Language of document : ECLI:EU:C:2019:1035

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 3ης Δεκεμβρίου 2019 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία (ΕΕ) 2017/853 – Έλεγχος της απόκτησης και της κατοχής όπλων – Κύρος – Νομική βάση – Άρθρο 114 ΣΛΕΕ – Τροποποίηση υφιστάμενης οδηγίας – Αρχή της αναλογικότητας – Μη διενέργεια εκτίμησης επιπτώσεων – Προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας – Αναλογικότητα των λαμβανόμενων μέτρων – Μέτρα που δημιουργούν εμπόδια εντός της εσωτερικής αγοράς – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Μέτρα που υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νομοθεσία με αναδρομική ισχύ – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Παρέκκλιση για την Ελβετική Συνομοσπονδία – Δυσμενής διάκριση εις βάρος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), πλην του κράτους αυτού»

Στην υπόθεση C‑482/17,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 9 Αυγούστου 2017,

Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, O. Serdula και J. Vláčil,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από:

την Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér, G. Koós και G. Tornyai,

τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Wiącek καθώς και από την D. Lutostańska,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από την O. Hrstková Šolcová και τον R. van de Westelaken,

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τις A. Westerhof Löfflerová και E. Moro καθώς και από τον M. Chavrier, στη συνέχεια από την A. Westerhof Löfflerová και από τον M. Chavrier,

καθών,

υποστηριζόμενων από:

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις A. Daly και E. de Moustier, καθώς και από τους R. Coesme και D. Colas,

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις M. Šimerdová, Y. G. Marinova και E. Kružíková,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev (εισηγητή), A. Prechal, Μ. Βηλαρά, M. Safjan και I. Jarukaitis, προέδρους τμήματος, T. von Danwitz, C. Toader, D. Šváby και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Μαρτίου 2019,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί, κυρίως, την ακύρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/853 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων (ΕΕ 2017, L 137, σ. 22, στο εξής: προσβαλλόμενη οδηγία), και, επικουρικώς, τη μερική ακύρωση του άρθρου 1, σημεία 6, 7 και 19, της οδηγίας αυτής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 91/477/ΕΟΚ

2        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5 της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1991, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων (ΕΕ 1991, L 256, σ. 51), έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι το άρθρο 8 Α προβλέπει ότι η εσωτερική αγορά πρέπει να εγκαθιδρυθεί το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992· ότι η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης·

ότι, κατά τη σύνοδό του στο Fontainebleau στις 25 και 26 Ιουνίου 1984, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έθεσε ρητά ως στόχο την κατάργηση όλων των αστυνομικών και τελωνειακών διατυπώσεων στα ενδοκοινοτικά σύνορα·

ότι η πλήρης κατάργηση των ελέγχων και διατυπώσεων στα ενδοκοινοτικά σύνορα προϋποθέτει την πλήρωση ορισμένων βασικών όρων· ότι η Επιτροπή τόνισε στη Λευκή της Βίβλο “Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς” ότι η κατάργηση των ελέγχων της ασφάλειας των μεταφερομένων αντικειμένων και των προσώπων προϋποθέτει μεταξύ άλλων την προσέγγιση των νομοθεσιών που αφορούν τα όπλα·

ότι, για την εξάλειψη των ελέγχων για κατοχή όπλων στα ενδοκοινοτικά σύνορα, απαιτούνται αποτελεσματικοί κανόνες που θα επιτρέπουν να ελέγχεται στο εσωτερικό των κρατών μελών η απόκτηση και η κατοχή πυροβόλων όπλων και η μεταφορά τους σε άλλο κράτος μέλος· ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να καταργηθούν οι συστηματικοί έλεγχοι στα ενδοκοινοτικά σύνορα·

ότι οι κανόνες αυτοί θα δημιουργήσουν μεγαλύτερη αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της προστασίας της ασφάλειας των προσώπων, στο μέτρο που αυτή βασίζεται σε νομοθεσίες εν μέρει εναρμονισμένες· ότι θα πρέπει, για το σκοπό αυτό, να προβλεφθούν κατηγορίες πυροβόλων όπλων των οποίων η απόκτηση και η κατοχή από ιδιώτες είτε θα απαγορεύεται είτε θα υπόκειται σε άδεια ή δήλωση».

3        Το παράρτημα I, μέρος II, της οδηγίας 91/477 προβλέπει τις κατηγορίες πυροβόλων όπλων Α, Β, Γ και Δ. Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας απαγορεύει καταρχήν την απόκτηση και την κατοχή όπλων της κατηγορίας Α, το άρθρο 7 επιβάλλει τη λήψη άδειας για τα πυροβόλα όπλα της κατηγορίας Β και το άρθρο 8 καθιερώνει την υποχρέωση δήλωσης των όπλων της κατηγορίας Γ. Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα πρόσωπα που επιθυμούν να αποκτήσουν ή να κατέχουν πυροβόλο όπλο και, στο κεφάλαιο 3 της οδηγίας 91/477, τα άρθρα 11 έως 14 της οδηγίας αυτής καθορίζουν τις διατυπώσεις που απαιτούνται για την κυκλοφορία των όπλων μεταξύ των κρατών μελών.

 Η οδηγία 2008/51/ΕΚ

4        Η οδηγία 2008/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/477 (ΕΕ 2008, L 179, σ. 5), τροποποίησε την τελευταία αυτή οδηγία, ιδίως προκειμένου να ενσωματωθεί στο δίκαιο της Ένωσης το πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους, των μερών τους και των πυρομαχικών, το οποίο επισυνάπτεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και το οποίο υπογράφηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις 16 Ιανουαρίου 2002 από την Επιτροπή, σύμφωνα με την απόφαση 2001/748/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Οκτωβρίου 2001 (ΕΕ 2001, L 280, σ. 5).

5        Μεταξύ των τροποποιήσεων που επήλθαν συγκαταλέγονται, στο άρθρο 4 της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51, η θέσπιση λεπτομερών απαιτήσεων σχετικά με τη σήμανση και την καταχώριση των πυροβόλων όπλων και, στο παράρτημα I, μέρος III, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, όπως έχει τροποποιηθεί, η εναρμόνιση των κανόνων που εφαρμόζονται στην απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων. Η οδηγία 2008/51 προσέθεσε επίσης, στο άρθρο 17 της οδηγίας 91/477, την υποχρέωση της Επιτροπής να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αργότερο στις 28 Ιουλίου 2015, έκθεση σχετικά με την κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, συνοδευόμενη ενδεχομένως από προτάσεις.

6        Επ’ αυτής της βάσεως εκδόθηκε η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 21ης Οκτωβρίου 2013, με τίτλο «Πυροβόλα όπλα και εσωτερική ασφάλεια της ΕΕ: προστασία των πολιτών και παρεμπόδιση της παράνομης διακίνησης» [COM(2013) 716 final], όπου περιγράφονται ορισμένα προβλήματα που ανακύπτουν από τα πυροβόλα όπλα στην Ένωση και αναγγέλλεται η πραγματοποίηση σειράς μελετών και διαβουλεύσεων με τους εμπλεκόμενους φορείς, οι οποίες θα ακολουθηθούν, εν ανάγκη, από την υποβολή νομοθετικής πρότασης.

7        Με τη δημοσίευση της έκθεσης της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 18ης Νοεμβρίου 2015, με τίτλο «REFIT Αξιολόγηση της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2008/51», [COM(2015) 751 final] (στο εξής: αξιολόγηση REFIT), η Επιτροπή ολοκλήρωσε την εξέταση της εφαρμογής της οδηγίας 91/477 συνοδεύοντάς την με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 2015, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/477 [COM(2015) 750 final], η οποία περιελάμβανε αιτιολογική έκθεση και βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη οδηγία.

 Η προσβαλλόμενη οδηγία

8        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 6, 9, 15, 20, 21, 23, 27, 33 και 36 της προσβαλλόμενης οδηγίας αναφέρουν τα εξής:

«(1)      Η [οδηγία 91/477] θέσπισε πρόσθετο μέτρο για την εσωτερική αγορά. Καθιέρωσε μια ισορροπία μεταξύ, αφενός, της δέσμευσης να εξασφαλισθεί, ως έναν βαθμό, η ελεύθερη κυκλοφορία ορισμένων πυροβόλων όπλων και ουσιωδών συστατικών μερών τους εντός της Ένωσης και, αφετέρου, της ανάγκης ελέγχου της εν λόγω ελεύθερης κυκλοφορίας, με την απαίτηση εγγυήσεων ασφαλείας, προσαρμοσμένων στα εν λόγω αντικείμενα.

(2)      Ορισμένες πτυχές [της οδηγίας 91/477] πρέπει να βελτιωθούν περαιτέρω, κατά αναλογικό τρόπο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάχρηση των πυροβόλων όπλων για εγκληματικούς σκοπούς και λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες τρομοκρατικές ενέργειες. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της της 28ης Απριλίου 2015 σχετικά με το ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια ζήτησε την αναθεώρηση της εν λόγω οδηγίας και τη θέσπιση κοινής προσέγγισης σχετικά με την απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων για την αποτροπή της επανενεργοποίησης και της χρήσης τους από εγκληματίες.

[…]

(6)      Για την ενίσχυση της ιχνηλασιμότητας όλων των πυροβόλων όπλων και ουσιωδών συστατικών μερών τους και για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας τους, όλα τα πυροβόλα όπλα ή τα ουσιώδη συστατικά μέρη τους θα πρέπει να σημαίνονται με μόνιμη και μοναδική σήμανση και να καταγράφονται στα συστήματα αρχειοθέτησης δεδομένων των κρατών μελών.

[…]

(9)      Δεδομένης της επικίνδυνης φύσης και της ανθεκτικότητας των πυροβόλων όπλων και των ουσιωδών συστατικών μερών τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να εντοπίζουν πυροβόλα όπλα και ουσιώδη συστατικά μέρη για σκοπούς διοικητικών και ποινικών διαδικασιών και λαμβάνοντας υπόψη το εθνικό δικονομικό δίκαιο, είναι απαραίτητο τα αρχεία στο σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων να φυλάσσονται για περίοδο 30 ετών μετά την καταστροφή των σχετικών πυροβόλων όπλων ή ουσιωδών συστατικών μερών. Η πρόσβαση στα εν λόγω αρχεία και σε όλα τα συναφή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να περιορίζεται στις αρμόδιες αρχές και να επιτρέπεται μόνο μέχρι 10 έτη μετά την καταστροφή του σχετικού πυροβόλου όπλου ή των σχετικών ουσιωδών συστατικών μερών για τους σκοπούς της χορήγησης ή ανάκλησης αδειών, συμπεριλαμβανομένης τυχόν επιβολής διοικητικών κυρώσεων, και μέχρι 30 έτη μετά την καταστροφή του σχετικού πυροβόλου όπλου ή των σχετικών ουσιωδών συστατικών μερών εφόσον η εν λόγω πρόσβαση απαιτείται για την εφαρμογή του ποινικού δικαίου.

[…]

(15)      Για τα πλέον επικίνδυνα πυροβόλα όπλα θα πρέπει να θεσπισθούν αυστηρότεροι κανόνες στην [οδηγία 91/477], προκειμένου να διασφαλισθεί ότι, με ορισμένες περιορισμένες και δεόντως αιτιολογημένες εξαιρέσεις, δεν θα επιτρέπεται η απόκτηση, κατοχή ή εμπορία τους. Σε περίπτωση μη τήρησης των κανόνων αυτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την κατάσχεση των εν λόγω πυροβόλων όπλων.

[…]

(20)      Ο κίνδυνος μετατροπής των όπλων κρότου και άλλων ειδών όπλων αβολίδωτων φυσιγγίων σε πραγματικά πυροβόλα όπλα είναι μεγάλος. Επομένως, είναι ουσιώδες να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της χρήσης των εν λόγω πυροβόλων όπλων που έχουν υποστεί μετατροπή για τη διάπραξη εγκλημάτων, ειδικότερα μέσω της υπαγωγής τους στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας 91/477]. Επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να κατασκευάζονται όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και για σηματοδοσία με τρόπο που να επιτρέπει τη μετατροπή τους για την εκτόξευση βολίδας ή βλήματος μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τεχνικές προδιαγραφές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα είναι δυνατή η εν λόγω μετατροπή.

(21)      Λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό κίνδυνο επανενεργοποίησης πυροβόλων όπλων τα οποία δεν έχουν απενεργοποιηθεί καταλλήλως και με σκοπό τη βελτίωση της ασφάλειας σε ολόκληρη την Ένωση, τα εν λόγω πυροβόλα όπλα θα πρέπει να καλύπτονται από την [οδηγία 91/477]. […]

[…]

(23)      Ορισμένα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα μπορούν να μετατραπούν εύκολα σε αυτόματα πυροβόλα όπλα, γεγονός που συνεπάγεται απειλή για την ασφάλεια. Ακόμη και χωρίς την εν λόγω μετατροπή, ορισμένα ημιαυτόματα όπλα θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά επικίνδυνα όταν φέρουν γεμιστήρες μεγαλύτερης χωρητικότητας αριθμού φυσιγγίων. Ως εκ τούτου, τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με σταθερό γεμιστήρα που επιτρέπει την πυροδότηση μεγάλου αριθμού φυσιγγίων, καθώς και τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με αφαιρούμενο γεμιστήρα που έχει μεγάλη χωρητικότητα, θα πρέπει να απαγορεύονται για μη στρατιωτική χρήση. Η απλή δυνατότητα τοποθέτησης γεμιστήρα με χωρητικότητα άνω των 10 φυσιγγίων για μακρύκαννα πυροβόλα όπλα και άνω των 20 φυσιγγίων για βραχύκαννα πυροβόλα όπλα δεν καθορίζει την κατάταξη του πυροβόλου όπλου σε συγκεκριμένη κατηγορία.

[…]

(27)      Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη διαθέτουν εθνικούς νόμους που ρυθμίζουν τα παλαιά όπλα, τα εν λόγω όπλα δεν υπόκεινται στην [οδηγία 91/477]. Ωστόσο, τα αντίγραφα παλαιών πυροβόλων όπλων δεν έχουν την ίδια ιστορική σημασία ή ενδιαφέρον και μπορούν να κατασκευαστούν με τη χρήση σύγχρονων τεχνικών που μπορούν να βελτιώσουν την ανθεκτικότητα και την ακρίβειά τους. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω αντίγραφα πυροβόλων όπλων θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας 91/477]. Η [οδηγία 91/477] δεν έχει εφαρμογή σε άλλα αντικείμενα, όπως συσκευές τύπου «airsoft» που δεν εμπίπτουν στην έννοια του πυροβόλου όπλου και, συνεπώς, δεν ρυθμίζονται από την εν λόγω οδηγία.

[…]

(33)      Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της σχετικής δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 [ΣΕΕ]. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

[…]

(36)      Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα οδηγία και η οδηγία 91/477/ΕΟΚ αποτελούν ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν [ΕΕ 2008, L 53, σ. 52], οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1 της απόφασης 1999/437/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ 1999, L 176, σ. 31)] σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου[, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ 2008, L 53, σ. 1)].»

9        Το άρθρο 1, σημείο 6, της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα άρθρα 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

Άρθρο 5

[…]

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η άδεια απόκτησης και η άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου της κατηγορίας Β ανακαλούνται εάν το πρόσωπο στο οποίο είχε χορηγηθεί η άδεια βρεθεί να έχει στην κατοχή του γεμιστήρα που μπορεί να προσαρμοσθεί σε ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με κεντρική επίκρουση ή σε επαναληπτικά πυροβόλα όπλα, τα οποία

α)      είναι χωρητικότητας περισσότερων από 20 φυσιγγίων· ή

β)      στην περίπτωση των μακρύκαννων πυροβόλων όπλων, είναι χωρητικότητας περισσότερων από 10 φυσιγγίων,

εκτός εάν στο εν λόγω πρόσωπο είχε χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 6 ή άδεια που έχει επιβεβαιωθεί, ανανεωθεί ή παραταθεί δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4α.

[…]

Άρθρο 6

1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την απαγόρευση της απόκτησης και κατοχής των πυροβόλων όπλων, των ουσιωδών συστατικών μερών και των πυρομαχικών που κατατάσσονται στην κατηγορία Α. Διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω πυροβόλα όπλα, ουσιώδη συστατικά μέρη και πυρομαχικά που κρατούνται παράνομα κατά παράβαση της απαγόρευσης αυτής, κατάσχονται.

2.      Για την προστασία της ασφάλειας των υποδομών ζωτικής σημασίας, των εμπορικών θαλάσσιων μεταφορών, των αποστολών μεγάλης αξίας και των ευαίσθητων εγκαταστάσεων, καθώς και για σκοπούς εθνικής άμυνας και εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς, ερευνητικούς και ιστορικούς σκοπούς, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να χορηγούν σε μεμονωμένες περιπτώσεις, κατ’ εξαίρεση και με τη δέουσα αιτιολόγηση, άδειες για τα πυροβόλα όπλα, ουσιώδη συστατικά μέρη και πυρομαχικά που κατατάσσονται στην κατηγορία Α, εφόσον αυτό δεν αντίκειται στη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη.

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να χορηγούν σε συλλέκτες σε μεμονωμένες ειδικές περιπτώσεις, κατ’ εξαίρεση και με τη δέουσα αιτιολόγηση, άδειες για την απόκτηση και την κατοχή πυροβόλων όπλων, ουσιωδών συστατικών μερών και πυρομαχικών που κατατάσσονται στην κατηγορία Α, υπό αυστηρές προϋποθέσεις ασφάλειας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η παροχή στις αρμόδιες εθνικές αρχές αποδείξεων ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή μέτρα για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε κινδύνων για τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη και ότι τα εν λόγω πυροβόλα όπλα, ουσιώδη συστατικά μέρη ή πυρομαχικά αποθηκεύονται με επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνδέονται με τη μη εγκεκριμένη πρόσβαση στα αντικείμενα αυτά.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι είναι δυνατή η ταυτοποίηση των συλλεκτών που έχουν λάβει άδεια δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου στο πλαίσιο των συστημάτων αρχειοθέτησης δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 4. Οι εν λόγω εγκεκριμένοι συλλέκτες υποχρεούνται να διατηρούν μητρώο όλων των πυροβόλων όπλων στην κατοχή τους που κατατάσσονται στην κατηγορία Α, το οποίο μητρώο είναι προσβάσιμο στις εθνικές αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλο σύστημα παρακολούθησης σε σχέση με τους εν λόγω εγκεκριμένους συλλέκτες, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές παραμέτρους.

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους οπλοπώλες ή τους μεσίτες, στο πλαίσιο της αντίστοιχης επαγγελματικής τους ιδιότητας, να αποκτούν, να κατασκευάζουν, να απενεργοποιούν, να επισκευάζουν, να προμηθεύουν, να μεταφέρουν και να κατέχουν πυροβόλα όπλα, ουσιώδη συστατικά μέρη και πυρομαχικά που κατατάσσονται στην κατηγορία Α, υπό αυστηρές προϋποθέσεις σχετικά με την ασφάλεια.

5.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα μουσεία να αποκτούν και να κατέχουν πυροβόλα όπλα, ουσιώδη συστατικά μέρη και πυρομαχικά που κατατάσσονται στην κατηγορία Α υπό αυστηρές προϋποθέσεις σχετικά με την ασφάλεια.

6.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους σκοπευτές να αποκτούν και να κατέχουν ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που κατατάσσονται στο σημείο 6 ή 7 της κατηγορίας Α, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      ικανοποιητικής αξιολόγησης των σχετικών πληροφοριών που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 2·

β)      παροχής αποδείξεων ότι ο οικείος σκοπευτής ασκείται ή συμμετέχει ενεργά σε αγώνες σκοποβολής αναγνωρισμένους από επίσημα αναγνωρισμένη αθλητική οργάνωση σκοποβολής του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή από διεθνή και επίσημα αναγνωρισμένη αθλητική ομοσπονδία σκοποβολής· και

γ)      παροχής πιστοποιητικού από επίσημα αναγνωρισμένη αθλητική οργάνωση σκοποβολής που επιβεβαιώνει ότι:

i)      ο σκοπευτής είναι μέλος λέσχης σκοποβολής και ασκείται τακτικά στη σκοποβολή εντός της λέσχης εδώ και τουλάχιστον 12 μήνες· και

ii)      το οικείο πυροβόλο όπλο πληροί τις απαραίτητες προδιαγραφές για άθλημα σκοποβολής αναγνωρισμένο από διεθνή και επισήμως αναγνωρισμένη αθλητική ομοσπονδία σκοποβολής.

Όσον αφορά τα πυροβόλα όπλα που κατατάσσονται στο σημείο 6 της κατηγορίας A, τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν στρατιωτικό σύστημα με βάση τη γενική στράτευση και έχουν σε ισχύ κατά τα τελευταία 50 έτη σύστημα μεταβίβασης πολεμικών πυροβόλων όπλων σε πρόσωπα απολυόμενα από τον στρατό μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών καθηκόντων τους, δύνανται να χορηγούν άδεια στα εν λόγω πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως σκοπευτών, ώστε να διατηρούν ένα πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Η αρμόδια δημόσια αρχή μετατρέπει τα εν λόγω πυροβόλα όπλα σε ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα και ελέγχει ανά τακτά χρονικά διαστήματα ότι τα πρόσωπα που χρησιμοποιούν τα εν λόγω πυροβόλα όπλα δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια. Εφαρμόζονται οι διατάξεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ).

7.      Άδειες που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου επανεξετάζονται περιοδικά, ανά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τα πέντε έτη”.»

10      Το άρθρο 1, σημείο 7, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

[…]

β)      παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

“4α.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να επιβεβαιώνουν, ανανεώνουν ή να παρατείνουν άδειες για ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που κατατάσσονται στο σημείο 6, 7 ή 8 της κατηγορίας Α, όσον αφορά πυροβόλο όπλο ταξινομημένο στην κατηγορία Β, και τα οποία έχουν αποκτηθεί νόμιμα και καταχωριστεί πριν τις 13 Ιουνίου 2017, με την επιφύλαξη των υπολοίπων προϋποθέσεων που τίθενται στην παρούσα οδηγία. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την απόκτηση τέτοιων πυροβόλων όπλων από άλλα πρόσωπα στα οποία έχουν χορηγηθεί άδειες από κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, όπως τροποποιήθηκε από την [προσβαλλόμενη οδηγία].”»

11      Το άρθρο 1, σημείο 13, της προσβαλλόμενης οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Στο άρθρο 12, η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

[…]

β)      το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“Ωστόσο, η παρέκκλιση αυτή δεν ισχύει για τα ταξίδια προς κράτος μέλος το οποίο δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 3 είτε απαγορεύει την απόκτηση και την κατοχή του εν λόγω όπλου ή την υπάγει σε απαίτηση άδειας. Σε αυτή την περίπτωση, γίνεται ρητή σχετική μνεία στο ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αρνηθούν να εφαρμόσουν αυτή την παρέκκλιση στην περίπτωση πυροβόλων όπλων που κατατάσσονται στην κατηγορία Α για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 6 ή για τα οποία η άδεια έχει επιβεβαιωθεί, ανανεωθεί ή παραταθεί δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4α.”»

12      Το άρθρο 1, σημείο 19, της προσβαλλόμενης οδηγίας τροποποιεί το παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, της οδηγίας 91/477 ως εξής:

«[…]

ii)      στην κατηγορία Α, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

“6.      Τα αυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί σε ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα, με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 4α.

7.      Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με κεντρική επίκρουση:

α)      βραχύκαννα πυροβόλα όπλα ικανά για περισσότερες από 21 βολές χωρίς επαναγέμιση, εάν:

i)      γεμιστήρας χωρητικότητας μεγαλύτερης των 20 φυσιγγίων αποτελεί μέρος του εν λόγω πυροβόλου όπλου· ή

ii)      σε αυτό εισάγεται αφαιρούμενος γεμιστήρας χωρητικότητας μεγαλύτερης των 20 φυσιγγίων·

β)      μακρύκαννα πυροβόλα όπλα ικανά για περισσότερες από 11 βολές χωρίς επαναγέμιση, εάν:

i)      γεμιστήρας χωρητικότητας μεγαλύτερης των 10 φυσιγγίων αποτελεί μέρος του εν λόγω πυροβόλου όπλου· ή

ii)      σε αυτό εισάγεται αφαιρούμενος γεμιστήρας χωρητικότητας μεγαλύτερης των 10 φυσιγγίων.

8.      Ημιαυτόματα μακρύκαννα πυροβόλα όπλα (δηλαδή πυροβόλα όπλα που προβλέπεται αρχικά να πυροδοτούνται από τον ώμο) των οποίων το μήκος μπορεί να μειωθεί κάτω των 60 cm, χωρίς απώλειες όσον αφορά τη λειτουργικότητα, με αναδιπλούμενο ή τηλεσκοπικό κοντάκι ή με κοντάκι που μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς εργαλεία.

9.      Οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο αυτής της κατηγορίας που έχει μετατραπεί είτε σε όπλο που εκτοξεύει αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλο χαιρετισμού ή κρότου.”

[…]

iv)      η κατηγορία Γ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“Κατηγορία Γ – Πυροβόλα όπλα και όπλα για τα οποία απαιτείται δήλωση

[…]

3.      Τα μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα εκτός από εκείνα που παρατίθενται στην κατηγορία Α ή Β.

[…]

5.      Οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο αυτής της κατηγορίας που έχει μετατραπεί είτε σε όπλο που εκτοξεύει αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλο χαιρετισμού ή κρότου.

6.      Τα πυροβόλα όπλα που κατατάσσονται στην κατηγορία Α ή Β ή στην παρούσα κατηγορία και έχουν απενεργοποιηθεί σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2403.

[…]”

V)      διαγράφεται η κατηγορία Δ·

[…]».

 Η διοργανική συμφωνία

13      Τα σημεία 12 έως 18 της διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, της 13ης Απριλίου 2016 (ΕΕ 2016, L 123, σ. 1, στο εξής: διοργανική συμφωνία), αφορούν τις εκτιμήσεις επιπτώσεων, τα δε σημεία της 12 έως 15 ορίζουν τα εξής:

«12.      Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν ως προς τη θετική συνεισφορά των εκτιμήσεων επιπτώσεων στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας της Ένωσης.

Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων είναι ένα εργαλείο που βοηθά τα τρία θεσμικά όργανα να λάβουν εμπεριστατωμένες αποφάσεις και δεν υποκαθιστούν τις πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων δεν πρέπει να καθυστερούν αδικαιολόγητα τη νομοθετική διαδικασία ή να θίγουν τη δυνατότητα των συννομοθετών να προτείνουν τροποποιήσεις.

Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα πρέπει να καλύπτουν την ύπαρξη, το μέγεθος και τις συνέπειες ενός προβλήματος και το ερώτημα κατά πόσον απαιτείται ανάληψη δράσης από την Ένωση. Θα πρέπει να χαρτογραφούν εναλλακτικές λύσεις και, στο μέτρο του δυνατού, το πιθανό βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο κόστος και όφελος, αξιολογώντας τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις με ολοκληρωμένο και ισορροπημένο τρόπο, καθώς και χρησιμοποιώντας τόσο ποιοτικές όσο και ποσοτικές αναλύσεις. Οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας θα πρέπει να γίνονται πλήρως σεβαστές, καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα πρέπει επίσης να εξετάζουν, όπου είναι δυνατόν, το “κόστος της μη Ευρώπης” και τον αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα και τον διοικητικό φόρτο των διαφόρων επιλογών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις [μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)] (“προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις”), τις ψηφιακές πλευρές και τον εδαφικό αντίκτυπο. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα πρέπει να βασίζονται σε ακριβή, αντικειμενικά και πλήρη στοιχεία και θα πρέπει να είναι αναλογικές όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την εστίασή τους.

13.      Η Επιτροπή θα διενεργεί εκτιμήσεις επιπτώσεων των νομοθετικών […] πρωτοβουλιών της […] που αναμένεται να έχουν σημαντικές οικονομικές, περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιπτώσεις. Οι πρωτοβουλίες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής ή στην κοινή δήλωση, θα συνοδεύονται κατά κανόνα από εκτίμηση επιπτώσεων.

Κατά τη δική της διαδικασία εκτίμησης επιπτώσεων, η Επιτροπή θα προβαίνει σε όσο το δυνατόν ευρύτερες διαβουλεύσεις. Η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου της Επιτροπής θα προβαίνει σε αντικειμενικό έλεγχο ποιότητας των εκτιμήσεων επιπτώσεων που διενεργεί η Επιτροπή. Τα τελικά αποτελέσματα των εκτιμήσεων επιπτώσεων θα κοινοποιούνται στο [Κοινοβούλιο], το Συμβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια και θα δημοσιοποιούνται μαζί με τη(τις) γνώμη(-ες) της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου κατά τον χρόνο έγκρισης της πρωτοβουλίας της Επιτροπής.

14.      Το [Κοινοβούλιο] και το Συμβούλιο, κατά την εξέταση των νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής, θα λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις εκτιμήσεις επιπτώσεων της Επιτροπής. Προς το σκοπό αυτό οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα παρουσιάζονται με τρόπο που να διευκολύνει την εξέταση των επιλογών της Επιτροπής από το [Κοινοβούλιο] και το Συμβούλιο.

15.      Το [Κοινοβούλιο] και το Συμβούλιο, όταν κρίνουν ότι είναι αρμόζον και απαραίτητο για τη νομοθετική διαδικασία, θα πραγματοποιούν εκτιμήσεις επιπτώσεων σε ό,τι αφορά τις ουσιώδεις τροποποιήσεις τους στην πρόταση της Επιτροπής. Το [Κοινοβούλιο] και το Συμβούλιο θα χρησιμοποιούν, κατά γενικό κανόνα, ως αφετηρία των περαιτέρω εργασιών τους την εκτίμηση επιπτώσεων της Επιτροπής. Ο ορισμός της “ουσιώδους” τροποποίησης θα εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο όργανο.»

 Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14      Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη οδηγία και να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα ή,

–        επικουρικώς:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, σημείο 6, της προσβαλλόμενης οδηγίας, κατά το μέτρο που προσθέτει το άρθρο 5, παράγραφος 3, και το άρθρο 6, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στην οδηγία 91/477·

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, σημείο 7, της προσβαλλόμενης οδηγίας, κατά το μέτρο που προσθέτει το άρθρο 7, παράγραφος 4α, στην οδηγία 91/477·

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, σημείο 19, της προσβαλλόμενης οδηγίας κατά το μέτρο που:

–        στο παράρτημα I, μέρος II, της οδηγίας 91/477, προσθέτει τα σημεία 6 έως 8 της κατηγορίας A·

–        στο εν λόγω παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, τροποποιεί την κατηγορία Β·

–        στο εν λόγω παράρτημα I, μέρος II, προσθέτει το σημείο 6 της κατηγορίας Γ·

–        τροποποιεί το αυτό παράρτημα I, μέρος III, καθώς και

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

15      Το Κοινοβούλιο και, με το κύριο αίτημά του, το Συμβούλιο ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. Επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη οδηγία, το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να διατάξει τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της για επαρκές χρονικό διάστημα ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη των αναγκαίων μέτρων.

16      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιανουαρίου 2018, επιτράπηκε στην Ουγγαρία και στη Δημοκρατία της Πολωνίας να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Τσεχικής Δημοκρατίας.

17      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της ίδιας ημέρας, επιτράπηκε στη Γαλλική Δημοκρατία και στην Επιτροπή να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

18      Παράλληλα με την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, η Τσεχική Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζήτησε από το Δικαστήριο να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης οδηγίας.

19      Με διάταξη της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C-482/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:119), ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν απέδειξε την πλήρωση της προϋπόθεσης του επείγοντος, και επιφυλάχθηκε ως προς τα σχετικά με τη διαδικασία αυτή δικαστικά έξοδα.

 Επί της προσφυγής

20      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, ο δεύτερος σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ο τρίτος σε παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ο τέταρτος σε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ενώ η οδηγία 91/477 επιδίωκε την εναρμόνιση των ανομοιογενών εθνικών κανόνων σχετικά με την απόκτηση και κατοχή πυροβόλων όπλων προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια στην εσωτερική αγορά, τούτο δεν συμβαίνει με την προσβαλλόμενη οδηγία. Συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο και από την αιτιολογία της τελευταίας αυτής οδηγίας προκύπτει ότι οι σκοποί που επιδιώκει συνίστανται αποκλειστικώς στη διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου δημόσιας ασφάλειας σε σχέση με την τρομοκρατική απειλή και άλλες μορφές εγκληματικότητας. Ειδικότερα, από την αιτιολογική έκθεση της προσβαλλόμενης οδηγίας προκύπτει ότι αυτή δεν δικαιολογείται ούτε από υφιστάμενα εμπόδια ούτε από κίνδυνο παρεμπόδισης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, αλλά δικαιολογείται αποκλειστικά από την ανάγκη αντιμετώπισης της κατάχρησης των πυροβόλων όπλων για εγκληματικούς ή τρομοκρατικούς σκοπούς.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να αποτελέσει προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση της προσβαλλόμενης οδηγίας. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων πρέπει να αποτελεί τον κύριο στόχο της νομοθεσίας της Ένωσης που θεσπίζεται βάσει του άρθρου αυτού, ενώ ενδεχόμενοι άλλοι στόχοι πρέπει να είναι μόνον παρεπόμενοι. Η απαγόρευση όμως της κατοχής ορισμένων ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων και των γεμιστήρων τους, που αποτελεί την κύρια καινοτομία της προσβαλλόμενης οδηγίας, δεν συνδέεται με τις επιμέρους ανεπάρκειες στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς που έχει προσδιορίσει η Επιτροπή.

23      Επιπλέον, δεν υφίσταται επί του παρόντος στις Συνθήκες νομική βάση η οποία να επιτρέπει τη θέσπιση τέτοιου μέτρου απαγορεύσεως. Συγκεκριμένα, η εναρμόνιση στον τομέα της πρόληψης του εγκλήματος και της τρομοκρατίας αποκλείεται ρητώς από το άρθρο 84 ΣΛΕΕ. Τούτο απηχεί το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη είναι τα μόνα υπεύθυνα για την εθνική ασφάλεια στο έδαφός τους και πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διασφαλίζουν την τήρηση της δημοσίας τάξεως στο έδαφος αυτό. Κατά συνέπεια, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη οδηγία, ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη τις αρμοδιότητές του και παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

24      Η Τσεχική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι δεν αμφισβητεί το δικαίωμα του νομοθέτη της Ένωσης να τροποποιεί τις ισχύουσες οδηγίες. Ωστόσο, οι τροποποιήσεις τους πρέπει να εκδίδονται στηριζόμενες σε νομική βάση σύμφωνη προς τους σκοπούς τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, αποκλειομένων εκείνων των μέτρων που δεν θα μπορούσαν να έχουν περιληφθεί στο αρχικό κείμενο, δεν στηρίζονται στη δική τους νομική βάση και βαίνουν πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης.

25      Η Ουγγαρία συντάσσεται με την επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας και προσθέτει ότι, αν και, για τον καθορισμό της νομικής βάσης μιας τροποποιητικής κανονιστικής ρύθμισης, πρέπει να εξεταστεί στο σύνολό της η πράξη στην οποία ενσωματώνεται η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι η νομική βάση της τροποποιητικής πράξης πρέπει να καθοριστεί με γνώμονα αποκλειστικά και μόνον τους σκοπούς και το περιεχόμενο της τροποποιούμενης πράξης. Συγκεκριμένα, με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης της Ένωσης θα μπορούσε να παρεκκλίνει από τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπουν οι Συνθήκες, όπως είναι η ψήφος με ειδική πλειοψηφία ή με ομοφωνία, και, όπως εν προκειμένω, να καταστρατηγήσει την αρχή της δοτής αρμοδιότητας.

26      Εν προκειμένω, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένων υπόψη των αρχικών σκοπών της οδηγίας 91/477, το αντικείμενο της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν είναι εντελώς ξένο προς τους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, εντούτοις οι σκοποί αυτοί, όσον αφορά την προσβαλλόμενη οδηγία, είναι –το πολύ– παρεπόμενοι σε σχέση με τον κύριο σκοπό των τροποποιήσεων που περιλαμβάνει η εν λόγω οδηγία, ήτοι την πρόληψη της εγκληματικότητας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 114 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομική βάση της οδηγίας αυτής.

27      Η Δημοκρατία της Πολωνίας συντάσσεται και αυτή με την επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας και προσθέτει ότι, όταν η θεσπιζόμενη τροποποίηση πράξης της Ένωσης στηρίζεται στη νομική βάση που είχε αρχικώς επιλεγεί για την έκδοση της εν λόγω πράξης, τούτο δε ανεξαρτήτως του σκοπού και του περιεχομένου της επερχόμενης τροποποίησης, τίθεται υπό αμφισβήτηση η ίδια η ουσία της αρχής της δοτής αρμοδιότητας.

28      Επιπλέον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι μόνον τα πυρομαχικά –και όχι τα πυροβόλα όπλα– αποτελούν επικίνδυνα εμπορεύματα από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, οπότε κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αντληθεί από τη φερόμενη επικινδυνότητα των πυροβόλων όπλων προς δικαιολόγηση μέτρων συνιστάμενων στην απαγόρευση της εμπορίας ορισμένων πυροβόλων όπλων ή στην εναρμόνιση των προϋποθέσεων απόκτησης, κατοχής και κυκλοφορίας τους εντός της εσωτερικής αγοράς.

29      Εξάλλου, η απαγόρευση εμπορίας συγκεκριμένων κατηγοριών πυροβόλων όπλων δεν διευκολύνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη οδηγία δημιουργεί νέα εμπόδια στη λειτουργία αυτή, καθόσον παρέλειψε να προβεί σε εναρμόνιση όσον αφορά την ημερομηνία από την οποία τα πυροβόλα όπλα θεωρούνται παλαιά, εισήγαγε δε όχι μόνο νέους διφορούμενους ορισμούς, αλλά και κανόνες που περιλαμβάνουν στοιχεία ικανά να οδηγήσουν σε διαφορετική μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών.

30      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, αμφισβητούν την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της Τσεχικής Δημοκρατίας καθώς και των επιχειρημάτων που προέβαλαν η Ουγγαρία και η Δημοκρατία της Πολωνίας προς στήριξή της.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης αυτής. Εάν από την εξέταση της οικείας πράξης αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή επιδιώκει διττό σκοπό ή ότι απαρτίζεται από δύο συνιστώσες, και ότι εξ αυτών ο πρώτος σκοπός ή η πρώτη συνιστώσα έχει κύριο ή προεξάρχοντα χαρακτήρα, ενώ ο δεύτερος σκοπός ή η δεύτερη συνιστώσα έχει απλώς παρεπόμενο χαρακτήρα, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτείται κατά τον κύριο ή προεξάρχοντα σκοπό ή κατά την κύρια ή προεξάρχουσα συνιστώσα (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Buhagiar κ.λπ., C-267/16, EU:C:2018:26, σκέψη 41 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μπορεί να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό της προσήκουσας νομικής βάσης, το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται μια νέα ρύθμιση, ιδίως καθόσον ένα τέτοιο πλαίσιο είναι ικανό να αποσαφηνίσει τον σκοπό της εν λόγω ρύθμισης (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-166/07, EU:C:2009:499, σκέψη 52).

33      Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν τα μέτρα τα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

34      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, καίτοι η απλή διαπίστωση αποκλίσεων μεταξύ των εθνικών ρυθμίσεων δεν αρκεί προς δικαιολόγηση της επιλογής του άρθρου 114 ΣΛΕΕ ως νομικής βάσης, δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση διαφορών μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που είναι ικανές να εμποδίσουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών και να έχουν, ως εκ τούτου, άμεσο αντίκτυπο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑358/14, EU:C:2016:323, σκέψη 32 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Επιπλέον, η επιλογή του άρθρου 114 ΣΛΕΕ ως νομικής βάσης είναι μεν δυνατή προκειμένου να προληφθούν μελλοντικά εμπόδια στο εμπόριο λόγω της ανομοιογενούς εξελίξεως των εθνικών νομοθεσιών, η εμφάνιση όμως των εμποδίων αυτών πρέπει να πιθανολογείται και το επίμαχο μέτρο πρέπει να έχει ως αντικείμενο την πρόληψή τους (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-358/14, EU:C:2016:323, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για να χρησιμοποιηθεί το άρθρο 114 ΣΛΕΕ ως νομική βάση, ο νομοθέτης της Ένωσης πρέπει να είναι ελεύθερος να στηριχθεί σ’ αυτή τη νομική βάση ασχέτως αν η προστασία των γενικών συμφερόντων που αναφέρει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, και στα οποία συγκαταλέγεται η ασφάλεια, έχει καθοριστική σημασία ως προς τις επιλογές στις οποίες αυτός καλείται να προβεί (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑358/14, EU:C:2016:323, σκέψη 34 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Επομένως, όταν υφίστανται εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές ή όταν πιθανολογείται ότι θα εμφανιστούν τέτοια εμπόδια στο μέλλον επειδή τα κράτη μέλη έχουν ήδη λάβει ή λαμβάνουν έναντι ενός προϊόντος ή μιας κατηγορίας προϊόντων αποκλίνοντα μέτρα που έχουν ως συνέπεια να εξασφαλίζεται διαφορετικό επίπεδο προστασίας και, ως εκ τούτου, να παρακωλύεται η ελεύθερη κυκλοφορία του οικείου ή των οικείων προϊόντων, το άρθρο 114 ΣΛΕΕ εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη της Ένωσης να παρέμβει και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα τηρώντας, αφενός, την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου και, αφετέρου, τις αρχές του δικαίου οι οποίες μνημονεύονται στη Συνθήκη ΛΕΕ ή έχουν τεθεί από τη νομολογία, ιδίως δε την αρχή της αναλογικότητας (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-358/14, EU:C:2016:323, σκέψη 36 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, όταν μια πράξη που στηρίζεται στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ έχει ήδη εξαλείψει κάθε εμπόδιο στο εμπόριο στον τομέα που εναρμονίζει, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν μπορεί να στερείται της δυνατότητας να προσαρμόζει την πράξη αυτή σε κάθε μεταβολή των περιστάσεων ή σε κάθε εξέλιξη των γνώσεων, δεδομένου του καθήκοντος που τον βαρύνει σχετικά με την προστασία των γενικών συμφερόντων που αναγνωρίζει η Συνθήκη (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ., C-58/08, EU:C:2010:321, σκέψη 34 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να εκπληρώσει ορθώς το καθήκον του σχετικά με την προστασία των γενικών συμφερόντων που αναγνωρίζει η Συνθήκη μόνον αν έχει την ευχέρεια να προσαρμόζει τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία σε αυτές τις μεταβολές ή εξελίξεις [πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, C-491/01, EU:C:2002:741, σκέψη 77].

40      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας αποτελεί σκοπό γενικού συμφέροντος της Ένωσης, προκειμένου να διατηρηθεί η διεθνής ειρήνη και η διεθνής ασφάλεια. Το ίδιο ισχύει για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας προς προστασία της δημόσιας ασφάλειας (απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, ενώ η Τσεχική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία και από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η νομική βάση της προσβαλλόμενης οδηγίας πρέπει να προσδιοριστεί κατόπιν εξέτασης της εν λόγω οδηγίας και μόνον, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα ως προς το σημείο αυτό από τη Γαλλική Δημοκρατία, ισχυρίζονται ότι η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργηθεί λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της οδηγίας 91/477, στην τροποποίηση της οποίας αποβλέπει η προσβαλλόμενη οδηγία.

42      Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 32, 38 και 39 της παρούσας απόφασης, προκειμένου περί ρυθμίσεως που τροποποιεί υφιστάμενη κανονιστική ρύθμιση, για τον προσδιορισμό της νομικής της βάσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η υφιστάμενη κανονιστική ρύθμιση την οποία αυτή τροποποιεί και, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενό της.

43      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη οδηγία συνιστά οδηγία που τροποποιεί την οδηγία 91/477, ιδίως με την προσθήκη νέων διατάξεων, η τελευταία αυτή οδηγία συνιστά το νομικό πλαίσιο της προσβαλλόμενης οδηγίας. Τούτο επιβεβαιώνεται, ιδίως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της προσβαλλόμενης οδηγίας, οι οποίες κάνουν λόγο για την ισορροπία που καθιερώνει η οδηγία 91/477 μεταξύ, αφενός, της δέσμευσης να εξασφαλισθεί, ως έναν βαθμό, η ελεύθερη κυκλοφορία ορισμένων πυροβόλων όπλων και ουσιωδών συστατικών μερών τους εντός της Ένωσης και, αφετέρου, της ανάγκης ελέγχου της εν λόγω ελεύθερης κυκλοφορίας, με την απαίτηση εγγυήσεων ασφαλείας, προσαρμοσμένων στα εν λόγω αντικείμενα, καθώς και για την ανάγκη προσαρμογής της ισορροπίας αυτής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάχρηση των πυροβόλων όπλων για εγκληματικούς σκοπούς, λαμβανομένων υπόψη των «πρόσφατων τρομοκρατικών ενεργειών».

44      Αφετέρου, η προσέγγιση την οποία προτείνει η Τσεχική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία και από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, θα κατέληγε ενδεχομένως σε παράδοξο αποτέλεσμα, δηλαδή στο ότι, ενώ η τροποποιητική πράξη δεν θα ήταν δυνατόν να εκδοθεί βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, ο νομοθέτης της Ένωσης θα μπορούσε, αντιθέτως, να καταλήξει στο ίδιο κανονιστικό αποτέλεσμα καταργώντας την αρχική πράξη και προβαίνοντας σε πλήρη αναδιατύπωση της πράξης αυτής με νέα πράξη, εκδιδόμενη βάσει της διάταξης αυτής.

45      Επομένως, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν τα εν λόγω κράτη μέλη και όπως ορθώς υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η νομική βάση επί της οποίας έπρεπε να στηριχθεί η προσβαλλόμενη οδηγία πρέπει εν προκειμένω να προσδιοριστεί αφού ληφθούν υπόψη, ειδικότερα, τόσο το πλαίσιο που συνιστά η οδηγία 91/477 όσο και η ρύθμιση η οποία προκύπτει από τις τροποποιήσεις που επέφερε στην οδηγία 91/477 η προσβαλλόμενη οδηγία.

46      Πρώτον, όσον αφορά την οδηγία 91/477, από τη δεύτερη έως την τέταρτη αιτιολογική της σκέψη προκύπτει ότι η οδηγία αυτή εκδόθηκε με σκοπό την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η κατάργηση των ελέγχων της ασφάλειας των μεταφερομένων αντικειμένων καθώς και των προσώπων προϋπέθετε, μεταξύ άλλων, την προσέγγιση των νομοθεσιών μέσω αποτελεσματικής ρύθμισης για τα πυροβόλα όπλα, με σκοπό την καθιέρωση ελέγχου, στο εσωτερικό των κρατών μελών, της απόκτησης, της κατοχής και της μεταφοράς τους. Κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, μια τέτοια ρύθμιση δημιουργεί, πράγματι, μεγαλύτερη αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της προστασίας της ασφάλειας των προσώπων (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Buhagiar κ.λπ., C-267/16, EU:C:2018:26, σκέψη 43).

47      Όσον αφορά το περιεχόμενο της οδηγίας 91/477, η εν λόγω οδηγία καθιερώνει ένα εναρμονισμένο ελάχιστο πλαίσιο σχετικά με την κατοχή και την απόκτηση πυροβόλων όπλων, καθώς και σχετικά με τη μεταφορά τους μεταξύ των κρατών μελών. Προς τούτο, η οδηγία αυτή προβλέπει διατάξεις που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η απόκτηση και η κατοχή πυροβόλων όπλων διαφόρων κατηγοριών, με την ταυτόχρονη πρόβλεψη, για λόγους δημόσιας ασφάλειας, ότι η απόκτηση ορισμένων ειδών πυροβόλων όπλων πρέπει να απαγορεύεται. Επιπλέον, η οδηγία αυτή περιλαμβάνει κανόνες που αποσκοπούν στην εναρμόνιση των διοικητικών μέτρων των κρατών μελών σχετικά με την κυκλοφορία των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση, έχοντας ως βασική αρχή ότι η κυκλοφορία των όπλων απαγορεύεται, εκτός αν ακολουθηθούν οι διαδικασίες που προβλέπονται προς τούτο από την ίδια οδηγία (πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Buhagiar κ.λπ., C-267/16, EU:C:2018:26, σκέψεις 49 έως 51).

48      Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 91/477 αποτελεί μέτρο το οποίο σκοπό έχει να εξασφαλίσει, σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, δηλαδή των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση, την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οριοθετώντας ταυτόχρονα την ελευθερία αυτή με εγγυήσεις ασφαλείας προσαρμοσμένες στη φύση των συγκεκριμένων εμπορευμάτων (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Buhagiar κ.λπ., C-267/16, EU:C:2018:26, σκέψη 52).

49      Δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό της προσβαλλόμενης οδηγίας, καταρχάς, από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός της είναι η περαιτέρω βελτίωση ορισμένων πτυχών της οδηγίας 91/477 και η προσαρμογή της ισορροπίας μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των επίμαχων εμπορευμάτων και των εγγυήσεων ασφαλείας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των «πρόσφατων τρομοκρατικών ενεργειών». Μολονότι προκύπτει, ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις 9, 15, 20, 21 και 23 της προσβαλλόμενης οδηγίας, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τα πλέον επικίνδυνα, τα απενεργοποιημένα και τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα, ότι ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε αυστηρότερους κανόνες για τα διάφορα αυτά είδη πυροβόλων όπλων ανάγεται σε αναφερόμενες σε αυτά τα είδη όπλων ανησυχίες σχετικές με την ασφάλεια, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι, με την έκδοση της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης αποσκοπούσε επίσης στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας ορισμένων όπλων, όπως επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 6 της εν λόγω οδηγίας, σχετικά με τη σήμανση των πυροβόλων όπλων και των ουσιωδών συστατικών μερών τους.

50      Περαιτέρω, όσον αφορά το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης οδηγίας, επισημαίνεται ότι το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας αυτής παρέχει ακριβείς ορισμούς, μεταξύ άλλων, των προσώπων, των αντικειμένων και των δραστηριοτήτων που υπάγονται στη νέα ρύθμιση. Το σημείο 3 του άρθρου αυτού καθιερώνει ένα νέο σύστημα σήμανσης των πυροβόλων όπλων και των ουσιωδών συστατικών μερών τους, ρυθμίζει τη δραστηριότητα των οπλοπωλών και των μεσιτών και διευκρινίζει τα δεδομένα που θα πρέπει να καταγράφονται στα συστήματα αρχειοθέτησης δεδομένων των κρατών μελών, τη διατήρησή τους και τη δυνατότητα προσβάσεως σε αυτά. Το σημείο 6 του εν λόγω άρθρου εκθέτει λεπτομερώς τις προϋποθέσεις χορήγησης και ανάκλησης των αδειών απόκτησης και κατοχής πυροβόλων όπλων, περιλαμβάνει τους κανόνες σχετικά με την εποπτεία των πυροβόλων όπλων προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος να καταστούν τα εν λόγω όπλα προσβάσιμα σε πρόσωπα χωρίς άδεια, απαγορεύει την απόκτηση και κατοχή πυροβόλων όπλων της κατηγορίας A και διευκρινίζει τις παρεκκλίσεις από την απαγόρευση αυτή. Το σημείο 7 του ίδιου άρθρου επιβάλλει τον τακτικό έλεγχο των αδειών κατοχής πυροβόλων όπλων και προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να χορηγούν μια περαιτέρω παρέκκλιση από την απαγόρευση της κατοχής των πυροβόλων όπλων της κατηγορίας Α. Το άρθρο 1, σημείο 8, της προσβαλλόμενης οδηγίας υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν την απόκτηση ή κατοχή πυροβόλων όπλων των κατηγοριών Β και Γ. Το σημείο 9 του άρθρου αυτού υποβάλλει τα πυρομαχικά και ορισμένους γεμιστήρες στους ίδιους κανόνες με αυτούς που ισχύουν για την απόκτηση και την κατοχή των πυροβόλων όπλων για τα οποία προορίζονται. Το σημείο 10 του εν λόγω άρθρου περιέχει ρύθμιση αφορώσα τα όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και για σηματοδοσία καθώς και τα όπλα που έχουν απενεργοποιηθεί. Το σημείο 12 του ίδιου άρθρου απαγορεύει, κατ’ αρχήν, τη μεταφορά πυροβόλων όπλων από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και το σημείο 13 αυτού προβλέπει τις εφαρμοστέες επί της μεταφοράς αυτής παρεκκλίσεις. Το άρθρο 1, σημείο 14, της προσβαλλόμενης οδηγίας αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και το σημείο 19 του άρθρου αυτού τροποποιεί το παράρτημα Ι της οδηγίας 91/477, παραθέτοντας λεπτομερώς την ταξινόμηση των όπλων στις κατηγορίες Α έως Γ.

51      Επομένως, η προσβαλλόμενη οδηγία περιλαμβάνει, όπως ακριβώς και η οδηγία 91/477, διατάξεις σχετικές με την κατοχή και την απόκτηση των πυροβόλων όπλων καθώς και με τη μεταφορά τους μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές διέπουν την απόκτηση και κατοχή πυροβόλων όπλων από ιδιώτες προβλέποντας, μεταξύ άλλων, ότι ορισμένα από τα όπλα αυτά απαγορεύονται, ενώ άλλα υπόκεινται σε άδεια ή σε δήλωση. Επιπλέον, εναρμονίζουν τα διοικητικά μέτρα των κρατών μελών σχετικά με την κυκλοφορία των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση.

52      Τέλος, από διάφορα έγγραφα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά την κατάρτιση της προσβαλλόμενης οδηγίας και περιήλθαν σε γνώση του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, με την έκδοση της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπούσε πράγματι στο να διαφυλάξει, σε ένα μεταβαλλόμενο πλαίσιο ασφάλειας, την ασφάλεια των πολιτών της Ένωσης και να βελτιώσει ταυτοχρόνως τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των πυροβόλων όπλων, επιφέροντας λύσεις σε εντοπισθέντα προβλήματα. Ειδικότερα, η αξιολόγηση REFIT κατέδειξε ότι οι διαφορές των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ταξινόμηση πυροβόλων όπλων στις κατηγορίες Γ και Δ, καθώς και οι διαφορές κατά την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με το ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου υπονόμευαν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση.

53      Πάντως, ο νομοθέτης της Ένωσης, αναπροσαρμόζοντας κατά τον τρόπο αυτόν την ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των εγγυήσεων ασφαλείας, απλώς προσάρμοσε στις εξελίξεις των περιστάσεων τους κανόνες σχετικά με την κατοχή και την απόκτηση των πυροβόλων όπλων που προβλέπονταν από την οδηγία 91/477.

54      Πράγματι, κατά πρώτον, όπως ορθώς υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ο νομοθέτης της Ένωσης, καθόσον εξέδωσε την προσβαλλόμενη οδηγία, συνέχισε να επιδιώκει, στο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων κινδύνων ασφαλείας, τον σκοπό που εξαγγέλλεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/477 περί ενίσχυσης της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της προστασίας της ασφάλειας των προσώπων μέσω της πρόβλεψης, προς τούτο, κατηγοριών πυροβόλων όπλων των οποίων η απόκτηση και η κατοχή από ιδιώτες είτε απαγορεύεται είτε υπόκειται σε άδεια ή δήλωση, σκοπό ο οποίος αποβλέπει, αυτός καθεαυτόν, στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

55      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι οι περιστάσεις έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς μετά την έκδοση της οδηγίας 91/477, δεδομένου, καταρχάς, ότι η Ένωση διευρύνθηκε επανειλημμένως, εν συνεχεία, ότι ιδρύθηκε ο χώρος Σένγκεν ο οποίος και επεκτάθηκε σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης και, τέλος, ότι οι απειλές τρομοκρατίας και διασυνοριακής εγκληματικότητας οξύνθηκαν.

56      Όπως όμως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας απόφασης, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν μπορεί να στερείται της δυνατότητας να προσαρμόσει, βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, μια πράξη όπως η οδηγία 91/477 σε κάθε μεταβολή των περιστάσεων ή σε κάθε εξέλιξη των γνώσεων, λαμβανομένου υπόψη του καθήκοντος που τον βαρύνει σχετικά με την προστασία των γενικών συμφερόντων που αναγνωρίζουν οι Συνθήκες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας.

57      Κατά δεύτερον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 46 και 47 των προτάσεών της, η εναρμόνιση των πτυχών σχετικά με την ασφάλεια των εμπορευμάτων αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι οι αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα αυτό είναι ικανές να δημιουργήσουν εμπόδια στις συναλλαγές. Πάντως, δεδομένου ότι η ιδιαιτερότητα των πυροβόλων όπλων συνίσταται, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, στην επικινδυνότητά τους όχι μόνο για τους χρήστες, αλλά και για το ευρύ κοινό, όπως έχει ήδη επισημάνει το Δικαστήριο με τη σκέψη 54 της απόφασης της 23ης Ιανουαρίου 2018, Buhagiar κ.λπ. (C-267/16, EU:C:2018:26), οι αναγόμενες στη δημόσια ασφάλεια εκτιμήσεις παρίστανται αναγκαίες στο πλαίσιο της ρύθμισης σχετικά με την απόκτηση και την κατοχή των εμπορευμάτων αυτών, όπως υπενθυμίζεται και στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/477.

58      Κατά τρίτον, ουδόλως αποδείχθηκε, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θα είχε λάβει προσηκόντως υπόψη τη νομική βάση που συνιστά το άρθρο 114 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, θα είχε υπερβεί τα όρια των αρμοδιοτήτων που έχουν απονεμηθεί στην Ένωση, αν, αντί να εκδώσει την προσβαλλόμενη οδηγία, είχε αναδιατυπώσει την οδηγία 91/477 ενσωματώνοντας, μέσω αυτής της εναλλακτικής νομοθετικής οδού, τις τροποποιήσεις που επέφερε η προσβαλλόμενη οδηγία.

59      Αντιθέτως, από τα ίδια αυτά στοιχεία προκύπτει ότι η πράξη που απορρέει από τις τροποποιήσεις που επέφερε η προσβαλλόμενη οδηγία στην οδηγία 91/477 περιλαμβάνει ρύθμιση της εσωτερικής αγοράς των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση η οποία είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες των εν λόγω εμπορευμάτων και η οποία εξακολουθεί να διασφαλίζει, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 52 της απόφασης της 23ης Ιανουαρίου 2018, Buhagiar κ.λπ. (C-267/16, EU:C:2018:26), σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οριοθετώντας ταυτόχρονα την ελευθερία αυτή με εγγυήσεις ασφάλειας προσαρμοσμένες στη φύση των εν λόγω εμπορευμάτων.

60      Τρίτον, κατά το μέτρο που η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η απαγόρευση εμπορίας ορισμένων κατηγοριών πυροβόλων όπλων δεν διευκολύνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ότι από την προσβαλλόμενη οδηγία προκύπτουν νέα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση, αφενός, υπενθυμίζεται ότι οι συντάκτες της Συνθήκης, χρησιμοποιώντας στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ την έκφραση «μέτρα σχετικά με την προσέγγιση», θέλησαν να απονείμουν στον νομοθέτη της Ένωσης, σε συνάρτηση με το γενικό πλαίσιο και τις ειδικές περιστάσεις του υπό εναρμόνιση τομέα, ορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς την τεχνική της προσέγγισης που είναι η πιο ενδεδειγμένη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ιδίως σε τομείς που χαρακτηρίζονται από σύνθετα τεχνικά ζητήματα (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-358/14, EU:C:2016:323, σκέψη 37 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Αναλόγως των περιστάσεων, τα μέτρα αυτά ενδέχεται να συνίστανται στην επιβολή, σε όλα τα κράτη μέλη, της υποχρέωσης να επιτρέπουν την εμπορία του οικείου ή των οικείων προϊόντων, στην επιβολή τέτοιας υποχρέωσης αλλά υπό όρους ή ακόμη και στην απαγόρευση, προσωρινή ή οριστική, της εμπορίας ενός ή ορισμένων προϊόντων (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-358/14, EU:C:2016:323, σκέψη 38 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Πάντως, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 54 έως 57 της παρούσας απόφασης, δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που του παρέχει η νομική βάση του άρθρου 114 ΣΛΕΕ όσον αφορά την τεχνική της προσέγγισης, όταν θέσπισε, προκειμένου να διασφαλίσει τη διατήρηση περιορισμένης ελεύθερης κυκλοφορίας των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση εντός της εσωτερικής αγοράς, τα μέτρα που συνίσταντο, αφενός, στην προσθήκη ορισμένων ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων στην κατηγορία Α των πυροβόλων όπλων που απαγορεύονται από την οδηγία 91/477 και, αφετέρου, στη θέσπιση των άλλων διατάξεων οι οποίες, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, δημιουργούν νέα εμπόδια.

63      Αφετέρου, στο μέτρο που η εν λόγω επιχειρηματολογία έχει ως σκοπό να αμφισβητήσει το γεγονός ότι τα επικρινόμενα μέτρα είναι πρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, πρέπει να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή συγχέεται με εκείνη που προβάλλει η Τσεχική Δημοκρατία προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οπότε πρέπει να εκτιμηθούν αμφότερες από κοινού στο πλαίσιο εξέτασης του σκέλους αυτού.

64      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης εξέταση της αναλογικότητας ορισμένων από τις διατάξεις της προσβαλλόμενης οδηγίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

65      Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε την προσβαλλόμενη οδηγία, ενώ προδήλως δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες για τις δυνητικές επιπτώσεις των θεσπιζόμενων μέτρων. Επομένως, δεν ήταν σε θέση να τηρήσει την υποχρέωσή του να εξετάσει αν τα μέτρα αυτά ήταν σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας.

66      Κατ’ αρχάς, ούτε η επίσημη διαπίστωση στην αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης οδηγίας ούτε τα αντίστοιχα χωρία της αιτιολογικής έκθεσης περιέχουν επαρκώς συγκεκριμένη εκτίμηση για την αναλογικότητα ορισμένων διατάξεων της οδηγίας αυτής.

67      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε εκτίμηση των επιπτώσεων της προτεινόμενης ρύθμισης σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να αναμένεται σημαντική επίπτωση επί των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσώπων. Επομένως, η διενέργεια εκτίμησης των επιπτώσεων της προτεινόμενης ρύθμισης αποτελεί υποχρέωση προβλεπόμενη στη διοργανική συμφωνία. Ειδικότερα, το σημείο 12, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας αυτής δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην Επιτροπή να μη διενεργήσει εκτίμηση επιπτώσεων εφόσον το κρίνει σκόπιμο, αλλά πρέπει να νοηθεί ως πρόσκληση προς την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε η εκτίμηση επιπτώσεων να μην έχει ως συνέπεια την καθυστέρηση της νομοθετικής διαδικασίας.

68      Εν προκειμένω, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν διενεργήθηκε καμία εκτίμηση επιπτώσεων, μολονότι η οδηγία αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις σε όλα τα κράτη μέλη, ιδιαιτέρως δε όσον αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας των πολιτών. Ειδικότερα, η αξιολόγηση REFIT δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποκατάστατο μιας τέτοιας εκτίμησης, δεδομένου ότι η αξιολόγηση REFIT δεν αφορά την επίπτωση των θεσπιζόμενων νέων μέτρων.

69      Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας της Τσεχικής Δημοκρατίας, αμφισβητείται κατά πόσον τα θεσπιζόμενα μέτρα είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού αντιμετώπισης της κατάχρησης των πυροβόλων όπλων, δεδομένου ότι, στο εν λόγω κράτος μέλος και κατά τα τελευταία δέκα έτη, έχει διαπραχθεί μία μόνον παράβαση, και μάλιστα εξ αμελείας, με όπλο υπαγόμενο πλέον στην κατηγορία Α, του οποίου η εμπορία και η κατοχή κατ’ αρχήν απαγορεύονται.

70      Ομοίως, όσον αφορά τη δυνατότητα μετατροπής των ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων σε αυτόματα πυροβόλα όπλα, με την ίδια την αξιολόγηση REFIT διαπιστώθηκε ότι δεν εντοπίστηκε καμία περίπτωση κατά την οποία πυροβόλα όπλα που έχουν υποστεί τέτοια μετατροπή να χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικά για εγκληματικούς σκοπούς. Επιπλέον, οι μνημονευόμενες στην εν λόγω αξιολόγηση μετατροπές πραγματοποιήθηκαν είτε με τη βοήθεια εξαρτημάτων τα οποία δεν ρυθμίζονται από την προσβαλλόμενη οδηγία, είτε με την τοποθέτηση των ουσιωδών συστατικών μερών αυτόματων πυροβόλων όπλων που ήδη απαγορεύονταν από την οδηγία 91/477 πριν από την τροποποίησή της με την προσβαλλόμενη οδηγία.

71      Τέλος, μολονότι η Τσεχική Δημοκρατία μπορεί να δεχθεί ότι η εκτίμηση των δυνητικών επιπτώσεων των θεσπιζόμενων μέτρων είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί με άλλο τρόπο πλην της τυπικής εκτίμησης επιπτώσεων, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν δύναται να παραλείψει εντελώς την εκτίμηση αυτή. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν διέθετε επαρκή πληροφοριακά στοιχεία ούτε από άλλες πηγές ώστε να μπορεί να εκτιμήσει την αναλογικότητα ορισμένων από τα μέτρα που εισήγαγε η προσβαλλόμενη οδηγία, καθόσον καμία από τις μελέτες που παρατίθενται προς τούτο από τα καθών θεσμικά όργανα και από την Επιτροπή δεν αφορά τις επιπτώσεις των μέτρων αυτών.

72      Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνεται η απαγόρευση των ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων που εμπίπτουν στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Α, σημεία 6 έως 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, λαμβανομένης υπόψη της έλλειψης πληροφοριών όσον αφορά το ποσοστό χρήσης, σε εγκληματικές δραστηριότητες, των όπλων τα οποία εμπίπτουν στα σημεία αυτά και κατέχονται νομίμως σε σχέση με τον αριθμό κατόχων που δεν δημιουργούν προβλήματα και υπόκεινται στην απαγόρευση αυτή. Ο νομοθέτης της Ένωσης απαγόρευσε επίσης ορισμένους γεμιστήρες για τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα, ενώ κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι το μέτρο αυτό είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

73      Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης κατέστησε αυστηρότερη τη ρύθμιση που εφαρμόζεται σε άλλα είδη πυροβόλων όπλων, μεταξύ των οποίων τα αντίγραφα παλαιών πυροβόλων όπλων, χωρίς να διαθέτει στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν τα όπλα αυτά σε δραστηριότητες συνδεόμενες με την τρομοκρατία και με σοβαρές μορφές εγκληματικότητας ούτε να έχει αξιολογήσει τον κίνδυνο αυτό σε σχέση με τις επιπτώσεις της αυστηρότερης αυτής ρύθμισης στα δικαιώματα των κατόχων που δεν δημιουργούν προβλήματα.

74      Η Ουγγαρία συμμερίζεται την επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας και προσθέτει ότι, δυνάμει του σημείου 13, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της διοργανικής συμφωνίας, οι πρωτοβουλίες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής πρέπει κατ’ αρχήν να συνοδεύονται από εκτίμηση επιπτώσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τη διάταξη αυτή, καθόσον υπέβαλε την πρόταση οδηγίας χωρίς να προβεί σε εκτίμηση επιπτώσεων και δεν διόρθωσε την παρατυπία αυτή μεταγενέστερα. Επιπλέον, τα καθών δεν διενήργησαν καμία εκτίμηση επιπτώσεων ούτε στα επόμενα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, και λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι ούτε η αξιολόγηση REFIT ούτε οι λοιπές μελέτες των οποίων έγινε επίκληση περιέχουν τέτοιες εκτιμήσεις, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν διέθετε επαρκή πληροφοριακά στοιχεία ώστε να εξετάσει την αναλογικότητα των μέτρων που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη οδηγία.

75      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, αμφισβητούν την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της Τσεχικής Δημοκρατίας και των επιχειρημάτων που προβάλλει προς στήριξή της η Ουγγαρία.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

76      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, που περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την οικεία διάταξη θεμιτού σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ., C‑58/08, EU:C:2010:321, σκέψη 51).

77      Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών, το Δικαστήριο αναγνώρισε στον νομοθέτη της Ένωσης, στο πλαίσιο ασκήσεως των αρμοδιοτήτων του, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στους τομείς στους οποίους καλείται να προβεί σε σύνθετες αξιολογήσεις και εκτιμήσεις και σε επιλογές τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως. Ειδικότερα, το ζήτημα δεν είναι αν το μέτρο που θεσπίστηκε στον τομέα αυτό είναι το μόνο ή το καλύτερο δυνατό, καθόσον η νομιμότητα ενός τέτοιου μέτρου μπορεί να επηρεαστεί μόνον όταν αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο από τα αρμόδια θεσμικά όργανα σκοπό (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ., C-58/08, EU:C:2010:321, σκέψη 52 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Επιπλέον, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως του νομοθέτη της Ένωσης, η οποία συνεπάγεται περιορισμένο δικαστικό έλεγχο της άσκησής της, δεν αφορά μόνον τη φύση και το περιεχόμενο των διατάξεων που πρέπει να θεσπιστούν, αλλά επίσης, σε ορισμένο βαθμό, τη διαπίστωση των βασικών στοιχείων (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-5/16, EU:C:2018:483, σκέψη 151 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Ακόμη και όταν διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο νομοθέτης της Ένωσης οφείλει να στηρίζει την επιλογή του σε αντικειμενικά κριτήρια και να εξετάζει αν οι σκοποί που επιδιώκονται με το επιλεγέν μέτρο είναι ικανοί να δικαιολογήσουν αρνητικές οικονομικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, για ορισμένους επιχειρηματίες. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 5 του πρωτοκόλλου (αριθ. 2) σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ, στα σχέδια των νομοθετικών πράξεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι επιβαρύνσεις για τους οικονομικούς φορείς θα είναι, αφενός, οι χαμηλότερες δυνατές και, αφετέρου, προσαρμοσμένες στον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-358/14, EU:C:2016:323, σκέψεις 97 και 98).

80      Επιπλέον, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το κύρος πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τα στοιχεία τα οποία ο νομοθέτης της Ένωσης διέθετε κατά τον χρόνο θεσπίσεως της οικείας ρυθμίσεως (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C-643/15 και C-647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 221).

81      Επιπλέον, ακόμη και ένας δικαστικός έλεγχος περιορισμένης έκτασης επιβάλλει να είναι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που εξέδωσαν την επίμαχη πράξη σε θέση να αποδείξουν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν πραγματικής άσκησης της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν, η οποία προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις της κατάστασης στη ρύθμιση της οποίας αποβλέπει η πράξη αυτή. Συνεπώς, τα θεσμικά αυτά όργανα πρέπει, τουλάχιστον, να μπορούν να προσκομίσουν και να εκθέσουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τα βασικά στοιχεία τα οποία έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη ως έρεισμα για τα βαλλόμενα μέτρα της εν λόγω πράξεως και από τα οποία εξαρτιόταν η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-5/16, EU:C:2018:483, σκέψεις 152 και 153 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Εν προκειμένω, επιβάλλεται, κατά πρώτον, η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 94 έως 97 των προτάσεών της, από το γράμμα των σημείων 12 έως 15 της διοργανικής συμφωνίας δεν προκύπτει υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης επιπτώσεων σε κάθε περίπτωση, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία.

83      Από τα σημεία αυτά προκύπτει, πρώτον, ότι το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναγνωρίζουν τη συμβολή των εκτιμήσεων επιπτώσεων στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας της Ένωσης καθώς και ότι οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν εργαλείο που βοηθά τα τρία οικεία θεσμικά όργανα να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Δεύτερον, στα εν λόγω σημεία διευκρινίζεται ότι οι εκτιμήσεις επιπτώσεων δεν πρέπει να καθυστερούν αδικαιολόγητα τη νομοθετική διαδικασία ούτε να θίγουν τη δυνατότητα των συννομοθετών να προτείνουν τροποποιήσεις, για τις οποίες εξάλλου προβλέπεται ότι μπορούν να πραγματοποιούνται συμπληρωματικές εκτιμήσεις επιπτώσεων εφόσον το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το κρίνουν πρόσφορο και αναγκαίο. Τρίτον, στα ίδια αυτά σημεία επισημαίνεται ότι η Επιτροπή διενεργεί εκτιμήσεις των επιπτώσεων των νομοθετικών πρωτοβουλιών της που αναμένεται να έχουν σημαντικές οικονομικές, περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιπτώσεις. Τέταρτον, διευκρινίζεται ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, κατά την εξέταση των νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής, λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις εκτιμήσεις επιπτώσεων της Επιτροπής.

84      Εξ αυτού προκύπτει ότι η εκπόνηση εκτιμήσεων επιπτώσεων αποτελεί στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας το οποίο πρέπει, κατά κανόνα, να παρεμβληθεί εφόσον μια νομοθετική πρωτοβουλία ενδέχεται να έχει τέτοια επίπτωση.

85      Πάντως, η μη διενέργεια εκτίμησης επιπτώσεων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όταν ο νομοθέτης της Ένωσης βρίσκεται σε ιδιαίτερη κατάσταση συνεπαγόμενη την ανάγκη να παραλειφθεί η διενέργεια της εκτίμησης αυτής, διαθέτει δε επαρκή στοιχεία για την εκτίμηση της αναλογικότητας θεσπισθέντος μέτρου.

86      Συναφώς, κατά δεύτερον, προκειμένου να ασκήσουν αποτελεσματικά την εξουσία εκτίμησης που διαθέτουν, οι συννομοθέτες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, τα επιστημονικά δεδομένα και άλλες διαπιστώσεις που έχουν καταστεί διαθέσιμες, περιλαμβανομένων των επιστημονικών εγγράφων που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου, και τα οποία δεν έχει το ίδιο το θεσμικό αυτό όργανο (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-5/16, EU:C:2018:483, σκέψεις 160 έως 163).

87      Όσον αφορά τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες κατά την κατάρτιση από την Επιτροπή της νομοθετικής της πρωτοβουλίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης οδηγίας, το εν λόγω θεσμικό όργανο ανέφερε ότι έλαβε υπόψη, καταρχάς, μια λεπτομερή μελέτη σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος που καθιέρωσε η οδηγία 91/477, τιτλοφορούμενη «Evaluation of the Firearms Directive» και χρονολογούμενη από τον Δεκέμβριο του 2014, καθώς και την αξιολόγηση REFIT, έγγραφα τα οποία καταδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών αποκλίσεων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας αυτής, ειδικότερα ως προς την ταξινόμηση των πυροβόλων όπλων, εισηγούνται τον καθορισμό ομοιόμορφων κριτηρίων για τα όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού ή για τα όπλα χαιρετισμού ή κρότου προκειμένου να εμποδιστεί η μετατροπή τους σε πλήρως λειτουργικά πυροβόλα όπλα, προτείνουν την εναρμόνιση των κανόνων απενεργοποίησης των πυροβόλων όπλων, υπογραμμίζουν ότι, στα περισσότερα κράτη μέλη, δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστεί ο αρχικός ιδιοκτήτης πυροβόλου όπλου, προτείνουν την προσαρμογή των κανόνων σήμανσης των πυροβόλων όπλων και τη βελτίωση της λειτουργίας της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών ή ακόμη και τη θέσπιση διατάξεων για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων των μεσιτών, υπογραμμίζουν τις ανησυχίες που απορρέουν από την πιθανή μετατροπή των ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων σε αυτόματα πυροβόλα όπλα και διατυπώνουν συστάσεις όσον αφορά τους τομείς στους οποίους θα έπρεπε να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση.

88      Εν συνεχεία, το εν λόγω θεσμικό όργανο στηρίχθηκε σε εννέα μελέτες σχετικές, αντιστοίχως, με τη βελτίωση των κανόνων απενεργοποίησης των πυροβόλων όπλων και των διαδικασιών χορήγησης άδειας εντός της Ένωσης καθώς και με τα όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και τα αντίγραφα όπλων, με τις πιθανές επιλογές στον τομέα της καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης πυροβόλων όπλων εντός της Ένωσης, με τις ανθρωποκτονίες (η τελευταία αυτή μελέτη εκπονήθηκε από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος), με τη σχέση μεταξύ βίαιων θανάτων και δυνατότητας πρόσβασης στα πυροβόλα όπλα, με την επίπτωση του ελέγχου της απόκτησης και κατοχής πυροβόλων όπλων στον αριθμό των θανάτων που προκαλούνται από αυτά, με τους κανόνες που διέπουν την απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων, τη μετατροπή τους, τα πυροβόλα όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και τα παλαιά πυροβόλα όπλα, και με τα πυροβόλα όπλα που χρησιμοποιούνται στις επιθέσεις με μαζικούς πυροβολισμούς στην Ευρώπη.

89      Οι μελέτες αυτές, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο ασφαλείας, καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, τον αυξημένο κίνδυνο μετατροπής των απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων σε πλήρως λειτουργικά πυροβόλα όπλα και τα προβλήματα ταυτοποίησης των ιδιοκτητών των όπλων αυτών, επισημαίνουν ότι η σήμανση και η απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων δεν εναρμονίστηκαν από την οδηγία 91/477 και προτείνουν, ως εκ τούτου, αναθεώρηση της οδηγίας αυτής με σκοπό την εναρμόνιση των κανόνων σήμανσης των πυροβόλων όπλων και τη θέσπιση αυστηρότερων κανόνων χορήγησης άδειας για την απόκτηση και κατοχή πυροβόλων όπλων, εισηγούνται τη θέσπιση κανόνων εφαρμοζόμενων στα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα, επισημαίνουν την ανάγκη καθορισμού τεχνικών κανόνων σχετικών με τη μετατροπή των όπλων που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και των όπλων χαιρετισμού ή κρότου καθώς και των αντιγράφων όπλων, εκτιμούν ότι είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η συλλογή δεδομένων για την παραγωγή, την κτήση και την κατοχή πυροβόλων όπλων καθώς και για τα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα, τα όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και τα αντίγραφα όπλων, υποδεικνύουν βελτιώσεις των κανόνων που εφαρμόζονται στην απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων, στη μετατροπή τους και στα όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού καθώς και στα παλαιά όπλα, τονίζουν την ανάγκη ρύθμισης των δραστηριοτήτων των οπλοπωλών και των μεσιτών, συσχετίζουν τον αριθμό ελαφρών πυροβόλων όπλων που κατέχονται σε ορισμένο κράτος, αφενός, με το ποσοστό εγκλημάτων που συνδέονται με πυροβόλα όπλα, αφετέρου, επισημαίνουν ότι η θέση σε ισχύ μιας αυστηρότερης νομοθεσίας όσον αφορά την πρόσβαση στα πυροβόλα όπλα είναι ικανή να μειώσει σημαντικά τον αριθμό τόσο των διαπραττόμενων εγκλημάτων όσο και των ανθρωποκτονιών που συνδέονται με πυροβόλα όπλα, υπογραμμίζουν ότι το σύνολο σχεδόν των πυροβόλων όπλων που χρησιμοποιούνται σε επιθέσεις με μαζικούς πυροβολισμούς στην Ευρώπη κατέχονται νομίμως, επισημαίνουν ότι τα όπλα αυτά είναι πυροβόλα όπλα αυτόματα, ημιαυτόματα, επανενεργοποιημένα ή αποτελούμενα από εξαρτήματα προερχόμενα από διαφορετικά όπλα και διατυπώνουν συστάσεις, μεταξύ άλλων, για τον περιορισμό της νόμιμης πρόσβασης σε τέτοια πυροβόλα όπλα.

90      Τέλος, η Επιτροπή επικαλέστηκε πληροφορίες που συνέλεξε στο πλαίσιο δημόσιας διαβούλευσης, ειδικότερα της διαβούλευσης με τις αρχές των κρατών μελών, με οπλοπώλες, με εμπειρογνώμονες όπλων, με εκπροσώπους ευρωπαϊκών ενώσεων των κατασκευαστών πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών για μη στρατιωτική χρήση, με σκοπευτές, με συλλέκτες, με οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και με οργανισμούς ερευνών. Η Επιτροπή παρέπεμψε επίσης στις πληροφορίες που συνέλεξε στο πλαίσιο της διαβούλευσης με τα κράτη μέλη και τα κράτη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, καθώς και στο πλαίσιο των εργασιών της επιτροπής που συστάθηκε με την οδηγία 91/477, καθόσον η Επιτροπή κάλεσε τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών να διατυπώσουν γνώμες και παρατηρήσεις επί των κύριων συμπερασμάτων που περιλαμβάνονταν στην αξιολόγηση REFIT.

91      Όσον αφορά ακόμη τα στοιχεία που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, το Κοινοβούλιο κάνει λόγο για διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, για επισκέψεις σε μουσείο όπλων, για μια δημόσια ακρόαση, για τεχνικά και στατιστικά στοιχεία που ζητήθηκαν από την Επιτροπή και για μια διάσκεψη με θέμα την οδηγία 91/477.

92      Τέλος, το Συμβούλιο επισήμανε ότι πραγματοποίησε τις εργασίες του βάσει της πρότασης της Επιτροπής και των μελετών τις οποίες παραθέτει το θεσμικό αυτό όργανο, καθώς και βάσει διαβουλεύσεων με μέλη του Κοινοβουλίου και εκτιμήσεων των επιπτώσεων των μέτρων που παρουσίασαν τα κράτη μέλη.

93      Επομένως, από τα στοιχεία που αναφέρονται στις σκέψεις 87 έως 92 της παρούσας απόφασης μπορεί να συναχθεί ότι, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης οδηγίας, τα τρία θεσμικά όργανα διέθεταν, καταρχάς, λεπτομερείς αναλύσεις της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση, όπως προέκυπτε από την οδηγία 91/477 πριν από την τροποποίησή της με την προσβαλλόμενη οδηγία, οι οποίες περιελάμβαναν συγκεκριμένες συστάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας αυτής. Περαιτέρω, τα εν λόγω θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους πλήθος αναλύσεων και συστάσεων οι οποίες καλύπτουν, μεταξύ άλλων, το σύνολο των ζητημάτων ασφάλειας που θίγονται με την επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας, όπως αυτή συνοψίζεται στις σκέψεις 69 έως 73 της παρούσας απόφασης, και λαμβάνουν υπόψη την κτηθείσα εμπειρία, ειδικότερα, όσον αφορά την επικινδυνότητα ορισμένων πυροβόλων όπλων εντός του αξιολογούμενου πλαισίου ασφαλείας. Τέλος, τα τρία αυτά θεσμικά όργανα συμπλήρωσαν τα ως άνω στοιχεία με διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες και εκπροσώπους των ενδιαφερομένων καθώς και με αξιολογήσεις στις οποίες προέβησαν οι αρχές των κρατών μελών.

94      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αναλογικότητα ορισμένων διατάξεων της προσβαλλόμενης οδηγίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

95      Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί, κυρίως, ότι, πρώτον, τα μέτρα που θεσπίζει η προσβαλλόμενη οδηγία δεν είναι πρόσφορα για την επίτευξη του σκοπού της διασφάλισης υψηλότερου επιπέδου δημόσιας ασφάλειας, δεδομένου ότι το επίπεδο αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με πρόσθετο περιορισμό της νόμιμης κατοχής των πυροβόλων όπλων. Αντιθέτως, πραγματικός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια απορρέει από τη μετάβαση σε καθεστώς παρανομίας των πυροβόλων όπλων που κατέχονται νομίμως, λόγω τροποποίησης της εφαρμοστέας ρύθμισης επί το αυστηρότερο.

96      Ειδικότερα, όσον αφορά την απαγόρευση ορισμένων ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων, δεν υπήρξε καμία τρομοκρατική επίθεση στο έδαφος της Ένωσης κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών με τη χρήση τέτοιων, νομίμως κατεχόμενων όπλων, και δεν υπάρχει καμία υφιστάμενη μελέτη από την οποία να προκύπτει ότι τα όπλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν σε επιθέσεις με μαζικούς πυροβολισμούς. Εξάλλου, η απαγόρευση των ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων που έχουν μετατραπεί οριστικά από αυτόματα πυροβόλα όπλα, των οποίων γίνεται μνεία στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Α, σημείο 6, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, δεν έχει κανένα νόημα από τεχνικής απόψεως, δεδομένου ότι η εκ νέου μετατροπή τους σε αυτόματα πυροβόλα όπλα είναι δυσχερέστερη και δαπανηρότερη από την απόκτηση ενός νέου συνήθους ημιαυτόματου πυροβόλου όπλου και την επακόλουθη μετατροπή του σε αυτόματο πυροβόλο όπλο.

97      Ομοίως, είναι πρακτικά μηδενικός ο κίνδυνος κατάχρησης των αμετάκλητα απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων και των αντιγράφων παλαιών πυροβόλων όπλων, δεδομένου ότι η επανενεργοποίηση τέτοιων όπλων απαιτεί τη χρήση επαγγελματικών εργαλείων, είναι δε τουλάχιστον τόσο περίπλοκη και δαπανηρή όσο και η κατασκευή νέου όπλου. Το γεγονός ότι τα αμετάκλητα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα θα υπάγονται στην ίδια κατηγορία με λειτουργικά όπλα του ίδιου είδους καταδεικνύει τον δυσανάλογο χαρακτήρα του μέτρου αυτού.

98      Δεύτερον, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι τα μέτρα που θεσπίζει η προσβαλλόμενη οδηγία δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού διασφάλισης υψηλότερου επιπέδου δημόσιας ασφάλειας. Η απαγόρευση κατοχής ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων που έχουν ταξινομηθεί στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημεία 6 έως 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, συνιστά το αυστηρότερο δυνατό μέτρο και αφορά όλους τους υφιστάμενους και δυνητικούς κατόχους τέτοιων όπλων, μολονότι δεν υφίσταται κίνδυνος να τελέσουν ποινικό αδίκημα. Ούτε η θέσπιση αυστηρότερης νομοθεσίας για πυροβόλα όπλα άλλου είδους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα αντίγραφα παλαιών πυροβόλων όπλων, είναι αναγκαία, δεδομένου του ελάχιστου κινδύνου που συναρτάται με τα όπλα αυτά.

99      Επομένως, υφίστανται λιγότερο επαχθή μέτρα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η συστηματική καταπολέμηση της παράνομης κατοχής πυροβόλων όπλων, η ενίσχυση της συνεργασίας στο πλαίσιο των ερευνών για σοβαρά ποινικά αδικήματα, η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και η θέσπιση αυστηρότερης νομοθεσίας σχετικά με τα όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και τα παρόμοια όπλα.

100    Τρίτον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα μέτρα που θεσπίζει η προσβαλλόμενη οδηγία είναι αντίθετα προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά συνιστούν μείζονα προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας μεγάλου αριθμού κατόχων πυροβόλων όπλων οι οποίοι δεν δημιουργούν προβλήματα, ο δε νομοθέτης της Ένωσης όχι μόνο δεν άμβλυνε κατά το ελάχιστο την επίπτωση αυτή, αλλά ούτε καν την εξέτασε.

101    Επικουρικώς, στο μέτρο που πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη οδηγία επιδιώκει τον σκοπό της εξάλειψης των εμποδίων στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ότι τα μέτρα που θεσπίζει η οδηγία αυτή δεν πληρούν ούτε τις προϋποθέσεις καταλληλότητας, αναγκαιότητας και stricto sensu αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω μέτρα, τα οποία εισάγουν ασαφείς και πρακτικά ανεφάρμοστους κανόνες, δεν είναι πρόσφορα να εξαλείψουν τα εμπόδια αυτά.

102    Κατ’ αρχάς, το παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημείο 7, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, περιλαμβάνει πλέον τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα στα οποία εισάγεται γεμιστήρας που υπερβαίνει τα αποδεκτά όρια. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κατάσχουν τα όπλα αυτά. Όμως, η αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλόμενης οδηγίας αναφέρει ότι η δυνατότητα εισαγωγής τέτοιου γεμιστήρα δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την κατάταξη των εν λόγω όπλων. Έτσι, το ίδιο όπλο ενδέχεται να είναι, ανάλογα με την περίπτωση, όπλο της κατηγορίας Α ή της κατηγορίας Β, η δε αναταξινόμηση από τη μια κατηγορία στην άλλη μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω αλλαγής του γεμιστήρα. Συγχρόνως, η κατοχή τέτοιου γεμιστήρα επισύρει, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, την ανάκληση της άδειας απόκτησης και κατοχής πυροβόλων όπλων κατηγορίας Β, η οποία διακρίνεται από την κύρωση που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής οδηγίας.

103    Εν συνεχεία, η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία κατατάσσει πλέον στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημείο 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που προβλέπεται αρχικά να πυροδοτούνται από τον ώμο, των οποίων το μήκος μπορεί να μειωθεί κάτω των 60 cm, χωρίς απώλειες όσον αφορά τη λειτουργικότητα, με αναδιπλούμενο ή τηλεσκοπικό κοντάκι, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει με ποιον τρόπο πρέπει να προσδιορίζονται τα όπλα αυτά. Όμως, σχεδόν όλα τα όπλα αυτά είναι σχεδιασμένα ώστε να λειτουργούν με ή χωρίς τα εν λόγω κοντάκια, οπότε δεν υπάρχει τρόπος να προσδιοριστεί ποια λειτουργία προβλεπόταν αρχικώς να επιτελούν. Επίσης, δεν διευκρινίζεται ούτε ο τρόπος καθορισμού του μήκους των εν λόγω όπλων, ιδίως αν περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτό τα εξαρτήματα στόμιου κάννης ή τα διαφορετικά στελέχη επιμήκυνσης. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το βίδωμα αντισταθμιστή ή σιγαστήρα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγή κατηγορίας.

104    Τέλος, όσον αφορά την αναταξινόμηση ορισμένων πυροβόλων όπλων στην κατηγορία Α, ήτοι την κατηγορία των απαγορευμένων πυροβόλων όπλων, η προσβαλλόμενη οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιλέξουν διαφορετική προσέγγιση έναντι των υφιστάμενων κατόχων των όπλων αυτών, πράγμα που σημαίνει ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, θα υπάρχει πάντοτε μεγάλος αριθμός κατόχων που έχουν άδεια, ενώ σε άλλα κράτη μέλη θα απαγορεύεται η κατοχή τέτοιων όπλων. Η κατάσταση όμως αυτή θα δημιουργήσει νέα εμπόδια μη δυνάμενα να ξεπεραστούν με το ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 12, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, εξαρτά τη δυνατότητα μεταφοράς των όπλων αυτών κατά τη διάρκεια ταξιδίου από την απόφαση των λοιπών κρατών μελών, τα οποία μπορούν πλέον να αρνηθούν να εφαρμόσουν την παρέκκλιση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 12, παράγραφος 2, και να εξαρτήσουν το ταξίδι από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας.

105    Όσον αφορά την αναγκαιότητα και τη stricto sensu αναλογικότητα των μέτρων που θέσπισε η προσβαλλόμενη οδηγία, η Τσεχική Δημοκρατία παραπέμπει στην επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στις σκέψεις 98 έως 100 της παρούσας απόφασης. Επιπλέον, θεωρεί ότι η ακύρωση των βαλλόμενων διατάξεων της οδηγίας αυτής πρέπει να συνεπιφέρει την ακύρωση της οδηγίας στο σύνολό της.

106    Η Ουγγαρία αμφισβητεί, πρώτον, τον αναλογικό χαρακτήρα της σήμανσης των διαφόρων εξαρτημάτων των πυροβόλων όπλων, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στο πλαίσιο των ελέγχων στα αεροδρόμια.

107    Δεύτερον, το εν λόγω κράτος μέλος θεωρεί αντίθετη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς την υποχρέωση επανεξέτασης, στο πλαίσιο της παράτασης των αδειών που λήγουν, όλων των προϋποθέσεων χορήγησής τους.

108    Τρίτον, η Ουγγαρία θεωρεί αδικαιολόγητο να κατατάσσονται τα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα που αποκτήθηκαν ή κατέχονταν νομίμως πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της προσβαλλομένης οδηγίας, ακόμη και ελλείψει επίσημης άδειας, στην κατηγορία των πυροβόλων όπλων που υπόκεινται υποχρεωτικά σε αδειοδότηση. Η θέσπιση αυστηρότερης νομοθεσίας ουδόλως μεταβάλλει την έλλειψη επικινδυνότητας των όπλων αυτών, με αποτέλεσμα η νέα ρύθμιση να επιβάλλει νέες υποχρεώσεις στους κατόχους τους, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από οποιονδήποτε επιτακτικό λόγο.

109    Τέταρτον, η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι η μακρά περίοδος υποχρεωτικής διατήρησης των δεδομένων που περιέχονται στα επίσημα μητρώα πυροβόλων όπλων των κρατών μελών, μετά την καταστροφή τους, ενέχει δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και το άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

110    Η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί, πρώτον, ότι, καθόσον δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι αυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί σε νομίμως κατεχόμενα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα έχουν χρησιμοποιηθεί για εγκληματικούς σκοπούς στο έδαφος της Ένωσης, η απαγόρευση κατοχής τέτοιων όπλων δεν ενισχύει την ασφάλεια των πολιτών της Ένωσης.

111    Δεύτερον, η απαγόρευση των ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων με κεντρική επίκρουση, εφόσον φέρουν γεμιστήρα χωρητικότητας μεγαλύτερης από τα προβλεπόμενα όρια, είναι επίσης απρόσφορη για την προστασία της ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης. Κατ’ αρχάς, δεδομένου ότι οι εν λόγω γεμιστήρες δεν συνδέονται με συγκεκριμένο όπλο, δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ούτε ότι συγκεκριμένος γεμιστήρας αποτελεί μέρος συγκεκριμένου πυροβόλου όπλου, ούτε ότι ο γεμιστήρας αυτός ανήκει στο πρόσωπο που κατέχει το οικείο όπλο, ούτε ότι ένα πρόσωπο κατέχει όπλο σύμφωνο με τη χορηγηθείσα άδεια. Εν συνεχεία, η εν λόγω χωρητικότητα δεν ασκεί σημαντική επιρροή ούτε στην ταχυβολία ούτε στον αριθμό των φυσιγγίων που μπορούν να πυροδοτηθούν. Τέλος, η εν λόγω απαγόρευση θίγει κατά τρόπο δυσανάλογο τα πρόσωπα που κατέχουν πυροβόλα όπλα της κατηγορίας Β, ακόμη και όταν δεν έχουν τη δυνατότητα να τοποθετήσουν τέτοιους γεμιστήρες στα όπλα τους.

112    Τρίτον, λόγω των προεκτεθέντων στις σκέψεις 97 και 103 της παρούσας απόφασης, η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ, αφενός, της ταξινόμησης των απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων και των αντιγράφων παλαιών πυροβόλων όπλων στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία Γ, σημεία 6 και 7, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, και της απαγόρευσης των πυροβόλων όπλων που ορίζονται στο παράρτημα αυτό, μέρος II, κατηγορία A, σημείο 8, καθώς και, αφετέρου, της διασφάλισης υψηλού επιπέδου ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης.

113    Τέταρτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η διαλαμβανόμενη στις σκέψεις 110 έως 112 της παρούσας απόφασης ταξινόμηση των πυροβόλων όπλων είναι αντίθετη προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας, δεδομένου ότι υφίστανται πιο αποτελεσματικά και λιγότερο επαχθή προληπτικά μέτρα για την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας, όπως είναι η υποχρεωτική υποβολή των αγοραστών και των κατόχων πυροβόλων όπλων σε ενιαίες ψυχιατρικές και ψυχολογικές εξετάσεις καθώς και η υποβολή τους σε εξετάσεις σχετικά με τους κανόνες χρήσης των όπλων αυτών και τη νομοθεσία που διέπει την κατοχή και τη χρήση τους.

114    Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, αμφισβητούν την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της Τσεχικής Δημοκρατίας καθώς και των επιχειρημάτων που προέβαλαν η Ουγγαρία και η Δημοκρατία της Πολωνίας προς στήριξή της.

115    Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι η επιχειρηματολογία της Ουγγαρίας που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 16 ΣΛΕΕ και του άρθρου 8 του Χάρτη είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι εμπεριέχει νέο ισχυρισμό. Το ίδιο ισχύει και για την επιχειρηματολογία, τόσο της Ουγγαρίας όσο και της Δημοκρατίας της Πολωνίας, με την οποία τα εν λόγω κράτη μέλη αμφισβητούν την αναλογικότητα διατάξεων της προσβαλλόμενης οδηγίας κατά των οποίων δεν βάλλει η Τσεχική Δημοκρατία.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

116    Κατά πρώτο λόγο, υπενθυμίζεται ότι ο παρεμβαίνων σε δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό έχει οριοθετηθεί με τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς ή λόγους που έχουν προβάλει οι κύριοι διάδικοι. Επομένως, παραδεκτά είναι μόνον τα επιχειρήματα του παρεμβαίνοντος τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο που έχει καθοριστεί με τα εν λόγω αιτήματα και ισχυρισμούς ή λόγους (απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, Γερμανία κατά Συμβουλίου, C-399/12, EU:C:2014:2258, σκέψη 27).

117    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι με την επιχειρηματολογία της Ουγγαρίας που συνοψίζεται στις σκέψεις 106, 107 και 109 της παρούσας απόφασης αμφισβητείται, όπως ορθώς υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η αναλογικότητα διατάξεων της προσβαλλόμενης οδηγίας διαφορετικών από αυτές κατά των οποίων βάλλει η Τσεχική Δημοκρατία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι ικανή να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό έχει οριοθετηθεί με τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε το τελευταίο αυτό κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

118    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά το αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου που πρέπει να διενεργήσει το Δικαστήριο, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 77 έως 79 της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης με τη δική του.

119    Πράγματι, δυνάμει της νομολογίας αυτής, στο Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη προδήλως την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά τις σύνθετες εκτιμήσεις και αξιολογήσεις στις οποίες κλήθηκε να προβεί εν προκειμένω, επιλέγοντας μέτρα προδήλως απρόσφορα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

120    Κατά τρίτο λόγο, όσον αφορά την αναλογικότητα της απαγόρευσης των ημιαυτόματων όπλων που έχουν ταξινομηθεί στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημεία 6 έως 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, πρώτον, όπως υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις μελέτες που μνημονεύονται στις σκέψεις 88 και 89 της παρούσας απόφασης, ότι μπορεί να αποδειχθεί συσχετισμός μεταξύ, αφενός, του αριθμού των πυροβόλων όπλων που κατέχονται σε ορισμένο κράτος και, αφετέρου, του ποσοστού εγκλημάτων που συνδέονται με τέτοια όπλα, ότι η θέση σε ισχύ ρύθμισης που περιορίζει την πρόσβαση στα πυροβόλα όπλα είναι ικανή να επηρεάσει σημαντικά τη μείωση του αριθμού τόσο των διαπραττόμενων εγκλημάτων όσο και των ανθρωποκτονιών που συνδέονται με πυροβόλα όπλα, ότι το σύνολο σχεδόν των πυροβόλων όπλων που χρησιμοποιήθηκαν σε επιθέσεις με μαζικούς πυροβολισμούς στην Ευρώπη κατέχονταν νομίμως και ότι τα όπλα αυτά ήταν πυροβόλα όπλα αυτόματα, ημιαυτόματα, προερχόμενα από επανενεργοποίηση πυροβόλων όπλων που είχαν απενεργοποιηθεί ή όπλα αποτελούμενα από εξαρτήματα προερχόμενα από διαφορετικά όπλα.

121    Επιπλέον, καίτοι αληθεύει, βεβαίως, ότι ορισμένες από τις ως άνω μελέτες εισηγούνται να ληφθούν και τα μέτρα τα οποία αναφέρει η Τσεχική Δημοκρατία και, προς στήριξή της, η Δημοκρατία της Πολωνίας, και τα οποία συνοψίζονται στις σκέψεις 99 και 113 της παρούσας απόφασης, εντούτοις, όπως τόνισε το Κοινοβούλιο, τα μέτρα αυτά προτείνεται να ληφθούν συμπληρωματικώς προς τη θέσπιση αυστηρότερου καθεστώτος απόκτησης και κατοχής των πυροβόλων όπλων, ιδίως δε των πιο επικινδύνων εξ αυτών, και όχι ως εναλλακτικώς εφαρμοζόμενα μέτρα με αποτελεσματικότητα ισοδύναμη αυτής που έχει η απαγόρευση των οικείων πυροβόλων όπλων.

122    Δεύτερον, η απαγόρευση των πυροβόλων όπλων που έχουν ταξινομηθεί στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Α, σημεία 6 έως 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, συνοδεύεται, όπως επισημαίνουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, από τις πολλαπλές εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 6, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, και οι οποίες μετριάζουν την επίπτωση της απαγόρευσης αυτής σε μεγάλο αριθμό δυνητικών κατόχων ή αγοραστών των όπλων αυτών, αποσκοπώντας, με τον τρόπο αυτό στη διασφάλιση της αναλογικότητας της εν λόγω απαγόρευσης.

123    Τρίτον, όσον αφορά τον ορισμό των πυροβόλων όπλων που έχουν ταξινομηθεί στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημεία 7 και 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, όπως υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, τα εν λόγω σημεία ορίζουν με σαφήνεια τα απαγορευόμενα πυροβόλα όπλα αναλόγως είτε της χωρητικότητας του τοποθετούμενου γεμιστήρα είτε του μήκους του όπλου. Ειδικότερα, τίποτε δεν αποκλείει την προτεινόμενη από τα εν λόγω θεσμικά όργανα ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία τα όπλα που κατασκευάζονται ώστε να μπορούν να πυροδοτούνται ταυτοχρόνως ως επωμιζόμενα όπλα και ως όπλα χειρός πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν αρχικώς σχεδιαστεί για να πυροδοτούνται από τον ώμο, οπότε εμπίπτουν στο σημείο 8 της εν λόγω κατηγορίας Α.

124    Ομοίως, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλόμενης οδηγίας καθώς και το άρθρο 5, παράγραφος 3, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, αφενός, προκύπτει σαφώς ότι, όπως επισήμαναν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ο σκοπός που επιδιώκει το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 3, απαγορεύοντας κατ’ ουσίαν την ταυτόχρονη κατοχή ημιαυτόματου όπλου εμπίπτοντος στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Β, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, και γεμιστήρα υπερβαίνοντος τα όρια που προβλέπονται στο εν λόγω παράρτημα, μέρος ΙΙ, κατηγορία Α, σημείο 7, είναι ακριβώς να αποτραπούν ενδεχόμενες προσπάθειες καταστρατήγησης της ταξινόμησης ορισμένων πυροβόλων όπλων στις διάφορες κατηγορίες. Αφετέρου, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη 23 και το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, αρκούνται, αντιστοίχως, στην αιτιολόγηση της εν λόγω ταξινόμησης και στην πρόβλεψη της οικείας απαγόρευσης.

125    Τέταρτον, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη μπόρεσαν ήδη να απαγορεύσουν πυροβόλα όπλα εμπίπτοντα, μεταξύ άλλων, στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορίες Β και Γ, της οδηγίας 91/477, πριν από την ταξινόμηση των εν λόγω όπλων στην κατηγορία Α με την προσβαλλόμενη οδηγία, τα τρία εν λόγω θεσμικά όργανα ορθώς υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις που αφορούν το ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου και το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, δεν μεταβάλλουν το νομικό καθεστώς, αλλά απλώς λαμβάνουν υπόψη την ήδη επελθούσα μεταβολή.

126    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα υπερέβησαν την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Τσεχική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία και από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα επικρινόμενα μέτρα είναι προδήλως απρόσφορα σε σχέση με τους σκοπούς που συνίστανται, αντιστοίχως, στην προστασία της δημόσιας ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης και στη διευκόλυνση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

127    Κατά τέταρτο λόγο, όσον αφορά την αναλογικότητα της ένταξης των απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων και των αντιγράφων παλαιών πυροβόλων όπλων στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Α ή Γ, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, πρώτον, το Κοινοβούλιο και, προς στήριξή του, η Επιτροπή, διευκρίνισαν ότι διάφοροι εμπειρογνώμονες βεβαίωσαν, στο πλαίσιο των ακροάσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στις σκέψεις 90 και 91 της παρούσας απόφασης, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς ο κίνδυνος να ενεργοποιηθεί εκ νέου ένα απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο. Ωστόσο, επισημάνθηκε ήδη, με τη σκέψη 120 της παρούσας απόφασης, ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις μελέτες για τις οποίες έγινε λόγος στις σκέψεις 88 και 89 της εν λόγω απόφασης, τα πυροβόλα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν σε επιθέσεις με μαζικούς πυροβολισμούς στην Ευρώπη ήταν νομίμως κατεχόμενα πυροβόλα όπλα, προερχόμενα από επανενεργοποίηση πυροβόλων όπλων που είχαν απενεργοποιηθεί ή όπλα αποτελούμενα από εξαρτήματα προερχόμενα από διαφορετικά όπλα.

128    Δεύτερον, όπως υπενθυμίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, δεν αμφισβητείται ότι η ένταξη των απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία Γ, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, δημιουργεί, κατ’ ουσίαν, μόνον την υποχρέωση δήλωσής τους και ότι, εφόσον τα όπλα αυτά πρέπει να περιληφθούν στην κατηγορία Α του εν λόγω παραρτήματος I, μέρος II, έχουν εφαρμογή οι εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 6, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία. Εξάλλου, ούτε η Τσεχική Δημοκρατία ούτε, προς στήριξή της, η Ουγγαρία ή η Δημοκρατία της Πολωνίας προέβαλαν οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να κλονίσει την επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι η παράλειψη δήλωσης απενεργοποιημένου πυροβόλου όπλου καθιστά παράνομη την κατοχή του δεν συνεπάγεται αυτό καθαυτό αύξηση του κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια.

129    Τρίτον, όσον αφορά τα αντίγραφα παλαιών όπλων, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι ούτε η Τσεχική Δημοκρατία ούτε, προς στήριξή της, η Ουγγαρία ή η Δημοκρατία της Πολωνίας προέβαλαν οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να κλονίσει τις περιλαμβανόμενες στην αιτιολογική σκέψη 27 της προσβαλλόμενης οδηγίας διαπιστώσεις τις οποίες επικαλέστηκαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή και σύμφωνα με τις οποίες τα αντίγραφα αυτά, αφενός, δεν έχουν την ίδια σημασία ή το ίδιο ιστορικό ενδιαφέρον με τα αυθεντικά παλαιά όπλα και, αφετέρου, μπορούν να κατασκευαστούν με τη χρήση σύγχρονων τεχνικών που βελτιώνουν την ανθεκτικότητα και την ακρίβειά τους, πράγμα που υποδηλώνει ότι τα όπλα αυτά ενδέχεται να παρουσιάζουν μεγαλύτερη επικινδυνότητα από εκείνη των αυθεντικών παλαιών όπλων.

130    Τέταρτον, όσον αφορά τις εναλλακτικές που προτείνει η Τσεχική Δημοκρατία και, προς στήριξή της, η Δημοκρατία της Πολωνίας, αρκεί η παραπομπή στη διαπίστωση στην οποία καταλήγει η σκέψη 121 της παρούσας απόφασης.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται επίσης ότι δεν προκύπτει να υπερέβησαν τα τρία θεσμικά όργανα την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν και ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Τσεχική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία και τη Δημοκρατία της Πολωνίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα επικρινόμενα μέτρα είναι προδήλως απρόσφορα σε σχέση με τον σκοπό προστασίας της δημόσιας ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης.

132    Κατά πέμπτο λόγο, η Τσεχική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία και από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, προβάλλει ότι, μεταξύ άλλων, η απαγόρευση των ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων που αναφέρονται στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημεία 6 έως 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, συνιστά υπέρμετρη επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των κατόχων τους.

133    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν απαγορεύει, κατά τρόπο απόλυτο, τη στέρηση της ιδιοκτησίας, εντούτοις προβλέπει ότι μια τέτοια στέρηση μπορεί να γίνει μόνο για λόγους δημοσίας ωφελείας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημιώσεως για την απώλεια της ιδιοκτησίας. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.

134    Ως προς τις απαιτήσεις αυτές, πρέπει να ληφθούν υπόψη επίσης οι διευκρινίσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, διάταξη η οποία επιτρέπει περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 94 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Επικαρπία επί γεωργικών γαιών), C-235/17, EU:C:2019:432, σκέψη 88].

135    Εν προκειμένω, καταρχάς, δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 1, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας προσθέτει στο άρθρο 7 της οδηγίας 91/477 την παράγραφο 4α, η οποία επιτρέπει, κατ’ ουσίαν, στα κράτη μέλη να διατηρούν σε ισχύ τις ήδη χορηγηθείσες άδειες για τα όπλα αυτά, εφόσον έχουν αποκτηθεί νόμιμα και καταχωριστεί πριν τις 13 Ιουνίου 2017. Κατά συνέπεια, αφενός, η προσβαλλόμενη οδηγία δεν επιβάλλει την αφαίρεση των όπλων αυτών από τους κατόχους τους εφόσον αυτά αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της ίδιας και, αφετέρου, κάθε στέρηση ιδιοκτησίας σε σχέση με τα όπλα αυτά μετά τη μεταφορά της προσβαλλόμενης οδηγίας στο δίκαιο των κρατών μελών πρέπει να θεωρηθεί ως πραγματοποιηθείσα κατ’ επιλογήν των κρατών μελών.

136    Εν συνεχεία, καθόσον τα κράτη μέλη υποχρεούνται, δυνάμει της οδηγίας αυτής, να απαγορεύουν, κατ’ αρχήν, την απόκτηση και την κατοχή τέτοιων όπλων μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας, η απαγόρευση αυτή, αφενός, περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στην αποτροπή της κτήσης κυριότητας επί αγαθού και, αφετέρου, συνοδεύεται από το σύνολο των εξαιρέσεων και παρεκκλίσεων του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 6, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, οι οποίες αφορούν ειδικότερα την προστασία των υποδομών ζωτικής σημασίας, των αποστολών μεγάλης αξίας και των ευαίσθητων εγκαταστάσεων καθώς και το ειδικό καθεστώς των συλλεκτών, των οπλοπωλών, των μεσιτών, των μουσείων ή ακόμη των σκοπευτών.

137    Τέλος, στο μέτρο που η Τσεχική Δημοκρατία καθώς και, προς στήριξή της, η Ουγγαρία και η Δημοκρατία της Πολωνίας αποβλέπουν, με τις αντίστοιχες επιχειρηματολογίες τους, να θέσουν υπό αμφισβήτηση, υπό το πρίσμα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, την απαγόρευση της κτήσης κυριότητας επί ορισμένων όπλων καθώς και άλλα μέτρα της προσβαλλομένης οδηγίας πλην των απαγορεύσεων αυτών, αρκεί η επισήμανση ότι τα άλλα αυτά μέτρα συνιστούν ρύθμιση της χρήσης των αγαθών προς το γενικό συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη, και ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 120 έως 131 της παρούσας απόφασης, δεν αποδεικνύεται ότι τα μέτρα αυτά υπερβαίνουν, εν προκειμένω, ό,τι είναι αναγκαίο προς τον ανωτέρω σκοπό.

138    Επομένως, από τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν αποδεικνύεται ότι οι περιορισμοί που επιβάλλει η προσβαλλόμενη οδηγία στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας που αναγνωρίζει ο Χάρτης όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Α, σημεία 6 έως 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, συνιστούν υπέρμετρη επέμβαση στο δικαίωμα αυτό.

139    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

140    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία εκτιμά, κατ’ αρχάς, ότι οι περιστάσεις που επισημαίνονται στις σκέψεις 102 και 103 της παρούσας απόφασης δεν πληρούν τις προϋποθέσεις σαφήνειας και ακρίβειας που επιβάλλει η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

141    Εν συνεχεία, οι περιστάσεις που επισημαίνονται στη σκέψη 104 της παρούσας απόφασης ενέχουν παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, αν ένα κράτος μέλος έπρεπε να κάνει χρήση της παρέκκλισης για την κατοχή ορισμένων πυροβόλων όπλων –εφεξής απαγορευόμενων– από πρόσωπα που διέθεταν σχετική άδεια κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της προσβαλλόμενης οδηγίας, θα ήταν υποχρεωμένο να συνεχίσει να χορηγεί τις ζητούμενες άδειες βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, κατά την περίοδο μεταξύ του χρονικού σημείου της ως άνω θέσης της οδηγίας σε ισχύ και εκείνου της θέσπισης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά, στη συνέχεια, θα έπρεπε να ανακαλέσει τις άδειες των προσώπων αυτών και να τους αφαιρέσει και τα ίδια τα όπλα, εφόσον η παρέκκλιση αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ratione temporis στα εν λόγω πρόσωπα.

142    Τούτο όμως σημαίνει ότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει, κατά παραβίαση των εν λόγω αρχών, να εφαρμόσει αναδρομικώς τη νέα απαγόρευση επί καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη της ισχύος της ή να προσδώσει άμεσο αποτέλεσμα στην προσβαλλόμενη οδηγία, εις βάρος των ενδιαφερομένων ιδιωτών. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω παρέκκλισης θα έπαυε κατά την ημερομηνία της θέσεως της προσβαλλομένης οδηγίας σε ισχύ, ενώ τα κράτη μέλη δεν θα μπορούσαν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, να περιορίσουν τη δυνατότητα αυτή κατά την εν λόγω ημερομηνία.

143    Τέλος, η Τσεχική Δημοκρατία φρονεί ότι οι ανωτέρω σκέψεις πρέπει να επιφέρουν την ακύρωση του άρθρου 1, σημεία 6, 7 και 19, της προσβαλλόμενης οδηγίας καθώς και, κατά συνέπεια, της οδηγίας αυτής στο σύνολό της.

144    Η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι οι περιστάσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 102 και 111 της παρούσας απόφασης παραβιάζουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον δεν είναι αρκούντως σαφείς ώστε να καθίσταται δυνατόν να προσδιοριστούν χωρίς αμφισημία τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων. Επομένως, είναι αδύνατον να προσδιοριστεί με σαφήνεια αν η άδεια απόκτησης και κατοχής πυροβόλου όπλου που έχει ταξινομηθεί στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία B, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, πρέπει να ανακληθεί ανεξαρτήτως του αν έχει διαπιστωθεί ότι ο ενδιαφερόμενος έχει στην κατοχή του γεμιστήρα ο οποίος υπερβαίνει τα προβλεπόμενα όρια, μολονότι έχει στην κατοχή του ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με κεντρική επίκρουση.

145    Το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά ότι δεν είναι συμβατό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου ούτε και το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, δυνάμει του οποίου οι οπλοπώλες και οι μεσίτες μπορούν να αρνούνται να συνάψουν οποιαδήποτε συναλλαγή για την απόκτηση πλήρων φυσιγγίων πυρομαχικών ή συστατικών μερών πυρομαχικών την οποία ευλόγως θεωρούν ύποπτη λόγω της φύσης της. Η διάταξη αυτή, καθόσον παρέχει στους επαγγελματίες τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση της αρχής έκδοσης, θα μπορούσε να προκαλέσει δυσμενείς διακρίσεις και καταχρήσεις.

146    Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, αμφισβητούν την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της Τσεχικής Δημοκρατίας και των επιχειρημάτων που προβάλλει προς στήριξή της η Ουγγαρία.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

147    Πρώτον, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 116 της παρούσας απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η επιχειρηματολογία της Ουγγαρίας που συνοψίζεται στη σκέψη 145 της παρούσας απόφασης, καθόσον με αυτήν τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα διάταξης της προσβαλλόμενης οδηγίας διαφορετικής από αυτές κατά των οποίων βάλλει η Τσεχική Δημοκρατία, με αποτέλεσμα τη μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτό έχει οριοθετηθεί από τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως που έχει προβάλει το εν λόγω κράτος μέλος.

148    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημεία 7 και 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, είναι συμβατοί με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς και τα αποτελέσματά τους προβλέψιμα, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να καθορίζουν αναλόγως τη συμπεριφορά τους στις έννομες καταστάσεις και σχέσεις που διέπονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση της 5ης Μαΐου 2015, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C-147/13, EU:C:2015:299, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

149    Όσον αφορά το ζήτημα αν είναι σύμφωνοι με την αρχή αυτή οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημεία 7 και 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως ήδη επισημάνθηκε στις σκέψεις 123 και 124 της παρούσας απόφασης, ότι τα εν λόγω σημεία 7 και 8 ορίζουν κατά τρόπο σαφή, ακριβή και προβλέψιμο τα απαγορευόμενα πυροβόλα όπλα αναλόγως είτε του τοποθετούμενου γεμιστήρα είτε του μήκους του όπλου. Ειδικότερα, όπως ορθώς υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μολονότι τα πυροβόλα όπλα κατασκευάζονται ώστε να μπορούν να πυροδοτούνται ταυτοχρόνως ως επωμιζόμενα όπλα και ως όπλα χειρός, εντούτοις πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν αρχικώς σχεδιαστεί για να πυροδοτούνται από τον ώμο, οπότε εμπίπτουν στο σημείο 8 της εν λόγω κατηγορίας Α.

150    Επιπλέον, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Τσεχική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, ουδεμία σύγχυση μπορεί να προκύψει από τον συνδυασμό του παραρτήματος I, μέρος II, κατηγορία A, σημείο 7, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, και της αιτιολογικής σκέψης 23 της οδηγίας αυτής, καθώς και του άρθρου 5, παράγραφος 3, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία.

151    Πράγματι, όπως ορθώς υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 3, απαγορεύει κατ’ ουσίαν την ταυτόχρονη κατοχή ημιαυτόματου όπλου εμπίπτοντος στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Β, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, και γεμιστήρα υπερβαίνοντος τα όρια που προβλέπονται στο εν λόγω σημείο, ακριβώς προκειμένου να αντιμετωπιστούν προσπάθειες καταστρατήγησης των νέων απαγορεύσεων που απορρέουν από την ένταξη του εν λόγω σημείου 7 στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, της οδηγίας 91/477. Κατά τα λοιπά, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη 23 και το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, περιορίζονται στην αιτιολόγηση της επίμαχης ταξινόμησης και στην πρόβλεψη της οικείας απαγόρευσης.

152    Επομένως, ούτε η Τσεχική Δημοκρατία αλλά ούτε και η Ουγγαρία, η οποία την υποστηρίζει, απέδειξαν ότι οι διατάξεις αυτές ενέχουν παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

153    Τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα αν η παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, είναι σύμφωνη με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα επίκλησης της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το οποίο αποτελεί απόρροια της αρχής της ασφάλειας δικαίου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 148 της παρούσας απόφασης, αναγνωρίζεται σε κάθε ιδιώτη ευρισκόμενο σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες οι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιούνται. Αντιθέτως, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής εάν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Ομοίως, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου [απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου), C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

154    Εν προκειμένω, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η επικρινόμενη διάταξη έχει σκοπό να προληφθεί η αύξηση, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της έναρξης ισχύος της προσβαλλόμενης οδηγίας στις 13 Ιουνίου 2017 και της λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της στο δίκαιο των κρατών μελών στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, των αποκτήσεων των απαγορευόμενων από την τελευταία αυτή ημερομηνία πυροβόλων όπλων.

155    Περαιτέρω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20 ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της, κάθε πρόσωπο που επιθυμούσε να αποκτήσει, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, τέτοιο όπλο ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι, δυνάμει της οδηγίας αυτής, το κράτος μέλος του θα οφείλει, το αργότερο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο, να ανακαλέσει κάθε άδεια που έχει χορηγηθεί για τέτοιο όπλο.

156    Τέλος, τίποτα δεν εμπόδιζε τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τη νομοθεσία τους προκειμένου να περιορίσουν έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2018 το κύρος των αδειών που χορηγήθηκαν μετά τις 13 Ιουνίου 2017.

157    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποδείχθηκε, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 153 της παρούσας απόφασης, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης ήταν δυνατόν να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους ιδιώτες που επιθυμούσαν να αποκτήσουν, μετά τις 13 Ιουνίου 2017, όπλα εμπίπτοντα στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Α, σημεία 7 και 8, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, ούτε ότι επέβαλε στα κράτη μέλη οποιαδήποτε υποχρέωση αναδρομικής εφαρμογής της προσβαλλόμενης οδηγίας.

158    Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

159    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, προβλέφθηκε ειδικά για τις ανάγκες της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, για την οποία η προσβαλλόμενη οδηγία αποτελεί, κατά την αιτιολογική της σκέψη 36, ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν κατά την έννοια της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν. Δεδομένου όμως ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι παντελώς αναιτιολόγητες σε σχέση με τους σκοπούς της προσβαλλόμενης οδηγίας, η εν λόγω διάταξη εισάγει δυσμενή διάκριση και πρέπει να ακυρωθεί.

160    Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη στρατιωτικού συστήματος βασιζόμενου στη γενική στράτευση, σύμφωνα με το οποίο κατά τα τελευταία πενήντα έτη βρίσκεται σε ισχύ σύστημα μεταβίβασης πολεμικών πυροβόλων όπλων σε πρόσωπα απολυόμενα από τον στρατό, όπως και η προϋπόθεση να πρόκειται μόνο για πυροβόλα όπλα που εμπίπτουν στο παράρτημα I, μέρος II, κατηγορία A, σημείο 6, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από κανέναν εκ των σκοπών της προσβαλλόμενης οδηγίας, και έχουν ως αποτέλεσμα η παρέκκλιση αυτή να εφαρμόζεται μόνο στην Ελβετική Συνομοσπονδία, ο σκοπός δε αυτός αναγνωρίστηκε ρητώς κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας.

161    Πάντως, δεδομένου ότι, λόγω της ως άνω προϋπόθεσης που συνδέεται με συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, σε κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να ισχύσει η εν λόγω παρέκκλιση, έπεται ότι η παρέκκλιση αυτή εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, και, αφετέρου, των κρατών μελών της Ένωσης και των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) πλην της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, διαφορετική μεταχείριση μη δυνάμενη να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. Συγκεκριμένα, αυτή καθαυτή η διάρκεια της ύπαρξης του συστήματος διατήρησης των πυροβόλων όπλων μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων δεν εξασφαλίζει, σε καμία περίπτωση, υψηλότερο επίπεδο εγγυήσεων στον τομέα της ασφάλειας. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η διάρκεια ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να έχει κάποια σημασία, η επιλογή χρονικής περιόδου πενήντα ετών είναι αυθαίρετη και δυσανάλογη.

162    Η Ουγγαρία επισημαίνει ότι, αν το άρθρο 6, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σκοπεί απλώς στην αποσαφήνιση των συνεπειών του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 6, για τα κράτη τα οποία, σύμφωνα με μακρά παράδοση, επιτρέπουν στους πρώην κληρωτούς, αφού εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, να διατηρήσουν το όπλο τους, η διάταξη αυτή θα επέβαλλε αδικαιολόγητη πρόσθετη απαίτηση όσον αφορά τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι θα έπρεπε να ελέγχεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα αν τα πρόσωπα αυτά, σε αντίθεση με τους σκοπευτές που δεν προέρχονται από τις τάξεις του στρατού και κατέχουν άδεια βάσει του εν λόγω πρώτου εδαφίου, συνιστούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

163    Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, αμφισβητούν την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της Τσεχικής Δημοκρατίας και των επιχειρημάτων που προβάλλει προς στήριξή της η Ουγγαρία.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

164    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ισότητας επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-504/09 P, EU:C:2012:178, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

165    Ως εκ τούτου, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι, όπως υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την εφαρμογή της παρέκκλισης του άρθρου 6, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, πληρούνται μόνον από την Ελβετική Συνομοσπονδία, εντούτοις, για να ευδοκιμήσει ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, θα έπρεπε επιπλέον η Ελβετική Συνομοσπονδία, αφενός, και τα κράτη μέλη της Ένωσης καθώς και τα άλλα κράτη μέλη της ΕΖΕΣ πλην της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, να βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση όσον αφορά το αντικείμενο της παρέκκλισης αυτής.

166    Όπως, όμως, επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 139 και 140 των προτάσεών της, η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη στρατιωτικού συστήματος βασιζόμενου στη γενική στράτευση, σύμφωνα με το οποίο κατά τα τελευταία πενήντα έτη βρίσκεται σε ισχύ σύστημα μεταβίβασης πολεμικών πυροβόλων όπλων σε πρόσωπα απολυόμενα από τον στρατό, λαμβάνει υπόψη τόσο την κουλτούρα και τις παραδόσεις της Ελβετικής Συνομοσπονδίας όσο και το γεγονός ότι, λόγω των παραδόσεων αυτών, το εν λόγω κράτος διαθέτει πείρα και αποδεδειγμένη ικανότητα να εντοπίζει και να παρακολουθεί τα οικεία πρόσωπα και όπλα, γεγονός από το οποίο τεκμαίρεται ότι, παρά την εν λόγω παρέκκλιση, οι σκοποί δημόσιας ασφάλειας τους οποίους επιδιώκει η προσβαλλόμενη οδηγία θα επιτευχθούν.

167    Εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι τούτο συμβαίνει στην περίπτωση κρατών που δεν έχουν ούτε την παράδοση ενός συστήματος μεταβίβασης πολεμικών πυροβόλων όπλων ούτε, ως εκ τούτου, την πείρα και την αποδεδειγμένη ικανότητα να εντοπίζουν και να παρακολουθούν τα οικεία πρόσωπα και όπλα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα μόνα κράτη που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση με αυτή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας είναι εκείνα που επίσης εφαρμόζουν, από μακρού χρόνου, τέτοιο σύστημα. Πάντως, η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν περιλαμβάνει σχετικές αναφορές ούτε, ως εκ τούτου, στοιχεία ικανά να αποδείξουν δυσμενή διάκριση εις βάρος των κρατών μελών της Ένωσης και της ΕΖΕΣ.

168    Στο μέτρο που η Τσεχική Δημοκρατία επικρίνει ως αυθαίρετο το ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέκρινε την προϋπόθεση των πενήντα τελευταίων ετών όσον αφορά την ύπαρξη συστήματος μεταβίβασης πολεμικών πυροβόλων όπλων, καθώς και την προϋπόθεση να πρόκειται μόνο για πυροβόλα όπλα που εμπίπτουν στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, κατηγορία Α, σημείο 6, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, αρκεί η επισήμανση ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν μνημόνευσε κανένα άλλο κράτος που να διαθέτει για διάστημα μικρότερο των πενήντα ετών σύστημα μεταβίβασης πολεμικών πυροβόλων όπλων, ή ακόμη και άλλων όπλων πλην αυτών της συγκεκριμένης κατηγορίας, οπότε η επίκριση αυτή πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

169    Τέλος, στο μέτρο που η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, επιβάλλει, σε σχέση με το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 6, την «πρόσθετη» απαίτηση να ελέγχεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα ότι τα οικεία πρόσωπα δεν συνιστούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια, αρκεί η επισήμανση ότι το εν λόγω δεύτερο εδάφιο προβλέπει παρέκκλιση διαφορετική από εκείνην του πρώτου εδαφίου και ότι η διαφορετική αυτή παρέκκλιση υπόκειται σε ειδικές προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι τα εδάφια αυτά αφορούν διαφορετικές καταστάσεις, το γεγονός ότι προβλέπουν διαφορετικές προϋποθέσεις δεν ενέχει δυσμενή διάκριση.

170    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

171    Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

172    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Τσεχική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

173    Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Δημοκρατία της Πολωνίας καθώς και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους ως παρεμβαίνουσες στη δίκη.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Τσεχική Δημοκρατία φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Δημοκρατία της Πολωνίας καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.