Language of document : ECLI:EU:T:2022:853

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά βιοαερίου – Φορολογικές απαλλαγές που αντισταθμίζουν το πρόσθετο κόστος παραγωγής – Αποφάσεις για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Μη κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας – Σοβαρές δυσχέρειες – Άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ – Άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 – Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020) – Σώρευση ενισχύσεων – Ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από περισσότερα κράτη μέλη – Εισαγόμενο βιοαέριο – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Άρθρο 110 ΣΛΕΕ»

Στην υπόθεση T‑626/20,

Landwärme GmbH, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Bonhage και M. Frank, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την K. Blanck, τον Α. Μπουχάγιαρ και την P. Němečková,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τον O. Simonsson και τις C. Meyer-Seitz, A. Runeskjöld, M. Salborn Hodgson, H. Shev, H. Eklinder και R. Shahsavan Eriksson,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius, I. Reine, L. Truchot (εισηγητή) και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Landwärme GmbH ζητεί την ακύρωση, αφενός, της απόφασης C(2020) 4489 final της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56125 (2020/N) – Σουηδία – Παράταση και τροποποίηση του καθεστώτος SA.49893 (2018/N) – Φορολογική απαλλαγή για βιοαέριο και βιοπροπάνιο που δεν παράγονται από τρόφιμα και προορίζονται για την παραγωγή θερμότητας (στο εξής: απόφαση 4489) και, αφετέρου, της απόφασης C(2020) 4487 final της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56908 (2020/N) – Σουηδία – Παράταση και τροποποίηση του καθεστώτος για το βιοαέριο που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη στη Σουηδία (στο εξής: απόφαση 4487 και, από κοινού με την απόφαση 4489, προσβαλλόμενες αποφάσεις).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία γερμανικού δικαίου που παράγει βιομεθάνιο στη Γερμανία.

3        Την 1η Απριλίου 2020, το Βασίλειο της Σουηδίας κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δύο μέτρα με τα οποία επιθυμούσε να τροποποιήσει και να παρατείνει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030 δύο καθεστώτα ενισχύσεων, τα οποία είχαν εφαρμοσθεί για πρώτη φορά το 2003 και το 2007, είχαν ήδη εγκριθεί πολλές φορές από την Επιτροπή και επρόκειτο να λήξουν στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Tα καθεστώτα αυτά συνίστανται σε απαλλαγή της αγοράς ορισμένων ανανεώσιμων καυσίμων αερίων (στο εξής: βιοαέριο) από την πληρωμή ορισμένων ειδικών φόρων κατανάλωσης οι οποίοι, αντιθέτως, επιβάλλονται κατά την αγορά ορυκτών αερίων που προορίζονται για τις ίδιες χρήσεις, όπως είναι το φυσικό αέριο.

4        Στις 29 Ιουνίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 4489, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2020, C 245, σ. 2), και την απόφαση 4487, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2020, C 260, σ. 4).

5        Σε συνέχεια της προκαταρκτικής διαδικασίας εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9) (στο εξής: προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης) και χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, την οποία αφορά το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: επίσημη διαδικασία έρευνας), η Επιτροπή θεώρησε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι τα μέτρα που κοινοποίησε το Βασίλειο της Σουηδίας αφορούσαν κρατικές ενισχύσεις που μπορούσαν να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

6        Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή επισήμανε, κατά πρώτον, ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων τα οποία αφορούσαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις (στο εξής: επίδικα καθεστώτα) και τα οποία προέβλεπαν πλήρεις φορολογικές απαλλαγές έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, συγκεκριμένα δε ως ενισχύσεις λειτουργίας (αιτιολογικές σκέψεις 6, 31 και 32 της απόφασης 4489 και αιτιολογικές σκέψεις 35 και 50 της απόφασης 4487).

7        Κατά δεύτερον, η Επιτροπή αξιολόγησε το συμβατό των επίδικων καθεστώτων με την εσωτερική αγορά υπό το φως των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020) (ΕΕ 2014, C 200, σ. 1, στο εξής: ΚΓΕΠΕ) (αιτιολογική σκέψη 34 της απόφασης 4489 και αιτιολογική σκέψη 38 της απόφασης 4487).

8        Ειδικότερα, πρώτον, η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ αρχάς, ότι τα επίδικα καθεστώτα εξυπηρετούσαν σκοπό κοινού συμφέροντος, καθόσον συνέβαλλαν ώστε να μπορέσει το Βασίλειο της Σουηδίας να επιτύχει τους στόχους που είχε θέσει όσον αφορά τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στη συνέχεια, εκτίμησε ότι τα καθεστώτα ήταν αναγκαία, με το σκεπτικό ότι, χωρίς τις πλήρεις φορολογικές απαλλαγές που αυτά προέβλεπαν (στο εξής: επίμαχες φορολογικές απαλλαγές), το βιοαέριο θα κόστιζε ακριβότερα από το ορυκτό αέριο και, τέλος, ότι είχαν χαρακτήρα κινήτρου, καθόσον η χορήγηση των απαλλαγών ενθάρρυνε τη χρήση και την παραγωγή βιοαερίου (αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 40, 42, 43, 47 και 48 της απόφασης 4489 και αιτιολογικές σκέψεις 40, 44, 45 και 47 της απόφασης 4487).

9        Δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε την αναλογικότητα των επίδικων καθεστώτων και επισήμανε μεταξύ άλλων ότι, με βάση τα δεδομένα που παρέσχε η Energimyndigheten (υπηρεσία ενέργειας, Σουηδία) (στο εξής: σουηδική υπηρεσία ενέργειας), αφενός, μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπερβούν οι χορηγηθείσες με βάση τα καθεστώτα αυτά ενισχύσεις το ποσό που είναι αναγκαίο για την αντιστάθμιση του υψηλότερου κόστους που συνεπάγεται η παραγωγή βιοαερίου σε σύγκριση με την παραγωγή ορυκτών αερίων και να οδηγήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο σε υπεραντιστάθμιση του υψηλότερου αυτού κόστους (στο εξής: υπεραντιστάθμιση). Συγκεκριμένα, παρά τις επίμαχες φορολογικές απαλλαγές, το κόστος παραγωγής του βιοαερίου παραμένει υψηλότερο από την αγοραία τιμή των ορυκτών αερίων. Αφετέρου, η Επιτροπή επισήμανε ότι ήταν απίθανο να υπάρξει στο μέλλον υπεραντιστάθμιση. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχαν οι σουηδικές αρχές, παρόλο που το βιοαέριο μπορεί να επωφελείται τόσο από τις ενισχύσεις που προβλέπονται από τα επίδικα καθεστώτα όσο και από άλλες ενισχύσεις που ευνοούν την παραγωγή βιοαερίου, η σώρευση των ενισχύσεων αυτών δεν οδηγεί σε υπεραντιστάθμιση. Εξάλλου, η Επιτροπή πρόσθεσε ότι οι αρχές αυτές είχαν αναλάβει να ελέγχουν τις εξελίξεις της αγοράς, προκειμένου να εντοπίσουν κάθε πιθανή μελλοντική υπεραντιστάθμιση και να την κρατούν ενήμερη (αιτιολογικές σκέψεις 17, 18, 20, 22, 28, 47, 49 έως 56 και 64 της απόφασης 4489 και αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 24, 26, 27, 32, 50 έως 59 και 67 της απόφασης 4487).

10      Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η παράγραφος 116 των ΚΓΕΠΕ, σύμφωνα με την οποία «η Επιτροπή τεκμαίρει την καταλληλότητα της ενίσχυσης καθώς και τις περιορισμένες στρεβλωτικές επιπτώσεις της ενίσχυσης εφόσον πληρούνται όλοι οι υπόλοιποι όροι», όπως, κατ’ αυτήν, συνέβαινε στην περίπτωση των επίδικων καθεστώτων (αιτιολογικές σκέψεις 41 και 58 της απόφασης 4489 και αιτιολογικές σκέψεις 48 και 60 της απόφασης 4487).

11      Τέταρτον, δεδομένου ότι τα επίδικα καθεστώτα συνίσταντο στη χορήγηση φορολογικών απαλλαγών, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον αυτές πληρούσαν τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51). Η Επιτροπή θεώρησε ότι συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γεγονότος ότι οι απαλλαγές ετύγχαναν εφαρμογής ανεξαρτήτως του κράτους μέλους από το οποίο προερχόταν το βιοαέριο που ωφελείτο από τις απαλλαγές (αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 66 της απόφασης 4489 και αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 68 της απόφασης 4487).

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Το Βασίλειο της Σουηδίας, παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

15      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι θεμελιώνονται, ο πρώτος σε «παράνομο χαρακτήρα της ενίσχυσης», ο δεύτερος, σε «κατάχρηση της εξουσίας εκτίμησης», ο τρίτος, σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και, ο τέταρτος, σε παράβαση της υποχρέωσης κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

16      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, πέραν δε τούτου, χωρίς να προτείνει ένσταση με χωριστό δικόγραφο βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Ενώ δεν λαμβάνει θέση επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή για την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 Επί του παραδεκτού

17      Προτού εξεταστεί το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας, πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα δημοσίας τάξεως (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 45, της 24ης Οκτωβρίου 1997, EISA κατά Επιτροπής, T‑239/94, ΕU:T:1997:158, σκέψη 27, και της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T-578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψεις 36 και 37) αν η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει προσφυγή κατά των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης

18      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά πράξης της οποίας δεν είναι αποδέκτης μόνον εφόσον η πράξη το αφορά άμεσα και ατομικά ή εφόσον η προσφυγή ασκείται κατά κανονιστικής πράξης που το αφορά άμεσα και για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

19      Εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν ως μοναδικό αποδέκτη το Βασίλειο της Σουηδίας, οπότε πρέπει να κριθεί κατά πόσον η προσφεύγουσα πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού που μόλις αναφέρθηκαν.

20      Όσον αφορά το ζήτημα αν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, όχι μόνο κηρύσσει τα επίμαχα μέτρα συμβατά με την εσωτερική αγορά, αλλά συγχρόνως αρνείται, σιωπηρά, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (βλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T-578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Εφόσον, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες ή σοβαρές δυσχέρειες ως προς το κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, υποχρεούται, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, να αποφασίσει την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T-578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οι έννοιες των «αμφιβολιών» και των «σοβαρών δυσχερειών» συμπίπτουν (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, ΔΕΗ κατά Επιτροπής, T-639/14 RENV, T-352/15 και T‑740/17, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:604, σκέψη 115· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2008, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-289/03, EU:T:2008:29, σκέψη 328, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Kerkosand κατά Επιτροπής, T-745/17, EU:T:2020:400, σκέψη 106).

22      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, με την απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας καλείται το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα.

23      Η νομιμότητα απόφασης περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων στηριζόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, εξαρτάται από το κατά πόσον υπάρχουν σοβαρές δυσχέρειες όσον αφορά το συμβατό των επίδικων καθεστώτων με την εσωτερική αγορά. Δεδομένου ότι η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών επιβάλλει την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι σχετικές αποφάσεις αφορούν άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης. Πράγματι, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού μπορούν να επιτύχουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T-578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Ως «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, νοείται «κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις». Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει τον ορισμό της έννοιας των «ενδιαφερομέν[ων]», κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως αυτός προκύπτει από τη νομολογία (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, C-647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις των διαδίκων στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, άμεσα επωφελούμενοι από τις επίμαχες φορολογικές απαλλαγές είναι οι αγοραστές βιοαερίου στη Σουηδία, οι οποίοι, χάρη στις απαλλαγές αυτές, δεν πληρώνουν ούτε τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί της ενέργειας ούτε τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί του διοξειδίου του άνθρακα, τους οποίους προβλέπει η σουηδική νομοθεσία. Ωστόσο, οι απαλλαγές αυτές, ακόμη και αν δεν έχουν επίπτωση στο κόστος παραγωγής βιοαερίου, ωφελούν επίσης, καίτοι εμμέσως, τους παραγωγούς και τους εισαγωγείς βιοαερίου. Πράγματι, αυτοί μπορούν να πωλούν βιοαέριο στη Σουηδία σε τελική τιμή η οποία, επειδή δεν συμπεριλαμβάνει τους ανωτέρω ειδικούς φόρους κατανάλωσης, είναι κατώτερη εκείνης στην οποία θα επωλείτο το βιοαέριο, εάν δεν υπήρχαν οι απαλλαγές. Ως εκ τούτου οι απαλλαγές καθιστούν δυνατή την πώληση του προϊόντος σε τιμή ανταγωνιστική σε σχέση με την τιμή του φυσικού αερίου, παρά το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής του τελευταίου είναι συνήθως χαμηλότερο από αυτό του βιοαερίου.

26      Η προσφεύγουσα, μολονότι ισχυρίζεται ότι δεν πωλεί πλέον βιοαέριο στη Σουηδία λόγω των πιο ανταγωνιστικών τιμών που χρεώνουν οι Δανοί παραγωγοί, οι οποίοι επωφελούνται από υπεραντιστάθμιση, είναι δυνητική έμμεση δικαιούχος των ενισχύσεων τις οποίες προβλέπουν τα επίδικα καθεστώτα, όπως επιβεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πράγματι, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να είναι επιλέξιμη για τις εν λόγω ενισχύσεις. Αφετέρου, γίνεται μνεία ότι παρόμοιες ενισχύσεις έχει χορηγήσει το Βασίλειο της Σουηδίας εδώ και πολλά χρόνια και ότι, στο παρελθόν, η προσφεύγουσα είχε επωφεληθεί από αυτές, δεδομένου ότι πωλούσε το βιοαέριό της στη Σουηδία το 2013 και, σε μεγαλύτερες ποσότητες, το 2014. Εξάλλου, η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι επιδιώκει να πωλήσει το βιοαέριό της στη Σουηδία, αλλά δεν μπορεί, λόγω της μη ανταγωνιστικής τιμής που είναι αναγκασμένη να προσφέρει, είναι ανταγωνίστρια των επιχειρήσεων, οι οποίες, πωλώντας το βιοαέριό τους στη Σουηδία, είναι επί του παρόντος αποδέκτες των εν λόγω ενισχύσεων. Συνεπώς, έχει την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενο[υ] μέρο[υ]ς» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, C-647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 57). Άλλωστε, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παραδέχθηκε τα ως άνω.

27      Ωστόσο, η προσφεύγουσα, για να νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των προσβαλλομένων αποφάσεων, πρέπει συγχρόνως να επιδιώκει, με την προσφυγή της, να διασφαλίσει την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που θα διέθετε, αν η Επιτροπή είχε κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας λόγω της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών.

28      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση απόφασης εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, επικρίνει κατ’ ουσίαν το γεγονός ότι η απόφαση την οποία έλαβε η Επιτροπή σχετικά με τις επίμαχες ενισχύσεις εκδόθηκε χωρίς το θεσμικό όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα διαδικαστικά δικαιώματά του. Συνεπώς, προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως, ο προσφεύγων δικαιούται να προβάλει οποιονδήποτε λόγο βάσει του οποίου θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή, κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά. Η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν είναι δυνατόν, πάντως, να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ή την τροποποίηση των προϋποθέσεων του παραδεκτού της. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών αναφορικά με τη συμβατότητα του μέτρου είναι ακριβώς το ζητούμενο που πρέπει να αποδειχθεί προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Κατά συνέπεια, όσον αφορά προσφυγή με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα απόφασης εκδοθείσας βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, χωρίς να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας, πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξεταστεί το σύνολο των αιτιάσεων και των επιχειρημάτων που προβάλλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, προκειμένου να εκτιμηθεί αν καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό σοβαρών δυσχερειών ή αμφιβολιών εξαιτίας των οποίων η Επιτροπή θα όφειλε να κινήσει την εν λόγω διαδικασία. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφυγής, οι λόγοι ακυρώσεως που θέτουν εν αμφιβόλω το συμβατό της ενίσχυσης, πρέπει να εκτιμηθούν από το Γενικό Δικαστήριο υπό το πρίσμα της ύπαρξης σοβαρής δυσχέρειας, χωρίς να πρέπει να κριθούν απαράδεκτοι (βλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T-578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψεις 45 έως 47 και 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 57 και 58).

30      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, προκειμένου ο προσφεύγων να αποδείξει την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων του λόγω των αμφιβολιών που θα έπρεπε να εγείρει το επίμαχο μέτρο ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά, δικαιούται να προβάλει επιχειρήματα ώστε να αποδείξει ότι η διαπίστωση περί συμβατότητας του μέτρου με την εσωτερική αγορά στην οποία κατέληξε η Επιτροπή, ήταν εσφαλμένη, όπερ, κατά μείζονα λόγο, είναι ικανό να αποδείξει ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει αμφιβολίες κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει τα επί της ουσίας επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων, προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτά είναι ικανά να ενισχύσουν τον λόγο ακυρώσεως σε σχέση με την ύπαρξη αμφιβολιών που δικαιολογούν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, Achema και Lifosa κατά Επιτροπής, T‑300/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:191, σκέψη 203 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί το σύνολο των αιτιάσεων και των επιχειρημάτων που επικαλείται η προσφεύγουσα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτή απέδειξε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που υποχρεώνουν την Επιτροπή να κινήσει την εν λόγω διαδικασία. Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι, με την προσφυγή της, προέβαλε, μεταξύ άλλων, την αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας καίτοι, δεδομένων των πληροφοριών που της είχε παράσχει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να παραβλέψει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών ως προς το ζήτημα κατά πόσον η πιθανή σώρευση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη Σουηδία κατ’ εφαρμογή των επίδικων καθεστώτων με άλλες ενισχύσεις, οι οποίες χορηγήθηκαν από άλλα κράτη μέλη εκτός του Βασιλείου της Σουηδίας σε παραγωγούς βιοαερίου (στο εξής: επίμαχη σώρευση), οδηγούσε σε υπεραντιστάθμιση προς όφελος των παραγωγών αυτών όταν πωλούσαν βιοαέριο στη Σουηδία (στο εξής: αιτίαση αναφορικά με την επίμαχη σώρευση).

32      Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά καθόσον επιδιώκει την τήρηση των διαδικαστικών της δικαιωμάτων, προβάλλοντας, ειδικότερα, την αιτίαση αναφορικά με την επίμαχη σώρευση.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

33      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα, ως δυνητική δικαιούχος των επίδικων καθεστώτων, δεν απέδειξε το έννομο συμφέρον της να προσφύγει κατά των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η ακύρωση των αποφάσεων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να επιτραπούν ενισχύσεις με ευρύτερη εμβέλεια από εκείνη των ενισχύσεων που προβλέπουν τα καθεστώτα αυτά. Η εν λόγω ακύρωση δεν έχει επίπτωση στο γεγονός ότι οι παραγωγοί βιοαερίου οι οποίοι ευνοούνται, σε άλλα κράτη μέλη πλην του Βασιλείου της Σουηδίας, από ενισχύσεις για την παραγωγή ενέργειας με βάση το βιοαέριο, έχουν τη δυνατότητα να πωλούν το βιοαέριό τους στη Σουηδία σε πιο συμφέρουσες τιμές από αυτές που προσφέρει η προσφεύγουσα, στην οποία δεν χορηγούνται παρόμοιες ενισχύσεις από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κατά την Επιτροπή, το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο ότι η προσφεύγουσα θα είχε δικαίωμα να της υποβάλει παρατηρήσεις, στην υποθετική περίπτωση που, μετά την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, εκινείτο η επίσημη διαδικασία έρευνας.

34      Η προσφεύγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

35      Κατά πάγια νομολογία, η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δύναται, αυτή καθαυτή, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonlinie κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-133/12 P, EU:C:2014:105, σκέψη 54, και της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής, C-682/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:356, σκέψη 25).

36      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση. Το έννομο αυτό συμφέρον πρέπει, υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, άλλως η προσφυγή είναι απαράδεκτη, πρέπει δε να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 56 και 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Εναπόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει το έννομο συμφέρον του, το οποίο αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος (βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής, C-682/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:356, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 14ης Απριλίου 2005, Sniace κατά Επιτροπής, T-141/03, EU:T:2005:129, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα είναι δυνητική έμμεση δικαιούχος των ενισχύσεων που προβλέπουν τα επίδικα καθεστώτα (βλ. σκέψεις 25 και 26 ανωτέρω).

39      Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κηρύσσουν τα επίδικα καθεστώτα συμβατά με την εσωτερική αγορά και, επομένως, δεν βλάπτουν, κατ’ αρχήν, μιαν ενδεχομένως επωφελούμενη επιχείρηση, δεν απαλλάσσει τον δικαστή της Ένωσης από την υποχρέωση να εξετάσει αν η εκτίμηση της Επιτροπής παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της εν λόγω επιχείρησης (πρβλ. διάταξη της 25ης Μαρτίου 2019, Abaco Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-186/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:206, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι δυνητική δικαιούχος των ενισχύσεων που προβλέπονται από τα επίδικα καθεστώτα δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

40      Η προσφεύγουσα απαντά ότι τα επίδικα καθεστώτα λειτουργούν ως «καταλύτης» που ενισχύει τα αποτελέσματα αποκλεισμού από την αγορά, τα οποία προκύπτουν από ενισχύσεις για την παραγωγή ενέργειας από βιοαέριο χορηγούμενες από άλλα κράτη μέλη πλην του Βασιλείου της Σουηδίας. Τα καθεστώτα αυτά αναπτύσσουν, κατά την προσφεύγουσα, το δικό τους αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι παραγωγοί βιοαερίου που ευνοούνται από τις προαναφερθείσες ενισχύσεις στα δικά τους κράτη μέλη αυξάνουν, προκειμένου να επωφεληθούν από τις επίμαχες φορολογικές απαλλαγές, τις εξαγωγές τους στη Σουηδία και ασκούν έτσι πίεση στις τιμές που χρεώνουν οι άλλοι παραγωγοί βιοαερίου, οι οποίοι δεν ευνοούνται από παρόμοιες ενισχύσεις. Η ακύρωση των αποφάσεων που εγκρίνουν τα εν λόγω καθεστώτα, θα καταργούσε αυτόν τον «καταλύτη» και θα παρείχε, επομένως, όφελος στην προσφεύγουσα.

41      Κατά συνέπεια, εάν το Γενικό Δικαστήριο δεχόταν την προσφυγή και ακύρωνε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, κρίνοντας με απόφασή του ότι οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, ιδίως δε η αιτίαση αναφορικά με την επίμαχη σώρευση, θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που αγνοήθηκαν από την Επιτροπή, τότε η τελευταία θα ήταν υποχρεωμένη, σε εκτέλεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, να εκδώσει αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, με το προβλεπόμενο στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού περιεχόμενο. Η προσφεύγουσα, ως «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (βλ. σκέψεις 24 και 26 ανωτέρω), θα είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της μετά την ανάλυση των αποφάσεων της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματά της κατά τρόπο πολύ πιο λυσιτελή και με πολύ περισσότερη ενημέρωση από ό,τι κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T-578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 52). Ειδικότερα, αν το Γενικό Δικαστήριο ακύρωνε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις για τον λόγο ότι υπήρχαν σοβαρές δυσχέρειες σχετικά με την υπεραντιστάθμιση που μπορούσε να προκύψει από την επίμαχη σώρευση, η προσφεύγουσα θα μπορούσε, κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας που θα ακολουθούσε την ακύρωση των αποφάσεων, να υποβάλει στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί των μεταβολών που θα έπρεπε να γίνουν στα επίδικα καθεστώτα ώστε να κριθούν αυτά συμβατά με την εσωτερική αγορά.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

43      Το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας να ασκήσει προσφυγή δεν αναιρείται από τη νομολογία που επικαλείται η Επιτροπή (διατάξεις της 9ης Ιουλίου 2007, wheyco κατά Επιτροπής, T-6/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:202, σκέψη 104, και της 25ης Μαρτίου 2019, Abaco Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-186/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:206, σκέψη 83). Κατά τη νομολογία αυτή, το έννομο συμφέρον μιας επιχείρησης που λαμβάνει κρατική ενίσχυση την οποία ενέκρινε η Επιτροπή χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο γεγονός ότι, σε περίπτωση κίνησης της διαδικασίας αυτής, η επιχείρηση θα είχε δικαίωμα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

44      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν είναι παρά δυνητική δικαιούχος των ενισχύσεων τις οποίες προβλέπουν τα επίδικα καθεστώτα, δεδομένου ότι δεν είναι πλέον σε θέση να πωλεί βιοαέριο στη Σουηδία. Ως προς το γεγονός αυτό, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται για εμπορική επιλογή της, αλλά για τη συνέπεια των συνθηκών που επικρατούν πλέον στην εν λόγω αγορά. Ως εκ τούτου, η κατάστασή της διαφέρει από εκείνη των προσφευγόντων στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι διατάξεις που επικαλέσθηκε η Επιτροπή, όπου οι προσφεύγοντες ήταν πραγματικοί αποδέκτες των ενισχύσεων που εγκρίθηκαν με τις αποφάσεις που προσέβαλαν με τις προσφυγές τους.

45      Το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας δεν αναιρείται ούτε από τις αποφάσεις που αναφέρονται στην σκέψη 43 ανωτέρω, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το έννομο συμφέρον των προσφευγόντων δεν μπορεί να θεμελιώνεται στην παράβαση των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων. Πράγματι, στις υποθέσεις εκείνες, οι προσφεύγοντες, ενώ επωφελήθηκαν από τις ενισχύσεις που κηρύχθηκαν συμβατές με τις επίμαχες αποφάσεις, επιδίωξαν, με τις προσφυγές τους, να επιτύχουν την ακύρωση των αποφάσεων αυτών, ώστε η Επιτροπή στη συνέχεια να εγκρίνει ενισχύσεις με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής (πρβλ. διατάξεις της 9ης Ιουλίου 2007, wheyco κατά Επιτροπής, T-6/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:202, σκέψη 102, και της 25ης Μαρτίου 2019, Abaco Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-186/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:206, σκέψη 82).

46      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, με την προσφυγή της, δεν επιδιώκει να επιτύχει την έγκριση ενισχύσεων με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από εκείνο των ενισχύσεων που προβλέπονται από τα επίδικα καθεστώτα. Αντιθέτως, αν η Επιτροπή, κατά το πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας την οποία θα κινούσε μετά την ενδεχόμενη ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, έκρινε, πράγματι, ότι η υπεραντιστάθμιση από την οποία μπορούν να ωφεληθούν ορισμένοι παραγωγοί βιοαερίου μη εγκατεστημένοι στη Σουηδία, καθιστά τα επίδικα καθεστώτα μη συμβατά προς την εσωτερική αγορά, τότε η τροποποίηση των επίδικων καθεστώτων θα οδηγούσε σε περιορισμό και όχι σε επέκταση του πεδίου εφαρμογής τους.

47      Εξάλλου, όπως προκύπτει από την σκέψη 39 ανωτέρω, στη σκέψη 42 της διάταξης της 25ης Μαρτίου 2019, Abaco Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-186/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:206), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο δικαιούχος ενίσχυσης δεν στερείται κατ’ ανάγκην εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση που κηρύσσει την εν λόγω ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά.

48      Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι συντρέχει πρόδηλο έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας και ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή, τουλάχιστον στο μέτρο που, με αυτήν, προβάλλεται η αιτίαση αναφορικά με την επίμαχη σώρευση.

49      Ωστόσο, πριν εξετασθεί η βασιμότητα της ανωτέρω αιτίασης, επιβάλλεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του επιχειρήματος της Επιτροπής που θεμελιώνεται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας των ΚΓΕΠΕ, υπό το πρίσμα των οποίων, ιδίως της παραγράφου 116 αυτών, η Επιτροπή εξέτασε το συμβατό των επίδικων καθεστώτων (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω).

 Επί του επιχειρήματος της Επιτροπής το οποίο θεμελιώνεται στην ανάγκη συμμόρφωσης προς την παράγραφο 116 των ΚΓΕΠΕ

50      Κατά την Επιτροπή, οι ΚΓΕΠΕ δεν επιτρέπουν να διαδραματίσει η επίμαχη σώρευση οποιοδήποτε ρόλο για την εκτίμηση της συμβατότητας των επίδικων καθεστώτων. Επομένως, η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι δεν επικαλέστηκε την έλλειψη νομιμότητας των ΚΓΕΠΕ, δεν μπορεί, κατά την Επιτροπή, να βάλει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατά της μη συνεκτίμησης της εν λόγω σώρευσης από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

51      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή, θεσπίζοντας κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες περιλαμβάνουν κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας, με τη δημοσίευσή τους, ότι θα εφαρμόζει εφεξής τους εν λόγω κανόνες στις περιπτώσεις που αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει και δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως υπάρχει ενδεχόμενο να ακυρωθούν οι πράξεις της, λόγω παραβίασης γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψη 69, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 143).

52      Η παράγραφος 116 των ΚΓΕΠΕ προβλέπει ότι «η Επιτροπή τεκμαίρει την καταλληλότητα της ενίσχυσης καθώς και τις περιορισμένες στρεβλωτικές επιπτώσεις της ενίσχυσης, εφόσον πληρούνται όλοι οι υπόλοιποι όροι». Ωστόσο, στην παράγραφο αυτή δεν διευκρινίζεται ποιοι είναι οι «υπόλοιποι όροι» στους οποίους αναφέρεται.

53      Συναφώς, όπως ανέφερε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι υπόλοιποι όροι στους οποίους γίνεται αναφορά στην παράγραφο 116 των ΚΓΕΠΕ είναι, εν προκειμένω, αυτοί που ορίζονται στην παράγραφο 131 των κατευθυντήριων γραμμών και ότι ο έλεγχος της συμμόρφωσης με αυτούς περιλαμβάνει και τον έλεγχο της αναλογικότητας των ενισχύσεων, στην οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 69 και 70 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

54      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παράγραφος 116 των ΚΓΕΠΕ ανήκει στο κεφάλαιο 3 αυτών, το οποίο είναι αφιερωμένο στην «αξιολόγηση συμβατότητας σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, [ΣΛΕΕ]».

55      Στο κεφάλαιο 3, η ενότητα 3.1 καθορίζει τις «κοινές αρχές αξιολόγησης» και απαριθμεί, στην παράγραφο 27, τα σωρευτικά κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα μέτρο ενίσχυσης προκειμένου να μπορεί να κηρυχθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά. Μεταξύ αυτών των κριτηρίων περιλαμβάνεται, όπως προκύπτει από την παράγραφο 27, στοιχείο εʹ, των κατευθυντήριων γραμμών, η αναλογικότητα της ενίσχυσης, δηλαδή ο περιορισμός της στο ελάχιστο αναγκαίο.

56      Η ενότητα 3.2 των ΚΓΕΠΕ, που αφορά τις «γενικές διατάξεις συμβατότητας», περιέχει διευκρινίσεις για καθένα από τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 27 των κατευθυντήριων γραμμών.

57      Ειδικότερα, η ενότητα 3.2.5 των ΚΓΕΠΕ αφορά την «αναλογικότητα της ενίσχυσης». Σε αυτήν την ενότητα περιλαμβάνονται οι παράγραφοι 69 και 70, σύμφωνα με τις οποίες «οι ενισχύσεις […] θεωρούνται αναλογικές εάν το ποσό της ενίσχυσης ανά δικαιούχο περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου» και, «[ω]ς γενική αρχή, η ενίσχυση θα θεωρείται ότι περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο εάν αντιστοιχεί στο καθαρό πρόσθετο κόστος που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου, σε σύγκριση με το αντιπαράδειγμα ελλείψει ενίσχυσης».

58      Συνεπώς, μεταξύ των «υπόλοιπ[ων] όρ[ων]» στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 116 των ΚΓΕΠΕ περιλαμβάνεται και ο σχετικός με την αναλογικότητα της ενίσχυσης. Ο όρος αυτός συνδέεται στενά με τον όρο που σχετίζεται με την έλλειψη υπεραντιστάθμισης. Εξάλλου, αναφορά στην τελευταία αυτή έννοια, χωρίς ρητή μνεία της, γίνεται, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 131 των ΚΓΕΠΕ, η οποία έχει ως εξής:

«Αναφορικά με την ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές εκτός της ηλεκτρικής ενέργειας, οι ενισχύσεις λειτουργίας για νέες εγκαταστάσεις θα θεωρούνται συμβατές με την εσωτερική αγορά εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι σωρευτικοί όροι:

α)      η ενίσχυση ανά μονάδα ενέργειας δεν υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του συνολικού σταθμισμένου κόστους της παραγωγής ενέργειας (ΣΚΤΕ) από τη συγκεκριμένη τεχνολογία και της αγοραίας τιμής της εκάστοτε μορφής ενέργειας·

β)      το ΣΚΤΕ δύναται να περιλαμβάνει τη συνήθη απόδοση κεφαλαίου. Οι επενδυτικές ενισχύσεις αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της επένδυσης κατά τον υπολογισμό του ΣΚΤΕ·

γ)      το κόστος παραγωγής επικαιροποιείται τακτικά, τουλάχιστον σε ετήσια βάση· και

δ)      οι ενισχύσεις μπορούν να χορηγούνται μόνον έως την πλήρη απόσβεση των εγκαταστάσεων σύμφωνα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες προκειμένου οι ενισχύσεις λειτουργίας που βασίζονται στο ΣΚΤΕ να μην υπερβαίνουν την απόσβεση της επένδυσης».

59      Υπογραμμίζεται ότι η παράγραφος 131 επαναλήφθηκε στην αιτιολογική σκέψη 50 καθεμιάς από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, με την προσθήκη, εντός παρενθέσεων, της διευκρίνισης «no overcompensation» (χωρίς υπεραντιστάθμιση), μετά τον ορισμό της προϋπόθεσης που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, στοιχείο αʹ.

60      Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ΚΓΕΠΕ δεν διευκρινίζουν ότι η μόνη υπεραντιστάθμιση που πρέπει να αποφευχθεί για να είναι αναλογική η ενίσχυση είναι αυτή που ενδέχεται να προκύψει από τη σώρευση ενισχύσεων από ένα και μόνο κράτος μέλος. Επομένως, η Επιτροπή εσφαλμένα υποστηρίζει ότι οι ΚΓΕΠΕ την εμποδίζουν να εξετάσει την υπεραντιστάθμιση που ενδέχεται να προκύψει από την επίμαχη σώρευση κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας των επίμαχων φορολογικών απαλλαγών με την εσωτερική αγορά.

61      Κατά συνέπεια, η παράγραφος 116 των ΚΓΕΠΕ δεν απήλλασσε την Επιτροπή από την υποχρέωση να ερευνήσει εάν η υπεραντιστάθμιση η οποία ήταν ενδεχόμενο να προκύψει από την επίμαχη σώρευση και την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα δημιουργούσε σοβαρές δυσχέρειες, προκειμένου να βεβαιωθεί περί της αναλογικότητας των επίδικων καθεστώτων. Συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της διάταξης αυτής.

62      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το υπό κρίση επιχείρημα της Επιτροπής και να εξεταστεί το βάσιμο της αιτίασης που αφορά την επίμαχη σώρευση.

 Επί της βασιμότητας της αιτίασης που αφορά την επίμαχη σώρευση

63      Αφού γίνει κατ’ αρχάς μνεία των αρχών που σχετίζονται με τον δικαστικό έλεγχο περί της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών, θα πρέπει να εξετασθούν τα στοιχεία που διέθετε ή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή στην προκειμένη περίπτωση, η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών σχετικά με την υπεραντιστάθμιση και, τέλος, το επιχείρημα της Επιτροπής και του Βασιλείου της Σουηδίας σύμφωνα με το οποίο αποκλείεται η δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο των επίδικων καθεστώτων, ενισχύσεις που χορηγούνται από άλλα κράτη μέλη, καθώς η συνεκτίμησή τους θα παραβίαζε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ή το άρθρο 110 ΣΛΕΕ.

 Επί του δικαστικού ελέγχου περί της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών

64      Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν εκδίδεται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, η νομιμότητα της αποφάσεως εξαρτάται από το αν η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή, κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης, θα έπρεπε αντικειμενικά να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι τέτοιες αμφιβολίες, εάν υφίστανται, πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, όπου μπορούν να μετάσχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του εν λόγω κανονισμού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η υποχρέωση αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, δυνάμει του οποίου η Επιτροπή οφείλει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όταν το επίμαχο μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, χωρίς να διαθέτει προς τούτο διακριτική ευχέρεια (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C-487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψεις 113 και 185 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, διάταξη της 25ης Ιουνίου 2019, Fred Olsen κατά Naviera Armas, C-319/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:542, σκέψη 30, και απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T-578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 57).

65      Η απόδειξη της ύπαρξης αμφιβολιών επί της συμβατότητας της επίμαχης ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, η οποία πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις περιστάσεις έκδοσης της απόφασης για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων όσο και στο περιεχόμενό της, βαρύνει τον αιτούντα την ακύρωση της απόφασης αυτής, ο οποίος μπορεί να βασιστεί συναφώς σε δέσμη από συγκλίνουσες ενδείξεις (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Ειδικότερα, ο ανεπαρκής ή ελλιπής χαρακτήρας της εξέτασης που διενήργησε η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης αποτελεί ένδειξη ότι αντιμετωπίσθηκαν κατά την αξιολόγηση του επίμαχου μέτρου σοβαρές δυσχέρειες, των οποίων η ύπαρξη την υποχρεώνει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Επιπλέον, η νομιμότητα αποφάσεως για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων ληφθείσας κατά το πέρας της διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να εκτιμάται από τον δικαστή της Ένωσης με γνώμονα όχι μόνον τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή κατά το χρονικό σημείο που την εξέδωσε, αλλά και τα στοιχεία τα οποία μπορούσε να έχει στη διάθεσή της (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Τα δε πληροφοριακά στοιχεία που η Επιτροπή «μπορούσε να διαθέτει» περιλαμβάνουν εκείνα τα οποία φαίνονταν κρίσιμα για την αξιολόγηση που έπρεπε να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 64 ανωτέρω, και των οποίων θα μπορούσε, εφόσον το ζητούσε, να επιτύχει την επίδειξη στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει να διεξάγει τη διαδικασία εξέτασης των επίμαχων μέτρων με επιμέλεια και αμεροληψία, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη και, ενδεχομένως, ο ασύμβατος ή παράνομος χαρακτήρας της ενίσχυσης, όσο το δυνατόν πιο πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία προς στήριξή της (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Ως εκ τούτου, ο έλεγχος, από το Γενικό Δικαστήριο, της νομιμότητας μιας απόφασης περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας λόγω ανυπαρξίας σοβαρών δυσχερειών δεν μπορεί να περιορισθεί στην αναζήτηση πρόδηλου σφάλματος κατά την εκτίμηση. Πράγματι, απόφαση που εκδόθηκε από την Επιτροπή χωρίς κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας μπορεί να ακυρωθεί, λόγω της παράλειψης της κατ’ αντιπαράθεση και εμπεριστατωμένης εξέτασης που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ακόμη και αν δεν αποδειχθεί ότι οι επί της ουσίας εκτιμήσεις της Επιτροπής ήταν εσφαλμένες από νομικής απόψεως ή ως προς τα πραγματικά περιστατικά (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2020, První novinová společnost κατά Επιτροπής, T-316/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:489, σκέψεις 88, 90 και 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, ο έλεγχος τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι περιορισμένος (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T-578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 66)

 Επί των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή εν προκειμένω

71      Υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα, σε παράρτημα της επιστολής της προς την Επιτροπή της 18ης Οκτωβρίου 2019, το οποίο αφορούσε κυρίως τις ενισχύσεις για την παραγωγή ενέργειας με βάση το βιοαέριο που χορηγήθηκαν από το Βασίλειο της Δανίας, προσκόμισε μια μελέτη που υπογράμμιζε ότι η γεωγραφική αγορά για το βιοαέριο ήταν πλέον διασυνοριακή και περιλάμβανε τουλάχιστον τη Δανία, τη Σουηδία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εν συνεχεία, η εν λόγω μελέτη ανέφερε ότι το βιοαέριο μπορούσε να στηριχθεί τόσο με ενισχύσεις κατά την παραγωγή του όσο και με κίνητρα που αφορούν τη ζήτηση, όπως είναι οι φορολογικές απαλλαγές. Διευκρινιζόταν ότι, καίτοι οι διαφορετικές αυτές μορφές στήριξης μπορούσαν να συνυπάρχουν σε ένα κράτος μέλος, δεν επιτρεπόταν η σώρευσή τους σε εθνικό επίπεδο. Συνακόλουθα στη Γερμανία, σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, η ενέργεια που παράγεται με βάση το βιοαέριο, δεδομένου ότι έλαβε ενίσχυση στην παραγωγή, δεν μπορούσε να επωφεληθεί από άλλες ενισχύσεις που προβλέπονται για την πώληση ενέργειας προερχόμενης από ανανεώσιμες πηγές. Ωστόσο, η ανωτέρω μελέτη διευκρίνιζε ότι μπορούσε να δημιουργηθεί σώρευση η οποία να καταλήγει σε «διπλή επιδότηση» ή σε «υπερβολική στήριξη», όταν οι ενισχύσεις στην παραγωγή και οι φορολογικές απαλλαγές προέρχονταν από διαφορετικά κράτη μέλη. Η μελέτη κατέδειξε επίσης ότι οι επικαλύψεις μεταξύ των καθεστώτων ενισχύσεων που εγκρίθηκαν από διαφορετικά κράτη μέλη μπορούσαν να προκαλέσουν υπεραντιστάθμιση και να δημιουργήσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού. Το παράδειγμα που δόθηκε συναφώς αφορούσε ειδικά τις ενισχύσεις της Δανίας και της Σουηδίας. 

72      Επίσης, και στην επιστολή της προς την Επιτροπή της 19ης Ιουνίου 2020, η οποία αφορούσε τις ενισχύσεις της Δανίας, η προσφεύγουσα υπογράμμισε εντούτοις τη σχέση μεταξύ αυτών των ενισχύσεων και των φορολογικών απαλλαγών τις οποίες χορήγησε η Σουηδία. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή είχε εγκρίνει τα σουηδικά καθεστώτα ενισχύσεων τα οποία παρατάθηκαν, με μικρές προσαρμογές, δυνάμει των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Επιπλέον, η μελέτη που επισυνάπτεται στην επιστολή αυτή περιείχε στοιχεία παρόμοια με εκείνα που εμφανίζονται στη μελέτη που αναφέρεται στη σκέψη 71 ανωτέρω.

73      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα είχε διαβιβάσει στην Επιτροπή, πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, πληροφορίες σχετικά με τις πιθανές συνέπειες της σώρευσης των φορολογικών απαλλαγών που χορηγεί το Βασίλειο της Σουηδίας και των ενισχύσεων στην παραγωγή ενέργειας από βιοαέριο οι οποίες χορηγούνται από άλλα κράτη μέλη, ιδίως δε από το Βασίλειο της Δανίας.

74      Εξάλλου, όπως επιβεβαίωσε το Βασίλειο της Σουηδίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το γεγονός ότι η παραγωγή ενέργειας από βιοαέριο επωφελείτο ενισχύσεων που χορήγησε το Βασίλειο της Δανίας ήταν κοινώς γνωστό. Επιπλέον, το Βασίλειο της Σουηδίας παραδέχεται ότι, σε κυβερνητικό διάταγμα της 31ης Μαΐου 2018, που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι οι ενισχύσεις στην παραγωγή ενέργειας με βάση βιοαέριο που χορηγήθηκαν από το Βασίλειο της Δανίας, όταν συνδυάζονταν με τις επίμαχες φορολογικές απαλλαγές, μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιδείνωση των συνθηκών ανταγωνισμού για την παραγωγή βιοαερίου στη Σουηδία. Επί του ζητήματος αυτού, όπως προκύπτει από δύο επισυναπτόμενες στο δικόγραφο της προσφυγής εκθέσεις και όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή στην απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, από τον Οκτώβριο του 2018, το Βασίλειο της Σουηδίας χορήγησε στους παραγωγούς βιοαερίου που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά του ενισχύσεις στην παραγωγή, επειδή παραγωγοί εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη μπορούσαν να επωφεληθούν από την επίμαχη σώρευση.

75      Επομένως, κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, η Επιτροπή είχε στην διάθεσή της πληροφορίες επί της επίμαχης σώρευσης.

76      Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε καταγγελία, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τις πληροφορίες που σχετίζονται με την επίμαχη σώρευση.

77      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 ορίζει τα εξής:

«2.      Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει καταγγελία για να ενημερώσει την Επιτροπή για εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση ή εικαζόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης. Για τον σκοπό αυτό, το ενδιαφερόμενο μέρος συμπληρώνει δεόντως ένα έντυπο που έχει περιληφθεί σε εκτελεστική διάταξη αναφερομένη στο άρθρο 33 και παρέχει τις υποχρεωτικές πληροφορίες που ζητούνται σε αυτό.

Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ενδιαφερόμενος δεν συμμορφώνεται με το υποχρεωτικό έντυπο καταγγελίας ή ότι τα πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία που προέβαλε ο ενδιαφερόμενος δεν παρέχουν επαρκείς λόγους που συνηγορούν, βάσει μιας πρώτης εξέτασης, για την ύπαρξη παράνομης ενίσχυσης ή κατάχρησης ενισχύσεων, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος και του ζητά να διατυπώσει παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας που κανονικά δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν γνωστοποιήσει τις απόψεις του εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η καταγγελία θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί. Η Επιτροπή ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος όταν μια καταγγελία θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί.

Η Επιτροπή αποστέλλει στον καταγγέλλοντα αντίγραφο της απόφασης για υπόθεση που αφορά το αντικείμενο της καταγγελίας».

78      Επομένως, το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 αφορά είτε ενισχύσεις εικαζόμενες ως «παράνομ[ες]», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο στʹ, του εν λόγω κανονισμού, καθόσον τέθηκαν σε ισχύ κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο κάθε σχεδιαζόμενο μέτρο ενίσχυσης πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί πριν από την τελική απόφασή της, είτε ενισχύσεις που εικάζεται ότι συνιστούν «κατάχρηση ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού, καθόσον χρησιμοποιούνται από τους δικαιούχους κατά παράβαση της απόφασης της Επιτροπής που τις έχει κηρύξει συμβατές με την εσωτερική αγορά.

79      Μόνο για αυτές τις ενισχύσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 2015/1589, χορηγεί το άρθρο 24, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 12, παράγραφος 1, αυτού, στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να προκαλέσει την κίνηση της προκαταρκτικής διαδικασίας εξέτασης, υποβάλλοντας στην Επιτροπή, υπό μορφή ειδικού εντύπου, καταγγελία περιλαμβάνουσα πληροφορίες σχετικές με τις εν λόγω ενισχύσεις, τις οποίες η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξετάσει στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που προβλέπει συγκεκριμένα δικαιώματα υπέρ του καταγγέλλοντος (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, Marinvest και Porting κατά Επιτροπής, T-728/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:325, σκέψεις 38 έως 40· πρβλ., ομοίως και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C-521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 37).

80      Κατά τη νομολογία, όταν υποβληθεί τέτοια καταγγελία, η Επιτροπή μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να υποχρεούται να τη διερευνήσει βαίνοντας πέραν της απλής εξετάσεως των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της γνωστοποίησε ο καταγγέλλων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποχρεούται, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας, με αποτέλεσμα να ενδέχεται να καταστεί αναγκαία η εξέταση από την Επιτροπή στοιχείων τα οποία δεν επικαλέστηκε ρητώς ο καταγγέλλων (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Naviera Armas κατά Επιτροπής, T-108/16, EU:T:2018:145, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Ωστόσο, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά τις ενισχύσεις ή τις λεπτομέρειες εφαρμογής ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, αλλά ενισχύσεις οι οποίες κοινοποιήθηκαν δεόντως στην Επιτροπή από το Βασίλειο της Σουηδίας και για τις οποίες δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

82      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Κανονισμού 2015/1589, δεν έχει εφαρμογή, η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 80 ανωτέρω δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση.

83      Παρόλα αυτά, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 67 έως 69 ανωτέρω, να βασίσει την ανάλυσή της στα στοιχεία που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει, τα οποία δεν περιορίζονται σε αυτά που υποβλήθηκαν μέσω καταγγελίας κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589.

84      Εξάλλου, μολονότι η Επιτροπή δεν οφείλει να αναζητεί, με δική της πρωτοβουλία και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής ένδειξης, όλες τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να συνδέονται με την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, ακόμη και αν πρόκειται για πληροφορίες που βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εν τούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα είχε διαβιβάσει στην Επιτροπή, στοιχεία σχετικά με τις συνέπειες της σώρευσης των φορολογικών απαλλαγών που χορηγεί το Βασίλειο της Σουηδίας και των ενισχύσεων στην παραγωγή ενέργειας από βιοαέριο οι οποίες χορηγούνται από άλλα κράτη μέλη, ιδίως δε από το Βασίλειο της Δανίας.

85      Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, όταν εξέτασε τα επίδικα καθεστώτα, διέθετε πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν από την επίμαχη σώρευση. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της, εάν το έκρινε απαραίτητο, πρόσθετα στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να ζητήσει να της παράσχει η προσφεύγουσα.

86      Ωστόσο, όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα στοιχεία, που περιλαμβάνονται στις επιστολές της προσφεύγουσας και στις επισυναπτόμενες σε αυτές μελέτες, ήταν κρίσιμα για την αξιολόγηση του συμβατού των επίδικων καθεστώτων με την εσωτερική αγορά. Επομένως, είναι απαραίτητο να εξετασθεί εάν τα στοιχεία αυτά, που σχετίζονται με πιθανή υπεραντιστάθμιση, ήταν ικανά να αποκαλύψουν την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών κατά τον έλεγχο της εν λόγω συμβατότητας. Πράγματι, μόνο σε καταφατική περίπτωση θα έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C-57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 85).

 Επί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών σχετικά με την υπεραντιστάθμιση

87      Από τις βασικές εκτιμήσεις των προσβαλλόμενων αποφάσεων σχετικά με την υπεραντιστάθμιση, οι οποίες συνοψίζονται στη σκέψη 9 ανωτέρω, προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, προκειμένου να μπορούν να κηρυχθούν τα επίδικα καθεστώτα συμβατά με την εσωτερική αγορά, ήταν απαραίτητο οι επίμαχες φορολογικές απαλλαγές να μην οδηγούν σε υπεραντιστάθμιση.

88      Ωστόσο, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν διευκρινίζουν εάν η αναφερόμενη υπεραντιστάθμιση προκύπτει αποκλειστικά από ενδεχόμενη σώρευση των επίμαχων φορολογικών απαλλαγών με άλλες ενισχύσεις που χορηγεί το Βασίλειο της Σουηδίας ή μπορεί επίσης να απορρέει από την επίμαχη σώρευση.

89      Η Επιτροπή εξήγησε ότι, κατά την εξέταση της υπεραντιστάθμισης, περιορίστηκε στη μελέτη της πιθανής σώρευσης των επίμαχων φορολογικών απαλλαγών με άλλα μέτρα ενίσχυσης τα οποία έλαβε το Βασίλειο της Σουηδίας. Κατά την άποψή της, η συμπληρωματική συνεκτίμηση ενδεχόμενων ενισχύσεων που χορηγούνται σε άλλο κράτος μέλος δεν προβλέπεται ούτε από τις ΚΓΕΠΕ ούτε από άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης προς τον σκοπό εξετάσεως του ζητήματος εάν υπάρχει υπεραντιστάθμιση προς όφελος των δικαιούχων των εν λόγω απαλλαγών.

90      Το δε Βασίλειο της Σουηδίας εξέφρασε την άποψη ότι οι εκθέσεις της σουηδικής υπηρεσίας ενέργειας, στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή για να αποκλείσει, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, την ύπαρξη υπεραντιστάθμισης, λαμβάνουν έμμεσα υπόψη τις ενισχύσεις τις οποίες χορήγησε το Βασίλειο της Δανίας. Ωστόσο, απαντώντας στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το Βασίλειο της Σουηδίας διευκρίνισε ότι ο έλεγχος για την έλλειψη υπεραντιστάθμισης που διενεργείται από τη σουηδική υπηρεσία ενέργειας πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο και ότι δεν υπάρχει υποχρέωση να ληφθούν υπόψη οι ενισχύσεις στην παραγωγή οι οποίες ενδεχομένως χορηγήθηκαν από άλλα κράτη μέλη και από τις οι οποίες μπορεί να έχει επωφεληθεί το εισαχθέν στη Σουηδία βιοαέριο.

91      Κατά συνέπεια, πρέπει να σημειωθεί ότι, για την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, η Επιτροπή εξέτασε μόνο την υπεραντιστάθμιση που μπορεί να προκύπτει από τη σώρευση περισσοτέρων ενισχύσεων που χορήγησε το Βασίλειο της Σουηδίας. Με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή απέκλεισε το ενδεχόμενο να προκαλεί η επίμαχη σώρευση σοβαρές δυσχέρειες κατά την εξακρίβωση της συμβατότητας των επίδικων καθεστώτων με την εσωτερική αγορά, οι οποίες θα μπορούσαν να διαλευκανθούν μόνο μέσω της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί εάν αυτός ο αποκλεισμός είναι δικαιολογημένος.

92      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».

93      Το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά:

[…]

γ)      οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον».

94      Ως εκ τούτου η Επιτροπή, προτού αποφασίσει εάν κρατικές ενισχύσεις είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, οφείλει να εξετάσει τις επιπτώσεις τους στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, όταν, όπως εν προκειμένω, εκδίδει αποφάσεις βάσει της διάταξης αυτής κατόπιν της προκαταρκτικής διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώσει, χωρίς να δημιουργούνται συναφώς σοβαρές δυσχέρειες, ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν θα επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

95      Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να εγείρει αντιρρήσεις για τα επίδικα καθεστώτα, τα οποία συνιστούσαν παράταση των καθεστώτων που ήδη είχαν κριθεί συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

96      Ωστόσο, η Επιτροπή, έστω και μόνο χάρη στις πληροφορίες που της είχε παράσχει η προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 71 έως 73 ανωτέρω), δεν μπορούσε να αγνοεί το γεγονός ότι οι εισαγωγές στη Σουηδία βιοαερίου που παράγεται σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως δε στη Δανία, είχαν αυξηθεί σημαντικά κατά τα έτη που προηγήθηκαν της κοινοποίησης των επίδικων καθεστώτων, εις βάρος του βιοαερίου προελεύσεως από άλλα κράτη μέλη, λόγω της ύπαρξης της επίμαχης σώρευσης.

97      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν τα επίδικα καθεστώτα δεν περιείχαν θεμελιώδεις τροποποιήσεις που να επηρεάζουν τα καθεστώτα που ίσχυαν επί πολλά έτη στη Σουηδία, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, στην εκτίμησή της για τη συμβατότητα των επίδικων καθεστώτων με την εσωτερική αγορά, την επίπτωση της επίμαχης σώρευσης επί της διόγκωσης των εισαγωγών με προέλευση από ορισμένα κράτη μέλη.

98      Βεβαίως, η Επιτροπή δεν αγνόησε παντελώς τα εν λόγω στοιχεία, δεδομένου ότι επέμεινε στην ανάγκη τα επίδικα καθεστώτα να εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο στο βιοαέριο που παράγεται στη Σουηδία και στο εισαγόμενο βιοαέριο. Εντούτοις, η Επιτροπή περιόρισε την εξέτασή της για ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση στην εθνική της διάσταση, όπως σημειώνεται στη σκέψη 89 ανωτέρω.

99      Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 66 ανωτέρω, η ανεπαρκής ή ελλιπής ανάλυση που πραγματοποίησε η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης σχετικά με την υπεραντιστάθμιση που μπορεί να προκύψει από την επίμαχη σώρευση συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 55 έως 59 ανωτέρω, αφενός, οι κρατικές ενισχύσεις δεν μπορούν να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά εάν δεν πληρούν τον όρο της αναλογικότητας. Αφετέρου, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το ζήτημα της έλλειψης υπεραντιστάθμισης συνδέεται στενά με το ζήτημα της αναλογικότητας των επίδικων καθεστώτων. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Επιτροπή ανέλυσε την έλλειψη υπεραντιστάθμισης κατά τρόπο ανεπαρκή και ελλιπή, μη λαμβάνοντας υπόψη την επίμαχη σώρευση, μπορεί να αρκεί, εν προκειμένω, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών.

100    Ωστόσο, πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση που, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και το Βασίλειο της Σουηδίας, αποκλειόταν η δυνατότητα να συνεκτιμηθούν, στο πλαίσιο των επίδικων καθεστώτων, οι χορηγούμενες από άλλα κράτη ενισχύσεις, λόγω του ότι η συνεκτίμησή τους θα παραβίαζε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ή το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, το ζήτημα της υπεραντιστάθμισης που ήταν δυνατόν να προκύψει από την επίμαχη σώρευση δεν θα δημιουργούσε σοβαρές δυσχέρειες.

101    Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η διαδικασία των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ παρέχει μεν στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει τη συμβατότητα καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων με τις απαιτήσεις της εσωτερικής αγοράς, πλην όμως από την όλη οικονομία των Συνθηκών προκύπτει ότι η διαδικασία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ή προς ειδικότερες διατάξεις των Συνθηκών, μεταξύ άλλων προς τις διατάξεις που αφορούν εσωτερικούς φόρους, στις οποίες εμπίπτει το άρθρο 110 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2002, Nygård, C-234/99, EU:C:2002:244, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C-390/06, EU:C:2008:224, σκέψεις 50 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-359/04, EU:T:2010:366, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να θεσπισθεί ή να εγκριθεί ενίσχυση υπό μορφή φορολογικών διακρίσεων επιβαλλόμενων από κράτος μέλος σε βάρος προϊόντων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑359/04, EU:T:2010:366, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

102    Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ή αρχή της ίσης μεταχείρισης απαγορεύει να επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ή σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός εάν οι διαφοροποιήσεις δικαιολογούνται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, IPPT PAN κατά Επιτροπής και REA, T-805/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:496, σκέψη 216 και εκεί μνημονευομένη νομολογία· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Koninklijke BAM Groep κατά Επιτροπής, T-355/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:486, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103    Ο παρεμφερής χαρακτήρας διαφορετικών καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού του κρατικού μέτρου που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση. Πρέπει, εξάλλου, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι στόχοι του τομέα στον οποίο εμπίπτει το επίμαχο κρατικό μέτρο (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Λουξεμβούργο κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-176/09, EU:C:2011:290, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Εν προκειμένω, η Επιτροπή θεωρεί ότι βεβαιώθηκε ότι τα επίδικα καθεστώτα δεν παραβίαζαν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθόσον έλαβε από το Βασίλειο της Σουηδίας τη διαβεβαίωση ότι οι επίμαχες φορολογικές απαλλαγές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την προέλευση του βιοαερίου που πωλείται στη Σουηδία, είτε πρόκειται για βιοαέριο παραγόμενο σε αυτό το κράτος μέλος είτε για βιοαέριο που παράγεται σε άλλα κράτη μέλη και εισάγεται στη Σουηδία.

105    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του στόχου των επίδικων καθεστώτων, η πώληση βιοαερίου του οποίου το πρόσθετο κόστος παραγωγής έχει αντισταθμιστεί, δεν συνιστά κατάσταση παρεμφερή προς την πώληση βιοαερίου του οποίου το πρόσθετο κόστος παραγωγής δεν έχει ακόμη αντισταθμισθεί.

106    Πράγματι, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), οι επίμαχες φορολογικές απαλλαγές αποσκοπούν να καταστήσουν το βιοαέριο ανταγωνιστικό σε σύγκριση με τα ορυκτά αέρια, παρά το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής του βιοαερίου είναι υψηλότερο από το κόστος των ορυκτών αερίων.

107    Ωστόσο, εάν το κόστος παραγωγής του βιοαερίου, το οποίο είναι υψηλότερο από αυτό του ορυκτού αερίου, έχει ήδη αντισταθμιστεί από ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρήχθη, η χορήγηση των επίμαχων φορολογικών απαλλαγών στο βιοαέριο που εισάγεται στη Σουηδία χάνει τον λόγο ύπαρξής της.

108    Από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή παραδέχεται την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της πώλησης βιοαερίου του οποίου το πρόσθετο κόστος παραγωγής έχει αντισταθμιστεί και της πώλησης βιοαερίου του οποίου το πρόσθετο κόστος παραγωγής δεν έχει ακόμη αντισταθμισθεί. Πράγματι, όσον αφορά το βιοαέριο που παράγεται στη Σουηδία, η Επιτροπή βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε υπεραντιστάθμιση συνεπεία της σώρευσης των επίμαχων φορολογικών απαλλαγών με άλλες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τις σουηδικές αρχές για την παραγωγή βιοαερίου στο εν λόγω κράτος μέλος. Εντούτοις, η διαφορά μεταξύ της περίπτωσης κατά την οποία το πρόσθετο κόστος του βιοαερίου έχει ήδη αντισταθμισθεί και εκείνης κατά την οποία δεν έχει αντισταθμισθεί, υφίσταται ακόμη και όταν η αντιστάθμιση αυτή προκύπτει από ενισχύσεις χορηγούμενες από άλλα κράτη μέλη πλην του Βασιλείου της Σουηδίας.

109    Κατά συνέπεια, οι δύο πωλήσεις που αναφέρονται στη σκέψη 105 ανωτέρω δεν μπορεί, εκτός αν υπάρχει αντικειμενικός δικαιολογητικός λόγος, να αντιμετωπισθούν με τον ίδιο τρόπο, ήτοι να απολαύουν αμφότερες της ίδιας φορολογικής απαλλαγής, και τούτο ανεξάρτητα από το αν το βιοαέριο που πωλείται στη Σουηδία παρήχθη επί του εθνικού εδάφους ή εισήχθη.

110    Ωστόσο, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την υπεραντιστάθμιση που ενδέχεται να προκύψει από την επίμαχη σώρευση. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν εφήρμοσε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων με συνεκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων που χαρακτηρίζουν τις «καταστάσεις» οι οποίες πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής, να συγκρίνονται. Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 64 και 66 ανωτέρω και με τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 99 ανωτέρω, η περίσταση αυτή αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών οι οποίες γεννούν την υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

111    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, είναι αδύνατο, από πραγματική άποψη, να εξεταστούν οι αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των καθεστώτων ενισχύσεων που προβλέπονται σε ένα κράτος μέλος και εκείνων που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν κάνουν λόγο για αυτήν την αδυναμία. Κατά μείζονα δε λόγο, δεν χαρακτηρίζουν την αδυναμία αυτή ως αντικειμενικό δικαιολογητικό λόγο.

112    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η απαιτούμενη συμμόρφωση προς την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων δεν επέτρεπε τον αποκλεισμό της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών όσον αφορά την επιρροή της επίμαχης σώρευσης στη συμβατότητα των επίδικων καθεστώτων με την εσωτερική αγορά.

 Επί του άρθρου 110 ΣΛΕΕ

113    Όπως επισημάνθηκε στην σκέψη 100 ανωτέρω, επιβάλλεται να εξετασθεί εάν, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και το Βασίλειο της Σουηδίας, το άρθρο 110 ΣΛΕΕ απαγορεύει να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο των επίδικων καθεστώτων, οι ενισχύσεις που χορηγούνται από άλλα κράτη μέλη.

114    Κατά το άρθρο 110 ΣΛΕΕ:

«Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.

Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων».

115    Κατά τη νομολογία, πρώτον, από το άρθρο 110 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι οι διαφοροποιήσεις στην εσωτερική φορολογία είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης μόνον εάν έχουν σκοπούς που, και αυτοί, είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης και μόνον εάν ο τρόπος εφαρμογής τους είναι τέτοιος ώστε να αποφεύγεται κάθε μορφή, άμεσης ή έμμεσης, διακρίσεως έναντι των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη ή κάθε μορφή προστασίας ανταγωνιστικής εγχώριας παραγωγής. Επομένως, τηρουμένων των απαιτήσεων αυτών, το δίκαιο της Ένωσης, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν περιορίζει την ελευθερία των κρατών μελών να θεσπίζουν σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας για ορισμένα προϊόντα, έστω και ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως είναι η φύση των χρησιμοποιουμένων πρώτων υλών ή οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι παραγωγής (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Outokumpu, C-213/96, EU:C:1998:155, σκέψη 30, και της 14ης Απριλίου 2021, Achema και Lifosa κατά Επιτροπής, T-300/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:191, σκέψη 220).

116    Δεύτερον, φορολογικές απαλλαγές ή ελαφρύνσεις, ιδίως όταν αποσκοπούν στη διάσωση παραγωγικών ικανοτήτων ή επιχειρήσεων οι οποίες, χωρίς τις εν λόγω φορολογικές διευκολύνσεις, δεν θα ήταν κερδοφόρες λόγω της αυξήσεως του κόστους παραγωγής, είναι νόμιμες, υπό τον όρο ότι τα κράτη μέλη τα οποία κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής επεκτείνουν το αντίστοιχο πλεονέκτημα και στα εισαγόμενα προϊόντα που πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις, ούτως ώστε να μη δημιουργούνται δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων και να μην προστατεύονται τα εγχώρια, σύμφωνα με το άρθρο 110 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑359/04, EU:T:2010:366, σκέψεις 93 έως 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Τρίτον, πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 110 ΣΛΕΕ όταν η νομοθεσία ενός κράτους μέλους επιτρέπει, επί εισαγωγής προϊόντος που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, την εφαρμογή φορολογικού καθεστώτος το οποίο μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχο προς το καθεστώς που εφαρμόζεται στο ίδιο προϊόν, όταν αυτό παράγεται στο πρώτο κράτος μέλος (πρβλ. απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 1980, Schneider-Import, 26/80, EU:C:1980:257, σκέψεις 10 και 15).

118    Συνεπώς, όταν η πώληση, εντός κράτους μέλους, παρόμοιων εθνικών και εισαγόμενων προϊόντων, δεν είναι επικερδής λόγω έλλειψης διευκολύνσεων φορολογικής φύσεως, το άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει τα εισαγόμενα προϊόντα να υφίστανται, άμεση ή έμμεση, δυσμενή μεταχείριση, σε σχέση με τα εθνικά προϊόντα, λόγω του ότι υπόκεινται σε υψηλότερη φορολογία από εκείνη που εφαρμόζεται στα εθνικά προϊόντα. Αντιθέτως, μια διαφοροποιημένη φορολογική μεταχείριση είναι συμβατή με τη διάταξη αυτή όταν είναι αποτέλεσμα αντικειμενικών κριτηρίων και παρέχει τη δυνατότητα αποφυγής κάθε μορφής διακρίσεων όσον αφορά τις εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη.

119    Προκειμένου να εφαρμοσθούν οι εν λόγω αρχές στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στη νομολογία, λόγω του γεγονότος ότι όποιο βιοαέριο πωλείται στη Σουηδία, είτε έχει παραχθεί εντός του εν λόγω κράτους μέλους είτε έχει εισαχθεί σε αυτό, απολαύει των ίδιων φορολογικών απαλλαγών. Μάλιστα, όσον αφορά το εισαγόμενο βιοαέριο, οι απαλλαγές αυτές, που είναι πλήρεις, χορηγούνται χωρίς να γίνεται διάκριση ανάλογα με το εάν το κράτος μέλος στο οποίο παρήχθη το εισαγόμενο βιοαέριο έχει χορηγήσει ή όχι ενισχύσεις για την παραγωγή ενέργειας από βιοαέριο.

120    Για λόγους που σχετίζονται με τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή βεβαιώθηκε ότι το βιοαέριο που παράγεται στη Σουηδία δεν ευνοείται από υπεραντιστάθμιση (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι, εάν οι επίμαχες φορολογικές απαλλαγές ίσχυαν για το εισαγόμενο από άλλα κράτη βιοαέριο μόνον υπό την προϋπόθεση αποκλεισμού κάθε υπεραντιστάθμισης οφειλόμενης στη σώρευση των απαλλαγών αυτών με τυχόν ενισχύσεις χορηγούμενες από άλλα κράτη μέλη στους παραγωγούς του εν λόγω βιοαερίου, πριν την εξαγωγή του στη Σουηδία, τότε το εισαγόμενο από άλλα κράτη μέλη βιοαέριο θα υφίστατο δυσμενή μεταχείριση, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 110 ΣΛΕΕ. Πράγματι, αυτή η προϋπόθεση, η οποία αφορά την έλλειψη υπεραντιστάθμισης, είναι αντίστοιχη με αυτήν που απαιτείται για το βιοαέριο που παράγεται στη Σουηδία. 

121    Βέβαια, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε υπεραντιστάθμιση, θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή το βιοαέριο που εισάγεται από ορισμένα κράτη μέλη στη Σουηδία να υπόκειται σε εσωτερική φορολόγηση η οποία, επειδή δεν προβλέπει φορολογική απαλλαγή ή επειδή προβλέπει απαλλαγές μικρότερες από τις επίμαχες, θα ήταν υψηλότερη από τον φόρο που επιβάλλεται στο βιοαέριο που παράγεται στη Σουηδία. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτό δεν θα συνιστούσε κατ’ ανάγκην δυσμενή διάκριση. Πράγματι, όσον αφορά αυτήν την τελευταία κατηγορία βιοαερίου, η Επιτροπή μερίμνησε, προτού κρίνει ότι τα επίδικα καθεστώτα ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά, να αποκλείσει ότι η σώρευση φορολογικής φύσεως ενισχύσεων με ενισχύσεις κατά την παραγωγή οδηγεί σε υπεραντιστάθμιση.

122    Με άλλα λόγια, η ύπαρξη υπεραντιστάθμισης μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικό κριτήριο που επιτρέπει την εφαρμογή των επίμαχων φορολογικών απαλλαγών αποκλειστικά στο βιοαέριο, εγχώριο ή εισαγόμενο, για το οποίο το πρόσθετο κόστος παραγωγής σε σύγκριση με τα ορυκτά αέρια δεν έχει ήδη αντισταθμιστεί με άλλες ενισχύσεις, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος που χορήγησε τις άλλες ενισχύσεις και με την επιφύλαξη της δυνατότητας προσαρμογής του συντελεστή των επίμαχων φορολογικών απαλλαγών ανάλογα με το ύψος των άλλων ενισχύσεων. Αυτή η διαφοροποίηση, βάσει ενός αντικειμενικού κριτηρίου, είναι τέτοια ώστε να αποφεύγεται η δυσμενής διάκριση που θα προέκυπτε από τις αντισταθμίσεις που έχουν ήδη χορηγηθεί στο βιοαέριο που εισάγεται από ορισμένα κράτη μέλη.

123    Επιπλέον, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, ένα φορολογικό σύστημα εισάγει δυσμενή μεταχείριση και έχει προστατευτικό αποτέλεσμα αντίθετο προς το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, όταν αποτρέπει από την αγορά προϊόντων από άλλα κράτη μέλη προς όφελος εθνικών προϊόντων (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 1990, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-132/88, ΕU:C:1990:165, σκέψεις 18 και 19).

124    Δεν αμφισβητείται ότι αυτό δεν συμβαίνει με τα επίδικα καθεστώτα. Στην πραγματικότητα, ελλείψει μέτρων προς αποφυγή της υπεραντιστάθμισης που ενδέχεται να προκύψει από την επίμαχη σώρευση, τα επίδικα καθεστώτα δημιουργούν αντίστροφη δυσμενή διάκριση έναντι του βιοαερίου που παράγεται στη Σουηδία προς όφελος του βιοαερίου που παράγεται σε άλλα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις για την παραγωγή ενέργειας από βιοαέριο. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θεωρείται ως επιβαλλόμενο από την υποχρέωση να είναι τα επίδικα καθεστώτα σύμφωνα προς το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, ο λόγος ύπαρξης του οποίου συνίσταται στο να μην επιτρέπει στα κράτη μέλη να ευνοούν την εγχώρια παραγωγή τους εις βάρος της παραγωγής άλλων κρατών μελών. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος μέλος επιφυλάσσει στα προϊόντα που εισάγει από ορισμένα κράτη μέλη ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση από εκείνην που επιφυλάσσει σε παρόμοια προϊόντα που εισάγει από άλλα κράτη μέλη.

125    Πρέπει να επισημανθεί ότι, στα τμήματα των προσβαλλόμενων αποφάσεων που αφορούσαν τη συμμόρφωση με το φορολογικό δίκαιο της Ένωσης (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα επίδικα καθεστώτα δεν οδηγούσαν σε υπεραντιστάθμιση και ότι οι επίμαχες φορολογικές απαλλαγές ίσχυαν ανεξαρτήτως της προέλευσης του βιοαερίου. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι υπήρχαν συναφώς σοβαρές δυσχέρειες, ενώ οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 115 έως 124 ανωτέρω καταδεικνύουν ότι τέτοιες δυσχέρειες υπήρχαν και έπρεπε να εξεταστούν στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

126    Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι και η απαιτούμενη συμμόρφωση προς το άρθρο 110 ΣΛΕΕ δεν επέτρεπε επίσης να αποκλεισθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών όσον αφορά την επιρροή της επίμαχης σώρευσης στη συμβατότητα των επίδικων καθεστώτων με την εσωτερική αγορά.

 Συμπεράσματα επί της αιτιάσεως σχετικά με την επίμαχη σώρευση

127    Κατόπιν των εκτιμήσεων που προαναφέρθηκαν, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα απέδειξε, βασιζόμενη σε στοιχεία που διέθετε ή θα μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ότι η ανάλυση του συμβατού των επίδικων καθεστώτων με την εσωτερική αγορά με γνώμονα το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, η ΣΛΕΕ παρουσίαζε σοβαρές δυσχέρειες που συνδέονται με την υπεραντιστάθμιση που είναι δυνατόν να προκύψει από την επίμαχη σώρευση, λαμβανομένων υπόψη της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και του άρθρου 110 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει τις εν λόγω δυσχέρειες στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αντί να εκδώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις κατά το πέρας της προκαταρκτικής διαδικασίας έρευνας.

128    Δεδομένου ότι οι σοβαρές αυτές δυσχέρειες αφορούν μιαν αρχή και μια διάταξη του πρωτογενούς δικαίου, δεν χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των επιχειρημάτων της Επιτροπής και του Βασιλείου της Σουηδίας σύμφωνα με τα οποία η συνεκτίμηση της υπεραντιστάθμισης που ενδέχεται να προκύψει από την επίμαχη σώρευση αντιβαίνει σε πλείονες πράξεις του παραγώγου δικαίου, από τις οποίες συνάγεται απαγόρευση καθορισμού διαφορετικών φορολογικών συντελεστών για προϊόντα προερχόμενα από διαφορετικά κράτη μέλη.

129    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση που αφορά την επίμαχη σώρευση και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να χρειάζεται να αποφανθεί επί των λοιπών αιτιάσεων που προβάλλει η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

130    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

131    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Βασίλειο της Σουηδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2020) 4489 final της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56125 (2020/N) – Σουηδία – Παράταση και τροποποίηση του καθεστώτος SA.49893 (2018/N) – Φορολογική απαλλαγή για βιοαέριο και βιοπροπάνιο που δεν παράγονται από τρόφιμα και προορίζονται για την παραγωγή θερμότητας.

2)      Ακυρώνει την απόφαση C(2020) 4487 final της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56908 (2020/N) – Σουηδία – Παράταση και τροποποίηση του καθεστώτος για το βιοαέριο που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη στη Σουηδία.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Landwärme GmbH.

4)      Το Βασίλειο της Σουηδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

 

      Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 21 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.