Language of document : ECLI:EU:T:2005:68

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2005 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Δασοκομία – Απόφαση περί εγκρίσεως προγραμματικού εγγράφου για την αγροτική ανάπτυξη – Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν ατομικώς – Έλλειψη αρμοδιότητας – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-108/03,

Elisabeth von Pezold, κάτοικος Pöls (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο R. von Pezold,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον G. Braun, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2000, σχετικά με την έγκριση του προγραμματικού εγγράφου για την ανάπτυξη του αγροτικού χώρου της Δημοκρατίας της Αυστρίας όσον αφορά την περίοδο 2000-2006,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τον M. Jaeger, πρόεδρο, V. Tiili και O. Czúcz, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Το νομικό πλαίσιο

1        Στις 17 Μαΐου 1999 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ 1999, L 160, σ. 80).

2        Το κεφάλαιο VIII του τίτλου ΙΙ του κανονισμού αυτού διασαφηνίζει, όσον αφορά τον τομέα της δασοκομίας, τα διάφορα μέτρα στήριξης καθώς και τις προϋποθέσεις λήψεώς τους.

3        Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999 ορίζει:

«Η στήριξη της δασοκομίας συμβάλλει στη διατήρηση και την ανάπτυξη των οικονομικών, οικολογικών και κοινωνικών λειτουργιών των δασών στις αγροτικές περιοχές.»

4        Το άρθρο 30, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού προβλέπει, ειδικότερα, ότι «[η] στήριξη της δασοκομίας αφορά ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: επενδύσεις σε δάση, οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της οικονομικής, οικολογικής ή κοινωνικής αξίας τους».

5        Δυνάμει του άρθρου 37, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού:

«Στήριξη υπέρ της αγροτικής ανάπτυξης παρέχεται μόνο για μέτρα που συμφωνούν με το κοινοτικό δίκαιο.»

6        Το άρθρο 37, παράγραφος 4, του κανονισμού 1257/1999 προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν πρόσθετους ή περισσότερο περιοριστικούς όρους για τη χορήγηση κοινοτικής στήριξης για την αγροτική ανάπτυξη, εφόσον οι όροι αυτοί έχουν συνοχή με τους στόχους και τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.»

7        Σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού:

«Τα σχέδια αγροτικής ανάπτυξης που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν εκτίμηση της συμβατότητας και της συνοχής των προβλεπόμενων μέτρων στήριξης και μνεία των μέτρων που λαμβάνονται για να εξασφαλισθεί η συμβατότητα και η συνοχή.»

8        Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999:

«Τα σχέδια αγροτικής ανάπτυξης καταρτίζονται στο γεωγραφικό επίπεδο που κρίνεται ως το καταλληλότερο. Συντάσσονται από τις αρμόδιες αρχές που ορίζει το κράτος μέλος και υποβάλλονται από το κράτος μέλος στην Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και οργανισμούς στο κατάλληλο εδαφικό επίπεδο.»

9        Τέλος, δυνάμει του άρθρου της 44, παράγραφος 2:

«Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση των προτεινόμενων σχεδίων για να προσδιορίσει εάν είναι συνεπή προς τον παρόντα κανονισμό. Βάσει των σχεδίων, εγκρίνει τα έγγραφα προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 50, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 [του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία (EE L 161, σ. 1)] εντός έξι μηνών από την υποβολή των σχεδίων.»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1257/1999, οι αρμόδιες αυστριακές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή, την 1η Σεπτεμβρίου 1999, το Österreichische Programm für die Entwicklung des ländlichen Raumes (αυστριακό πρόγραμμα για την αγροτική ανάπτυξη, στο εξής: σχέδιο αγροτικής ανάπτυξης), το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, περιγραφή των σχεδιαζομένων μέτρων για την εφαρμογή του σχεδίου καθώς και συνολικό σχέδιο χρηματοδοτήσεως εμφαίνον την εθνική και κοινοτική στήριξη που προβλέπονταν για κάθε σχετική θέση του σχεδίου και για κάθε μέτρο στο πλαίσιο των προβλεπομένων σχετικών θέσεων. Μετά το πέρας των συζητήσεων με την Επιτροπή, το σχέδιο αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο οριστικού κειμένου που προτάθηκε στο εν λόγω κοινοτικό όργανο στις 23 Ιουνίου 2000.

11      Ειδικότερα, το σχέδιο προέβλεπε, στο σημείο 9.10.2.1.3, τέταρτη περίπτωση, χρηματοδοτική ενίσχυση για «ενοποιημένα μέτρα φύτευσης, διαφύλαξης και συντήρησης καλλιεργειών» χορηγούμενη, δυνάμει του σημείου 9.10.2.1.5, για επιφάνεια μέχρι 20 εκταρίων, ετησίως και ανά μέτρο.

12      Στις 14 Ιουλίου 2000 η Επιτροπή εξέδωσε, βάσει του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, τη μη δημοσιευθείσα απόφαση C (2000) 1973 τελικό, περί εγκρίσεως του προγραμματικού εγγράφου για την ανάπτυξη του αγροτικού χώρου της Δημοκρατίας της Αυστρίας όσον αφορά την περίοδο 2000-2006 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), που η τελευταία της είχε υποβάλει σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999.

13      Κατ’ εφαρμογήν του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, οι αυστριακές αρχές εξέδωσαν διάφορες ειδικές οδηγίες, μεταξύ των οποίων και τη Sonderrichtlinie für die Umsetzung der «Sonstigen Maßnahmen» des Österreichischen Programms für die Entwicklung des ländlichen Raums (ειδική οδηγία για την εφαρμογή των «λοιπών μέτρων» του αυστριακού προγράμματος ανάπτυξης του αγροτικού χώρου, στο εξής: ειδική οδηγία), η οποία ίσχυσε από τις 27 Ιουλίου 2000. Στο σημείο 6.2.1.4.1 της ειδικής οδηγίας, όπως ακριβώς και στο σημείο 9.10.2.1.5 του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, αναφερόταν ότι χρηματοδοτική ενίσχυση στο πλαίσιο των «ενοποιημένων μέτρων φύτευσης, διαφύλαξης και συντήρησης των καλλιεργειών» μπορούσε να χορηγηθεί μόνο για επιφάνεια μέχρι 20 εκταρίων, ετησίως και ανά μέτρο (στο εξής: επίδικη διάταξη).

14      Στις 27 Απριλίου και 31 Αυγούστου 2000 η προσφεύγουσα, ιδιοκτήτρια δασοεκμεταλλευτικής επιχειρήσεως δεντροφυτεμένης επιφανείας περίπου 3 500 εκταρίων, υπέβαλε βάσει της ειδικής οδηγίας στην αρμόδια υπηρεσία γεωργίας του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας δύο αιτήσεις με αντικείμενο τη χορήγηση ενισχύσεως για τη χρηματοδότηση έργων καθαρισμού για επιφάνειες, αντιστοίχως, 20 εκταρίων και 5 εκταρίων.

15      Με δύο έγγραφα της 18ης Οκτωβρίου 2000, η εταιρία Agrarmarkt Austria Marketing GmbH (στο εξής: εταιρία Agrarmarkt), ενεργούσα επ’ ονόματι και για λογαριασμό του ομοσπονδιακού Υπουργείου Γεωργίας και Δασών, γνώρισε στην προσφεύγουσα ότι, κατόπιν ελέγχου των όρων χορηγήσεως, η διεύθυνση δασών της αρμόδιας υπηρεσίας γεωργίας του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας είχε δεχθεί τις εν λόγω αιτήσεις για ενίσχυση, για ποσά, αντιστοίχως, 79 999,91 αυστριακών σελινίων (ATS) (5 813,82 ευρώ) και 19 999,91 ATS (1 453,40 ευρώ).

16      Με έγγραφο της 18ης Ιανουαρίου 2001, η εταιρία Agrarmarkt δήλωσε στην προσφεύγουσα ότι η διεύθυνση δασών της αρμόδιας υπηρεσίας γεωργίας του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας αξίωνε την επιστροφή του ποσού των 1 453,45 ευρώ, που αντιστοιχούσε στη δεύτερη χρηματοδοτική ενίσχυση για τον λόγο ότι η ενίσχυση είχε χορηγηθεί άνευ νομίμου αιτίας στην προσφεύγουσα, δοθέντος ότι είχε υπάρξει υπέρβαση του καθορισμένου από την επίδικη διάταξη ορίου. Εξάλλου, η εταιρία Agrarmarkt διευκρίνισε ότι, δεδομένου ότι ποσό 425,12 ευρώ είχε ήδη αφαιρεθεί από καταβολή που είχε γίνει προς την προσφεύγουσα στις 20 Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με σχέδιο για διάνοιξη δρόμου σε δάσος, η τελευταία κλήθηκε να επιστρέψει το εναπομένον ποσό των 1 028,33 ευρώ.

17      Στις 19 Νοεμβρίου 2001 η προσφεύγουσα προσέφυγε ενώπιον του Bezirksgericht Wien Innere Stadt (Περιφερειακού Πρωτοδικείου του Δήμου Βιέννης) κατά της αποφάσεως των αυστριακών αρχών περί επιστροφής της δεύτερης χρηματοδοτικής ενισχύσεως. Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη διάταξη ήταν αντίθετη προς τον κανονισμό 1257/1999 και προς το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι αυστριακές αρχές προέβαλαν ότι η επίδικη διάταξη αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, ότι είχε συζητηθεί και υποβληθεί σε λεπτομερή εξέταση και ότι, έτσι, έπρεπε να θεωρηθεί ως έχουσα εγκριθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση.

18      Υπ’ αυτές ακριβώς τις περιστάσεις, με δικόγραφο προσφυγής που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Μαρτίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που εγκρίνει την επίδικη διάταξη·

–        επικουρικώς, να αναγνωρίσει ότι η εν λόγω απόφαση δεν πρέπει να θεωρηθεί ως εγκριτική της επίδικης διάταξης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

21      Σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αυτό, αποφαινόμενο υπό τις προβλεπόμενες από το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4, του ίδιου κανονισμού προϋποθέσεις, μπορεί, οποτεδήποτε, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως.

22      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και, κατά συνέπεια, αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Η Επιτροπή, χωρίς να προτείνει ρητώς ένσταση απαραδέκτου, αμφισβητεί, με το υπόμνημά της αντικρούσεως και το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, το παραδεκτό του ακυρωτικού αιτήματος, για τον λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

24      Πρώτον, προκειμένου περί της πρώτης από τις προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, στην περίπτωση απευθυνομένης σε κράτος μέλος αποφάσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι για να υφίσταται άμεσος επηρεασμός απαιτείται το επικρινόμενο κοινοτικό μέτρο να παράγει, κατά τρόπο άμεσο, αποτελέσματα όσον αφορά τη νομική κατάσταση του ιδιώτη και ότι το εν λόγω μέτρο δεν αφήνει κανένα περιθώριο εξουσίας εκτιμήσεως στους αποδέκτες αυτού οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, και τούτο εφόσον η εφαρμογή αυτή είναι αυτόματη και απορρέει από την κοινοτική και μόνο νομοθεσία, χωρίς την εφαρμογή άλλων ενδιαμέσων κανόνων. Το εν λόγω κοινοτικό όργανο προσθέτει ότι το αυτό ισχύει όταν η δυνατότητα που έχουν οι αποδέκτες να μη δώσουν συνέχεια στην κοινοτική πράξη είναι καθαρώς θεωρητική, δοθέντος ότι ουδεμία υφίσταται αμφιβολία σχετικά με τη βούλησή τους να αντλήσουν σύμφωνες προς την εν λόγω πράξη νομικές συνέπειες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C-386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψεις 43 και 44, και C-404/96 P, Glencore Grain κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2435, σκέψεις 43 και 44).

25      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή απευθυνόταν στη Δημοκρατία της Αυστρίας και ότι, έτσι, η προσφεύγουσα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως αποδέκτης αυτής. Πάντως, η Επιτροπή φρονεί ότι, εν προκειμένω, οι ανωτέρω μνημονευόμενες προϋποθέσεις δεν συντρέχουν. Το εν λόγω κοινοτικό όργανο υπογραμμίζει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση απλώς διαπιστώνεται η νομιμότητα, από πλευράς του κανονισμού 1257/1999, του περιεχομένου του υποβληθέντος σ’ αυτό προγράμματος. Αυτή η διαπίστωση δεν παράγει κανένα άμεσο αποτέλεσμα έναντι αυτού που θα ζητήσει μεταγενέστερα ενίσχυση, ενόψει, αφενός, του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει το κράτος μέλος κατά την εκτέλεση του προγράμματος και, αφετέρου, του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν διατηρεί καμία έννομη σχέση με τον εν λόγω αιτούντα. Πράγματι, μολονότι η Επιτροπή παραδέχεται ότι η επίδικη διάταξη περιλαμβανόταν στο σημείο 9.10.2.1.5 του εγκριθέντος απ’ αυτή σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, υπογραμμίζει ότι χρειάστηκε να ληφθούν δύο εθνικά μέτρα, συγκεκριμένα η ειδική οδηγία και η απόφαση περί χορηγήσεως της ληφθείσας από την εταιρία Agrarmarkt ενισχύσεως, προτού η εν λόγω έγκριση παραγάγει αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας.

26      Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έγκρισή της ενός εθνικού προγράμματος ενισχύσεων ουδόλως το μετατρέπει σε πράξη κοινοτικού δικαίου. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, σε περίπτωση ασυμβατότητας συμφωνηθείσας ενισχύσεως με το εγκριθέν από την Επιτροπή πρόγραμμα, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να αντλήσουν τις από πλευράς εθνικού δικαίου συνέπειες, λαμβάνοντας υπόψη, κατά την εφαρμογή του εθνικού τους δικαίου, το ασκούν επιρροή κοινοτικό δίκαιο (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-336/00, Huber, Συλλογή 2002, σ. Ι-7699, σκέψη 40). Η συλλογιστική αυτή ισχύει επίσης και στην περίπτωση κατά την οποία, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η συμφωνηθείσα ενίσχυση είναι συμβατή με το εγκριθέν πρόγραμμα. Έτσι, θα έπρεπε, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα να προσφύγει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο και να αμφισβητήσει ενώπιον αυτού το από πλευράς εθνικού και κοινοτικού δικαίου κύρος της επίδικης διατάξεως.

27      Δεύτερον, προκειμένου περί της προϋποθέσεως του αν η προσφεύγουσα επηρεάζεται ατομικά, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, μια απευθυνόμενη σε άλλο πρόσωπο απόφαση είναι δυνατόν να αφορά ατομικώς τρίτους μόνον εάν η απόφαση αυτή τους θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που τους προσιδιάζουν ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τους χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της αποφάσεως (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T-117/94, Associazione agricoltori della provincia di Rovigo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-455, σκέψη 22). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αντικείμενο την έγκριση γενικού περιεχομένου μέτρων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη διάταξη, τα οποία εφαρμόζονται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων γεγονότων και παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγορίας προσώπων θεωρουμένων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

28      Προκειμένου, ειδικότερα, περί της επίδικης διατάξεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η διάταξη αυτή αφορά όλους αδιακρίτως τους αυστριακούς ιδιοκτήτες δασικών εκτάσεων, χωρίς κάποια μεταξύ αυτών ομάδα να αποτελεί το αντικείμενο οποιασδήποτε δυσμενούς διακρίσεως. Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα μόνο λόγω του ότι αυτή βρίσκεται σε μια κοινή για το σύνολο των εν λόγω αυστριακών ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων κατάσταση. Το γεγονός απλώς και μόνον ότι η προσφεύγουσα εκμεταλλεύεται μια σημαντικού μεγέθους ιδιόκτητη δασική έκταση και ότι, έτσι, η διαφορά μεταξύ της επιφάνειας της ιδιόκτητης εκτάσεώς της και της μεγίστης επιφανείας που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ενίσχυσης είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι συμβαίνει όσον αφορά τις μικροτέρου μεγέθους εκμεταλλεύσεις δεν αρκεί για να εξατομικεύσει την προσφεύγουσα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο ιδιοκτήτη δασικής εκτάσεως.

29      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή. Προκειμένου, πρώτον, περί της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόλις στις 15 Ιανουαρίου 2003, επ’ ευκαιρία της προβολής από τις αυστριακές αρχές των επιχειρημάτων τους στο πλαίσιο της ενώπιον του Bezirksgericht Wien Innere Stadt διαδικασίας. Επομένως, η κατατεθείσα στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Μαρτίου 2003 προσφυγή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως.

30      Δεύτερον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον με την εν λόγω απόφαση κηρύχθηκε, σύμφωνα με τις αυστριακές αρχές, σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο η επίδικη διάταξη η οποία, έτσι, τέθηκε σε ισχύ με άμεσο ως προς αυτήν αποτέλεσμα.

31      Το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας μπορούσε, θεωρητικώς, να μην εφαρμόσει την επίδικη διάταξη ύστερα από την έγκρισή της από την Επιτροπή ουδεμία ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, ο αμέσου αποτελέσματος χαρακτήρας μιας εγκριτικής εθνικής ρυθμίσεως αποφάσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από την αυθαίρετη στάση των εθνικών αρχών, ύστερα από την εν λόγω απόφαση, λαμβανομένου υπόψη του ότι αυτές ακριβώς οι αρχές θέσπισαν την επίμαχη ρύθμιση και οι ίδιες ζήτησαν την έγκρισή της από την Επιτροπή. Επομένως, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, ουδεμία υφίσταται αμφιβολία ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας είχε την πρόθεση να θέσει σε εφαρμογή την εγκριθείσα ρύθμιση και ότι, έτσι, αυτή είχε μόνο μια καθαρώς θεωρητική ευχέρεια να μην εφαρμόσει, κατά την έννοια της παρατεθείσας από την Επιτροπή νομολογίας, την επίδικη διάταξη (προπαρατεθείσες στην ανωτέρω σκέψη 24 αποφάσεις Dreyfus κατά Επιτροπής, σκέψη 44, και Glencore Grain κατά Επιτροπής, σκέψη 44).

32      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν άφηνε κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στις αυστριακές αρχές όσον αφορά την εφαρμογή της ειδικής οδηγίας, εφαρμογή για την οποία δεν απαιτούνταν κανένα άλλο μέτρο. Εξάλλου, τέτοια μέτρα θα ήσαν αδιανόητα δεδομένου ότι, σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο, οι προβλεπόμενες από την ειδική οδηγία ενισχύσεις χορηγούνται στο πλαίσιο μιας ιδιωτικού δικαίου διαχειρίσεως.

33      Τούτο έχει ως συνέπεια το γεγονός ότι οι αποφάσεις περί χορηγήσεως ενισχύσεων που λαμβάνονται στον τομέα αυτό δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Verfassungsgerichtshof (αυστριακού συνταγματικού δικαστηρίου) και του Verwaltungsgerichtshof (αυστριακού διοικητικού δικαστηρίου). Επομένως, το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί η προσφεύγουσα του θεμελιώδους δικαιώματος της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, όπως αυτό έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο. Τέλος, η προσφεύγουσα διευκρινίζει συναφώς ότι, με το εισαγωγικό ενώπιον του Bezirksgericht Wien Innere Stadt δικόγραφό της τής 19ης Νοεμβρίου 2001, ζήτησε να υποβληθεί στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το ζήτημα της συμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο εθνικής διατάξεως περιορίζουσας το αντικείμενο ενισχύσεως σε ορισμένη, ετησίως, επιφάνεια. Πάντως, το Bezirksgericht Wien Innere Stadt κατέστησε γνωστή την πρόθεσή του να μην υποβάλει το ζητηθέν προδικαστικό ερώτημα. Έτσι, η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή προκειμένου να μην απολέσει το δικαίωμα ένδικης προστασίας έναντι της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω εκπροσθέσμου. Συναφώς, το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται ο έλεγχος της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο στερείται σημασίας εφόσον τα δικαστήρια αυτά δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί εκ μέρους της Επιτροπής παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου.

34      Τρίτον και τελευταίον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικώς. Ισχυρίζεται ότι η δασοεκμεταλλευτική επιχείρηση της οποίας είναι ιδιοκτήτρια καλύπτει 1 250 εκτάρια νεαρών δένδρων που χρήζουν φροντίδων (δηλαδή άνω του ενός τρίτου της συνολικής δασικής επιφάνειας της επιχειρήσεως), κατόπιν της πρόσφατης αναφυτεύσεως 500 εκταρίων μέσω χρηματοδοτήσεως με ιδίους πόρους ύψους περίπου 4 εκατομμυρίων ευρώ. Εξάλλου, αυτή η αναδασοφύτευση υπήρξε αναγκαία λόγω της εντατικής δασικής εκμεταλλεύσεως και των φθορών που προκλήθηκαν από μόλυνση προερχόμενη από λειτουργούντα με λιγνίτη θερμοηλεκτρικό σταθμό και από τοπικό εργοστάσιο κυτταρίνης, που και τα δύο έχουν κρατικοποιηθεί, καθώς και για την προστασία έναντι των χιονοστιβάδων και για τη βελτίωση της καταστάσεως των υδάτων. Πάντως, η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να φροντίζει παρά μόνον 120 εκτάρια ετησίως. Από αυτή την ασυνήθη σχέση απορρέει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την επηρεάζει ατομικώς.

35      Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την αφορά ειδικώς. Παρ’ όλ’ αυτά, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε λάβει υπόψη το γνωστό στις αυστριακές αρχές γεγονός ότι η επίδικη διάταξη θίγει ακριβώς τις όποιες δασικές επιχειρήσεις έχουν αναλάβει, προς το δημόσιο συμφέρον, σημαντικό έργο λόγω της συντηρήσεως σε υψίπεδα εκτεταμένων καλλιεργειών οι οποίες θίγονται σημαντικά από ρυπογόνες εκπομπές. Πράγματι, σε ετήσια βάση, μόνον το 5 % περίπου των αυστριακών δασοφυτεμένων επιφανειών έχουν ανάγκη φροντίδας, οπότε η επίδικη διάταξη αφορά μόνο μια μικρή ομάδα εκμεταλλεύσεων, επιφάνειας μεγαλύτερης των 400 εκταρίων.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Όσον αφορά το πρώτο αίτημα με το οποίο ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως

36      Προκαταρκτικώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι με την υπό κρίση προσφυγή διώκεται σαφώς η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που με αυτή εγκρίνεται το σημείο 6.2.1.4.1 της ειδικής οδηγίας. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999, με την προσβαλλόμενη απόφαση εγκρίνεται, βάσει του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, το υποβληθέν στην Επιτροπή προγραμματικό έγγραφο και, επομένως, δεν μπορεί τυπικώς να θεωρηθεί ότι έχει εγκριθεί το σημείο 6.2.1.4.1 της ειδικής οδηγίας περί εφαρμογής του εν λόγω σχεδίου σε εθνικό επίπεδο. Έτσι, στο μέτρο που δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η τελευταία αυτή διάταξη είναι κατ’ ουσίαν όμοια προς το σημείο 9.10.2.1.5 του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, πρέπει η υπό κρίση προσφυγή να θεωρηθεί ως σκοπούσα, στην πραγματικότητα, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που με αυτή εγκρίνεται το σημείο 9.10.2.1.5 του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης.

37      Εξάλλου, πρέπει συναφώς να υπογραμμιστεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999:

«Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση των προτεινόμενων σχεδίων για να προσδιορίσει εάν είναι συνεπή προς τον παρόντα κανονισμό. Βάσει των σχεδίων, εγκρίνει τα έγγραφα προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης […] εντός έξι μηνών από την υποβολή των σχεδίων.»

38      Εξάλλου, από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή ενέκρινε το υποβληθέν από τη Δημοκρατία της Αυστρίας προγραμματικό έγγραφο βάσει του σχεδίου ανάπτυξης που είχε υποβληθεί, υπό την οριστική του μορφή, από την τελευταία στην Επιτροπή στις 23 Ιουνίου 2000.

39      Από τα ανωτέρω απορρέει ότι, βάσει της εγκριτικής αποφάσεως, η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση των προγραμματικών εγγράφων αφορά, κατ’ ανάγκη, το περιεχόμενο του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης βάσει του οποίου έχουν καταρτιστεί τα εν λόγω έγγραφα (βλ., υπό την έννοια αυτή, τη μνημονευθείσα στην ανωτέρω σκέψη 26 απόφαση Huber, σκέψη 39).

40      Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, χωρίς να αντικρούεται επί του σημείου αυτού από την προσφεύγουσα, αναγνωρίζει ότι στο σημείο 9.10.2.1.5 του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης περιλαμβανόταν διάταξη επιβάλλουσα περιορισμό των ενισχύσεων στη δασοκομία όσον αφορά «ενοποιημένα μέτρα φύτευσης, διαφύλαξης και συντήρησης καλλιεργειών» επιφανείας 20 εκταρίων ετησίως και ανά μέτρο. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπεριέχει την έγκριση από την Επιτροπή αυτής της διατάξεως.

41      Προκειμένου περί του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής ακυρώσεως, έστω και αν υποτεθεί ότι ασκήθηκε εμπροθέσμως και ότι η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά.

42      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως μοναδικό αποδέκτη τη Δημοκρατία της Αυστρίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια απευθυνόμενη σε ένα πρόσωπο απόφαση δεν μπορεί να αφορά ατομικώς τρίτους παρά μόνον εάν η εν λόγω απόφαση τους θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που τους προσιδιάζουν ή λόγω μιας καταστάσεως που τους χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, για τον λόγο αυτό, τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της αποφάσεως (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 27 απόφαση Plaumann κατά Επιτροπής, σ. 963, και διάταξη του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2003, C-258/02 P, Bactria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι‑15105, σκέψη 34).

43      Όμως, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι η παροχή και ο καθορισμός των προϋποθέσεων για την εκ μέρους του ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτική στήριξη του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης της Δημοκρατίας της Αυστρίας όσον αφορά την περίοδο 2000-2006, σχεδίου το οποίο περιελάμβανε την προμνημονευθείσα διάταξη. Έτσι, αυτή η εγκριθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση διάταξη χαρακτηρίζεται ως γενικής εφαρμογής μέτρο το οποίο εφαρμόζεται επί καταστάσεων αντικειμενικώς προσδιοριζομένων και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων θεωρουμένων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

44      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα μόνο λόγω της αντικειμενικής ιδιότητάς της ως ασκούσας στην Αυστρία δασοεκμεταλλευτικές δραστηριότητες, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και με οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματία ο οποίος θα βρισκόταν στην ίδια κατάσταση (βλ., κατ’ αναλογία, την προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 27 διάταξη Associazione agricoltori della provincia di Rovigo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 24 και 25).

45      Προκειμένου περί του επιχειρήματος της προσφεύγουσας που αντλείται από το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο τη θέτει σε δυσμενή μοίρα ενόψει της ιδιότητάς της ως εκμεταλλευόμενης σημαντικού μεγέθους δασική ιδιοκτησία, πρέπει να υπομνησθεί, εφόσον υποτεθεί ότι το γεγονός αυτό είναι αποδεδειγμένο, ότι δεν αρκεί ορισμένοι επιχειρηματίες να θίγονται οικονομικώς από μια πράξη περισσότερο απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους ώστε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω πράξη τούς αφορά ατομικώς (διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑11/99, Van Parys κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-2653, σκέψεις 50 και 51). Πράγματι, έστω και αν επρόκειτο να γίνει δεκτό ότι ο αμφισβητούμενος περιορισμός μπορεί να έχει ως συνέπεια τη χορήγηση στην προσφεύγουσα ενισχύσεως αναλογικώς μικρότερης απ’ ό,τι οι ενισχύσεις που παρέχονται στους εκμεταλλευόμενους μικροτέρου μεγέθους δασικές ιδιοκτησίες, εξίσου αληθές είναι ότι παρόμοια συνέπεια απορρέει εν προκειμένω και για τους λοιπούς εκμεταλλευόμενους δασικές ιδιοκτησίες αναλόγου προς αυτό της προσφεύγουσας μεγέθους (βλ. κατ’ αναλογία, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 2004, T-231/02, Gonneli και AIFO κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 45).

46      Εξάλλου, έστω κι αν έπρεπε επίσης να γίνει δεκτό ότι, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, μόνον μια μικρή ομάδα εκμεταλλευομένων δασικές εκτάσεις επιφανείας μεγαλύτερης από 400 εκτάρια βρίσκεται στην ανάγκη να λάβει ορισμένα μέτρα συντηρήσεως λόγω, ιδίως, της φθοράς που οφείλεται σε ρυπογόνες εκπομπές, πρέπει να υπομνησθεί ότι η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμα και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά τα υποκείμενα αυτά ατομικώς, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η εφαρμογή αυτή γίνεται βάσει μιας αντικειμενικής, νομικής ή πραγματικής, καταστάσεως η οποία προσδιορίζεται από την επίδικη πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-451/98, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑8949, σκέψη 52).

47      Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικώς εφόσον η Επιτροπή όφειλε να έχει λάβει υπόψη το γεγονός ότι η επίμαχη διάταξη θα έθιγε ακριβώς τις όποιες δασικές επιχειρήσεις έχουν αναλάβει, χάριν του γενικού συμφέροντος, σημαντικό έργο λόγω της συντηρήσεως σε υψίπεδα εκτεταμένων καλλιεργειών και οι οποίες θίγονται σημαντικώς από ρυπογόνες εκπομπές.

48      Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι, καίτοι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει ειδικών διατάξεων, να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες της πράξεως που σκοπεύει να εκδώσει όσον αφορά την κατάσταση ορισμένων ιδιωτών μπορεί να εξατομικεύει τους τελευταίους (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1990, C‑152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-2477, σκέψη 11), πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, η κοινοτική νομοθεσία, και ιδίως ο κανονισμός 1257/99, δεν περιλαμβάνει καμιά διάταξη υποχρεώνουσα την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη, όταν εκδίδει εγκριτική απόφαση, τις συνέπειες της τελευταίας στην κατάσταση ιδιωτών όπως η προσφεύγουσα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, T-481/93 και T-484/93, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2941, σκέψη 62).

49      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν βρίσκεται σε μια πραγματική κατάσταση η οποία να τη χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλον επιχειρηματία και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τη θίγει ατομικώς.

50      Τέλος, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής θα συνιστούσε προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός της για αποτελεσματική ένδικη προστασία.

51      Συναφώς, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, όπως το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει με την απόφασή του της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 40), η Συνθήκη ΕΚ, αφενός, με τα άρθρα της 240 και 241 και, αφετέρου, με το άρθρο της 234, έχει θεσπίσει ένα πλήρες σύστημα τόσο μέσων ένδικης προστασίας όσο και διαδικασιών που σκοπούν στο να διασφαλίζεται ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των οργάνων, αναθέτοντας το έργο αυτό στον κοινοτικό δικαστή (βλ., επίσης, την απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 23). Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, εφόσον φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν μπορούν, λόγω των σχετικών με το παραδεκτό προϋποθέσεων του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλλουν κατά τρόπο άμεσο γενικής εφαρμογής κοινοτικές πράξεις, έχουν τη δυνατότητα, κατά περίπτωση, να επικαλούνται το ανίσχυρο τέτοιων πράξεων, είτε παρεμπιπτόντως, δυνάμει του άρθρου 241 ΕΚ, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και να ωθούν τα τελευταία, που δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται τα ίδια επί του ανισχύρου των εν λόγω πράξεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto-Frost, Συλλογή 1987, σ. 4199, σκέψη 20), στο να υποβάλλουν συναφώς στο Δικαστήριο σχετικό προδικαστικό ερώτημα.

52      Εκτός από το ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέπουν ένα πλήρες σύστημα μέσων ένδικης προσφυγής και διαδικασιών που να επιτρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι δεν είναι επιτρεπτή ερμηνεία του άρθρου 230 ΕΚ κατά την οποία μια προσφυγή ακυρώσεως θα έπρεπε να κηρύσσεται παραδεκτή όταν καταδεικνύεται, ύστερα από συγκεκριμένη εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή εξέταση των εθνικών δικονομικών κανόνων, ότι οι τελευταίοι δεν παρέχουν σε έναν ιδιώτη τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή η οποία να του επιτρέπει να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της επικρινόμενης κοινοτικής πράξεως. Ευθεία προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν είναι δυνατή έστω και αν μπορούσε να αποδειχθεί, κατόπιν συγκεκριμένης εκ μέρους του τελευταίου εξετάσεως των εθνικών δικονομικών κανόνων, ότι οι τελευταίοι δεν παρέχουν στον ιδιώτη τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή η οποία να του επιτρέπει να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της επικρινόμενης κοινοτικής πράξεως (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 42 διάταξη Bactria κατά Επιτροπής, σκέψη 58). Πράγματι, ένα τέτοιο καθεστώς θα απαιτούσε, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ο κοινοτικός δικαστής να εξετάζει και να ερμηνεύει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πράγμα που θα υπερέβαινε την αρμοδιότητά του στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 51 απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 43).

53      Τέλος, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έχει σαφώς αποφανθεί (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 51 απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 44), προκειμένου περί της προϋποθέσεως του απαιτουμένου από το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ ατομικού συμφέροντος, ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που είναι δυνατό να εξατομικεύουν τον προσφεύγοντα, μια τέτοια ερμηνεία δεν είναι δυνατόν να καταλήγει στο να μη λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω προϋπόθεση, η οποία ρητώς προβλέπεται στη Συνθήκη, χωρίς να υφίσταται υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που η εν λόγω Συνθήκη αναγνωρίζει στα κοινοτικά δικαστήρια.

54      Έτσι, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί δεχθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο, σε περίπτωση όπου η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως θα έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη, η προσφεύγουσα θα στερούνταν οποιουδήποτε μέσου ένδικης προστασίας για την ένδικη προάσπιση των δικαιωμάτων της, ισχυρισμό που η προσφεύγουσα, εξάλλου, δεν απέδειξε.

55      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επιταγή αποτελεσματικής ένδικης προστασίας δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα κατά το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ατομικώς την προσφεύγουσα. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να προσδιοριστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει άμεσα την προσφεύγουσα ούτε αν η τελευταία έχει ασκήσει εμπροθέσμως την εν λόγω προσφυγή.

 Επί του δευτέρου αιτήματος, με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έχουσα εγκριθεί με την επίδικη διάταξη

56      Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί επικουρικώς από το Πρωτοδικείο να αναγνωρίσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έχουσα εγκριθεί από την επίδικη διάταξη.

57      Όμως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κοινοτικό σύστημα αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν γνωρίζει άλλο μέσο ένδικης προστασίας εκτός από αυτό που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ το οποίο επιτρέπει στον δικαστή να αποφαίνεται επί της ερμηνείας πράξεως κοινοτικού οργάνου.

58      Επομένως, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί εφόσον το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής, στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 28 Φεβρουαρίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.