Language of document : ECLI:EU:T:2010:183

Υπόθεση T-121/08

PC-Ware Information Technologies BV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών – Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Αγορά προϊόντων λογισμικού και αδειών εκμεταλλεύσεως – Απόρριψη προσφοράς προσφέροντος – Ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά εκτελεσθείσας αποφάσεως

(Άρθρο 230 ΕK)·

2.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

3.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών – Υπερβολικά χαμηλή προσφορά

(Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 139 § 1)

4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 100 § 2· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 149 § 2)

5.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Μη συνδρομή μιας των προϋποθέσεων

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

1.      Προκειμένου ο προσφεύγων να εξακολουθήσει να έχει διαρκούσης της δίκης συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως, η εν λόγω ακύρωση πρέπει καθαυτή να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, τα οποία μπορούν να συνίστανται ειδικότερα στην επανόρθωση των επιβλαβών συνεπειών που προκύπτουν από την πράξη αυτή ή να αποτρέψει το ενδεχόμενο επαναλήψεως στο μέλλον της προβαλλόμενης παρατυπίας.

Ακόμη και στην περίπτωση που δημόσια σύμβαση έχει ήδη εκτελεστεί, όσον αφορά συμφωνία-πλαίσιο, μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τη μελλοντική σύναψη ανάλογων συμβάσεων, υπάρχει συμφέρον να αποφευχθεί η επανάληψη της προβαλλόμενης από τον προσφέροντα παρανομίας στο μέλλον.

(βλ. σκέψεις 39-40)

2.      Ο κοινοτικός δικαστής είναι αρμόδιος να αποφαίνεται, επί προσφυγών ακυρώσεως, σε περιπτώσεις αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβιάσεως των Συνθηκών οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή σε περιπτώσεις καταχρήσεως εξουσίας. Επομένως, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να θεωρήσει την προβαλλόμενη παράβαση της εθνικής νομοθεσίας ως νομικό ζήτημα που προϋποθέτει απεριόριστο νομικό έλεγχο. Πράγματι, ο έλεγχος αυτός εναπόκειται μόνο στις εθνικές αρχές.

Εντούτοις, δυνάμει των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της αγαστής συνεργασίας μεταξύ οργάνων της Ένωσης και κρατών μελών, τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οι όροι διαγωνισμού δεν παρακινούν όσους προτίθενται ενδεχομένως να υποβάλουν προσφορά να παραβούν την εθνική νομοθεσία που έχει εφαρμογή στη δραστηριότητα την οποία ασκούν, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

(βλ. σκέψεις 62-63)

3.      Από το άρθρο 139, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, των κανόνων εφαρμογής προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή έχει την υποχρέωση να παράσχει στον προσφέροντα τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει, και μάλιστα να δικαιολογήσει, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσφοράς του, προτού απορρίψει την εν λόγω προσφορά, αν θεωρεί ότι η προσφορά αυτή είναι υπερβολικά χαμηλή. Επίσης, η υποχρέωση ελέγχου της σοβαρότητας μιας προσφοράς απορρέει από την προηγούμενη ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη φερεγγυότητά της, λαμβανομένου υπόψη, εξάλλου, ότι το ως άνω άρθρο έχει ως κύριο αντικείμενο το να επιτραπεί στον προσφέροντα να μην αποκλεισθεί από τη διαδικασία χωρίς να έχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει το περιεχόμενο της προσφοράς του, η οποία φαίνεται υπερβολικά χαμηλή.

(βλ. σκέψη 72)

4.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή έχει εκδοθεί. Από την αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική του οργάνου, κατά τρόπο ώστε, αφενός, να καταστεί δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίσουν τη δικαιολόγηση του ληφθέντος μέτρου ώστε να μπορέσουν να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν αν η απόφαση είναι βάσιμη και, αφετέρου, να καταστήσουν δυνατή στον δικαστή την άσκηση του ελέγχου του νομιμότητας της επίμαχης πράξεως.

Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, κατά το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και το άρθρο 149, παράγραφος 2, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να γνωστοποιεί στον προσφέροντα τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς του και, επιπλέον, εφόσον υπέβαλε παραδεκτή προσφορά, τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα σχετικά με την επιλεγείσα προσφορά καθώς και το όνομα του αναδόχου, εντός μέγιστης προθεσμίας δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή της έγγραφης αιτήσεως. Η προσέγγιση, όπως αυτή που περιγράφεται στο εν λόγω άρθρο 100, παράγραφος 2, από την οποία προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του συντάκτη της πράξεως, είναι σύμφωνη με την τελολογία της υποχρεώσεως αιτιολογίας του άρθρου 253 EΚ.

(βλ. σκέψεις 92-94)

5.      Η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ λόγω παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων της εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, που είναι το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτομένης συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας. Κατά το μέτρο που οι τρεις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της ευθύνης είναι σωρευτικές, η έλλειψη έστω και μιας από αυτές αρκεί για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιπες προϋπόθεσης.

(βλ. σκέψεις 105-106)