Language of document : ECLI:EU:T:2022:603

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 5ης Οκτωβρίου 2022 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Αναρρωτική άδεια – Αδικαιολόγητες απουσίες – Λύση της σύμβασης χωρίς προειδοποίηση – Άρθρο 16 του ΚΛΠ – Άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ – Ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑618/21,

WV, εκπροσωπούμενος από τις L. Levi και A. Champetier, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Μεταφραστικού Κέντρου των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CdT), εκπροσωπούμενου από τον M. Garnier, επικουρούμενο από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθού-εναγομένου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, L. Truchot (εισηγητή) και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή του δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, ο προσφεύγων-ενάγων, WV, ζητεί αφενός την ακύρωση της απόφασης του διευθυντή του Μεταφραστικού Κέντρου των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CdT), της 26ης Νοεμβρίου 2020, με την οποία λύθηκε χωρίς προειδοποίηση η αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας του (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) καθώς και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της απόφασης της 17ης Ιουνίου 2021 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή του (στο εξής: απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης), και αφετέρου την αποκατάσταση της ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω των αποφάσεων αυτών.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Ο προσφεύγων-ενάγων προσελήφθη από το CdT την 1η Νοεμβρίου 1997. Στις 16 Δεκεμβρίου 2004 υπέγραψε σύμβαση αορίστου χρόνου. Από τις 23 Ιουλίου 2019 έως τις 15 Νοεμβρίου 2019 ο προσφεύγων-ενάγων βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών. Η απουσία του από τις 18 Νοεμβρίου 2019 έως τις 7 Φεβρουαρίου 2020 κρίθηκε από το CdT ως αδικαιολόγητη. Οι δε απουσίες του από τις 8 Φεβρουαρίου έως τις 10 Απριλίου 2020 και από τις 29 Απριλίου έως τις 4 Μαΐου 2020 έγιναν δεκτές από το CdT ως δικαιολογημένες. Οι απουσίες του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τις 5 Μαΐου 2020 και εφεξής κρίθηκαν ως αδικαιολόγητες.

3        Κατόπιν τηλεξέτασης του προσφεύγοντος-ενάγοντος η οποία πραγματοποιήθηκε στις 4 Μαΐου 2020 από την ιατρική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργούσα για λογαριασμό του CdT, η εν λόγω ιατρική υπηρεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων-ενάγων ήταν ικανός να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του με μειωμένο ωράριο για έναν μήνα από τις 5 Μαΐου 2020. Η ιατρική υπηρεσία ενημέρωσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι μπορούσε να υποβάλει αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση. Την επομένη, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε την εν λόγω αίτηση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 59, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

4        Διαπιστώνοντας ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν παρουσιάστηκε στις διάφορες συνεντεύξεις που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας γνωμάτευσης από ανεξάρτητο ιατρό, ο ιατρός αυτός επιβεβαίωσε την απόφαση της ιατρικής υπηρεσίας της Επιτροπής. Το CdT έκρινε, ως εκ τούτου, ότι η απουσία του προσφεύγοντος-ενάγοντος κατά την περίοδο που άρχισε στις 5 Μαΐου 2020 ήταν αδικαιολόγητη. Ο προσφεύγων-ενάγων ενημερώθηκε σχετικώς με έγγραφο του διευθυντή του CdT της 31ης Ιουλίου 2020.

5        Με έγγραφο της 10ης Αυγούστου 2020, η δικηγόρος του προσφεύγοντος-ενάγοντος ζήτησε να υπαχθεί ο τελευταίος σε καθεστώς αναπηρίας. Επισήμανε ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης της υγείας του προσφεύγοντος-ενάγοντος, δεν προβλεπόταν να αποκατασταθεί η υγεία του στο εγγύς μέλλον.

6        Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 2020, ο διευθυντής του CdT απέρριψε την αίτηση υπαγωγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος σε καθεστώς αναπηρίας. Ο προσφεύγων-ενάγων ενημερώθηκε επίσης ότι, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την αδικαιολόγητη απουσία του από τις 5 Μαΐου 2020, τη δήλωσή του ότι δεν ήταν σε θέση να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, την έλλειψη απάντησης στα τρία έγγραφα του CdT που απεστάλησαν μεταξύ 7ης Μαΐου και 7ης Αυγούστου 2020 και το συμφέρον της υπηρεσίας, το CdT προτίθετο να εφαρμόσει το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ), με σκοπό τη λύση της σύμβασης εργασίας του. Το CdT τον κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

7        Με έγγραφο της 14ης Οκτωβρίου 2020, η δικηγόρος του προσφεύγοντος-ενάγοντος, αναφερόμενη στο από 14 Σεπτεμβρίου 2020 έγγραφο του διευθυντή του CdT, κοινοποίησε στο CdT τις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος-ενάγοντος σχετικά με την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

8        Στις 26 Νοεμβρίου 2020, βάσει του άρθρου 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία λύθηκε χωρίς προειδοποίηση η σύμβαση εργασίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

9        Στις 26 Φεβρουαρίου 2021 ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

10      Στις 17 Ιουνίου 2021 ο διευθυντής του CdT απέρριψε τη διοικητική ένσταση.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να ακυρώσει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης,

–        να υποχρεώσει το CdT να αποκαταστήσει την περιουσιακή του ζημία και να του καταβάλει το ποσό των 15 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη,

–        να καταδικάσει το CdT στα δικαστικά έξοδα.

12      Το CdT ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε ακυρωτικά αιτήματα καθώς και αιτήματα αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης.

 Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

14      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της απόφασης περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης.

15      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά το αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος να ακυρωθεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, η απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα ακυρωτικά αιτήματα που βάλλουν τυπικώς κατά της απόφασης περί απόρριψης διοικητικής ένστασης έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, όταν τα εν λόγω αιτήματα δεν έχουν, αυτά καθεαυτά, αυτοτελές περιεχόμενο (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, AQ κατά eu-LISA, T‑164/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:456, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης απλώς επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία λύθηκε χωρίς προειδοποίηση η σύμβαση εργασίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος, το αίτημα για ακύρωση της απόφασης περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο. Επομένως, παρέλκει η διατύπωση κρίσης ειδικώς επί του αιτήματος αυτού, μολονότι, κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της απόφασης περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης, καθόσον η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, AQ κατά eu-LISA, T‑164/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:456, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

17      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά εσφαλμένη νομική βάση της απόφασης με την οποία λύθηκε η επίδικη σύμβαση, ο δεύτερος τη μη προσφυγή του CdT στην επιτροπή αναπηρίας, την εκ μέρους του CdT λύση της επίδικης σύμβασης χωρίς στάθμιση όλων των κρίσιμων στοιχείων και περιστάσεων με το συμφέρον του προσφεύγοντος-ενάγοντος καθώς και αντιφατική αιτιολογία και ο τρίτος προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως.

18      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση της απόφασης περί λύσης της σύμβασής του στο μέτρο που, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο προσφεύγων-ενάγων δεν βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών, αλλά, κατά το CdT, απουσίαζε αδικαιολόγητα, οπότε, κατά την ημερομηνία λύσης της σύμβασής του, δεν συνέτρεχε περίπτωση λήξης της αναρρωτικής άδειάς του μετ’ αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 16 του ΚΛΠ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

19      Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, κατά την ημερομηνία λύσης της σύμβασής του, ο προσφεύγων-ενάγων βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών κατά την έννοια του άρθρου 16 του ΚΛΠ, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού και του άρθρου 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο προσφεύγων-ενάγων εργαζόταν επί 22 έτη στο CdT, η διάρκεια της αναρρωτικής άδειάς του μετ’ αποδοχών θα έπρεπε να αντιστοιχεί στη διάρκεια της εργασίας του, χωρίς να είναι δυνατόν να λυθεί η σύμβασή του, βάσει του άρθρου 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, πριν από τη λήξη του χρονικού αυτού διαστήματος.

20      Τέλος, ο προσφεύγων-ενάγων προσθέτει ότι, εάν το CdT επιθυμούσε να του επιβάλει κυρώσεις, θα έπρεπε να κινήσει πειθαρχική διαδικασία εις βάρος του αντί να εφαρμόσει το άρθρο 16 και το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

21      Το CdT υπενθυμίζει ότι έκρινε ότι η απουσία του προσφεύγοντος-ενάγοντος ήταν αδικαιολόγητη από τις 5 Μαΐου 2020 και ότι ο προσφεύγων-ενάγων υποστήριζε συνεχώς ότι η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του.

22      Κατά το CdT, ο προσφεύγων-ενάγων είχε εξαντλήσει τα δικαιώματά του σε αναρρωτική άδεια διότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 59 του ΚΥΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 16 του ΚΛΠ, μόνον οι περίοδοι δικαιολογημένης απουσίας μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα στην άδεια αυτή. Επομένως, είχε λήξει, ως προς τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, η περίοδος που οριζόταν για την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών.

23      Συγκεκριμένα, παρά τις προβλεπόμενες στο άρθρο 16 του ΚΛΠ περιόδους μετά τις οποίες λήγει το δικαίωμα αναρρωτικής άδειας, ο προσφεύγων-ενάγων εξάντλησε, με τη δική του συμπεριφορά, τα δικαιώματά του δυνάμει της διάταξης αυτής, δεδομένου ότι η απουσία του δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων-ενάγων δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η λήξη του δικαιώματός του θα έπρεπε να έχει επέλθει κατά τη λήξη της περιόδου των 22 ετών που αντιστοιχεί στη διάρκεια της εργασίας του, ενώ η απουσία του δεν δημιουργούσε πλέον δικαίωμα αναρρωτικής άδειας.

24      Το CdT υποστηρίζει επίσης ότι, στο μέτρο που είχε λήξει η μετ’ αποδοχών αναρρωτική άδεια του προσφεύγοντος-ενάγοντος, πράγμα το οποίο αποτελεί προϋπόθεση λήξης δικαιώματος, η εφαρμογή του άρθρου 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν μπορούσε να αποκλειστεί για τον λόγο ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο προσφεύγων-ενάγων δεν βρισκόταν σε τέτοια άδεια. Επιπλέον, το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της έναρξης της αδικαιολόγητης απουσίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος, στις 5 Μαΐου 2020, και της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης δικαιολογείται από τα διάφορα στάδια της διαδικασίας γνωμάτευσης από ανεξάρτητο ιατρό και από τη βούληση του CdT να παράσχει περισσότερο χρόνο στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ώστε αυτός να είναι σε θέση να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

25      Τέλος, το CdT υπογραμμίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του καθήκοντος μέριμνας, γνωστοποίησε επανειλημμένως στον προσφεύγοντα-ενάγοντα τη βούληση της διοίκησης να λάβει μέτρα που να συνάδουν τόσο με την ευημερία του όσο και με το συμφέρον της υπηρεσίας. Ωστόσο, ο προσφεύγων-ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στις προσπάθειες του CdT και, επομένως, δεν συμμορφώθηκε με το καθήκον συνεργασίας που υπείχε έναντί του.

26      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να διαπιστωθεί αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, το CdT μπορούσε να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση στο άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ προκειμένου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

27      Κατά το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, «[η] υπαλληλική σχέση ορισμένου ή αορίστου χρόνου λύεται εκ μέρους του οργάνου χωρίς προειδοποίηση: […] στην περίπτωση που ο υπάλληλος δεν είναι δυνατό να αναλάβει εκ νέου υπηρεσία μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας μετ’ αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 16 [του ΚΛΠ]».

28      Το άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι «το δικαίωμα της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να ξεπερνά τους τρεις μήνες ή τη χρονική διάρκεια εργασίας του έκτακτου υπαλλήλου, αν η τελευταία υπερβαίνει τους τρεις μήνες[· η] άδεια δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου».

29      Επομένως, από το άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, και από το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας έκτακτου υπαλλήλου μπορεί να λυθεί όταν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις, ήτοι η υπέρβαση της περιόδου που ορίζεται για την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών και η αδυναμία του υπαλλήλου να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του μετά τη λήξη της περιόδου αυτής (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2019, TO κατά ΕΟΠ, T‑462/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:397, σκέψη 56).

30      Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, η οποία αφορά την υπέρβαση της περιόδου που ορίζεται για την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών, υπενθυμίζεται ότι η μνημονευόμενη στο άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών, μετά τη λήξη της οποίας πρέπει να εκτιμηθεί η δυνατότητα του υπαλλήλου να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του –δυνατότητα ελλείψει της οποίας μπορεί να λυθεί η σύμβαση εργασίας χωρίς προειδοποίηση–, είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ.

31      Από το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας έκτακτου υπαλλήλου μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειάς του μετ’ αποδοχών σε περίπτωση που η άδεια αυτή ξεπερνά είτε τους τρεις μήνες είτε τη χρονική διάρκεια εργασίας του εν λόγω υπαλλήλου, εάν η τελευταία υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

32      Επομένως, προκειμένου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος βάσει του άρθρου 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, το CdT όφειλε να εξακριβώσει αν πληρούνταν η προϋπόθεση αυτή.

33      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως συμπληρώθηκε με την απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης, το CdT, αφού επισήμανε ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν ήταν σε θέση να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειάς του μετ’ αποδοχών, διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων-ενάγων είχε εξαντλήσει τα δικαιώματά του σε αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών που απορρέουν από το άρθρο 16 του ΚΛΠ, για τον λόγο ότι μόνον οι περίοδοι δικαιολογημένης απουσίας μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα σε τέτοια άδεια, όπως προκύπτει από το άρθρο 59 του ΚΥΚ –στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 16 του ΚΛΠ–, δεδομένου ότι η απουσία του δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη. Το CdT συνήγαγε εξ αυτού ότι ο προσφεύγων-ενάγων προκάλεσε, με τη συμπεριφορά του, «λήξη του δικαιώματος κατά μείζονα λόγο». Προσέθεσε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο προσφεύγων-ενάγων δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι η λήξη του δικαιώματος θα έπρεπε να έχει επέλθει κατά τη λήξη της περιόδου που αντιστοιχούσε στη διάρκεια της εργασίας του, ήτοι της περιόδου των 22 ετών, ενώ η απουσία του δεν δημιουργούσε πλέον δικαίωμα αναρρωτικής άδειας.

34      Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των συμπληρωματικών διευκρινίσεων που παρασχέθηκαν με την απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης, το CdT έκρινε ότι το γεγονός ότι οι απουσίες του προσφεύγοντος-ενάγοντος δεν ήταν δικαιολογημένες κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αποφασίστηκε η λύση της σύμβασής του επέτρεπε στο CdT να λύσει τη σύμβαση αυτή για τον λόγο ότι οι ως άνω αδικαιολόγητες απουσίες, μέσω της εξάντλησης των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος-ενάγοντος για αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών, προκάλεσαν τη λήξη των δικαιωμάτων αυτών. Επομένως, το CdT έκρινε ότι οι αδικαιολόγητες απουσίες του προσφεύγοντος-ενάγοντος, καθόσον επέφεραν τη λήξη των δικαιωμάτων του τελευταίου για αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών, το απάλλασσαν από την υποχρέωση να εξακριβώσει αν πληρούνταν η προϋπόθεση σχετικά με την υπέρβαση της περιόδου που οριζόταν για τη μετ’ αποδοχών αναρρωτική άδεια του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

35      Υπενθυμίζεται, όμως, ότι το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, στο οποίο στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπέμπει στις διατάξεις του άρθρου 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, το οποίο θέτει την τελευταία αυτή προϋπόθεση, και διαπιστώνεται ότι καμία από τις ως άνω διατάξεις δεν προβλέπει ότι η απόφαση περί λύσης σύμβασης χωρίς προειδοποίηση θα μπορούσε να ληφθεί χωρίς προηγουμένως να εξακριβωθεί αν έχει γίνει υπέρβαση της περιόδου που ορίζεται για την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών η οποία χορηγείται στον έκτακτο υπάλληλο σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ. Επιπλέον, ούτε από τις διατάξεις αυτές ούτε από το άρθρο 59 του ΚΥΚ, το οποίο καθορίζει, μεταξύ άλλων, το νομικό καθεστώς που ισχύει για τις αναρρωτικές άδειες και τις αδικαιολόγητες απουσίες, προκύπτει ότι η εξακρίβωση της συνδρομής της προβλεπόμενης στο άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ προϋπόθεσης σχετικά με την υπέρβαση της περιόδου που ορίζεται για την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών θα μπορούσε να αντικατασταθεί, σε περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας κατά την ημερομηνία λύσης της επίδικης σύμβασης καθώς και πριν από την ημερομηνία αυτή, από τη διαπίστωση των εν λόγω απουσιών. Επομένως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το CdT εφάρμοσε μια προϋπόθεση περί αδικαιολόγητης απουσίας η οποία δεν προβλέπεται στο άρθρο 48, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ.

36      Συνεπώς, το CdT έλυσε την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος χωρίς να εξακριβώσει αν πληρούνταν η πρώτη προϋπόθεση που θέτουν οι διατάξεις αυτές.

37      Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, η οποία αφορά την αδυναμία του έκτακτου υπαλλήλου να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του μετά τη λήξη της περιόδου που ορίζεται για την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών, διαπιστώνεται ότι το απευθυνόμενο στο CdT έγγραφο της δικηγόρου του προσφεύγοντος-ενάγοντος της 10ης Αυγούστου 2020 διευκρινίζει ότι «οι ιατροί τους οποίους επισκέφθηκε [ο προσφεύγων-ενάγων] –τόσο ο θεράπων ιατρός όσο και ο ψυχίατρός του– δεν προ[έβλεπα]ν αποκατάσταση της υγείας του στο εγγύς μέλλον». Με το ίδιο έγγραφο, η δικηγόρος του προσφεύγοντος-ενάγοντος ζήτησε επίσης την υπαγωγή του σε καθεστώς αναπηρίας.

38      Πρέπει να προστεθεί ότι στο απευθυνόμενο στο CdT έγγραφο της δικηγόρου του προσφεύγοντος-ενάγοντος της 14ης Οκτωβρίου 2020 αναφέρεται ότι ο ειδικευμένος ιατρός τον οποίο επισκέφθηκε ο προσφεύγων-ενάγων «επιβεβαίωσε επίσης με διάφορα πιστοποιητικά ότι η κατάσταση [του προσφεύγοντος-ενάγοντος] δεν του επέτρεπε να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του».

39      Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι ο προσφεύγων-ενάγων αναγνώρισε ότι αδυνατούσε να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, πράγμα το οποίο το CdT έλαβε υπόψη του στην προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων.

40      Ωστόσο, δεδομένου ότι η ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να διαπιστωθεί η αδυναμία αυτή ήταν, σύμφωνα με το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, μεταγενέστερη της ορισθείσας για την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών περιόδου, η οποία, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω, δεν αποτέλεσε αντικείμενο εκτίμησης από το CdT, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση.

41      Ως εκ τούτου, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το CdT, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 48, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ.

42      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί των αιτημάτων αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης

43      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί, αφενός, την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και, αφετέρου, την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική του βλάβη.

44      Υπενθυμίζεται ότι, στον τομέα της δημόσιας διοίκησης, η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεούται να αποκαθιστά τις ζημίες που προξενούν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Κατά πάγια νομολογία, στον τομέα αυτόν, η θεμελίωση της ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό ή άλλο όργανο ή στον οργανισμό, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, οπότε, εάν δεν συντρέχει μία εξ αυτών, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, AQ κατά eu-LISA, T‑164/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:456, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στη διοίκηση, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν η Ένωση ενεργεί ως εργοδότης, υπέχει αυξημένη ευθύνη η οποία αντανακλάται στην υποχρέωσή της να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλεί στο προσωπικό της με οποιαδήποτε παράνομη πράξη την οποία διαπράττει ως εργοδότης (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, AQ κατά eu‑LISA, T‑164/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:456, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας, η ευθύνη της Ένωσης μπορεί να θεμελιωθεί μόνον εφόσον ο ενάγων έχει όντως υποστεί πραγματική και βέβαιη ζημία. Εναπόκειται στον ενάγοντα να προσκομίσει στον δικαστή της Ένωσης αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη και την έκταση της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, AQ κατά eu-LISA, T‑164/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:456, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια που απαιτείται για τη θεμελίωση της ευθύνης της Ένωσης, είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ της παρανομίας που διέπραξε το θεσμικό όργανο της Ένωσης και της προβαλλόμενης ζημίας. Επομένως, η προσαπτόμενη συμπεριφορά πρέπει να αποτελεί την καθοριστική αιτία της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, AQ κατά eu-LISA, T‑164/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:456, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις που προβάλλει ο προσφεύγων-ενάγων προς στήριξη των αιτημάτων του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση.

 Επί της περιουσιακής ζημίας

49      Στο πλαίσιο του αιτήματός του για αποζημίωση, ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί την καταβολή των αποδοχών του από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της λύσης της σύμβασης εργασίας του, ήτοι την 31η Δεκεμβρίου 2020, μέχρι την ημερομηνία ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

50      Προσθέτει ότι δεν ζητεί να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, δεδομένης της κατάστασης της υγείας του, αλλά ζητεί την κίνηση διαδικασίας υπαγωγής σε καθεστώς αναπηρίας.

51      Το CdT υποστηρίζει, αφενός, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης της Ένωσης και, αφετέρου, ότι το αίτημα για την κίνηση διαδικασίας υπαγωγής σε καθεστώς αναπηρίας ισοδυναμεί με αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει διαταγή στο CdT, πράγμα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να πράξει.

52      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας, πρέπει να κριθεί αν, λόγω της παράνομης λύσης της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος από το CdT, ο προσφεύγων-ενάγων υπέστη διαφυγόν κέρδος το οποίο αντιστοιχεί στο ύψος των αποδοχών που αυτός στερήθηκε από τις 31 Δεκεμβρίου 2020, ημερομηνία έναρξης ισχύος της λύσης της σύμβασής του.

53      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, από τις 5 Μαΐου 2020, ο προσφεύγων-ενάγων απουσίαζε αδικαιολόγητα, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί. Επομένως, από την ημερομηνία αυτή, δεν λάμβανε αποδοχές. Ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται το υποστατό της προβαλλόμενης από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ζημίας.

54      Κατά συνέπεια, δεδομένης της αδικαιολόγητης απουσίας του λόγω της οποίας έχασε το δικαίωμα επί των αποδοχών του από τις 5 Μαΐου 2020, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας που φέρεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων από τις 31 Δεκεμβρίου 2020, ημερομηνία έναρξης ισχύος της λύσης της σύμβασής του.

55      Όσον αφορά το αίτημα για την κίνηση διαδικασίας υπαγωγής σε καθεστώς αναπηρίας, διαπιστώνεται ότι το αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος ισοδυναμεί με αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει διαταγή στο CdT. Κατά πάγια νομολογία όμως, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απευθύνει διαταγές στη διοίκηση (βλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2022, LU κατά ΕΤΕπ, T‑536/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:40, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Επομένως, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ηθικής βλάβης

57      Ο προσφεύγων-ενάγων αξιώνει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της λύσης της σύμβασης εργασίας του με την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς την κίνηση διαδικασίας υπαγωγής σε καθεστώς αναπηρίας και την οποία αποτιμά στο ποσό των 15 000 ευρώ. Υποστηρίζει ότι, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, το CdT, το οποίο γνώριζε την κατάσταση της υγείας του, επιδείνωσε την κατάθλιψη και το άγχος του.

58      Το CdT αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

59      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση μιας παράνομης πράξης μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη, εκτός αν ο προσφεύγων-ενάγων αποδείξει ότι η ηθική βλάβη που υπέστη δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, AQ κατά eu-LISA, T‑164/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:456, σκέψη 130 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων-ενάγων δεν αποδεικνύει ότι η προβαλλόμενη ηθική βλάβη δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στην οποία οφείλεται. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ηθική βλάβη που προκλήθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιείται κατά πρόσφορο τρόπο με την ακύρωση της απόφασης αυτής.

61      Συνεπώς, το αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για την προβαλλόμενη ηθική βλάβη πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παρανομίας και της εν λόγω βλάβης.

62      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

64      Δεδομένου ότι το CdT ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2020 με την οποία ο διευθυντής του Μεταφραστικού Κέντρου των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CdT) έλυσε τη σύμβαση εργασίας του WV ως έκτακτου υπαλλήλου.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

3)      Καταδικάζει το CdT στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Truchot

Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 5 Οκτωβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.