Language of document : ECLI:EU:C:2005:239

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 14ης Απριλίου 2005 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2002/77/ΕΚ – Αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο»

Στην υπόθεση C-299/04,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 14 Ιουλίου 2004,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Θ. Χριστοφόρου και την K. Mojzesowicz, με τόπο επιδόσεων στο  Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την Ν. Δαφνίου,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, πρόεδρο τμήματος, και J.‑P. Puissochet και J. Malenovský (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί με την προσφυγή της από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 249, σ. 21), ή εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντάς της τις εν λόγω διατάξεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2       Κατά το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/77, τα κράτη μέλη έπρεπε να παράσχουν στην Επιτροπή το αργότερο στις 24 Ιουλίου 2003 τις πληροφορίες βάσει των οποίων η Επιτροπή θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

3       Η Επιτροπή, αφού έδωσε στην Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 226, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, εξέδωσε στις 19 Δεκεμβρίου 2003 αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε το κράτος μέλος αυτό να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την εν λόγω γνώμη εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή της. Αφού όμως δεν έλαβε στη συνέχεια κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να συναγάγει ότι τα μέτρα αυτά είχαν όντως θεσπιστεί, αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.

4       Με την προσφυγή αυτή η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που υπείχε από το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/77, δεν είχε θεσπίσει μέχρι τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας που τασσόταν με την αιτιολογημένη γνώμη τις αναγκαίες διατάξεις για τη διασφάλιση της εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

5       Η Ελληνική Κυβέρνηση ομολογεί, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η διαδικασία για τη μεταφορά της οδηγίας 2002/77 στο εσωτερικό δίκαιο. Η κυβέρνηση αυτή ισχυρίζεται ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου που καταρτίστηκε προς τον σκοπό της μεταφοράς αυτής καθυστέρησε λόγω των βουλευτικών εκλογών.

6       Συναφώς αρκεί να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νoμoλoγία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται με βάση την κατάσταση τoυ κράτoυς μέλoυς κατά τη λήξη της πρoθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιoλoγημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2003, C‑143/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. I‑2877, σκέψη 11, και της 12ης Ιουνίου 2003, C‑446/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I‑6053, σκέψη 15).

7       Στην προκειμένη υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, δεν είχε θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή της με την οδηγία 2002/77.

8       Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένα ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξης τους, προκειμένου να δικαιολογούν τη μη εμπρόθεσμη εφαρμογή των οδηγιών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2002, C‑352/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2002, σ. I‑10263, σκέψη 8, και της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C‑85/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σ. I-1693, σκέψη 13).

9       Κατά συνέπεια, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να κριθεί βάσιμη.

10     Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/77, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

11     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε και η Επιτροπή είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προς συμμόρφωσή της με την οδηγία 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.