Language of document : ECLI:EU:F:2013:70

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(μονομελές)

της 4ης Ιουνίου 2013

Υπόθεση F‑119/11

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Άρθρο 34, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας — Δικόγραφο κατατεθέν διά τηλεομοιοτυπίας εντός της σχετικής προθεσμίας και υπογραφέν με σφραγίδα υπογραφής ή με άλλον τρόπο αναπαραγωγής της υπογραφής του δικηγόρου — Εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο L. Marcuccio ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, μεταξύ άλλων, να αναγνωρίσει το ανυπόστατο ή να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί απορρίψεως της από 6 Σεπτεμβρίου 2010 αιτήσεώς του, καθώς και την απόφαση περί απορρίψεως της από 20 Μαρτίου 2011 διοικητικής ενστάσεώς του, να διαπιστώσει ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν τη 14η, τη 16η και τη 19η Μαρτίου 2002, να αναγνωρίσει τον παράνομο χαρακτήρα τους, να υποχρεώσει την Επιτροπή να προβεί σε ορισμένες ενέργειες και να τον αποζημιώσει για τη ζημία που υπέστη. Προ της ταχυδρομικής αποστολής του δικογράφου και, συγκεκριμένα, την 11η Νοεμβρίου 2011 έλαβε χώρα αποστολή, διά τηλεομοιοτυπίας, εγγράφου παρουσιαζόμενου ως αντιγράφου του πρωτότυπου δικογράφου.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει ως προδήλως αβάσιμη. O L. Marcuccio φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Πράξεις της Διοικήσεως — Τεκμήριο εγκυρότητας — Ανυπόστατη πράξη — Έννοια — Απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως υπάλληλου για αποζημίωση — Έλλειψη αιτιολογίας — Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 288 ΣΛΕΕ)

2.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Ιδιόχειρη υπογραφή δικηγόρου — Ουσιώδης κανόνας αυστηρής εφαρμογής — Έλλειψη — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 19, εδ. 3, 21, εδ. 1, και 32, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 34 § 1, εδ. 1, 35 § 1, στοιχείο β΄, και 51 §§ 3 και 4· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 3)

1.      Οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης περιβάλλονται, κατ’ αρχήν, με τεκμήριο νομιμότητας και, συνεπώς, παράγουν έννομα αποτελέσματα ακόμη και αν ενέχουν παρατυπίες, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί. Εντούτοις, κατά παρέκκλιση από την εν λόγω αρχή, οι πράξεις που πάσχουν πλημμέλεια της οποίας η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την έννομη τάξη της Ένωσης πρέπει να θεωρείται ότι δεν παρήγαγαν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Η σοβαρότητα των συνεπειών που συνδέονται με την αναγνώριση του ανυποστάτου πράξεως των οργάνων της Ένωσης επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να χωρεί η αναγνώριση αυτή σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις.

Εν πάση περιπτώσει, δεν δύνανται να θεωρούνται ως εξαιρετικές περιπτώσεις η παραβίαση του οικογενειακού ασύλου και η προσβολή του δικαιώματος για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, καθώς και η παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τις οποίες προβάλλει υπάλληλος κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απερρίφθη σιωπηρώς η αίτησή του για αποκατάστασή της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της εισβολής υπαλλήλων της Επιτροπής στην υπηρεσιακή κατοικία του και της λήψεως φωτογραφιών, ιδίως διότι, αφενός, η Επιτροπή παρέλειψε να απαντήσει στην αίτηση του εν λόγω υπάλληλου εντός της τετράμηνης προθεσμίας και, αφετέρου, διότι, απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως αποζημιώσεως δεν δύναται να θεωρηθεί ανυπόστατη εκ μόνου του λόγου ότι είναι αναιτιολόγητη, καθώς μια τέτοια πλημμέλεια δεν θίγει τη νομιμότητα της αποφάσεως, η οποία έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα την παροχή στον υπάλληλο της δυνατότητας να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 25 και 28)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 24 Νοεμβρίου 2010, T‑9/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Από τα άρθρα 19, τρίτο εδάφιο, και 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, τα οποία, συμφώνως προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού, τυγχάνουν εφαρμογής στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, προκύπτει ότι ο διάδικος πρέπει να εκπροσωπείται από νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο και ότι τα δικαστήρια της Ένωσης δεν δύνανται νομίμως να επιληφθούν προσφυγής της οποίας το δικόγραφο δεν έχει υπογραφεί από το πρόσωπο αυτό.

Ομοίως, από γράμμα του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, από τη χρήση του όρου «εκπροσωπούνται» προκύπτει ότι ο «διάδικος», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του, δεν δικαιούται να προσφύγει αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά πρέπει να καταφύγει στις υπηρεσίες τρίτου ο οποίος έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή κράτους μέρους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Άλλες διατάξεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όπως το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 32 αυτού, επιβεβαιώνουν ότι ο διάδικος και ο εκπρόσωπός του δεν μπορούν να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Οι εν λόγω διατάξεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου επαναλαμβάνονται, προκειμένου για το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ιδίως στο άρθρο 34, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στο άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και στο άρθρο 51, παράγραφοι 3 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ούτε ο Οργανισμός του Δικαστηρίου ούτε ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προβλέπουν παρέκκλιση ή εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή.

Συγκεκριμένα, ο κατ’ άρθρο 34, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης όρος της ιδιόχειρης υπογραφής σκοπεί, χάριν της ασφάλειας δικαίου, στην εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου και στον αποκλεισμό του κινδύνου να έχει συνταχθεί, στην πραγματικότητα, το εν λόγω δικόγραφο από μη νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο. Ο εν λόγω όρος πρέπει επομένως να θεωρείται ουσιώδης τύπος και να τυγχάνει αυστηρής εφαρμογής ούτως ώστε η μη τήρησή του να επισύρει το απαράδεκτο της προσφυγής. Ως προς την επίθεση, επί του εισαγωγικού δικογράφου, σφραγίδας αναπαράγουσας την υπογραφή του εντεταλμένου από τον προσφεύγοντα δικηγόρου ή ως προς άλλον τρόπο αναπαραγωγής της υπογραφής αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο εν λόγω τρόπος έμμεσης και μηχανικής «υπογραφής» δεν παρέχει, αυτός καθ’ εαυτόν, τη δυνατότητα να εξακριβωθεί, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το επίμαχο διαδικαστικό έγγραφο υπεγράφη από τον ίδιο τον δικηγόρο.

(βλ. σκέψεις 30 έως 32, 35 και 36)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Δεκεμβρίου 1996, C‑174/96 P, Lopes κατά Δικαστηρίου, σκέψη 8 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 23 Μαΐου 2007, T‑223/06 P, Κοινοβούλιο κατά Eistrup, σκέψεις 51 και 52