Language of document : ECLI:EU:T:2012:351

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Ιουλίου 2012 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Κυματοειδή προϊόντα συσκευασίας – Ενίσχυση για την κατασκευή εργοστασίου χαρτοποιίας – Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση συμβατή προς την κοινή αγορά – Παραδεκτό – Προσήκων χαρακτήρας της εντολής που ανέθεσε ένα νομικό πρόσωπο στους δικηγόρους του – Έκδοση αποφάσεως μετά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων – Σοβαρές δυσχέρειες που δικαιολογούν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Άσκηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει – Άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ – Άρθρο 88, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ – Άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 – Άρθρο 44, παράγραφοι 5 και 6, του Κανονισμού Διαδικασίας»

Στην υπόθεση T‑304/08,

Smurfit Kappa Group plc, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους T. Ottervanger και E. Henny, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Martenczuk και C. Urraca Caviedes,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Propapier PM 2 GmbH, πρώην Propapier PM2 GmbH & Co. KG, με έδρα το Eisenhüttenstadt (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους H.-J. Niemeyer και C. Herrmann, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως Ε(2008) 1107 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2008, με την οποία κηρύχθηκε συμβατή προς τη κοινή αγορά η ενίσχυση περιφερειακού χαρακτήρα που προτίθενται να χορηγήσουν οι γερμανικές αρχές στην Propapier PM2 για την κατασκευή εργοστασίου χαρτοποιίας στο Eisenhüttenstadt (περιφέρεια Βορειανατολικού Βρανδεμβούργου) (κρατική ενίσχυση N 582/2007 – Γερμανία),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen (εισηγητή) και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Νοεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Smurfit Kappa Group plc, είναι διεθνής επιχείρηση με έδρα στην Ιρλανδία. Ασκεί τις δραστηριότητές της στον τομέα της συσκευασίας, κυρίως στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. Κατασκευάζει και διαθέτει στο εμπόριο κυματοειδή προϊόντα συσκευασίας (στο εξής: προϊόντα CCM), φύλλα κυματοειδούς χαρτονιού και συμπαγούς χαρτονιού, κυτία από κυματοειδές χαρτόνι και από συμπαγές χαρτόνι, χαρτόνια για γραφικά σχέδια και ειδικά χαρτόνια. Η εν λόγω επιχείρηση προβαίνει, επίσης, σε ανάκτηση ανακυκλωμένων απορριμμάτων χαρτιού.

2        Με έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2007, οι γερμανικές αρχές κοινοποίησαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την πρόθεσή τους να χορηγήσουν στην Propapier PM2 GmbH & Co. KG επιδότηση για επένδυση ύψους 82 509 500 ευρώ (ήτοι 72 154 700 ευρώ σε τρέχουσα αξία) (στο εξής: επίμαχη ενίσχυση) για την κατασκευή εργοστασίου χαρτοποιίας και ηλεκτρογεννήτριας στο Eisenhüttenstadt, στην περιφέρεια Βορειανατολικού Βρανδεμβούργου (Γερμανία). Η Επιτροπή καταχώρισε την κοινοποίηση αυτή με τα στοιχεία N 582/2007.

3        Το χρηματοδοτούμενο με την επίμαχη ενίσχυση εργοστάσιο χαρτοποιίας προοριζόταν να παράγει δύο είδη προϊόντων CCM, ήτοι, αφενός, επίπεδα φύλλα χαρτονιού βάρους μέχρι 150 g/m² και, αφετέρου, τρίφυλλα κυματοειδή χαρτόνια κατασκευαζόμενα με ανακυκλωμένες ίνες. Η κατασκευή των εγκαταστάσεων επρόκειτο να διαρκέσει από τον Δεκέμβριο του 2007 μέχρι το πρώτο ήμισυ του έτους 2010.

4        Στις 9 Νοεμβρίου 2007 η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή εμπιστευτική καταγγελία σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση.

5        Με επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών. Οι γερμανικές αρχές απάντησαν στην εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών με επιστολή της 3ης Ιανουαρίου 2008.

6        Στις 25 Ιανουαρίου 2008 έλαβε χώρα σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των γερμανικών αρχών, παρουσία εκπροσώπων της παρεμβαίνουσας.

7        Στις 29 Ιανουαρίου 2008 δύο επίσημες καταγγελίες πρωτοκολλήθηκαν στην Επιτροπή και διαβιβάσθηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την υποβολή παρατηρήσεων.

8        Με επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή απηύθυνε νέα αίτηση παροχής πληροφοριών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

9        Με επιστολές της 6ης και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απάντησε, αντιστοίχως, στις καταγγελίες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 7 ανωτέρω καθώς και στην αίτηση παροχής πληροφοριών που μνημονεύθηκε στη σκέψη 8 ανωτέρω.

10      Στις 20 Φεβρουαρίου 2008 υποβλήθηκε στην Επιτροπή τρίτη επίσημη καταγγελία. Δεδομένου ότι η εν λόγω καταγγελία στηριζόταν στα ίδια επιχειρήματα όπως και οι δύο πρώτες, αυτή δεν κοινοποιήθηκε στο κράτος μέλος.

11      Στις 2 Απριλίου 2008 η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία έρευνας, εξέδωσε την απόφαση Ε(2008) 1107, με την οποία η επίμαχη ενίσχυση κηρύχθηκε συμβατή προς την κοινή αγορά (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

12      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε, ιδίως, ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν υπερέβαινε τα όρια που προβλέπονται από την παράγραφο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ 2006, C 54, σ. 13), που έχει ως εξής:

«Οσάκις το συνολικό ποσό της ενίσχυσης από όλες τις πηγές υπερβαίνει το 75 % του ποσού που θα μπορούσε να λάβει μια επένδυση με επιλέξιμες δαπάνες 100 εκατ. ευρώ, με βάση το τυποποιημένο ανώτατο όριο που ισχύει για τις μεγάλες επιχειρήσεις στον εγκεκριμένο χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων κατά την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης, και εφόσον:

α)      πριν από την επένδυση, ο δικαιούχος της ενίσχυσης καλύπτει περισσότερο από το 25 % των πωλήσεων του σχετικού προϊόντος στην αγορά, ή, μετά την επένδυση, θα πραγματοποιεί περισσότερο από το 25 % των πωλήσεων αυτών· ή

β)      η παραγωγική ικανότητα που δημιουργείται με το σχέδιο υπερβαίνει το 5 % της αγοράς, με βάση τα στοιχεία για τη φαινομένη κατανάλωση του σχετικού προϊόντος, εκτός εάν ο μέσος ρυθμός αύξησης της φαινομένης του κατανάλωσης κατά τα τελευταία πέντε έτη είναι υψηλότερος από τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕγχΠ στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

η Επιτροπή θα εγκρίνει τις περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις μόνο μετά από λεπτομερή επαλήθευση, αφού θα έχει κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ότι η ενίσχυση είναι αναγκαία ως έναυσμα για επενδύσεις και ότι τα οφέλη από την ενίσχυση υπερκαλύπτουν την προκύπτουσα νόθευση του ανταγωνισμού και την επίδραση επί των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.»

13      Στην υποσημείωση 63, υπό την προαναφερθείσα παράγραφο των κατευθυντηρίων γραμμών, αποσαφηνίζεται ότι η Επιτροπή θα εξέθετε, πριν από την έναρξη ισχύος των κατευθυντηρίων γραμμών, δηλαδή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007, τις περαιτέρω προθέσεις της όσον αφορά τα κριτήρια που θα λαμβάνει υπόψη προκειμένου να εκτιμήσει την αναγκαιότητα μιας ενισχύσεως ως κινήτρου για την υλοποίηση της επενδύσεως, καθώς και τα πλεονεκτήματα της ενισχύσεως έναντι των προκυπτουσών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και της επιδράσεως επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

14      Στις αιτιολογικές σκέψεις 119 και 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέρριψε τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με τις καταγγελίες που της είχαν υποβληθεί όσον αφορά την επίμαχη ενίσχυση (βλ. σκέψεις 4, 7 και 10 ανωτέρω) επισημαίνοντας ότι δεσμευόταν από τις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες, κατά τη γνώμη της, απέκλειαν το ενδεχόμενο να κινήσει η Επιτροπή την επίσημη διαδικασία έρευνας στις υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων τα όρια, τα οποία καθορίζονται στην παράγραφο 68 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, δεν είχαν υπερκερασθεί. Συναφώς, κατά την Επιτροπή, η τήρηση των ως άνω ορίων των μεριδίων αγοράς και της αυξήσεως της παραγωγικής ικανότητας διασφαλίζει, για κάθε επιδοτούμενο σχέδιο, αφενός, ότι οι προβλέψιμες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού δεν υπερτερούν έναντι των αναμενόμενων πλεονεκτημάτων καθώς και, αφετέρου, ότι υπάρχει επαρκής συμβολή στην επίτευξη του σκοπού της περιφερειακής αναπτύξεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 5 Αυγούστου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Δεκεμβρίου 2008, η Propapier PM2 GmbH & Co. KG, η οποία, κατά τη διάρκεια της δίκης, κατέστη η Propapier PM 2 GmbH, ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 21ης Απριλίου 2009, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή.

17      Στις 14 Μαΐου 2009 η παρεμβαίνουσα έθεσε υπό αμφισβήτηση την πληρότητα της διαβιβάσεως σ’ αυτήν του φακέλου της έγγραφης διαδικασίας. Με έγγραφο της Γραμματείας, έλαβε τη διαβεβαίωση ότι είχε παραλάβει πλήρη κοινοποίηση των εγγράφων της έγγραφης διαδικασίας και δεν ενέμεινε στην εκ μέρους της αμφισβήτηση.

18      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ζήτησε να τύχουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, έναντι της παρεμβαίνουσας, ορισμένα τμήματα των υπομνημάτων που αντηλλάγησαν στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας και δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα έθεσε υπό αμφισβήτηση ορισμένα από τα αιτήματα αυτά, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε εν μέρει δεκτά, με διάταξη της 5ης Ιουλίου 2010, τα αιτήματα της προσφεύγουσας. Κατά συνέπεια, ορισμένες συμπληρωματικές πληροφορίες γνωστοποιήθηκαν στην παρεμβαίνουσα και επετράπη σ’ αυτήν να συμπληρώσει το υπόμνημά της παρεμβάσεως.

19      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο αρχικώς ορισθείς εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση. Λόγω κωλύματος ενός από τα μέλη του πρώτου τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άλλο δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

22      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

23      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε εγγράφως ερωτήσεις στους διαδίκους.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Νοεμβρίου 2011.

25      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα παραιτήθηκαν από την εκ μέρους τους αμφισβήτηση του παραδεκτού του δικογράφου της προσφυγής ως προς την τήρηση της υποχρεώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, στοιχείο το οποίο καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

26      Μετά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο έδωσε τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να προσκομίσει, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την κοινοποίηση των πρακτικών της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, κάθε αποδεικτικό στοιχείο που θεωρούσε ως αναγκαίο προκειμένου να αποδειχθεί ο προσήκων χαρακτήρας της εντολής που ανατέθηκε στους δικηγόρους της.

27      Τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα εντός της ταχθείσας σ’ αυτήν προθεσμίας κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή και στην παρεμβαίνουσα για την υποβολή παρατηρήσεων. Στις 25 Ιανουαρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο, αφού παρέλαβε τις παρατηρήσεις αυτές, κήρυξε το πέρας της προφορικής διαδικασίας.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

28      Η Επιτροπή και η προσφεύγουσα θέτουν υπό αμφισβήτηση, αφενός, το παραδεκτό του δικογράφου της προσφυγής υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που προβλέπονται από το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Η Επιτροπή θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση, αφετέρου, την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας ως προς το ότι αυτή βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του προσήκοντος χαρακτήρα της εντολής που ανέθεσε η προσφεύγουσα στους δικηγόρους της

29      Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, οφείλει να επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής του αποδεικτικό ότι η εντολή προς τον δικηγόρο δόθηκε προσηκόντως από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο. Δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με την προαναφερθείσα προϋπόθεση, ο Γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής ή για την προσκόμιση των στοιχείων που αναφέρονται ανωτέρω. Εφόσον εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί δεν γίνει η τακτοποίηση ή δεν προσκομιστούν τα στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αν η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

30      Από τις ως άνω διατάξεις απορρέει ότι ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου οφείλει να καλεί ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου να προβεί στην τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής του σε περίπτωση παραβάσεως, εκ μέρους του εν λόγω νομικού προσώπου, της υποχρεώσεως, την οποία αυτό υπέχει, να προσκομίζει αποδεικτικό του προσήκοντος χαρακτήρα της εντολής που ανέθεσε στους δικηγόρους του και ότι μόνον εάν ο προσφεύγων δεν συμμορφωθεί εμπροθέσμως προς την πρόσκληση του Γραμματέα, το Γενικό Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη.

31      Η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε στις 5 Αυγούστου 2008, επ’ ονόματι της προσφεύγουσας, από τους T. Ottervanger και E. Henny, δικηγόρους εγγεγραμμένους στον Δικηγορικό Σύλλογο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες). Η προσφεύγουσα επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής της την εντολή με την οποία είχε ανατεθεί στους εν λόγω δικηγόρους να ασκήσουν την υπό κρίση προσφυγή. Η εντολή αυτή είχε καταρτισθεί από τον Μ. O’Riordan, υπό την ιδιότητά του ως γενικού γραμματέα του ομίλου.

32      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Γραμματέας έταξε στην προσφεύγουσα προθεσμία προκειμένου αυτή να προσκομίσει αποδεικτικό ότι ο συντάκτης της ως άνω εντολής ήταν αρμόδιος για τη θέσπιση της εν λόγω πράξεως επ’ ονόματι της εταιρίας. Εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η προσφεύγουσα, ενώ υποστήριξε ότι ο γενικός γραμματέας του ομίλου ήταν αρμόδιος, κατά το ιρλανδικό δίκαιο, να δώσει εντολή σε δικηγόρους προκειμένου αυτοί να διενεργήσουν διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εταιρίας, προσκόμισε μια δεύτερη εντολή, η οποία έφερε ως ημερομηνία την 28η Αυγούστου 2008 και η οποία είχε καταρτισθεί από τον G. McGann, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή.

33      Δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα και η Επιτροπή έθεσαν υπό αμφισβήτηση τόσο την αρμοδιότητα του O’Riordan όσο και αυτήν του McGann, η προσφεύγουσα προσκόμισε, πριν από το πέρας της προφορικής διαδικασίας, ένα ψήφισμα, το οποίο εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2011 από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας και το οποίο επιβεβαιώνει ότι ο McGann, ως γενικός διευθυντής και ως ένας εκ των διαχειριστών της εταιρίας, ήταν αρμόδιος για τη χορήγηση της δεύτερης εντολής.

34      Πρώτον, η παρεμβαίνουσα θέτει υπό αμφισβήτηση, στην περίπτωση που υφίσταται παράβαση της υποχρεώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, τη δυνατότητα τακτοποιήσεως του ως άνω δικογράφου εκκρεμούσης της δίκης. Η άποψη αυτή δεν μπορεί παρά να απορριφθεί, καθόσον η δυνατότητα μιας τέτοιας τακτοποιήσεως προβλέπεται από το άρθρο 44, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, που ορίζει ότι ο Γραμματέας τάσσει προθεσμία για την τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής και ότι, εφόσον δεν γίνει η τακτοποίηση εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να κρίνει αν το γεγονός αυτό συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω).

35      Εν προκειμένω, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, η προσφεύγουσα προσκόμισε τη δεύτερη εντολή εντός της προθεσμίας που είχε τάξει ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί, δεύτερον, αν η δεύτερη εντολή πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

36      Συναφώς, η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα υποστηρίζουν ότι τα άρθρα 66 έως 68 του καταστατικού που επισυνάφθηκε στα έγγραφα τα σχετικά με την τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής, καταστατικού ως προς το οποίο δεν αμφισβητούν, πλέον, ότι πρόκειται για το καταστατικό της προσφεύγουσας, προβλέπουν ότι η απόφαση να ασκηθεί ένδικη προσφυγή και να δοθεί εντολή σε δικηγόρους επ’ ονόματι της εταιρίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου, ως συλλογικού οργάνου, και ότι η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να ανατεθεί σε έναν ή σε περισσότερους διαχειριστές. Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα προβάλλουν, κατά συνέπεια, ότι, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου που να αναθέτει στους δικηγόρους T. Ottervanger και E. Henny να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ή η ύπαρξη αποφάσεως που να αναθέτει μια τέτοια αρμοδιότητα στον McGann, η προσφεύγουσα παρέβη την υποχρέωση που προβλέπεται από το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

37      Πάντως, καίτοι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρεί ως βέβαιο, εφόσον δεν προσκομίσθηκε από την προσφεύγουσα προγενέστερη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας περί ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής ή περί αναθέσεως στον McGann της αρμοδιότητας να αποφασίζει σχετικά με τη διενέργεια τέτοιων διαδικαστικών πράξεων, ότι ο McGann εδικαιούτο, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, να καταρτίσει τη δεύτερη εντολή, επιβάλλεται, εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση ότι το διοικητικό συμβούλιο, με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, δήλωσε ότι επιβεβαιώνει ότι ο McGann, γενικός διευθυντής και διαχειριστής της εταιρίας, ήταν αρμόδιος προς τούτο (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω).

38      Μολονότι είναι επίσης αληθές, όπως υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, ότι η ως άνω επιβεβαίωση δόθηκε τρία χρόνια και πλέον έπειτα από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής και ότι είναι πιθανό η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας να έχει μεταβληθεί σε σχέση με αυτήν που υφίστατο κατά την ημερομηνία καταρτίσεως της δεύτερης εντολής, αντιθέτως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς τη βούληση της προσφεύγουσας, η οποία εκφράζεται νομίμως έναντι των τρίτων με τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της, να τελεσφορήσει η υπό κρίση προσφυγή.

39      Κατά συνέπεια, ο λόγος απαραδέκτου τον οποίο προέβαλαν η παρεμβαίνουσα και η Επιτροπή και ο οποίος αντλείται από το ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας είναι απορριπτέος (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 1989, 193/87 και 194/87, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1989, σ. 1045, σκέψεις 33 και 34).

 Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας

40      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, μολονότι η προσφεύγουσα αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί παραδεκτώς τη βασιμότητα των περιλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμήσεων σχετικά με τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά. Πάντως, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής, στο σύνολό τους, κατατείνουν στο να τεθεί υπό αμφισβήτηση η βασιμότητα της εν λόγω εκτιμήσεως σχετικά με τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά και όχι στο να υποστηριχθεί ότι προσβλήθηκαν τα διαδικαστικά δικαιώματα που η προσφεύγουσα αντλεί από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

41      Επιπλέον, η Επιτροπή προβάλλει ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας καταδεικνύει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που καθιστούν αναγκαία την κίνηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημης διαδικασίας έρευνας διατυπώθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και είναι, ως εκ τούτου, επίσης απαράδεκτο. Επομένως, κατά την Επιτροπή, κανένας από τους προβληθέντες με την προσφυγή λόγους ακυρώσεως δεν είναι παραδεκτός.

42      Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι, παρά τη θέση σε ισχύ, εκκρεμούσης της δίκης, ήτοι την 1η Δεκεμβρίου 2009, του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το ζήτημα του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικώς βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑532/08, Norilsk Nickel Harjavalta και Umicore κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑3959, σκέψεις 68 έως 75, και T‑539/08, Etimine και Etiproducts κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑4017, σκέψεις 74 έως 81), γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους.

43      Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά αποφάσεως που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο μόνον αν η απόφαση αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά.

44      Κατά πάγια νομολογία, τα πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να επικαλεστούν το ότι η εν λόγω απόφαση τα αφορά ατομικά παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα διαφοροποιεί από κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη μιας τέτοιας αποφάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939· της 19ης Μαΐου 1993, C‑198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑2487, σκέψη 20· της 15ης Ιουνίου 1993, C‑225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3203, σκέψη 14· της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C‑78/03 P, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, Συλλογή 2005, σ. I‑10737, σκέψη 33, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑75/05 P και C‑80/05 P, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, Συλλογή 2008, σ. I‑6619, σκέψη 36).

45      Δεδομένου ότι η υπό κρίση προσφυγή αφορά απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου της εξετάσεως των ενισχύσεων που καθιερώνει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την κοινή αγορά και, αφετέρου, του σταδίου της εξετάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Μόνο στο πλαίσιο αυτού του σταδίου, που αποσκοπεί στην πλήρη ενημέρωση της Επιτροπής επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως, προβλέπει η Συνθήκη υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Επομένως, όταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, διαπιστώνει, με απόφαση εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές αυτές εγγυήσεις μπορούν να επιτύχουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση αυτή της Επιτροπής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Για τους λόγους αυτούς, ο δικαστής της Ένωσης κηρύσσει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως κατά τέτοιας αποφάσεως, ασκηθείσα από ενδιαφερόμενο κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει, με την άσκηση της προσφυγής του, να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη (βλ. απόφαση Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), οι ενδιαφερόμενοι, υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ είναι, μεταξύ άλλων, κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενισχύσεως, ήτοι ιδίως οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του δικαιούχου της εν λόγω ενισχύσεως. Κατά τη νομολογία, πρόκειται, δηλαδή, για απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2011, C‑83/09 P, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, Συλλογή 2011, σ. Ι‑4441, σκέψη 63· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3809, σκέψη 16).

48      Αντιθέτως, αν ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο της αποφάσεως περί εκτιμήσεως της συμβατότητας της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δεν αρκεί ώστε να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, τότε, να αποδείξει ότι η κατάστασή του είναι ιδιαίτερη κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 44 αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά επηρεάζεται αισθητά από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της αμφισβητούμενης αποφάσεως (βλ. απόφαση Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η θέση της προσφεύγουσας στην οικεία αγορά πρέπει να επηρεάζεται αισθητά, το γεγονός απλώς και μόνον ότι μια πράξη δύναται να επηρεάσει κατά κάποιο τρόπο τις σχέσεις ανταγωνισμού που υφίστανται στην οικεία αγορά και ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση τελεί σε ανταγωνιστική σχέση με τον αποδέκτη της ως άνω πράξεως δεν αρκεί. Συνεπώς, μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί αποκλειστικά και μόνον την ιδιότητά της ως ανταγωνίστριας της δικαιούχου επιχειρήσεως, αλλά οφείλει περαιτέρω να αποδείξει ότι τελεί σε μια πραγματική κατάσταση η οποία την εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο του αποδέκτη της αποφάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψεις 32 και 33, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10515, σκέψεις 47 και 48).

50      Τέλος, κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ερμηνεύσει προσφυγή με την οποία αμφισβητείται αποκλειστικά το βάσιμο αποφάσεως περί εκτιμήσεως της συμβατότητας μιας ενισχύσεως προς την κοινή αγορά υπό την έννοια ότι η εν λόγω προσφυγή σκοπεί στην πραγματικότητα στην προάσπιση διαδικαστικών δικαιωμάτων που ο προσφεύγων αντλεί από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ όταν αυτός δεν έχει ρητώς προβάλει σχετικό λόγο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ερμηνεία των λόγων ακυρώσεως θα οδηγούσε, στην πράξη, σε αναχαρακτηρισμό του αντικειμένου της προσφυγής (απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 55· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2007, C‑176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25).

51      Ωστόσο, ένας τέτοιος περιορισμός της εξουσίας του να προβαίνει σε ερμηνεία των λόγων ακυρώσεως δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να εξετάσει ουσιαστικά επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων, προκειμένου να εξακριβωθεί αν αυτά μπορούν να στοιχειοθετήσουν τη βασιμότητα ενός λόγου ακυρώσεως με τον οποίο ρητώς προβάλλεται η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, ικανών να δικαιολογήσουν την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ (απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 56).

52      Συγκεκριμένα, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα περί ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιονδήποτε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα αυτή συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομιστεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2011, C‑47/10 P, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι‑10707, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Ακριβώς υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών πρέπει να εξετασθεί η διαδικαστική θέση της προσφεύγουσας.

54      Συναφώς, πρέπει εκ προοιμίου να αποσαφηνιστεί ότι, όπως δέχθηκαν η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα, η προσφεύγουσα είναι ενδιαφερομένη κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, χωρίς να αντικρουσθεί ούτε από την Επιτροπή ούτε από την παρεμβαίνουσα ούτε από κανένα εκ των εγγράφων της δικογραφίας, ότι είναι άμεση ανταγωνίστρια της παρεμβαίνουσας. Αντιθέτως, οι διάδικοι ερίζουν ως προς το ζήτημα αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα και αν, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί παραδεκτώς τη βασιμότητα της περιλαμβανόμενης στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμήσεως της συμβατότητας της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, ανεξάρτητα από την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

55      Πάντως, μολονότι η προσφεύγουσα παρέσχε επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η θέση της, από πλευράς ανταγωνισμού, μπορούσε να επηρεαστεί από την επίμαχη ενίσχυση, αντιθέτως, γεγονός παραμένει ότι δεν απέδειξε ότι η θέση της στην αγορά πρόκειται να επηρεασθεί αισθητά κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 48 και 49 ανωτέρω.

56      Πρώτον, η προσφεύγουσα επικαλείται τη συμμετοχή της στη διοικητική διαδικασία ως εκ του ότι υπέβαλε, εμπιστευτικώς, καταγγελία μετά την κοινοποίηση της επίμαχης ενισχύσεως. Ωστόσο, η συμμετοχή μιας επιχειρήσεως στο προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 δεν αποδεικνύει ότι η απόφαση, η οποία εκδίδεται μετά το πέρας της ως άνω διαδικασίας, αφορά ατομικά την επιχείρηση αυτή απλώς και μόνον λόγω της ιδιότητάς της ως καταγγέλλουσα (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2009, C‑319/07 P, 3F κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑5963, σκέψεις 94 και 95).

57      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η αγορά των προϊόντων CCM είναι ενιαία και ότι κάθε κρατική ενίσχυση που χορηγείται σε έναν παραγωγό ασκεί επίδραση στο σύνολο των ανταγωνιστών του εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Ωστόσο, από τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα με την εμπιστευτική καταγγελία της προκύπτει ότι ο τομέας των προϊόντων CCM εντός του EΟΧ αριθμεί περίπου 130 εταιρίες. Επομένως, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας υπογραμμίζει το γεγονός ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση πρόκειται να ασκήσει επιρροή στις σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών, αλλά δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας πρόκειται να υποστεί αισθητή επιδείνωση όσον αφορά τη θέση της, από πλευράς ανταγωνισμού, επιδείνωση ικανή να την διαχωρίσει από την πλειονότητα των επιχειρηματιών.

58      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επίμαχη ενίσχυση θα καταστήσει δυνατή την κατασκευή του μεγαλύτερου εργοστασίου προϊόντων CCM στην Ευρώπη και ότι η έναρξη λειτουργίας της εν λόγω εγκαταστάσεως θα έχει κατ’ ανάγκην αισθητό αντίκτυπο επί του επιπέδου των τιμών. Το επιχείρημα αυτό, όπως και το προηγούμενο, το οποίο, εξάλλου, αμφισβητείται από την παρεμβαίνουσα, δεν αρκεί, εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να θεμελιωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, καθόσον η προσφεύγουσα δεν επικαλείται καμία ιδιαιτερότητα της καταστάσεώς της δυναμένη να αποδείξει ότι αυτή πρόκειται να επηρεασθεί από την έναρξη λειτουργίας του εν λόγω εργοστασίου σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαχωρίζεται από την πλειονότητα των λοιπών ανταγωνιστών της παρεμβαίνουσας.

59      Τέταρτον, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η αγορά των προϊόντων CCM διέρχεται διαρθρωτική ανισορροπία που χαρακτηρίζεται από πλεονασματική παραγωγική ικανότητα και ότι αναγκάστηκε να προβεί σε κλείσιμο πολλών από τις εγκαταστάσεις της. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν η παρεμβαίνουσα και η Επιτροπή, το κλείσιμο εγκαταστάσεων μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έλαβε αυτοτελείς αποφάσεις σχετικά με τη διαχείριση, όπως είναι η προσαρμογή των υφιστάμενων εγκαταστάσεών της στην τεχνολογική πρόοδο ή ο εξορθολογισμός του παραγωγικού δυναμικού της, και η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να στοιχειοθετήσει ότι αυτή δεν προέβη σε κλείσιμο των εγκαταστάσεών της λόγω παλαιότητας. Εν πάση περιπτώσει, και έστω και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να μειώσει την παραγωγική ικανότητά της λόγω διαρθρωτικής ανισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως προϊόντων CCM, η περίσταση αυτή δεν θα οφειλόταν στην επιδοτούμενη μέσω της επίμαχης ενισχύσεως εγκατάσταση και δεν θα ήταν, από μόνη της, ικανή να διαχωρίσει την προσφεύγουσα από τους λοιπούς ανταγωνιστές της παρεμβαίνουσας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Νοεμβρίου 2009, T‑375/04, Scheucher-Fleisch κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4155, σκέψεις 59 και 60).

60      Πέμπτον, τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι διαθέτει έξι εγκαταστάσεις σε ακτίνα 800 έως 1 000 km γύρω από την επιδοτούμενη μέσω της επίμαχης ενισχύσεως εγκατάσταση και ότι η εν λόγω ενίσχυση θα έχει ως συνέπεια η παρεμβαίνουσα να καταστεί η κυριότερη άμεση ανταγωνίστρια της προσφεύγουσας δίδει την εντύπωση, εκ πρώτης όψεως, ότι αντιφάσκει προς το δεύτερο επιχείρημά της, κατά το οποίο, εφόσον η αγορά των προϊόντων CCM είναι απολύτως ανταγωνιστική και ενιαία, κάθε επιδότηση που χορηγείται σε οποιονδήποτε παραγωγό πρόκειται να επηρεάσει κατ’ ανάγκην το επίπεδο των τιμών του συνόλου των ανταγωνιστών του εντός του ΕΟΧ. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα διαθέτει έξι εγκαταστάσεις πλησίον της επιδοτούμενης εγκαταστάσεως και ότι η επίμαχη ενίσχυση παρέχει τη δυνατότητα στην παρεμβαίνουσα να αυξήσει την εκ μέρους της παραγωγή προϊόντων CCM ώστε η παραγωγή αυτή να ανέρχεται περίπου σε ένα εκατομμύριο τόνους ετησίως, ενώ, συγκριτικώς, η παραγωγή της προσφεύγουσας στα εν λόγω έξι εργοστάσια προσεγγίζει συνολική ετήσια παραγωγική ικανότητα ανερχόμενη περίπου σε [εμπιστευτικό] (1) δεν παρέχει τη δυνατότητα να συναχθεί ότι η θέση της προσφεύγουσας στην αγορά πρόκειται να επηρεασθεί αισθητά. Συγκεκριμένα, η παρεμβαίνουσα προβάλλει, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι η προσφεύγουσα δεν είναι η αμεσότερη ανταγωνίστριά της, ότι η ίδια και η προσφεύγουσα έχουν διαφορετικές γεωγραφικές αγορές ως αγοραστικό κοινό και ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι το κριτήριο της γεωγραφικής γειτνιάσεως με τις εγκαταστάσεις είναι το καταλληλότερο, άλλοι ανταγωνιστές, πλην της προσφεύγουσας, διαθέτουν εγκαταστάσεις που βρίσκονται πλησιέστερα σε αυτήν που πρόκειται να κατασκευαστεί στο Eisenhüttenstadt.

61      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν ικανή να επιδεινώσει αισθητά τη θέση της στην αγορά. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως ενδιαφερομένης, δύναται παραδεκτώς μόνο να επιδιώξει την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που αντλεί από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και να θέσει υπό αμφισβήτηση την άρνηση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, αλλά δεν δύναται παραδεκτώς να θέσει υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητα των εκτιμήσεων βάσει των οποίων η Επιτροπή συνήγαγε ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά. Επομένως, εφόσον η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα προβάλλουν ότι κανένας από τους λόγους της υπό κρίση προσφυγής δεν αποβλέπει στην προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων ενός ενδιαφερομένου, πρέπει να εξετασθεί η φύση των λόγων που προέβαλε η προσφεύγουσα.

62      Δυνάμει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 50 έως 52 ανωτέρω, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η θέση της στην αγορά θα επηρεαζόταν αισθητά από την επίμαχη ενίσχυση δεν παρεμποδίζει, προς απόδειξη του ότι η Επιτροπή όφειλε να διατυπώσει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά που να δικαιολογούν την κίνηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημης διαδικασίας έρευνας, το να προβάλει η προσφεύγουσα επιχειρήματα σχετικά με τη βασιμότητα της εκτιμήσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή, εφόσον ένας τουλάχιστον από τους λόγους της προσφυγής της αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση της υποχρεώσεώς της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, ιδίως αν, υπό το φως των στοιχείων που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες όσον αφορά την εκτίμηση της συγκεκριμένης ενισχύσεως. Η υποχρέωση αυτή είναι ευθεία απόρροια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το παράνομο μέτρο εγείρει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του προς την κοινή αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑81, σκέψη 328).

63      Πάντως, η προσφεύγουσα αποσαφηνίζει, εκ προοιμίου, ότι θέτει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση της Επιτροπής ότι μπορούσε να εκδώσει θετική απόφαση χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Η προσφεύγουσα φρονεί, ιδίως, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να οχυρωθεί πίσω από τα όρια, τα οποία έχει προσδιορίσει στις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις, προκειμένου να αρνηθεί να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων του επίμαχου μέτρου. Πάντως, κατά την προσφεύγουσα, αυτή η στάθμιση των αποτελεσμάτων, τα οποία επιφέρει το επίδικο μέτρο, καθιστά αναγκαία την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας την παρεμπόδισε να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματά της.

64      Συναφώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση της υποχρεώσεως, την οποία υπείχε εν προκειμένω, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999.

65      Έτσι, τουλάχιστον ο ένας εκ των λόγων ακυρώσεως αποβλέπει ρητώς στην προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας. Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα, ακόμη και αν αφορούν τη βασιμότητα των εκτιμήσεων των σχετικών με τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, πρέπει να εξετασθούν μόνο στο μέτρο που αποσκοπούν στο να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υπερβεί τις σοβαρές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπισε κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω). Επομένως, ο στρεφόμενος κατά του συνόλου της προσφυγής λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή δεν μπορεί να γίνει δεκτός, αλλά το παραδεκτό των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο καθενός από αυτούς τους λόγους ακυρώσεως πρέπει να εξετασθεί κατά περίπτωση.

 Επί της ουσίας

66      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση της υποχρεώσεως, την οποία υπείχε εν προκειμένω, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999. Καίτοι ο ως άνω λόγος ακυρώσεως δεν διαρθρώνεται τυπικώς σε δύο σκέλη, αυτός περικλείει δύο χωριστές αιτιάσεις. Αφενός, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατά βάση, στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον συνήγαγε από την παράγραφο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών ότι, εάν τα προβλεπόμενα από την εν λόγω διάταξη όρια δεν είχαν υπερκερασθεί, μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά και ότι μπορούσε να απαλλαγεί από την υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Αφετέρου, η προσφεύγουσα προβάλλει πλείονα επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε δυσχέρειες ως προς την εκτίμηση των κριτηρίων που προβλέπονται από την παράγραφο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών, δυσχέρειες οι οποίες δικαιολογούσαν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

 Επί του παραδεκτού του πρώτου λόγου ακυρώσεως

67      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου λόγου ακυρώσεως, λόγω της εκ μέρους της προσφεύγουσας προβολής, στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, επιχειρημάτων που αποσκοπούν στο να τεθεί υπό αμφισβήτηση η βασιμότητα των περιλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμήσεων.

68      Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως ενδιαφερομένης, παραδεκτώς προβάλλει ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Προς τούτο, η προσφεύγουσα επίσης παραδεκτώς προβάλλει, προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων τα οποία διέθετε η Επιτροπή, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως της επίμαχης ενισχύσεως, έπρεπε να εγείρει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εν λόγω ενισχύσεως προς την κοινή αγορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 50).

69      Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της συμβατότητας της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, στο γεγονός ότι τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών όρια δεν είχαν υπερκερασθεί.

70      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα, προς προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, αφενός, παραδεκτώς θέτει υπό αμφισβήτηση την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία, κατά τη γνώμη της, υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά στηρίζοντας το συμπέρασμά της αυτό στο γεγονός ότι τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών όρια δεν είχαν υπερκερασθεί, καθώς και, αφετέρου, παραδεκτώς θέτει υπό αμφισβήτηση τις αφορώσες τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που παρείχαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα εν λόγω όρια δεν επρόκειτο να υπερκερασθούν εν προκειμένω.

71      Αντιθέτως, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι η αιτίαση, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και η οποία αντλείται από τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως, αποτελεί νέα αιτίαση και δεν μπορεί να συσχετισθεί με την περιλαμβανόμενη στο δικόγραφο της προσφυγής επιχειρηματολογία. Κατά συνέπεια, η τελευταία αυτή αιτίαση είναι απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το οποίο απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

72      Συνεπώς, ο λόγος απαραδέκτου τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή και ο οποίος στρέφεται κατά του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, πλην όμως πρέπει να γίνει δεκτός καθόσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως.

 Επί του βασίμου του πρώτου λόγου ακυρώσεως

73      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας οσάκις δεν κατορθώνει να εξαλείψει κάθε αμφιβολία ως προς τη συμβατότητα μιας κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Πάντως, κατά την προσφεύγουσα, η συμβατότητα του επίδικου μέτρου προς την κοινή αγορά δεν ήταν προφανής και ορισμένες δυσχέρειες ως προς την εκτίμηση έπρεπε να ωθήσουν την Επιτροπή στο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, δεδομένου ότι ήταν αναγκαίο να διεξαχθεί πιο εμπεριστατωμένη έρευνα και να αναζητηθούν περισσότερες πληροφορίες.

74      Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον εκτίμησε, αφενός, ότι το γεγονός ότι δεν είχαν υπερκερασθεί τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών όρια απέκλειε το να προβεί το εν λόγω θεσμικό όργανο σε εμπεριστατωμένη έρευνα ως προς τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου προς την κοινή αγορά και, αφετέρου, καθόσον εκτίμησε ότι δεσμευόταν από την εν λόγω εσφαλμένη ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

75      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή προβαίνει σε εξέταση των μελετωμένων ενισχύσεων προκειμένου να διαμορφώσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν οι επίδικες ενισχύσεις συμβιβάζονται εν μέρει ή εν όλω με την κοινή αγορά. Η επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σκοπεί να προστατεύσει τα δικαιώματα τρίτων ενδιαφερομένων και επιπλέον πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως πριν λάβει την απόφασή της, συγκεντρώνοντας ιδίως τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων τρίτων και των κρατών μελών. Καίτοι έχει δέσμια αρμοδιότητα όσον αφορά την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή διαθέτει πάντως κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την έρευνα και την εξέταση των συνθηκών της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να καθορίσει αν αυτές δημιουργούν σοβαρές δυσχέρειες. Σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και με το καθήκον χρηστής διοικήσεως που υπέχει, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να κινήσει διαδικασία διαλόγου με το κράτος που προέβη στην κοινοποίηση ή με τρίτους προκειμένου να υπερβεί, κατά την προκαταρκτική διαδικασία, δυσχέρειες που ενδεχομένως αντιμετωπίζει (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Φεβρουαρίου 2009, T‑388/03, Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑199, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία καθίσταται απαραίτητη από τη στιγμή που η Επιτροπή συναντήσει σοβαρές δυσκολίες προκειμένου να εκτιμήσει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (βλ. απόφαση Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Κατά συνέπεια, στην Επιτροπή εναπόκειται να καθορίσει, ανάλογα με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως, αν οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει κατά την έρευνα του συμβατού της ενισχύσεως με την κοινή αγορά καθιστούν απαραίτητη την κίνηση της διαδικασίας αυτής. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να τηρεί τρεις προϋποθέσεις (βλ. απόφαση Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

78      Πρώτον, το άρθρο 88 ΕΚ περιορίζει την εξουσία της Επιτροπής να αποφαίνεται επί της συμβατότητας ενισχύσεως με την κοινή αγορά κατά την περάτωση της προκαταρκτικής διαδικασίας μόνον στα μέτρα που δεν δημιουργούν σοβαρές δυσχέρειες, οπότε το κριτήριο αυτό αποκτά αποκλειστικό χαρακτήρα. Πράγματι, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνηθεί την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας επικαλούμενη άλλες συνθήκες, όπως το συμφέρον τρίτων, λόγους που ανάγονται στην οικονομία της διαδικασίας ή άλλο λόγο διοικητικής ή πολιτικής διευκολύνσεως (βλ. απόφαση Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Δεύτερον, όταν προσκρούει σε σοβαρές δυσχέρειες, η Επιτροπή οφείλει να κινήσει την επίσημη διαδικασία και δεν διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια (απόφαση Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 91).

80      Τρίτον, η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπον αντικειμενικό, συγκρίνοντας τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως με στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί του συμβατού των επιδίκων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Εξ αυτών συνάγεται ότι ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, εκ φύσεως, υπερβαίνει την αναζήτηση της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

81      Από τη νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξέτασης που πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών (βλ. απόφαση Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Όταν η Επιτροπή αξιολογεί τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων προς την κοινή αγορά υπό το πρίσμα της παρεκκλίσεως που εισάγει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ, οφείλει να λαμβάνει υπόψη το κοινοτικό συμφέρον και δεν μπορεί να απέχει από την αξιολόγηση της επιπτώσεως των μέτρων αυτών επί της οικείας αγοράς ή επί των οικείων αγορών ολόκληρου του ΕΟΧ. Σε παρόμοια περίπτωση, η Επιτροπή υποχρεούται όχι μόνον να εξακριβώνει αν τα μέτρα αυτά είναι ικανά να συμβάλουν αποτελεσματικά στην οικονομική ανάπτυξη των ενδιαφερομένων περιοχών, αλλά και να αξιολογεί την επίπτωση των ενισχύσεων αυτών επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου και ειδικότερα να εκτιμά τον τομεακό αντίκτυπο που ενδέχεται να προκαλέσουν σε κοινοτικό επίπεδο (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑113/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι‑7601, σκέψη 67).

83      Για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας περιλαμβάνει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Ωστόσο, η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εκτός αν παραθέσει λόγους που να δικαιολογούν, με γνώμονα τις ίδιες αρχές, την παρέκκλιση από τους κανόνες που η ίδια έχει θεσπίσει (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 211, και Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παράγραφος 68 των κατευθυντηρίων γραμμών καθιερώνει ένα όριο των μεριδίων αγοράς (25 %) και, για τους τομείς των οποίων ο ρυθμός ανάπτυξης δεν είναι, για μεγάλο διάστημα, υψηλότερος από τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος του ΕΟΧ, όπως είναι ο τομέας του κυματοειδούς χαρτονιού, ένα όριο αύξησης της παραγωγικής ικανότητας (5 %) του οποίου η υπέρβαση υποχρεώνει την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

86      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι μπορούσε να συναγάγει από την ως άνω διάταξη ότι, εφόσον είχε διαπιστώσει εν προκειμένω ότι τα επίμαχα όρια δεν επρόκειτο να υπερκερασθούν, όφειλε να κρίνει την επίμαχη ενίσχυση συμβατή προς την κοινή αγορά, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ικανή να την παρεμποδίσει να εξαλείψει κάθε αμφιβολία ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά.

87      Η Επιτροπή, όπως εξάλλου επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εκτίμησε ότι όφειλε να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας εν προκειμένω, λόγω του ότι δεν είχαν υπερκερασθεί τα όρια που καθορίζονται στην παράγραφο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών. Για τον ίδιο λόγο, η Επιτροπή εκτίμησε, επίσης, ότι τα επιχειρήματα των υποβαλόντων καταγγελία έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν.

88      Πάντως, καίτοι η παράγραφος 68 των κατευθυντηρίων γραμμών θεσπίζει μια μη δεκτική εξαιρέσεων διαδικαστική υποχρέωση της Επιτροπής, η οποία υποχρεούται να κινεί την προβλεπόμενη από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία οσάκις έχουν υπερκερασθεί τα όρια, και τούτο μάλιστα ακόμη και αν, εκ των προτέρων, είναι της γνώμης ότι η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή προς την κοινή αγορά, ωστόσο, από την παράγραφο 68 δεν προκύπτει ότι η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας αποκλείεται οσάκις δεν έχουν υπερκερασθεί τα εν λόγω όρια. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή έχει ως μόνο αποτέλεσμα να υποχρεώνει την Επιτροπή να κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας σε περίπτωση υπερβάσεως των εν λόγω ορίων, αλλά ουδόλως έχει ως αποτέλεσμα να την παρεμποδίζει να κινεί την εν λόγω διαδικασία στις περιπτώσεις που τα εν λόγω όρια δεν έχουν υπερκερασθεί. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή έχει, βεβαίως, τη δυνατότητα να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, αλλά δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόφαση αυτή υποστηρίζοντας ότι δεσμεύεται προς τούτο βάσει της παραγράφου 68 των κατευθυντηρίων γραμμών.

89      Επομένως, η Επιτροπή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά και στηρίζοντας το συμπέρασμά της αυτό στο ότι τηρήθηκαν τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών όρια, παραπλανήθηκε ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω διατάξεως.

90      Επιπλέον, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, συνεπεία της πλάνης αυτής, η Επιτροπή δεν άσκησε πλήρως, ενώ υπείχε σχετική υποχρέωση, την εξουσία εκτιμήσεώς της όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2011, T‑357/02 RENV, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑5415, σκέψη 45).

91      Συναφώς, κατά τη νομολογία (βλ. σκέψεις 82 και 83 ανωτέρω), η Επιτροπή οφείλει να ασκεί την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη συμβατότητα μιας κρατικής ενισχύσεως που χορηγείται προς όφελος μιας μειονεκτούσας περιοχής, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, προκειμένου να εκτιμά αν τα αναμενόμενα οφέλη, από την άποψη της περιφερειακής αναπτύξεως, υπερτερούν έναντι των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και των επιπτώσεων του επιδοτούμενου σχεδίου επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

92      Πάντως, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά, προέβη όντως στην ως άνω εκτίμηση. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε ότι ήταν υποχρεωμένη να μην προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση του ζητήματος αν τα πλεονεκτήματα ενός σχετικού με ενίσχυση μέτρου υπερτερούν έναντι των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που ενδέχεται να προκαλέσει το εν λόγω μέτρο, εφόσον δεν είχαν υπερκερασθεί τα προβλεπόμενα από το σημείο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών όρια. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η τήρηση των κατευθυντηρίων γραμμών διασφάλιζε, από μόνη της, τη συμβολή ενός σχετικού με ενίσχυση μέτρου στην περιφερειακή ανάπτυξη.

93      Συναφώς, οι προϋποθέσεις των οποίων την εκπλήρωση εξασφαλίζει η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών, πέραν της τηρήσεως των ορίων των σχετικών με τα μερίδια αγοράς και με την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας που προβλέπονται στην παράγραφο 68, αφορούν μόνον τα ακόλουθα στοιχεία: πρώτον, το γεγονός ότι η περιοχή όπου βρίσκεται το επιδοτούμενο σχέδιο πρέπει να είναι όντως επιλέξιμη για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων «για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση» [άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ]· δεύτερον, την τήρηση του ανώτατου ορίου μέγιστης εντάσεως της ενισχύσεως, το οποίο εξαρτάται από τον βαθμό του μειονεκτήματος από το οποίο πάσχει η περιφέρεια· τρίτον, τέλος, την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων που ανάγονται στην υιοθέτηση ορισμένης συμπεριφοράς, όπως είναι η εκ μέρους του δικαιούχου κατάθεση αιτήσεως για τη λήψη επιδοτήσεως πριν από την έναρξη των εργασιών καθώς και η εκ μέρους του δικαιούχου ανάληψη της υποχρεώσεως να εκμεταλλεύεται την επιδοτούμενη εγκατάσταση τουλάχιστον για περίοδο πέντε ετών. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι κάθε μέτρο το οποίο πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις πρόκειται να έχει θετικές συνέπειες για την περιφερειακή ανάπτυξη.

94      Βεβαίως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την έρευνα και την εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια κρατική ενίσχυση μπορεί να κριθεί συμβατή προς την κοινή αγορά (βλ. απόφαση Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, η Επιτροπή περιορίστηκε εν προκειμένω στο να εξακριβώσει ότι τα προκαλούμενα από το επιδοτούμενο σχέδιο μειονεκτήματα, από την άποψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, επρόκειτο να διατηρηθούν σε περιορισμένο επίπεδο, αλλά δεν εξακρίβωσε αν τα πλεονεκτήματα, από την άποψη της περιφερειακής αναπτύξεως, υπερτερούσαν έναντι των μειονεκτημάτων του εν λόγω σχεδίου, όσο ασήμαντα και αν ήσαν τα μειονεκτήματα αυτά.

95      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή σχεδίαζε να καταρτίσει, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007, και άλλες υποδείξεις προκειμένου να συμπληρώσει αυτές που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές, στις οποίες επρόκειτο να παραθέσει τα κριτήρια που προετίθετο να λαμβάνει υπόψη κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν οι υπό εξέταση ενισχύσεις ήσαν αναγκαίες προκειμένου να δημιουργηθούν κίνητρα για την υλοποίηση της επενδύσεως και αν τα πλεονεκτήματα της ενισχύσεως υπερτερούσαν έναντι των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και της επιδράσεως επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

96      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει ότι οι περιλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμήσεις δεν μπορούσαν, από μόνες τους, να παράσχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εξαλείψει κάθε αμφιβολία όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά υπό το πρίσμα της παρεκκλίσεως που εισάγει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω, η εφαρμογή της παρεκκλίσεως αυτής προϋποθέτει ότι τα πλεονεκτήματα του επίμαχου μέτρου υπερτερούν έναντι των μειονεκτημάτων του, όσο περιορισμένα και αν είναι τα μειονεκτήματα αυτά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψη 67).

97      Από τα προεκτεθέντα απορρέει ότι η Επιτροπή, συμπεραίνοντας, με κριτήριο ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν σύμφωνη προς τις κατευθυντήριες γραμμές, χωρίς όμως να προβεί σε εκτίμηση σχετικά με τη σπουδαιότητα του επιδοτούμενου σχεδίου από την άποψη της περιφερειακής αναπτύξεως, ότι η εν λόγω ενίσχυση ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά και ότι ήταν υποχρεωμένη να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, όχι μόνον παραπλανήθηκε ως προς το περιεχόμενο των κατευθυντηρίων γραμμών, αλλά και παρέλειψε να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως που διέθετε. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εφόσον δεν έλαβε υπόψη τα επιβαλλόμενα για την εκτίμησή της κριτήρια, δεν μπορούσε να παραμερίσει κάθε αμφιβολία ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά.

98      Συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτιμηθεί το παραδεκτό των λοιπών επιχειρημάτων της προσφυγής ούτε να κριθεί η βασιμότητά τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

99      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση Ε(2008) 1107 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2008, με την οποία κηρύχθηκε συμβατή προς την κοινή αγορά η ενίσχυση περιφερειακού χαρακτήρα που προτίθενται να χορηγήσουν οι γερμανικές αρχές στην Propapier PM2 για την κατασκευή εργοστασίου χαρτοποιίας στο Eisenhüttenstadt (περιφέρεια Βορειοανατολικού Βρανδεμβούργου) (κρατική ενίσχυση N 582/2007 – Γερμανία).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Propapier PM 2 GmbH στα δικαστικά έξοδα.

Azizi

Frimodt Nielsen

Popescu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 – Απαλειφθέντα εμπιστευτικά στοιχεία.