Language of document : ECLI:EU:T:2020:249

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Ιουνίου 2020 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις του υπαλλήλου – Δημοσίευση κειμένου αναφερόμενου στη δραστηριότητα της Ένωσης – Υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης – Άρθρο 17α του ΚΥΚ – Έκθεση βαθμολογίας – Ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑608/18,

Mark Anthony Sammut, κάτοικος Foetz (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενος από τον P. Borg Olivier, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον M. Sammut και τον I. Lázaro Betancor,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με την οποία ζητείται, κατ’ ουσίαν, αφενός, η ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου, της 4ης Ιανουαρίου 2018, κατά το μέρος που δεν έγινε δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος να διαγραφεί συγκεκριμένη εκτίμηση από την έκθεση βαθμολογίας του για το έτος 2016, και, αφετέρου, αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της αποφάσεως αυτής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, M. Jaeger και N. Półtorak (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tomac, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιανουαρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο προσφεύγων-ενάγων [στο εξής: προσφεύγων], Mark Anthony Sammut, είναι υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2        Τον Νοέμβριο 2016 ο προσφεύγων δημοσίευσε στη Μάλτα έργο με τίτλο «L‑Aqwa fl-Ewropa. Il-Panama Papers u l-Poter» («Οι καλύτεροι στην Ευρώπη. Τα Panama Papers και η εξουσία», στο εξής: επίμαχο έργο).

3        Στις 13 Μαρτίου 2017 ο προσφεύγων ενημέρωσε τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Μετάφραση» του Κοινοβουλίου περί της προθέσεώς του να δημοσιεύσει δεύτερη έκδοση του επίμαχου έργου. Στις 7 Απριλίου 2017 το Κοινοβούλιο έκρινε ότι το αίτημα του προσφεύγοντος ήταν απαράδεκτο διότι αφορούσε δεύτερη έκδοση και ότι, ως εκ τούτου, το εν λόγω αίτημα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ενημέρωση προηγηθείσα της δημοσίευσης του έργου αυτού.

4        Η έκθεση βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το έτος 2016 περιέχει εκτίμηση κατά την οποία ο προσφεύγων «φαίνεται να παρέλειψε να ενημερώσει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή περί της προθέσεώς του να δημοσιεύσει βιβλίο, το “L-Aqwa fl-Ewropa. Il-Panama Papers u l-Poter”, στη διάρκεια του έτους 2016» (στο εξής: επίδικη εκτίμηση). Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνεται στην ενότητα «Συμπεριφορά», υπό τον τίτλο «3. Τήρηση των κανόνων και των διαδικασιών», της εν λόγω εκθέσεως βαθμολογίας.

5        Στις 17 Μαΐου 2017 ο προσφεύγων υπέβαλε στην επιτροπή εκθέσεων αίτημα για την επανεξέταση της εκθέσεως βαθμολογίας του για το έτος 2016. Ζητούσε, μεταξύ άλλων, να διαγραφεί η επίδικη εκτίμηση.

6        Στις 4 Ιανουαρίου 2018 ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Μετάφραση» απηύθυνε στον προσφεύγοντα έγγραφο με το οποίο τον ενημέρωνε ότι είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τα πορίσματα της επιτροπής εκθέσεων της 8ης Νοεμβρίου 2017 και, κατά συνέπεια, να προβεί σε μία μόνον τροποποίηση στην έκθεση βαθμολογίας του για το έτος 2016, ήτοι στη διαγραφή της εκτιμήσεως που αφορούσε την παραγωγικότητα ανά ημέρα παρουσίας του προσφεύγοντος (στο εξής: απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018). Επομένως, κατά τον τρόπο αυτόν, αρνήθηκε να διαγράψει την επίδικη εκτίμηση από την εν λόγω έκθεση βαθμολογίας.

7        Στις 26 Μαρτίου 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 4ης Ιανουαρίου 2018. Με τη διοικητική ένσταση αυτή, ζήτησε, μεταξύ άλλων, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε η επίδικη εκτίμηση να αφαιρεθεί από την έκθεση βαθμολογίας του για το έτος 2016.

8        Με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2018, η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2018, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή].

10      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαρτίου 2019, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση εξέτασης μαρτύρων. Την 1η Απριλίου 2019 το Κοινοβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της εν λόγω αιτήσεως.

11      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

12      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιανουαρίου 2020.

13      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018·

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        να διατάξει τη διαγραφή της επίδικης εκτιμήσεως από την έκθεση βαθμολογίας του για το έτος 2016·

–        να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να αποκαταστήσει τις διάφορες ζημίες που προκλήθηκαν από την απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

14      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

15      Με το πρώτο και το δεύτερο αίτημά του, ο προσφεύγων ζητεί τη μερική ακύρωση της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018 καθώς και την ακύρωση της απόφασης περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

16      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η διοικητική ένσταση, όπως προβλέπεται με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του KYK, και η απόρριψή της, ρητή ή σιωπηρή, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας, η οποία αποτελεί απλώς προαπαιτούμενο της άσκησης ένδικης προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, μια προσφυγή, ακόμη και αν τύποις βάλλει κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα να θέτει υπό την κρίση του αρμόδιου δικαστή τη βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψεις 7 και 8), εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ένστασης έχει διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική αυτή ένσταση (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2006, Staboli κατά Επιτροπής, T‑281/04, EU:T:2006:334, σκέψη 26).

17      Πράγματι, κάθε απόφαση, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία απορρίπτεται άνευ ετέρου μια διοικητική ένσταση, απλώς επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν συνιστά καθεαυτή πράξη δεκτική προσφυγής, οπότε τα αιτήματα που βάλλουν κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο έναντι της αρχικής αποφάσεως, πρέπει να θεωρείται ότι βάλλουν κατά της αρχικής πράξεως (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2015, Z κατά Δικαστηρίου, T‑88/13 P, EU:T:2015:393, σκέψη 141 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υποβλήθηκε κατά της αποφάσεως της 4ης Ιανουαρίου 2018 απλώς επιβεβαιώνει την απόφαση αυτή, δεδομένου ότι δεν τροποποιεί τις ουσιαστικές διατάξεις της ούτε περιλαμβάνει επανεξέταση της περίπτωσης του προσφεύγοντος βάσει νέων νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Το γεγονός ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως διευκρινίζει την αιτιολογία της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018 δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτήρα της ως επιβεβαιωτικής πράξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, εξετάζεται η νομιμότητα της αρχικής βλαπτικής πράξης λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, καθώς η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με την εν λόγω πράξη (πρβλ. απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Birkhoff, T‑377/08 P, EU:T:2009:485, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, τα ακυρωτικά αιτήματα πρέπει να θεωρηθεί ότι βάλλουν κατά της αποφάσεως της 4ης Ιανουαρίου 2018, της οποίας η νομιμότητα πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

 Επί του παραδεκτού του τρίτου αιτήματος

20      Με το τρίτο αίτημά του ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να διαγράψει την επίδικη εκτίμηση από την έκθεση βαθμολογίας του για το έτος 2016.

21      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς η πάγια νομολογία κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επιβάλει σε θεσμικό όργανο της Ένωσης υποχρέωση για ορισμένη ενέργεια, ανεξαρτήτως της κατ’ άρθρο 266 ΣΛΕΕ γενικής υποχρέωσης του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε πράξη που, εν συνεχεία, ακυρώθηκε να λάβει τα αναγκαία για την εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως μέτρα (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2019, HJ κατά EMA, T‑881/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:5, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Κατά συνέπεια, το αίτημα με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διαγραφή της επίδικης εκτιμήσεως από την έκθεση βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το έτος 2016 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του παραδεκτού της παραπομπής στα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στη διοικητική ένσταση

23      Στο δικόγραφο της προσφυγής ο προσφεύγων παραπέμπει στη διοικητική ένσταση που υπέβαλε στις 26 Μαρτίου 2018, υποστηρίζοντας ότι όλα τα σημεία της εν λόγω διοικητικής ενστάσεως πρέπει να θεωρηθούν αναπόσπαστο τμήμα της υπό κρίση προσφυγής.

24      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να μνημονεύει το αντικείμενο της διαφοράς, τους λόγους ή ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται και να περιέχει συνοπτική έκθεση των λόγων ή ισχυρισμών αυτών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να απαιτούνται προς τούτο άλλα στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, T‑587/08, EU:T:2013:129, σκέψη 268).

25      Επιπλέον, τα παραρτήματα μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο στο μέτρο που τεκμηριώνουν ή συμπληρώνουν λόγους, ισχυρισμούς ή επιχειρήματα που έχουν προβληθεί ρητώς από τους προσφεύγοντες στο κυρίως σώμα των δικογράφων τους και εφόσον είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια ποια είναι τα στοιχεία των παραρτημάτων αυτών που τεκμηριώνουν ή συμπληρώνουν τους ως άνω λόγους ή ισχυρισμούς ή τα ως άνω επιχειρήματα. Ειδικότερα, καίτοι προς τεκμηρίωση του κειμένου της προσφυγής μπορούν να γίνονται παραπομπές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα συνημμένων σε αυτό εγγράφων, εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να αναζητεί και να εντοπίζει, στα παραρτήματα του δικογράφου, τους λόγους ή ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψεις 40 και 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Εν προκειμένω, όμως, ο προσφεύγων προβαίνει απλώς σε μια συνολική παραπομπή σε όλα τα σημεία της διοικητικής ενστάσεως, χωρίς επιπλέον διευκρινίσεις. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η παραπομπή αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

 Επί της ουσίας

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

27      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός του, ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως οι οποίοι πρέπει να συνεξεταστούν. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας εκφράσεως. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

28      Οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως περιλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, τρεις χωριστές αιτιάσεις. Πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το επίμαχο έργο δεν είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα της Ένωσης και ότι, κατά συνέπεια, κακώς περιλήφθηκε στην έκθεση αξιολογήσεώς του για το έτος 2016 δυσμενής κρίση. Δεύτερον, ο προσφεύγων θεωρεί ότι η εκτίμηση ότι το επίμαχο έργο αναφέρεται στη «δραστηριότητα της Ένωσης» οφείλεται σε υπερβολικά ευρεία ερμηνεία της έννοιας αυτής. Τρίτον, ο προσφεύγων θεωρεί ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν είναι αιτιολογημένη.

29      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς την τρίτη αιτίαση.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως

30      Ο προσφεύγων προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018, διότι αυτή στηρίζεται, κατ’ αυτόν, απλώς σε ορισμένη άποψη και όχι σε πραγματικά περιστατικά ή σε νομικές εκτιμήσεις. Συναφώς, διατείνεται, πρώτον, ότι η φράση «φρονώ ότι», την οποία χρησιμοποίησε η ΑΔΑ στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, καταδεικνύει ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται σε ορισμένη άποψη και όχι σε αντικειμενικά στοιχεία τα οποία συνιστούν, σε επαρκή βαθμό, αιτιολογία. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ δεν ανέγνωσε το επίμαχο έργο και ότι στηρίχθηκε απλώς και μόνο στον τίτλο του για να συμπεράνει ότι αυτό αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ένωσης. Συναφώς, ο προϊστάμενος του μαλτέζικου μεταφραστικού τμήματος της ΓΔ «Μετάφραση» αναγνώρισε εξάλλου ότι το εν λόγω έργο ουδόλως έκανε λόγο περί της δραστηριότητας της Ένωσης ή εκείνης του Κοινοβουλίου. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018 δεν είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που ισχύουν σε περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να διατυπωθεί κρίση σχετική με τυχόν προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος.

31      Το Κοινοβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

32      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και υπενθυμίζει το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει την ορθότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής προς αμφισβήτηση της νομιμότητάς της και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:481, σκέψη 374 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Η εκτίμηση της αιτιολογίας ορισμένης απόφασης διενεργείται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν το σχετικό θέμα. Επομένως, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδίδεται εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντί του μέτρου (βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, N κατά Επιτροπής, T‑198/02, EU:T:2004:101, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διαχωρίζεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το τελευταίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης (βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2017, Silvan κατά Επιτροπής, T-698/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:131, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να κριθεί αν, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018 είναι επαρκώς αιτιολογημένη εν προκειμένω.

36      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΔΑ υπενθύμισε κατ’ αρχάς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 17α του ΚΥΚ όσον αφορά τη δημοσίευση οποιωνδήποτε κειμένων από τους υπαλλήλους της Ένωσης. Εν συνεχεία, προέβη στη διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν είχε γνωστοποιήσει προηγουμένως στο Κοινοβούλιο την πρόθεσή του να δημοσιεύσει το επίμαχο έργο. Τέλος, επισήμανε στον προσφεύγοντα τα εξής:

«[τ]ο βιβλίο σας, όπως προκύπτει από τον τίτλο του και όπως το περιγράφετε και ο ίδιος στην παράγραφο 2 της διοικητικής ενστάσεώς σας, πραγματεύεται το θέμα των Panama Papers και των εξωχώριων επιχειρήσεων. Το Κοινοβούλιο έλαβε μέτρα στον τομέα της ίδρυσης εξωχώριων επιχειρήσεων για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για φοροαποφυγή. Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο 2016, συστάθηκε η επιτροπή PANA […] και διεξήγαγε έρευνα επί της σύνδεσης της Ένωσης και των κρατών μελών της με τα Panama Papers. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το βιβλίο σας συνδέεται με τη δραστηριότητα του Κοινοβουλίου».

37      Στο πλαίσιο αυτό, κατά πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η χρήση της φράσης «φρονώ ότι» καταδεικνύει ότι η εν λόγω απόφαση δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία και ότι, επομένως, δεν έχει τον απαιτούμενο βαθμό αιτιολογίας. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, η χρήση της φράσης «φρονώ ότι» από την ΑΔΑ ουδόλως αρκεί για να αποδειχθεί ότι η αιτιολογία της αποφάσεως της 4ης Ιανουαρίου 2018 έχει υποκειμενικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, η χρήση της φράσης αυτής δεν ασκεί, αυτή καθεαυτήν, επιρροή στη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως.

38      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

39      Κατά δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ, ακριβώς λόγω του ότι δεν ανέγνωσε το επίμαχο έργο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έργο αυτό αφορούσε τη δραστηριότητα της Ένωσης, παρά την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου του μαλτέζικου μεταφραστικού τμήματος της ΓΔ «Μετάφραση».

40      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται συναφώς ότι η αντίθετη άποψη προϊσταμένου τμήματος εντός της ΓΔ «Μετάφραση» ως προς το περιεχόμενο του επίμαχου έργου είναι άνευ σημασίας προκειμένου να αποδειχθεί αν η απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018 είχε, αντικειμενικώς, επαρκή αιτιολογία.

41      Εν συνεχεία, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που εκτίθενται σχετικά με το περιεχόμενο του επίμαχου έργου αφορούν τον έλεγχο της ουσιαστικής νομιμότητας της απόφασης και όχι τον έλεγχο της αιτιολογίας της και, επομένως, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στο πλαίσιο αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το Κοινοβούλιο διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι είχαν παρασχεθεί διευκρινίσεις στην ΑΔΑ σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω έργου.

42      Τέλος, από τη σκέψη 36 ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτιολογία της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018 βασιζόταν, κατ’ ουσίαν, στο ότι το επίμαχο έργο αφορούσε τα «Panama Papers» και τις εξωχώριες επιχειρήσεις και ότι συνδεόταν με τις δραστηριότητες του Κοινοβουλίου. Βάσει αυτών ακριβώς των στοιχείων κρίθηκε ότι ο προσφεύγων είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 17α του ΚΥΚ.

43      Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία ήταν επαρκής ώστε να παράσχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν η απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018 ήταν ορθή ή αν ενείχε σφάλμα που θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την αμφισβήτηση του κύρους της. Ειδικότερα, ο προσφεύγων ήταν σε θέση να κατανοήσει, βάσει των σκέψεων της αιτιολογίας που εκτέθηκαν ανωτέρω, τους ειδικούς λόγους για τους οποίους το Κοινοβούλιο έκρινε ότι ο προσφεύγων όφειλε να γνωστοποιήσει στην ΑΔΑ την πρόθεσή του να δημοσιεύσει το επίμαχο έργο. Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ο προσφεύγων βάλλει εξάλλου κατά των εν λόγω σκέψεων της αιτιολογίας. Επιπλέον, οι σκέψεις αυτές είναι επίσης επαρκείς προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να είναι σε θέση να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο επί της νομιμότητας της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018.

44      Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η εν λόγω απόφαση πληροί τις τιθέμενες από τη νομολογία προϋποθέσεις, όπως αυτές υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 32 έως 34 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, η αιτίαση του προσφεύγοντος με την οποία προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018 πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

45      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ του επέβαλε υποχρέωση αυστηρότερη από εκείνη που προβλέπει το άρθρο 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο συνέστησε επιτροπή έρευνας για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβιάσεων και περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή (στο εξής: επιτροπή PANA) δεν συνεπάγεται ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να εκφραστεί επί της σχετικής με τα «Panama Papers» επικαιρότητας, εκτός αν ασκούσε κριτική επί των εργασιών της εν λόγω επιτροπής, του Κοινοβουλίου ή της Ένωσης, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να τεθούν σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα της τελευταίας. Ο προσφεύγων επικαλείται, συναφώς, την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής (C‑274/99 P, EU:C:2001:127), από την οποία προκύπτει ότι το ζήτημα που πρέπει εν προκειμένω να εξεταστεί δεν είναι αν ο προσφεύγων παρέλειψε να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να δημοσιεύσει το επίμαχο έργο, αλλ’ αντιθέτως αν τα νόμιμα συμφέροντα της Ένωσης μπορούσαν να απειληθούν σοβαρά από το περιεχόμενο του έργου αυτού. Επομένως, δεδομένου ότι, κατά τον προσφεύγοντα, το επίμαχο έργο δεν συνιστά τέτοια απειλή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην προϋπόθεση του άρθρου 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ούτε ότι συνδέεται με τη δραστηριότητα της Ένωσης.

46      Το Κοινοβούλιο αντικρούει την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

47      Προκαταρκτικώς, διευκρινίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με την αξιολόγηση της εργασίας του βαθμολογουμένου. Ειδικότερα, στους αξιολογητές αναγνωρίζεται ευρύτατη εξουσία εκτιμήσεως ως προς τις κρίσεις που διατυπώνουν σχετικά με την εργασία των προσώπων για την αξιολόγηση των οποίων είναι υπεύθυνοι. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος τον οποίον ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί του περιεχομένου των εκθέσεων αξιολογήσεως περιορίζεται στον έλεγχο του νομότυπου της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της τυχόν ύπαρξης πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή κατάχρησης εξουσίας (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1983, Seton κατά Επιτροπής, 36/81, 37/81 και 218/81, EU:C:1983:152, σκέψη 23, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, Cwik κατά Επιτροπής, T‑96/04, EU:T:2005:376, σκέψη 41).

48      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης απολαύουν του δικαιώματος της ελευθερίας εκφράσεως, συμπεριλαμβανομένων των τομέων που εμπίπτουν στη δραστηριότητα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Η ως άνω ελευθερία περιλαμβάνει και την προφορική ή γραπτή έκφραση αποκλίνουσας ή μειοψηφούσας άποψης έναντι εκείνης που υποστηρίζει το θεσμικό όργανο που τους απασχολεί (βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Εντούτοις, η ελευθερία εκφράσεως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο των περιορισμών που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, κατά το οποίο η άσκηση της ως άνω ελευθερίας, συνεπαγόμενη καθήκοντα και ευθύνες, δύναται να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Strack κατά Επιτροπής, T‑199/11 P, EU:T:2012:691, σκέψη 137 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Είναι επίσης θεμιτό, σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι υπάλληλοι να υπέχουν, λόγω του καθεστώτος που τους διέπει, υποχρεώσεις όπως αυτές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 17α του ΚΥΚ. Οι υποχρεώσεις αυτές, οι οποίες συνιστούν, βεβαίως, περιορισμούς στην άσκηση της ελευθερίας εκφράσεως, αποσκοπούν στη διαφύλαξη της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του θεσμικού οργάνου και των υπαλλήλων του ή του λοιπού προσωπικού του (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Strack κατά Επιτροπής, T‑199/11 P, EU:T:2012:691, σκέψη 138· βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 44).

51      Συναφώς, από το άρθρο 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προκύπτει ότι ο υπάλληλος που επιθυμεί να δημοσιεύσει ο ίδιος ή να δώσει προς δημοσίευση, μόνος του ή σε συνεργασία με άλλον, οποιοδήποτε κείμενο αναφερόμενο στη δραστηριότητα της Ένωσης πρέπει προηγουμένως να ενημερώσει σχετικά την ΑΔΑ. Η τελευταία υποχρεούται να διατυπώσει τυχόν αντιρρήσεις της εντός προθεσμίας 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της γνωστοποίησης, ενώ, αν δεν το πράξει, τεκμαίρεται ότι έχει δώσει συναφώς τη σιωπηρή συγκατάθεσή της. Η νομολογία έχει διευκρινίσει ότι μόνον κατ’ εξαίρεση δεν δίνεται τέτοια συγκατάθεση, όταν η σκοπούμενη δημοσίευση είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2017, Skareby κατά ΕΥΕΔ, T-585/16, EU:T:2017:613, σκέψεις 80 και 81).

52      Επομένως, η διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν οι υπάλληλοι που επιθυμούν να δημοσιεύσουν οποιοδήποτε κείμενο αναφερόμενο στη δραστηριότητα της Ένωσης ενέχει δύο διακριτά στάδια. Το πρώτο στάδιο προβλέπει την υποχρέωση την οποία υπέχει ο υπάλληλος να γνωστοποιήσει στην ΑΔΑ την πρόθεσή του να προβεί σε μια τέτοια δημοσίευση, εφόσον το επίμαχο κείμενο αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ένωσης. Το δεύτερο στάδιο προβλέπει την υποχρέωση την οποία υπέχει η ΑΔΑ να ενημερώσει εγγράφως τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο περί της αποφάσεώς της εντός προθεσμίας 30 ημερών σε περίπτωση που είναι σε θέση να αποδείξει ότι το κείμενο αυτό είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα της Ένωσης.

53      Οι διαφορετικοί λεπτομερείς κανόνες που αφορούν καθένα από τα δύο αυτά στάδια αντιστοιχούν στο καθαυτό αντικείμενο της διαδικασίας του άρθρου 17α του ΚΥΚ. Ειδικότερα, η προηγούμενη γνωστοποίηση από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο της πρόθεσής του να δημοσιεύσει ένα οποιοδήποτε κείμενο το οποίο αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ένωσης παρέχει εν συνεχεία στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να προβούν στον έλεγχο τον οποίον υποχρεούνται να ασκήσουν βάσει του άρθρου 17α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Με αυτά τα δεδομένα, το αν το επίμαχο κείμενο είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα της Ένωσης δεν αποτελεί κρίσιμο κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στο στάδιο της γνωστοποίησης της πρόθεσης δημοσίευσης ενός οποιουδήποτε κειμένου το οποίο αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ένωσης.

54      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η ΑΔΑ δεν είχε ενημερωθεί σχετικά, πριν από τη δημοσίευση του επίμαχου έργου. Συναφώς, με την απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018, το Κοινοβούλιο έκρινε απλώς ότι η επίδικη εκτίμηση που περιλαμβανόταν στην ενότητα «Συμπεριφορά», υπό τον τίτλο «3. Τήρηση των κανόνων και των διαδικασιών», της έκθεσης βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το έτος 2016 δικαιολογούνταν βάσει του άρθρου 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και, επομένως, διαπίστωσε μη τήρηση της υποχρέωσης προηγούμενης ενημέρωσης.  Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο δεν διατύπωσε καμία κρίση ως προς το αν το επίμαχο έργο θα μπορούσε να συνιστά απειλή για τα νόμιμα συμφέροντα της Ένωσης.

55      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα στοιχείο ότι το επίμαχο έργο δεν είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα της Ένωσης δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση της νομιμότητας της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018.

56      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση κατά την οποία, καθόσον το επίμαχο έργο δεν είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα της Ένωσης, το Κοινοβούλιο, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων όφειλε να έχει ενημερώσει την ΑΔΑ για την πρόθεσή του να δημοσιεύσει το εν λόγω έργο, επέβαλε στον προσφεύγοντα υποχρέωση αυστηρότερη από την προβλεπόμενη με το άρθρο 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως

57      Πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το καθήκον ενημέρωσης που υπέχουν οι υπάλληλοι που επιθυμούν να δημοσιεύσουν ένα οποιοδήποτε κείμενο βαρύνει τους τελευταίους μόνον εφόσον το εν λόγω κείμενο αφορά τη δραστηριότητα της Ένωσης. Συναφώς, η ΑΔΑ όφειλε να προβεί σε στενή ερμηνεία της έννοιας «δραστηριότητα της Ένωσης», λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ερμηνεύεται η εν λόγω έννοια. Εν προκειμένω, η διαπίστωση ότι το επίμαχο έργο συνδέεται απλώς με τη δραστηριότητα της Ένωσης δεν αρκεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο προσφεύγων υποχρεούνταν να γνωστοποιήσει στη Διοίκηση την πρόθεσή του να προβεί στην εν λόγω δημοσίευση.

58      Ειδικότερα, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο έργο δεν κάνει αναφορά σε καμία δραστηριότητα της Ένωσης, αλλά αφορά αποκλειστικά και μόνο συζήτηση σχετική με εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Μάλτας. Στο μέτρο που το Κοινοβούλιο ασχολείται με πολυάριθμα ζητήματα σε διάφορους τομείς, τυχόν αποδοχή της συλλογιστικής που ακολούθησε η ΑΔΑ θα ισοδυναμούσε με επιβολή απαγόρευσης στους υπαλλήλους της Ένωσης να εκφράζονται επί οποιουδήποτε θέματος το οποίο αποτελεί αντικείμενο των εργασιών της επιτροπής PANA και του Κοινοβουλίου. Εφόσον όμως το επίμαχο έργο δεν κάνει αναφορά ούτε στη δραστηριότητα της εν λόγω επιτροπής ούτε σε εκείνη της Ένωσης, το αντικείμενό του δεν αφορά τη δραστηριότητα της Ένωσης. Συνεπώς, ο προσφεύγων, παραλείποντας να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να προβεί στην εν λόγω δημοσίευση, ούτε έθιξε τη σχέση εμπιστοσύνης που τον συνδέει με την Ένωση ούτε παρέβη τις υποχρεώσεις πίστεως και αμεροληψίας τις οποίες υπέχει έναντί της.  Τέλος, σε περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι το έργο αυτό αφορά τη δραστηριότητα της Ένωσης, εκτίμηση η οποία θα ήταν εσφαλμένη εν προκειμένω, υποστηρίζει ότι το έργο αυτό συνιστά, το πολύ, συμπλήρωση του προβληματισμού της ΑΔΑ και της έρευνας της επιτροπής PANA.

59      Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει επίσης ότι η ΑΔΑ, λαμβάνοντας σε βάρος του δυσμενές μέτρο, αναγνώρισε στον εαυτό της διακριτική ευχέρεια ευρύτερη από εκείνη που της παρέχει το άρθρο 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και, κατά τον τρόπο αυτό, προσέβαλε το δικαίωμά του στην ελευθερία εκφράσεως.

60      Τρίτον, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι, αν αθροιστούν οι διάφορες προθεσμίες που προβλέπονται με το άρθρο 17α, παράγραφος 2, και με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η προθεσμία που ισχύει για τα αιτήματα ελέγχου των προς δημοσίευση έργων που υπόκεινται σε προηγούμενη γνωστοποίηση αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα πέντε μηνών. Λόγω της σημαντικής διάρκειας της προθεσμίας αυτής, η υποχρέωση γνωστοποίησης πρέπει να περιορίζεται σε εκείνα τα προς δημοσίευση έργα που αφορούν αυστηρώς τη δραστηριότητα της Ένωσης.

61      Το Κοινοβούλιο αντικρούει την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

62      Κατά πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος κατά την οποία το επίμαχο έργο αφορά συζήτηση σχετική με εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Μάλτας (βλ. σκέψεις 57 και 58 ανωτέρω), υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018 βασίζεται, κατ’ ουσίαν, στο ότι η ΑΔΑ έκρινε ότι το επίμαχο έργο αφορούσε την υπόθεση που είναι γνωστή ως υπόθεση των «Panama Papers» καθώς και τις εξωχώριες επιχειρήσεις και ότι, στον βαθμό που το ζήτημα αυτό συνδεόταν με τις δραστηριότητες του Κοινοβουλίου, ο προσφεύγων υποχρεούνταν να γνωστοποιήσει εκ των προτέρων στην ΑΔΑ την πρόθεσή του να δημοσιεύσει το εν λόγω έργο.

63      Συναφώς επισημαίνεται ότι, στις 8 Ιουνίου 2016, το Κοινοβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2016/1021, σχετικά με τη σύσταση, τον καθορισμό αρμοδιοτήτων, την αριθμητική σύνθεση και τη διάρκεια θητείας της επιτροπής PANA για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβιάσεων και περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή (ΕΕ 2016, L 166, σ. 10). Από την παράγραφο 2 της απόφασης 2016/1021 προκύπτει ότι η έρευνα την οποία θα διενεργούσε η επιτροπή PANA αφορούσε, μεταξύ άλλων, τη δραστηριότητα όλων των κρατών μελών της Ένωσης, στα οποία συγκαταλέγεται η Μάλτα.

64      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η τελική έκθεση που καταρτίστηκε στο πλαίσιο των εργασιών της επιτροπής PANA, μολονότι είναι, βεβαίως, μεταγενέστερη της δημοσίευσης του επίμαχου έργου, εντούτοις επιβεβαιώνει όσα εκτίθενται στη σκέψη 63 ανωτέρω, καθόσον μνημονεύει αποστολή για διενέργεια επιτόπιας έρευνας, η οποία πράγματι εστάλη στη Μάλτα στις 20 Φεβρουαρίου 2017. Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίσης ότι στη σελίδα 86 του επίμαχου έργου γίνεται λόγος για πρόσκληση την οποία έλαβε υπουργός της Μαλτέζικης Κυβέρνησης να εμφανιστεί ενώπιον επιτροπής του Κοινοβουλίου, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με την εταιρία που διέθετε στον Παναμά.  Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, διαπιστώνεται ότι οι εργασίες της επιτροπής PANA σχετίζονταν με την κατάσταση στη Μάλτα και αποσκοπούσαν, μεταξύ άλλων, στη διερεύνηση τυχόν παραβιάσεων κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή στο εν λόγω κράτος μέλος.

65      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο έργο αφορούσε ακριβώς τις αρμοδιότητες της επιτροπής PANA, στον βαθμό που αυτή είχε υποχρέωση να αξιολογήσει την κατάσταση των κρατών μελών της Ένωσης και, μεταξύ άλλων, της Μάλτας, σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή.

66      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων κακώς υποστηρίζει ότι στο επίμαχο έργο ουδόλως γίνεται λόγος για τη δραστηριότητα της Ένωσης και ότι το έργο αυτό πραγματεύεται απλώς το εξεταζόμενο αντικείμενο από αμιγώς εσωτερική σκοπιά.

67      Ειδικότερα, ο τίτλος του επίμαχου έργου, «Οι καλύτεροι στην Ευρώπη. Τα Panama Papers και η εξουσία», εντάσσει σαφώς το έργο αυτό σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι στο εξώφυλλό του απεικονίζεται η σημαία της Ένωσης. Επιπλέον, το εν λόγω έργο περιλαμβάνει επίσης πλείονες αναφορές σε εργασίες καθώς και σε προσωπικότητες που συνδέονται με το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης. Συναφώς, μπορούν να αναφερθούν, μεταξύ άλλων, οι αναφορές στις εργασίες της επιτροπής PANA, στην μαλτέζικη προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε ευρωβουλευτή.  Επιπλέον, παράρτημα του επίμαχου έργου θίγει το ζήτημα του Brexit και αναφέρει ρητώς την εσωτερική αγορά της Ένωσης.

68      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το επίμαχο έργο αφορά αποκλειστικά και μόνο συζήτηση σχετική με εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Μάλτας και ότι ουδόλως αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ένωσης. Ειδικότερα, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι το θέμα του εν λόγω έργου εξετάζεται κυρίως από εθνική σκοπιά, στο μέτρο που το έργο αυτό αφορά πολιτικές και πολιτικούς της Μάλτας, γεγονός παραμένει εντούτοις ότι οι εν λόγω πολιτικές και πολιτικοί αποτελούσαν συγχρόνως το αντικείμενο των εργασιών της επιτροπής PANA. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο έργο αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ένωσης. Επιπλέον, το επίμαχο έργο περιλαμβάνει πλείονες συγκεκριμένες αναφορές στη δραστηριότητα αυτή, όπως προκύπτει από τη σκέψη 67 ανωτέρω.

69      Επομένως, συνάγεται ότι, αφ’ ης στιγμής το επίμαχο έργο αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Κοινοβούλιο, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων όφειλε να γνωστοποιήσει στην ΑΔΑ, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, την πρόθεσή του να δημοσιεύσει το έργο αυτό, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.

70      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι, με την απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018, έγινε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με αποτέλεσμα την προσβολή του δικαιώματός του στην ελευθερία εκφράσεως, πρέπει να απορριφθεί.

71      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος κατά την οποία η ΑΔΑ αναγνώρισε στον εαυτό της διακριτική ευχέρεια ευρύτερη από εκείνη που της παρέχει το άρθρο 17α (βλ. σκέψη 59 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι η υπό κρίση προσφυγή αφορά αποκλειστικώς τη νομιμότητα της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018 και, επομένως, εγείρει το ζήτημα αν το Κοινοβούλιο ορθώς διαπίστωσε, στο πλαίσιο της έκθεσης βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το έτος 2016, παράλειψη του τελευταίου να ενημερώσει την ΑΔΑ σχετικά με τη δημοσίευση του επίμαχου έργου το 2016.

72      Διαπιστώνεται επίσης ότι από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 49 έως 51 ανωτέρω προκύπτει ότι είναι θεμιτό να επιβάλλονται στους υπαλλήλους της Ένωσης υποχρεώσεις όπως αυτές που προβλέπονται με το άρθρο 17α του ΚΥΚ. Επιπλέον, τίποτα δεν εμποδίζει την ΑΔΑ να αναφέρει, στο πλαίσιο έκθεσης βαθμολογίας, μεμονωμένο περιστατικό, ιδίως όταν, όπως εν προκειμένω, το εν λόγω περιστατικό αφορά παράβαση σαφούς και ειδικού κανόνα ο οποίος απορρέει ευθέως από τον ΚΥΚ. Ειδικότερα, υπό τις περιστάσεις αυτές, η διατύπωση παρατήρησης, όπως η επίδικη εκτίμηση, σε έκθεση βαθμολογίας όχι μόνο δεν αντιβαίνει σε διάταξη του ΚΥΚ, ιδίως στο άρθρο 43, αλλά μπορεί να έχει ως θεμιτό σκοπό την προειδοποίηση του ενδιαφερομένου προς αποφυγή επανάληψης παράβασης του συγκεκριμένου κανόνα (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, CW κατά Κοινοβουλίου, F‑41/14, EU:F:2015:24, σκέψη 55).

73      Επιπλέον, από την εξέταση της δικογραφίας προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι του επιβλήθηκε οποιαδήποτε κύρωση παράλληλα με τη διατήρηση της επίδικης εκτιμήσεως στην εν λόγω έκθεση βαθμολογίας, εκτιμήσεως η οποία περιλαμβάνεται στην ενότητα «Συμπεριφορά», υπό τον τίτλο «3. Τήρηση των κανόνων και των διαδικασιών». Πλην όμως, στη σκέψη 69 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι το Κοινοβούλιο νομίμως αρνήθηκε να αφαιρέσει την επίδικη εκτίμηση από την έκθεση βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το έτος 2016, καθότι ο τελευταίος δεν συμμορφώθηκε προς το άρθρο 17α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

74      Επομένως, το επιχείρημα του προσφεύγοντος κατά το οποίο η ΑΔΑ αναγνώρισε στον εαυτό της διακριτική ευχέρεια ευρύτερη από εκείνη που της παρέχει το άρθρο 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ πρέπει να απορριφθεί.

75      Κατά τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος κατά την οποία, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής διάρκειας των προθεσμιών που προβλέπουν, αφενός, το άρθρο 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, και, αφετέρου, το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω), η υποχρέωση γνωστοποίησης πρέπει να περιορίζεται σε εκείνα τα προς δημοσίευση έργα τα οποία αφορούν αυστηρώς τη δραστηριότητα της Ένωσης, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν αναιρεί το συμπέρασμα που διατυπώθηκε στη σκέψη 70 ανωτέρω, από την οποία προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ο προσφεύγων παρέλειψε να ενημερώσει την ΑΔΑ περί της προθέσεώς του να δημοσιεύσει κείμενο που αναφερόταν εντούτοις στη δραστηριότητα της Ένωσης, παραβαίνοντας έτσι το άρθρο 17α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Αυτή ακριβώς είναι η διαπίστωση στην οποία προέβη το Κοινοβούλιο με την απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018 και υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει, επομένως, να εξεταστεί η νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως.

76      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση της νομιμότητας της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018 και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να απορριφθεί.

77      Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν όλες οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν προς στήριξη των δύο λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων κατά της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018, το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αποζημιωτικού αιτήματος

78      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως την οποία άσκησε στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του ΚΥΚ από την ΑΔΑ και στην εκ μέρους της άσκηση διακριτικής ευχέρειας η οποία έβαινε πέραν του επιτρεπόμενου από τον ΚΥΚ ορίου, υπέστη ηθική βλάβη τόσο στον χώρο εργασίας του όσο και στην προσωπική του ζωή. Η ηθική αυτή βλάβη την οποία υπέστη είχε επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, και στη συγγραφική δραστηριότητά του. Ισχυρίζεται επίσης ότι υπέστη υλική ζημία καθόσον, αφενός, δεν έτυχε προαγωγής και, αφετέρου, ενδέχεται να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του συνεπεία της αποφάσεως της 4ης Ιανουαρίου 2018. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων ζητεί να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να του καταβάλει ποσό που θα καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία φρονεί ότι υπέστη. Ο προσφεύγων διευκρινίζει, επιπλέον, ότι η απόφαση του Κοινοβουλίου, με την οποία κρίθηκε ότι η γνωστοποίηση στην οποία προέβη ο προσφεύγων πριν από τη δημοσίευση δεύτερης έκδοσης του επίμαχου έργου ήταν απαράδεκτη, λειτούργησε αποτρεπτικά όσον αφορά την εν λόγω δημοσίευση.

79      Το Κοινοβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

80      Πρώτον, στο μέτρο που η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος μπορεί να εκληφθεί υπό την έννοια ότι αυτός ζητεί να του επιδικαστεί αποζημίωση λόγω υλικής ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη, υπενθυμίζεται ότι, για να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από θεσμικό όργανο της Ένωσης πρέπει να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί, μεταξύ άλλων, η ζημία που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη καθώς και ο χαρακτήρας και το μέγεθος της ζημίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1999, Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑327/97 P, EU:C:1999:482, σκέψη 37). Επιπλέον, αγωγή αποζημίωσης πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη στις περιπτώσεις που ο ενάγων δεν αποδεικνύει αλλά ούτε επικαλείται συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων που δικαιολογούν την παράλειψη αριθμητικού υπολογισμού, με το δικόγραφο της αγωγής του, του ύψους της ζημίας (πρβλ απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2004, Hectors κατά Κοινοβουλίου, C‑150/03 P, EU:C:2004:555, σκέψη 62).

81      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων ουδεμία διευκρίνιση παρέσχε σχετικά με τον τρόπο αριθμητικού υπολογισμού της υλικής ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη αλλά ούτε και δικαιολόγησε την παράλειψή του αυτή, επομένως το αίτημά του για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω υλικής ζημίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

82      Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που προβάλλει ο προσφεύγων, ο τελευταίος αυτός υποστηρίζει ότι η εν λόγω ηθική βλάβη οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του ΚΥΚ από την ΑΔΑ και στην εκ μέρους της άσκηση διακριτικής ευχέρειας η οποία έβαινε πέραν του επιτρεπόμενου από τον ΚΥΚ ορίου.

83      Εντούτοις, διαπιστώνεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο οικείο θεσμικό όργανο ή άλλο όργανο ή οργανισμό, του υποστατού της προβαλλόμενης ζημίας και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας, και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι σωρευτικές (βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, AV κατά Επιτροπής, T‑303/18 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:239, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχει, το αίτημα πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό του, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Wahlström κατά Frontex, T‑591/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:938, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης που διατύπωσε ο προσφεύγων στηρίζεται μόνο στον προβαλλόμενο από αυτόν παράνομο χαρακτήρα της απόφασης της 4ης Ιανουαρίου 2018.

86      Δεδομένου ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της εξέτασης του ακυρωτικού αιτήματος του προσφεύγοντος, διαπιστώθηκε ότι η απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2018 δεν είναι παράνομη, διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο Κοινοβούλιο συμπεριφοράς.

87      Επιπλέον, τα όσα εκτίθενται σχετικά με την απόφαση με την οποία το Κοινοβούλιο έκρινε ότι η προηγούμενη γνωστοποίηση της δημοσίευσης δεύτερης έκδοσης του επίμαχου έργου την οποία υπέβαλε ο προσφεύγων ήταν απαράδεκτη δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, διότι αυτή βάλλει μόνον κατά της αποφάσεως της 4ης Ιανουαρίου 2018 με την οποία το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να αφαιρέσει την επίδικη εκτίμηση από την έκθεση αξιολογήσεως του προσφεύγοντος για το έτος 2016.

88      Επομένως, το αποζημιωτικό αίτημα το οποίο προβάλλει ο προσφεύγων πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος για διεξαγωγή αποδείξεων

89      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει μέλος του κοινοβουλίου της Μάλτας, καθώς και μέλος του Κοινοβουλίου, αμφότεροι εκ των οποίων είναι προσωπικότητες δραστηριοποιούμενες στον τομέα της πάταξης της διαφθοράς και στον τομέα της χρηστής διακυβέρνησης στη Μάλτα.

90      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι διάδικοι που υποβάλλουν αίτηση εξετάσεως μαρτύρων πρέπει να προβάλουν συγκεκριμένες και κρίσιμες ενδείξεις βάσει των οποίων καθίστανται κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους η εξέταση μάρτυρα σχετικά με την οποία υποβάλλεται αίτηση παρουσιάζει ενδεχομένως ενδιαφέρον για την επίλυση της διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, Verein Deutsche Sprache κατά Επιτροπής, T‑468/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:207, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν παρέσχε καμία συγκεκριμένη ένδειξη, αναφορικά με την υπό κρίση υπόθεση, προκειμένου να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η εξέταση των δύο μαρτύρων θα μπορούσε να αποδειχθεί αναγκαία ή χρήσιμη. Ομοίως, δεν διευκρίνισε ποια ήταν τα πραγματικά περιστατικά ή οι ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τέτοια εξέταση μαρτύρων. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι η εξέταση των δύο μαρτύρων την οποία ζήτησε ήταν κρίσιμη ή αναγκαία εν προκειμένω.

92      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι τα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά στοιχεία που υπάρχουν ήδη στη δικογραφία αρκούν ώστε το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της υπό κρίση προσφυγής.

93      Ως εκ τούτου, το αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων που υπέβαλε ο προσφεύγων δεν γίνεται δεκτό.

94      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τον Mark Anthony Sammut στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Jaeger

Półtorak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουνίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η μαλτέζικη