Language of document : ECLI:EU:T:2000:20

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 27ης Ιανουαρίου 2000 (1)

«Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο — Προσφυγή κατά παραλείψεως — Παραδεκτό— Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση περί αναστολής χρηματοδοτικώνσυνδρομών — Πιστοποίηση από το κράτος μέλος — Πλάνη περί την εκτίμησητων πραγματικών περιστατικών — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Κεκτημέναδικαιώματα — Ασφάλεια δικαίου — Αναλογικότητα»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-194/97 και T-83/98,

Eugénio Branco, Ld.a, με έδρα τη Λισσαβώνα (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενηαπό τον B. Belchior, δικηγόρο Vila Nova de Gaia, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργοτον δικηγόρο J. Schroeder, 6, rue Heine,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης, όσον αφορά τηνυπόθεση Τ-194/97, από την A. M. Alves Vieira και τον K. Simonsson και, όσοναφορά την υπόθεση Τ-83/98, από την M. T. F. Figueira και τον M. Simonsson,μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez dela Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχουν ως αντικείμενο, όσον αφορά την υπόθεση Τ-194/97, αίτημα με το οποίοζητείται η διαπίστωση παραλείψεως της καθής, στο μέτρο που αυτή παρανόμωςαρνήθηκε να αποφανθεί επί της αιτήσεως καταβολής του υπολοίπουχρηματοδοτικών συνδρομών χορηγηθεισών από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείοστο πλαίσιο των υποθέσεων 870301 P1 και 870302 P3, και, όσον αφορά τηνυπόθεση Τ-83/98, αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων C (1998) 47 και C (1998) 48της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 1998, περί αναστολής χορηγήσεως των ενλόγω συνδρομών,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, πρόεδρο, K. Lenaerts και J. Azizi, δικαστές,

γραμματέας: A. Mair, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 8ης Ιουλίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Νομικό πλαίσιο

1.
    Με το άρθρο 124, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 147, πρώτοεδάφιο, ΕΚ) έχει ανατεθεί στην Επιτροπή η διοίκηση του ΕυρωπαϊκούΚοινωνικού Ταμείου (στο εξής: ΕΚΤ).

2.
    Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α´, της αποφάσεως 83/516/ΕΟΚτου Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983, για την αποστολή του ΕΚΤ (ΕΕ L 289,σ. 38), το εν λόγω ταμείο συμμετέχει στη χρηματοδότηση ενεργειώνεπαγγελματικής καταρτίσεως και επαγγελματικού προσανατολισμού. Σύμφωνα μετο άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας αποφάσεως, η συνδρομή του ΕΚΤ ανέρχεταιστο 50 % των επιλεξίμων δαπανών χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει το ποσό τηςχρηματικής συνεισφοράς των δημοσίων αρχών του ενδιαφερομένου κράτουςμέλους.

3.
    Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2950/83 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου1983, για την εφαρμογή της αποφάσεως 83/516, για την αποστολή του ΕΚΤ (ΕΕL 289, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 2950/83), απαριθμεί τις δαπάνες που μπορούννα τύχουν της συνδρομής του ΕΚΤ.

4.
    Η έγκριση από το ΕΚΤ αιτήσεως χρηματοδοτήσεως συνεπάγεται, κατ' εφαρμογήντου άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, την καταβολή, κατά τηνημερομηνία που έχει προβλεφθεί για την έναρξη της επαγγελματικήςκαταρτίσεως, προκαταβολής ίσης προς το 50 % της συνδρομής. Δυνάμει τηςπαραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, οι αιτήσεις για την καταβολή του υπολοίπουπεριλαμβάνουν λεπτομερή έκθεση για το περιεχόμενο, τα αποτελέσματα και τιςχρηματοδοτικές πτυχές της σχετικής ενέργειας· το ενδιαφερόμενο κράτος μέλοςβεβαιώνει το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια των στοιχείων που περιέχουνοι αιτήσεις πληρωμής.

5.
    Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, τόσο ηΕπιτροπή όσο και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούν να ελέγχουν τηχρησιμοποίηση της συνδρομής. Το άρθρο 7 της αποφάσεως 83/673/ΕΟΚ τηςΕπιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1983, για τη διαχείριση του ΕΚΤ (ΕΕ L 377, σ. 1,στο εξής: απόφαση 83/673), υποχρεώνει το κράτος μέλος που διενεργεί έρευνασχετικά με τη χρησιμοποίηση συνδρομής, λόγω εικαζομένων μη συννόμωνπράξεων, να ειδοποιεί αμελλητί την Επιτροπή.

6.
    Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού2950/83, όταν η συνδρομή του ΕΚΤ δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρουςπου καθορίζονται από την εγκριτική απόφαση, η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει,να μειώσει ή να καταργήσει τη συνδρομή αυτή, αφού δώσει στο ενδιαφερόμενοκράτος μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Η παράγραφος 2του άρθρου αυτού ορίζει ότι τα καταβληθέντα ποσά, που δεν χρησιμοποιήθηκανσύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την εγκριτική απόφαση, μπορούννα αναζητούνται και ότι το κράτος μέλος υποκαθίσταται στα δικαιώματα τηςΚοινότητας εφόσον καταβάλει προς αυτή τα ποσά που πρέπει να επιστραφούναπό τους οικονομικώς υπεύθυνους της ενέργειας.

Ιστορικό των διαφορών

7.
    Η καθής ενέκρινε, με αποφάσεις που κοινοποίησε στην προσφεύγουσα τοDepartamento para os Assuntos do Fundo Social Europeu (υπηρεσία υποθέσεωντου Eυρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, στο εξής: DAFSE), αντιστοίχως, στις 31Απριλίου και στις 27 Μαΐου 1987, δύο αιτήσεις για χρηματοδοτική συνδρομήύψους 11 736 792 πορτογαλικών εσκούδων (PTE) (υπόθεση 870302 Ρ3) και82 700 897 PTΕ (υπόθεση 870301 Ρ1), για προγράμματα επαγγελματικήςκαταρτίσεως.

8.
    Στις 24 Ιουλίου 1987 η προσφεύγουσα έλαβε προκαταβολή κατ' εφαρμογήν τουάρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83.

9.
    Στις αρχές του Ιουλίου 1988, δηλαδή μετά το πέρας του προγράμματοςεπαγγελματικής καταρτίσεως, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και31ης Δεκεμβρίου 1987, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο DAFSE αιτήσεις καταβολήςτου υπολοίπου της συνδρομής.

10.
    Το DAFSE βεβαίωσε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 4, τουκανονισμού 2950/83, το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια των στοιχείων πουπεριείχαν οι αιτήσεις αυτές.

11.
    Στις 22 Αυγούστου 1988, το DAFSE ζήτησε από την Inspecçao Geral de Finanças(Γενική Επιθεώρηση Οικονομικών, στο εξής: IGF) να προβεί, κατ' εφαρμογήν τουάρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, σε έλεγχο της αιτήσεωςκαταβολής του υπολοίπου.

12.
    Δεδομένου ότι η IGF επισήμανε μη σύννομες πράξεις, το DAFSE πληροφόρησε,με δύο έγγραφα της 24ης Απριλίου 1989, την καθής ότι είχε αναστείλει, κατ'εφαρμογή του άρθρου 7 της αποφάσεως 83/673, την καταβολή του υπολοίπου.

13.
    Στις 16 Μαΐου 1989, η IGF υπέβαλε την έκθεσή της στην αστυνομία διώξεως τουεγκλήματος για ενημέρωση.

14.
    Στις 30 Ιουλίου 1990, το DAFSE πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, υπό τηνεπιφύλαξη των στοιχείων που κοινοποιήθηκαν με τα έγγραφα της 24ης Απριλίου1989 και κατόπιν των διενεργηθέντων από την IGF ελέγχων, θεωρούσε ότιορισμένες δαπάνες ήσαν μη επιλέξιμες. Με την ευκαιρία αυτή, η καθής έλαβεγνώση της έρευνας που είχε διενεργήσει η IGF και των συμπερασμάτων της.

15.
    Με έγγραφα της ίδιας ημερομηνίας, που παρελήφθησαν την επομένη, το DAFSEζήτησε από την προσφεύγουσα να του επιστρέψει, εντός δέκα ημερών, τιςπροκαταβολές ύψους 1 535 946 PTE (υπόθεση 870302 Ρ3) και 4 399 475 PTE(υπόθεση 870301 Ρ1) που είχαν καταβληθεί από το ΕΚΤ και ύψους 1 256 683PTE (υπόθεση 870302 Ρ3) και 3 599 570 PTE (υπόθεση 870301 Ρ1), που είχανκαταβληθεί από το πορτογαλικό Δημόσιο στο πλαίσιο της εθνικής συνεισφοράς.

16.
    Με έγγραφο της 12ης Μαΐου 1994, η προσφεύγουσα ζήτησε από το DAFSE νατην ενημερώσει σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η καθής δεν είχε ακόμηλάβει απόφαση επί των υποθέσεων αυτών.

17.
    Με έγγραφο της 25ης Μαΐου 1994, το DAFSE πληροφόρησε την προσφεύγουσαότι η Επιτροπή φρονούσε ότι δεν μπορούσε να λάβει απόφαση περί μειώσεως τηςσυνδρομής ή περί μη καταβολής του υπολοίπου όταν, όπως συνέβαινε ενπροκειμένω, η ίδια η εθνική αρχή είχε αποφασίσει τη μείωση της συνδρομής.

18.
    Με έγγραφο της 30ής Μαΐου 1994, η προσφεύγουσα ζήτησε από την καθής να τηςεξηγήσει για ποιο λόγο δεν είχε λάβει ακόμη τελική απόφαση σχετικά με τιςυποθέσεις της.

19.
    Με έγγραφο της 16ης Ιουνίου 1994, η καθής απάντησε ότι οι πορτογαλικές αρχέςτην είχαν ειδοποιήσει ότι οι επίμαχες υποθέσεις αποτελούσαν το αντικείμενοέρευνας βάσει του άρθρου 7 της αποφάσεως 83/673, και τούτο λόγωπιθανολογουμένων παρατυπιών.

20.
    Με προσφυγή της 22ας Ιουλίου 1994, η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωσηαποφάσεως φερομένης ως ληφθείσας από την καθής, που κοινοποιήθηκε μεέγγραφα του DAFSE και της Επιτροπής, με ημερομηνίες, αντιστοίχως, 25 Μαΐουκαι 16 Ιουνίου 1994, σχετικά, αφενός, με απόρριψη αιτήσεως καταβολής τουυπολοίπου χρηματοδοτικής συνδρομής χορηγηθείσας από το ΕΚΤ για δύοπρογράμματα επαγγελματικής καταρτίσεως και, αφετέρου, μείωση τηςχρηματοδοτικής αυτής συνδρομής και αναζήτηση των χορηγηθεισών από το ΕΚΤκαι το πορτογαλικό Δημόσιο καταβολών.

21.
    Με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, Τ-271/94, Branco κατά Επιτροπής(Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-749), το Πρωτοδικείο κήρυξε την προσφυγή απαράδεκτη γιατον λόγο ότι η Επιτροπή δεν είχε αποφανθεί επί της αιτήσεως καταβολής τουυπολοίπου.

22.
    Στις 25 Οκτωβρίου 1996 η καθής ενημερώθηκε σχετικά με την κίνηση ενώπιον τουTribunal de Instrução Criminal da Comarca do Porto ποινικής διαδικασίας γιααπάτη όσον αφορά τη λήψη επιδοτήσεων και τη χρησιμοποίηση αυτών γιασκοπούς διαφορετικούς από τους δηλωθέντες σε σχέση με τις χρηματοδοτούμενεςαπό το ΕΚΤ ενέργειες επαγγελματικής καταρτίσεως.

23.
    Με έγγραφο της 27ης Φεβρουαρίου 1997, που περιήλθε στην Επιτροπή στις 3Μαρτίου 1997, η προσφεύγουσα όχλησε την καθής ζητώντας της να λάβειαπόφαση επί της αιτήσεως καταβολής του υπολοίπου.

24.
    Στις 17 Απριλίου 1997, η καθής απέστειλε στο DAFSE, για κάθε μία από τιςεπίμαχες υποθέσεις, σχέδιο αποφάσεως αναστολής χορηγήσεως της συνδρομής.

25.
    Στις 5 Μαΐου 1997, η προσφεύγουσα έλαβε, με τη μεσολάβηση του DAFSE,σχετικό αντίγραφο.

26.
    Στις 19 Μαΐου 1997 το DAFSE έλαβε τις σχετικές με τα σχέδια αυτάπαρατηρήσεις της προσφεύγουσας, οι οποίες διασαφηνίστηκαν και διορθώθηκανμε έγγραφο της 21ης Μαΐου 1997 της προσφεύγουσας προς τον οργανισμό αυτό.

27.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Ιουνίου1997, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά παραλείψεως. Η υπόθεσηπρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό Τ-194/97.

28.
    Στις 17 Ιουλίου 1997, το DAFSE πληροφόρησε την Επιτροπή ότι ενέκρινεαπολύτως τα σχέδια αποφάσεων περί αναστολής καταβολής της συνδρομής.

29.
    Την 1η Οκτωβρίου 1997 η καθής προέτεινε, με χωριστό δικόγραφο, ένστασηαπαραδέκτου της προσφυγής κατά παραλείψεως, σύμφωνα με το άρθρο 114,παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η προσφεύγουσακατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως αυτής στις 19 Νοεμβρίου 1997.

30.
    Στις 26 Νοεμβρίου 1997 η Επιτροπή έλαβε γνώση της απαγγελθείσας από τιςπορτογαλικές δικαστικές αρχές κατηγορίας κατά της προσφεύγουσας.

31.
    Στις 17 Φεβρουαρίου 1998 η Επιτροπή έλαβε τις επίδικες αποφάσεις περίαναστολής καταβολής της χρηματοδοτικής συνδρομής.

32.
    Στις 26 Μαΐου 1998 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά τωναποφάσεων της 17ης Φεβρουαρίου 1998 σχετικά με αναστολή καταβολής τηςχρηματοδοτικής συνδρομής. Η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό Τ-83/98.

33.
    Με διάταξη της 16ης Ιουλίου 1998, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος αποφάσισενα εξετάσει την προταθείσα στην υπόθεση Τ-194/97 ένσταση απαραδέκτου με τηνουσία της υποθέσεως.

34.
    Στο πλαίσιο των υποθέσεων Τ-194/97 και Τ-83/98, το Πρωτοδικείο έθεσε γραπτέςερωτήσεις στους διαδίκους οι οποίοι απάντησαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

35.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα)προχώρησε στην προφορική διαδικασία επί κάθε μιας από τις υποθέσεις. Οιδιάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις θέσεις τους και απάντησαν στις τεθείσες απότο Πρωτοδικείο ερωτήσεις κατά τις συνεδριάσεις της 8ης Ιουλίου 1999.

36.
    Κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών, οι διάδικοι συμφώνησαν στησυνεκδίκαση των δύο υποθέσεων.

Αιτήματα των διαδίκων

37.
    Στην υπόθεση Τ-194/97, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να αναγνωρίσει την παράλειψη της καθής·

—    να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

38.
    Η καθής ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη ή να την απορρίψει ως άνευαντικειμένου ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

39.
    Η προσφεύγουσα ζητεί την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου.

40.
    Στην υπόθεση Τ-83/98, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει τις αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1998 σχετικά με τηναναστολή καταβολής της χρηματοδοτικής συνδρομής·

—    να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

41.
    Η καθής ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της προσφυγής κατά παραλείψεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

42.
    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, πρώτον, ότι όχλησε την καθής με έγγραφο της27ης Φεβρουαρίου 1997 το οποίο παρέλαβε στις 3 Μαρτίου 1997. Ισχυρίζεται ότιπληροφορήθηκε σχετικά με την ύπαρξη των σχεδίων αποφάσεων περί αναστολήςκαταβολής της συνδρομής, που είχαν αποσταλεί στο DAFSE στις 17 Απριλίου1997, μόλις στις 5 Μαΐου 1997, ημερομηνία κατά την οποία είχε εκπνεύσει ηπροβλεπόμενη στο άρθρο 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 232,δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) προθεσμία των δύο μηνών.

43.
    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ούτε τα σχέδια αποφάσεων περίαναστολής, της 17ης Απριλίου 1997, ούτε οι αποφάσεις περί αναστολής, της 17ηςΦεβρουαρίου 1998, αποτελούν λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175 τηςΣυνθήκης, και τούτο εφόσον επιτρέπουν να εξακολουθεί να υφίσταται ηπαράλειψη. Πράγματι, ενόψει της δεκαετίας σχεδόν που διέρρευσε ύστερα απότην αίτηση καταβολής του υπολοίπου και μέχρι τη λήψη των αποφάσεων αυτών,η προσφεύγουσα φρονεί ότι η καθής υποχρεούνταν να έχει λάβει τελική απόφαση,δηλαδή απόφαση είτε περί καταβολής του υπολοίπου είτε περί καταργήσεως τηςσυνδρομής ή περί μειώσεως αυτής.

44.
    Στην αντίθετη περίπτωση, η καθής θα μπορούσε να αφήσει να διαιωνίζεται ηδιοικητική διαδικασία και, κατ' αυτόν τον τρόπο, να αναβάλλει επ' αόριστον τηλήψη της τελικής επί της αιτήσεως καταβολής του υπολοίπου αποφάσεως.

45.
    Ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω η ύπαρξη ποινικής διαδικασίας ενώπιοντων πορτογαλικών δικαστηρίων. Κατ' αρχάς, διενεργείται έρευνα κάθε φορά που,κατόπιν λογιστικού ελέγχου, προκύπτουν ενδείξεις περί μη συννόμων πράξεων καιη έρευνα αυτή δεν καταλήγει κατ' ανάγκη στην έκδοση ποινικής αποφάσεως.Περαιτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, μνημονεύονται μόνον ταπεριλαμβανόμενα στην έκθεση του IGF στοιχεία τα οποία είναι ήδη γνωστά στηνκαθής. Τέλος, η καθής παραδέχεται ότι έλαβε γνώση της διαδικασίας αυτής μόλιςστις 26 Νοεμβρίου 1997, ημερομηνία κατά την οποία υφίστατο ήδη από καιρό ηπαράλειψη.

46.
    Η καθής προτείνει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, υπογραμμίζοντας ότιέχει λάβει θέση, κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης, απευθύνοντας,στις 17 Απριλίου 1997, στο DAFSE, σχέδια αποφάσεων σχετικά με την αναστολήκαταβολής της συνδρομής και λαμβάνοντας, στις 17 Φεβρουαρίου 1998,αποφάσεις περί αναστολής καταβολής της εν λόγω συνδρομής. Οι εν λόγωαποφάσεις δικαιολογούνται από την κίνηση μιας έχουσας σχέση με τις επίμαχεςυποθέσεις ποινικής διαδικασίας η οποία εκκρεμεί τώρα ενώπιον του Tribunal deInstrução Criminal da Comarca do Porto (αριθ. 17937/95-OTDPRT-PR) και στοπλαίσιο της οποίας έχει απαγγελθεί κατά της προσφεύγουσας, στις 2 Απριλίου1997, κατηγορία για απάτη.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

47.
    Προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί των σχετικών με την ύπαρξη παραλείψεωςαιτημάτων, πρέπει να εξεταστεί αν, κατά τον χρόνο της οχλήσεως της Επιτροπής,κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης, το εν λόγω κοινοτικό όργανουποχρεούνταν προς ενέργεια.

48.
    Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, όταν ησυνδρομή του ΕΚΤ δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονταιαπό την εγκριτική απόφαση, η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει, να μειώσει ή νακαταργήσει τη συνδρομή αυτή.

49.
    Δεδομένου ότι ο κοινοτικός νομοθέτης κάνει διάκριση μεταξύ των τριών αυτώνδυνατοτήτων ενεργείας της Επιτροπής, πρέπει να θεωρηθεί ότι κάθε μία από τιςενέργειες αυτές αφορά συγκεκριμένη περίπτωση. Εφόσον, ναι μεν στην Επιτροπήεναπόκειται να αποφαίνεται επί των αιτήσεων καταβολής του υπολοίπου[απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, Τ-85/94 (122), Επιτροπήκατά Branco, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2993, σκέψη 23], εντός εύλογης προθεσμίας,πλην όμως δεν της είναι δυνατό να υπολογίσει το ακριβές ποσό των επιλεξίμωνδαπανών παρά μόνον αφού λάβει λεπτομερή έκθεση επί της πραγματευθείσαςενεργείας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1997, Τ-81/95, Interhotelκατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1265, σκέψη 43, και μνημονευομένη σ' αυτήναπόφαση), η απόφαση περί αναστολής πρέπει να λαμβάνεται μόνο στιςπεριπτώσεις όπου τέτοιος υπολογισμός δεν είναι εισέτι δυνατός.

50.
    Επομένως, σκοπός της ευχέρειας που έχει η Επιτροπή να αναστείλει μιασυνδρομή του ΕΚΤ είναι να καταστεί δυνατό το πάγωμα της καταβολής τουυπολοίπου για όσο χρόνο η Επιτροπή έχει σοβαρούς λόγους να υποψιάζεται τηνύπαρξη μη συννόμων πράξεων κατά τη χρησιμοποίηση της εν λόγω συνδρομής,ευχέρεια όμως που πρέπει να συνοδεύεται από την υποχρέωσή της να λάβει,εντός ευλόγου προθεσμίας, τελική απόφαση επί της αιτήσεως καταβολής τουυπολοίπου, είτε διατάσσοντας την στο ακέραιο καταβολή του υπολοίπου είτεμειώνοντας ή καταργώντας τη συνδρομή αυτή. Μια τέτοια αναστολή επιτρέπει τηναποφυγή τυχόν διαδικασίας ανακτήσεως των αδικαιολογήτως καταβληθέντωνποσών. Πράγματι, αν τελικώς αποφασιστεί η κατάργηση της συνδρομής, ενώέχουν ήδη χορηγηθεί στον δικαιούχο αυτής προκαταβολές, θα πρέπει, κατ'ανάγκην, να κινηθεί η διαδικασία ανακτήσεως των καταβληθέντων ποσών.

51.
    Εφόσον, αφενός, η Επιτροπή είχε εν προκειμένω σοβαρές αμφιβολίες, κατόπιντης εκθέσεως της IGF, ως προς τη νομιμότητα της χρησιμοποιήσεως τηςσυνδρομής, και, αφετέρου, εκκρεμούσε ενώπιον των πορτογαλικών ποινικώνδικαστηρίων, κατά τον χρόνο της οχλήσεως της Επιτροπής, διαδικασία κατά τουδικαιούχου της συνδρομής έχουσα σχέση με ορισμένες ενέργειες που είχανπραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των χρηματοδοτουμένων σχεδίων, η Επιτροπή δενυποχρεούνταν να λάβει τελική απόφαση σχετικά με την αίτηση καταβολής τουυπολοίπου αλλά μπορούσε δικαιολογημένως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 6,παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, να αναστείλει την καταβολή τηςσυνδρομής.

52.
    Η προσφεύγουσα κάλεσε την Επιτροπή, με έγγραφο τη 27ης Φεβρουαρίου 1997που παρελήφθη από την Επιτροπή στις 3 Μαρτίου 1997, να εγκρίνει την αίτησηκαταβολής του υπολοίπου. Κατόπιν της προσκλήσεως αυτής προς ενέργεια, ηκαθής απηύθυνε στο DAFSE, στις 17 Απριλίου 1997, σχέδια αποφάσεων περίαναστολής καταβολής της συνδρομής και έλαβε τις αποφάσεις περί αναστολήςστις 17 Φεβρουαρίου 1998.

53.
    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τουκανονισμού 2950/83, η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει την καταβολή μιαςσυνδρομής μόνον αφού δώσει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος την ευκαιρία ναυποβάλει τις παρατηρήσεις του. Εξάλλου, το γεγονός ότι, δυνάμει της διατάξεωςαυτής, επιβάλλεται να ζητηθεί η γνώμη του οικείου κράτους μέλους πριν ηΕπιτροπή λάβει απόφαση περί αναστολής, μειώσεως ή καταργήσεως, τούτο δενεπιτρέπει να συναχθεί η μη εφαρμογή μιας αρχής του κοινοτικού δικαίου τόσοθεμελιώδους όπως αυτή που διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα ναακούγονται οι απόψεις του πριν από τη λήψη αποφάσεως δυναμένης να το θίξει(απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-32/95 P, Επιτροπή κατάLisrestal κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-5373, σκέψη 30). Όμως, μια απόφαση περίαναστολής καταβολής συνδρομής στερεί, τουλάχιστον προσωρινώς, τονενδιαφερόμενο από την εις το ακέραιο καταβολή της συνδρομής που του είχεαρχικώς παρασχεθεί. Έτσι, το εν λόγω πρόσωπο υφίσταται άμεσα τις οικονομικέςσυνέπειες μιας βλαπτικής γι' αυτόν αποφάσεως και επιβάλλεται, κατά συνέπεια,να αναγνωριστεί στο πρόσωπο αυτό το δικαίωμα να υποβάλει τις παρατηρήσειςτου πριν από τη λήψη μιας αποφάσεως περί αναστολής καταβολής της συνδρομήςαυτής.

54.
    Εξ αυτού έπεται ότι η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει τις αποφάσεις της περίαναστολής μόνο μετά το πέρας διαδικασίας περιλαμβάνουσας διάφορες φάσεις,μία από τις οποίες συνίσταται στην αποστολή σχεδίων αποφάσεως περί αναστολήςτόσο στο οικείο κράτος μέλος όσο και στον δικαιούχο της συνδρομής. Μολονότιτέτοια σχέδια, ως ενδιάμεσα μέτρα σκοπός των οποίων είναι η προπαρασκευήαποφάσεων, δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως(βλ. σε διαφορετική αλληλουχία, την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου1997, C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-1503,σκέψη 34, και την παρατιθεμένη σ' αυτήν απόφαση), αποτελούν, παρ' όλ' αυτά,λήψεις θέσεως θέτουσες τέρμα στην παράλειψη. Τα σχέδια αυτά διασφαλίζουντον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του δικαιούχου της συνδρομής και τουοικείου κράτους μέλους στο πλαίσιο διαδικασίας δυναμένης να απολήξει σεαποφάσεις περί αναστολής καταβολής της συνδρομής, αποφάσεις που είναιδυνατόν να αποτελέσουν οι ίδιες το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.Επομένως, με τα σχέδια αυτά, η καθής κατέστησε γνωστή την πρόθεσή της ναλάβει αποφάσεις περί αναστολής, εκφράζοντας ταυτόχρονα, εμμέσως, την άρνησήτης να εγκρίνει, τουλάχιστον επί του παρόντος, την αίτηση περί καταβολής τουυπολοίπου.

55.
    Προκειμένου να εκτιμηθεί το αν το οχληθέν να ενεργήσει όργανο που έλαβε θέσηεντός της τασσομένης με το άρθρο 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δίμηνηςπροθεσμίας, πρέπει να εξεταστεί αν η λήψη θέσεως του οργάνου περιήλθε σεγνώση του συντάκτη του εγγράφου οχλήσεως εντός των δύο μηνών μετά τηνπαραλαβή από το όργανο του εν λόγω εγγράφου οχλήσεως. Πράγματι, αυτή ηλήψη θέσεως έχει ακριβώς ως αντικείμενο να δοθεί απάντηση στην πρόσκλησηπρος ενέργεια και να περιέλθει η απάντηση αυτή σε γνώση του προσώπου πουαπηύθυνε αυτή την πρόσκληση προς ενέργεια. Η εν λόγω λήψη θέσεωςμεταβάλλει τη νομική κατάσταση του προσώπου αυτού στο μέτρο που θέτει τέρμαστην παράλειψη. Όμως, για να μπορεί να προασπίσει τα συμφέροντά του κατά τηδιοικητική διαδικασία, ύστερα από τη λήψη θέσεως του οργάνου, τοενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να δύναται να λάβει γνώση του περιεχομένουτης. Κατά συνέπεια, η παράλειψη τερματίζεται όχι την ημέρα που το όργανολαμβάνει πράγματι θέση, αλλά κατά την ημερομηνία παραλαβής από τον συντάκτητου εγγράφου οχλήσεως του περιέχοντος τη λήψη θέσεως εγγράφου. Επομένως,αυτή η τελευταία ημερομηνία είναι εκείνη που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τηνεκτίμηση του εάν τηρήθηκε η επιτασσομένη από το άρθρο 175, δεύτερο εδάφιο,της Συνθήκης ΕΚ δίμηνη προθεσμία.

56.
    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η καθής παρέλαβε στις 3 Μαρτίου 1997 τοέγγραφο με το οποίο οχλήθηκε να ενεργήσει, ενώ τα σχέδια αποφάσεων περίαναστολής καταβολής της συνδρομής περιήλθαν στην προσφεύγουσα μόλις στις5 Μαΐου 1997, δεν τηρήθηκε η επιτασσόμενη από το άρθρο 175, δεύτερο εδάφιο,της Συνθήκης δίμηνη προθεσμία.

57.
    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή της κατάπαραλείψεως στις 30 Ιουνίου 1997, αφού είχε παραλάβει τα εν λόγω σχέδιααποφάσεων. Δεδομένου ότι τα σχέδια αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως λήψειςθέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης (βλ., ανωτέρω, σκέψη 54),η προσφεύγουσα δεν είχε πλέον συμφέρον να ζητήσει τη διαπίστωσηπαραλείψεως εφόσον αυτή είχε παύσει να υφίσταται. Πράγματι, μια απόφαση τουΠρωτοδικείου η οποία, σε μια τέτοια συγκεκριμένη περίπτωση, θα διαπίστωνε τηνπαράλειψη του οργάνου, δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ταμνημονευόμενα στο άρθρο 176, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 233,πρώτο εδάφιο, ΕΚ) εκτελεστικά μέτρα (βλ., σχετικά με προσφυγή ακυρώσεως, τηδιάταξη της 13ης Ιουνίου 1997, Τ-13/96, ΤΕΑΜ και Kolprojekt κατά Επιτροπής,Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-983, σκέψη 28).

58.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι απαράδεκτη(απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 1993, C-25/91, Pesqueras Echebastarκατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-1719, σκέψεις 11 έως 13).

Επί της προσφυγής ακυρώσεως

59.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, πρώτον,από παράβαση του κανονισμού 2950/83, δεύτερον, από πλάνη περί την εκτίμησητων πραγματικών περιστατικών, τρίτον, από παραβίαση των αρχών τηςπροστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου,τέταρτον, από προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων και, πέμπτον, από παραβίασητης αρχής της αναλογικότητας.

Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του κανονισμού 2950/83

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

60.
    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά τον Οκτώβριο του 1988, το DAFSEβεβαίωσε, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 2950/83, τουποστατό και τη λογιστική ακρίβεια των περιεχομένων στην αίτησή της περίκαταβολής του υπολοίπου στοιχείων. Επομένως, μετά τη διαβίβαση αυτής τηςβεβαιώσεως στην Επιτροπή, οποιαδήποτε παρέμβαση του ενδιαφερομένουκράτους μέλους, όσον αφορά την αντιμετώπιση της υποθέσεως, στερείται νομικήςβάσεως. Πράγματι, η ισχύουσα νομοθεσία και, ειδικότερα, ο κανονισμός 2950/83δεν προβλέπει τη δυνατότητα για το τελευταίο να προβεί σε «επανεξέταση» τουφακέλου και να τροποποιήσει — όπως έπραξε, εν προκειμένω, το DAFSE — τηβεβαίωση.

61.
    Το οικείο κράτος μέλος οφείλει να εξετάσει, πριν από την έκδοση της πράξεωςβεβαιώσεως, αν υφίστανται μη σύννομες ενέργειες. Στην αντίθετη περίπτωση, θαέδιδε ψευδή βεβαίωση. Επιληφθέν της αιτήσεως καταβολής του υπολοίπου, τοDAFSE δεν μπορούσε να λάβει παρά μια από τις δύο ακόλουθες αποφάσεις: είτενα καταλήξει στη γνησιότητα των υποβληθέντων στοιχείων και να προβεί στηβεβαίωση αυτών είτε να διαπιστώσει την ανακρίβειά τους και, στην περίπτωσηαυτή, να αρνηθεί τη βεβαίωση. Επομένως, βεβαιώνοντας το DAFSE την αίτησηκαταβολής του υπολοίπου, ενέκρινε οριστικώς και τα περιεχόμενα στην αίτησηαυτή στοιχεία.

62.
    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προμνημονευθείσα επανεξέτασηπραγματοποιήθηκε από την IGF, μολονότι αυτό ούτε είχε την εξουσία να ελέγχειτις χρηματοδοτούμενες από το ΕΚΤ ενέργειες ούτε ήταν σε θέση, από τεχνικήάποψη, να αποφαίνεται επί της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας.

63.
    Η καθής αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, παραπέμποντας,σχετικώς, στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Τ-142/97,Branco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-3567).

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

64.
    Στο μέτρο που επιβεβαιώνει το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια τωνπεριεχομένων στις αιτήσεις καταβολής του υπολοίπου στοιχείων, το κράτος μέλοςείναι υπεύθυνο έναντι της Επιτροπής για τις βεβαιώσεις που δίδει.

65.
    Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 83/516, ταενδιαφερόμενα κράτη μέλη εγγυώνται το αίσιο πέρας των χρηματοδοτουμένωναπό το ΕΚΤ ενεργειών. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, τουκανονισμού 2950/83, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε ελέγχους των αιτήσεωνκαταβολής του υπολοίπου, «χωρίς αυτό να παραβλάπτει το αντίστοιχο δικαίωματων κρατών μελών».

66.
    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτές οι υποχρεώσεις και εξουσίες των κρατώνμελών δεν υπόκεινται σε κανένα χρονικό περιορισμό.

67.
    Κατά συνέπεια, σε περίπτωση όπως η προκείμενη, όπου ένα κράτος μέλος έχειήδη βεβαιώσει το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια των περιεχομένων στηναίτηση καταβολής του υπολοίπου στοιχείων, το εν λόγω κράτος μπορεί πάντοτενα μεταβάλει την εκτίμησή του εφόσον κρίνει ότι βρίσκεται ενώπιον μη συννόμωνενεργειών που δεν είχαν αποκαλυφθεί προηγουμένως.

68.
    Τέλος, τίποτε δεν εμποδίζει μια αρχή, όπως το DAFSE, να προσφύγει σεεξειδικευμένο στον λογιστικό και οικονομικό έλεγχο οργανισμό, όπως η IGF,προκειμένου αυτός να τον βοηθήσει στον έλεγχο του υποστατού και της λογιστικήςακρίβειας των περιεχομένων σε μια αίτηση καταβολής του υπολοίπου στοιχείων.

69.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται απόπαράβαση του κανονισμού 2950/83 πρέπει να απορριφθεί (απόφαση τουΠρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, Τ-72/97, Proderec κατά Επιτροπής, Συλλογή1998, σ. ΙΙ-2847, σκέψεις 61 έως 74, καθώς και προπαρατεθείσα στη σκέψη 63απόφαση Branco κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 έως 50).

Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικώνπεριστατικών

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

70.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έχει τηρήσει αυστηρώς τις διατάξεις τουκανονισμού 2950/83 καθώς και τους όρους χρησιμοποιήσεως της συνδρομής πουεπιβλήθηκαν από την Επιτροπή με τις εγκριτικές αποφάσεις. Ουδείς λόγος«μειώσεως» της χορηγηθείσας συνδρομής υφίστατο.

71.
    Η έκθεση της IGF, επί της οποίας στηρίζονται οι επίδικες αποφάσεις, είναιεσφαλμένη και περιορίζεται σε εικασίες σχετικά με τη μη επιλεξιμότηταορισμένων δαπανών αφορωσών την ωριαία αμοιβή των εκπαιδευομένων, τηνανατεθείσα στην Ε. Β. — Contabilidade e Estudos Económicos Ld.a υπεργολαβία,τις αποσβέσεις και τον αποτελούντα το αντικείμενο χρηματοδοτικής μισθώσεωςμηχανοργανωτικό εξοπλισμό.

72.
    Σύμφωνα με την καθής, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στερείταιπαντελώς αντικειμένου, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει ακόμη λάβει τελειωτικήαπόφαση, δεδομένου ότι οι επίδικες αποφάσεις αφορούν μόνον την αναστολήκαταβολής της συνδρομής. Παρ' όλ' αυτά, η καθής αντικρούει τηνεπιχειρηματολογία της προσφεύγουσας βάσει των περιεχομένων στην έκθεση τηςIGF στοιχείων.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

73.
    Όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, ηΕπιτροπή μπορεί να αναστείλει, να μειώσει ή να καταργήσει μια συνδρομή τουΕΚΤ όταν αυτή δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους που έχουνκαθοριστεί από την εγκριτική απόφαση.

74.
    Εξάλλου, από τις δηλώσεις αποδοχής των εγκριτικών αποφάσεων προκύπτει ότιο δικαιούχος της συνδρομής αναλαμβάνει ρητώς την υποχρέωση να τηρήσει, στοπλαίσιο της χρησιμοποιήσεως της εν λόγω συνδρομής, τις ισχύουσες εθνικές καικοινοτικές διατάξεις.

75.
    Συναφώς, δεδομένου ότι τόσο το πορτογαλικό όσο και το κοινοτικό δίκαιοεξαρτούν τη χρησιμοποίηση δημοσίων πόρων από την εκπλήρωση της επιταγής τηςχρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως, η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει, ναμειώσει ή να καταργήσει μια συνδρομή του ΕΚΤ εφόσον αυτή δεν έχειχρησιμοποιηθεί σύμφωνα με την εν λόγω επιταγή (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 48έως 50).

76.
    Δεδομένου ότι η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83είναι δυνατόν να συνεπάγεται την ανάγκη εκτιμήσεως περιπλόκων πραγματικώνκαι λογιστικών στοιχείων, το όργανο διαθέτει, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής,ευρεία, εν προκειμένω, εξουσία. Ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος τωνεκτιμήσεων αυτών πρέπει να περιορίζεται στη διαπίστωση της τηρήσεως τωνδιαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των γεγονότων που έχουν ληφθεί υπόψηπροκειμένου να γίνει η αμφισβητούμενη επιλογή, της ανυπαρξίας πρόδηληςπλάνης εκτιμήσεως των γεγονότων αυτών ή της ανυπαρξίας καταχρήσεωςεξουσίας (προπαρατεθείσα στη σκέψη 63 απόφαση Branco κατά Επιτροπής,σκέψεις 64 έως 67).

77.
    Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, ο έλεγχος νομιμότητας αφορά τις αποφάσεις περίαναστολής καταβολής της συνδρομής, δεν χρειάζεται να εξεταστεί το αν οιπεριλαμβανόμενες στην έκθεση της IGF εκτιμήσεις είναι βάσιμες, αλλά το αν ηΕπιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι υφίσταντοενδείξεις περί μη συννόμων ενεργειών δικαιολογούσες την εν λόγω αναστολή.Κατά συνέπεια, έστω και αν υποτεθεί ότι ορισμένες από τις περιλαμβανόμενεςστην έκθεση της IGF εκτιμήσεις, επί των οποίων στηρίχθηκαν οι επίδικεςαποφάσεις, είναι εσφαλμένες, οι εν λόγω αποφάσεις δεν είναι δυνατόν, για αυτόνκαι μόνον τον λόγο, να πάσχουν από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

78.
    Η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη ενδείξεων περί μη συννόμων ενεργειών,ώστε να δικαιολογείται η αναστολή καταβολής μιας συνδρομής, είναι πρόδηλονότι πληρούται όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, εκκρεμούσε, ενώπιον τωνποινικών δικαστηρίων, κατά το χρονικό σημείο της λήψεως των αποφάσεων περίαναστολής, διαδικασία κατά του δικαιούχου της συνδρομής έχουσα σχέση μεορισμένες πραγματοποιηθείσες, στο πλαίσιο των χρηματοδοτουμένων από το ΕΚΤενεργειών, συναλλαγές.

79.
    Επομένως, αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της προστασίαςτης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

80.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το DAFSE διαβίβασε την αίτησή της καταβολήςτου υπολοίπου στην καθής ήδη από τον Οκτώβριο του 1988, ενώ η καθής έλαβετις επίδικες αποφάσεις μόλις τον Φεβρουάριο του 1998. Αυτή η δεκαετία περίπουτης δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την έγκριση από τηνΕπιτροπή της αιτήσεώς της, όπως αυτή είχε επιβεβαιωθεί από το DAFSE.

81.
    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει όλες τιςαποφάσεις της εντός εύλογης προθεσμίας. Δεν μπορεί να αφήνει να διαιωνίζεταιμια διοικητική διαδικασία και, κατ' αυτόν τον τρόπο, να αναβάλλει επ' αόριστοντη λήψη της τελικής αποφάσεως επί της αιτήσεως καταβολής του υπολοίπου,άλλως κάτι τέτοιο συνιστά παραβίαση των αρχών της προστασίας τηςδικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

82.
    Εν προκειμένω, η δεκαετία περίπου που διέρρευσε από τον χρόνο της αιτήσεωςκαταβολής του υπολοίπου και μέχρι τη λήψη των επιδίκων αποφάσεων είναιυπερβολικά μακρό διάστημα, πράγμα που συνιστά παραβίαση της αρχής τηςασφάλειας δικαίου.

83.
    Κατά την προσφεύγουσα, η καθής υποχρεούνταν να λάβει τελική απόφαση περίκαταβολής του υπολοίπου, καταργήσεως ή μειώσεως της συνδρομής αντί ναπροβεί στην αναστολή αυτής, όπως, πράγματι, συνέβαινε από αρκετά ήδη έτη (βλ.,ανωτέρω, σκέψη 43).

84.
    Η προβαλλόμενη ύπαρξη ποινικής διαδικασίας ενώπιον των πορτογαλικώνδικαστηρίων ουδεμία ασκεί εν προκειμένω επιρροή (βλ., ανωτέρω, σκέψη 45).Κατά τα λοιπά, αναφερόμενη στο κατηγορητήριο, αντίγραφο του οποίουπεριλαμβάνεται στο παράρτημα 4 του υπομνήματος αντικρούσεως, η καθήςπαραβιάζει το δικαστικό απόρρητο. Το έγγραφο αυτό πρέπει, κατά τηνπροσφεύγουσα, να αφαιρεθεί από τη δικογραφία.

85.
    Η καθής ζητεί την απόρριψη αυτού του λόγου ακυρώσεως. Η αναστολή καταβολήςτης συνδρομής δικαιολογείται από την κίνηση της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίαςπου έχει σχέση με τις επίδικες υποθέσεις (βλ., ανωτέρω, σκέψη 46) και στοπλαίσιο της οποίας η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε, στις 2 Απριλίου 1997, γιααπάτη.

86.
    Η καθής προσθέτει ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι η βεβαίωση του DAFSEδημιούργησε στην προσφεύγουσα τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα τηςκαταβαλλόταν το υπόλοιπο, οι επίδικες αποφάσεις δεν τη στερούν τουδικαιώματος αυτού εφόσον με αυτές απλώς αναστέλλεται η καταβολή τηςσυνδρομής.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

87.
    Η αναστολή μιας αρχικώς χορηγηθείσας χρηματοδοτικής συνδρομής ουδόλωςπροδικάζει την τελική απόφαση που η Επιτροπή θα λάβει σχετικά με τηνκαταβολή του υπολοίπου. Επομένως, η απόφαση περί αναστολής δεν στερεί τονδικαιούχο της συνδρομής του δικαιώματος να εισπράξει ολόκληρο το ποσό τουυπολοίπου, σύμφωνα με την αίτησή του, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι ησυνδρομή πράγματι χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τους επιβληθέντες με τηνεγκριτική απόφαση όρους.

88.
    Κατά συνέπεια, οι επίδικες αποφάσεις δεν είναι δυνατό να συνιστούν παραβίασητης προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

89.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου,και τούτο λόγω παρελεύσεως μιας εύλογης για τη λήψη των επιδίκων αποφάσεωνπροθεσμίας. Το εύλογο της εν λόγω προθεσμίας πρέπει να εκτιμηθεί, ενπροκειμένω, βάσει του χρόνου που διέρρευσε μεταξύ της εκδόσεως τηςπροπαρατεθείσας στη σκέψη 49 αποφάσεως Επιτροπή κατά Branco, σκέψη 23, καιτης λήψεως, στις 17 Φεβρουαρίου 1998, των επιδίκων αποφάσεων. Πράγματι, μετην απόφασή του της 13ης Δεκεμβρίου 1995, το Πρωτοδικείο σαφώς δέχθηκε ότιη Επιτροπή είναι αυτή που αποφαίνεται επί των αιτήσεων καταβολής τουυπολοίπου και ότι η Επιτροπή — και μόνον αυτή — διαθέτει την εξουσία μειώσεως,σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, τωνχρηματοδοτικών συνδρομών του ΕΚΤ. Μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή δενμπορούσε να αγνοεί ότι σ' αυτήν εναπέκειτο να αποφανθεί, σύμφωνα με τηναποκλειστική αρμοδιότητα που διαθέτει, επί των αιτήσεων καταβολής τουυπολοίπου που της είχαν υποβληθεί, είτε αποφασίζοντας την εις το ακέραιοκαταβολή του εν λόγω υπολοίπου είτε λαμβάνοντας αποφάσεις περί αναστολής,μειώσεως ή καταργήσεως της συνδρομής.

90.
    Ενόψει της υπάρξεως ενδείξεων περί μη συννόμων ενεργειών κατά τηχρησιμοποίηση της χορηγηθείσας συνδρομής καθώς και του γεγονότος ότι ηΕπιτροπή δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για να υπολογίσει το ακριβές ποσό τωνεπιλεξίμων, κατά τις 13 Δεκεμβρίου 1995, δαπανών, η τελευταία ηδύνατο καιόφειλε να ετοιμάσει ταχέως τα σχέδια αποφάσεων περί αναστολής καταβολής τηςσυνδρομής. Όμως, η καθής απέστειλε τέτοια σχέδια στο DAFSE μόλις στις 17Απριλίου 1997, και τούτο μολονότι η εκπόνησή τους δεν απαιτούσε ούτεσημαντική εργασία ούτε μακρά διαδικασία. Κατά συνέπεια, το άνω των 16 μηνώνδιάστημα που διέρρευσε μεταξύ της εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεωςτης 13ης Δεκεμβρίου 1997 και της αποστολής αυτών των σχεδίων είναιυπερβολικά μακρό.

91.
    Μολονότι η παρέλευση εύλογης προθεσμίας είναι δυνατόν, υπό ορισμένεςπεριστάσεις, να συνεπάγεται την ακύρωση μιας αποφάσεως, δεν συμβαίνει το ίδιοστην περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως στρεφομένης κατά των αποφάσεων περίαναστολής καταβολής μιας συνδρομής. Πράγματι, αν οι αποφάσεις αυτέςακυρώνονταν απλώς και μόνο λόγω της εκπρόθεσμης λήψεώς τους, η καθής δενθα μπορούσε, λόγω του ότι εξακολουθεί να μη διαθέτει στοιχεία που να τηςεπιτρέπουν να υπολογίσει τις επιλέξιμες δαπάνες, παρά μόνο να λάβει, κατ'εφαρμογήν του άρθρου 176 της Συνθήκης, νέες αποφάσεις περί αναστολήςκαταβολής της συνδρομής. Υπό τις περιστάσεις αυτές, μια ακυρωτική απόφασηθα στερούνταν πάσης χρησιμότητας. Επομένως, οι επίδικες αποφάσεις δεν πρέπεινα ακυρωθούν, λόγω παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, εξαιτίας τηςπαρελεύσεως εύλογης για τη λήψη τους προθεσμίας.

Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από την προσβολή κεκτημένωνδικαιωμάτων

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

92.
    Αναφερόμενη στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon, στο πλαίσιο τηςαποφάσεως του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C-291/89, Interhotel κατάΕπιτροπής (Συλλογή 1991, σ. Ι-2257), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οιεγκριτικές των αιτήσεων καταβολής συνδρομής αποφάσεις δημιούργησαν υπέραυτής δικαιώματα και, ειδικότερα, το δικαίωμα να απαιτήσει την εις το ακέραιοκαταβολή της συνδρομής.

93.
    Η καθής αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, παραπέμπονταςστην προπαρατεθείσα, στη σκέψη 63, απόφαση Branco κατά Επιτροπής (σκέψεις97 και 105 έως 107).

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

94.
    Μολονότι είναι αληθές ότι μια εγκριτική απόφαση δημιουργεί υπέρ τουδικαιούχου συνδρομής του ΕΚΤ το δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή της,τούτο συμβαίνει μόνον εφόσον η συνδρομή χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τουςκαθορισμένους, με τις εγκριτικές αποφάσεις, όρους.

95.
    Όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, υφίστανται σοβαρές ενδείξεις περί μησυννόμων ενεργειών, σύμφωνα με τις οποίες η προσφεύγουσα δεν τήρησε αυτούςτους όρους πράγμα που δικαιολογεί την αναστολή καταβολής της συνδρομής.

96.
    Δεδομένου ότι οι αποφάσεις περί αναστολής ουδόλως προδικάζουν την τελικήαπόφαση της καθής επί της αιτήσεως καταβολής του υπολοίπου, οι εν λόγωαποφάσεις δεν στερούν την προσφεύγουσα του δικαιώματος να εισπράξει,σύμφωνα με την αίτησή της, ολόκληρο το ποσό του υπολοίπου, εφόσον, βεβαίως,αποδειχθεί ότι η συνδρομή χρησιμοποιήθηκε απολύτως σύμφωνα με τουςεπιβληθέντες με τις εγκριτικές αποφάσεις όρους.

97.
    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την προσβολή κεκτημένωνδικαιωμάτων πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής τηςαναλογικότητας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

98.
    Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η καθής παραβίασε την αρχή της αναλογικότηταςδιότι δεν τήρησε τη δέσμευσή της να καταβάλει, σε εκτέλεση των εγκριτικώναποφάσεων, τις δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί η προσφεύγουσα στο πλαίσιοτων πραγματοποιηθεισών ενεργειών επαγγελματικής καταρτίσεως.

99.
    Η καθής αντιτάσσει ότι, ενόψει, αφενός, των αμφιβολιών που είχαν εκφράσει, ήδηαπό το 1989, οι πορτογαλικές αρχές σχετικά με τη νομιμότητα ορισμένωνσυναλλαγών τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο τωνεν λόγω ενεργειών και, αφετέρου, της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας,οποιαδήπτε άλλη, εκτός της αναστολής, απόφαση θα ήταν πρόωρη.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

100.
    Όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, η αποφασισθείσα από την Επιτροπήαναστολή έχει άμεση σχέση με τις σοβαρές ενδείξεις για τις μη σύννομεςενέργειες που οι πορτογαλικές αρχές, ήδη από το 1989, της επισήμαναν καιουδόλως προδικάζει την τελική απόφαση που θα ληφθεί επί της αιτήσεως περίκαταβολής του υπολοίπου.

101.
    Επομένως, η αναστολή αυτή είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

102.
    Επομένως, ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότηταςπρέπει να απορριφθεί.

103.
    Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει νααπορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

104.
    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικόαίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, η μεν προσφεύγουσα ηττήθηκε,η δε καθής έχει ζητήσει την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα.

105.
    Ωστόσο, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη, για τονδιακανονισμό των δικαστικών εξόδων, ορισμένες λεπτομέρειες της διαδικασίαςπου είχε ως κατάληξη τη λήψη των επιδίκων αποφάσεων, όπως αυτές έχουνανωτέρω περιγραφεί, ιδίως στις σκέψεις 56 και 91, λεπτομέρειες οι οποίεςοδήγησαν την προσφεύγουσα σε μια κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τηνκαταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής που της είχε παρασχεθεί. Υπό τέτοιεςπεριστάσεις, δεν μπορεί να προσαφθεί μομφή στην προσφεύγουσα διότιπροσέφυγε στο Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να εκτιμήσει τις ενέργειες τηςΕπιτροπής και να αντλήσει τις εξ αυτών συνέπειες. Επομένως, επιβάλλεται ηδιαπίστωση ότι οι ενέργειες αυτές συνετέλεσαν στη γένεση της διαφοράς.

106.
    Το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του ΚανονισμούΔιαδικασίας ορίζει ότι το Πρωτοδικείο μπορεί να καταδικάσει ακόμη και τοννικήσαντα διάδικο στην καταβολή των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε ναυποβληθεί ο αντίδικός του αν κρίνει ότι τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν εξ αιτίαςδικών του ενεργειών (προπαρατεθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Interhotel κατάΕπιτροπής, σκέψη 82).

107.
    Κατά συνέπεια, η καθής πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή, εκτός των δικώντης εξόδων, και του 10 % των εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Συνεκδικάζει, προς έκδοση κοινής αποφάσεως, τις υποθέσεις T-194/97και Τ-83/98.

2)    Κηρύσσει την προσφυγή κατά παραλείψεως στην υπόθεση Τ-194/97απαράδεκτη.

3)    Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως στην υπόθεση Τ-83/98.

4)    Η καθής φέρει, εκτός των δικών της εξόδων, και το 10 % των εξόδων τηςπροσφεύγουσας.

Jaeger

Lenaerts
Azizi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27Ιανουαρίου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

K. Lenaerts


1: Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.