Language of document : ECLI:EU:T:2010:399

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

 «Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση λεκτικού κοινοτικού σήματος OFTEN – Προγενέστερο λεκτικό εθνικό σήμα OLTEN – Σχετικός λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως – Κίνδυνος συγχύσεως – Ομοιότητα των σημείων – Ομοιότητα των προϊόντων – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] – Απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος – Άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009) – Αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Άρθρα 61 και 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρα 63 και 64 του κανονισμού 207/2009)» 

Στην υπόθεση T‑292/08,

Industria de Diseño Textil (Inditex), SA, με έδρα το Arteixo (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους E. Armijo Chávarri και A. Castán Pérez-Gómez, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον O. Mondéjar Ortuño,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Roberto Fernando Marín Díaz de Cerio, κάτοικος Logroño (Ισπανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 24ης Απριλίου 2008 (υπόθεση R 484/2007‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ του Roberto Fernando Marín Díaz de Cerio και της Industria de Diseño Textil (Inditex), SA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. W. H. Meij, πρόεδρο, V. Vadapalas (εισηγητή) και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 23 Ιουλίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Νοεμβρίου 2008,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 5 Αυγούστου 2002, η προσφεύγουσα Industria de Diseño Textil (Inditex), SA υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο OFTEN.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται ειδικά στην κλάση 14 υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Πολύτιμα μέταλλα και κράματά τους· μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις είδη που είναι κατασκευασμένα ή επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα και κράματά τους· κοσμήματα, είδη χρυσοχοΐας, πολύτιμοι λίθοι· είδη ωρολογοποιίας και άλλα χρονομετρικά όργανα· διακοσμητικές καρφίτσες· καρφίτσες για γραβάτες· θήκες για βελόνες από πολύτιμα μέταλλα· κρίκοι πετσέτας φαγητού από πολύτιμα μέταλλα· έργα τέχνης από πολύτιμα μέταλλα· κλειδοθήκες (μπρελόκ) σε πρωτότυπα σχέδια· μετάλλια· νομίσματα· σκεύη από χρυσό (εκτός μαχαιριών, πιρουνιών και κουταλιών)· επιγραφές από πολύτιμα μέταλλα· διακοσμητικά στοιχεία υποδημάτων και καπέλων από πολύτιμα μέταλλα· σταχτοδοχεία από πολύτιμα μέταλλα για καπνιστές· μανικετόκουμπα».

4        Η αίτηση κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 31/2004, της 2ας Αυγούστου 2004.

5        Στις 26 Οκτωβρίου 2004, ο R. F. Marín Díaz de Cerio άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος για τα προϊόντα που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 3.

6        Η ανακοπή στηρίχθηκε στα ακόλουθα τρία ισπανικά σήματα:

–        στο λεκτικό σήμα OLTEN, που καταχωρίστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1988 (αριθ. 1182270) για προϊόντα της κλάσεως 14·

–        στο εικονιστικό σήμα που καταχωρίστηκε στις 5 Μαρτίου 1990 (αριθ. 1293560) για προϊόντα της κλάσεως 14 και αναπαρίσταται αμέσως πιο κάτω: 

 Image not found

–        στο εικονιστικό σήμα που καταχωρίστηκε στις 20 Νοεμβρίου 2002 (αριθ. 2460666) για προϊόντα της κλάσεως 14 και αναπαρίσταται αμέσως πιο κάτω:

Image not found

7        Ο λόγος ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

8        Με έγγραφο της 2ας Σεπτεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε να αποδείξει ο R. F. Marín Díaz de Cerio ουσιαστική χρήση των προγενέστερων σημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009).

9        Στις 2 Φεβρουαρίου 2007, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή, όσον αφορά τα ακόλουθα προϊόντα της κλάσεως 14: «Μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις είδη που είναι κατασκευασμένα ή επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα και κράματά τους· κοσμήματα, είδη χρυσοχοΐας, είδη ωρολογοποιίας και άλλα χρονομετρικά όργανα· διακοσμητικές καρφίτσες· καρφίτσες για γραβάτες· κλειδοθήκες (μπρελόκ) σε πρωτότυπα σχέδια· μετάλλια· επιγραφές από πολύτιμα μέταλλα· διακοσμητικά στοιχεία υποδημάτων και καπέλων από πολύτιμα μέταλλα· μανικετόκουμπα». Μεταξύ άλλων, θεώρησε ότι, όσον αφορά τα «ρολόγια χειρός» της κλάσεως 14, αποδείχθηκε ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος OLTEN και ότι, όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα, υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του εν λόγω προγενέστερου σήματος.

10      Στις 28 Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, αμφισβήτησε την εκτίμηση του τμήματος ανακοπών όσον αφορά την ομοιότητα των σχετικών σημάτων και όσον αφορά την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

11      Με απόφαση της 24ης Απριλίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Ειδικότερα, εκτίμησε ότι, λαμβανομένων υπόψη της ομοιότητας των σχετικών προϊόντων και της μεγάλης οπτικής και φωνητικής ομοιότητας μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος OLTEN, μπορούσε να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως των σημάτων αυτών από το οικείο ισπανικό κοινό.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων για τα οποία δεν έγινε δεκτή η καταχώριση.

13      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Λόγω κωλύματος του δικαστή Tchipev μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, ο δικαστής Truchot ορίστηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, για τη συμπλήρωση του τμήματος.

15      Με διάταξη της 5ης Ιουλίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα), με τη νέα του σύνθεση, διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και οι διάδικοι πληροφορήθηκαν ότι θα ακουστούν κατά τη διάρκεια νέας δημόσιας συνεδριάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2010.

16      Με έγγραφα, αντιστοίχως της 9ης και 15ης Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ πληροφόρησαν το Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτούνται του δικαιώματος να ακουστούν εκ νέου. Ο έτερος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ δεν απάντησε στην κλήση του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Κατά συνέπεια, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος κήρυξε περατωμένη την προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

18      Η προσφεύγουσα διατυπώνει τρεις λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλει, πρώτον, παράβαση των άρθρων 61 και 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 63 και 64 του κανονισμού 207/2009), δεύτερον, παράβαση του άρθρου 43, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού και, τρίτον, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 61 και 62 του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μη εξετάζοντας, αφενός, το ζήτημα της αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος OLTEN και, αφετέρου, το ζήτημα της ομοιότητας των σχετικών προϊόντων, το τμήμα προσφυγών παρέβη τα άρθρα 61 και 62 του κανονισμού 40/94. Τα δύο αυτά ζητήματα συζητήθηκαν ενώπιον του τμήματος ανακοπών, όπου η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει, αφενός, ότι δεν αποδείχθηκε χρήση του προγενέστερου σήματος OLTEN και, αφετέρου, ότι τα σχετικά προϊόντα, εξαιρουμένων των ειδών ωρολογοποιίας, είναι διαφορετικά.

20      Κατά την προσφεύγουσα, βάσει της αρχής της λειτουργικής συνέχειας των διαφόρων τμημάτων του ΓΕΕΑ, το τμήμα προσφυγών όφειλε να εξετάσει τα ζητήματα αυτά, έστω και αν δεν προβλήθηκαν ενώπιόν του. Η αιτιολογία που παρατίθεται στο σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής εν προκειμένω.

21      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

22      Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), αν η προσφυγή είναι παραδεκτή, το τμήμα προσφυγών εξετάζει αν δύναται να γίνει δεκτή.

23      Κατά το άρθρο 62, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), μετά την εξέταση επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής, και δύναται είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβληθείσα απόφαση είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω.

24      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι στην προσφυγή της η προσφεύγουσα αναφέρεται στο άρθρο 62, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, από την επιχειρηματολογία της, καθώς και από διευκρίνιση που δόθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι στην πραγματικότητα η προσφεύγουσα επικαλείται την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.

25      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, λόγω των αποτελεσμάτων που παράγει η προσφυγή της οποίας έχει επιληφθεί, το τμήμα προσφυγών καλείται να προβεί σε πλήρη νέα εξέταση της ουσίας της ανακοπής, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C-29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, Συλλογή 2007, σ. I‑2213, σκέψη 57).

26      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), σε διαδικασία που αφορά σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προβαίνει το ΓΕΕΑ περιορίζεται στους λόγους που προβλήθηκαν και στα αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους.

27      Στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, τα κριτήρια για την εφαρμογή ενός σχετικού λόγου απαραδέκτου της καταχωρίσεως, όπως κάθε άλλης διατάξεως της οποίας γίνεται επίκληση προς στήριξη των αιτημάτων των διαδίκων, φυσικά περιλαμβάνονται στα νομικά στοιχεία που εξετάζει το ΓΕΕΑ. Ένα νομικό ζήτημα μπορεί να πρέπει να επιλυθεί από το ΓΕΕΑ ακόμη και όταν δεν τέθηκε από τους διαδίκους, αν η επίλυση του ζητήματος αυτού είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του κανονισμού 40/94 σε σχέση με τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα των διαδίκων. Κατά συνέπεια, στα νομικά στοιχεία που φέρονται ενώπιον του τμήματος προσφυγών περιλαμβάνεται και ένα νομικό ζήτημα που πρέπει οπωσδήποτε να εξεταστεί για να αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί των διαδίκων και για να γίνουν δεκτά ή να απορριφθούν τα αιτήματα, ακόμη και αν οι διάδικοι δεν εκφράστηκαν επί του ζητήματος αυτού και ακόμη και αν το ΓΕΕΑ παρέλειψε να αποφανθεί επί της πτυχής αυτής [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 1ης Φεβρουαρίου 2005, T-57/03, SPAG κατά ΓΕΕΑ – Dann και Backer (HOOLIGAN), Συλλογή 2005, σ. II‑287, σκέψη 21, και της 13ης Ιουνίου 2007, T-167/05, Grether κατά ΓΕΕΑ – Crisgo (Thailand) (FENNEL), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 104].

28      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στην ουσία, ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε πλήρως την ανακοπή επειδή παρέλειψε να αξιολογήσει, αφενός, την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος OLTEN και, αφετέρου, την ομοιότητα μεταξύ των σχετικών προϊόντων. Αναφέρει ότι δεν προέβαλε τα δύο αυτά ζητήματα στο πλαίσιο της προσφυγής της ενώπιον του τμήματος προσφυγών, αλλά θεωρεί ότι εντάσσονταν στο πλαίσιο της διαφοράς ενώπιον του τμήματος ανακοπών και, επομένως, αυτής ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

29      Πρέπει να καθοριστεί αν τα σχετικά ζητήματα όντως εντάσσονταν στο πλαίσιο της διαφοράς που έφθασε ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

30      Πρώτον, όσον αφορά την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος OLTEN, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια ανακοπή που στηρίζεται στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 δεν φέρει οπωσδήποτε ενώπιον του ΓΕΕΑ το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως.

31      Συγκεκριμένα, πρόκειται για προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο, αν τεθεί από τον αιτούντα την καταχώριση του σήματος, πρέπει να επιλυθεί πριν εξεταστεί αυτή καθ’ εαυτήν η ανακοπή [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Μαρτίου 2005, T-112/03, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ – Revlon (FLEXI AIR), Συλλογή 2005, σ. II‑949, σκέψη 26].

32      Η αίτηση του αιτούντος την καταχώριση του σήματος να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση προσθέτει αυτό το προκαταρκτικό ζήτημα στη διαδικασία ανακοπής και, υπό την έννοια αυτή, τροποποιεί το περιεχόμενό της, επειδή αποτελεί νέα και ειδική αίτηση που συνδέεται με πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς διαφορετικούς από εκείνους που οδήγησαν στην άσκηση ανακοπής κατά της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Οκτωβρίου 2007, T-425/03, AMS κατά ΓΕΕΑ – American Medical Systems (AMS Advanced Medical Services), Συλλογή 2007, σ. II‑4265, σκέψη 112].

33      Κατά συνέπεια, το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως είναι ειδικό και προκαταρκτικό, επειδή οδηγεί στο να καθοριστεί αν, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ανακοπής, το προγενέστερο σήμα δύναται να τεκμαρθεί καταχωρισμένο για τα σχετικά προϊόντα ή τις σχετικές υπηρεσίες, ζήτημα το οποίο επομένως δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής καθ’ εαυτήν της ανακοπής με την οποία προβάλλεται ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως με το σήμα αυτό.

34      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως τέθηκε, από την προσφεύγουσα, ενώπιον του τμήματος ανακοπών και εξετάστηκε από το τμήμα αυτό πριν αξιολογηθεί το βάσιμο της ανακοπής και, αφετέρου, ότι το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών, όπου η προσφεύγουσα περιορίστηκε να αμφισβητήσει την εκτίμηση του τμήματος ανακοπών σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

35      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως δεν ήταν νομικό ζήτημα που έπρεπε οπωσδήποτε να εξεταστεί από το τμήμα προσφυγών για να λύσει το τμήμα αυτό τη διαφορά που είχε φθάσει ενώπιόν του.

36      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα όσα προβάλλει η προσφεύγουσα σχετικά με τη λειτουργική συνέχεια μεταξύ των τμημάτων του ΓΕΕΑ.

37      Ασφαλώς, λαμβανομένης υπόψη της συνέχειας αυτής, η έκταση της εξετάσεως στην οποία το τμήμα προσφυγών οφείλει να προβεί σχετικά με την απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής, κατ’ αρχήν, δεν καθορίζεται από τους λόγους που προβάλλει ο διάδικος που άσκησε την προσφυγή. Ακόμη και αν ο διάδικος που άσκησε την προσφυγή δεν προέβαλε συγκεκριμένο λόγο, το τμήμα προσφυγών οφείλει παρά ταύτα να εξετάσει την προσφυγή υπό το πρίσμα όλων των νομικών και πραγματικών στοιχείων που ασκούν επιρροή [απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, T-308/01, Henkel κατά ΓΕΕΑ – LHS (UK) (KLEENCARE), Συλλογή 2003, σ. II‑3253, σκέψη 29, και προαναφερθείσα απόφαση HOOLIGAN, σκέψη 18].

38      Έτσι, το τμήμα προσφυγών οφείλει να στηρίξει την απόφασή του σε όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στην απόφαση που προσβάλλεται ενώπιόν του και σε εκείνα που προσκομίστηκαν από τον διάδικο ή τους διαδίκους είτε κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος του ΓΕΕΑ που αποφάνθηκε σε πρώτο βαθμό είτε, με επιφύλαξη για τα στοιχεία που δεν προσκομίστηκαν εγκαίρως, στη διαδικασία προσφυγής [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 2006, T-323/03, La Baronia de Turis κατά ΓΕΕΑ – Baron Philippe de Rothschild (LA BARONNIE), Συλλογή 2006, σ. II‑2085, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

39      Παρά ταύτα, εν προκειμένω, ο λόγος περί ανεπάρκειας της αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως όχι μόνο δεν προβλήθηκε ειδικά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, αλλά δεν είναι ούτε στοιχείο που ασκεί επιρροή για την εξέταση της προσφυγής, η οποία περιορίστηκε στην εξέταση αυτής καθ’ εαυτήν της ανακοπής με την οποία προβλήθηκε ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

40      Κατά συνέπεια, εφόσον το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως δεν περιελήφθη στο αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα δεν δύναται να προσάψει στο τμήμα αυτό ότι παρέλειψε να το εξετάσει.

41      Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα της ομοιότητας των προϊόντων, πρέπει να υπομνησθεί ότι ανακοπή στηριζόμενη στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 έχει ως αποτέλεσμα να θέσει στο ΓΕΕΑ το ζήτημα του πανομοιότυπου ή της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών τις οποίες αφορούν τα σχετικά σήματα καθώς και του πανομοιότυπου ή της ομοιότητας των τελευταίων.

42      Το γεγονός ότι ούτε η μία ούτε η άλλη από τις πτυχές αυτές αμφισβητήθηκε ρητώς ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί το ΓΕΕΑ της αρμοδιότητας να επιληφθεί του ζητήματος αυτού [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Οκτωβρίου 2006, T-172/05, Armacell κατά ΓΕΕΑ – nmc (ARMAFOAM), Συλλογή 2006, σ. II‑4061, σκέψεις 41 και 42, και προαναφερθείσα απόφαση AMS Advanced Medical Services, σκέψεις 28 και 29].

43      Οι εκτιμήσεις αυτές επιρρωννύονται από την αρχή της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σφαιρικής αξιολογήσεως του κινδύνου συγχύσεως, και ιδίως μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των καλυπτομένων προϊόντων και υπηρεσιών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C-16/06 P, Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2008, σ. I‑10053, σκέψη 47).

44      Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών, αποφαινόμενο επί της προσφυγής που ακολούθησε την ανακοπή η οποία είχε στηριχθεί στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, περιέλαβε στην αρμοδιότητά του το ζήτημα της ομοιότητας των σχετικών προϊόντων, παρά το ότι το ζήτημα αυτό δεν είχε ρητώς τεθεί ενώπιόν του.

45      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών όντως εξέτασε το ζήτημα αυτό.

46      Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών εξέθεσε, στο σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «διαπιστώθηκε και αιτιολογήθηκε επαρκώς η ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων της κλάσεως 14, για τα οποία [με την απόφαση του τμήματος ανακοπών] δεν έγινε δεκτή η καταχώριση του σήματος που αφορά η αίτηση, και των ρολογιών χειρός, για τα οποία αποδείχθηκε η χρήση του προγενέστερου σήματος».

47      Από το σημείο αυτό προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών επικύρωσε στο σύνολό τους, υιοθετώντας τες, τις διαπιστώσεις του τμήματος ανακοπών όσον αφορά την ομοιότητα των προϊόντων, διαπιστώσεις που άλλωστε δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της προσφυγής της ενώπιον του τμήματος αυτού.

48      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι τμήμα προσφυγών νομίμως δύναται να υιοθετήσει την αιτιολογία αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, η οποία έτσι γίνεται αναπόσπαστο μέρος της αιτιολογίας της αποφάσεώς του [βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2008, T-304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ – Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), T‑304/06, Συλλογή 2008, σ. II‑1927, σκέψη 50, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T-248/05, HUP Uslugi Polska κατά ΓΕΕΑ – Manpower (I.T.@MANPOWER), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 49].

49      Έτσι, όταν, όπως εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών επικυρώνει στο σύνολό της την απόφαση κατώτερου τμήματος του ΓΕΕΑ, η απόφαση αυτή καθώς και η αιτιολογία της εντάσσονται στο πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, πλαίσιο που είναι γνωστό στους διαδίκους και που παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τον έλεγχό του νομιμότητας ως προς το βάσιμο της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Mozart, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Επομένως, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα της ομοιότητας των προϊόντων ή να αιτιολογήσει την απόφασή του επί του ζητήματος αυτού.

51      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε πλήρη εξέταση της προσφυγής ή ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόφασή του.

52      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ήταν ανεπαρκής η απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος OLTEN. Συγκεκριμένα, η απόδειξη που σχετικά με τη χρήση ο R. F. Marín Díaz de Cerio προσκόμισε ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν παραπέμπει στο προγενέστερο σήμα OLTEN, αλλά σε εικονιστικά σήματά του. Κατά συνέπεια, ουσιαστική χρήση αποδείχθηκε μόνο για τα τελευταία. Επομένως, το τμήμα προσφυγών κακώς επικύρωσε τα συμπεράσματα του τμήματος ανακοπών σχετικά με την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος OLTEN.

54      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

55      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο έλεγχος νομιμότητας, στον οποίο το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει σχετικά με απόφαση του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, πρέπει να γίνεται με γνώμονα τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Μαΐου 2005, T-373/03, Solo Italia κατά ΓΕΕΑ – Nuova Sala (PARMITALIA), Συλλογή 2005, σ. II‑1881, σκέψεις 24 και 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

56      Επιπλέον, από το άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι ένας διάδικος δεν δύναται να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

57      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε για τα ρολόγια χειρός ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος OLTEN.

58      Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 30 έως 40 της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος δεν αποτέλεσε μέρος του αντικειμένου της διαφοράς ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

59      Κατά συνέπεια, ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του τμήματος προσφυγών και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως αξιολόγησε την ομοιότητα των σχετικών προϊόντων και σημείων, καθώς και την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

61      Όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα, η προσφεύγουσα δέχεται ότι τα «ρολόγια χειρός» τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα OLTEN είναι παρόμοια ή πανομοιότυπα με τα «άλλα χρονομετρικά όργανα» και τα «ρολόγια χειρός» που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Αναγνωρίζει επίσης ότι τα «κοσμήματα και είδη χρυσοχοΐας» που αφορά το εν λόγω σήμα μπορούν να περιλαμβάνουν ρολόγια χειρός, αλλά η ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων αυτών είναι μεσαία ή μικρή. Αντιθέτως, αμφισβητεί την ομοιότητα μεταξύ, αφενός, των «μη περιλαμβανομένων σε άλλες κλάσεις ειδών που είναι κατασκευασμένα ή επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα και κράματά τους» καθώς και των «διακοσμητικών καρφιτσών· καρφιτσών για γραβάτες· κλειδοθηκών (μπρελόκ) σε πρωτότυπα σχέδια· μεταλλίων· επιγραφών από πολύτιμα μέταλλα· διακοσμητικών στοιχείων υποδημάτων και καπέλων από πολύτιμα μέταλλα· [και] μανικετόκουμπων» που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και, αφετέρου, των «ρολογιών χειρός» που αφορά το προγενέστερο σήμα OLTEN.

62      Τα προϊόντα αυτά έχουν διαφορετική φύση, προέλευση, χρησιμότητα και τρόπο χρήσεως και δεν είναι ούτε ανταγωνιστικά ούτε συμπληρωματικά. Η αισθητική τους λειτουργία δεν είναι επαρκής για να γίνουν παρόμοια με τα ρολόγια χειρός. Άλλα αντικείμενα, όπως τα ενδύματα ή τα διορθωτικά γυαλιά, επιτελούν και αυτά τη λειτουργία αυτή και μπορούν και αυτά να πωληθούν σε κοσμηματοπωλεία ή καταστήματα ειδών ωρολογοποιίας, χωρίς όμως να είναι παρόμοια με ρολόγια χειρός. Ούτε το γεγονός ότι τα ρολόγια χειρός μπορούν να κατασκευαστούν από πολύτιμα μέταλλα σημαίνει ότι άλλα προϊόντα που κατασκευάζονται με τα υλικά αυτά και υπάγονται στην κλάση 14, όπως διακοσμητικά στοιχεία, είναι ως εκ τούτου παρόμοια με τα ρολόγια χειρός.

63      Όσον αφορά τα σχετικά σημεία OFTEN και OLTEN, η διαφορά που απορρέει από το δεύτερο γράμμα καθενός από αυτά έχει ιδιαίτερη σημασία από οπτικής απόψεως. Από τη νομολογία του Πρωτοδικείου και από προγενέστερες αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ προκύπτει ότι, για βραχέα σημεία, η διαφορά που συνίσταται μόνο σε ένα σύμφωνο δύναται να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες της ομοιότητας.

64      Από φωνητικής απόψεως, τα γράμματα «f» και «l» είναι διακριτά, ο δε παράγων αυτός είναι ιδιαιτέρως σημαντικός λόγω του ότι στα δύο σημεία τονίζεται η πρώτη συλλαβή, αντιστοίχως «of» και «ol».

65      Από εννοιολογικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως διαπίστωσε ότι τα σχετικά σημεία δεν σημαίνουν τίποτα για τον Ισπανό καταναλωτή. Όσον αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, το ισπανικό κοινό έχει εν γένει κάποια γνώση της αγγλικής γλώσσας και δύναται να του δημιουργηθεί άμεσος συνειρμός με το αγγλικό επίρρημα «often» (συχνά). Τούτο έχει επιβεβαιωθεί από τις αποφάσεις ισπανικών δικαστηρίων που η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ενώπιον του ΓΕΕΑ. Όσον αφορά το προγενέστερο σήμα OLTEN, δεν δύναται να αποκλειστεί ότι ένα μέρος του οικείου κοινού, δηλαδή οι πιο εξειδικευμένοι καταναλωτές, θα το συσχετίσει με την ελβετική πόλη Olten, η οποία έχει μεγάλη παράδοση στην ωρολογοποιία. Κατά συνέπεια, το εννοιολογικό στοιχείο δύναται να επιτελέσει ορισμένη λειτουργία διαφοροποιήσεως.

66      Οι εν λόγω οπτικές, φωνητικές και εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των σχετικών σημείων δημιουργούν μικρή ή κατά μέσο όρο μικρή ομοιότητα μεταξύ τους.

67      Όσον αφορά τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν διαφοροποίησε την εκτίμησή του ανάλογα με τον μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σχετικών προϊόντων. Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να λάβει υπόψη το υψηλό επίπεδο προσοχής του σχετικού καταναλωτή. Τρίτον, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι τα σχετικά προϊόντα πωλούνται σε ειδικευμένα καταστήματα, με τη βοήθεια και αρωγή ειδικευμένου προσωπικού, πράγμα που καθιστά λιγότερο πιθανό τον κίνδυνο συγχύσεως.

68      Το τμήμα προσφυγών έπρεπε να λάβει υπόψη τα τρία αυτά στοιχεία, τα οποία σε μεγάλο βαθμό εξουδετερώνουν τη μικρή ή κατά μέσο όρο μικρή οπτική και φωνητική ομοιότητα μεταξύ των σχετικών σημείων, και έπρεπε να «τροποποιήσει και να σχετικοποιήσει» τα συμπεράσματά του όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως.

69      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

70      Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το τμήμα προσφυγών εξέδωσε την απόφασή του βάσει του προγενέστερου σήματος OLTEN, χωρίς να χρειαστεί να αξιολογήσει τον κίνδυνο συγχύσεως με γνώμονα τα λοιπά προγενέστερα δικαιώματα.

71      Επομένως, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, πρέπει να εξακριβωθεί η νομιμότητα της εκτιμήσεως στην οποία το τμήμα προσφυγών προέβη σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του εν λόγω προγενέστερου σήματος.

72      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα σχετικά προϊόντα ή οι σχετικές υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, αναλόγως του τρόπου που το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα περί ων πρόκειται σημεία όσο και τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή εν προκειμένω, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

73      Εν προκειμένω, εφόσον το προγενέστερο σήμα OLTEN είναι ισπανικό σήμα και εφόσον τα προϊόντα που αφορούν τα σχετικά σήματα προορίζονται για το ευρύ κοινό, το οικείο κοινό αποτελείται από τους Ισπανούς μέσους καταναλωτές.

74      Όσον αφορά τα είδη ωρολογοποιίας και τα κοσμήματα, τα οποία δεν αγοράζονται τακτικά και, όταν τούτο συμβαίνει, εν γένει αγοράζονται μέσω πωλητή, ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή πρέπει να θεωρείται, όπως σωστά διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεγαλύτερος του συνηθισμένου βαθμού προσοχής [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 2006, T-147/03, Devinlec κατά ΓΕΕΑ – ΤΙΜΕ ART (QUANTUM), Συλλογή 2006, σ. II-11, σκέψη 63].

75      Όσο για τη σύγκριση των σχετικών σημείων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στην ουσία, ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη ορισμένες οπτικές, φωνητικές και εννοιολογικές διαφορές.

76      Όσον αφορά την οπτική σύγκριση, πρέπει να σημειωθεί ότι τα σχετικά σήματα OFTEN και OLTEN είναι λεκτικά σημεία με το ίδιο μήκος. Κοινά στα σήματα αυτά είναι τα τέσσερα από τα πέντε γράμματα, τα οποία έχουν την ίδια σειρά, το δε πρώτο γράμμα είναι πανομοιότυπο.

77      Όσο για τη φωνητική σύγκριση, τα δύο σημεία έχουν πανομοιότυπο πρώτο φωνήεν, το φωνήεν «o», και πανομοιότυπη δεύτερη συλλαβή, τη συλλαβή «ten», πράγμα που καθιστά παρόμοια την προφορά τους, και τούτο παρά το γεγονός ότι ο τονισμός των πρώτων συλλαβών των σημείων καταλήγει σε διαφορετικά σύμφωνα, δηλαδή στα σύμφωνα «f» και «l».

78      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε ότι τα σχετικά σημεία έχουν σημαντικό βαθμό ομοιότητας τόσο από οπτικής όσο και από φωνητικής απόψεως.

79      Ασφαλώς, όπως εκθέτει η προσφεύγουσα, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι μια διαφορά που συνίσταται μόνο σε ένα σύμφωνο δύναται να εμποδίσει τη διαπίστωση υψηλού βαθμού οπτικής ομοιότητας μεταξύ δύο σχετικά βραχέων λεκτικών σημείων [βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 2004, T‑185/02, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ – DaimlerChrysler (PICARO), Συλλογή 2004, σ. II‑1739, σκέψη 54, και της 16ης Ιανουαρίου 2008, T‑112/06, Inter-Ikea κατά ΓΕΕΑ – Waibel (idea), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 54].

80      Παρά ταύτα, πρέπει να επισημανθεί ότι η εκτίμηση αυτή, η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο της ειδικότερης αξιολογήσεως των σημείων που αφορούν οι εν λόγω αποφάσεις, δεν αντιστοιχεί στη διατύπωση γενικού κανόνα ικανού να εφαρμοστεί εν προκειμένω.

81      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έχει επίσης κρίνει, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως βραχέων λεκτικών σημείων, ότι το πανομοιότυπο τριών από τα τέσσερα γράμματα είχε ως συνέπεια να μη συνιστά σημαντική οπτική διαφορά η διάκριση που απέρρεε από ένα γράμμα [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2006, T‑13/05, Castell del Remei κατά ΓΕΕΑ – Bodegas Roda (ODA), Συλλογή 2006, σ. II‑85, σκέψη 52] και ότι λεκτικά σημεία που διακρίνονταν μόνο από ένα γράμμα μπορούσαν να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό παρόμοια τόσο από οπτικής όσο και από φωνητικής απόψεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, T‑353/02, Duarte y Beltrán κατά ΓΕΕΑ – Mirato (INTEA), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 27 και 28].

82      Όσο για την προγενέστερη πρακτική του ΓΕΕΑ την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, αρκεί η υπόμνηση ότι η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών που αφορούν την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει του κανονισμού 40/94, όπως αυτός ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι βάσει μιας προγενέστερης πρακτικής των τμημάτων αυτών κατά τη λήψη των αποφάσεών τους [απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T-106/00, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), Συλλογή 2000, σ. II-723, σκέψη 66].

83      Όσον αφορά την εννοιολογική σύγκριση, πρέπει να θεωρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών νομίμως έκρινε ότι για τον ισπανόφωνο μέσο καταναλωτή δεν έχει οπωσδήποτε σημασιολογικό περιεχόμενο ο αγγλικός όρος «often» (συχνά), λέξη που δεν υπάρχει στα ισπανικά [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2008, T‑36/07, Zipcar κατά ΓΕΕΑ – Canary Islands Car (ZIPCAR), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45]. Συγκεκριμένα, όπως παρατηρεί το ΓΕΕΑ, προκειμένου περί του μέσου καταναλωτή, δεν δύναται να τεκμαίρεται γενικά η γνώση μιας ξένης γλώσσας. Όσον αφορά το σημείο OLTEN, η ίδια η προσφεύγουσα δέχεται ότι ο όρος αυτός παραπέμπει σε μια ελβετική τοποθεσία που, το πολύ, είναι γνωστή στους επαγγελματίες στον τομέα της ωρολογοποιίας.

84      Η προσφεύγουσα επικαλείται προς στήριξη της απόψεώς της τη νομολογία των ισπανικών δικαστηρίων, κατά την οποία το μέσο ισπανικό κοινό έχει κάποια γνώση της αγγλικής. Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων είναι αυτοτελές σύστημα του οποίου η εφαρμογή είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος [απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T-32/00, Messe München κατά ΓΕΕΑ (electronica), Συλλογή 2000, σ. II-3829, σκέψη 47].

85      Επιπλέον, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται καμία πραγματική ή νομική εκτίμηση που να αντλείται από την εθνική νομολογία την οποία επικαλέστηκε και που να μπορεί να δώσει μια χρήσιμη ένδειξη για την επίλυση του επίμαχου ζητήματος [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2005, T‑40/03, Murúa Entrena κατά ΓΕΕΑ – Bodegas Murúa (Julián Murúa Entrena), Συλλογή 2005, σ. II‑2831, σκέψη 69]. Συγκεκριμένα, απλώς και μόνον η εκτίμηση ότι ορισμένες αγγλικές λέξεις είναι γνωστές σε έναν Ισπανό καταναλωτή, δηλαδή οι λέξεις «master», «easy» και «food», ακόμη και αν υποτεθεί ότι απορρέει από τη σχετική εθνική νομολογία, δεν καθιστά δυνατό να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά τη λέξη «often».

86      Κατά συνέπεια, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι για το ισπανικό κοινό τα σχετικά σημεία δεν έχουν κρίσιμη εννοιολογική διαφορά, ικανή να αντισταθμίσει την ομοιότητά τους στο οπτικό και στο φωνητικό επίπεδο.

87      Όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για να αξιολογηθεί η ομοιότητά τους, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση τους. Ειδικότερα, στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Άλλοι παράγοντες μπορούν και αυτοί να ληφθούν υπόψη, όπως οι δίαυλοι διανομής των σχετικών προϊόντων [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T-443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

88      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα σημεία 26 και 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επικύρωσε και υιοθέτησε τη σύγκριση των προϊόντων στην οποία προέβη το τμήμα ανακοπών. Επομένως, το σκεπτικό σχετικά με τη σύγκριση αυτή, η οποία επαναλαμβάνεται στο σημείο 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της.

89      Από το σκεπτικό αυτό προκύπτει ότι τα προϊόντα που αφορά το προγενέστερο σήμα OLTEN, δηλαδή τα «ρολόγια χειρός», θεωρήθηκαν, πρώτον, πανομοιότυπα με τα «είδη ωρολογοποιίας και άλλα χρονομετρικά όργανα» που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, δεύτερον, πανομοιότυπα ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με «κοσμήματα, είδη χρυσοχοΐας», τρίτον, «πολύ προσομοιάζοντα» με «μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις είδη που είναι κατασκευασμένα ή επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα και κράματά τους» και, τέταρτον, σε μεσαίο βαθμό παρόμοια με «διακοσμητικές καρφίτσες· καρφίτσες για γραβάτες· κλειδοθήκες (μπρελόκ) σε πρωτότυπα σχέδια· μετάλλια· επιγραφές από πολύτιμα μέταλλα· διακοσμητικά στοιχεία υποδημάτων και καπέλων από πολύτιμα μέταλλα· [και] μανικετόκουμπα».

90      Εν προκειμένω, πρώτον, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα «ρολόγια χειρός» είναι πανομοιότυπα με τα «είδη ωρολογοποιίας και άλλα χρονομετρικά όργανα».

91      Δεύτερον, όσον αφορά τα κοσμήματα και είδη χρυσοχοΐας, η προσφεύγουσα δεν επικρίνει την εγκριθείσα από το τμήμα προσφυγών ανάλυση ότι στην κατηγορία «ρολόγια χειρός» περιλαμβάνονται αντικείμενα που μπορούν να θεωρηθούν κοσμήματα. Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεως αυτής, τα προϊόντα αυτά ορθώς θεωρήθηκαν πανομοιότυπα ή σε μεγάλο βαθμό παρόμοια.

92      Τρίτον, όσον αφορά τα «μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις είδη που είναι κατασκευασμένα ή επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα και κράματά τους» πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την ανάλυση των δύο τμημάτων του ΓΕΕΑ, η οποία δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από την προσφεύγουσα, στην ευρεία αυτή κατηγορία περιλαμβάνονται προϊόντα συμπληρωματικά, από λειτουργικής απόψεως, με τα ρολόγια χειρός, όπως λουράκια και αλυσίδες για ρολόγια χειρός. Εφόσον η κατηγορία αυτή ορίζεται με γενικούς όρους, ορθώς θεωρήθηκαν παρόμοια με ρολόγια χειρός τα προϊόντα που υπάγονται στην κατηγορία αυτή.

93      Έτσι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ομοιότητα των υπαγομένων στην κατηγορία αυτή προϊόντων με τα ρολόγια χειρός δεν απορρέει απλώς και μόνον από το γεγονός ότι κατασκευάζονται με βάση την ίδια πρώτη ύλη, δηλαδή πολύτιμα μέταλλα και κράματά τους, αλλά από το γεγονός ότι είναι συμπληρωματικά όσον αφορά τη χρήση τους.

94      Τέταρτον, όσο για τις «διακοσμητικές καρφίτσες· [τις] καρφίτσες για γραβάτες· [τις] κλειδοθήκες (μπρελόκ) σε πρωτότυπα σχέδια· [τα] μετάλλια· [τις] επιγραφές από πολύτιμα μέταλλα· [τα] διακοσμητικά στοιχεία υποδημάτων και καπέλων από πολύτιμα μέταλλα· [και τα] μανικετόκουμπα», πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για προϊόντα παρακολουθηματικού χαρακτήρα που συχνά κατασκευάζονται από πολύτιμα μέταλλα και επιτελούν αισθητική ή διακοσμητική λειτουργία, η οποία και αυτή δύναται να θεωρηθεί, σε κάποιο μέτρο, ως μία από τις λειτουργίες των ρολογιών χειρός. Ωστόσο, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι πρόκειται για συμπληρωματικά προϊόντα.

95      Επιπλέον, κατά το τμήμα ανακοπών, του οποίου η ανάλυση εγκρίθηκε από το τμήμα προσφυγών και δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, τα προϊόντα αυτά που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση πωλούνται συχνά στα ίδια καταστήματα, ή στα ίδια ειδικά τμήματα καταστημάτων, με τα ρολόγια χειρός.

96      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι συγκρινόμενα προϊόντα πωλούνται συχνά στα ίδια σημεία πωλήσεως είναι ικανό να διευκολύνει να αντιληφθεί ο σχετικός καταναλωτής τον στενό σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ τους και να ενισχύσει την εντύπωση ότι η ίδια επιχείρηση έχει την ευθύνη για την κατασκευή τους (προαναφερθείσα απόφαση PiraÑAM diseño original Juan Bolaños, σκέψη 50).

97      Κατά συνέπεια, οι «διακοσμητικές καρφίτσες· [οι] καρφίτσες για γραβάτες· [οι] κλειδοθήκες (μπρελόκ) σε πρωτότυπα σχέδια· [τα] μετάλλια· [οι] επιγραφές από πολύτιμα μέταλλα· [τα] διακοσμητικά στοιχεία υποδημάτων και καπέλων από πολύτιμα μέταλλα· [και τα] μανικετόκουμπα» σωστά θεωρήθηκαν παρόμοια με ρολόγια χειρός, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι συχνά κατασκευάζονται με βάση την ίδια πρώτη ύλη και επιτελούν παρόμοια αισθητική λειτουργία και, αφετέρου, των πανομοιότυπων δικτύων διανομής τους.

98      Στο πλαίσιο αυτό, δεν ασκεί επιρροή η γενομένη από την προσφεύγουσα αναλογία με άλλα προϊόντα παρακολουθηματικού χαρακτήρα που δεν είναι επίμαχα εν προκειμένω, δηλαδή διορθωτικά γυαλιά ή ορισμένες κατηγορίες ενδυμάτων.

99      Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είναι εσφαλμένο το συμπέρασμα του τμήματος ανακοπών, που εγκρίθηκε και επαναλήφθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα σχετικά προϊόντα είναι είτε πανομοιότυπα είτε παρόμοια.

100    Όσον αφορά τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, η προσφεύγουσα επικρίνει το τμήμα προσφυγών, στην ουσία, για το ότι δεν τροποποίησε και δεν διαφοροποίησε την εκτίμησή του ανάλογα με τον μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σχετικών προϊόντων, καθώς και με γνώμονα το υψηλό επίπεδο προσοχής του σχετικού καταναλωτή.

101    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι κίνδυνος συγχύσεως μπορούσε να υπάρξει, «κατά τον τρόπο που προσδιόρισε η απόφαση [του τμήματος ανακοπών]». Από την αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, η οποία επαναλήφθηκε στο σημείο 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ προέβη σε σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως για τις διάφορες ομάδες των σχετικών προϊόντων, συνάγοντας στην ουσία ότι, βάσει της αρχής της αμφίδρομης σχέσεως των παραγόντων, η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο για τα προϊόντα που έχουν τουλάχιστον μεσαίο βαθμό ομοιότητας.

102    Κατά συνέπεια είναι αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των κατηγοριών των σχετικών προϊόντων.

103    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, από το σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, ενώ στην ουσία ενέκρινε την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως στην οποία προέβη το τμήμα ανακοπών, έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι, κατά την αγορά των σχετικών προϊόντων, ο περί ου πρόκειται καταναλωτής επιδεικνύει μεγαλύτερο βαθμό προσοχής απ’ ό,τι για τα προϊόντα τρέχουσας καταναλώσεως.

104    Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι εσφαλμένως το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της ομοιότητας μεταξύ των σχετικών σημείων και, αφετέρου, του πανομοιότυπου και της ομοιότητας των σχετικών προϊόντων, ότι υπήρχε κίνδυνος το οικείο ισπανικό κοινό, ακόμη και αν επιδείξει μεγαλύτερο βαθμό προσοχής από τον συνηθισμένο, να μπορέσει να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα σχετικά προϊόντα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις.

105    Κατά συνέπεια, ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

106    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

107    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Diseño Textil (Inditex), SA στα δικαστικά έξοδα.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.