Language of document : ECLI:EU:T:2022:421

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2022 (*)

«Θεσμικό δίκαιο – Μέλος του Κοινοβουλίου – Άρνηση του Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητα του ευρωβουλευτή και τα συναφή δικαιώματα σε εκλεγμένους υποψηφίους – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη που δεν υπόκειται σε προσφυγή – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑388/19,

Carles Puigdemont i Casamajó, κάτοικος Βατερλώ (Βέλγιο),

Antoni Comín i Olivares, κάτοικος Βατερλώ,

εκπροσωπούμενοι από τους P. Bekaert, G. Boye και S. Bekaert, δικηγόρους, και από τον B. Emmerson, QC,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους N. Görlitz και T. Lukácsi και την C. Burgos,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την A. Gavela Llopis,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Μαρκουλλή, πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen, J. Schwarcz, Κ. Ηλιόπουλο (εισηγητή) και R. Norkus, δικαστές,

γραμματέας: Ηλ. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή τους βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγοντες Carles Puigdemont i Casamajó και Antoni Comín i Oliveres ζητούν την ακύρωση, αφενός, της από 29 Μαΐου 2019 εντολής του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να μην τύχουν της υπηρεσίας υποδοχής και συνδρομής που παρέχεται στους νεοεκλεγέντες ευρωβουλευτές και να μην τους χορηγηθεί προσωρινή διαπίστευση και, αφετέρου, της περιεχόμενης σε έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019 άρνησης του Προέδρου του Κοινοβουλίου να τους αναγνωρίσει την ιδιότητα του ευρωβουλευτή.

 Νομικό πλαίσιο

 Το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2        Το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 266, στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 7) ορίζει τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:

α)      εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους,

β)      εντός της επικρατείας άλλων κρατών μελών της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.

Η ασυλία τούς καλύπτει επίσης όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του […] Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν.

[…]»

 Η εκλογική πράξη

3        Το άρθρο 5 της πράξης περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία (JO 1976, L 278, σ. 5), η οποία προσαρτάται στην απόφαση 76/787/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 (JO 1976, L 278, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2002/772/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002 και της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ 2002, L 283, σ. 1, στο εξής: εκλογική πράξη), ορίζει τα εξής:

«1.      Η πενταετής περίοδος για την οποία εκλέγονται τα μέλη του […] Κοινοβουλίου αρχίζει με την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά από κάθε εκλογές.

[…]

2.      Η θητεία κάθε μέλους του […] Κοινοβουλίου αρχίζει και λήγει ταυτόχρονα με την περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.»

4        Το άρθρο 7 της εκλογικής πράξης ορίζει τα εξής:

«1.      Η ιδιότητα του μέλους του […] Κοινοβουλίου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του:

–        μέλους της Κυβέρνησης κράτους μέλους,

–        μέλους της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής,

–        δικαστή, γενικού εισαγγελέα ή γραμματέα του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης],

–        μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

–        μέλους του [Ευρωπαϊκού] Ελεγκτικού Συνεδρίου,

–        [Ευρωπαίου] Διαμεσολαβητή,

–        μέλους της [Ευρωπαϊκής] Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

–        μέλους της Επιτροπής των Περιφερειών,

–        μέλους επιτροπών ή οργανισμών που συνεστήθησαν δυνάμει ή κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας ενόψει της διαχειρίσεως κοινοτικών ταμείων ή για την άσκηση πάγιων και άμεσων καθηκόντων διοικητικής διαχειρίσεως,

–        μέλους του διοικητικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής ή υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων,

–        εν ενεργεία υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή των οργάνων ή οργανισμών που συνδέονται με αυτά ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

2.      Από την εκλογή του […] Κοινοβουλίου του 2004, η ιδιότητα του μέλους του […] Κοινοβουλίου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους εθνικού Κοινοβουλίου.

[…]

3.      Επιπλέον, κάθε κράτος μέλος μπορεί να επεκτείνει τα ασυμβίβαστα που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου [8].

[…]»

5        Το άρθρο 8 της εκλογικής πράξης έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας πράξης, η εκλογική διαδικασία διέπεται, σε κάθε κράτος μέλος, από τις εθνικές διατάξεις.

Οι εθνικές αυτές διατάξεις, που ενδεχομένως λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των κρατών μελών, δεν πρέπει συνολικά να θίγουν την αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος.»

6        Το άρθρο 12 της εκλογικής πράξης προβλέπει τα εξής:

«Το […] Κοινοβούλιο ελέγχει τις εντολές των μελών του […] Κοινοβουλίου. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που ανακοινώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη και αποφαίνεται επί των ενστάσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προβληθούν βάσει των διατάξεων της παρούσας πράξης, εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή.»

7        Το άρθρο 13 της εκλογικής πράξης ορίζει τα εξής:

«1.      Μια βουλευτική έδρα χηρεύει όταν η θητεία μέλους του […] Κοινοβουλίου λήξει λόγω παραίτησης ή θανάτου του ή έκπτωσης από το αξίωμά του.

2.      Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας πράξης, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τις κατάλληλες διαδικασίες πλήρωσης τυχόν χηρεύουσας έδρας για το υπόλοιπο της πενταετούς περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο [5].

3.      Όταν η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει ρητώς την έκπτωση μέλους του […] Κοινοβουλίου από το αξίωμά του, η θητεία του λήγει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτής της νομοθεσίας. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν σχετικά το […] Κοινοβούλιο.

[…]»

 Ο εσωτερικός κανονισμός του Κοινοβουλίου (2019-2024)

8        Το άρθρο 3 του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου που εφαρμόζεται στην ένατη κοινοβουλευτική περίοδο (2019-2024) (στο εξής: εσωτερικός κανονισμός), το οποίο φέρει τον τίτλο «Έλεγχος της εντολής», ορίζει τα εξής:

«1.      Μετά τις γενικές εκλογές του […] Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος [του Κοινοβουλίου] καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο χωρίς καθυστέρηση τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.

Συγχρόνως, ο Πρόεδρος [του Κοινοβουλίου] εφιστά την προσοχή των αρχών αυτών στις σχετικές διατάξεις της [εκλογικής πράξης] και τις καλεί να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί κάθε ασυμβίβαστο με το αξίωμα του βουλευτή του […] Κοινοβουλίου.

2.      Οι βουλευτές, η εκλογή των οποίων έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο, προβαίνουν σε γραπτή δήλωση, προτού καταλάβουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο, ότι δεν κατέχουν οιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του βουλευτή του […] Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή 2 της [εκλογικής πράξης]. Κατόπιν γενικών εκλογών, η δήλωση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο έξι ημέρες πριν από την πρώτη σύνοδο του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές. Έως ότου ελεγχθεί η εντολή των βουλευτών ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχουν προηγουμένως υπογράψει την προαναφερθείσα έγγραφη δήλωση, οι βουλευτές καταλαμβάνουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο και συμμετέχουν στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.

Εφόσον έχει διαπιστωθεί με στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό ότι βουλευτής κατέχει αξίωμα ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του βουλευτή του […] Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1 ή 2, της [εκλογικής πράξης], το Κοινοβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που προσκομίζει ο Πρόεδρός του, διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.

3.      Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της [εκλογικής πράξης], πλην των αμφισβητήσεων που, σύμφωνα με την πράξη αυτή, εμπίπτουν αποκλειστικά στις εθνικές διατάξεις στις οποίες παραπέμπει η εν λόγω πράξη.

Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη κοινοποίηση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων, καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών, με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.

Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ο τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απαιτούνται κατά το παρόν άρθρο, καθώς και κατά το παράρτημα I του παρόντος Κανονισμού.

[…]»

9        Το άρθρο 8 του εσωτερικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Επείγουσα δράση του Προέδρου [του Κοινοβουλίου] για την επιβεβαίωση της ασυλίας» ορίζει τα εξής:

«1.      Σε επείγουσες περιπτώσεις, αν βουλευτής συνελήφθη ή η ελευθερία κινήσεών του περιορίσθηκε κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει τα προνόμια και τις ασυλίες του, ο Πρόεδρος [του Κοινοβουλίου], ύστερα από διαβούλευση με τον πρόεδρο και τον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλία με σκοπό την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών του συγκεκριμένου βουλευτή. Ο Πρόεδρος [του Κοινοβουλίου] γνωστοποιεί την πρωτοβουλία του στην επιτροπή και ενημερώνει το Κοινοβούλιο.

[…]»

10      Το άρθρο 9 του εσωτερικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε αίτημα το οποίο απευθύνεται στον Πρόεδρο [του Κοινοβουλίου] από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ή από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας, ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

2.      Με τη σύμφωνη γνώμη του ενδιαφερόμενου βουλευτή ή πρώην βουλευτή, το αίτημα μπορεί να υποβάλλεται από άλλο βουλευτή, στον οποίο μπορεί να επιτραπεί να εκπροσωπεί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή ή πρώην βουλευτή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.

[…]»

11      Τέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του εσωτερικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Κώδικας δεοντολογίας για τους βουλευτές του […] Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων», ορίζει τα εξής:

«Για λόγους διαφάνειας, οι βουλευτές του […] Κοινοβουλίου υποβάλλουν με ατομική τους ευθύνη δήλωση οικονομικών συμφερόντων στον Πρόεδρο έως το τέλος της πρώτης περιόδου συνόδου που έπεται των εκλογών για την ανάδειξη του […] Κοινοβουλίου (ή εντός 30 ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου), χρησιμοποιώντας το έντυπο που εγκρίνεται από το προεδρείο σύμφωνα με το άρθρο 9. Κοινοποιούν στον Πρόεδρο οποιεσδήποτε αλλαγές που επηρεάζουν τη δήλωσή τους μέχρι το τέλος του μήνα που ακολουθεί κάθε επερχόμενη αλλαγή.»

 Ο ισπανικός εκλογικός νόμος

12      Το άρθρο 224 του Ley orgánica 5/1985 de Régimen Electoral General (οργανικού νόμου 5/1985 περί γενικού εκλογικού καθεστώτος), της 19ης Ιουνίου 1985 (Boletín Oficial del Estado αριθ. 147, της 20ής Ιουνίου 1985, σ. 19110, στο εξής: ισπανικός εκλογικός νόμος), ορίζει τα εξής:

«1.      Η Junta Electoral Central (Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, Ισπανία) προβαίνει, το αργότερο έως την εικοστή ημέρα μετά τις εκλογές, στην καταμέτρηση των ψήφων σε εθνικό επίπεδο, στην απονομή των εδρών που αντιστοιχούν στους υποψηφίους και στην ανακήρυξη της εκλογής των υποψηφίων.

2.      Εντός πέντε ημερών από την ανακήρυξη της εκλογής τους, οι εκλεγέντες υποψήφιοι οφείλουν να δώσουν όρκο ή να παράσχουν υπόσχεση υπακοής στο [ισπανικό] Σύνταγμα ενώπιον της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή κηρύσσει κενές τις έδρες των μελών του […] Κοινοβουλίου τα οποία δεν έχουν δώσει όρκο υπακοής στο [ισπανικό] Σύνταγμα, αναστελλομένων όλων των προνομίων που, ως εκ της θέσεώς τους, θα απήλαυαν, έως ότου δοθεί ο εν λόγω όρκος.

[…]»

 Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής πραγματικά περιστατικά

13      Ο C. Puigdemont i Casamajó ήταν πρόεδρος της Generalitat de Cataluña (Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία) και ο A. Comín i Oliveres μέλος της Gobierno autonómico de Cataluña (Κυβέρνησης της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία) κατά τον χρόνο έκδοσης του Ley 19/2017 del Parlamento de Cataluña, reguladora del referéndum de autodeterminación (νόμου 19/2017 του Κοινοβουλίου της Καταλονίας, για τη ρύθμιση του δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως), της 6ης Σεπτεμβρίου 2017 (DOGC αριθ. 7449A της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1), και του Ley 20/2017 del Parlamento de Cataluña, de transitoriedad jurídica y fundacional de la República (νόμου 20/2017 του Κοινοβουλίου της Καταλονίας, περί νομικής μεταβάσεως και ιδρυτικού της Δημοκρατίας), της 8ης Σεπτεμβρίου 2017 (DOGC αριθ. 7451A της 8ης Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1), καθώς και κατά τον χρόνο διεξαγωγής, την 1η Οκτωβρίου 2017, του δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως που προέβλεπε ο πρώτος από τους δύο ως άνω νόμους, η ισχύς των διατάξεων του οποίου είχε εν τω μεταξύ ανασταλεί με απόφαση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία).

14      Κατόπιν της εκδόσεως των προμνησθέντων νόμων και της διεξαγωγής του σχετικού δημοψηφίσματος, η Ministerio fiscal (εισαγγελική αρχή, Ισπανία), ο Abogado del Estado (νομικός σύμβουλος του κράτους, Ισπανία) και το πολιτικό κόμμα VOX κίνησαν ποινική διαδικασία κατά διαφόρων προσώπων, περιλαμβανομένων των προσφευγόντων, θεωρώντας ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν τελέσει πράξεις που στοιχειοθετούσαν, μεταξύ άλλων, τα αδικήματα της «στάσης» και της «κατάχρησης δημόσιων πόρων».

15      Με διάταξη της 9ης Ιουλίου 2018, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) διαπίστωσε τη μη παράσταση των προσφευγόντων, μετά τη φυγή τους από την Ισπανία, και ανέστειλε την ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί εις βάρος τους έως ότου εντοπισθούν εκ νέου.

16      Εξάλλου, οι προσφεύγοντες έθεσαν υποψηφιότητα στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι οποίες διεξήχθησαν στην Ισπανία στις 26 Μαΐου 2019 (στο εξής: εκλογές της 26ης Μαΐου 2019), ως επικεφαλής του εκλογικού συνδυασμού Lliures per Europa (Junts).

17      Στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019, ο προμνησθείς εκλογικός συνδυασμός έλαβε 1 018 435 ψήφους στις οποίες αντιστοιχούσαν δύο έδρες στο Κοινοβούλιο.

18      Στις 29 Μαΐου 2019 ο τότε εν ενεργεία Πρόεδρος του Κοινοβουλίου (στο εξής: πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου) εξέδωσε εσωτερική εντολή προς τον Γενικό Γραμματέα του θεσμικού οργάνου (στο εξής: εντολή της 29ης Μαΐου 2019) προκειμένου να μην παρασχεθεί σε κανέναν από τους εκλεγμένους στην Ισπανία υποψηφίους πρόσβαση στο «welcome village» ούτε η συνδρομή που το θεσμικό όργανο παρέχει στους νεοεκλεγέντες στο Κοινοβούλιο υποψηφίους (στο εξής: ειδική υπηρεσία υποδοχής) και να ανασταλεί η διαπίστευσή τους έως ότου το Κοινοβούλιο λάβει επισήμως την επιβεβαίωση της εκλογής τους βάσει του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης. Κατ’ εφαρμογήν της εντολής αυτής, δεν προσφέρθηκε στους προσφεύγοντες η ειδική υπηρεσία υποδοχής και, επομένως, δεν είχαν πρόσβαση στο «welcome village» και δεν τους χορηγήθηκε προσωρινή διαπίστευση και προσωρινό σήμα.

19      Στις 13 Ιουνίου 2019 η Junta Electoral Central (Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, Ισπανία) εξέδωσε απόφαση περί «ανακήρυξης της εκλογής των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019» (Boletín Oficial del Estado αριθ. 142, της 14ης Ιουνίου 2019, σ. 62477, στο εξής: ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019). Κατά την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, βάσει του άρθρου 224, παράγραφος 1, του ισπανικού εκλογικού νόμου και των στοιχείων των συγκεντρωτικών καταμετρήσεων ψήφων που διαβιβάστηκαν από καθεμιά εκ των επαρχιακών εκλογικών επιτροπών, η Κεντρική Εκλογή Επιτροπή είχε προβεί σε νέα καταμέτρηση των ψήφων σε εθνικό επίπεδο στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019, σε κατανομή των εδρών που αντιστοιχούσαν σε κάθε υποψήφιο και σε ονομαστική ανακήρυξη των εκλεγέντων υποψηφίων, στους οποίους καταλέγονταν οι προσφεύγοντες. Στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019 αναφερόταν επίσης ότι η σύνοδος κατά την οποία οι υποψήφιοι επρόκειτο να δώσουν όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, όπως απαιτείται από το άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 17 Ιουνίου 2019.

20      Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2019 οι προσφεύγοντες ζήτησαν, κατ’ ουσίαν, από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019 τα οποία προέκυπταν από την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, να αποσύρει την εντολή της 29ης Μαΐου 2019, ώστε να μπορέσουν να έχουν πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου και στην ειδική υπηρεσία υποδοχής, και να εκδώσει εντολή προς τις υπηρεσίες του Κοινοβουλίου ώστε να μπορέσουν να καταλάβουν τις έδρες τους και να ασκήσουν τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ιδιότητά τους ως μελών του Κοινοβουλίου από τις 2 Ιουλίου 2019, ημερομηνία της πρώτης ολομέλειας μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019.

21      Στις 15 Ιουνίου 2019 ο ανακριτής του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) απέρριψε την αίτηση των προσφευγόντων περί ανάκλησης των εθνικών ενταλμάτων σύλληψης που είχαν εκδώσει εις βάρος τους τα ισπανικά ποινικά δικαστήρια προκειμένου να δικαστούν στο πλαίσιο της προμνησθείσας στη σκέψη 14 ποινικής διαδικασίας.

22      Στις 17 Ιουνίου 2019 η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή κοινοποίησε στο Κοινοβούλιο τον κατάλογο των εκλεγέντων στην Ισπανία υποψηφίων (στο εξής: ανακοίνωση της 17ης Ιουνίου 2019), στον οποίον δεν περιλαμβάνονταν τα ονόματα των προσφευγόντων.

23      Στις 20 Ιουνίου 2019 η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή αρνήθηκε, κατ’ ουσίαν, στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να δώσουν όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, όπως απαιτείται από το άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου, μέσω γραπτής δήλωσης ενώπιον συμβολαιογράφου στο Βέλγιο ή μέσω πληρεξουσίων ορισμένων με συμβολαιογραφική πράξη καταρτισθείσα στο Βέλγιο, με την αιτιολογία ότι η ορκωμοσία είναι πράξη η οποία πρέπει να τελεστεί αυτοπροσώπως ενώπιον της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής.

24      Την ίδια ημέρα η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή κοινοποίησε στο Κοινοβούλιο απόφαση με την οποία διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν δώσει όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα και, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου, κήρυξε κενές τις απονεμηθείσες στους προσφεύγοντες έδρες στο Κοινοβούλιο και ανέστειλε όλα τα προνόμια που αυτοί θα μπορούσαν να έχουν λόγω των καθηκόντων τους έως ότου δώσουν τον προμνησθέντα όρκο.

25      Με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2019 οι προσφεύγοντες ζήτησαν από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να λάβει επειγόντως, βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού, κάθε αναγκαίο μέτρο για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους και, ειδικότερα για την προάσπιση των εν λόγω προνομίων και ασυλιών, να αναγνωρίσει ότι τα εθνικά εντάλματα σύλληψης που εκδόθηκαν εις βάρος τους παραβιάζουν τα προνόμια και τις ασυλίες των οποίων τυγχάνουν δυνάμει του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, να αναγνωρίσει ότι το άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου πρωτοκόλλου προστατεύει τους ευρωβουλευτές από κάθε δικαστικό περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας τους ο οποίος μπορεί να τους εμποδίσει να εκπληρώσουν τις αναγκαίες διατυπώσεις για την ανάληψη των καθηκόντων τους και, τέλος, να διαβιβάσει πάραυτα την απόφασή του στις αρμόδιες ισπανικές αρχές.

26      Με έγγραφο της 24ής Ιουνίου 2019 οι προσφεύγοντες επανέλαβαν, κατ’ ουσίαν, το σύνολο των αιτημάτων που είχαν υποβάλει προηγουμένως με τα έγγραφα της 14ης και της 20ής Ιουνίου 2019 (βλ. σκέψεις 20 και 25 ανωτέρω), επί των οποίων δεν είχαν λάβει απάντηση.

27      Με έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019 ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου απάντησε στα έγγραφα των προσφευγόντων της 14ης, της 20ής και της 24ης Ιουνίου 2019, επισημαίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει ως μελλοντικά μέλη του Κοινοβουλίου, καθότι τα ονόματά τους δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των εκλεγμένων υποψηφίων που οι ισπανικές αρχές είχαν κοινοποιήσει επισήμως (στο εξής: έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019).

28      Κατόπιν της ως άνω απόφασης, στις 28 Ιουνίου 2019 οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή (η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑388/19) με αίτημα την ακύρωση, αφενός, της εντολής της 29ης Μαΐου 2019 και, αφετέρου, πλειόνων πράξεων που περιέχονταν στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, ήτοι, κατ’ ουσίαν, πρώτον, της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019, δεύτερον, της κήρυξης, από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, της χηρείας της έδρας που απονεμήθηκε αντιστοίχως σε κάθε προσφεύγοντα, τρίτον, της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει στους προσφεύγοντες το δικαίωμα να αναλάβουν τα καθήκοντα, να ασκήσουν το αξίωμα του ευρωβουλευτή και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από την πρώτη σύνοδο μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019 και, τέταρτον, της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, να αναλάβει επείγουσα πρωτοβουλία, βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού, για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους.

29      Την ίδια ημέρα οι προσφεύγοντες κατέθεσαν επίσης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑388/19 R.

30      Στις 2 Ιουλίου 2019 κηρύχθηκε η έναρξη της πρώτης συνόδου του νεοεκλεγέντος Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019.

31      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 10ης Οκτωβρίου 2019 η ευρωβουλευτής Diana Riba i Giner απηύθυνε, εξ ονόματος των προσφευγόντων, στον νέο Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος εξελέγη στις 3 Ιουλίου 2019 (στο εξής: νέος Πρόεδρος του Κοινοβουλίου), καθώς και στον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της επιτροπής νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου αίτημα υπογεγραμμένο από 38 ευρωβουλευτές πλειόνων εθνικοτήτων και πολιτικών κομμάτων, περιλαμβανομένης της ιδίας, ώστε το Κοινοβούλιο να προασπιστεί, βάσει του άρθρου 9 του εσωτερικού κανονισμού, την κοινοβουλευτική ασυλία των προσφευγόντων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 7.

32      Στις 14 Οκτωβρίου 2019 ο ανακριτής του ποινικού τμήματος του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) εξέδωσε εθνικό ένταλμα σύλληψης, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και διεθνές ένταλμα σύλληψης εις βάρος του C. Puigdemont i Casamajó, προκειμένου να δικαστεί στο πλαίσιο της προμνησθείσας στη σκέψη 14 ποινικής διαδικασίας. Στις 4 Νοεμβρίου 2019 ο ανακριτής του ποινικού τμήματος του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) εξέδωσε τα ίδια εντάλματα σύλληψης εις βάρος του A. Comín i Oliveres. Εν συνεχεία, οι προσφεύγοντες τέθηκαν υπό κράτηση στο Βέλγιο στις 17 Οκτωβρίου και στις 7 Νοεμβρίου 2019, αντιστοίχως, και αφέθηκαν αυθημερόν ελεύθεροι υπό όρους.

33      Με δύο έγγραφα της 10ης Δεκεμβρίου 2019, τα οποία είχαν παρόμοιο περιεχόμενο, εκ των οποίων ένα απευθυνόταν στην D. Riba i Giner και το άλλο στο σύνολο των 38 ευρωβουλευτών, ο νέος Πρόεδρος του Κοινοβουλίου απάντησε στο προμνησθέν στη σκέψη 31 αίτημα. Κατ’ ουσίαν, ο νέος Πρόεδρος του Κοινοβουλίου επισήμανε ειδικότερα ότι δεν μπορούσε να θεωρήσει τους προσφεύγοντες μέλη του Κοινοβουλίου ελλείψει επίσημης κοινοποίησης της εκλογής τους από τις ισπανικές αρχές, κατά την έννοια της εκλογικής πράξης.

34      Στις 20 Φεβρουαρίου 2020 οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως του εγγράφου της 10ης Δεκεμβρίου 2019 που ο νέος Πρόεδρος του Κοινοβουλίου απηύθυνε στην D. Riba i Giner (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω), η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑115/20.

35      Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι πρόσωπο του οποίου η εκλογή στο Κοινοβούλιο ανακηρύχθηκε επισήμως, αλλά στο οποίο δεν επιτράπηκε να εκπληρώσει ορισμένες απαιτήσεις που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο κατόπιν της ως άνω ανακηρύξεως καθώς και να μεταβεί στο Κοινοβούλιο προκειμένου να μετάσχει στην πρώτη σύνοδό του, πρέπει να θεωρηθεί ότι απολαύει ασυλίας δυνάμει του άρθρου 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 7.

36      Κατά την ολομέλεια της 13ης Ιανουαρίου 2020, μετά την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), το Κοινοβούλιο έλαβε υπόψη την εκλογή των προσφευγόντων στο Κοινοβούλιο με ισχύ από τις 2 Ιουλίου 2019 (στο εξής: δήλωση της 13ης Ιανουαρίου 2020, με την οποία το Κοινοβούλιο έλαβε υπόψη την εκλογή των προσφευγόντων).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

37      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 2019, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

38      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων βάσει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑388/19 R.

39      Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (T‑388/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:467), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό C‑646/19 P(R).

40      Με διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου [C‑646/19 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1149], η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου αναίρεσε τη διάταξη της 1ης Ιουλίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (T‑388/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:467), ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

41      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Σεπτεμβρίου 2019 το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση.

42      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Σεπτεμβρίου 2019 βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Κοινοβούλιο, αφενός, υπέβαλε αίτηση κατάργησης της δίκης για μέρος της προσφυγής και, αφετέρου, προέβαλε κατά τα λοιπά ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, οι δε προσφεύγοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως και της ενστάσεως στις 4 Νοεμβρίου 2019.

43      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιανουαρίου 2020, το Κοινοβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να καταργήσει τη δίκη για το σύνολο της προσφυγής. Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της εν λόγω αιτήσεως στις 7 Φεβρουαρίου 2020.

44      Με διάταξη της 19ης Μαρτίου 2020, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (T‑388/19 R-RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:114), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, αποφαινόμενος κατόπιν αναπομπής μετά τη διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου [C‑646/19 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1149], που μνημονεύθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω, έκρινε ότι, δεδομένης της δήλωσης της 13ης Ιανουαρίου 2020 με την οποία το Κοινοβούλιο έλαβε υπόψη την εκλογή των προσφευγόντων, δεν συνέτρεχε πλέον λόγος να αποφανθεί επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

45      Με διάταξη της 29ης Ιουλίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου και τα αιτήματα κατάργησης της δίκης της 19ης Σεπτεμβρίου 2019 και της 20ής Ιανουαρίου 2020 από κοινού με την ουσία της υποθέσεως.

46      Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2020, η πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβει υπέρ του Κοινοβουλίου.

47      Το Κοινοβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2020.

48      Το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιανουαρίου 2021.

49      Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν υπόμνημα απαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2021.

50      Το Κοινοβούλιο κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Μαρτίου 2021.

51      Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαρτίου 2021.

52      Το Κοινοβούλιο κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαρτίου 2021.

53      Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, απηύθυνε γραπτές ερωτήσεις προς τους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

54      Κατόπιν πρότασης του έκτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

55      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιανουαρίου 2022. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο παραιτήθηκε από τα αιτήματα της δίκης της 19ης Σεπτεμβρίου 2019 και της 20ής Ιανουαρίου 2020.

56      Οι προσφεύγοντες ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου της 19ης Σεπτεμβρίου 2019·

–        να ακυρώσει την εντολή της 29ης Μαΐου 2019·

–        να ακυρώσει την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019 που ανακοίνωσε επισήμως το Βασίλειο της Ισπανίας·

–        να ακυρώσει την κήρυξη της χηρείας των εδρών τους από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου με το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019·

–        να ακυρώσει την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει το δικαίωμά τους να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να ασκήσουν το αξίωμά τους και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019·

–        να ακυρώσει την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναλάβει επείγουσα πρωτοβουλία βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού προκειμένου να επιβεβαιώσει τα προνόμια και τις ασυλίες τους·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

57      Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο κατ’ ουσίαν από το Βασίλειο της Ισπανίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        όλως επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

58      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά την εντολή της 29ης Μαΐου 2019 και αντλείται από παράβαση του άρθρου 20, του άρθρου 21 και του άρθρου 39, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019 που ανακοίνωσε επισήμως το Βασίλειο της Ισπανίας και αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 39, παράγραφος 2, του Χάρτη, του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης, του άρθρου 2, του άρθρου 10, παράγραφοι 2 και 4, και του άρθρου 14, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά την προβαλλόμενη κήρυξη της χηρείας των εδρών των προσφευγόντων από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 2, του άρθρου 8 και του άρθρου 13 της εκλογικής πράξης, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του Χάρτη και το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει στους προσφεύγοντες το δικαίωμα να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να ασκήσουν το αξίωμά τους και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019 και αντλείται από παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του Χάρτη και το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 14, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού. Τέλος, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορά την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να επιβεβαιώσει τα προνόμια και τις ασυλίες των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού και αντλείται από παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, του άρθρου 39, παράγραφος 2, του Χάρτη, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

59      Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας, προβάλλει, κυρίως, το απαράδεκτο της προσφυγής, λόγω, αφενός, αοριστίας του δικογράφου της προσφυγής όσον αφορά ορισμένες πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση και, αφετέρου, έλλειψης πράξεων δεκτικών προσβολής.

60      Οι προσφεύγοντες ζητούν την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου. Αφενός, υποστηρίζουν ότι οι πράξεις των οποίων ζητούν την ακύρωση προσδιορίζονται με σαφήνεια με το δικόγραφο της προσφυγής. Αφετέρου, ισχυρίζονται ότι η προσφυγή βάλλει κατά πράξεων δυνάμενων να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

61      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής που άσκησαν οι προσφεύγοντες.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του αντικειμένου της διαφοράς

62      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αφενός, οι προσφεύγοντες επιβεβαίωσαν ότι η προσφυγή τους εξακολουθεί να βάλλει κατά της εντολής της 29ης Μαΐου 2019 (βλ. σκέψη 56, δεύτερη περίπτωση, ανωτέρω).

63      Αφετέρου, οι προσφεύγοντες επισήμαναν ότι, μολονότι εμμένουν στα αιτήματα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 56 ανωτέρω, βάλλουν κατ’ ουσίαν κατά της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών από την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019.

64      Συναφώς, οι προσφεύγοντες διευκρίνισαν ότι η προμνησθείσα άρνηση έχει παραγάγει πλείονα έννομα αποτελέσματα, περιλαμβανομένων της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει το δικαίωμά τους να αναλάβουν καθήκοντα, να ασκήσουν το αξίωμά τους και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο καθώς και της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναλάβει επείγουσα πρωτοβουλία βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους.

65      Τέλος, οι προσφεύγοντες επιβεβαίωσαν ότι, στην περίπτωση που, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν, το Γενικό Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών, δεν θα συντρέχει λόγος χωριστής εξέτασης της νομιμότητας των πράξεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 56 ανωτέρω.

66      Λαμβανομένων υπόψη των επεξηγήσεων των προσφευγόντων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 63 έως 65 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ζητούν την ακύρωση των πράξεων που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 56, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη περίπτωση, αλλά μόνον την ακύρωση της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών, συνέπεια της οποίας αποτελούν οι προμνησθείσες πράξεις.

67      Κατά δεύτερον, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Κοινοβούλιο προέβαλε το απαράδεκτο του αιτήματος που οι προσφεύγοντες προέβαλαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, σχετικά με την ακύρωση, αφενός, της προβαλλόμενης άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να προασπιστεί τα προνόμια και τις ασυλίες τους βάσει των άρθρων 7 και 9 του εσωτερικού κανονισμού και, αφετέρου, της προβαλλόμενης απόφασης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να μην παραπέμψει στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου το αίτημά τους περί προάσπισης των προνομίων και ασυλιών.

68      Με την απάντησή τους σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω), οι προσφεύγοντες επισήμαναν ότι δεν ζητούν την ακύρωση απόφασης με την οποία το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να προασπιστεί τα προνόμια και τις ασυλίες τους βάσει των άρθρων 7 και 9 του εσωτερικού κανονισμού, δεδομένου, άλλωστε, ότι τέτοια απόφαση δεν εκδόθηκε ποτέ. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες περιορίστηκαν να βάλουν κατά του γεγονότος ότι ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου δεν ανακοίνωσε το αίτημά τους για την προάσπιση των προνομίων και ασυλιών τους στην ολομέλεια και δεν παρέπεμψε το εν λόγω αίτημα στην αρμόδια επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού. Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγοντες διευκρίνισαν ότι επρόκειτο εκ νέου για έννομο αποτέλεσμα το οποίο ήταν απόρροια της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών.

69      Κατά συνέπεια, με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντες δεν ζήτησαν ούτε την ακύρωση ενδεχόμενης άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να προασπιστεί τα προνόμια και τις ασυλίες τους βάσει των άρθρων 7 και 9 του εσωτερικού κανονισμού ούτε την ακύρωση της ενδεχόμενης απόφασης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να μην ανακοινώσει στην ολομέλεια το αίτημά τους περί προάσπισης των προνομίων και ασυλιών τους και να μην παραπέμψει το εν λόγω αίτημα στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου.

70      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής είναι, κατ’ ουσίαν, η ακύρωση, αφενός, της εντολής της 29ης Μαΐου 2019 και, αφετέρου, της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει στους προσφεύγοντες την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών (στο εξής από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις).

 Επί της φύσεως των προσβαλλόμενων πράξεων

71      Με την ένσταση απαραδέκτου, πρώτον, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019 είναι πράξη αμιγώς ενημερωτικού χαρακτήρα με την οποία υπενθυμίζεται απλώς και μόνον στους προσφεύγοντες ότι, βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με νεοεκλεγέντες ευρωβουλευτές στην ένατη κοινοβουλευτική περίοδο. Δεύτερον, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και καλεί το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η εν λόγω εντολή συνιστά πράξη δεκτική προσβολής.

72      Οι προσφεύγοντες ζητούν την απόρριψη των επιχειρημάτων του Κοινοβουλίου. Πρώτον, υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών δεν έχει ενημερωτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η εν λόγω άρνηση επέφερε μεταβολή της έννομης κατάστασής τους, καθότι τους εμπόδισε, μεταξύ άλλων, να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να ασκήσουν το αξίωμά τους και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο. Επομένως, η άρνηση συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 είναι πράξη δεκτική προσφυγής, καθότι τους εμπόδισε να προβούν στις αναγκαίες διατυπώσεις για την ανάληψη των καθηκόντων τους.

73      Το Βασίλειο της Ισπανίας θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι τα προβαλλόμενα από τους προσφεύγοντες αρνητικά αποτελέσματα των προσβαλλόμενων πράξεων δεν απορρέουν από τις εν λόγω πράξεις, αλλά από τις αποφάσεις των ισπανικών αρχών.

74      Κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ όλες οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή του (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 51· βλ. επίσης απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C‑599/15 P, EU:C:2017:801, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Αντιθέτως, δεν υπόκεινται στον δικαστικό έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ οι πράξεις οι οποίες δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, όπως οι προπαρασκευαστικές, οι επιβεβαιωτικές και οι αμιγώς εκτελεστικές πράξεις, οι απλές συστάσεις και γνωμοδοτήσεις καθώς και, κατ’ αρχήν, οι εσωτερικές οδηγίες [βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 14ης Μαΐου 2012, Sepracor Pharmaceuticals (Ireland) κατά Επιτροπής, C‑477/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:292, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1995, Nutral κατά Επιτροπής, C‑476/93 P, EU:C:1995:401, σκέψη 30]. Επιπλέον, πράξεις καθαρά ενημερωτικού χαρακτήρα δεν μπορούν να επηρεάσουν τα συμφέροντα του παραλήπτη ούτε να μεταβάλουν τη νομική θέση του σε σχέση με την προγενέστερη της παραλαβής της εν λόγω πράξεως θέση (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Sina Bank κατά Συμβουλίου, T‑15/11, EU:T:2012:661, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας, η ικανότητα πράξης να παραγάγει έννομα αποτελέσματα και, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ απαιτεί να εξετάζεται η ουσία της και να εκτιμώνται τα εν λόγω αποτελέσματα με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της ίδιας της πράξης, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου της Ένωσης που την εξέδωσε (βλ. απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η προϋπόθεση της ύπαρξης πράξης δεκτικής προσφυγής περιλαμβάνεται στους λόγους απαραδέκτου δημόσιας τάξης που το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει, αν παραστεί ανάγκη και αυτεπαγγέλτως (πρβλ. διατάξεις της 14ης Ιανουαρίου 1992, ISAE/VP και Interdata κατά Επιτροπής, C‑130/91, EU:C:1992:7, σκέψη 11, και της 19ης Οκτωβρίου 2016, E-Control κατά Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας, T‑671/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:626, σκέψη 91· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:298, σημείο 62, και στην υπόθεση BSH κατά EUIPO, C‑43/15 P, EU:C:2016:129, σημείο 52).

78      Το ζήτημα του αν, αφενός, η άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει στους προσφεύγοντες την ιδιότητα του ευρωβουλευτή και, αφετέρου, η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 είναι πράξεις δεκτικές προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που προεκτέθηκαν.

 Επί της άρνησης του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητα των προσφευγόντων ως ευρωβουλευτών

79      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών είχε πλείονα έννομα αποτελέσματα όπως, πρώτον, την αδυναμία να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να ασκήσουν το αξίωμά τους και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019, δεύτερον, την κήρυξη της χηρείας των εδρών τους από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, τρίτον, την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναλάβει επείγουσα πρωτοβουλία βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους και, τέταρτον, τη μη ανακοίνωση στην ολομέλεια του αιτήματος περί προάσπισης των προνομίων και ασυλιών τους, βάσει του άρθρου 9 του εσωτερικού κανονισμού, και τη μη παραπομπή του εν λόγω αιτήματος στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου.

80      Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας, υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη των αποτελεσμάτων που προβάλλουν οι προσφεύγοντες, τα εν λόγω αποτελέσματα δεν απορρέουν από την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών.

–       Επί του περιεχομένου του εγγράφου της 27ης Ιουνίου 2019

81      Με το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου επισήμανε κατ’ αρχάς στους προσφεύγοντες ότι, στις 17 και 20 Ιουνίου 2019, οι ισπανικές αρχές τον είχαν ενημερώσει για τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019 στην Ισπανία. Εν συνεχεία, ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου υπενθύμισε στους προσφεύγοντες ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης, «το Κοινοβούλιο λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που ανακοινώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη και ότι απόκειται, κατά πρώτον, στα εθνικά δικαστήρια να αποφανθούν επί της νομιμότητας των εθνικών διατάξεων και εκλογικών διαδικασιών». Τέλος, ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου επισήμανε ότι τα ονόματα των προσφευγόντων δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των εκλεγέντων υποψηφίων που οι ισπανικές αρχές κοινοποίησαν επισήμως στο Κοινοβούλιο και ότι, «έως την παραλαβή νέας ανακοίνωσης από τις ισπανικές αρχές, δεν [ήταν] επί του παρόντος σε θέση να [τους] αντιμετωπίσ[ει] ως μελλοντικά μέλη του [Κοινοβουλίου], όπως [είχαν ζητήσει] με το έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2019».

82      Επομένως, από τη διατύπωση του εγγράφου της 27ης Ιουνίου 2019 προκύπτει ότι ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου έλαβε απλώς και μόνον υπόψη την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων για την οποία είχε ενημερωθεί επισήμως από τις ισπανικές αρχές μέσω των ανακοινώσεων της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019.

83      Επιπλέον, από τη διατύπωση του εγγράφου της 27ης Ιουνίου 2019 συνάγεται σαφώς ότι η θέση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου μπορούσε να μεταβληθεί ανάλογα με νέες πληροφορίες που θα ελάμβανε από τις ισπανικές αρχές.

84      Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του, το εν λόγω έγγραφο απέκλειε ρητώς το ενδεχόμενο να έχει η θέση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου που διατυπωνόταν σε αυτό τον χαρακτήρα απόφασης και δη οριστικής.

–       Επί των ενδεχόμενων εννόμων αποτελεσμάτων που απορρέουν από το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019

i)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

85      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ της ιδιότητας του βουλευτή και της άσκησης του συναφούς αξιώματος.

86      Συγκεκριμένα, έχοντας επισημάνει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της εκλογικής πράξης, η θητεία του ευρωβουλευτή συμπίπτει με την πενταετή περίοδο που αρχίζει με την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά από κάθε εκλογές και ότι, ως εκ τούτου, αρχίζει και λήγει ταυτόχρονα με την ως άνω πενταετή περίοδο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε αντίθεση με την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου, η οποία, αφενός, αποκτάται κατά τη στιγμή της επίσημης ανακήρυξης της εκλογής ενός προσώπου και, αφετέρου, δημιουργεί σύνδεσμο μεταξύ του προσώπου αυτού και του θεσμικού οργάνου στο οποίο εφεξής θα ανήκει, η εντολή του μέλους του Κοινοβουλίου δημιουργεί σύνδεσμο μεταξύ του εν λόγω προσώπου και της κοινοβουλευτικής σύνθεσης της κοινοβουλευτικής περιόδου για την οποία εξελέγη. Η σύνθεση αυτή, όμως, συγκροτείται σε σώμα μόνον κατά την έναρξη της πρώτης συνόδου του «νέου» Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές, η οποία είναι εξ ορισμού μεταγενέστερη της επίσημης ανακοίνωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα κράτη μέλη (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies, C‑502/19, EU:C:2019:1115, σκέψεις 72 και 74).

87      Κατά δεύτερον, με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115, σκέψεις 70, 71 και 81), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι τα άρθρα 8 και 12 της εκλογικής πράξης έχουν την έννοια ότι πρόσωπα των οποίων η εκλογή ανακηρύχθηκε επισήμως κατέστησαν, εξ αυτού του λόγου και από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, μέλη του Κοινοβουλίου για τους σκοπούς του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 και ότι απολαύουν, για τον λόγο αυτόν, της προβλεπόμενης στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού ασυλίας.

88      Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλία καλύπτει τα μέλη του Κοινοβουλίου όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδρίασής του ή όταν επιστρέφουν από αυτόν και επομένως, μεταξύ άλλων, όταν μεταβαίνουν στην πρώτη συνεδρίαση που διεξάγεται μετά την επίσημη ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, ώστε η νέα κοινοβουλευτική σύνθεση να συνέλθει σε σύνοδο για να συγκροτηθεί σε σώμα και να προβεί στον έλεγχο της εντολής των μελών του Κοινοβουλίου. Τα εν λόγω μέλη απολαύουν, επομένως, της εν λόγω ασυλίας πριν από την έναρξη της θητείας τους (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies, C‑502/19, EU:C:2019:1115, σκέψη 80).

89      Κατά τρίτον, από τη σκέψη 89 της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η ημερομηνία επίσημης ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των εκλογών που διεξήχθησαν στην Ισπανία στις 26 Μαΐου 2019 είναι η 13η Ιουνίου 2019.

90      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί εν προκειμένω ότι οι προσφεύγοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονταν στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, απέκτησαν την ιδιότητα του ευρωβουλευτή από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και, επομένως, απήλαυαν, εξ αυτού και μόνο του λόγου, της προβλεπόμενης στο άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας. Εξάλλου, οι διάδικοι συμφωνούν πλέον επ’ αυτού.

91      Επιπλέον, από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 86 και 87 ανωτέρω, προκύπτει ότι η απόκτηση από τους προσφεύγοντες της ιδιότητας του ευρωβουλευτή, και, ως εκ τούτου, της ασυλίας του άρθρου 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 που συνδέεται με αυτήν, απορρέει αποκλειστικά και μόνον από την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019 και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση ούτε από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου ούτε από το ίδιο το Κοινοβούλιο.

92      Επομένως, ακόμη και αν το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019 δεν μνημόνευε το ζήτημα της ασυλίας των προσφευγόντων, διαπιστώνεται ότι η περιεχόμενη σε αυτό άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητα των προσφευγόντων ως ευρωβουλευτών δεν είχε, εν πάση περιπτώσει, ως αποτέλεσμα να τους αποστερήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλία, την οποία οι εθνικές αρχές όφειλαν να σεβαστούν λόγω της επίσημης ανακήρυξης και μόνον των αποτελεσμάτων των ευρωπαϊκών εκλογών.

93      Το ζήτημα του αν τα έννομα αποτελέσματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες απορρέουν από την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της σκέψης 79 που προεκτέθηκε.

ii)    Επί της αδυναμίας των προσφευγόντων να αναλάβουν καθήκοντα, να ασκήσουν το αξίωμά τους και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο

94      Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι δεν μπορούσε να εκδώσει πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των προσφευγόντων, καθότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης και βάσει της εφαρμοστέας νομολογίας, δεσμευόταν από τον κατάλογο των εκλεγέντων υποψηφίων που του είχαν κοινοποιήσει επισήμως οι ισπανικές αρχές με την ανακοίνωση της 17ης Ιουνίου 2019. Συναφώς, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του καταμερισμού των αρμοδιοτήτων που κατοχυρώνεται με την εκλογική πράξη, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις προϋποθέσεις άσκησης του αξιώματος του ευρωβουλευτή. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 8 και 12 της εκλογικής πράξης, σε συνδυασμό με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το Κοινοβούλιο δεσμευόταν να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των ισχυουσών διατάξεων της ισπανικής εκλογικής νομοθεσίας, όπως αντικατοπτρίζονταν στις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι από τις προμνησθείσες διατάξεις του άρθρου 3 του εσωτερικού κανονισμού προκύπτει ότι οι επίσημες κοινοποιήσεις που του απευθύνουν τα αρμόδια εθνικά εκλογικά όργανα είναι οι μόνες έγκυρες πηγές πληροφοριών όσον αφορά την έννομη κατάσταση των ευρωβουλευτών βάσει του εθνικού δικαίου και ότι οι εν λόγω κοινοποιήσεις αποτελούν απαραίτητο εργαλείο της εκλογικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πληροφοριών που διαβίβασε η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, δεν ήταν σε θέση, στις 27 Ιουνίου 2019, να θεωρήσει ότι οι προσφεύγοντες είχαν «αποκτήσει ανεπιφύλακτα την ιδιότητα μελλοντικών μελών του Κοινοβουλίου» και, επομένως, δεν νομιμοποιούνταν, κατ’ ουσίαν, να αναγνωρίσει το δικαίωμά τους να αναλάβουν καθήκοντα, να ασκήσουν το αξίωμα και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από τις 2 Ιουλίου 2019.

95      Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών. Κατ’ αυτούς, το κύριο ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν το Κοινοβούλιο δεσμευόταν από την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019 ή από τις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019. Συναφώς, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι από το άρθρο 12 της εκλογικής πράξης προκύπτει ότι η φράση «αποτελέσματα που ανακοινώνονται επισήμως» είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης. Στην υπό κρίση υπόθεση, τα εν λόγω αποτελέσματα ταυτίζονται, κατά τους προσφεύγοντες, με εκείνα που ανακοινώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 224, παράγραφος 1, του ισπανικού εκλογικού νόμου, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 89 της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), ήτοι τα αποτελέσματα που περιέχονται στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν είναι αρμόδιο να καθορίσει τις προϋποθέσεις άσκησης του αξιώματος του ευρωβουλευτή, όπως την προϋπόθεση του όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου. Κατά τους ίδιους, η προεκτεθείσα ερμηνεία επιρρωννύεται από την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι οι «απαιτούμενες διατυπώσεις», προκειμένου ένα πρόσωπο να καταλάβει την έδρα του στο Κοινοβούλιο, πρέπει να εκπληρωθούν ενώπιον του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Τέλος, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το Κοινοβούλιο γνώριζε ότι οι ισπανικές αρχές δεν του είχαν κοινοποιήσει τα πλήρη αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019, δεδομένου ότι του είχαν αποστείλει οι ίδιοι αντίγραφο των εν λόγω αποτελεσμάτων. Επομένως, η μη κοινοποίηση από τις ισπανικές αρχές των πλήρων αποτελεσμάτων των εν λόγω εκλογών δεν απάλλασσε το Κοινοβούλιο από την υποχρέωσή του να λάβει υπόψη τα εν λόγω αποτελέσματα.

96      Εν προκειμένω, το ζήτημα που τίθεται είναι αν ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ήταν αρμόδιος να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανακοίνωση της 17ης Ιουνίου 2019, με την οποία οι ισπανικές αρχές του κοινοποίησαν επισήμως τον κατάλογο των υποψηφίων που εξελέγησαν στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019, στον οποίον δεν περιλαμβάνονταν τα ονόματα των προσφευγόντων, μολονότι περιλαμβάνονταν στην επίσημη ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019.

97      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το Κοινοβούλιο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες. Συγκεκριμένα, οι αρχές της θεσμικής ισορροπίας και της κατανομής των αρμοδιοτήτων, όπως κατοχυρώνονται με το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, συνεπάγονται ότι κάθε θεσμικό όργανο ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του αναθέτουν οι Συνθήκες, συμφώνως προς τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς που αυτές προβλέπουν (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 102).

98      Όσον αφορά την εκλογή των ευρωβουλευτών, με την εκλογική πράξη προβλέπεται καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ του Κοινοβουλίου και των κρατών μελών.

99      Συγκεκριμένα, αφενός, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, της εκλογικής πράξης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της πράξης αυτής, η εκλογική διαδικασία διέπεται, σε κάθε κράτος μέλος, από τις εθνικές διατάξεις.

100    Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης, το Κοινοβούλιο ελέγχει τις εντολές των μελών του. Για τον σκοπό αυτόν, λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που δηλώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη και αποφαίνεται επί των ενστάσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προβληθούν βάσει των διατάξεων της εν λόγω πράξης, εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή.

101    Από το άρθρο 12, δεύτερη περίοδος, της εκλογικής πράξης συνάγεται ότι η εξουσία ελέγχου του Κοινοβουλίου υπόκειται σε δύο σημαντικούς περιορισμούς (απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου, C‑393/07 και C‑9/08, EU:C:2009:275, σκέψη 52).

102    Πρώτον, κατά το άρθρο 12, πρώτο τμήμα της δεύτερης περιόδου, της εκλογικής πράξης, κατά τον έλεγχο των εντολών, το Κοινοβούλιο λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που δηλώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη (απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου, C‑393/07 και C‑9/08, EU:C:2009:275, σκέψη 53).

103    Κατά τη νομολογία, η φράση «λαμβάνει υπόψη», όπως απαντά στο άρθρο 12 της εκλογικής πράξης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Κοινοβούλιο δεν έχει διακριτική ευχέρεια. Συγκεκριμένα, οι εθνικές αρχές είναι αρμόδιες να ανακηρύξουν τα μελλοντικά μέλη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με την εκλογική διαδικασία που διέπεται από τις εθνικές διατάξεις, όπως προκύπτει ρητώς από το άρθρο 8 της εκλογικής πράξης [πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου, C‑393/07 και C‑9/08, EU:C:2009:275, σκέψεις 55 και 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2020, Junqueras i Vies κατά Κοινοβουλίου, C‑201/20 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:818, σκέψη 66].

104    Επομένως, η φράση «λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που δηλώνονται επισήμως» σημαίνει ότι το Κοινοβούλιο, για τις πράξεις ελέγχου των εντολών των μελών του, οφείλει να στηρίζεται στην επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών, όπως προκύπτει από μια σύμφωνη με τις εθνικές διαδικασίες διαδικασία λήψης απόφασης με την οποία επιλύονται τα νομικά προβλήματα της ανακοίνωσης αυτής, η οποία συνιστά, ως εκ τούτου, προϋπάρχουσα έννομη κατάσταση, ως προς την οποία το Κοινοβούλιο δεν έχει διακριτική ευχέρεια (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου, C‑393/07 και C‑9/08, EU:C:2009:275, σκέψη 55).

105    Δεύτερον, κατά το άρθρο 12, δεύτερο τμήμα της δεύτερης περιόδου, της εκλογικής πράξης, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται επί των ενστάσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προβληθούν βάσει των διατάξεων της εν λόγω πράξης, εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή (απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου, C‑393/07 και C‑9/08, EU:C:2009:275, σκέψη 53).

106    Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο δεν αναγνωρίζει στο Κοινοβούλιο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των ενστάσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προβληθούν βάσει του δικαίου της Ένωσης στο σύνολό του, αλλά μόνον επί των ενστάσεων που προβάλλονται βάσει των διατάξεων της εκλογικής πράξης (απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου, C‑393/07 και C‑9/08, EU:C:2009:275, σκέψη 54). Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο αποκλείει ρητώς την αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να αποφαίνεται επί των ενστάσεων που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο, ακόμη και αν η εκλογική πράξη παραπέμπει στο εν λόγω δίκαιο.

107    Εξάλλου, όπως σημειώνουν το Κοινοβούλιο και ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar με τις προτάσεις του στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958, σημείο 53), μετά την επίσημη ανακήρυξη των εκλογικών αποτελεσμάτων, διάφορα γεγονότα μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα υποψήφιος ο οποίος ανακηρύχθηκε επισήμως ως εκλεγείς ευρωβουλευτής μετά την καταμέτρηση των ψήφων, να μην αναλάβει τα καθήκοντά του και να μην ασκήσει το σχετικό αξίωμα, όπως, για παράδειγμα, η ύπαρξη ασυμβιβάστου με το αξίωμα του ευρωβουλευτή ή η άρνηση του εκλεγέντος βουλευτή να αναλάβει τα καθήκοντά του. Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958, σημείο 48), διάφορα κοινοβουλευτικά συστήματα προβλέπουν την εκπλήρωση τυπικών υποχρεώσεων από τους εκλεγέντες βουλευτές πριν από την πραγματική ανάληψη των καθηκόντων τους.

108    Τούτο συμβαίνει στο ισπανικό δίκαιο, δεδομένου ότι το άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου προβλέπει ότι, εντός πέντε ημερών από την ανακήρυξη της εκλογής τους, οι εκλεγέντες υποψήφιοι οφείλουν να δώσουν όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα ενώπιον της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής, άλλως οι έδρες τους στο Κοινοβούλιο κηρύσσονται «κενές» και τα προνόμια που θα μπορούσαν να έχουν λόγω των καθηκόντων τους αναστέλλονται έως ότου δώσουν τον προμνησθέντα όρκο (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω).

109    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να αποκλειστεί το Κοινοβούλιο να πρέπει να ελέγξει τις εντολές βάσει του καταλόγου των υποψηφίων των οποίων η εκλογή ανακηρύχθηκε επισήμως, όπως αυτός τροποποιήθηκε μετά τις ενστάσεις που προβλήθηκαν βάσει του εθνικού δικαίου.

110    Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 3 του εσωτερικού κανονισμού, το οποίο διέπει τη διαδικασία ελέγχου της εντολής, ορίζει ότι η εν λόγω διαδικασία βασίζεται στην επίσημη κοινοποίηση από τα κράτη μέλη του καταλόγου των εκλογικών αποτελεσμάτων.

111    Κατ’ αρχάς, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού, μετά τις γενικές εκλογές του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο χωρίς καθυστέρηση τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.

112    Εν συνεχεία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού, οι ευρωβουλευτές των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο πρέπει να προβούν σε δήλωση περί μη συνδρομής ασυμβιβάστου και μπορούν να καταλάβουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο και να συμμετέχουν στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα έως ότου ελεγχθεί η εντολή τους ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση ενδεχόμενης ένστασης εμπίπτουσας στην αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου.

113    Τέλος, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού συνάγεται ότι το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εντολής των νεοεκλεγέντων μελών του, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής, η οποία, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, βασίζεται στην επίσημη κοινοποίηση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων καθώς και των επιλαχόντων με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.

114    Ως εκ τούτου, προκειμένου να προβεί στον έλεγχο της εντολής των μελών του, το Κοινοβούλιο πρέπει να βασίζεται στον κατάλογο των εκλεγμένων υποψηφίων που κοινοποιούν επισήμως οι εθνικές αρχές, ο οποίος θεωρείται ότι καταρτίζεται βάσει των επισήμως ανακηρυχθέντων αποτελεσμάτων και μετά τις αποφάσεις των εν λόγω αρχών επί των ενδεχόμενων ενστάσεων που στηρίζονται στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου.

115    Τα επιχειρήματα των προσφευγόντων πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που προεκτέθηκαν.

116    Κατά πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Κοινοβούλιο δεν δεσμευόταν ούτε από την ανακοίνωση της 17ης Ιουνίου 2019 ούτε από την ανακοίνωση της 20ής Ιουνίου 2019, όπως το ίδιο αναγνώρισε, δεδομένου ότι, μετά τη δήλωση της 13ης Ιανουαρίου 2020 με την οποία ελήφθη υπόψη από το Κοινοβούλιο η εκλογή των προσφευγόντων, επέτρεψε στους τελευταίους να αναλάβουν καθήκοντα, να ασκήσουν το αξίωμα και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο. Κατά τα λοιπά, οι προσφεύγοντες παρατηρούν ότι το Κοινοβούλιο γνώριζε ότι οι ισπανικές αρχές δεν του είχαν κοινοποιήσει τα πλήρη αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019, δεδομένου ότι του είχαν αποστείλει οι ίδιοι αντίγραφο των εν λόγω αποτελεσμάτων. Επομένως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι το Κοινοβούλιο υποχρεούνταν, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού, να ζητήσει από τις ισπανικές αρχές να του αποστείλουν τα πλήρη αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019. Τέλος, παραπέμποντας στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958, σημείο 51), οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι οι ισπανικές αρχές δεν κοινοποίησαν ποτέ στο Κοινοβούλιο τα αποτελέσματα των εκλογών όπως προέκυπταν από την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019 δεν απάλλασσε το Κοινοβούλιο από την υποχρέωση να τα λάβει υπόψη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης.

117    Εν προκειμένω, αφενός, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι οι προσφεύγοντες δεν εκπλήρωσαν την προβλεπόμενη στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου απαίτηση και ότι για τον λόγο αυτόν τα ονόματά τους δεν περιλήφθηκαν στην ανακοίνωση της 17ης Ιουνίου 2019, με την οποία οι ισπανικές αρχές κοινοποίησαν επισήμως στο Κοινοβούλιο τον κατάλογο των υποψηφίων που εξελέγησαν στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019.

118    Αφετέρου, ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου δεν ήταν αρμόδιος να ελέγξει το βάσιμο του αποκλεισμού ορισμένων εκλεγέντων υποψηφίων από τον προμνησθέντα κατάλογο, τον οποίον οι ισπανικές αρχές κοινοποίησαν επισήμως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού και στον οποίο αποτυπώνονταν τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019, όπως καταγράφηκαν ενδεχομένως μετά την εξέταση των ενδεχόμενων ενστάσεων που προβλήθηκαν βάσει του εθνικού δικαίου (βλ. σκέψεις 97 έως 106 ανωτέρω).

119    Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να υποστηρίξουν βασίμως ότι ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου όφειλε, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού, να ζητήσει από τις ισπανικές αρχές να του κοινοποιήσουν τα πλήρη αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019 τα οποία περιέχονταν στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019.

120    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 76 ανωτέρω, η ικανότητα πράξης να παραγάγει έννομα αποτελέσματα και, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ απαιτεί να εξετάζεται η ουσία της και να εκτιμώνται τα εν λόγω αποτελέσματα με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της ίδιας της πράξης, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε.

121    Επομένως, το γεγονός ότι, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), και αφού έλαβε υπόψη την εκλογή των προσφευγόντων στις 13 Ιανουαρίου 2020, το Κοινοβούλιο επέτρεψε στους προσφεύγοντες να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο και να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα του ευρωβουλευτή χωρίς επίσημη κοινοποίηση του κράτους μέλους δεν μπορεί να αναιρέσει τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 82 έως 84 και 100 έως 114 ανωτέρω.

122    Κατά τα λοιπά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο εξέθεσε ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομικής αβεβαιότητας που περιέβαλλε την ιδιότητα των προσφευγόντων μετά την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), και τη διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου [C‑646/19 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1149], αποφάσισε να επιτρέψει στους προσφεύγοντες να αναλάβουν τα καθήκοντα και να καταλάβουν τις έδρες τους, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού, χωρίς εντούτοις να ελέγξει την εντολή τους, καθότι τέτοιος έλεγχος απαιτούσε την προηγούμενη επίσημη κοινοποίηση της εκλογής τους από τις εθνικές αρχές.

123    Συνεπώς, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων που υπομνήσθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί.

124    Τέλος, όσον αφορά την παραπομπή από τους προσφεύγοντες στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958), υπενθυμίζεται ότι το ζήτημα που ετίθετο στην εν λόγω υπόθεση ήταν, κατ’ ουσίαν, αν πρόσωπο του οποίου η εκλογή ανακηρύχθηκε επισήμως απήλαυε της ασυλίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 7, προκειμένου να μπορέσει να εκπληρώσει τις διατυπώσεις και τις απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για την ανάληψη των καθηκόντων του.

125    Στο σημείο 50 των προτάσεών του στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958), ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar δέχθηκε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου απαίτηση μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματική ανάληψη καθηκόντων των υποψηφίων που εξελέγησαν ευρωβουλευτές. Αντιθέτως, κατά τον γενικό εισαγγελέα M. Szpunar, η εν λόγω απαίτηση δεν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση της ιδιότητας του ευρωβουλευτή και των προνομίων που απορρέουν από την εν λόγω ιδιότητα, περιλαμβανομένης της ασυλίας, άλλως πρόσωπο που έχει νομίμως εκλεγεί ευρωβουλευτής θα εμποδιζόταν να εκπληρώσει τις διατυπώσεις και τις απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για την ανάληψη των καθηκόντων του.

126    Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ερμηνευθεί το σημείο 51 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958), κατά το οποίο, μολονότι ευλόγως το Κοινοβούλιο πρέπει να ενημερώνεται για το αποτέλεσμα των εκλογών μέσω της επίσημης κοινοποίησης των κρατών μελών που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού, η απόκτηση της ιδιότητας του ευρωβουλευτή δεν απορρέει, κατ’ ουσίαν, από την εν λόγω κοινοποίηση.

127    Επομένως, η γνώμη που εκθέτει ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar στο σημείο 51 των προτάσεών του στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958) δεν μπορεί να υποστηρίξει την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι, για τον σκοπό του ελέγχου της εντολής, το Κοινοβούλιο υποχρεούνταν να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019 τα οποία περιέχονταν στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, αντί εκείνων που οι ισπανικές αρχές κοινοποίησαν επισήμως στις 17 Ιουνίου 2019.

128    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι ισπανικές αρχές δεν ήταν αρμόδιες να θεσπίσουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου απαίτηση. Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση του όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα δεν υπάγεται, κατά τους προσφεύγοντες, στην «εκλογική διαδικασία» των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 8 της εκλογικής πράξης, και, επομένως, δεν καλύπτεται από την παραπομπή του εν λόγω άρθρου στην εθνική νομοθεσία. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 223, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, απόκειται στο Κοινοβούλιο να θεσπίζει τους κανόνες και τους γενικούς όρους που θα διέπουν την εκπλήρωση των καθηκόντων των μελών του, αρμοδιότητα η οποία δεν έχει ανατεθεί στα κράτη μέλη. Επομένως, όταν ευρωβουλευτής αποκτά την εν λόγω ιδιότητα μετά την ανακήρυξη των αποτελεσμάτων των ευρωπαϊκών εκλογών, κάθε επακόλουθη διατύπωση υπάγεται στην αρμοδιότητα που προβλέπεται στο προμνησθέν άρθρο.

129    Από τις σκέψεις 97 έως 109 ανωτέρω προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των ενστάσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου σε σχέση με τις οποίες η εκλογική πράξη δεν περιέχει καμία παραπομπή, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου απαίτηση.

130    Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν είναι αρμόδιο να θεσπίσει στο εθνικό δίκαιό του την προμνησθείσα απαίτηση, ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου δεν διέθετε καμία εξουσία να επισημάνει την εν λόγω έλλειψη αρμοδιότητας και, κατά μείζονα λόγο, να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του καταλόγου των εκλεγέντων υποψηφίων που οι ισπανικές αρχές κοινοποίησαν επισήμως στις 17 Ιουνίου 2019.

131    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι επίσης αρμόδιο να εκτιμήσει, αφενός, αν το Βασίλειο της Ισπανίας είναι αρμόδιο, υπό το πρίσμα του άρθρου 223, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 8 της εκλογικής πράξης, να θεσπίσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου απαίτηση και, αφετέρου, αν η εν λόγω απαίτηση συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, καθότι τα ζητήματα αυτά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και, ενδεχομένως, του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που ασκηθεί ενώπιόν του προσφυγή κατά παραλείψεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ ή υποβληθεί σε αυτό προδικαστικό ερώτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ [πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου, C‑393/07 και C‑9/08, EU:C:2009:275, σκέψη 65, και διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2020, Junqueras i Vies κατά Κοινοβουλίου, C‑201/20 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:818, σκέψη 60].

132    Επαλλήλως, κατά το άρθρο 223, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών, με δική του πρωτοβουλία και σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, αφού ζητήσει τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την έγκριση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεσπίζει τους κανόνες και τους γενικούς όρους που θα διέπουν την εκπλήρωση των καθηκόντων των μελών του.

133    Οι δε «γενικοί όροι για την εκπλήρωση των καθηκόντων των μελών του Κοινοβουλίου» αποτελούν αντικείμενο του τίτλου I της απόφασης 2005/684/ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ 2005, L 262, σ. 1), ο οποίος επιγράφεται «Κανόνες και γενικοί όροι για την άσκηση των καθηκόντων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», και αφορούν κατ’ ουσίαν τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του ευρωβουλευτή και όχι τις διατυπώσεις που προηγούνται της ανάληψης καθηκόντων.

134    Επομένως, το άρθρο 223, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αναγνωρίζει στο Κοινοβούλιο αποκλειστική αρμοδιότητα θέσπισης του καθεστώτος των ευρωβουλευτών και, στο πλαίσιο αυτό, των «γενικών» όρων άσκησης του αξιώματος του ευρωβουλευτή. Αντιθέτως, από το εν λόγω άρθρο δεν προκύπτει ρητώς ότι το Κοινοβούλιο διαθέτει επίσης τέτοια αποκλειστική αρμοδιότητα για τη θέσπιση των προϋποθέσεων ή των απαιτήσεων που προηγούνται της ανάληψης καθηκόντων των ευρωβουλευτών.

135    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα των προσφευγόντων περί ελλείψεως αρμοδιότητας του Βασιλείου της Ισπανίας να θεσπίσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου απαίτηση, από την οποία εξαρτάται η άσκηση του αξιώματος του ευρωβουλευτή.

136    Κατά τρίτον, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι, στη σκέψη 74 της διάταξης της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου [C‑646/19 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1149], η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου έκρινε ότι η εκπλήρωση κάθε διατύπωσης επακόλουθης του αποτελέσματος της καταμέτρησης των ψήφων των εκλογέων δεν περιλαμβάνεται στην εκλογική διαδικασία.

137    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 74 της διάταξης της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου [C‑646/19 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1149], η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου έκρινε ότι, καθόσον, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, ΣΕΕ, του άρθρου 223, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 39 του Χάρτη και του άρθρου 1 της εκλογικής πράξης, η εκλογή των μελών του Κοινοβουλίου διέπεται από την αρχή της καθολικής, άμεσης, ελεύθερης και μυστικής ψηφοφορίας, δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να αποκλειστεί η πράξη με την οποία τερματίζεται η διαδικασία εκλογής των μελών του Κοινοβουλίου να είναι εκείνη που περιέχει τα αποτελέσματα της καταμέτρησης των ψήφων των εκλογέων, με αποτέλεσμα η εκπλήρωση κάθε επακόλουθης διατύπωσης η οποία επιβάλλεται από το εθνικό δίκαιο να μην περιλαμβάνεται στην εν λόγω εκλογική διαδικασία.

138    Αφενός, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προμνησθείσα εκτίμηση διατυπώθηκε πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως της διάταξης της 1ης Ιουλίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (T‑388/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:467). Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου έλαβε οριστική θέση επί του ζητήματος αυτού.

139    Αφετέρου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν είναι αρμόδιο να επιβάλει τέτοια διατύπωση, η ως άνω διαπίστωση από την Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να θεμελιώσει αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να αρνηθεί να λάβει υπόψη τον κατάλογο των εκλεγέντων υποψηφίων που οι ισπανικές αρχές κοινοποίησαν επισήμως για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 97 έως 114 και 117 έως 119 ανωτέρω.

140    Συνεπώς, ο ισχυρισμός των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

141    Κατά τέταρτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι από την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), προκύπτει ότι οι «απαιτούμενες διατυπώσεις» προκειμένου οι εκλεγέντες υποψήφιοι να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο ως ευρωβουλευτές πρέπει να εκπληρωθούν αποκλειστικά και μόνον ενώπιον του συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου.

142    Εντούτοις, ο ως άνω ισχυρισμός δεν επιβεβαιώνεται με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115).

143    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει αποκλειστικά και μόνον το ζήτημα αν το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόσωπο του οποίου η εκλογή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακηρύχθηκε επισήμως ενώ το πρόσωπο αυτό υπέκειτο σε μέτρο προσωρινής κράτησης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για σοβαρά ποινικά αδικήματα, αλλά στο οποίο δεν επιτράπηκε να εκπληρώσει ορισμένες απαιτήσεις που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο κατόπιν της ως άνω ανακηρύξεως, καθώς και να μεταβεί στο Κοινοβούλιο προκειμένου να συμμετάσχει στην πρώτη σύνοδό του, πρέπει να θεωρηθεί ότι απολαύει ασυλίας δυνάμει του άρθρου αυτού. Για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε επιπλέον να διευκρινιστεί αν η εν λόγω ασυλία συνεπαγόταν την άρση του μέτρου προσωρινής κράτησης που έχει επιβληθεί στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να μεταβεί στο Κοινοβούλιο και να εκπληρώσει εκεί τις απαιτούμενες διατυπώσεις.

144    Στη σκέψη 88 και στη δεύτερη περίπτωση του διατακτικού της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), το Δικαστήριο απάντησε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα επισημαίνοντας ότι, με την επιφύλαξη αίτησης άρσης της, η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλία πρέπει να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να μεταβεί στο Κοινοβούλιο και να εκπληρώσει εκεί τις «απαιτούμενες διατυπώσεις». Στο πλαίσιο αυτό, η παραπομπή και μόνον στις διατυπώσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ενώπιον του Κοινοβουλίου δεν έχει την έννοια ότι το Δικαστήριο απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπορεί το εθνικό δίκαιο να εξαρτά την ανάληψη των καθηκόντων ευρωβουλευτή από την ύπαρξη ορισμένων διατυπώσεων.

145    Συνεπώς, το επιχείρημα των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

146    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αδυναμία των προσφευγόντων να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να ασκήσουν το αξίωμά τους και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο δεν απορρέει από την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών, αλλά από την εφαρμογή του ισπανικού δικαίου, όπως αποτυπώνεται στις κοινοποιήσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019, σε σχέση με τις οποίες ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και, γενικότερα, το Κοινοβούλιο δεν διέθετε καμία διακριτική ευχέρεια.

147    Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να υποστηρίξουν βασίμως ότι η άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών είχε ως έννομο αποτέλεσμα να τους αποστερήσει τη δυνατότητα να αναλάβουν τα καθήκοντα, να ασκήσουν το αξίωμα και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο.

iii) Επί της προβαλλόμενης κήρυξης της χηρείας των εδρών των προσφευγόντων

148    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών, η οποία βασίστηκε στις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019, είχε ως αποτέλεσμα την κήρυξη της χηρείας των εδρών τους από τον εν λόγω Πρόεδρο, μολονότι ο λόγος που δικαιολόγησε την εν λόγω χηρεία δεν περιλαμβανόταν στους προβλεπόμενους στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της εκλογικής πράξης.

149    Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί, όπως έπραξε το Κοινοβούλιο, ότι ούτε ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ούτε το Κοινοβούλιο κήρυξαν τη χηρεία των εδρών των προσφευγόντων.

150    Επομένως, το έννομο αποτέλεσμα το οποίο, κατά τους προσφεύγοντες, προκύπτει από την κήρυξη της χηρείας των εδρών τους από το Κοινοβούλιο είναι ουσιαστικώς ανυπόστατο.

151    Εξάλλου, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εκλογικής πράξης, μια βουλευτική έδρα χηρεύει όταν η θητεία μέλους του Κοινοβουλίου λήξει λόγω παραίτησης ή θανάτου του ή έκπτωσης από το αξίωμά του. Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 3, της εκλογικής πράξης, οι εθνικές αρχές ενημερώνουν το Κοινοβούλιο για τη λήξη της θητείας ευρωβουλευτή λόγω έκπτωσης από το αξίωμά του, η οποία προβλέπεται ρητώς από το εθνικό δίκαιο.

152    Εν προκειμένω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Ισπανίας εξέθεσε ότι, παρά τη διατύπωση του άρθρου 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου, στο ισπανικό δίκαιο, η παράλειψη ορκωμοσίας δεν έχει ως αποτέλεσμα τη «χηρεία» των εδρών των εκλεγμένων υποψηφίων, κατά την έννοια του άρθρου 13 της εκλογικής πράξης, αλλά μόνον την προσωρινή αναστολή της δυνατότητας των βουλευτών να καταλάβουν τις έδρες τους. Επομένως, το Βασίλειο της Ισπανίας επιβεβαίωσε ότι οι εν λόγω έδρες παρέμεναν «στη διάθεση» των εκλεγμένων υποψηφίων, ενδεχομένως, καθ’ όλη τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου του Κοινοβουλίου, έως ότου αυτοί δώσουν τον όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του ισπανικού εκλογικού νόμου.

153    Ως εκ τούτου, και εν πάση περιπτώσει, η προσωρινή αδυναμία των προσφευγόντων να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο δεν απορρέει από την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών, αλλά από την εφαρμογή του ισπανικού δικαίου.

iv)    Επί της μη ανάληψης επείγουσας πρωτοβουλίας για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών των προσφευγόντων

154    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει την ιδιότητά τους ως ευρωβουλευτών είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου του αιτήματός τους να αναλάβει πρωτοβουλία για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 64 και 79 ανωτέρω).

155    Από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ουδόλως υποχρεούται να αναλάβει πρωτοβουλία προς επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών ευρωβουλευτή και ότι έχει συναφώς διακριτική ευχέρεια, ακόμη και όταν ο βουλευτής συλλαμβάνεται ή στερείται την ελευθερία μετακίνησής του, κατά προφανή παραβίαση των προνομίων και ασυλιών του (διάταξη της 20ής Ιανουαρίου 2021, Junqueras i Vies κατά Κοινοβουλίου, T‑734/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:15, σκέψη 44).

156    Επομένως, ακόμη και αν είχε αναγνωρίσει την ιδιότητα των προσφευγόντων ως ευρωβουλευτών, ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να αρνηθεί να αναλάβει επείγουσα πρωτοβουλία βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού.

157    Συνεπώς, η μη ανάληψη τέτοιας πρωτοβουλίας δεν μπορεί να θεωρηθεί δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα το οποίο απορρέει από την άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητα των προσφευγόντων ως ευρωβουλευτών, αλλά είναι συνέπεια της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται συναφώς σε αυτόν από το άρθρο 8 του εσωτερικού κανονισμού.

158    Επιπλέον, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η απόρριψη του αιτήματος των προσφευγόντων, βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού, να αναλάβει ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πρωτοβουλία για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους ήταν απόρροια της άρνησής του να αναγνωρίσει την ιδιότητα των προσφευγόντων ως ευρωβουλευτών, από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι τέτοια άρνηση δεν θα παρήγε, εν πάση περιπτώσει, δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των ισπανικών αρχών (πρβλ. διάταξη της 20ής Ιανουαρίου 2021, Junqueras i Vies κατά Κοινοβουλίου, T‑734/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:15, σκέψεις 62 και 65).

v)      Επί της μη ανακοίνωσης στην ολομέλεια του προβαλλόμενου αιτήματος προάσπισης των προνομίων και ασυλιών των προσφευγόντων και επί της μη παραπομπής του εν λόγω αιτήματος στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου

159    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου δεν ανακοίνωσε στην ολομέλεια το αίτημά τους περί προάσπισης των προνομίων και ασυλιών τους και δεν παρέπεμψε το εν λόγω αίτημα στην αρμόδια επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού, είναι έννομο αποτέλεσμα το οποίο απορρέει από την άρνηση του Προέδρου να αναγνωρίσει την ιδιότητα των προσφευγόντων ως ευρωβουλευτών (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω).

160    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι είχαν ζητήσει με το έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2019 από τον πρώην Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, αφενός, να αναλάβει επείγουσα πρωτοβουλία για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού και, αφετέρου, να προασπιστεί τα εν λόγω προνόμια και ασυλίες βάσει του άρθρου 9 του εσωτερικού κανονισμού. Επιπλέον, στο ίδιο έγγραφο οι προσφεύγοντες είχαν δώσει έμφαση στο άρθρο 8 του εσωτερικού κανονισμού, κατ’ ουσίαν προκειμένου να υπογραμμίσουν απλώς την επείγουσα κατάσταση με την οποία βρίσκονταν αντιμέτωποι. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν επίσης ότι τα άρθρα 8 και 9 του εσωτερικού κανονισμού δεν θεσπίζουν διακριτές διαδικασίες και ότι, επομένως, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποίησης του αιτήματος επείγουσας επιβεβαίωσης των προνομίων και ασυλιών, κατά την έννοια του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού, από το αίτημα προάσπισης των εν λόγω προνομίων και ασυλιών, κατά την έννοια του άρθρου 9 του ίδιου κανονισμού.

161    Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού, κάθε αίτημα το οποίο απευθύνεται στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση των προνομίων και ασυλιών ανακοινώνεται στην ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

162    Επομένως, από το γράμμα της προμνησθείσας διάταξης προκύπτει ότι η εφαρμογή της εξαρτάται από την ύπαρξη αιτήματος προάσπισης των προνομίων και ασυλιών το οποίο υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου από βουλευτή ή πρώην βουλευτή.

163    Εν προκειμένω, αφενός, με το έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2019, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από τον πρώην «Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να λάβει επειγόντως, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του [εσωτερικού κανονισμού και] κατόπιν διαβούλευσης με τον πρόεδρο της επιτροπής νομικών θεμάτων, κάθε αναγκαίο μέτρο για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών [τους]». Το εν λόγω αίτημα είχε υπογραμμιστεί με έντονους χαρακτήρες και δεν αφορούσε τα άρθρα 7 και 9 του εσωτερικού κανονισμού. Αφετέρου, οι προσφεύγοντες παρέθεσαν τα ως άνω μέτρα των οποίων τη λήψη ζητούσαν «ειδικότερα», στα οποία περιλαμβανόταν η προάσπιση των προνομίων και ασυλιών τους (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω).

164    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το προμνησθέν αίτημα προάσπισης των προνομίων και ασυλιών δεν διατυπώθηκε χωριστά, αλλά περιλήφθηκε στο πλαίσιο του αιτήματος που αφορούσε την επείγουσα λήψη μέτρων για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού, μόνο άρθρο το οποίο μνημονευόταν ρητώς στο έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2019.

165    Εξάλλου, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, από τη νομολογία προκύπτει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αιτήματος που βασίζεται στο άρθρο 8 του εσωτερικού κανονισμού και αιτήματος προάσπισης των προνομίων και ασυλιών που βασίζεται στα άρθρα 7 και 9 του εν λόγω κανονισμού (διάταξη της 20ής Ιανουαρίου 2021, Junqueras i Vies κατά Κοινοβουλίου, T‑734/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:15, σκέψεις 42 έως 46, 57 και 61).

166    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ουσιαστικώς ανυπόστατου αιτήματος προάσπισης των προνομίων και ασυλιών, δεόντως υποβληθέντος από τους προσφεύγοντες βάσει των άρθρων 7 και 9 του εσωτερικού κανονισμού, η άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητα των προσφευγόντων ως ευρωβουλευτών δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη μη ανακοίνωση στην ολομέλεια και τη μη παραπομπή του εν λόγω αιτήματος στην αρμόδια επιτροπή.

167    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η άρνηση του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει την ιδιότητα των προσφευγόντων ως ευρωβουλευτών δεν είναι πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανή να θίξει τα συμφέροντα των προσφευγόντων κατά την προμνησθείσα στη σκέψη 74 ανωτέρω νομολογία.

168    Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω άρνησης είναι απαράδεκτη.

 Επί της εντολής της 29ης Μαΐου 2019

169    Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι με την εντολή της 29ης Μαΐου 2019 αναστέλλεται απλώς και μόνον προσωρινά μια άτυπη πρακτική, η οποία δεν είχε προβλεφθεί ποτέ ως δεσμευτική νομική υποχρέωση για το Κοινοβούλιο. Επομένως, η εν λόγω εντολή δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

170    Οι προσφεύγοντες αντικρούουν την ως άνω ένσταση απαραδέκτου υποστηρίζοντας ότι, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζεται το Κοινοβούλιο, η επίμαχη πρακτική συνιστά «απαραίτητο στάδιο» προκειμένου οι εκλεγέντες υποψήφιοι να μπορέσουν κατ’ ουσίαν να αναλάβουν τα καθήκοντα και να ασκήσουν το αξίωμά τους, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού.

171    Από την ημέρα των εκλογών και ως το τέλος της εβδομάδας της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές του Κοινοβουλίου, πρακτική του θεσμικού οργάνου είναι να παρέχει στους νεοεκλεγέντες υποψηφίους ειδική υπηρεσία υποδοχής στις εγκαταστάσεις του.

172    Σκοπός της εν λόγω υπηρεσίας είναι να συνδράμει τους εκλεγέντες υποψηφίους, πριν από την έναρξη της θητείας τους, στην αρχική επαφή τους με το Κοινοβούλιο και να διευκολύνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό την ανάληψη των καθηκόντων τους.

173    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο εξέθεσε ότι, στο πλαίσιο της ειδικής υπηρεσίας υποδοχής, κατ’ αρχάς, οι εκλεγέντες υποψήφιοι αποκτούν είτε προσωρινή διαπίστευση, με προσωρινό σήμα το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου, είτε οριστική διαπίστευση, με οριστικό σήμα, όταν το κράτος μέλος ιθαγένειάς τους έχει ήδη απευθύνει στο Κοινοβούλιο την επίσημη κοινοποίηση των αποτελεσμάτων των ευρωπαϊκών εκλογών, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 3 του εσωτερικού κανονισμού. Εν συνεχεία, οι εκλεγέντες υποψήφιοι έχουν πρόσβαση σε οργανωμένα κατά θεματική γραφεία, τα οποία τους παρέχουν πληροφορίες, μεταξύ άλλων, σχετικά με τις αναγκαίες διοικητικές διατυπώσεις και με τα οικονομικά ζητήματα. Τέλος, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι, για τη διεκπεραίωση των διοικητικών διατυπώσεων που είναι αναγκαίες για την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι εκλεγέντες υποψήφιοι πρέπει να επικοινωνούν απευθείας με τις διοικητικές υπηρεσίες του θεσμικού οργάνου.

174    Επιπλέον, το οριστικό σήμα που χορηγείται στους υποψηφίους των οποίων η εκλογή κοινοποιήθηκε επισήμως στο Κοινοβούλιο ισχύει από την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου.

175    Εξάλλου, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι, στην πράξη, η διαδικασία ελέγχου της εντολής, η οποία διεξάγεται από την επιτροπή νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού, ξεκινά επίσης μετά την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές. Κατά την περίοδο ελέγχου της εντολής, η οποία μπορεί να διαρκέσει πλείονες μήνες, οι εκλεγμένοι υποψήφιοι μπορούν να υποβάλουν κάθε χρήσιμη πληροφορία ή έγγραφο στην εν λόγω επιτροπή, περιλαμβανομένης της δήλωσης ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους ασυμβίβαστο.

176    Συναφώς, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε όντως ότι, καίτοι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού προβλέπει ότι η δήλωση περί μη συνδρομής ασυμβιβάστου πρέπει να πραγματοποιηθεί «εφόσον είναι δυνατόν» το αργότερο έξι ημέρες πριν από την πρώτη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές, τούτο δεν συνιστά επ’ ουδενί υποχρέωση.

177    Εν προκειμένω, μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019, το Κοινοβούλιο παρέσχε την ειδική υπηρεσία υποδοχής στο πλαίσιο του «welcome village» που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) και στο Στρασβούργο (Γαλλία) έως τις 4 Ιουλίου 2019.

178    Με την εντολή της 29ης Μαΐου 2019, την οποία ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου εξέδωσε προφορικώς, αποφασίστηκε, αφενός, να μη χορηγηθούν προσωρινές διαπιστεύσεις στους εκλεγέντες στην Ισπανία υποψηφίους και να ανασταλούν οι προσωρινές διαπιστεύσεις που είχαν ήδη χορηγηθεί σε ορισμένους εκ των υποψηφίων αυτών και, αφετέρου, να μην επιτραπεί η πρόσβαση των εν λόγω υποψηφίων στο «welcome village» έως ότου οι ισπανικές αρχές κοινοποιήσουν επισήμως το αποτέλεσμα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019. Όπως προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμα του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου της 30ής Μαΐου 2019, το οποίο το Κοινοβούλιο προσκόμισε προσαρτημένο στην ένσταση απαραδέκτου της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, σκοπός της εν λόγω εντολής ήταν η αποφυγή παρέμβασης στην εθνική εκλογική διαδικασία, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα των εκλογών δεν ήταν ακόμη οριστικά και η καταμέτρηση των ψήφων ήταν ακόμη σε εξέλιξη.

179    Κατά πρώτον, λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης της εντολής της 29ης Μαΐου 2019, όπως επεξηγήθηκε με το προμνησθέν ηλεκτρονικό μήνυμα, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου έλαβε μέτρο εσωτερικής οργάνωσης το οποίο προοριζόταν να παραγάγει μόνον προσωρινά αποτελέσματα, εν αναμονή των οριστικών αποτελεσμάτων των εκλογών που διεξήχθησαν στην Ισπανία και της επίσημης κοινοποίησης των εν λόγω αποτελεσμάτων στο Κοινοβούλιο από τις ισπανικές αρχές.

180    Κατά δεύτερον, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 ουδόλως προδίκασε τη δυνατότητα των εκλεγέντων στην Ισπανία υποψηφίων να αποκτήσουν οριστική διαπίστευση και οριστικό σήμα ώστε να μπορούν να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές. Συγκεκριμένα, από τις παρατηρήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 117, 118, 129 και 130 ανωτέρω και τις επεξηγήσεις του Κοινοβουλίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όπως υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 173 έως 175 ανωτέρω, προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να χορηγήσει την οριστική διαπίστευση και το οριστικό σήμα μόνον μετά την παραλαβή της επίσημης κοινοποίησης των αποτελεσμάτων των εκλογών η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 3 του εσωτερικού κανονισμού.

181    Κατά τρίτον, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν, όπως υποστηρίζουν, να προβούν στη δήλωση περί μη συνδρομής ασυμβιβάστου και στη δήλωση περί οικονομικών συμφερόντων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3 του εσωτερικού κανονισμού και στο άρθρο 4 του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού, αντιστοίχως, διότι δεν είχαν πρόσβαση στο «welcome village» εντός του οποίου διανέμονταν τα αναγκαία για τον σκοπό αυτόν έντυπα, η περίσταση αυτή δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, ικανή να επηρεάσει τη δυνατότητά τους να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές.

182    Αφενός, από το άρθρο 3, παράγραφοι 1, 2 και 3, του εσωτερικού κανονισμού προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ελέγχου της εντολής, μπορούν να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο μόνον οι εκλεγέντες υποψήφιοι των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αποτελεσμάτων των εκλογών, τον οποίο κοινοποιούν οι εθνικές αρχές (βλ. σκέψεις 109 έως 114 ανωτέρω). Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού, η δήλωση περί μη συνδρομής ασυμβιβάστου μπορεί να πραγματοποιηθεί μετά την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές, στοιχείο το οποίο επιβεβαίωσε το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψεις 175 και 176 ανωτέρω).

183    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι με την εντολή της 29ης Μαΐου 2019 απαγορεύθηκε στους υποψηφίους που εξελέγησαν στην Ισπανία να υποβάλουν στο Κοινοβούλιο τη δήλωση περί μη συνδρομής ασυμβιβάστου και τη δήλωση περί οικονομικών συμφερόντων. Εξάλλου, η εν λόγω εντολή δεν απευθυνόταν στους εκλεγμένους στην Ισπανία υποψηφίους, αλλά στον Γενικό Γραμματέα του θεσμικού οργάνου (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

184    Επομένως, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 δεν είχε ως αποτέλεσμα να τους εμποδίσει να προβούν στις διοικητικές διατυπώσεις που ήταν αναγκαίες για την ανάληψη των καθηκόντων τους και την άσκηση του αξιώματός τους, οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του εσωτερικού κανονισμού, ήτοι τη δήλωση περί μη συνδρομής ασυμβιβάστου και τη δήλωση περί οικονομικών συμφερόντων.

185    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 δεν αποτελεί την αιτία της αδυναμίας των προσφευγόντων να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο και να ασκήσουν το αξίωμά τους από την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές, ήτοι από τις 2 Ιουλίου 2019. Η εν λόγω εντολή αποστέρησε μόνον από τους προσφεύγοντες τη συνδρομή του Κοινοβουλίου για τον σκοπό της ανάληψης των καθηκόντων τους από την έκδοσή της και έως τις 17 Ιουνίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία οι ισπανικές αρχές διαβίβασαν στο Κοινοβούλιο την επίσημη κοινοποίηση των αποτελεσμάτων των εκλογών.

186    Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, του προσωρινού της χαρακτήρα και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η έκδοσή της, η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 δεν παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω.

187    Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως της εντολής της 29ης Μαΐου 2019 είναι απαράδεκτη.

188    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν βάλλει κατά πράξεων δεκτικών προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ενώ παρέλκει η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου επί των λοιπών ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλε το Κοινοβούλιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

189    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

190    Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και σε εκείνα στα οποία υποβλήθηκε το Κοινοβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης και των υποθέσεων T‑388/19 R και T‑388/19 R-RENV και ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑646/19 P(R), σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου.

191    Τέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Ο Carles Puigdemont i Casamajó και ο Antoni Comín i Oliveres φέρουν, εκτός από τα δικαστικά τους έξοδα, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο τόσο της κρινόμενης υπόθεσης όσο και των υποθέσεων T388/19 R, C646/19 P(R) και T388/19 R-RENV.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Μαρκουλλή

Frimodt Nielsen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

 

      Norkus

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Ιουλίου 2022.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα




*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.