Language of document : ECLI:EU:T:2005:95

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 10ης Μαρτίου 2005 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Αναστολή εκτελέσεως και, στη συνέχεια, κατάργηση της προσβαλλομένης αποφάσεως εκκρεμούσης της δίκης – Κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση T-184/01,

IMS Health, Inc., με έδρα το Fairfield, Connecticut (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους N. Levy, J. Temple-Lang, solicitors, και R. O’Donoghue, barrister,

αιτούσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τους A. Whelan, É. Gippini Fournier και την F. Siredey-Garnier, στη δε συνέχεια από τον Α. Whelan, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

υποστηριζομένης από την

NDC Health Corp., πρώην National Data Corp., με έδρα την Ατλάντα, Γεωργία (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους I. Forrester, QC, F. Fine, solicitor, C. Price και A. Gagliardi, avocats, στη συνέχεια από τους C. Price, J. Bourgeois, avocats, και τον F. Fine, και, τελικά, από τον F. Fine,

την

NDC Health GmbH & Co. KG, με έδρα το Bad Camberg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους I. Forrester, QC, F. Fine και M. Powell, solicitors, τους C. Price και A. Gagliardi, avocats, στη συνέχεια από τον F. Fine, τους C. Price και J. Bourgeois, avocats, και, τελικά, από τον F. Fine,

και την

AzyX Deutschland GmbH Geopharma Information Services, με έδρα το Neu-Isenburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους G. Vandersanden, L. Levi και D. Dugois, avocats, στη δε συνέχεια από τους G. Vandersanden και L. Levi,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως 2002/165/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Ιουλίου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP D3/38.044 – NDC Health/IMS Health: ασφαλιστικά μέτρα) (ΕΕ 2002, L 59, σ. 18),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τον Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, και τους F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η IMS Health, Inc. (στο εξής: IMS), εταιρία αμερικανικού δικαίου, παρέχει σε διάφορες χώρες υπηρεσίες σχετικές με τη διοχέτευση δεδομένων προς τις επιχειρήσεις του τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων και των προϊόντων προστασίας της υγείας.

2        Στη Γερμανία, η IMS ασκεί τις δραστηριότητές της μέσω της θυγατρικής της IMS Health GmbH & Co. OHG. Παρέχει στα ενδιαφερόμενα φαρμακευτικά εργαστήρια υπηρεσίες σχετικές με την παροχή δεδομένων σχετικών με τις περιφερειακές πωλήσεις. Η υπηρεσία αυτή βασίζεται σε μια δομή αποτελούμενη από επιμέρους τμήματα, καλούμενη «δομή των 1 860 τμημάτων», η οποία διαιρεί τη γερμανική επικράτεια σε 1 860 γεωγραφικές περιοχές και χρησιμεύει για την παραγωγή δεδομένων επί των πωλήσεων φαρμάκων.

3        Εκτιμώντας ότι ορισμένες εταιρίες –εν προκειμένω οι Pharma Intranet Information AG (στο εξής: PII) και AzyX Deutschland GmbH Geopharma Information Services (στο εξής: AzyX)– χρησιμοποιούσαν αντίγραφα της δομής των 1 860 τμημάτων, η IMS άσκησε αγωγή ενώπιον του Landgericht Frankfurt-am-Main λόγω προσβολής των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας (στο εξής: Landgericht Frankfurt). Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε στις 26 Μαΐου 2000 κατά της PII και στις 22 Δεκεμβρίου 2000 κατά της AzyX.

4        Με διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2000, το Landgericht Frankfurt απαγόρευσε στην PII τη χρησιμοποίηση της δομής των 1 860 τμημάτων. Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2000, που επιβεβαιώθηκε με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, το Landgericht Frankfurt απαγόρευσε επίσης στην PII τη χρησιμοποίηση των δομών των 2 847 ή των 3 000 τμημάτων, ή οποιασδήποτε άλλης δομής αυτού του είδους προερχομένης από τη δομή των 1 860 τμημάτων. Η διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2000 και η απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000 επιβεβαιώθηκαν αντιστοίχως στις 17 Σεπτεμβρίου 2002 και στις 19 Ιουνίου 2001 από το Oberlandesgericht Frankfurt-am-Main (στο εξής: Oberlandesgericht Frankfurt).

5        Κατόπιν εξαγοράς της PII από τη NDC Health Corp. (πρώην National Data Corp.), εταιρία αμερικανικού δικαίου (στο εξής: NDC), η οποία ασκεί στο εξής τις δραστηριότητές της στη Γερμανία μέσω της θυγατρικής της NDC Health GmbH & Co. KG, η ίδια απαγόρευση επιβλήθηκε στη NDC με διάταξη του Landgericht Frankfurt της 28ης Δεκεμβρίου 2000, η οποία επιβεβαιώθηκε με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001.

6        Με διάταξη της 28ης Δεκεμβρίου 2000, το Landgericht Frankfurt απαγόρευσε επίσης στην AzyX να παρέχει, να θέτει στην αγορά ή να προτείνει στοιχεία αντλούμενα από τη δομή των 1 860 τμημάτων. Το Landgericht Frankfurt επιβεβαίωσε τη διάταξη αυτή με απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2001.

7        Παράλληλα προς την ένδικη αυτή διαδικασία, οι NDC και AzyX υπέβαλαν στην IMS αίτηση χορηγήσεως άδειας για τη χρησιμοποίηση της δομής των 1 860 τμημάτων, έναντι καταβολής σχετικών δικαιωμάτων. Η IMS απέρριψε τις αιτήσεις αυτές στις 28 Νοεμβρίου 2000 και στις 28 Μαΐου 2001 αντιστοίχως.

8        Κατόπιν αυτών, η NDC υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, στις 19 Δεκεμβρίου 2000, δυνάμει του άρθρου 82 ΕΚ.

9        Στις 3 Ιουλίου 2001, κατόπιν της ανωτέρω καταγγελίας, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2002/165/ΕΚ, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP D3/38.044 – NDC Health/IMS Health: ασφαλιστικά μέτρα) (ΕΕ 2002, L 59, σ. 18, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

10      Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχε τεκμήριο καταχρηστικής συμπεριφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, στο μέτρο που η IMS αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια χρησιμοποιήσεως της δομής των 1 860 τμημάτων. Περαιτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο ενδεχόμενο σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας για το γενικό συμφέρον. Επισήμανε, συναφώς, ότι υπήρχε ο κίνδυνος να αποσυρθούν από τη γερμανική αγορά οι ανταγωνιστές της IMS, ήτοι οι NDC και AzyX, αν δεν τους χορηγούνταν άδειες.

11      Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή αποφάσισε να λάβει προσωρινά μέτρα, διατάσσοντας την ΙMS να χορηγήσει, αμελλητί και χωρίς διακρίσεις, σε όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά στον τομέα των υπηρεσιών δεδομένων για τις περιφερειακές πωλήσεις στη Γερμανία, άδεια εκμετάλλευσης της δομής των 1 860 τμημάτων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Στις 6 Αυγούστου 2001, η IMS άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

13      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε αυθημερόν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, η IMS ζήτησε επίσης να διαταχθεί, δυνάμει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως έως ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής.

14      Με διάταξη της 10ης Αυγούστου 2001, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ανέστειλε προσωρινά την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως προσωρινών μέτρων (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Αυγούστου 2001, T-184/01 R, IMS Health κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2349).

15      Με διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 2001, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου ανέστειλε την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2001, T-184/01 R, IMS Health κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3193). Κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως της NDC, η διάταξη αυτή επιβεβαιώθηκε με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2002, C-481/01 P(R), NDC Health κατά IMS Health και Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑3401).

16      Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 5ης Φεβρουαρίου 2002, επετράπη η παρέμβαση των εταιριών AzyX, NDC και NDC Health GmbH & Co. KG υπέρ της Επιτροπής.

17      Με διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, ο Πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου ανέστειλε τη διαδικασία στην παρούσα υπόθεση έως ότου αποφανθεί το Δικαστήριο επί των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το Landgericht Frankfurt ως προς την ερμηνεία του άρθρου 82 ΕΚ, στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί στη Γερμανία μεταξύ IMS και NDC.

18      Στις 13 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/741/ΕΚ, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP D3/38.044 – NDC Health/IMS HEALTH: προσωρινά μέτρα) (ΕΕ 2003, L 268, σ. 69, στο εξής: απόφαση της 13ης Αυγούστου 2003), με την οποία ανακάλεσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

19      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Σεπτεμβρίου 2003, η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση και προσκόμισε, προς στήριξη της αιτήσεώς της, αντίγραφο της αποφάσεως της 13ης Αυγούστου 2003. Η Επιτροπή ζήτησε επίσης να φέρει κάθε διάδικος τα δικαστικά του έξοδα.

20      Οι διάδικοι κλήθηκαν να λάβoυν γραπτώς θέση ως πρoς την κατάργηση της δίκης στην παρούσα υπόθεση.

21      Με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως περί καταργήσεως της δίκης, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Νοεμβρίου 2003, η IMS ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αίτηση της Επιτροπής στο σύνολό της και, όταν αποφανθεί επί της κύριας δίκης, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων για τις κατατεθείσες παρατηρήσεις·

–        επικουρικώς, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση της Επιτροπής, να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα.

22      Με τις κοινές παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως περί καταργήσεως της δίκης, τις οποίες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Νοεμβρίου 2003, οι NDC και NDC Health GmbH & Co. KG εκτιμούν ότι παρέλκει η απόφανση του Πρωτοδικείου επί της προσφυγής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και ζητούν να φέρει κάθε διάδικος τα δικαστικά του έξοδα.

23      Με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως περί καταργήσεως της δίκης, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Οκτωβρίου 2003, η AzyX διευκρινίζει ότι δεν έχει να διατυπώσει ιδιαίτερες παρατηρήσεις, αλλά ζητεί να μην υποχρεωθεί να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

24      Στις 29 Απριλίου 2004, το Δικαστήριο εξέδωσε, κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, την απόφαση C-418/01, IMS Health (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

25      Στις 8 Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο των προβλεπομένων στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, τέθηκε σειρά ερωτήσεων στους διαδίκους της κύριας δίκης ως προς το περιεχόμενο της αποφάσεως της 13ης Αυγούστου 2003. Οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

 Επί της αιτήσεως καταργήσεως της δίκης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

26      Η Επιτροπή, με την αίτησή της περί καταργήσεως της δίκης, εκτιμά ότι η παρούσα προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου.

27      Με την από 8 Ιουνίου 2004 απάντησή της επί των ερωτημάτων που της έθεσε το Πρωτοδικείο, ως προς το περιεχόμενο της αποφάσεως της 13ης Αυγούστου 2003, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται σε στοιχεία που ανέκυψαν μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επισημαίνει, ως εκ τούτου, ότι η απόφαση της 13ης Αυγούστου 2003 δεν έχει, αυτή καθ’ εαυτή, αναδρομική ισχύ.

28      Η Επιτροπή υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρήγαγε καμία έννομη συνέπεια. Ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επέβαλε «προσωρινά» μόνο μέτρα και, ως εκ τούτου, δεν στηριζόταν στην τελική διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ. Η Επιτροπή επισημαίνει, δεύτερον, ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ανεστάλη καθ’ όλη τη διάρκεια της δυνητικής εφαρμογής της.

29      Κατά την άποψη της Επιτροπής, η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε έννομες συνέπειες μόνον κατά το μέτρο που δεσμεύει τα γερμανικά δικαστήρια στο πλαίσιο της εθνικής δίκης. Ωστόσο, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχιστεί η παρούσα διαδικασία και τονίζει ότι, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πλέον σε θέση να παραγάγει συνέπειες που να δεσμεύουν τα δικαστήρια αυτά, λαμβανομένης υπόψη της ανακλήσεώς της με την απόφαση της 13ης Αυγούστου 2003. Επομένως, κατά την Επιτροπή, δεν υφίσταται κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και, κατ’ επέκταση, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

30      Η IMS θεωρεί ότι δεν πρέπει να καταργηθεί η δίκη στην υπό κρίση υπόθεση.

31      Πρώτον, η IMS φρονεί ότι με την ανάκληση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν εξαφανίστηκαν οι έννομες συνέπειές της. Υπενθυμίζοντας ότι η δίκη μπορεί να καταργηθεί όταν η οικεία πράξη έχει ανακληθεί ή όταν η πράξη έχει αντικατασταθεί από μεταγενέστερη προσβαλλόμενη επίσης πράξη, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η δίκη δεν κατέστη άνευ αντικειμένου εφόσον η ανακληθείσα απόφαση εξακολουθεί να παράγει έννομες συνέπειες, ιδίως διότι η ανάκληση παράγει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον. Η IMS προσθέτει ότι, εφόσον η οικεία ανάκληση δεν έχει αναδρομική ισχύ, η κατάργηση της δίκης στην υπό κρίση υπόθεση θα της στερούσε οποιαδήποτε δυνατότητα αμφισβητήσεως του κύρους και των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως.

32      Δεύτερον, η IMS εκτιμά ότι το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την επίλυση των εκκρεμών ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων διαφορών και υπενθυμίζει, συναφώς, τις εκκρεμείς δίκες μεταξύ της ιδίας και της NDC. Η IMS επισημαίνει, ειδικότερα, συναφώς ότι η NDC υποστηρίζει ότι, κατά την εκ πρώτης όψεως εκτίμηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η IMS εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της, αρνούμενη να της χορηγήσει άδεια. Η IMS προσθέτει, περαιτέρω, ότι η NDC μπορεί να ισχυριστεί ότι, μεταξύ της 3ης Ιουλίου 2001 και της 13ης Αυγούστου 2003, η προσβαλλόμενη απόφαση ούτε ανακλήθηκε ούτε ακυρώθηκε και ότι είχε το δικαίωμα να λάβει άδεια κατά το διάστημα αυτό. Παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-344/98, Masterfoods και HB (Συλλογή 2000, σ. I‑11369), η IMS φρονεί ότι τα γερμανικά δικαστήρια θα έχουν ενδεχομένως αμφιβολίες ως προς την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν κατά την έκδοση της αποφάσεως στην υπόθεση αυτή, αν η προσβαλλόμενη απόφαση ούτε ακυρωθεί ούτε ανακληθεί αναδρομικώς. Τέλος, η IMS διευκρινίζει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Landgericht Frankfurt στο Δικαστήριο δεν θίγουν ορισμένα σημεία που προβλήθηκαν με την προσφυγή ακυρώσεως.

33      Τρίτον, η IMS υποστηρίζει ότι εκτιμήσεις σχετικές με την οικονομία της δίκης δικαιολογούν την απόρριψη της αιτήσεως περί καταργήσεως της δίκης. Η IMS εκτιμά, συναφώς, ότι εξακολουθεί να έχει συμφέρον για τη συνέχιση της ένδικης διαδικασίας περί ακυρώσεως, εφόσον διατρέχει τον κίνδυνο να χρειαστεί να αντιμετωπίσει στο μέλλον ανάλογες πράξεις προς την προσβαλλόμενη. Περαιτέρω, η IMS επισημαίνει ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να διατυπώσει την άποψή της επί του αν η έρευνα έπρεπε να αναβληθεί, και μάλιστα επί του αν η διαδικασία είχε περατωθεί. Τέλος, η IMS θεωρεί ότι υπάρχει ο κίνδυνος να στηριχθεί η NDC ή άλλες επιχειρήσεις στην προσβαλλόμενη απόφαση για να ζητήσουν ενδεχομένως τη χορήγηση άδειας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

34      Με την αίτησή της περί καταργήσεως της δίκης, η Επιτροπή εγείρει ένα παρεμπίπτον ζήτημα το οποίο πρέπει να κριθεί χωρίς προφορική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθότι το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας.

35      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, διαρκούσας της εκκρεμοδικίας και με την απόφαση της 13ης Αυγούστου 2003, η Επιτροπή ανακάλεσε ρητώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

36      Από την αιτιολογία της αποφάσεως της 13ης Αυγούστου 2003 προκύπτει ότι η «ανάκληση» δεν έχει, όπως τονίζει η Επιτροπή, αναδρομική ισχύ και ότι η εν λόγω απόφαση πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ως καταργούσα την προσβαλλόμενη απόφαση.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει πλέον υποχρεωτικές έννομες συνέπειες έναντι της προσφεύγουσας μετά τη θέση σε ισχύ της αποφάσεως της 13ης Αυγούστου 2003.

38      Πάντως, κατά τη νομολογία, ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει συμφέρον για την ακύρωση πράξεως καταργηθείσας κατά τη διάρκεια της δίκης αν η ακύρωση της πράξεως αυτής είναι ικανή, αφ’ εαυτής, να παραγάγει έννομες συνέπειες (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Μαρτίου 1997, T-25/96, Arbeitsgemeinschaft Deutscher Luftfahrt-Unternehmen και Hapag-Lloyd κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ.  II‑363, σκέψη 16, και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ακριβώς ότι εξακολουθεί να έχει συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τις έννομες συνέπειες που παρήγαγε η απόφαση αυτή κατά τον προ της καταργήσεως χρόνο.

40      Πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ανεστάλη κατ’ αρχάς με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Αυγούστου 2001, στη δε συνέχεια με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2001. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπόρεσε να παραγάγει έννομες συνέπειες μεταξύ του χρονικού σημείου της πρώτης αναστολής εκτελέσεώς της, ήτοι της 10ης Αυγούστου 2001, και της θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως της 13ης Αυγούστου 2003.

41      Συνεπώς, η μόνη περίοδος κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε έννομες συνέπειες είναι η περίοδος μεταξύ του χρονικού σημείου της θέσεώς της σε ισχύ και του χρονικού σημείου αναστολής της εκτελέσεώς της. Εντούτοις, από την εξέταση της δικογραφίας προκύπτει ότι, ναι μεν η προσβαλλόμενη απόφαση άρχισε να εφαρμόζεται, δεν υπάρχει όμως κανένα αποτέλεσμα ικανό να δικαιολογήσει την ύπαρξη συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

42      Συνεπώς, από το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής υποχρέωση χορηγήσεως άδειας ισχύει μόνον εφόσον υποβάλουν σχετική αίτηση ανταγωνιστές της IMS και εφόσον συναφθεί συμφωνία σχετική με τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως που πρέπει να καταβληθούν, ενδεχομένως κατόπιν της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης.

43      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι ανταγωνιστές της IMS, εν προκειμένω οι AzyX και NDC, υπέβαλαν αίτηση χορηγήσεως αδείας μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι διάδικοι δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ως προς τα ενδεδειγμένα δικαιώματα και ξεκίνησε η διαδικασία επιλογής πραγματογνώμονα. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της διατάξεως που εξέδωσε ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου στις 10 Αυγούστου 2001, η διαδικασία αυτή δεν περατώθηκε και η Επιτροπή ανέστειλε τη διαδικασία διορισμού πραγματογνώμονα.

44      Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν υποχρεώθηκε να χορηγήσει, δυνάμει της προσβαλλομένης αποφάσεως, άδεια σε έναν από τους ανταγωνιστές της και ότι δεν μπορεί πλέον, σήμερα, να υποχρεωθεί να το πράξει δυνάμει της αποφάσεως αυτής, δεδομένου ότι καταργήθηκε στις 13 Αυγούστου 2003.

45      Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρόστιμο δεν επιβλήθηκε για την οικεία περίοδο και ότι δεν μπορεί πλέον να επιβληθεί λόγω της καταργήσεως της εν λόγω αποφάσεως.

46      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ως προς την τύχη των δικών που εκκρεμούν στη Γερμανία και ως προς την παραπομπή στην απόφαση Masterfoods και HB, σκέψη 32 ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι σκοπός της εν λόγω αποφάσεως είναι η πρόληψη οποιουδήποτε κινδύνου αντιφάσεως μεταξύ των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων και των αποφάσεων της Επιτροπής. Αρκεί, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίστηκε από την κοινοτική έννομη τάξη στις 13 Αυγούστου 2003 και δεν υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος αντιφάσεως. Επομένως, τα γερμανικά δικαστήρια έχουν πλήρη ελευθερία ως προς τη λήψη αποφάσεως, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση είχε, εν πάση περιπτώσει, ως μοναδικό αντικείμενο τη λήψη προσωρινών μέτρων.

47      Πρέπει να προστεθεί ότι, λόγω των στοιχείων που προαναφέρθηκαν στις σκέψεις 40, 44 και 45 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρήγαγε καμία έννομη συνέπεια. Το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας στη Γερμανία ή άλλες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορούν, ενδεχομένως, να προβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ίσχυσε απλώς σε κάποια χρονική στιγμή, προκειμένου να λάβουν άδεια ή αποζημίωση δεν επηρεάζει τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας.

48      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της IMS ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει στο μέλλον πράξη ανάλογη με την προσβαλλόμενη, το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση της προσφεύγουσας θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεαστεί μόνον από αποφάσεις διαφορετικές από την προσβαλλόμενη απόφαση, η ενδεχόμενη αμφισβήτηση των οποίων θα οδηγούσε σε ένδικες διαφορές διακρινόμενες από την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως.

49      Για το σύνολο των λόγων αυτών, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η IMS δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι, παρά την κατάργηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξακολουθεί να έχει συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, η παρούσα προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και παρέλκει η απόφανση επί της παρούσας υποθέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Η Επιτροπή εκτιμά ότι κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση ανακλήθηκε λόγω ουσιώδους μεταβολής των περιστάσεων. Επομένως, η ανάκληση αυτή δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή μετέβαλε την αρχική της θέση ως προς την εκ πρώτης όψεως ύπαρξη καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως. Επιπλέον, η ανάκληση αυτή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ούτε την εκτίμηση του κριτηρίου του επείγοντος, ούτε την κατά την προσβαλλόμενη απόφαση στάθμιση των συμφερόντων, ούτε τον πρόσφορο χαρακτήρα των προσωρινών μέτρων που διατάχθηκαν με αυτή.

51      Η IMS θεωρεί, αντιθέτως, ότι η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Εκτιμά, κατ’ αρχάς, ότι η σχετική αξία των αρχικών αιτιάσεων των διαδίκων αποτελεί στοιχείο που παρέχει στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να ασκήσει την εξουσία του εκτιμήσεως όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα. Η IMS παραπέμπει επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, στη διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 2001, IMS Health κατά Επιτροπής, σημείο 15 ανωτέρω. Περαιτέρω, η IMS φρονεί ότι είναι ορθό και δίκαιο να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και εξηγεί, κατ’ ουσίαν, ότι η παρούσα υπόθεση και τα σφάλματα που διαπράχθηκαν της δημιούργησαν αυξημένα έξοδα.

52      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Πρωτοδικείο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

53      Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή κατάργησε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω της μεταβολής των περιστάσεων που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην έκδοσή της, ήτοι της καταστάσεως του ανταγωνισμού. Ούτε από την απόφαση της 13ης Αυγούστου 2003 ούτε από τα έγγραφα που περιελήφθησαν στη δικογραφία συνάγεται ότι η Επιτροπή δέχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε πλημμέλεια σχετική με τις αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα.

54      Επιβάλλεται, επίσης, να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων έχουν προσωρινό μόνο χαρακτήρα και ουδόλως προδικάζουν την κρίση του Πρωτοδικείου επί της κυρίας υποθέσεως.

55      Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, κατόπιν δίκαιης εκτιμήσεως των περιστάσεων της υποθέσεως, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Καταργεί τη δίκη ως προς την υπό κρίση προσφυγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

Λουξεμβούργο, 10 Μαρτίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

      Μ. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.