Language of document :

Προσφυγή-αγωγή της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 - Centraal bureau voor de statistiek κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-361/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Centraal bureau voor de statistiek (Χάγη, Ολλανδία) (εκπρόσωπος: R. van den Tweel, δικηγόρος)

Καθής-εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 7ης Ιουλίου 2009, η οποία φέρει τη μνεία ESTAT/E 1/ME/ykl/eb D (2009) 10188, αφορώσα την οριστική καταβολή της συμμετοχής στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την έρευνα διαρθρώσεως 2005, ύψους 546 818,77 ευρώ,

επικουρικώς, να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει επιπλέον ποσό 38 295,55 ευρώ, εντόκως από την 45η ημέρα μετά την ημερομηνία της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2007 μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής πληρωμής του ποσού αυτού,

σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) φρονεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση αντιβαίνει στον κανονισμό (ΕΟΚ) 571/88 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1988, για τη διοργάνωση κοινοτικών ερευνών σχετικά με τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων κατά τη χρονική περίοδο 1988-1997 (ΕΕ L 56, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια), στη μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής συναφθείσα σύμβαση περί της κοινοτικής συμμετοχής στις δαπάνες έρευνας που αφορούν την έρευνα διαρθρώσεως 2005 στις Κάτω Χώρες (συμβάσεις αριθ. 62102.2005.001-2005.055) και στις αρχές της ασφαλείας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αιτιολογήσεως, ή τουλάχιστον ότι η απόφαση καθορίζει εσφαλμένα το ποσό που απαιτεί η προσφεύγουσα.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κακώς δεν της αναγνώρισε το δικαίωμα να τύχει επιστροφής βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 571/88, αλλά, αντ' αυτού, ζήτησε από την προσφεύγουσα να δικαιολογήσει λεπτομερέστερα τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες και όχι μόνο με βάση των αριθμό των ερευνηθεισών εκμεταλλεύσεων. Δεδομένου ότι το άρθρο 14 του κανονισμού προβλέπει ρητώς πάγιο ποσό επιστροφής ανά ερευνηθείσα εκμετάλλευση μέχρι το ανώτατο όριο των 700 000 ευρώ, άλλου είδους εξήγηση αντιβαίνει επιπλέον στις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο ΙΙ.14.3 της συμβάσεως μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής δεν έχει εφαρμογή επί των δαπανών που τιμολογούνται από το Υπουργείο Γεωργίας. Η Επιτροπή κακώς δεν έλαβε πλήρως υπόψη της τα εν λόγω τιμολόγια ως πραγματικώς πραγματοποιηθείσες άμεσες δαπάνες για τις οποίες μπορεί να καταβληθεί επιδότηση ή τουλάχιστον η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της.

Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει επικουρικώς ότι, σε περίπτωση που το άρθρο ΙΙ.14.3 της συμβάσεως έχει πράγματι εφαρμογή, οι δαπάνες για τις οποίες μπορεί να καταβληθεί επιδότηση έχουν υπολογιστεί εσφαλμένως ή, άλλως, κατά τρόπο ακατανόητο χωρίς περαιτέρω εξήγηση, δεδομένου ότι η Επιτροπή κακώς περιλαμβάνει τις εμμέσως παραγωγικές ώρες στον εκ νέου υπολογισμό της εφαρμοστέας ωριαίας τιμής. Η συλλογιστική της Επιτροπής δεν διατυπώνεται με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία στην προσβαλλομένη απόφαση και, ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της αιτιολογήσεως.

____________