Language of document : ECLI:EU:C:2024:202

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Μαρτίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 – Άρθρο 49, παράγραφος 3, και άρθρο 50 – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Παράνομη επεξεργασία δεδομένων – Ποινική διαδικασία κινηθείσα κατά του αναιρεσείοντος στη Σλοβακία – Πραγματογνωμοσύνη διενεργηθείσα από τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) για τους σκοπούς της έρευνας – Εξαγωγή δεδομένων από κινητά τηλέφωνα και από συσκευή αποθηκεύσεως USB του αναιρεσείοντος – Δημοσιοποίηση των δεδομένων αυτών – Ηθική βλάβη – Αγωγή αποζημιώσεως – Φύση της εξωσυμβατικής ευθύνης»

Στην υπόθεση C‑755/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ασκήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2021,

Marián Kočner, κάτοικος Μπρατισλάβας (Σλοβακία), εκπροσωπούμενος από τους M. Mandzák και M. Para, advokáti,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ), εκπροσωπούμενος από τον A. Nunzi, επικουρούμενο από τους M. Kottmann και G. Ziegenhorn, Rechtsanwälte,

εναγομένος πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενος από:

Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την S. Ondrášiková, στη συνέχεια από τις E V. Drugda και S. Ondrášiková,

παρεμβαίνουσα στην αναιρετική διαδικασία,

Βασίλειο της Ισπανίας,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, E. Regan, F. Biltgen, N. Piçarra και O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), προέδρους τμήματος, S. Rodin, P. G. Xuereb, L. S. Rossi, N. Wahl, I. Ziemele, J. Passer και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος,

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο Marián Kočner ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Kočner κατά Ευρωπόλ (T‑528/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:631), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ αγωγή του με αίτημα την αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της δημοσιοποιήσεως από τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της αναγραφής από την Ευρωπόλ του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων».

 Το νομικό πλαίσιο

2        Οι αιτιολογικές σκέψεις 23, 45, 56, 57 και 65 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ 2016, L 135, σ. 53), έχουν ως εξής:

«(23)      Για να μπορεί η Ευρωπόλ να προλαμβάνει και να καταπολεμεί τις αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, είναι απαραίτητο να διαθέτει όσο το δυνατόν πληρέστερες και επικαιροποιημένες πληροφορίες. Επομένως, η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα τα οποία λαμβάνει από κράτη μέλη, […]

[…]

(45)      Η Ευρωπόλ και τα κράτη μέλη πρέπει λαμβάνουν τα αναγκαία τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων.

[…]

(56)      Η Ευρωπόλ πρέπει να υπόκειται στους γενικούς κανόνες περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης οι οποίοι εφαρμόζονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, με εξαίρεση τους κανόνες που αφορούν την ευθύνη για παράνομη επεξεργασία δεδομένων.

(57)      Στην περίπτωση φυσικού προσώπου, ενδέχεται ενίοτε να μην είναι σαφές κατά πόσον η βλάβη την οποία υπέστη εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας είναι αποτέλεσμα ενέργειας της Ευρωπόλ ή κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, σε τέτοια περίπτωση η Ευρωπόλ και το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.

[…]

(65)      Η Ευρωπόλ επεξεργάζεται δεδομένα τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, δεδομένου ότι περιλαμβάνουν ευαίσθητες μη διαβαθμισμένες και διαβαθμισμένες πληροφορίες της ΕΕ. Κατά συνέπεια, η Ευρωπόλ θα πρέπει να θεσπίσει κανόνες περί απορρήτου και περί της επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών. Οι κανόνες προστασίας διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ πρέπει να τηρούν την απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου[, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 274, σ. 1)].»

3        Το άρθρο 2 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

[…]

η)      ως “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα” νοούνται κάθε είδους πληροφορίες ενός υποκειμένου δεδομένων·

θ)      ως υποκείμενο των δεδομένων νοείται ένα ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Ταυτοποιήσιμο είναι το πρόσωπο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό ταυτότητας όπως όνομα, αριθμό ταυτότητας, δεδομένα θέσης, επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας, ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του προσώπου αυτού·

[…]

ια) ως “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, στο εξής “επεξεργασία”, νοούνται κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων επί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή συνόλου τέτοιων δεδομένων, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η τροποποίηση, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση και κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, καθώς και ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή·

[…]».

4        Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχοι», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η Ευρωπόλ στηρίζει και ενισχύει τις ενέργειες των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών καθώς και την αμοιβαία συνεργασία τους για την πρόληψη και την καταπολέμηση σοβαρών μορφών εγκλήματος που επηρεάζουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, της τρομοκρατίας και μορφών εγκλήματος που θίγουν κοινά συμφέροντα τα οποία καλύπτονται από πολιτική της Ένωσης […]».

5        Το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πηγές πληροφοριών», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Η Ευρωπόλ επεξεργάζεται μόνο πληροφορίες που της διαβιβάζονται:

α)      από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους και το άρθρο 7·

[…]».

6        Το άρθρο 18 του κανονισμού 2016/794, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοποί των δραστηριοτήτων επεξεργασίας πληροφοριών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Αν είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 3, η Ευρωπόλ μπορεί να επεξεργάζεται πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»

7        Το άρθρο 28 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Γενικές αρχές προστασίας των δεδομένων», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)      υποβάλλονται σε θεμιτή και σύννομη επεξεργασία·

β)      συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς αυτούς. […]

[…]

στ) υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ασφάλειά τους.»

8        Το άρθρο 32 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ασφάλεια της επεξεργασίας», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Η Ευρωπόλ εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια ή απαγορευμένη δημοσιοποίηση, αλλοίωση και πρόσβαση ή από κάθε άλλη μορφή παράνομης επεξεργασίας.»

9        Το άρθρο 38 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη για θέματα προστασίας των δεδομένων», ορίζει, στις παραγράφους 4, 5 και 7, τα εξής:

«[…]

4.      Η Ευρωπόλ είναι υπεύθυνη για τη συμμόρφωση προς τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ), ε) και στ).

5.      Η ευθύνη για τη νομιμότητα της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βαρύνει:

α)      τα κράτη μέλη που προσκόμισαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στην Ευρωπόλ·

β)      την Ευρωπόλ στην περίπτωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχει παράσχει στα κράτη μέλη […]

[…]

7.      Η Ευρωπόλ είναι υπεύθυνη για όλες τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που εκτελεί η ίδια, […]».

10      Το άρθρο 49 του κανονισμού 2016/794, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις περί ευθύνης και δικαίωμα αποζημίωσης», ορίζει, στην παράγραφο 3, τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 49, σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ευρωπόλ υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών, τις ζημίες που προξενούν οι υπηρεσίες της ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.»

11      Το άρθρο 50 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη λόγω εσφαλμένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δικαίωμα αποζημίωσης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα πρόσωπα που έχουν υποστεί ζημία εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας δεδομένων δικαιούνται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν είτε εκ μέρους της Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, είτε εκ μέρους του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε το ζημιογόνο γεγονός σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του. Το ζημιωθέν πρόσωπο οφείλει να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν η αγωγή του στρέφεται κατά της Ευρωπόλ και στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, εάν η αγωγή του στρέφεται κατά κράτους μέλους.

2.      Τυχόν διαφορά μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών σχετικά με την τελική ευθύνη για την αποζημίωση που καταβάλλεται στα ζημιωθέντα πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 1 παραπέμπεται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει σχετικά με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσβολής αυτής της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

12      Το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 1 έως 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως εξής.

13      Στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγαν οι σλοβακικές αρχές κατόπιν της δολοφονίας ενός δημοσιογράφου και της μνηστής του στη Σλοβακία, τον Φεβρουάριο του 2018, η Ευρωπόλ, κατόπιν αιτήματος της Národná kriminálna agentúra (Εθνικής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Εγκληματικότητας, Σλοβακία, στο εξής: NAKA), παρέσχε υποστήριξη στις σλοβακικές αρχές εξάγοντας τα αποθηκευμένα δεδομένα, αφενός, από δύο κινητά τηλέφωνα τα οποία φέρεται ότι ανήκαν στον αναιρεσείοντα (στο εξής: επίμαχα κινητά τηλέφωνα) και τα οποία του επεστράφησαν στις 10 Οκτωβρίου 2018 από την NAKA, και, αφετέρου, από μέσο αποθηκεύσεως USB.

14      Στις 21 Ιουνίου 2019 η Ευρωπόλ κοινοποίησε στη NAKA τις οριστικές επιστημονικές εκθέσεις σχετικά με τις ενέργειες που είχαν πραγματοποιηθεί στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα.

15      Η Ευρωπόλ αναφέρει ότι, πριν από την ανωτέρω κοινοποίηση, παρέδωσε στη ΝΑΚΑ, στις 23 Οκτωβρίου 2018, σκληρό δίσκο με τα κρυπτογραφημένα δεδομένα που είχαν εξαχθεί από τα εν λόγω κινητά τηλέφωνα, τα οποία παρέδωσε εν συνεχεία στη ΝΑΚΑ στις 13 Φεβρουαρίου 2019.

16      Προς απόδειξη της παραδόσεως των ανωτέρω, η Ευρωπόλ προσκόμισε αντίγραφο πρακτικού με τον επίσημο λογότυπο της NAKA, με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 2018, στο οποίο αναγραφόταν ο αριθμός αναφοράς PPZ‑203/NKA-PZ-ZA‑2018 και έφερε την υπογραφή του A, επικεφαλής της ομάδας έρευνας, καθώς και αντίγραφο εντύπου παραδόσεως/παραλαβής αποδεικτικών στοιχείων, με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 2019, με τον ίδιο αριθμό αναφοράς, το οποίο περιείχε κατάλογο στον οποίον γινόταν μνεία, μεταξύ άλλων, των επίμαχων κινητών τηλεφώνων και υπογραφόταν τόσο από τον παραδίδοντα όσο και από τον παραλήπτη των αποδεικτικών στοιχείων.

17      Το ανωτέρω πρακτικό της 23ης Οκτωβρίου 2018 είχε ως εξής:

«Σήμερον, 23 Οκτωβρίου 2018 και ώρα 13:30, μου παραδόθηκε εξωτερικός δίσκος HDD μαύρου χρώματος με τα προσωρινά αποτελέσματα της έρευνας της Ευρωπόλ, ο οποίος και αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας κατόπιν αποφάσ[εων] της 8ης Οκτωβρίου 2018 και της 10ης Οκτωβρίου 2018. Τον δίσκο αυτόν μου τον παρέδωσε αυτοπροσώπως ο υπάλληλος της Ευρωπόλ B, από την έδρα της Ευρωπόλ στη Χάγη [Κάτω Χώρες].

Ο εν λόγω δίσκος περιέχει προσωρινά αποτελέσματα υπό τη μορφή ανακτήσεως και εξαγωγής δεδομένων από τη μνήμη για τα πειστήρια 1Z (μόνο κάρτα SIM), 2Z, 3Z, 4Z (μόνο κάρτα SIM), 5Z, 6Z, 7Z, 8Z, 1Κ, 2K.

Το περιεχόμενο του εν λόγω δίσκου HDD προστατεύεται με κωδικό προσβάσεως ο οποίος μου γνωστοποιήθηκε.»

18      Όσον αφορά το μέσο αποθηκεύσεως USB, η NAKA ζήτησε στις 17 Οκτωβρίου 2018 τη συνδρομή της Ευρωπόλ προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξετάσει τα δεδομένα που περιέχονταν σε αυτό.

19      Η έκθεση της Ευρωπόλ της 13ης Ιανουαρίου 2019 (στο εξής: έκθεση της Ευρωπόλ), η οποία διαβιβάσθηκε στην NAKA στις 14 Φεβρουαρίου 2019, αναφέρει, υπό τον τίτλο «Πλαίσιο (ιστορικό)», ότι «[ο αναιρεσείων] τελεί υπό κράτηση από τις 20 Ιουνίου 2018 λόγω υπονοιών περί τελέσεως οικονομικού εγκλήματος. Το όνομά του συνδέεται, μεταξύ άλλων, άμεσα με τους “καταλόγους μαφιόζων” και τα “Panama Papers”.»

20      Την 1η Απριλίου 2019, οι σλοβακικές ποινικές αρχές χρησιμοποίησαν τις πληροφορίες που περιέχονταν στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του αναιρεσείοντος. Ομοίως, από έκθεση της σλοβακικής αστυνομίας της 18ης Ιουνίου 2019 προκύπτει ότι οι αρχές αυτές προέβησαν σε πλήρη ανάλυση των δεδομένων που περιέχονταν στα εν λόγω τηλέφωνα.

21      Επιπλέον, διάφορα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο και σε ιστοτόπους, μεταξύ άλλων και στον ιστότοπο ενός διεθνούς δικτύου ερευνητών δημοσιογράφων, έκαναν λόγο για πολύ σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τον αναιρεσείοντα, οι οποίες προέρχονταν, μεταξύ άλλων, από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα, και έθεταν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση του κοινού. Ειδικότερα, στις 20 και 29 Μαΐου 2019, γινόταν λόγος σε διάφορα άρθρα του Τύπου για δεδομένα προερχόμενα από τα τηλέφωνα αυτά. Ομοίως, στις 19 Μαΐου 2020, ένας ιστότοπος δημοσίευσε επιλογή εγγράφων σχετικά με τον αναιρεσείοντα και, ειδικότερα, απομαγνητοφωνήσεων αυστηρώς προσωπικών του επικοινωνιών μεταξύ του ιδίου και μιας φίλης του μέσω υπηρεσίας κρυπτογραφημένων μηνυμάτων, τις οποίες περιείχαν τα εν λόγω τηλέφωνα. Η έγγραφα αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τον σλοβακικό Τύπο στις 21 Μαΐου 2020.

22      Με επιστολή της 4ης Μαΐου 2020, ο αναιρεσείων ζήτησε από την Ευρωπόλ, βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 100 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία θεωρεί ότι υπέστη, διττώς, λόγω προσβολής του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του. Η ηθική βλάβη προκύπτει, αφενός, από τη δημοσίευση στον Τύπο και στο Διαδίκτυο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα δε από τη δημοσίευση των απομαγνητοφωνημένων επικοινωνιών του με αυστηρώς προσωπικό και με σεξουαλικό χαρακτήρα. Αφετέρου, η εν λόγω βλάβη απορρέει από την αναγραφή του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων», λόγω, όπως υποστηρίζει, της εκθέσεως της Ευρωπόλ, στο μέτρο που οι κατάλογοι αυτοί δημοσιεύθηκαν στον Τύπο κατόπιν διαρροών από τη δικογραφία της εθνικής ποινικής διαδικασίας για τη δολοφονία του δημοσιογράφου και της μνηστής του, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, δικογραφία η οποία περιελάμβανε τη συγκεκριμένη έκθεση.

23      Κατόπιν της έρευνας που διεξήγαγαν οι σλοβακικές αρχές, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, ασκήθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος δίωξη για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία.

24      Στις 3 Σεπτεμβρίου 2020, το αρμόδιο σλοβακικό δικαστήριο απήλλαξε σε πρώτο βαθμό τον αναιρεσείοντα. Στις 15 Ιουνίου 2021, το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

25      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Αυγούστου 2020, ο αναιρεσείων άσκησε αγωγή βάσει των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 με αίτημα τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που θεωρεί ότι υπέστη λόγω της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ. Με το πρώτο σκέλος του αιτητικού του, ζήτησε αποζημίωση ύψους 50 000 ευρώ προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία φέρεται να υπέστη λόγω της δημοσιοποιήσεως των προερχομένων από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεδομένων τα οποία, εν συνεχεία, δημοσιεύθηκαν στο Διαδίκτυο και αναδημοσιεύθηκαν από τον σλοβακικό Τύπο. Ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι η δημοσιοποίηση των ανωτέρω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έθιξε την τιμή και την επαγγελματική του υπόληψη, προσέβαλε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του καθώς και το δικαίωμα σεβασμού των επικοινωνιών του, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Με το δεύτερο σκέλος του αιτητικού, ο αναιρεσείων ζήτησε την επιδίκαση ισόποσης αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της αναγραφής του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων» από την Ευρωπόλ.

26      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Ευρωπόλ σε σχέση με το πρώτο σκέλος του αιτητικού του αναιρεσείοντος, έκρινε κατ’ αρχάς ότι το σκέλος αυτό ήταν παραδεκτό μόνον καθόσον ο νυν αναιρεσείων προέβαλε ηθική βλάβη προκληθείσα από την προβαλλόμενη δημοσιοποίηση από την Ευρωπόλ των προερχόμενων από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα απομαγνητοφωνημένων επικοινωνιών μεταξύ του ιδίου και της φίλης του, οι οποίες είχαν αυστηρώς προσωπικό και με σεξουαλικό χαρακτήρα. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά την έκταση της προβαλλόμενης βλάβης, μολονότι ο αναιρεσείων προσήψε στην Ευρωπόλ ότι δημοσιοποίησε σημαντικό όγκο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προερχόμενων από τα τηλέφωνα αυτά, μόνον η δημοσιοποίηση των εν λόγω απομαγνητοφωνήσεων στηριζόταν σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, αντιθέτως προς την προβαλλόμενη δημοσιοποίηση φωτογραφιών «άκρως εμπιστευτικού χαρακτήρα», εκ των οποίων ορισμένες ήταν αποκαλυπτικές φωτογραφίες της φίλης του αναιρεσείοντος.

27      Εν συνεχεία, επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος του αιτητικού, όπως αυτό είχε οριοθετηθεί. Στις σκέψεις 58 έως 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε, κατά πρώτον, ότι ο αναιρεσείων δεν είχε αποδείξει «επαρκώς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας» μεταξύ της προβαλλομένης βλάβης και της συμπεριφοράς την οποία ενδεχομένως επέδειξε η Ευρωπόλ. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ότι η δημοσιοποίηση των περιεχόμενων στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα δεδομένων ή των απομαγνητοφωνημένων συνδιαλέξεων μεταξύ του αναιρεσείοντος και της φίλης του ήταν καταλογιστέα στην Ευρωπόλ.

28      Κατά δεύτερον, στις σκέψεις 92 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το συμπέρασμα αυτό, το οποίο αντλείται από την έλλειψη υπαιτιότητας της Ευρωπόλ για τη δημοσιοποίηση των επίμαχων δεδομένων, δεν αναιρείται ούτε από την αιτιολογική σκέψη 57, ούτε από το άρθρο 49, παράγραφος 3, ούτε από το άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794, το οποίο επικαλείτο ο αναιρεσείων.

29      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, έκρινε, στις σκέψεις 93 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 49, παράγραφος 3, και το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 διευκρίνιζαν απλώς ότι, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης και, ειδικότερα, της ευθύνης που απορρέει από πράξεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων, η Ευρωπόλ οφείλει να αποκαθιστά κάθε ζημία που προξενούν οι υπηρεσίες της ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 340 ΣΛΕΕ. Κατά το Γενικό Δικαστήριο όμως, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, μολονότι, βεβαίως, η αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794 διαλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, ότι η Ευρωπόλ και το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου επήλθε η ζημία, λόγω της παράνομης επεξεργασίας δεδομένων από τον εν λόγω οργανισμό ή από το εν λόγω κράτος μέλος, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τη ζημία αυτή, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο εν λόγω μηχανισμός αλληλέγγυας ευθύνης δεν βρίσκει ούτε έκφραση ούτε έρεισμα στις διατάξεις του κανονισμού αυτού. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το προοίμιο πράξεως της Ένωσης δεν είναι νομικώς δεσμευτικό και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέκκλιση από τις ίδιες τις διατάξεις της οικείας πράξεως. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «η αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794 δεν μπορεί να θεμελιώσει εν προκειμένω αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ».

30      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος του αιτητικού ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει αν πληρούνταν οι λοιπές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

31      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του αιτητικού, το οποίο αφορά την αποκατάσταση της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε λόγω της αναγραφής του ονόματος του αναιρεσείοντος από την Ευρωπόλ στους «καταλόγους μαφιόζων», το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 102 και 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι κατάλογοι αυτοί είχαν καταρτισθεί και τηρούνταν από θεσμικό όργανο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και δη από την Ευρωπόλ, και ότι το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείτο ούτε από την αιτιολογική σκέψη 57, ούτε από το άρθρο 49, παράγραφος 3, ούτε από το άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794, τούτο δε για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 92 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και συνοψίζονται στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως.

32      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στις σκέψεις 106 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το δεύτερο σκέλος του αιτητικού «πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι προσάπτει στην Ευρωπόλ ότι εκείνη έδωσε λαβή για την εξέλιξη των χαρακτηρισμών που χρησιμοποίησε ο σλοβακικός Τύπος για τον αναιρεσείοντα, καθόσον αυτός παρουσιάσθηκε όχι ως “αμφιλεγόμενος επιχειρηματίας”, αλλά, πλέον, ως “μαφιόζος” ή ως “πρόσωπο περιλαμβανόμενο στους καταλόγους μαφιόζων”», το σκέλος αυτό του αιτητικού επίσης ήταν αβάσιμο. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι δημοσιευθείσες στον σλοβακικό Τύπο πληροφορίες προέρχονταν από την έκθεση της Ευρωπόλ ή να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διαρροής της ανωτέρω εκθέσεως και του γεγονότος ότι ο σλοβακικός Τύπος μετέβαλε, από τις αρχές του 2019, τον τρόπο με τον οποίο χαρακτήριζε τον αναιρεσείοντα. Η προβαλλόμενη χρονική σύμπτωση διαψεύδεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τόσο ο αναιρεσείων όσο και η Ευρωπόλ, από τα οποία προέκυπτε ότι, πολύ πριν από τις αρχές του 2019, ο σλοβακικός Τύπος παρουσίαζε περιστασιακά τον αναιρεσείοντα ως «μαφιόζο», όπερ αποκλείει το ενδεχόμενο η παρουσίαση του με αυτόν τον τρόπο να οφείλεται στη διαρροή της σχετικής με τον αναιρεσείοντα εθνικής ποινικής δικογραφίας, η οποία περιείχε την εν λόγω έκθεση.

33      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του αιτητικού, καθώς και την αγωγή στο σύνολό της.

 Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

34      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Δεκεμβρίου 2021, ο αναιρεσείων άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

35      Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

36      Η Ευρωπόλ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

37      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 2022, επετράπη στη Σλοβακική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ της Ευρωπόλ.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

38      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει έξι λόγους. Ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορούν την απόρριψη του πρώτου σκέλους του αιτητικού, το οποίο αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της δημοσιοποιήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προερχομένων από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα. Ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αφορούν την απόρριψη του δευτέρου σκέλους του αιτητικού, το οποίο αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της αναγραφής του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων».

 Επί του παραδεκτού του πρώτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Η Ευρωπόλ υποστηρίζει ότι ο πρώτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο αποκλείοντας την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους όσον αφορά τη ζημία η οποία προκλήθηκε από παράνομη επεξεργασία δεδομένων, είναι απαράδεκτοι καθόσον αφορούν ισχυρισμό που προβλήθηκε εκπροθέσμως από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως. Κατά την Ευρωπόλ, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο του λόγου αυτού.

40      Ο αναιρεσείων ζητεί να απορριφθεί η ως άνω ένσταση απαραδέκτου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

41      Από το άρθρο 84, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται το πρώτον με το υπόμνημα απαντήσεως και δεν στηρίζονται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία τα οποία ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι ισχυρισμός ή επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη λόγου ήδη προβληθέντος με το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (πρβλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2007, Alcon κατά ΓΕΕΑ, C‑412/05 P, EU:C:2007:252, σκέψεις 38 έως 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω εκπρόθεσμης προβολής.

42      Εν προκειμένω, στο σημείο 58 της αγωγής του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι, βάσει της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης που προβλέπεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3, και στο άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794, και λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογικής σκέψεως 57 του ανωτέρω κανονισμού, η Ευρωπόλ έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη ζημία την οποία ο ίδιος υπέστη, ακόμη και αν οι ζημιογόνες πράξεις τελέσθηκαν από κοινού με τις σλοβακικές αρχές. Στο σημείο 24 του υπομνήματος απαντήσεως, ο αναιρεσείων ανέπτυξε την επιχειρηματολογία αυτή υποστηρίζοντας ότι, βάσει των εν λόγω διατάξεων και, ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της ως άνω αιτιολογικής σκέψεως, η Ευρωπόλ ευθυνόταν εν πάση περιπτώσει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το οικείο κράτος μέλος για την προκληθείσα από την παράνομη επεξεργασία δεδομένων ζημία.

43      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε ρητώς, με το δικόγραφο της αγωγής του, την ύπαρξη μηχανισμού αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ στηριζόμενου στα άρθρα 49 και 50 του κανονισμού 2016/794, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψεως 57, οπότε το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι είχε τεθεί στην κρίση του, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το ζήτημα της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ. Επομένως, το σημείο 24 του υπομνήματος απαντήσεως πρέπει να θεωρηθεί ως ανάπτυξη της συναφούς επιχειρηματολογίας η οποία προβλήθηκε με το δικόγραφο της αγωγής.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε τις διατάξεις και την αιτιολογική σκέψη τις οποίες επικαλείται ο αναιρεσείων στο πλαίσιο της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

45      Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Ευρωπόλ πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον αποφάνθηκε, στις σκέψεις 94 και 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να μη λάβει υπόψη την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794 προκειμένου να προσδιορίσει την ευθύνη την οποία υπέχει η Ευρωπόλ βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού, για τον λόγο ότι το προοίμιο ενός κανονισμού δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ. Επομένως, κατά τον αναιρεσείοντα, κακώς απέρριψε το Γενικό Δικαστήριο το πρώτο σκέλος του αιτητικού κρίνοντας ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων από τον εν λόγω οργανισμό ή από το οικείο κράτος μέλος.

47      Συναφώς, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ζημία πρέπει να βαρύνει εκείνον στον οποίο είναι καταλογιστέα, ήτοι είτε την Ευρωπόλ είτε το οικείο κράτος μέλος, ενώ από το άρθρο 49, παράγραφος 3, και το άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 57 και των σκοπών που αυτός επιδιώκει, προκύπτει ότι ο κανονισμός 2016/794 καθιερώνει αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου επήλθε η ζημία λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων από τον εν λόγω οργανισμό ή από το εν λόγω κράτος μέλος.

48      Η Ευρωπόλ, υποστηριζόμενη από τη Σλοβακική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

49      Η Ευρωπόλ υποστηρίζει ότι η θεμελίωση της ευθύνης της Ένωσης βάσει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης. Υποστηρίζει επίσης ότι, ελλείψει παράνομης συμπεριφοράς ενός εκ των θεσμικών οργάνων της, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης και ότι δεν στοιχειοθετείται τέτοια ευθύνη από ζημίες που προκάλεσαν τα κράτη μέλη. Εξάλλου, στις περιπτώσεις στις οποίες οι αρχές της Ένωσης και οι αρχές των κρατών μελών αλληλεπιδρούν, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, μεταξύ άλλων, ότι, σε περίπτωση ζημίας που προκαλείται από κοινού από την Ένωση και από κράτος μέλος, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να αποφανθεί επί της ζημίας μόνον αφού το εθνικό δικαστήριο εκδώσει σχετική απόφαση. Αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους, όταν η Ένωση και το κράτος μέλος ενεργούν από κοινού, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αναγνωριστεί στο πλαίσιο του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αλλά απαιτείται ρητή σχετική πρόβλεψη από τον νομοθέτη της Ένωσης.

50      Προσέτι, το άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην εξεταζόμενη εν προκειμένω επεξεργασία δεδομένων, διότι εφαρμόζεται αποκλειστικώς στην επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εργασιών και των καθηκόντων της Ευρωπόλ. Δεδομένου ότι τα ζημιογόνα γεγονότα συνέβησαν κατά τη διατήρηση του φακέλου της εθνικής έρευνας, δεν συνιστούν «παράνομη επεξεργασία δεδομένων», κατά την έννοια του άρθρου αυτού, τα οποία να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2016/794.

51      Εξάλλου, το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 δεν προβλέπει ρητώς αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, κατά την ανωτέρω διάταξη, η Ευρωπόλ ευθύνεται μόνο «σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ», όπερ σημαίνει ότι η ευθύνη αυτή στοιχειοθετείται μόνον όταν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν το εν λόγω άρθρο 50, παράγραφος 1, είχε εφαρμογή εν προκειμένω, δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ευρωπόλ ελλείψει οποιασδήποτε παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της και ελλείψει αιτιώδους συνάφειας μεταξύ τοιαύτης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας. Επιπλέον, η Ένωση δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αποκαταστήσει ζημίες οι οποίες προκλήθηκαν από ενέργεια κράτους μέλους δυνάμει του εν λόγω άρθρου 50, παράγραφος 1, το οποίο έχει εφαρμογή μόνο στις ζημίες που προκαλούνται από κοινού από την Ένωση και από κράτος μέλος, όπως επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 50, παράγραφος 2, του κανονισμού.

52      Κατά την Ευρωπόλ, από την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794 δεν μπορεί να συναχθεί κάτι διαφορετικό. Η έννοια της «από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνης» που μνημονεύεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη προϋποθέτει ότι περισσότερες της μίας οντότητες ευθύνονται για την ίδια ζημία, και όχι ότι η Ευρωπόλ θα μπορούσε, ελλείψει οποιασδήποτε παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της, να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις ενέργειες κράτους μέλους. Η ερμηνεία της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως από τον αναιρεσείοντα έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του κανονισμού και με το γράμμα του άρθρου 50. Δεδομένου, όμως, ότι το προοίμιο μιας πράξεως της Ένωσης δεν είναι νομικώς δεσμευτικό, δεν μπορεί να γίνει επίκλησή του προκειμένου να υπάρξει ερμηνευτική απόκλιση από το σαφές γράμμα μιας διατάξεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53      Πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, αν το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 θεσπίζει καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους σε περίπτωση παράνομης επεξεργασίας δεδομένων. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα πρέπει, εν συνεχεία, να καθορισθούν οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ευθύνης αυτής.

–       Φύση του καθεστώτος ευθύνης βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794

54      Για την ερμηνεία του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, προκειμένου ιδίως να προσδιορισθεί η φύση του καθεστώτος ευθύνης που αυτό καθιερώνει, πρέπει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, TEAM POWER EUROPE, C‑784/19, EU:C:2021:427, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, αυτό ορίζει ότι ο ζημιωθείς από παράνομη επεξεργασία δεδομένων δικαιούται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη «είτε εκ μέρους της Ευρωπόλ […] είτε εκ μέρους του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε το ζημιογόνο γεγονός […]». Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, η ανωτέρω διατύπωση δεν είναι απόλυτα σαφής όσον αφορά τη φύση της σχετικής ευθύνης. Συγκεκριμένα, το νόημά της μπορεί να είναι ότι το ζημιωθέν φυσικό πρόσωπο πρέπει να απευθυνθεί είτε στην Ευρωπόλ, σε περίπτωση ζημίας καταλογιστέας εν όλω ή εν μέρει σε αυτήν, είτε στο οικείο κράτος μέλος, σε περίπτωση ζημίας καταλογιστέας εν όλω ή εν μέρει σε αυτό. Εντούτοις, καθόσον από τη διατύπωση αυτή μπορεί επίσης να συναχθεί ότι ο ζημιωθείς μπορεί να απευθυνθεί αδιακρίτως σε καθεμιά από τις οντότητες αυτές –επομένως είτε στην Ευρωπόλ είτε στο οικείο κράτος μέλος– προκειμένου να αποκατασταθεί το σύνολο της ζημίας την οποία υπέστη από παράνομη επεξεργασία δεδομένων στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και του εν λόγω κράτους μέλους, η ίδια αυτή διατύπωση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η ανωτέρω διάταξη να θεμελιώνει συναφώς αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη των εν λόγω οντοτήτων.

56      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, η διάταξη αυτή θεσπίζει καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους όσον αφορά τις ζημίες που προκαλούνται από παράνομη επεξεργασία δεδομένων στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και του εν λόγω κράτους μέλους βάσει του κανονισμού 2016/794.

57      Ο σκοπός αυτός διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794, κατά την οποία, «[σ]την περίπτωση φυσικού προσώπου, ενδέχεται ενίοτε να μην είναι σαφές κατά πόσον η βλάβη την οποία υπέστη εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας είναι αποτέλεσμα ενέργειας της Ευρωπόλ ή κράτους μέλους [και] [κ]ατά συνέπεια, σε τέτοια περίπτωση η Ευρωπόλ και το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον».

58      Εξ αυτού συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση όπου ένα φυσικό πρόσωπο που θίγεται από παράνομη επεξεργασία δεδομένων θα αδυνατούσε να προσδιορίσει αν η ζημία του οφείλεται σε ενέργεια της Ευρωπόλ ή σε ενέργεια του κράτους μέλους με το οποίο συνεργάσθηκε η Ευρωπόλ, θέσπισε καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης μεταξύ της Ευρωπόλ και του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, προκειμένου να διασφαλίσει πλήρη προστασία στο εν λόγω φυσικό πρόσωπο στην περίπτωση που αυτό περιέλθει σε μια τέτοια κατάσταση.

59      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ, μια αιτιολογική σκέψη πράξεως της Ένωσης έχει σημαντική ερμηνευτική αξία, καθόσον είναι ικανή να διευκρινίσει το περιεχόμενο διατάξεως της οικείας πράξεως και να αποσαφηνίσει τη βούληση του συντάκτη της πράξεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Επιτροπή κατά CK Telecoms UK Investments, C‑376/20 P, EU:C:2023:561, σκέψεις 104 και 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Βεβαίως, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της αιτιολογικής σκέψεως μιας πράξεως της Ένωσης προκειμένου να υπάρξει παρέκκλιση από τις διατάξεις της οικείας πράξεως ή για να ερμηνευθούν οι διατάξεις αυτές κατά τρόπο προδήλως αντίθετο προς το γράμμα τους (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, Karen Millen Fashions, C‑345/13, EU:C:2014:2013, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 191).

61      Εντούτοις, εν προκειμένω, η αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794 ουδόλως αντιφάσκει προς το γράμμα του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, η διατύπωση αυτή επιδέχεται, μεταξύ άλλων, ερμηνεία κατά την οποία η συγκεκριμένη διάταξη θεσπίζει καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους υπέρ του φυσικού προσώπου το οποίο εθίγη από παράνομη επεξεργασία δεδομένων γενόμενη στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας.

62      Από τα ανωτέρω στοιχεία αναλύσεως προκύπτει ότι το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψεως 57, θεσπίζει, συμφώνως προς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να ευνοήσει το θιγόμενο φυσικό πρόσωπο, καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους όσον αφορά τις ζημίες που προκαλούνται από παράνομη επεξεργασία δεδομένων.

63      Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ανωτέρω διάταξη, ιδίως από το άρθρο 49 και το άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/794.

64      Πράγματι, αφενός, το άρθρο 49 του κανονισμού 2016/794 θεσπίζει, σύμφωνα με τον τίτλο του, γενικές διατάξεις σχετικά με την ευθύνη και το δικαίωμα αποζημιώσεως. Αντιθέτως, από τον τίτλο του άρθρου 50 του κανονισμού προκύπτει ότι το συγκεκριμένο άρθρο αφορά ειδικώς την ευθύνη λόγω εσφαλμένης επεξεργασίας των δεδομένων και το εξ αυτής απορρέον δικαίωμα αποζημιώσεως. Το ότι το εν λόγω άρθρο 50 εισάγει παρέκκλιση από τις γενικές αρχές της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης υπογραμμίζεται, ειδικότερα, στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψεως 56.

65      Δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως, σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ευρωπόλ υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, τις ζημίες που προξενούν οι υπηρεσίες της ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός διατυπώνεται «με την επιφύλαξη του άρθρου 49» του κανονισμού 2016/794.

66      Συναφώς, παρατηρείται ότι η παραπομπή στο «άρθρο 49», κατά τη διατύπωση του άρθρου 49, παράγραφος 3, του κανονισμού, συνιστά πρόδηλο σφάλμα του συντάκτη. Συγκεκριμένα, δεν θα είχε νόημα να παραπέμπει η διάταξη αυτή στο άρθρο του οποίου αποτελεί μέρος. Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι το άρθρο 50 του ίδιου κανονισμού θεσπίζει καθεστώς παρεκκλίσεως από τους γενικούς κανόνες περί εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης στους οποίους παραπέμπει το εν λόγω άρθρο 49, παράγραφος 3, η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί, όσον αφορά το αρχικό τμήμα της που περιλαμβάνει τη φράση «με την επιφύλαξη», υπό την έννοια ότι αφορά το άρθρο 50.

67      Η αιτιολογική σκέψη 56 του κανονισμού 2016/794 επιρρωννύει την προκρινόμενη στην προηγούμενη σκέψη ερμηνεία, καθότι διαλαμβάνει ότι «[η] Ευρωπόλ πρέπει να υπόκειται στους γενικούς κανόνες περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης οι οποίοι εφαρμόζονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, με εξαίρεση τους κανόνες που αφορούν την ευθύνη για παράνομη επεξεργασία δεδομένων».

68      Επομένως, το άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794 αποσκοπεί στη θέσπιση ειδικού καθεστώτος εξωσυμβατικής ευθύνης όσον αφορά τις πράξεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων, το οποίο παρεκκλίνει από το γενικό καθεστώς ευθύνης που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

69      Αφετέρου, από το άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/794 προκύπτει ότι η έγερση, ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, ευθύνης της Ευρωπόλ ή του οικείου κράτους μέλους λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας συνιστά απλώς το πρώτο από τα δύο στάδια του προβλεπόμενου στο άρθρο 50 του ως άνω κανονισμού μηχανισμού ευθύνης. Πράγματι, κατά το εν λόγω άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού, το δεύτερο στάδιο του μηχανισμού αυτού συνίσταται στον καθορισμό της «τελικής ευθύνης» της Ευρωπόλ και/ή του οικείου κράτους μέλους για την καταβολή αποζημίωσης σε φυσικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού, ενώ στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ μπορεί να υποβληθεί οποιαδήποτε σχετική διαφορά μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής κατά της αποφάσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

70      Πλην όμως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/794 δυνατότητα προσδιορισμού από το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ, στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου, της «τελικής ευθύνης» η οποία βαρύνει την οντότητα στην οποία είναι καταλογιστέα η ζημιογόνος παράνομη συμπεριφορά, ή ακόμη και του μεριδίου ευθύνης που βαρύνει καθεμία από τις οντότητες σε περίπτωση συρροής παράνομων συμπεριφορών, δεν θα είχε λόγο υπάρξεως ελλείψει αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης των οντοτήτων αυτών.

71      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 3, και των αιτιολογικών του σκέψεων 56 και 57, θεσπίζει καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου προκλήθηκε η ζημία λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας δυνάμει του εν λόγω κανονισμού.

72      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών του, το καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι άγνωστο στο δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων. Ειδικότερα, το άρθρο 82, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1), θεσπίζει τέτοια ευθύνη σε περίπτωση πλειόνων υπευθύνων επεξεργασίας δεδομένων.

–       Προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794

73      Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που απορρέουν από το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 για την περίπτωση που ο ζημιωθείς ασκήσει αγωγή κατά της Ευρωπόλ, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης δυνάμει του εν λόγω άρθρου 340 προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028, σκέψεις 79 και 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Στο ειδικό πλαίσιο του κανονισμού 2016/794, από το γράμμα του άρθρου του 50, παράγραφος 1, προκύπτει ότι το φυσικό πρόσωπο που προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του αποζημιώσεως, βάσει της συγκεκριμένης διατάξεως, έναντι είτε της Ευρωπόλ είτε του κράτους μέλους, πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη «παράνομης επεξεργασίας δεδομένων», την ύπαρξη «ζημίας» και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης επεξεργασίας δεδομένων και της ζημίας. Επομένως, υπό το πρίσμα της πρώτης από τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το φυσικό πρόσωπο πρέπει απλώς να αποδείξει ότι η παράνομη επεξεργασία δεδομένων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο συνεργασίας στην οποία συμμετείχε η Ευρωπόλ και ένα κράτος μέλος δυνάμει του εν λόγω κανονισμού.

75      Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 57 και 58 της παρούσας αποφάσεως, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 50, παράγραφος 1, συνίσταται, κατά την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794, στην αντιμετώπιση των δυσκολιών στις οποίες μπορεί να εκτεθεί το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο όσον αφορά τον καθορισμό του κατά πόσον η ζημία την οποία υπέστη εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας δεδομένων στο πλαίσιο τέτοιας συνεργασίας είναι αποτέλεσμα ενέργειας της Ευρωπόλ ή του οικείου κράτους μέλους.

76      Πάντως, το εν λόγω άρθρο 50, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 57, θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας αν απαιτείτο από το πρόσωπο αυτό να αποδείξει σε ποιον, στην Ευρωπόλ ή στο οικείο κράτος μέλος, είναι καταλογιστέα η ζημία ή να εναγάγει αμφότερες τις οντότητες αυτές προκειμένου να επιτύχει την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη.

77      Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, επισημαίνεται ότι το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 δεν προβλέπει ότι το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο μπορεί εναγάγει αμφότερες τις οντότητες που είναι δυνητικώς υπεύθυνες για την παράνομη επεξεργασία δεδομένων ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, δεδομένου ότι η ανωτέρω διάταξη υποχρεώνει το εν λόγω πρόσωπο να ασκήσει αγωγή κατά της Ευρωπόλ ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αγωγή κατά του κράτους μέλους ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου του.

78      Ως εκ τούτου, κατ’ αρχάς, μολονότι το οικείο κράτος μέλος και η Ευρωπόλ έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν, αντιστοίχως, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού, εντούτοις δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο εκδικάσεως της αγωγής του προσώπου αυτού μη παρισταμένης της μίας εκ των οντοτήτων αυτών. Περαιτέρω, εν πάση περιπτώσει, αν οι δύο οντότητες παρίστανται στη δίκη ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου, από την προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι στο πλαίσιο της εκκρεμούς δίκης μπορεί να αναζητηθεί η ευθύνη μίας μόνον εξ αυτών, όπερ μπορεί να βλάψει τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Τέλος, αν ο ενδιαφερόμενος ασκήσει αγωγή κατά της Ευρωπόλ ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και κατά του οικείου κράτους μέλους ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους ενδέχεται τα δύο αυτά δικαστήρια να καταλήξουν στην ίδια διαπίστωση, ήτοι ότι καμία από τις ως άνω δύο εναγόμενες οντότητες δεν υπέχει ευθύνη, εφόσον το πρόσωπο αυτό δεν αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η προβαλλόμενη ζημία είναι καταλογιστέα στις εν λόγω οντότητες.

79      Ακριβώς για να ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω αποδεικτικές δυσχέρειες προέβλεψε ο νομοθέτης της Ένωσης, στο άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794, για την αποκατάσταση των ζημιών από παράνομη επεξεργασία δεδομένων, μηχανισμό ευθύνης σε δύο στάδια, ο οποίος, αφενός, απαλλάσσει το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο από το βάρος να αποδείξει ποιας οντότητας η συμπεριφορά προκάλεσε την προβαλλόμενη ζημία και, αφετέρου, προβλέπει ότι, κατόπιν ικανοποιήσεως του προσώπου αυτού, η «τελική ευθύνη» για τη ζημία πρέπει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να επιλύεται οριστικώς στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπόλ στην οποία συμμετέχουν πλέον μόνον η Ευρωπόλ και το οικείο κράτος μέλος.

80      Επομένως, το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψεως 57, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στο ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει αποδείξει την ύπαρξη παράνομης επεξεργασίας δεδομένων κατά τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπόλ και κράτους μέλους συνεργασίας δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, το βάρος να προσδιορίσει ποια από τις συνεργαζόμενες οντότητες επέδειξε τη συμπεριφορά η οποία συνιστά παράνομη επεξεργασία δεδομένων.

81      Για να στοιχειοθετηθεί η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ ή του οικείου κράτους μέλους και προκειμένου να παρασχεθεί στο ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο η δυνατότητα να επιτύχει την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας του είτε ενώπιον του δικαστή της Ένωσης είτε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, αρκεί το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο να αποδείξει ότι, στο πλαίσιο της μεταξύ της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους συνεργασίας δυνάμει του ως άνω κανονισμού, πραγματοποιήθηκε παράνομη επεξεργασία δεδομένων η οποία του προκάλεσε ζημία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει επιπλέον σε ποια από τις δύο αυτές οντότητες είναι καταλογιστέα η εν λόγω παράνομη επεξεργασία.

82      Τούτου δοθέντος, η εναγόμενη οντότητα εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να αποδείξει με κάθε διαθέσιμο νομικό μέσο ότι αποκλείεται η προβαλλόμενη ζημία να σχετίζεται με φερόμενη παράνομη επεξεργασία δεδομένων γενόμενη στο πλαίσιο τέτοιας συνεργασίας. Τούτο θα συνέβαινε, για παράδειγμα, αν η εν λόγω οντότητα αποδείκνυε ότι η ζημία οφείλεται σε πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της συνεργασίας δυνάμει του κανονισμού 2016/794.

83      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, απορρίπτοντας, στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το πρώτο σκέλος του αιτητικού του αναιρεσείοντος, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν είχε αποδείξει ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν ήταν καταλογιστέα στην Ευρωπόλ και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχε «προσκομίσει επαρκή στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας στο πλαίσιο του [εν λόγω σκέλους του αιτητικού] και της ενδεχόμενης συμπεριφοράς της Ευρωπόλ», και κρίνοντας, στις σκέψεις 92 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόρριψη του πρώτου σκέλους του αιτητικού δεν αντέβαινε στην αιτιολογική σκέψη 57, το άρθρο 49, παράγραφος 3, και το άρθρο 50 του κανονισμού 2016/794, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον εσφαλμένως έκρινε ότι το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψεως 57, δεν απήλλασσε το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο από την υποχρέωση να αποδείξει σε ποια από τις δύο συνεργαζόμενες οντότητες είναι καταλογιστέα η παράνομη επεξεργασία δεδομένων.

84      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος.

85      Η ανωτέρω πλάνη περί το δίκαιο πλήττει, στο σύνολό της, την απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο του πρώτου σκέλους του αιτητικού, όπως αυτό οριοθετήθηκε στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η οριοθέτηση αυτή δεν αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως.

86      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο το πρώτο αυτό σκέλος του αιτητικού, όπως το σκέλος αυτό οριοθετήθηκε.

 Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

87      Ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορούν, όπως και ο πρώτος λόγος, την απόρριψη του πρώτου σκέλους του αιτητικού, το οποίο αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο αναιρεσείων λόγω της δημοσιοποιήσεως στο κοινό των προερχομένων από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

88      Δεδομένου ότι η εξέταση του δεύτερου, του τρίτου και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε μεγαλύτερη έκταση από εκείνη που προκύπτει από την αποδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως, παρέλκει η εξέτασή τους.

 Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

89      Ο έκτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξετασθεί πριν από τον πέμπτο, έχει δύο σκέλη και βάλλει κατά των σκέψεων 102 και 106 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

90      Με το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εσφαλμένως συνήγαγε, στις σκέψεις αυτές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς που προβάλλεται στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του αιτητικού, ήτοι της αναγραφής του ονόματός του από την Ευρωπόλ στους «καταλόγους μαφιόζων» ή της συσχετίσεως από την Ευρωπόλ του αναιρεσείοντος με τους καταλόγους αυτούς, και της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της ανωτέρω αναγραφής ή της γενόμενης συσχετίσεως.

91      Προς στήριξη του πρώτου αυτού σκέλους, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η Ευρωπόλ δεν αιτιολόγησε τη διαπίστωση περί συσχετίσεως του ιδίου με τον «κατάλογο μαφιόζων» και ότι, κάνοντας αυτή τη συσχέτιση, ο εν λόγω οργανισμός παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθ’ υπέρβαση της αποστολής του η οποία συνίστατο αποκλειστικώς στην ανάλυση του επίμαχου μέσου αποθηκεύσεως USB.

92      Επιπλέον, δεδομένου ότι η έκθεση της Ευρωπόλ αποτελούσε μέρος της εθνικής ποινικής δικογραφίας που αφορούσε τον αναιρεσείοντα και ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν στη συγκεκριμένη δικογραφία διέρρευσαν, θα έπρεπε να συναχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς της Ευρωπόλ και της ζημίας την οποία υπέστη ο αναιρεσείων. Το γεγονός ότι κανένα από τα επίμαχα άρθρα του Τύπου δεν μνημονεύει την έκθεση της Ευρωπόλ, όπως επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν αναιρεί την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.

93      Ο αναιρεσείων υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η Ευρωπόλ είναι η μόνη η οποία τον συσχέτισε, στην εν λόγω έκθεση, με τους «καταλόγους μαφιόζων», ενώ ούτε το εθνικό δίκαιο ούτε το δίκαιο της Ένωσης προβλέπουν τη δυνατότητα καταρτίσεως και τηρήσεως τέτοιων καταλόγων. Συναφώς, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα σλοβακικά μέσα ενημερώσεως, σύμφωνα με τα οποία οι σλοβακικές αστυνομικές υπηρεσίες τηρούσαν «καταλόγους μαφιόζων». Εξάλλου, η Ευρωπόλ, καθόσον στήριξε την εν λόγω συσχέτιση σε δημοσίως προσβάσιμες πηγές, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 29, παράγραφος 6, του κανονισμού 2016/794. Κατά τον αναιρεσείοντα, από το γεγονός ότι η έκθεση της Ευρωπόλ δεν αναφέρει ότι η Ευρωπόλ εντόπισε την πληροφορία ότι ο αναιρεσείων σχετίζεται με τους «καταλόγους μαφιόζων» στα μέσα μαζικής ενημερώσεως, καθώς και από το γεγονός ότι η πληροφορία αυτή παρατίθεται ρητώς στην εν λόγω έκθεση, συνάγεται ότι η Ευρωπόλ και όχι ο «σκανδαλοθηρικός Τύπος» προέβη στην εν λόγω συσχέτιση.

94      Το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως αντλείται από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τα άρθρα του Τύπου που προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε χαρακτηρισθεί ως «μαφιόζος» ήδη πριν από τη σύνταξη της εκθέσεως της Ευρωπόλ. Ο τίτλος του άρθρου του Τύπου, που δημοσιεύθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2012, ο οποίος παρουσιάζει τον αναιρεσείοντα ως «[τ]ον ανύπαρκτο μαφιόζο», αποδεικνύει ότι ο αναιρεσείων δεν είχε καμία σχέση με τους «καταλόγους μαφιόζων».

95      Η Ευρωπόλ και η Σλοβακική Δημοκρατία ζητούν την απόρριψη του έκτου λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

96      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο πρέπει να εξετασθεί πρώτο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων υφίσταται ιδίως όταν το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως των στοιχείων αυτών. Η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο κατάδηλο από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων. Συναφώς, δεν αρκεί να δειχθεί ότι ένα έγγραφο μπορεί να τύχει διαφορετικής ερμηνείας από εκείνη που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Ισπανίας, C‑635/20 P, EU:C:2023:98, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97      Εν προκειμένω, στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «η χρονική σύμπτωση την οποία επικαλείται ο ενάγων αντικρούεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο ίδιος ο ενάγων καθώς και η Ευρωπόλ». Συναφώς, επισήμανε, στην ίδια σκέψη, ότι «ο ενάγων παρ[έπεμπε], με το δικόγραφο της αγωγής, σε άρθρο του Τύπου δημοσιευθέν στις 28 Φεβρουαρίου 2012, με τίτλο “Marián Kočner. Ο ανύπαρκτος μαφιόζος”, κατά το οποίο “[σ]τους καταλόγους των λεγόμενων ‘μαφιόζων’, οι οποίοι διέρρευσαν από την αστυνομία το 2005, ο επιχειρηματίας Marián Kočner εμφανίζεται στη στήλη ‘μηχανοκίνητα οχήματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον’ ”» και ότι «η Ευρωπόλ παρ[έπεμπε] σε άρθρα του Τύπου που δημοσιεύθηκαν στις 21 Ιουνίου 2005 και στις 9 Ιουλίου 2017, τα οποία έκαναν λόγο για ενδεχόμενη εμπλοκή του ενάγοντος σε κυκλώματα μαφίας».

98      Επομένως, το συμπέρασμά του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων είχε χαρακτηρισθεί ως «μαφιόζος» πριν από τη σύνταξη της εκθέσεως της Ευρωπόλ στηρίχθηκε σε ένα σύνολο άρθρων του Τύπου που αφορούσαν τον αναιρεσείοντα, και όχι μόνο στο άρθρο του 2012, το οποίο προσκομίσθηκε από αυτόν και το οποίο, κατά την άποψή του, αποδείκνυε ότι δεν σχετιζόταν με τους «καταλόγους μαφιόζων». Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπερέβη τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως των στοιχείων αυτών, εξεταζόμενων στο σύνολό τους, ούτε παραμόρφωσε το εν λόγω άρθρο του Τύπου, το οποίο επικαλείται ο αναιρεσείων, ερμηνεύοντάς το κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς το περιεχόμενό του.

99      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

100    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, το ζήτημα της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος και της ζημίας, προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης αυτής, αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται, κατά συνέπεια, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Schneider Electric, C‑440/07 P, EU:C:2009:459, σκέψη 192, και διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2019, FV κατά Συμβουλίου, C‑188/19 P, EU:C:2019:690, σκέψη 36). Ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί εντούτοις να συνεπάγεται την επανεξέταση, από το Δικαστήριο, των διαπιστώσεων και των εκτιμήσεων των πραγματικών περιστατικών στις οποίες έχει ήδη προβεί το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Schneider Electric, C‑440/07 P, EU:C:2009:459, σκέψη 193).

101    Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι, με το πρώτο αυτό σκέλος, ο αναιρεσείων επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να θέσει εν αμφιβόλω ορισμένες πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του. Πρόκειται, πρώτον, για την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι «κατάλογοι μαφιόζων» στους οποίους φέρεται ότι αναγραφόταν το όνομά του είχαν καταρτισθεί και τηρούντο από την Ευρωπόλ. Δεύτερον, ο αναιρεσείων αμφισβητεί επίσης την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς της Ευρωπόλ και της προβαλλόμενης ζημίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι οι δημοσιευθείσες πληροφορίες για το ζήτημα αυτό προέρχονταν από την έκθεση της Ευρωπόλ και, αφετέρου, στις σκέψεις 108 και 109 της ίδιας αποφάσεως, ότι, πολύ πριν από τις αρχές του 2019, ο σλοβακικός Τύπος παρουσίαζε ήδη τον αναιρεσείοντα ως μαφιόζο. Δεδομένου όμως ότι, με το υπό κρίση σκέλος, ο αναιρεσείων δεν προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

102    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο.

103    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως, εν μέρει, απαράδεκτος και, εν μέρει, αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

104    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται στην ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη που προβλήθηκε προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφασίζοντας, στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να μη λάβει υπόψη την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794 προκειμένου να προσδιορίσει την ευθύνη της Ευρωπόλ, για τον λόγο ότι το προοίμιο ενός κανονισμού δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε το δεύτερο σκέλος του αιτητικού περί αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία ο αναιρεσείων εκτιμά ότι υπέστη λόγω της φερόμενης αναγραφής του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων», κρίνοντας ότι κανένας μηχανισμός αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης δεν βρίσκει έκφραση ή έρεισμα στις διατάξεις του κανονισμού 2016/794 σε περίπτωση παράνομης επεξεργασίας δεδομένων από την Ευρωπόλ ή από το οικείο κράτος μέλος.

105    Η Ευρωπόλ, υποστηριζόμενη από τη Σλοβακική Δημοκρατία, ζητεί την απόρριψη του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, προβάλλοντας τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που εκτίθενται στις σκέψεις 49 έως 52 της παρούσας αποφάσεως, προς αντίκρουση της επιχειρηματολογίας την οποία προέβαλε ο αναιρεσείων στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

106    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο –το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία λαμβάνει υπόψη σε σχέση με τα περιστατικά αυτά– απέρριψε το δεύτερο σκέλος του αιτητικού περί αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία ο αναιρεσείων εκτιμά ότι υπέστη λόγω της αναγραφής του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων», στηριζόμενο σε πλειάδα στοιχείων. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε, αφενός, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά της οποίας βάλλει ο απορριφθείς έκτος λόγος αναιρέσεως, ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ότι οι «κατάλογοι μαφιόζων» στους οποίους φέρεται να είχε αναγραφεί το όνομά του είχαν καταρτισθεί και τηρούντο από την Ευρωπόλ. Αφετέρου, στις σκέψεις 108 και 109 της αποφάσεως αυτής, κατά των οποίων επίσης βάλλει ο απορριφθείς έκτος λόγος αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα του αναιρεσείοντος περί χρονικής συμπτώσεως μεταξύ της εκθέσεως της Ευρωπόλ και της εξελίξεως των χαρακτηρισμών με τους οποίους παρουσίασε τον αναιρεσείοντα ο σλοβακικός Τύπος, ο οποίος, μετά τη διαρροή της εθνικής ποινικής δικογραφίας που τον αφορούσε, τον παρουσίασε ως «μαφιόζο» ή ως «πρόσωπο περιλαμβανόμενο στους καταλόγους μαφιόζων», διαψευδόταν από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τόσο ο αναιρεσείων όσο και η Ευρωπόλ αντλώντας τα από τα άρθρα του Τύπου που δημοσιεύθηκαν το 2005, το 2012 και το 2017. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, επιπλέον, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «πολύ πριν από τις αρχές του 2019, ο σλοβακικός Τύπος παρουσίαζε ήδη τον ενάγοντα ως “μαφιόζο”, και όχι μόνον ως “αμφιλεγόμενο επιχειρηματία”», και απέκλεισε, βάσει των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, ότι «η παρουσίαση αυτή του ενάγοντος μπορούσε να οφείλεται στη διαρροή της [εθνικής] ποινικής δικογραφίας [που τον αφορούσε], [η οποία περιείχε] την έκθεση της Ευρωπόλ».

107    Ειδικότερα, από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η έκθεση της Ευρωπόλ ήταν μεταγενέστερη και, ως εκ τούτου, άσχετη προς το ζημιογόνο γεγονός που προέβαλε ο  αναιρεσείων στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του αιτητικού, αποκλείεται η ζημία την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων να συνδέεται με ενδεχόμενη παράνομη επεξεργασία δεδομένων στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και των σλοβακικών αρχών. Όπως, όμως, επισημάνθηκε στις σκέψεις 96 έως 102 της παρούσας αποφάσεως, ο αναιρεσείων δεν απέδειξε, στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως, ότι οι διαπιστώσεις αυτές του Γενικού Δικαστηρίου ενείχαν παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων ή πλάνη περί το δίκαιο.

108    Κατά συνέπεια, δεν πληρούται, εν προκειμένω, η μνημονευόμενη στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως απαίτηση προκειμένου να στοιχειοθετηθεί αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, με αποτέλεσμα να μη θεμελιώνεται σε καμία περίπτωση η ευθύνη αυτή όπως ζητείτο με το δεύτερο σκέλος του αιτητικού.

109    Επομένως, παρά την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτοντας, στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις της 92 έως 95, την ίδια την αρχή της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ στο πλαίσιο του κανονισμού 2016/794, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

110    Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά το δεύτερο σκέλος του αιτητικού.

 Επί της αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

111    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

112    Εν προκειμένω, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι η αγωγή του αναιρεσείοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε λόγους οι οποίοι αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως ενώπιόν του και των οποίων η εξέταση δεν απαιτεί τη λήψη κανενός συμπληρωματικού μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή εξετάσεως της δικογραφίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αγωγή αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση και ότι πρέπει να αποφανθεί οριστικώς επ’ αυτής εντός των ορίων της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Λαμβανομένης υπόψη της μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί μόνον επί του πρώτου σκέλους του αιτητικού που υποβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτό οριοθετήθηκε στη σκέψη 49 της αποφάσεως του.

114    Ο αναιρεσείων ζητεί, βάσει των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, την επιδίκαση ποσού 50 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία θεωρεί ότι υπέστη λόγω της δημοσιοποιήσεως στο κοινό δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προερχομένων από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα, τα οποία τέθηκαν στη διάθεση του κοινού στο Διαδίκτυο και αναδημοσιεύθηκαν από τον σλοβακικό Τύπο. Θεωρεί ότι η δημοσιοποίηση των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λόγω της δημοσιεύσεώς τους, έθιξε την τιμή και την επαγγελματική υπόληψή του και ότι προσέβαλε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του καθώς και το δικαίωμα σεβασμού των επικοινωνιών του, δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη.

115    Συναφώς, ο αναιρεσείων, στηριζόμενος στην αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού 2016/794, υποστηρίζει ότι η Ευρωπόλ μπορεί να θεωρηθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του ανωτέρω κανονισμού, αν η ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων είναι αποτέλεσμα ενέργειας της Ευρωπόλ ή κράτους μέλους.

116    Η Ευρωπόλ υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε ότι προέβη σε παράνομη επεξεργασία δεδομένων, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η διαρροή δεδομένων σχετικών με τον αναιρεσείοντα προερχόταν από την ίδια. Εν πάση περιπτώσει, κάθε διαρροή πληροφοριών, ακόμη και αν αποδεικνυόταν, δεν θεμελιώνει αυτομάτως την εξωσυμβατική ευθύνη της. Συγκεκριμένα, η Ευρωπόλ υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εξωσυμβατική ευθύνη των οργάνων της Ένωσης στοιχειοθετείται μόνον υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι υφίσταται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Πλην όμως, το άρθρο 32, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 δεν προβλέπει απόλυτη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, αλλά επιβάλλει απλώς στην Ευρωπόλ να εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κάθε μη εξουσιοδοτημένη επεξεργασία, όπερ και έπραξε. Εξάλλου, η Ευρωπόλ ουδέποτε επεξεργάσθηκε τα δεδομένα τα οποία εξήχθησαν από τα εν λόγω κινητά τηλέφωνα σε αποκρυπτογραφημένη και κατανοητή μορφή.

117    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

118    Από την ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι η πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης, η οποία αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, περιλαμβάνει δύο πτυχές, ήτοι πρέπει, αφενός, να έχει διαπραχθεί παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και, αφετέρου, η παράβαση αυτή να είναι κατάφωρη (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 36).

119    Όσον αφορά την πρώτη πτυχή της ανωτέρω προϋποθέσεως, κατά πάγια νομολογία, τα δικαιώματα των ιδιωτών γεννώνται όχι μόνον όταν τούτο προβλέπεται ρητώς στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, αλλά και λόγω θετικών ή αρνητικών σαφών υποχρεώσεων που αυτές επιβάλλουν τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη ή στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Ministre de la Transition écologique και Premier ministre (Κρατική ευθύνη για την ατμοσφαιρική ρύπανση), C‑61/21, EU:C:2022:1015, σκέψη 46]. Ο κανόνας αυτός ισχύει και για τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ ενός οργανισμού της Ένωσης, όπως η Ευρωπόλ, και των κρατών μελών.

120    Η παράβαση των ανωτέρω υποχρεώσεων μπορεί να θίξει τα δικαιώματα που παρέχονται εμμέσως στους ιδιώτες δυνάμει των οικείων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Για την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών και την προστασία των δικαιωμάτων που αυτές σκοπούν να παράσχουν απαιτείται οι ιδιώτες να έχουν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν [πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Ministre de la Transition écologique και Premier ministre (Κρατική ευθύνη για την ατμοσφαιρική ρύπανση), C‑61/21, EU:C:2022:1015, σκέψη 47].

121    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός 2016/794 επιβάλλει στην Ευρωπόλ και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που καλούνται να συνεργασθούν με τον συγκεκριμένο οργανισμό της Ένωσης στο πλαίσιο ποινικών διώξεων την υποχρέωση προστασίας των ιδιωτών από παράνομη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, υποχρέωση η οποία απορρέει, ειδικότερα, από τον συνδυασμό του άρθρου 2, στοιχεία ηʹ, θʹ και ιαʹ, του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του άρθρου 38, παράγραφος 4, και του άρθρου 50, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού.

122    Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, στοιχείο ιαʹ, του κανονισμού 2016/794 ορίζει την «επεξεργασία» ως κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων επί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή συνόλου τέτοιων δεδομένων, όπως η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση και κάθε άλλη μορφή διαθέσεως. Το άρθρο 2, στοιχεία ηʹ και θʹ, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» ως κάθε είδους πληροφορίες ενός «υποκειμένου των δεδομένων», η δε έννοια αυτή προσδιορίζει ένα ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Εξάλλου, το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του εν λόγω κανονισμού απαιτεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να υποβάλλονται σε «θεμιτή και σύννομη» επεξεργασία και κατά τρόπο που να εγγυάται την ασφάλειά τους. Κατά το άρθρο 38, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, η Ευρωπόλ είναι υπεύθυνη για τη συμμόρφωση με τις αρχές αυτές του ως άνω άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ. Τέλος, το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794, καθόσον επιβάλλει στις οντότητες που εμπλέκονται στο πλαίσιο της συνεργασίας που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, να αποκαθιστούν τη ζημία που υπέστη φυσικό πρόσωπο λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων, περιλαμβάνει τη σιωπηρή υποχρέωση των οντοτήτων αυτών να προστατεύουν κάθε φυσικό πρόσωπο από κάθε άλλη μορφή παράνομης διαθέσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

123    Από τον συνδυασμό των διατάξεων για τις οποίες γίνεται λόγος στις δύο προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι κάθε δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και των αρμόδιων εθνικών αρχών βάσει του κανονισμού 2016/794, σε πρόσωπα μη εξουσιοδοτημένα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών συνιστά παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες.

124    Εν προκειμένω, από τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1, 2, 44, 84, 85 και 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες υιοθετεί το Δικαστήριο, προκύπτει ότι από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα, τα οποία είχαν παραδοθεί από τις σλοβακικές αρχές στην Ευρωπόλ στο πλαίσιο συνεργασίας δυνάμει του κανονισμού 2016/794, είχαν εξαχθεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τον αναιρεσείοντα, τα οποία συνίστανται σε αυστηρώς προσωπικές συνομιλίες μεταξύ του ιδίου και της φίλης του, και ότι τα εν λόγω δεδομένα, τα οποία είχαν στην κατοχή τους αρχικώς η Ευρωπόλ και, από τις 23 Οκτωβρίου 2018, η Ευρωπόλ και οι σλοβακικές αρχές, δημοσιοποιήθηκαν σε πρόσωπα μη εξουσιοδοτημένα να λάβουν γνώση των δεδομένων, με συνέπεια να δημοσιευθούν στον σλοβακικό Τύπο στις 20 Μαΐου 2019. Οι περιστάσεις αυτές είναι ενδεικτικές της υπάρξεως παραβάσεως όπως αυτή περί της οποίας γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη.

125    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ευρωπόλ ότι τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό 2016/794 εφαρμόζοντας τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κάθε μορφή μη εξουσιοδοτημένης επεξεργασίας. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 80 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 50, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού θεσπίζει καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης στο πλαίσιο του οποίου το πρόσωπο το οποίο θεωρεί ότι υπέστη παράνομη επεξεργασία δεδομένων απαλλάσσεται από την υποχρέωση να αποδείξει σε ποια από τις οντότητες οι οποίες συνεργάζονται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού είναι καταλογιστέα η παράνομη επεξεργασία, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας που παρέχεται στην Ευρωπόλ να προσφύγει μεταγενέστερα, εφόσον παρίσταται ανάγκη, στο διοικητικό της συμβούλιο, βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, προκειμένου να προσδιορισθεί η τελική ευθύνη για την αποζημίωση που καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό.

126    Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή της πρώτης προϋποθέσεως για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, ήτοι την απαίτηση περί κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου της Ένωσης αποσκοπούντος στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το αποφασιστικό κριτήριο για να κριθεί αν μια παράβαση του δικαίου της Ένωσης είναι κατάφωρη είναι η πρόδηλη και σοβαρή παραβίαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που προβλέπει ο παραβιαζόμενος κανόνας (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen, C‑337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά μόνον πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου αυτού [απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά Fresh Marine, C‑472/00 P, EU:C:2003:399, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Τέτοια παράβαση συνιστούν, μεταξύ άλλων, αδικαιολόγητα σφάλματα, βαριά αμέλεια κατά την άσκηση καθήκοντος ή πρόδηλη έλλειψη επιμέλειας (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1992, Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑363/88 και C‑364/88, EU:C:1992:44, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

127    Η εκτίμηση που πρέπει να πραγματοποιηθεί απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη ο τομέας, οι προϋποθέσεις και το πλαίσιο της υποχρεώσεως την οποία υπέχει η οικεία αρχή (πρβλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen, C‑337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα καθώς και το εύρος των περιθωρίων εκτιμήσεως που αφήνει ο κανόνας αυτός στην οικεία αρχή (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), της πολυπλοκότητας των προς ρύθμιση καταστάσεων, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των διατάξεων [απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

129    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, αφενός, ότι οι διατάξεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 122 και 123 της παρούσας αποφάσεως δεν αφήνουν στις συνεργαζόμενες δυνάμει του κανονισμού 2016/794 οντότητες κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την υποχρέωσή τους να προστατεύουν κάθε φυσικό πρόσωπο από κάθε μορφή παράνομης διαθέσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εφαρμόζοντας τα κατάλληλα προς τούτο τεχνικά και οργανωτικά μέτρα. Αφετέρου, η ανωτέρω υποχρέωση εντάσσεται στο ευαίσθητο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών για τους σκοπούς της ποινικής διώξεως, ένα πλαίσιο εντός του οποίου τα δεδομένα αυτά υποβάλλονται σε επεξεργασία χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση των υποκειμένων των δεδομένων, τις περισσότερες δε φορές εν αγνοία τους, και επομένως χωρίς τα πρόσωπα αυτά να μπορούν να επέμβουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη παράνομη επεξεργασία των δεδομένων τους.

130    Ο αυστηρώς προσωπικός χαρακτήρας των δεδομένων που ενδέχεται να περιέχονται σε υλικούς φορείς όπως οι επίμαχοι στην υπό κρίση υπόθεση ενισχύει την ανάγκη αυστηρής διασφαλίσεως της προστασίας των δεδομένων αυτών που αφορούν τον αναιρεσείοντα, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον τα εν λόγω δεδομένα ουδεμία σχέση είχαν με τις πράξεις για τις οποίες ο αναιρεσείων διώχθηκε ποινικώς.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 124 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράνομη επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και των σλοβακικών αρχών δυνάμει του κανονισμού 2016/794 συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης αποσκοπούντος στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

132    Πρέπει να προστεθεί ότι το επιχείρημα της Ευρωπόλ ότι ουδέποτε διέθεσε τα δεδομένα που είχαν εξαχθεί από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα υπό μορφή αποκρυπτογραφημένη και κατανοητή δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη τοιαύτης παραβάσεως λόγω της γενόμενης στο πλαίσιο της ανωτέρω συνεργασίας παράνομης επεξεργασίας δεδομένων. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 80 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/794 θεσπίζει καθεστώς αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης στο πλαίσιο του οποίου το θύμα της παράνομης επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση να αποδείξει σε ποια από τις συνεργαζόμενες οντότητες είναι καταλογιστέα η παράνομη επεξεργασία. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ευδοκιμήσει στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας της Ευρωπόλ να το επικαλεσθεί, ενδεχομένως, στην περίπτωση που επιληφθεί το  διοικητικό της συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 2, του κανονισμού.

133    Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης που απορρέει από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σχετικά με την απόδειξη της προκληθείσας ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας αυτής και της κατάφωρης παραβάσεως κανόνα του δικαίου της Ένωσης, η οποία συνίσταται εν προκειμένω στην παράνομη επεξεργασία δεδομένων, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν και τα οποία περιέχονται στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα προσέβαλε, λόγω της δημοσιεύσεως των δεδομένων αυτών, όχι μόνον το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής, αλλά και το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής του ζωής. Η δημοσιοποίησή τους είχε, κατά τον αναιρεσείοντα, αρνητικό αντίκτυπο στις σχέσεις του με τις θυγατέρες του, σχέσεις οι οποίες κλονίσθηκαν σοβαρά από τη δημοσίευση των εν λόγω στοιχείων, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, την ερωτική σχέση του πατέρα τους με τη φίλη του, η οποία εκτέθηκε δημοσίως, καθώς και για τις αυστηρώς προσωπικές συνδιαλέξεις τους. Εντεύθεν προέκυψε αίσθημα απογοητεύσεως και αδικίας, ενώ προσβλήθηκε η τιμή και η επαγγελματική υπόληψη του αναιρεσείοντος. Η εν λόγω δημοσιοποίηση προσέβαλε επίσης το δικαίωμα σεβασμού των επικοινωνιών του το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη.

134    Η Ευρωπόλ δεν προέβαλε κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα ως προς το υποστατό της προβαλλόμενης από τον αναιρεσείοντα ηθικής βλάβης και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης επεξεργασίας δεδομένων και της βλάβης αυτής. Περιορίσθηκε να υποστηρίξει ότι το πρώτο σκέλος του αιτητικού έπρεπε να απορριφθεί, συνεπεία μη αποδείξεως ζημιογόνου γεγονότος ή αδυναμίας καταλογισμού του στην Ευρωπόλ.

135    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις σχετικά με το υποστατό της ζημίας και την αιτιώδη συνάφεια, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στοιχειοθετείται μόνον εφόσον ο ενάγων έχει πράγματι υποστεί πραγματική και βέβαιη ζημία, η δε ζημία απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την προβαλλόμενη παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης. Εναπόκειται στον ενάγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στον δικαστή της Ένωσης προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη και την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας, καθώς και την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσεως αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψεις 61 και 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

136    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 124 της παρούσας αποφάσεως, η παράνομη επεξεργασία δεδομένων η οποία συνίστατο στη δημοσιοποίηση σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα δεδομένων σχετικών με αυστηρώς προσωπικές συνδιαλέξεις μεταξύ του αναιρεσείοντος και της φίλης του κατέστησε τα δεδομένα αυτά προσβάσιμα στο κοινό, όπως προκύπτει από τη δημοσίευσή τους στον σλοβακικό Τύπο. Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των συνδιαλέξεων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσέβαλε, αφενός, το δικαίωμα του αναιρεσείοντος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του καθώς και των επικοινωνιών του, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, και, αφετέρου, την τιμή και την υπόληψή του, όπερ του προκάλεσε ηθική βλάβη.

137    Προς αποκατάσταση της προβαλλόμενης στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του αιτητικού ζημίας, ο αναιρεσείων ζητεί την επιδίκαση ποσού 50 000 ευρώ.

138    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση του πρώτου σκέλους του αιτητικού έπρεπε να περιορισθεί στην προβαλλόμενη ζημία η οποία απορρέει μόνον από τη δημοσιοποίηση των απομαγνητοφωνήσεων των αυστηρώς προσωπικών και σεξουαλικού χαρακτήρα συνδιαλέξεων του αναιρεσείοντος με τη φίλη του, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει, άμεσα ή έμμεσα, το υποστατό της δημοσιοποιήσεως των φωτογραφιών οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως.

139    Δεδομένου ότι η μερική αυτή απόρριψη του πρώτου σκέλους του αιτητικού δεν προσβλήθηκε στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να αποκλεισθεί αυτό το μέρος της προβαλλομένης ζημίας από την αποζημίωση η οποία πρέπει να επιδικασθεί στον αναιρεσείοντα.

140    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι η ηθική βλάβη την οποία υπέστη ο αναιρεσείων λόγω της δημοσιοποιήσεως των απομαγνητοφωνήσεων των αυστηρώς προσωπικών συνδιαλέξεών του με τη φίλη του θα ικανοποιηθεί προσηκόντως με την επιδίκαση σε αυτόν, κατά δίκαιη κρίση, χρηματικής ικανοποιήσεως ύψους 2 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

141    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

142    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το ανωτέρω άρθρο 138, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

143    Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων ζητεί την έκδοση αποφάσεως επί των δικαστικών εξόδων «στο πλαίσιο της κύριας δίκης». Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι με τα αιτήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως ζήτησε να καταδικασθεί η Ευρωπόλ στα δικαστικά έξοδα, εντούτοις, με την αίτησή του αναιρέσεως, δεν υπέβαλε αίτημα περί των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής διαδικασίας.

144    Η Ευρωπόλ ζήτησε την καταδίκη του αναιρεσείοντος στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

145    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι αμφότεροι οι διάδικοι ηττήθηκαν εν μέρει τόσο κατ’ αναίρεση όσο και πρωτοδίκως, έκαστος εξ αυτών φέρει τα δικαστικά του έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

146    Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Σλοβακική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Kočner κατάΕυρωπόλ (T528/20, EU:T:2021:631), κατά το μέρος που απορρίπτει το πρώτο σκέλος του αιτητικού όπως αυτό οριοθετήθηκε στην ανωτέρω απόφαση.

2)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3)      Υποχρεώνει τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) να καταβάλει αποζημίωση ύψους 2 000 ευρώ στον Marián Kočner.

4)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή.

5)      Ο Marián Kočner και η Ευρωπόλ φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

6)      Η Σλοβακική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβακική.