιτρεπόταν η διατήρηση της νομικής αυτής γνωμοδότησης στη δικογραφία, χωρίς η Επιτροπή να έχει επιτρέψει τη δημοσιοποίησή της, τούτο θα σήμαινε ότι ο προσφεύγων μπορεί να παρακάμψει την προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1049/2001 διαδικασία αίτησης πρόσβασης σε ένα τέτοιο έγγραφο.

30      Αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 28 ανωτέρω αφορούσαν την προσκόμιση, στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας θεσμικού οργάνου της Ένωσης, ήτοι εγγράφου προοριζόμενου για εσωτερική χρήση. Αφετέρου, στις εν λόγω αποφάσεις, η αιτιολόγηση της άρνησης κατάθεσης του εγγράφου στη δικογραφία ερειδόταν στο γεγονός ότι το οικείο θεσμικό όργανο θα υποχρεωνόταν, κατά την εκδίκαση της προσφυγής, να τοποθετηθεί δημόσια επί του περιεχομένου του επίμαχου εγγράφου, όπερ θα μπορούσε να θίξει το συμφέρον των θεσμικών οργάνων να ζητούν νομική συμβουλή και να λαμβάνουν ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις νομικές γνωμοδοτήσεις.

31      Διαπιστώνεται ότι η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

32      Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α.10 έως Α.12 του δικογράφου της προσφυγής δεν είναι εσωτερικά έγγραφα του Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής. Εξάλλου, δεδομένου ότι το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αφορά τη νομιμότητα της απόφασης του Κοινοβουλίου με την οποία το εν λόγω όργανο αρνείται την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, δεν πρόκειται εν προκειμένω να ζητηθεί από το Κοινοβούλιο ή την Επιτροπή να λάβουν θέση επί του περιεχομένου των εγγράφων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α.10 έως Α.12 του δικογράφου της προσφυγής, ήτοι επί του διενεργηθέντος από την τελευταία οικονομικού ελέγχου ή επί της ύπαρξης συγκρούσεων συμφερόντων στην Τσεχική Δημοκρατία.

33      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να αφαιρεθούν από τη δικογραφία τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα ως παραρτήματα Α.10 έως Α.12 του δικογράφου της προσφυγής.

 Επί της μερικής απώλειας του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας

34      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι διατηρεί έννομο συμφέρον ακόμη και μετά τη μερική δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, καθόσον το γεγονός αυτό δεν είναι κρίσιμο ως προς το εάν το Κοινοβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση συμφώνως προς τους εφαρμοστέους κανόνες. Κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το οικείο θεσμικό όργανο έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του να παράσχει πρόσβαση σε έγγραφο απλώς και μόνο για τον λόγο ότι το επίμαχο έγγραφο έχει δημοσιοποιηθεί από τρίτον. Η προσφεύγουσα επισημαίνει, επίσης, ότι η Επιτροπή δημοσίευσε μέρος μόνον της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου και όχι το πλήρες κείμενό της.

35      Το Κοινοβούλιο σημειώνει ότι, μετά τη δημοσίευση από την Επιτροπή της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, τίθεται το ζήτημα εάν η προσφεύγουσα εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον κατά το μέρος που η προσφυγή της ακυρώσεως αφορά την άρνηση πρόσβασης στην έκθεση αυτή, και αναφέρει ότι υποβάλλει το ερώτημα αυτό στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Προσθέτει δε ότι η νομολογία την οποία μνημονεύει η προσφεύγουσα δεν είναι κρίσιμη καθόσον, εν προκειμένω, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δημοσιεύθηκε από τον συντάκτη της, ήτοι την Επιτροπή.

36      Η Επιτροπή προβάλλει ότι η μερική δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου συνάδει προς τους σκοπούς του κανονισμού 1049/2001 και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής όσον αφορά την έκθεση αυτή.

37      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον κατά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ήτοι στις 31 Μαρτίου 2021.

38      Ωστόσο, μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, στις 23 Απριλίου 2021, η Επιτροπή δημοσίευσε στον ιστότοπό της την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου κατόπιν απαλείψεως των στοιχείων που αφορούσαν την εσωτερική λειτουργία των καταπιστευματικών ταμείων AB Private Trust I και AB Private Trust II, καθώς και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των οικείων φυσικών προσώπων.

39      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησής της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Το αντικείμενο αυτό της διαφοράς πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, άλλως παρέλκει η έκδοση απόφασης, στοιχείο το οποίο προϋποθέτει ότι η προσφυγή πρέπει να μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2020, Izba Gospodarcza Producentów i Operatorów Urządzeń Rozrywkowych κατά Επιτροπής, C‑560/18 P, EU:C:2020:330, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C‑761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δημοσιοποιήθηκε από την Επιτροπή κατόπιν απαλείψεως ορισμένων στοιχείων, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανακλήθηκε τυπικώς από το Κοινοβούλιο, οπότε η διαφορά, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, διατήρησε το αντικείμενό της (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C‑761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εξαιτίας αυτής της δημοσίευσης, η προσφεύγουσα απώλεσε το έννομο συμφέρον της να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης του Κοινοβουλίου με την οποία απoρρίφθηκε, δυνάμει της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η αίτησή της για πρόσβαση στο έγγραφο αυτό.

42      Πράγματι, με τη δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου στο διαδίκτυο, η Επιτροπή επέτρεψε την πρόσβαση του κοινού στο συγκεκριμένο έγγραφο.

43      Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 1049/2001, ο κανονισμός αυτός εντάσσεται στο πλαίσιο της βουλήσεως δημιουργίας μιας ένωσης στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Όπως υπενθυμίζει η αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων συνδέεται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των οργάνων αυτών (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι να κατοχυρώσει το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού εν γένει στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων και όχι να θεσπίσει κανόνες για την προστασία του ειδικού συμφέροντος ενός εκάστου προσώπου να έχει πρόσβαση σε αυτά (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 43).

44      Τούτο, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, και από το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και από τον τίτλο και τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 11 του οικείου κανονισμού. Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές, διασφαλίζεται συγκεκριμένα το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων για κάθε πολίτη της Ενώσεως και για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος χωρίς διάκριση, ενώ με τη δεύτερη διάταξη διευκρινίζεται, συναφώς, ότι ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτησή του. Η τρίτη από τις διατάξεις αυτές προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα παρέχουν όσο το δυνατόν ευρύτερη και «άμεση» πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, με ηλεκτρονική μορφή ή μέσω μητρώου. Από τον τίτλο του ίδιου κανονισμού, καθώς και από τις αιτιολογικές του σκέψεις 4 και 11, προκύπτει ομοίως ότι σκοπός του προαναφερθέντος κανονισμού είναι να επιτρέψει την πρόσβαση του «κοινού» στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 44).

45      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων έχει «[κ]άθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος». Συνεπώς, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη διασφάλιση της πρόσβασης όλων στα δημόσια έγγραφα και όχι μόνον της πρόσβασης του αιτούντος σε έγγραφα που τον αφορούν (αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 136, και της 12ης Μαΐου 2015, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T‑480/11, EU:T:2015:272, σκέψη 74).

46      Κατά συνέπεια, μετά τη δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, η άρνηση του Κοινοβουλίου να παράσχει πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν παράγει πλέον κανένα αποτέλεσμα διότι ο συντάκτης του εγγράφου, ήτοι η Επιτροπή, αποφάσισε να επιτρέψει την πρόσβαση του κοινού σε αυτό.

47      Διαπιστώνεται ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που το Κοινοβούλιο αρνήθηκε την πρόσβαση στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, το θεσμικό αυτό όργανο, με νέα απόφασή του επί της αίτησης πρόσβασης της προσφεύγουσας, δεν θα μπορούσε παρά να διαπιστώσει ότι το έγγραφο αυτό έχει καταστεί δημόσιο συνεπεία της δημοσίευσής του από την Επιτροπή. Ωστόσο, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που απορρίπτει το αίτημα πρόσβασης στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν θα είχε καμία επιπλέον συνέπεια σε σχέση με τη δημοσιοποίηση του εγγράφου και δεν θα ωφελούσε την προσφεύγουσα.

48      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν δημοσίευσε το πλήρες κείμενο της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

49      Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι η αίτηση πρόσβασης σε έγγραφο βάσει του κανονισμού 1049/2001 αποσκοπεί στην παροχή πρόσβασης του κοινού σε συγκεκριμένο έγγραφο και μπορεί να έχει ως συνέπεια μόνον τη δημοσιοποίηση του μη εμπιστευτικού κειμένου του εγγράφου αυτού.

50      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή, κατά τη δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου στον ιστότοπό της, δήλωσε ότι «[η] παρούσα τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δημοσιεύεται λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων σχετικά με την προστασία ορισμένων πληροφοριών, όπως είναι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή τα εμπορικά απόρρητα, σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001».

51      Κατά συνέπεια, η απόφαση της Επιτροπής να μην παράσχει στο κοινό πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία της τελικής έκθεσης ελέγχου δεν στηρίχθηκε στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου.

52      Ως εκ τούτου, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που το Κοινοβούλιο αρνείται την πρόσβαση στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την παροχή πρόσβασης στα προαναφερθέντα στοιχεία της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι ο συντάκτης της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, δεν μπορεί να προβεί σε δημοσιοποίηση ευρύτερη από αυτήν που επέτρεψε η Επιτροπή, η οποία είναι ο συντάκτης του εγγράφου.

53      Επομένως, λόγω της δημοσίευσης της τελικής έκθεσης ελέγχου, η προσφεύγουσα έχει αποκομίσει το μόνον όφελος που θα μπορούσε να της προσπορίσει η προσφυγή της κατά της άρνησης πρόσβασης στο έγγραφο αυτό βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

54      Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί, προκειμένου να αποδείξει ότι διατηρεί έννομο συμφέρον για την ακύρωση της απόφασης περί μη παροχής πρόσβασης στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, να επικαλεστεί λυσιτελώς τη σκέψη 45 της απόφασης της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου (C‑761/18 P, EU:C:2021:52), σύμφωνα με την οποία «δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το οικείο θεσμικό όργανο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του περί παροχής προσβάσεως σε έγγραφο απλώς και μόνον επειδή το έγγραφο αυτό δημοσιοποιήθηκε από τρίτον και ο αιτών έλαβε γνώση αυτού».

55      Πράγματι, η συγκεκριμένη νομολογία δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή, καθόσον η δημοσιοποίηση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου απορρέει από τη δημοσίευσή της στο διαδίκτυο εκ μέρους της Επιτροπής, ήτοι του θεσμικού οργάνου που τη συνέταξε.

56      Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επέλεξε να ζητήσει πρόσβαση στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου από το Κοινοβούλιο και όχι από το θεσμικό όργανο που τη συνέταξε δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση του εγγράφου αυτού από την Επιτροπή συνιστά δημοσιοποίηση από «τρίτον».

57      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 46 της απόφασης της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου (C‑761/18 P, EU:C:2021:52), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, ο Δικαστήριο έκρινε ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση κατά την οποία το θεσμικό όργανο δημοσιοποίησε το ίδιο ένα έγγραφο, παρέχοντας ως εκ τούτου στον αιτούντα τη δυνατότητα να λάβει γνώση του εγγράφου και να κάνει χρήση του κατά τρόπο νόμιμο, όντας, συγχρόνως, βέβαιος για την πληρότητα και την ακεραιότητα του εν λόγω εγγράφου, ένα έγγραφο το οποίο έχει δημοσιοποιηθεί από τρίτον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επίσημο έγγραφο ή ότι εκφράζει την επίσημη θέση θεσμικού οργάνου, ελλείψει σαφούς εγκρίσεως εκ μέρους του θεσμικού οργάνου ότι αυτό το οποίο αποκτήθηκε προέρχεται όντως από το θεσμικό όργανο και εκφράζει την επίσημη θέση του.

58      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση στην οποία η προσφεύγουσα απέκτησε μόνον πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο που δημοσιοποιήθηκε από τρίτον και στην οποία το Κοινοβούλιο εξακολουθεί να της αρνείται την πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα πρόσβαση, κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001, στο τελευταίο αυτό έγγραφο, ούτε, επομένως, ότι αυτή απώλεσε το έννομο συμφέρον της να ζητήσει την ακύρωση της επίδικης απόφασης, απλώς και μόνο λόγω της ως άνω δημοσιοποίησης. Αντιθέτως, σε μια τέτοια περίπτωση, η προσφεύγουσα διατηρεί πραγματικό έννομο συμφέρον να αποκτήσει πρόσβαση σε επικυρωμένο αντίγραφο του ζητηθέντος εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού, το οποίο να διασφαλίζει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο είναι ο συντάκτης του εγγράφου και ότι το εν λόγω έγγραφο εκφράζει την επίσημη θέση του (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C‑761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 48).

59      Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω. Η δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου από την Επιτροπή, η οποία είναι ο συντάκτης της, διασφαλίζει ότι η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση σε επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου.

60      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που το Κοινοβούλιο αρνείται την πρόσβαση στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, παρέλκει η απόφανση επί του αιτήματος αυτού.

61      Όπως προκύπτει, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να εκληφθεί ως αίτημα μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης απόφασης, κατά το μέρος που το Κοινοβούλιο αρνείται να επιτρέψει στην προσφεύγουσα την πρόσβαση στην επιστολή της Επιτροπής.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άρνηση παροχής πρόσβασης στην επιστολή της Επιτροπής

62      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να θεμελιώσει την άρνησή του να παράσχει πρόσβαση στην επιστολή της Επιτροπής στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 με την αιτιολογία ότι η δημοσιοποίησή της θα υπονόμευε τον σκοπό της εν εξελίξει έρευνας, καθόσον, πρώτον, ο οικονομικός έλεγχος είχε ήδη επιτύχει τον σκοπό του και, δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι η δημοσιοποίηση της επιστολής θα μπορούσε να θίξει την έρευνα αυτή.

63      Υπενθυμίζεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι η διαφάνεια προσδίδει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα έναντι των πολιτών της Ένωσης σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι σκοπός του τελευταίου είναι να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα της ευρύτερης δυνατής πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Από το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο θεσπίζει συναφώς καθεστώς εξαιρέσεων, προκύπτει επίσης ότι το ανωτέρω δικαίωμα πρόσβασης υπόκειται εντούτοις σε ορισμένους περιορισμούς, για λόγους δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος (βλ. αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2020, MSD Animal Health Innovation και Intervet international κατά EMA, C‑178/18 P, EU:C:2020:24, σκέψεις 50 έως 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Μαΐου 2020, Campbell κατά Επιτροπής, T-701/18, EU:T:2020:224, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Δεδομένου ότι τέτοιου είδους εξαιρέσεις συνιστούν απόκλιση από την αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά (βλ. αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2020, MSD Animal Health Innovation και Intervet international κατά EMA, C‑178/18 P, EU:C:2020:24, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Μαΐου 2020, Campbell κατά Επιτροπής, T‑701/18, EU:T:2020:224, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Μεταξύ των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα περιλαμβάνεται η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, κατά το οποίο τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

66      Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το βάσιμο της εφαρμογής μιας από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις πρέπει να ελέγχεται με γνώμονα τα πραγματικά περιστατικά που υφίστανται κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης περί άρνησης παροχής πρόσβασης στα έγγραφα βάσει της ως άνω εξαίρεσης. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα πράξης της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τα διαθέσιμα κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης πραγματικά και νομικά στοιχεία (βλ. αποφάσεις της 11ης Μαΐου 2017, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑562/14 P, EU:C:2017:356, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Compañía de Tranvías de la Coruña κατά Επιτροπής, T‑485/18, EU:T:2020:35, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).).

67      Εν προκειμένω, η 15η Ιανουαρίου 2021, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι η μόνη κρίσιμη ημερομηνία για να κριθεί εάν η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ήταν δικαιολογημένη. Επομένως, η δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου στον ιστότοπο της Επιτροπής στις 23 Απριλίου 2021, δεδομένου ότι είναι μεταγενέστερη της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είναι κρίσιμη για την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

68      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απάντησης κατά τα οποία η δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου από την Επιτροπή επιβεβαιώνει το βάσιμο της προσφυγής της καθόσον το θεσμικό αυτό όργανο αναγνώρισε, με τη δημοσίευση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, ότι δεν ήταν πλέον δυνατόν να υπονομευθούν οι σκοποί έρευνας και οικονομικού ελέγχου.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η έρευνα είχε ήδη επιτύχει τον σκοπό της

69      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να της αρνηθεί την πρόσβαση στην επιστολή της Επιτροπής με την αιτιολογία ότι η δημοσιοποίησή της ήταν ικανή να υπονομεύσει τους σκοπούς της εν εξελίξει έρευνας, καθόσον ο οικονομικός έλεγχος είχε ήδη επιτύχει τον σκοπό του.

70      Κατά την προσφεύγουσα, η έρευνα στην οποία αναφέρεται το Κοινοβούλιο αποτελεί οικονομικό έλεγχο που κινήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής και Αστικής Πολιτικής και τη Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης, Κοινωνικής Ένταξης και Κοινωνικών Υποθέσεων με αντικείμενο τον έλεγχο της συμβατότητας των υφισταμένων στην Τσεχική Δημοκρατία συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου με το νομικό πλαίσιο σχετικά με την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων.

71      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης του εγγράφου παρακολούθησης από την Επιτροπή, η διαδικασία έρευνας είχε ολοκληρωθεί, ότι οι σκοποί του οικονομικού ελέγχου δεν μπορούσαν πλέον να υπονομευθούν και ότι, ως εκ τούτου, η εξαίρεση δεν είχε πλέον εφαρμογή. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το έγγραφο παρακολούθησης, τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου είχαν αποσαφηνιστεί, ορισμένες συστάσεις του ελέγχου αυτού είχαν εφαρμοστεί, ενώ άλλες παρέμεναν εκκρεμείς. Υποστηρίζει δε ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή είχε εξετάσει, σύμφωνα με το άρθρο 75, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1303/2013, τον τρόπο λειτουργίας των υφισταμένων στη Τσεχική Δημοκρατία συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου και είχε ζητήσει από τις τσεχικές αρχές να λάβουν τα μέτρα που η ίδια θεωρούσε αναγκαία.

72      Ως εκ τούτου, κατά την προσφεύγουσα, ο οικονομικός έλεγχος είχε επιτύχει τον σκοπό του, καθόσον επέτρεψε στην Επιτροπή να παρουσιάσει τα πορίσματά της και να διατυπώσει τις συστάσεις της. Σε επιστολή του προς την προσφεύγουσα στις 22 Οκτωβρίου 2020, το θεσμικό αυτό όργανο ανέφερε ότι «κατά το στάδιο αυτό της διαδικασίας, μετά την έκδοση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, εναπόκειται στις οικείες αρχές του προγράμματος [στήριξης] να υλοποιήσουν τις συστάσεις». Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, η υλοποίηση των συστάσεων που είχαν διατυπωθεί στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου δεν μπορούσε να θεωρηθεί «εν εξελίξει έρευνα». Κατά την προσφεύγουσα, η αυστηρή ερμηνεία της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 θα είχε ως συνέπεια ο απλός έλεγχος της υλοποίησης των ήδη εκδοθεισών συστάσεων να μην εμπίπτει σε αυτήν.

73      Επισημαίνεται ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η οποία, όπως κάθε εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται στενά, δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθαυτών, αλλά του σκοπού των δραστηριοτήτων αυτών (βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑344/15, EU:T:2017:250, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνον όταν η δημοσιοποίηση των εγγράφων ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση της επιθεώρησης, της έρευνας ή του οικονομικού ελέγχου (αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 109, και της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 43).

74      Βεβαίως, εφόσον οι έρευνες και οι επιθεωρήσεις συνεχίζονται, οι διάφορες ενέργειες στο πλαίσιο έρευνας ή επιθεώρησης ενδέχεται να εξακολουθήσουν να καλύπτονται από την εξαίρεση για την προστασία των διαδικασιών επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, έστω και αν μια συγκεκριμένη έρευνα ή επιθεώρηση έχει περατωθεί με την κατάρτιση έκθεσης στην οποία ζητείται πρόσβαση (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Πλην όμως, εάν γινόταν δεκτό ότι τα έγγραφα που αφορούν επιθεώρηση, έρευνα ή οικονομικό έλεγχο καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ενώ δεν έχει αποφασιστεί ακόμη η συνέχεια που θα δοθεί στις διαδικασίες αυτές, η πρόσβαση στα έγγραφα θα εξηρτάτο από αβέβαιο γεγονός, που ενδεχομένως θα συμβεί στο απώτερο μέλλον και του οποίου η επέλευση εξαρτάται από την ταχύτητα και την επιμέλεια με την οποία θα ενεργήσουν διάφορες εθνικές αρχές. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν αντίθετη στον σκοπό που συνίσταται στο να διασφαλίζεται η πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα σχετικά με τυχόν παρατυπίες στην οικονομική διαχείριση, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τη νομιμότητα της άσκησης της δημόσιας εξουσίας (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψεις 111 και 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί εάν, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, υπήρχαν ακόμη σε εξέλιξη διαδικασίες επιθεώρησης ή έρευνας για τις οποίες η δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής θα μπορούσε να είναι επιζήμια, και εάν οι διαδικασίες αυτές ολοκληρώθηκαν εντός ευλόγου χρόνου (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 113· βλ., επίσης, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δύναται να τύχει εφαρμογής σε έκθεση οικονομικού ελέγχου της οποίας η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο διαδικασίες επιθεώρησης ή έρευνας που θα συνεχιστούν, εντός εύλογης προθεσμίας, βάσει του περιεχομένου της (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 47).

78      Διαπιστώνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Κοινοβούλιο ανέφερε ότι, «[ε]νόσω η έρευνα συνεχ[ιζόταν], διάφορες πράξεις έρευνας, όπως συγκεκριμένος έλεγχος για τον οποίον εκδίδεται έκθεση οικονομικού ελέγχου, μπορού[σαν] να εξακολουθήσουν να καλύπτονται από την εξαίρεση αυτή». Το Κοινοβούλιο έκρινε ότι τα «[τ]α επίμαχα έγγραφα [είχαν] καταρτιστεί από την Επιτροπή στο πλαίσιο εν εξελίξει έρευνας για πιθανή παράβαση από την Τσεχική Δημοκρατία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων» και ότι «[η] δημοσιοποίησή τους θα υπονόμευε τον σκοπό της παρούσας έρευνας».

79      Εν προκειμένω, η Επιτροπή διενήργησε οικονομικό έλεγχο σε σχέση με τη λειτουργία των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου που είχαν θεσπιστεί στην Τσεχική Δημοκρατία για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, ιδίως βάσει του άρθρου 75 του κανονισμού 1303/2013.

80      Συναφώς, το άρθρο 75, παράγραφος 1, του κανονισμού 1303/2013 προβλέπει ότι η Επιτροπή εξασφαλίζει, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών ελέγχων που διενεργούν οι οργανισμοί της Ένωσης, ότι τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει συστήματα διαχείρισης και ελέγχου που είναι σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν και τους ειδικούς κανόνες για κάθε ευρωπαϊκό διαρθρωτικό και επενδυτικό ταμείο (στο εξής: ΕΔΕΤ) και ότι τα συστήματα αυτά λειτουργούν αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια εφαρμογής των προγραμμάτων. Κατά το άρθρο 75, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, υπάλληλοι της Επιτροπής ή επιτετραμμένοι αντιπρόσωποι της Επιτροπής μπορούν να διενεργούν ελέγχους το πεδίο εφαρμογής των οποίων μπορεί να περιλαμβάνει ιδίως την επαλήθευση της αποτελεσματικής λειτουργίας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου ενός επιχειρησιακού προγράμματος ή ενός μέρος τους και αξιολόγηση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης πράξεων ή προγραμμάτων. Κατά το άρθρο 75, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από ένα κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία των συστημάτων του διαχείρισης και ελέγχου ή την ορθότητα των δαπανών σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες για κάθε ΕΔΕΤ.

81      Επιπλέον, το άρθρο 144 του κανονισμού 1303/2013, το οποίο ορίζει τα κριτήρια δημοσιονομικών διορθώσεων, προβλέπει ότι η Επιτροπή προβαίνει σε δημοσιονομικές διορθώσεις, ακυρώνοντας το σύνολο ή μέρος της συνεισφοράς της Ένωσης σε επιχειρησιακό πρόγραμμα, όταν, μετά τη διεξαγωγή της αναγκαίας εξέτασης, συμπεραίνει, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει σοβαρή έλλειψη στην αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου του επιχειρησιακού προγράμματος η οποία έχει θέσει σε κίνδυνο την ήδη καταβληθείσα συνεισφορά της Ένωσης στο πρόγραμμα αυτό. Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 145 του κανονισμού 1303/2013, πριν λάβει απόφαση για τη δημοσιονομική διόρθωση, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία ενημερώνοντας το κράτος μέλος για τα προσωρινά συμπεράσματα της εξέτασής της και ζητώντας από το κράτος μέλος να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του εντός δύο μηνών. Το άρθρο αυτό περιγράφει τη διαδικασία διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους και προβλέπει, ιδίως στην παράγραφό του 4, ότι όταν το κράτος μέλος δεν αποδέχεται τα προσωρινά συμπεράσματα της Επιτροπής, καλείται σε ακρόαση από την Επιτροπή, ώστε να διασφαλιστεί ότι είναι διαθέσιμες όλες οι σχετικές πληροφορίες και παρατηρήσεις που θα χρησιμεύσουν ως βάση για τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της δημοσιονομικής διόρθωσης. Επιπλέον, το άρθρο 145, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι, για την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σχετικά με τη δημοσιονομική διόρθωση, με εκτελεστική πράξη, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της ακρόασης ή από την ημερομηνία παραλαβής των συμπληρωματικών στοιχείων, όταν το κράτος μέλος δεχθεί να υποβάλει τα εν λόγω συμπληρωματικά στοιχεία μετά την ακρόαση, καθώς και ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία και τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία. Περαιτέρω, το άρθρο 145, παράγραφος 7, του κανονισμού 1303/2013 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όταν η Επιτροπή, κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του άρθρου 75 του ίδιου κανονισμού, εντοπίζει παρατυπίες που αποδεικνύουν σοβαρή αδυναμία της αποτελεσματικής λειτουργίας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, η συνακόλουθη δημοσιονομική διόρθωση μειώνει τη χρηματοδότηση από τα ΕΔΕΤ στο επιχειρησιακό πρόγραμμα.

82      Συναφώς, είναι εσφαλμένο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο σκοπός του άρθρου 75 του κανονισμού 1303/2013 επετεύχθη με την έκδοση του εγγράφου παρακολούθησης, καθόσον η Επιτροπή εξέτασε τον τρόπο λειτουργίας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου στην Τσεχική Δημοκρατία και κάλεσε τις τσεχικές αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της λειτουργίας τους. Πράγματι, σκοπός του επίμαχου οικονομικού ελέγχου, ο οποίος διενεργήθηκε βάσει του προαναφερθέντος άρθρου, είναι να διαπιστώσει η Επιτροπή κατά πόσον συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης τα υφιστάμενα στην Τσεχική Δημοκρατία συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, δύναται δε, προς τον σκοπό αυτόν, να καλέσει τις τσεχικές αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

83      Όπως επισημαίνει το Κοινοβούλιο, η έρευνα της Επιτροπής δεν αποσκοπεί μόνο στην ανάλυση των συστημάτων που έχει θεσπίσει η Τσεχική Δημοκρατία. Πράγματι, η υλοποίηση από το κράτος μέλος των συστάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου περιλαμβάνεται στα βήματα που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού της έρευνας, ήτοι τη διασφάλιση της συμβατότητας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου κράτους μέλους με το δίκαιο της Ένωσης.

84      Από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στα σημεία 80 και 81 ανωτέρω, καθώς και από τη συνολική οικονομία του κανονισμού 1303/2013, προκύπτει ότι η κατάρτιση της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, η οποία περιέχει συστάσεις για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, και η αποστολή της περατώνουν απλώς ένα συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, ήτοι το στάδιο του οικονομικού ελέγχου, και σηματοδοτούν την έναρξη ενός σταδίου ανταλλαγής απόψεων με το οικείο κράτος μέλος όσον αφορά τα εν λόγω μέτρα (διάταξη της 16ης Σεπτεμβρίου 2019, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑703/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:628, σκέψη 53).

85      Σκοπός αυτού του σταδίου ανταλλαγής απόψεων είναι να καταστεί δυνατόν για το οικείο κράτος μέλος να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες που θα μπορούσαν να μεταβάλουν τις εκτιμήσεις της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, να λάβει, κατά περίπτωση, τα συνιστώμενα από την Επιτροπή μέτρα ή να προτείνει εναλλακτικά μέτρα (διάταξη της 16ης Σεπτεμβρίου 2019, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑703/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:628, σκέψη 54).

86      Η ερμηνεία αυτή ισχύει και όσον αφορά το έγγραφο παρακολούθησης με το οποίο η Επιτροπή διασφαλίζει την παρακολούθηση των συστάσεων που διατυπώνονται στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, και το οποίο σηματοδοτεί, επίσης, την έναρξη ενός σταδίου ανταλλαγής απόψεων με το κράτος μέλος.

87      Πλην όμως, εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι, σύμφωνα με το έγγραφο παρακολούθησης, ορισμένες συστάσεις παρέμεναν σε εκκρεμότητα. Ως εκ τούτου, κατά την ημερομηνία έκδοσης του εγγράφου παρακολούθησης, οι τσεχικές αρχές ήταν ακόμη σε θέση να υποβάλουν, όσον αφορά τις συστάσεις που είχαν διατυπωθεί στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου και παρέμεναν σε εκκρεμότητα, παρατηρήσεις σε απάντηση προς τις εν λόγω συστάσεις.

88      Κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στα σημεία 73 και 74 ανωτέρω, η προστασία του σκοπού της έρευνας που διασφαλίζεται με την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν ολοκληρώνεται με την έκδοση της έκθεσης οικονομικού ελέγχου ούτε με την έκδοση του εγγράφου παρακολούθησης της Επιτροπής. Το στάδιο ανταλλαγής απόψεων με το κράτος μέλος σχετικά με τις εκκρεμείς συστάσεις της Επιτροπής αποτελεί μέρος της διαδικασίας έρευνας που καλύπτεται από την επίμαχη εξαίρεση.

89      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα εσφαλμένα υποστηρίζει, αφενός, ότι ο οικονομικός έλεγχος έχει επιτύχει τον σκοπό του καθόσον η Επιτροπή παρουσίασε τα πορίσματά της και διατύπωσε τις συστάσεις της στο έγγραφο παρακολούθησης και, αφετέρου, ότι η υλοποίηση από τις τσεχικές αρχές των συστάσεων που περιέχονται στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου και στο έγγραφο παρακολούθησης, καθώς και ο έλεγχος της υλοποίησης αυτής από την Επιτροπή, δεν αποτελούν μέρος της εν εξελίξει έρευνας.

90      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν ευσταθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο, μετά την έκδοση από την Επιτροπή του εγγράφου παρακολούθησης, ο οικονομικός έλεγχος είχε επιτύχει τον σκοπό του και δεν αποτελούσε πλέον εν εξελίξει έρευνα.

91      Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, εάν γινόταν δεκτό ότι η διαδικασία οικονομικού ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 75 του κανονισμού 1303/2013 περιελάμβανε έναν εκ των προτέρων απροσδιόριστο αριθμό επαφών μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, οι οποίες θα συνεχίζονταν για όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα πορίσματα και οι συστάσεις που περιέχονται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου μπορούσαν ακόμη να τροποποιηθούν, τότε η δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής θα εξηρτάτο από την ύπαρξη ενός τυχαίου, μελλοντικού και ενδεχομένως πολύ απομακρυσμένου γεγονότος, το οποίο θα συναρτάτο προς την επιμέλεια των οικείων αρχών. Υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 1303/2013 δεν προβλέπει κανενός είδους διαδικαστικό πλαίσιο για την ολοκλήρωση του διαλόγου μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και της Επιτροπής και ότι αυτή εξαρτάται από τη βούληση της Επιτροπής. Κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στο σημείο 75 ανωτέρω, η απεριόριστη αυτή ερμηνεία της έννοιας του οικονομικού ελέγχου θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό του κανονισμού 1049/2001.

92      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο μπορεί βασίμως να επικαλεστεί το γενικό τεκμήριο περί υπονόμευσης του σκοπού έρευνας, επιθεώρησης και οικονομικού ελέγχου προκειμένου να αρνηθεί τη δημοσιοποίηση εγγράφων σχετικών με έρευνα, όταν η έρευνα αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη ή έχει μόλις περατωθεί, στη δε τελευταία αυτή περίπτωση, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν έχουν ακόμη αποφασίσει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί συναφώς (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2021, Homoki κατά Επιτροπής, T‑517/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:529, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Αρκεί να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή διαβίβασε στην Τσεχική Δημοκρατία, στις 22 Οκτωβρίου 2020, το αγγλικό κείμενο του εγγράφου παρακολούθησης και, στις 18 Δεκεμβρίου 2020, την τσεχική απόδοσή του. Όπως επισημαίνει το Κοινοβούλιο και προκύπτει από το έγγραφο παρακολούθησης, η τρίμηνη προθεσμία που είχαν στη διάθεσή τους οι τσεχικές αρχές για να απαντήσουν στο έγγραφο παρακολούθησης άρχισε να τρέχει με την αποστολή του τσεχικού κειμένου και, ως εκ τούτου, δεν είχε λήξει κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι στις 15 Ιανουαρίου 2021.

94      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι στις 15 Ιανουαρίου 2021, ο σκοπός της έρευνας δεν είχε ακόμη επιτευχθεί δεδομένου ότι οι τσεχικές αρχές δεν είχαν ακόμη λάβει θέση επί του εγγράφου παρακολούθησης.

95      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι είναι εσφαλμένο το επιχείρημα της ότι, κατά ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

96      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι η δημοσιοποίηση του εγγράφου της Επιτροπής μπορούσε να θίξει την έρευνα

97      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η έρευνα ήταν ακόμη «σε εξέλιξη», το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι η δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής μπορούσε να θίξει την έρευνα αυτή. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι ένα έγγραφο αφορά διαδικασία έρευνας δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αλλά το θεσμικό όργανο πρέπει να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με το πώς η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό θα συνεπαγόταν ευλόγως προβλέψιμο κίνδυνο συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος.

98      Υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 60 ανωτέρω, παρέλκει πλέον η απόφανση επί των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας σχετικά με την άρνηση πρόσβασης στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου.

99      Όσον αφορά την άρνηση πρόσβασης στην επιστολή της Επιτροπής, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκής.

100    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα εάν η αιτιολογία πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 26ης Μαρτίου 2020, Bonnafous κατά Επιτροπής, T‑646/18, EU:T:2020:120, σκέψεις 22 και 23, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Από πάγια επίσης νομολογία προκύπτει ότι, όταν θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης που έχει επιληφθεί αίτησης πρόσβασης σε έγγραφο αποφασίζει να απορρίψει την αίτηση αυτή βάσει μιας από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 οφείλει, κατ’ αρχήν, να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύεται με την εν λόγω εξαίρεση, ο δε κίνδυνος μιας τέτοιας προσβολής πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (βλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2020, Intercept Pharma και Intercept Pharmaceuticals κατά EMA, C‑576/19 P, EU:C:2020:873, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, AlzChem Group κατά Επιτροπής, T‑569/19, EU:T:2021:628, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102    Εναπόκειται, επομένως, στο θεσμικό όργανο που αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφο να παραθέσει αιτιολογία από την οποία να μπορεί να γίνει κατανοητό και να επαληθευτεί, αφενός, εάν το ζητούμενο έγγραφο έχει πράγματι σχέση με τον τομέα που αφορά η προβαλλόμενη εξαίρεση και, αφετέρου, εάν όντως υφίσταται η συνδεόμενη με την εξαίρεση αυτή ανάγκη προστασίας (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 61· βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Bonnafous κατά Επιτροπής, T‑646/18, EU:T:2020:120, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103    Καίτοι το οικείο θεσμικό όργανο υποχρεούται να εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή εν προκειμένω μιας από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001, δεν υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες που βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την κατανόηση, από τον αιτούντα την πρόσβαση, των λόγων για τους οποίους εξέδωσε την απόφασή του και για τον έλεγχο, από το Γενικό Δικαστήριο, της νομιμότητας της απόφασης αυτής (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Bonnafous κατά Επιτροπής, T‑646/18, EU:T:2020:120, σκέψη 25 και μνημονευόμενη νομολογία).

104    Εξάλλου, όταν μια απάντηση επιβεβαιώνει, ως εν προκειμένω, την απόρριψη αίτησης βάσει των ίδιων λόγων στους οποίους στηρίζεται η αρχική απορριπτική απόφαση, πρέπει να εξετάζεται η επάρκεια της αιτιολογίας λαμβανομένων υπόψη των επαφών μεταξύ του θεσμικού οργάνου και του αιτούντος και των πληροφοριών τις οποίες είχε στη διάθεσή του ο αιτών όσον αφορά τη φύση και το περιεχόμενο των ζητηθέντων εγγράφων (πρβλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, Kuijer κατά Συμβουλίου, T‑188/98, EU:T:2000:101, σκέψη 44).

105    Καταρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επιστολής της Επιτροπής και του οικονομικού ελέγχου. Δεδομένου ότι ούτε το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου ούτε η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου ούτε το έγγραφο παρακολούθησης έκαναν αναφορά στην επιστολή της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι τα αποτελέσματα του οικονομικού ελέγχου εξηρτώντο από την επιστολή αυτή, είναι δε εύλογο το συμπέρασμα ότι η επιστολή αυτή ουδεμία σχέση έχει με την έρευνα οικονομικού ελέγχου.

106    Εν προκειμένω, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η επιστολή στην οποία ζητήθηκε πρόσβαση είναι επιστολή του Επιτρόπου G. Oettinger, ο οποίος είναι, μεταξύ άλλων, αρμόδιος για τον προϋπολογισμό, προς τον πρωθυπουργό της Τσεχικής Δημοκρατίας, την οποία το Κοινοβούλιο, απαντώντας στην αίτηση πρόσβασης της προσφεύγουσας, χαρακτήρισε ως μέρος των εγγράφων που αφορούν την έρευνα κατά του πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας για κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων.

107    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2020, απαντώντας στην αρχική αίτηση της προσφεύγουσας, το Κοινοβούλιο είχε αναφέρει ότι, μετά από εξέταση του περιεχομένου της, η επιστολή αυτή αφορούσε έρευνα περί οικονομικών συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 61, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2018, L 256, σ. 120, και ΕΕ 2019, L 60, σ. 36), ο οποίος περιέχει τον ορισμό της σύγκρουσης συμφερόντων.

108    Τρίτον, το Κοινοβούλιο επισήμανε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Επιτροπή το είχε ενημερώσει ότι η δημοσιοποίηση της επιστολής της θα έθιγε τις εν εξελίξει έρευνες και οικονομικούς ελέγχους ως προς τα ζητήματα που εγείρονται στο ψήφισμα. Το Κοινοβούλιο έκρινε ότι ενόσω η έρευνα συνεχιζόταν, διάφορες πράξεις έρευνας, όπως συγκεκριμένος έλεγχος για τον οποίον εκδίδεται έκθεση οικονομικού ελέγχου, μπορούσαν να εξακολουθήσουν να καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Σημείωσε δε ότι η επιστολή της Επιτροπής είχε καταρτιστεί από το θεσμικό αυτό όργανο στο πλαίσιο εν εξελίξει έρευνας σχετικά με πιθανή παράβαση από την Τσεχική Δημοκρατία της νομοθεσίας της Ένωσης για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων.

109    Επομένως, όπως επισημαίνει και το Κοινοβούλιο, προκύπτει ότι η επιστολή της Επιτροπής και ο οικονομικός έλεγχος είχαν το ίδιο αντικείμενο.

110    Τέταρτον, όπως σημειώνει και η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι τόσο στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου όσο και στο έγγραφο παρακολούθησης αναφέρεται ότι η αλληλογραφία με τον Επίτροπο G. Oettinger αφορά τις δραστηριότητες του Τσέχου πρωθυπουργού, Α. Babiš, στο τσεχικό συμβούλιο περί ΕΔΕΤ.

111    Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου και το έγγραφο παρακολούθησης είχαν δημοσιευθεί στον τσεχικό τύπο και είχαν περιέλθει σε γνώση της πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει ότι δεν γινόταν μνεία της επιστολής της Επιτροπής στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου και στο έγγραφο παρακολούθησης, έγγραφα που η ίδια, εξάλλου, προσκόμισε ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής.

112    Ως εκ τούτου, όλα τα ανωτέρω στοιχεία αρκούσαν για να κατανοήσει η προσφεύγουσα ότι η επιστολή της Επιτροπής αποτελούσε έγγραφο σχετικό με τον οικονομικό έλεγχο περί της πιθανής παράβασης από τον Τσέχο πρωθυπουργό του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων, με αποτέλεσμα η ίδια να μην μπορεί να προβάλει ανεπαρκή αιτιολογία ως προς το σημείο αυτό.

113    Επιπλέον, η προσφεύγουσα αλυσιτελώς προβάλλει ότι το Κοινοβούλιο δεν τεκμηρίωσε την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της επιστολής της Επιτροπής και του οικονομικού ελέγχου, καθόσον δεν απέδειξε ότι τα αποτελέσματα του ελέγχου εξηρτώντο από την επιστολή αυτή. Πράγματι, για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω συνάφειας, το Κοινοβούλιο όφειλε απλώς να αποδείξει ότι η επίμαχη επιστολή αποτελούσε μέρος των εγγράφων που αφορούσαν την εν εξελίξει έρευνα.

114    Παράλληλα, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Κοινοβούλιο, καθόσον δεν τεκμηρίωσε την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της επιστολής της Επιτροπής και του οικονομικού ελέγχου, δεν απέδειξε την ύπαρξη ευλόγως προβλέψιμου κινδύνου συγκεκριμένης και ουσιαστικής υπονόμευσης του οικονομικού ελέγχου από τη δημοσιοποίηση της εν λόγω επιστολής. Κατά την προσφεύγουσα, το Κοινοβούλιο δεν εξήγησε με ποιον τρόπο η δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής θα μπορούσε να θίξει τον οικονομικό έλεγχο.

115    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Κοινοβούλιο αρνήθηκε την πρόσβαση στην επιστολή της Επιτροπής με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι σκοπός της έρευνας της Επιτροπής ήταν να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης και να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του άμυνας έναντι των αιτιάσεων της Επιτροπής και ότι το κράτος μέλος μπορούσε θεμιτώς να αναμένει ότι η Επιτροπή θα τηρούσε την εμπιστευτικότητα, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα ήταν ενδεχομένως ακόμη πιο δυσχερής η έναρξη διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους για την παύση της εικαζόμενης παράβασης.

116    Υπενθυμίζεται ότι σκοπός του οικονομικού ελέγχου, και ιδίως του διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και των τσεχικών αρχών σχετικά με τις συστάσεις που περιέχονται στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, είναι να παρασχεθεί στην Τσεχική Δημοκρατία η δυνατότητα να εναρμονίσει τα συστήματά της διαχείρισης και ελέγχου με το δίκαιο της Ένωσης ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων. Ωστόσο, στον βαθμό που, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο διάλογος αυτός συνεχιζόταν και η επιστολή της Επιτροπής αποτελεί στοιχείο της έρευνας αυτής, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αρκεί για να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίον η δημοσιοποίηση της επίμαχης επιστολής θα μπορούσε να υπονομεύσει τον σκοπό του οικονομικού ελέγχου.

117    Επιπλέον, όπως επισημαίνει το Κοινοβούλιο, λαμβανομένης υπόψη της άμεσης εμπλοκής του Τσέχου πρωθυπουργού, ο οποίος ήταν ύποπτος για σύγκρουση συμφερόντων, ήταν ακόμη πιο σημαντικό να προστατευθεί το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του τελευταίου και του Επιτρόπου προκειμένου να διασφαλιστεί ένας ανοικτός διάλογος σε πνεύμα συνεργασίας.

118    Δεύτερον, το Κοινοβούλιο επισήμανε επίσης στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι ερευνητές και οι υποκείμενοι σε έρευνα φαίνεται ότι δέχονταν απειλές, και ότι η εσπευσμένη δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο επίπεδο συνεργασίας τους και θα έθετε σε κίνδυνο την ικανότητα της Επιτροπής να ασκήσει τα καθήκοντά της έρευνας όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.

119    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το συμφέρον που προστατεύεται από την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση σχετικά με την προστασία του σκοπού του οικονομικού ελέγχου είναι το συμφέρον να καθίσταται δυνατή η διεξαγωγή οικονομικών ελέγχων κατά τρόπο ανεξάρτητο και άνευ πιέσεων, είτε αυτές προέρχονται από την υπό έλεγχο οντότητα είτε από άλλες ενδιαφερόμενες οντότητες είτε γενικώς από το κοινό (απόφαση της 12ης Μαΐου 2015, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T‑480/11, EU:T:2015:272, σκέψη 63).

120    Ως εκ τούτου, είναι εσφαλμένο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το Κοινοβούλιο δεν ανέφερε με επάρκεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους η δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής θα μπορούσε να υπονομεύσει συγκεκριμένα και ουσιαστικά τους σκοπούς του οικονομικού ελέγχου.

121    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, στον βαθμό που το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου και το έγγραφο παρακολούθησης αποτέλεσαν αντικείμενο δημοσιευμάτων στα τσεχικά μέσα ενημέρωσης τον Ιούνιο του 2019, τον Νοέμβριο του 2019 και τον Δεκέμβριο του 2020, αντιστοίχως, η δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής δεν συνιστούσε συγκεκριμένη και ουσιαστική απειλή για τον οικονομικό έλεγχο.

122    Ωστόσο, καθόσον, όπως αναγνωρίζει η προσφεύγουσα, η επιστολή της Επιτροπής δεν είχε δημοσιευθεί, έστω και μερικώς, και το περιεχόμενο της επιστολής αυτής δεν αναπαράγεται στα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν στα τσεχικά μέσα ενημέρωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές όσον αφορά το κατά πόσον η επιστολή αυτή καλυπτόταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ανάγκης διαφύλαξης του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ του Τσέχου πρωθυπουργού και της Επιτροπής.

123    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αρκεί για να γίνει αντιληπτό ότι η επιστολή της Επιτροπής αποτελούσε μέρος του οικονομικού ελέγχου και, ως εκ τούτου, καλυπτόταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και ότι, αφ’ ης στιγμής η έρευνα αυτή βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η σχετική με την εξαίρεση αυτή ανάγκη προστασίας ήταν πραγματική.

124    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον το Κοινοβούλιο δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής

125    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο οικονομικός έλεγχος αποτελούσε εν εξελίξει έρευνα που θα μπορούσε να υπονομευθεί από τη δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να της αρνηθεί την πρόσβαση στο συγκεκριμένο έγγραφο, καθόσον υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίησή του κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

126    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Ένωση βασίζεται στον σεβασμό του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων άμυνας. Λαμβανομένου υπόψη ότι τόσο στην έκθεση σχετικά με τη διερευνητική αποστολή όσο και στο ψήφισμα, το Κοινοβούλιο διατύπωσε σοβαρές κατηγορίες ως προς τον τρόπο διαχείρισης του ομίλου Agrofert, θα έπρεπε να επιτραπεί στην προσφεύγουσα να εξετάσει τα έγγραφα στα οποία στηρίζονταν οι ισχυρισμοί αυτοί και να προβάλει αντιρρήσεις. Κατά την προσφεύγουσα, το Κοινοβούλιο όφειλε να λάβει υπόψη το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογούσε τη δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής, συμφέρον που συνίσταται στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών της προσφεύγουσας ως προσώπου το οποίο αφορούν άμεσα και ατομικά οι ισχυρισμοί αυτοί. Το κράτος δικαίου, το οποίο βασίζεται στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, μπορεί να διαφυλαχθεί μόνον εάν, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες αυτές γίνονται σεβαστά και, ως εκ τούτου, το συμφέρον της προσφεύγουσας συνιστούσε δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

127    Κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στον επικαλούμενο την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος να αποδείξει συγκεκριμένα τις περιστάσεις που δικαιολογούν τη δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων (βλ. αποφάσεις της 11ης Μαΐου 2017, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑562/14 P, EU:C:2017:356, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, AlzChem Group κατά Επιτροπής, T‑569/19, EU:T:2021:628, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 45 ανωτέρω, σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι η διασφάλιση της πρόσβασης όλων στα έγγραφα και όχι μόνον της πρόσβασης του αιτούντος σε έγγραφα που τον αφορούν.

129    Συνεπώς, το ειδικό συμφέρον που μπορεί να επικαλεστεί ο αιτούμενος την πρόσβαση σε έγγραφο που τον αφορά προσωπικά δεν μπορεί να αποτελεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 137· βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Μαΐου 2015, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T‑480/11, EU:T:2015:272, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

130    Το γενικό συμφέρον που επικαλείται η προσφεύγουσα συνίσταται στα δικαιώματα άμυνας. Είναι σαφές ότι η ύπαρξη δικαιωμάτων άμυνας ενέχει αυτή καθεαυτήν κάποιο γενικό συμφέρον. Ωστόσο, το ότι εν προκειμένω έκφανση των δικαιωμάτων αυτών αποτελεί το υποκειμενικό δικαίωμα της προσφεύγουσας να αμυνθεί συνεπάγεται ότι το συμφέρον που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν είναι γενικό, αλλά ιδιωτικό (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 138).

131    Συνεπώς, ορθώς το Κοινοβούλιο έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 128 έως 130 ανωτέρω, ότι τα δικαιώματα άμυνας που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα δεν συνιστούσαν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής.

132    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

133    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου.

134    Εξάλλου, κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του. Εν προκειμένω, δεδομένων των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο οδηγήθηκε σε μερική κατάργηση της δίκης, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων, η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει επίσης τα αντίστοιχα δικαστικά έξοδα.

135    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Παρέλκει η έκδοση απόφασης επί του αιτήματος ακυρώσεως της απόφασης A(2019) 8551 C (D 300153) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2021, καθόσον το όργανο αυτό αρνήθηκε την παροχή πρόσβασης στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2019, με αριθμό ARES (2019) 7370050, η οποία αφορούσε τον έλεγχο της λειτουργίας των υφιστάμενων συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου στην Τσεχική Δημοκρατία για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Agrofert a.s. φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Κοινοβούλιο.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

De Baere

Steinfatt

Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Σεπτεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.