Language of document : ECLI:EU:T:2022:268

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 4ης Μαΐου 2022 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις χορηγηθείσες από την Ελλάδα – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Πλεονέκτημα – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία – Προμήθεια εγγυήσεως – Προβληματική επιχείρηση – Γνώση της καταστάσεως από τις ελληνικές αρχές – Ανακοίνωση της Επιτροπής περί των κρατικών ενισχύσεων με τη μορφή εγγυήσεων – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑423/14 RENV,

Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Ι. Δρυλλεράκη, Ε. Ράντο και Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Α. Μπουχάγιαρ,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα προς τη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρεία ΑΕ (ΕΕ 2014, L 254, σ. 24),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. De Baere, πρόεδρο, V. Kreuschitz (εισηγητή) και K. Kecsmár, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ (στο εξής: προσφεύγουσα ή Λάρκο) είναι επιχείρηση που εξειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του.

2        Η προσφεύγουσα ιδρύθηκε το 1989, ως νέα επιχειρηματική οντότητα, κατόπιν της εκκαθαρίσεως της Ελληνικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής ΑΕ. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως ανήκε σε τρεις μετόχους: στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κατείχε το 55,2 % των μετοχών της μέσω του Ταμείου Αξιοποιήσεως της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, σε ένα ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συγκεκριμένα δε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΕΤΕ), που κατείχε το 33,4 % των μετοχών, και στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (που αποτελεί τον κύριο παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, πλειοψηφικός μέτοχος της οποίας είναι το Δημόσιο), που κατείχε το 11,4 % των μετοχών.

3        Τον Μάρτιο του 2012 το Ταμείο Αξιοποιήσεως της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου γνωστοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ύπαρξη σχεδίου ιδιωτικοποιήσεως της Λάρκο.

4        Τον Απρίλιο του 2012 η Επιτροπή κίνησε αυτεπαγγέλτως προκαταρκτικό έλεγχο της εν λόγω προτάσεως ιδιωτικοποιήσεως, σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

5        Ο έλεγχος αυτός είχε ως αντικείμενο τα ακόλουθα έξι μέτρα:

–        το πρώτο εκ των μέτρων αυτών αφορούσε, αφενός, συμφωνία του 1998, συναφθείσα μεταξύ της Λάρκο και των βασικών πιστωτών της, περί διευθετήσεως του χρέους της πρώτης, βάσει της οποίας τα χρέη της εταιρίας αυτής προς τους πιστωτές της έπρεπε να εξοφληθούν με ετήσιο επιτόκιο 6 %, και, αφετέρου, την εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου μη είσπραξη του χρέους αυτού (στο εξής: μέτρο 1)·

–        το δεύτερο μέτρο αφορούσε εγγύηση για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορήγησε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΑΤΕ) στη Λάρκο, εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου το 2008 (στο εξής: μέτρο 2 ή εγγύηση του 2008)· η εγγύηση αυτή κάλυπτε το σύνολο του δανείου για μέγιστη χρονική διάρκεια τριών ετών και συνεπαγόταν προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1 % σε ετήσια βάση·

–        το τρίτο μέτρο αφορούσε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου κατά 134 εκατομμύρια ευρώ, η οποία προτάθηκε το 2009 από το διοικητικό συμβούλιο της Λάρκο, εγκρίθηκε από τους τρεις μετόχους της και ως προς την οποία άσκησε τα δικαιώματά του στο ακέραιο το Ελληνικό Δημόσιο και εν μέρει η ΕΤΕ (στο εξής: μέτρο 3)·

–        το τέταρτο μέτρο αφορούσε εγγύηση αορίστου διαρκείας την οποία χορήγησε το Δημόσιο το 2010, προκειμένου να καλύψει πλήρως εγγυητική επιστολή που θα χορηγούσε η ΕΤΕ στη Λάρκο για ποσό ύψους περίπου 10,8 εκατομμυρίων ευρώ, και η οποία προέβλεπε προμήθεια εγγυήσεως ποσοστού 2 % σε ετήσια βάση (στο εξής: μέτρο 4)· η επίμαχη εγγυητική επιστολή διασφάλιζε την αναστολή εκτελέσεως, εκ μέρους του Αρείου Πάγου (Ελλάδα), αποφάσεως με την οποία το Εφετείο Αθηνών (Ελλάδα) δεχόταν την ύπαρξη οφειλής της Λάρκο προς δανειστή της ύψους 10,8 εκατομμυρίων ευρώ·

–        το πέμπτο μέτρο αφορούσε εγγυητικές επιστολές των οποίων η κατάθεση αντικαθιστούσε, βάσει αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου, την υποχρέωση προκαταβολής του 25 % φορολογικού προστίμου (στο εξής: μέτρο 5)·

–        το έκτο μέτρο αφορούσε δύο εγγυήσεις που χορήγησε το Δημόσιο το 2011 για δύο δάνεια, ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ και 20 εκατομμυρίων ευρώ, αντιστοίχως, τα οποία χορήγησε η ΑΤΕ· οι εν λόγω εγγυήσεις παρείχαν κάλυψη για το συνολικό ποσό των επίμαχων δανείων, η δε προμήθεια για αυτές ανερχόταν σε ποσοστό 1 % σε ετήσια βάση (στο εξής: μέτρο 6).

6        Κατά τον έλεγχο αυτόν, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές συμπληρωματικά στοιχεία, τα οποία προσκομίσθηκαν από τις εν λόγω αρχές το 2012 και το 2013. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συσκέψεις μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εκπροσώπων των ελληνικών αρχών.

7        Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2013 (ΕΕ 2013, C 136, σ. 27, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία ελέγχου, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN).

8        Στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διαδικασίας, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές και τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των μέτρων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 5 ανωτέρω. Η Επιτροπή παρέλαβε τις παρατηρήσεις των ελληνικών αρχών στις 30 Απριλίου 2013, ενώ δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις από τους ενδιαφερόμενους τρίτους.

9        Στις 27 Μαρτίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2014/539/ΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα προς τη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρεία ΑΕ (ΕΕ 2014, L 254, σ. 24, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, καταρχάς, ότι, κατά τον χρόνο λήψεως των έξι επίμαχων μέτρων, η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των σημείων 9 έως 11 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση).

11      Όσον αφορά την εκτίμηση περί των μέτρων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 5 ανωτέρω, η Επιτροπή θεώρησε, καταρχάς, ότι τα μέτρα 2 έως 4 και 6 αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εν συνεχεία, ότι τα μέτρα αυτά ελήφθησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως και απαγορεύσεως εφαρμογής του μέτρου, οι οποίες επιβάλλονται βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και, τέλος, ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά που πρέπει να ανακτηθούν, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

12      Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι δύο άλλα μέτρα, συγκεκριμένα δε τα μέτρα 1 και 5, όσον αφορά, αντιστοίχως, τη μη είσπραξη οφειλών προς το Υπουργείο Οικονομικών και δύο εγγυήσεις του Δημοσίου που χορηγήθηκαν το 2011 (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

13      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

H μη είσπραξη των οφειλών προς το Υπουργείο Οικονομικών και οι εγγυητικές επιστολές αντί της εκ των προτέρων καταβολής φορολογικού προστίμου το 2010, που εφάρμοσε η Ελλάδα όσον αφορά τη [Λάρκο], δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ].

Άρθρο 2

Η κρατική ενίσχυση που ανέρχεται σε 135 820 824,35 ευρώ, με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων προς τη [Λάρκο] το 2008, το 2010 και το 2011 και συμμετοχής του Δημοσίου στην αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας το 2009, και που χορηγήθηκε παρανόμως από την Ελλάδα κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ] είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 3

1.      Η Ελλάδα ανακτά τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση, που ορίζεται στο άρθρο 2, από τον δικαιούχο.

2.      Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους παραγόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων έως την ημερομηνία της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.      Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε.

4.      Όσον αφορά το μέτρο 3, η Ελλάδα προσδιορίζει τις ακριβείς ημερομηνίες κατά τις οποίες χορήγησε τη συνεισφορά της στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου το 2009.

5.      Η Ελλάδα ακυρώνει όλες τις οφειλόμενες καταβολές της ενίσχυσης που ορίζονται στο άρθρο 2 από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

1.      Η ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 2 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.      Η Ελλάδα εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 5

1.      Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, η Ελλάδα διαβιβάζει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)      λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση·

γ)      έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τον δικαιούχο η επιστροφή της ενίσχυσης.

2.      Η Ελλάδα τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης έως ότου ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2. Μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, διαβιβάζει αμέσως πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Διαβιβάζει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων ανάκτησης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία.»

14      Το παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχει «πληροφορίες σχετικά με τα καταβληθέντα, τα προς ανάκτηση και τα ήδη ανακτηθέντα ποσά ενισχύσεων» και παρατίθεται κατωτέρω:

Δικαιούχος – Μέτρο

Συνολικό ποσό της καταβληθείσας ενίσχυσης

Συνολικό ποσό των ενισχύσεων προς ανάκτηση (κεφάλαιο)

Ήδη ανακτηθέν συνολικό ποσό




Κεφάλαιο

Τόκοι ανάκτησης

Λάρκο – μέτρο 2

30 000 000

30 000 000

0

0

Λάρκο – μέτρο 3

44 999 999,40

44 999 999,40

0

0

Λάρκο – μέτρο 4

10 820 824,95

10 820 824,95

0

0

Λάρκο – μέτρο 6

50 000 000

50 000 000

0

0

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουνίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 2014, η Ανώνυμος Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας. Η αίτηση παρεμβάσεως απορρίφθηκε με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2015, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:439). Αίτηση αναιρέσεως της διατάξεως αυτής απορρίφθηκε επίσης με διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2015, Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο κατά Επιτροπής [C‑385/15 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:681].

17      Με απόφαση του προέδρου του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, η διαδικασία ανεστάλη μέχρι το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση περατώνουσα τη δίκη επί της υποθέσεως C‑385/15 P(I). Η διαδικασία επαναλήφθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2015.

18      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

19      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις, καλώντας τους να απαντήσουν γραπτώς. Οι διάδικοι υπέβαλαν τις απαντήσεις τους στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

20      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιανουαρίου 2017.

21      Με την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57).

23      Με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57), κατά το μέτρο που, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο είχε απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που είχε προβληθεί με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή, καθόσον το εν λόγω σκέλος αφορούσε το μέτρο 2, απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

24      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλείονες περιπτώσεις σε πλάνη περί το δίκαιο (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 61 έως 71).

25      Ειδικότερα, αφενός, από τη σκέψη 70 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως αποσκοπεί στην εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από συγκεκριμένο σχετικό πλεονέκτημα και στην αποκατάσταση της προτέρας της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής καταστάσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να υποθέσει ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση βασιζόμενη απλώς σε αρνητικό τεκμήριο, το οποίο στηρίζεται στην απουσία στοιχείων που καθιστούν δυνατόν να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα, χωρίς να διαθέτει άλλα στοιχεία δυνάμενα να καταδείξουν καταφατικώς την ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen, C‑520/07 P, EU:C:2009:557, σκέψεις 57 και 58). Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε, μολονότι είχε κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο σχετικό με την προγενέστερη ή σύγχρονη της λήψεως του μέτρου 2 κατάσταση το οποίο να καταδεικνύει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν, κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου αυτού, τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Λάρκο, ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος στην κατάσταση των ελληνικών αρχών όφειλε να γνωρίζει, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τις δυσχέρειες αυτές συνεπάγεται, κατά το Δικαστήριο, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία που μνημονεύθηκε και δεν έκρινε βάσει του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθη το εν λόγω μέτρο (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 71). Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι απέκειτο στο Γενικό Δικαστήριο να διακριβώσει αν ο διοικητικός φάκελος της υποθέσεως περιείχε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνέπειας, τα οποία ήταν επαρκώς βάσιμα ώστε να αποφανθεί, καταρχάς, ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2 τις προβαλλόμενες δυσχέρειες της Λάρκο και, εν συνεχεία, ότι το ζήτημα αυτό δεν αποτελούσε, κατά τη διοικητική διαδικασία, αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 123).

26      Αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων της τότε αναιρεσείουσας, τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 50 και 51 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), σχετικά με το ζήτημα αν η ετήσια προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1 % ήταν σύμφωνη με τη συμπεριφορά ιδιώτη επιχειρηματία (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 72).

27      Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), η υπόθεση με αριθμό, πλέον, T‑423/14 RENV ανατέθηκε στο τρίτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο εισηγητής δικαστής.

28      Σύμφωνα με το άρθρο 217 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι υπέβαλαν εμπροθέσμως παρατηρήσεις και συμπληρωματικές παρατηρήσεις σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), για την επίλυση της διαφοράς.

29      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις καλώντας τους να απαντήσουν γραπτώς. Οι διάδικοι υπέβαλαν εμπροθέσμως τις απαντήσεις τους στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

30      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2021, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η υπόθεση T‑423/14 RENV ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του τρίτου τμήματος.

31      Με τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την προσφυγή ως προς το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως·

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον χαρακτηρίζει το μέτρο 2 ως κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά·

–        να ακυρώσει το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον διατάσσει την έντοκη ανάκτηση του ποσού, ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, της προβαλλομένης ενισχύσεως που συνδέεται με το εν λόγω μέτρο·

–        να διατάξει την έντοκη επιστροφή οποιουδήποτε ποσού θα έχει τυχόν αποδοθεί, άμεσα ή έμμεσα, από την προσφεύγουσα σχετικά με την ως άνω ενίσχυση, σε εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

32      Με τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του περιεχομένου της διαφοράς

33      Βάσει του άρθρου 61, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, η δε υπόθεση αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της διαφοράς, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. Επομένως, κατόπιν της εκ μέρους του Δικαστηρίου αναιρέσεως και της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δεύτερο επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 215 του Κανονισμού Διαδικασίας, και πρέπει να αποφανθεί επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που είχε προβάλει ο προσφεύγων, εξαιρουμένων των στοιχείων του διατακτικού που δεν αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο, καθώς και των εκτιμήσεων που συνιστούν το αναγκαίο θεμέλιο των εν λόγω στοιχείων, δεδομένου ότι αυτά έχουν περιβληθεί ισχύ δεδικασμένου (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2018, Keramag Keramische Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑379/10 RENV και T‑381/10 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:400, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Όσον αφορά το περιεχόμενο της υπό κρίση διαφοράς, υπενθυμίζεται ότι αυτή αφορά αποκλειστικώς το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, δεδομένου ότι οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που είχε προβάλει η προσφεύγουσα απορρίφθηκαν οριστικώς με την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57), στο μέτρο που η συγκεκριμένη απόφαση επικυρώθηκε με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238) (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω).

35      Με το εν λόγω πρώτο σκέλος αμφισβητείται το βάσιμο της αιτιολογίας που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 73, 74 και 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες έχουν ως εξής:

«(73)      Η Επιτροπή διαφωνεί με το επιχείρημα των ελληνικών αρχών ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του [σημείου] 3.2 της ανακοίνωσης [της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή] εγγυήσεων. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Λάρκο ήταν προβληματική εταιρία το 2008. Επιπλέον, ετήσια προμήθεια εγγύησης της τάξης του 1 % δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο αθέτησης [πληρωμής] για τα εγγυημένα δάνεια, δεδομένων των σημαντικών οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο και, ιδίως, του υψηλού δείκτη χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο.

(74)            H Επιτροπή θεωρεί ότι ένας συνετός πιστωτής της αγοράς δεν θα χορηγούσε στη Λάρκο εγγύηση υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Εφόσον το μέτρο χορηγήθηκε επιλεκτικά στη Λάρκο, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κρατική εγγύηση του 2008 παρείχε επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο.

[...]

(77)            Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το μέτρο 2 συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] [...]»

36      Η αιτιολογία που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει κατ’ ουσίαν δύο σκέλη, ήτοι, αφενός, τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι το 2008 η Λάρκο ήταν «προβληματική [επιχείρηση]» κατά την έννοια του σημείου 3.2, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων [107 και 108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10· στο εξής: ανακοίνωση περί εγγυήσεων), σε συνδυασμό με τον ορισμό που παρατίθεται στα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση (στο εξής: πρώτο σκέλος της αιτιολογίας), και, αφετέρου, την εκτίμηση ότι «ετήσια προμήθεια εγγύησης της τάξης του 1 % δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο αθέτησης [πληρωμής] για τα εγγυημένα δάνεια, δεδομένων των σημαντικών οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο και, ιδίως, του υψηλού δείκτη χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο», κατά την έννοια του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων (στο εξής: δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας). Επιπλέον, από τη διάρθρωση της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως 73 προκύπτει ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, τα δύο αυτά σκέλη της αιτιολογίας αποτελούσαν, καταρχήν, εναλλακτικές αιτιολογήσεις, οι οποίες στηρίζονταν, αντιστοίχως, στο σημείο 3.2, στοιχείο αʹ, και στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω ανακοινώσεως, προκειμένου να αποφανθεί η Επιτροπή ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν αποδείξει τη συμφωνία του μέτρου 2 προς τις συνθήκες της αγοράς και ότι, ως εκ τούτου, το μέτρο αυτό συνεπαγόταν την παροχή πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

37      Με την απόφασή του της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 53 έως 71 και 121 έως 123), το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως του πρώτου σκέλους της αιτιολογίας, ενώ αποφάσισε ρητώς να μην προβεί σε εκτίμηση των αιτιάσεων της Λάρκο σχετικά με την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το δεύτερο σκέλος (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 72). Επιπλέον, αποφασίζοντας να αναπέμψει την υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι απέκειτο στο Γενικό Δικαστήριο να διακριβώσει αν ο διοικητικός φάκελος της υποθέσεως περιείχε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνέπειας, τα οποία ήταν επαρκώς βάσιμα ώστε να αποφανθεί, αφενός, ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2 τις προβαλλόμενες δυσχέρειες της Λάρκο και, αφετέρου, ότι το ζήτημα αυτό δεν αποτελούσε, κατά τη διοικητική διαδικασία, αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 123).

38      Λαμβανομένου υπόψη ότι τα στοιχεία αιτιολογίας παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως εναλλακτικώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να εκτιμήσει, καταρχάς, το βάσιμο των επιχειρημάτων που αφορούν το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας, το οποίο συνδέεται με την εφαρμογή του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την απαίτηση να διακριβωθεί αν οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις προβαλλόμενες οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο το αργότερο κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2, καθώς και, εν συνεχεία, να εξετάσει αν το ζήτημα αυτό αποτελούσε αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των εν λόγω αρχών κατά τη διοικητική διαδικασία.

 Επί του βασίμου των επιχειρημάτων που προβάλλονται με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την εκ μέρους των ελληνικών αρχών γνώση των προβαλλομένων οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο και ως προς το αν το ζήτημα αυτό αποτελούσε αντικείμενο διαφωνίας κατά τη διοικητική διαδικασία

39      Όσον αφορά το βάσιμο του δευτέρου σκέλους της αιτιολογίας με γνώμονα το κριτήριο του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, η προσφεύγουσα απλώς υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, πρώτον, η ετήσια προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1 % αντανακλούσε την καλή πιστοληπτική ικανότητα της Λάρκο κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2, λαμβανομένης υπόψη της κερδοφορίας της εταιρίας κατά την προηγούμενα τριετία, δεύτερον, η Λάρκο είχε λάβει, κατά τη διάρκεια του ίδιου έτος 2008, δάνειο άνευ εγγυήσεως το οποίο είχε χορηγήσει η ATE και, τρίτον, η εν λόγω προμήθεια ήταν σύμφωνη με τις προμήθειες που εισέπραξε το Ελληνικό Δημόσιο για εγγυήσεις δανείων οι οποίες χορηγήθηκαν σε άλλες εταιρίες ευρισκόμενες σε παρεμφερή κατάσταση με αυτήν της Λάρκο.

40      Με τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), η προσφεύγουσα αμφισβητεί το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 91 έως 98 της αποφάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57), και υποστηρίζει ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος στην κατάσταση των ελληνικών αρχών πριν από τη λήψη του μέτρου 2 όφειλε να γνωρίζει τις προβαλλόμενες οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο. Διευκρινίζει ότι η Επιτροπή αντικατέστησε τα κριτήρια του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων με μια αόριστη αναφορά στις οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέλειψε να εκπληρώσει την υποχρέωση να εξετάσει η ίδια το ύψος της προμήθειας, επέρριψε δε στη Λάρκο και στο Ελληνικό Δημόσιο το βάρος να αποδείξουν ότι το ύψος της προμήθειας ήταν το προσήκον. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε προμήθεια αναφοράς από τις χρηματοπιστωτικές αγορές ούτε αγοραία τιμή παρόμοιου μη εγγυημένου δανείου, ούτε προέβη σε κατάταξη του δανειολήπτη σε ορισμένη κατηγορία κινδύνου. Τέλος, το συμπέρασμα που συνάγεται στην αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αβάσιμο και αναιτιολόγητο.

41      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, ιδίως λόγω του δεύτερου σκέλους της αιτιολογίας που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

42      Εν προκειμένω, το επιχείρημα της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτό.

43      Κατά πρώτον, η μνεία, στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους της αιτιολογίας που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, των «σημαντικών οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο» δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνη, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους της αιτιολογίας που παρατίθεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη, της ιδιότητας της Λάρκο ως «προβληματικής [επιχειρήσεως]» το 2008, η οποία αντιστοιχεί στον ορισμό που διαλαμβάνεται στα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση και στην οποία παραπέμπει μόνον το σημείο 3.2, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω). Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 104 της αποφάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57), η οποία δεν θίγεται από την αναίρεση της αποφάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου, οι προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο σημείο 3.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, υπό την έννοια ότι «αρκεί να πληρούνται όλες [...] προκειμένου να διασφαλίζεται η απουσία κρατικής ενίσχυσης». Ως εκ τούτου, εφόσον δεν πληρούται μία εξ αυτών, όπως συμβαίνει εν προκειμένω όσον αφορά την προϋπόθεση που διαλαμβάνεται στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, κατά την οποία για την εγγύηση πρέπει να καταβάλλεται προμήθεια σύμφωνη με την ισχύουσα στην αγορά τιμή, τούτο αρκεί προκειμένου να μπορεί η Επιτροπή να θεωρήσει ότι το οικείο κράτος μέλος δεν απέδειξε επαρκώς ότι μπορούσε να αποκλεισθεί, βάσει της ανακοινώσεως αυτής, η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως.

44      Κατά δεύτερον, στην απόφασή του της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ούτε επί του βασίμου του δευτέρου σκέλους της αιτιολογίας που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε επί του βασίμου της εκτιμήσεως στην οποία προέβη σχετικώς το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 93 έως 98 της αποφάσεώς του της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57), μολονότι η προσφεύγουσα είχε αμφισβητήσει ρητώς την εκτίμηση αυτή με την αίτησή της αναιρέσεως (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 50, 51 και 72). Το Δικαστήριο περιορίσθηκε να επικρίνει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο υπέθεσε, βασιζόμενο σε αρνητικό τεκμήριο και, ως εκ τούτου, μη λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία περί κατανομής του βάρους αποδείξεως σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, ότι, κατά τη λήψη του μέτρου 2 το 2008, οι ελληνικές αρχές όφειλαν να γνωρίζουν ότι η Λάρκο ήταν «προβληματική επιχείρηση» το 2008, κατά την έννοια του σημείου 3.2, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τον ορισμό που διαλαμβάνεται στα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 53 έως 70). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απαίτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διακριβώσει την ύπαρξη στοιχείων τα οποία να καταδεικνύουν, ενδεχομένως, ότι οι αρχές αυτές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις «δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Λάρκο» στην προγενέστερη ή τη σύγχρονη της λήψεως του μέτρου 2 κατάσταση (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 71 και 123).

45      Κατά τρίτον, με το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη σε συσχετισμό μεταξύ, αφενός, των «σημαντικών οικονομικών δυσχερειών» της Λάρκο και, αφετέρου, του «υψηλού δείκτη χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο» που επηρέαζε τον «κίνδυνο αθέτησης [πληρωμής] για τα εγγυημένα δάνεια». Συγκεκριμένα, η δεύτερη και η τρίτη στήλη του πίνακα που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως καταδεικνύουν ότι ο δείκτης αυτός ανερχόταν στο 1,3 το 2007, δεδομένου ότι το συνολικό χρέος ανερχόταν στα 141,2 εκατομμύρια ευρώ και τα ίδια κεφάλαια στα 104 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το 2008 ο συγκεκριμένος δείκτης ήταν μείον 575, με συνολικό χρέος ύψους 230,1 εκατομμυρίων ευρώ και με ίδια κεφάλαια μείον 0,4 εκατομμύρια ευρώ. Επομένως, κατά τον εν λόγω πίνακα, τα ίδια κεφάλαια της Λάρκο μειώθηκαν από το 2007 έως το 2008 από 104 σε μείον 0,4 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το συνολικό χρέος της αυξήθηκε από 141,2 σε 230,1 εκατομμύρια ευρώ.

46      Κατά τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι διαπιστώσεις αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τα προερχόμενα από τη δικογραφία κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, αρκούν για να αποδειχθεί ότι, το αργότερο κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2, η Λάρκο αντιμετώπιζε σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες και ότι οι ελληνικές αρχές είχαν επίγνωση του γεγονότος αυτού, κάτι το οποίο δεν αμφισβήτησαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Η εκτίμηση αυτή αποδεικνύεται από τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία προέρχονται από τη δικογραφία.

47      Πρώτον, στα σημεία 36 έως 38 της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου, η Επιτροπή είχε επιστήσει ρητώς την προσοχή των ελληνικών αρχών στον ενδεχομένως μη σύμφωνο με τους όρους της αγοράς χαρακτήρα της προμήθειας εγγυήσεως ύψους 1 %, η οποία συνιστούσε αμοιβή για το μέτρο 2, υπό το πρίσμα του σημείου 3.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, καθώς και στο ότι η εγγύηση του 2008 κάλυπτε ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % του υπολοίπου του εγγυημένου δανείου, ήτοι το σύνολο αυτού, οπότε δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η ύπαρξη ενισχύσεως (βλ. σημείο 3.2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω ανακοινώσεως). Η Επιτροπή είχε διευκρινίσει, στο σημείο 37 της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου, ότι δεν διέθετε ενδείξεις για το ύψος αναφοράς της αντίστοιχης προμήθειας εγγύησης το οποίο θα μπορούσε να εξευρεθεί στη χρηματοπιστωτική αγορά για παρόμοιες εγγυήσεις και, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 97 της αποφάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57), εκτίμησε ότι ετήσια προμήθεια ύψους 1 % δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο αθετήσεως των υποχρεώσεων της Λάρκο ως προς τα εγγυημένα δάνεια, δεδομένων των σημαντικών οικονομικών δυσχερειών της και, ιδίως, του υψηλού δείκτη χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο και των αρνητικών ιδίων κεφαλαίων.

48      Δεύτερον, η Επιτροπή κάλεσε ρητώς τις ελληνικές αρχές να της προσκομίσουν κάθε κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να της παράσχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα ιδίως των κριτηρίων του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, τον προσήκοντα χαρακτήρα της προμήθειας ύψους 1 % ως αμοιβής για δάνειο καλυπτόμενο σε ποσοστό 100 % από την εγγύηση του 2008, σε σύγκριση με την «αντίστοιχη αγοραία τιμή» και σε σχέση με τον κίνδυνο αθετήσεως των υποχρεώσεων της Λάρκο, αναλόγως, ενδεχομένως, της «κατατάξεως σε κατηγορία κινδύνου», παραδείγματος χάριν με «σύγκριση των τιμών που καταβάλλονται στην αγορά από επιχειρήσεις με παρόμοια πιστοληπτική διαβάθμιση» (βλ. σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, τέταρτο εδάφιο, της εν λόγω ανακοινώσεως). Συγκεκριμένα, με το πρώτο εδάφιο του διατακτικού της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου, η Επιτροπή ζήτησε από το Ελληνικό Δημόσιο να της παράσχει «όλες τις πληροφορίες που δύνανται να συμβάλουν στην αξιολόγηση της ενίσχυσης/του μέτρου [επομένως, περιλαμβανομένου του μέτρου 2] εντός ενός μηνός».

49      Τρίτον, στις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου, οι ελληνικές αρχές απλώς ισχυρίσθηκαν επ’ αυτού, κατά τρόπο προδήλως ανεπαρκή, ενδεχομένως δε και ελλιπή, ότι η Λάρκο διέθετε «καλή πιστοληπτική αξιολόγηση» (good credit rating) το 2008, λόγω της κερδοφορίας της εταιρίας κατά την προηγούμενη τριετία, και ότι η προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1 % ήταν αυτή που αντιστοιχούσε στους όρους της αγοράς, χωρίς πάντως να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των ισχυρισμών αυτών (σημεία 3.52 και 3.53 των παρατηρήσεων της 29ης Μαρτίου 2013) (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής, T‑423/14, EU:T:2018:57, σκέψη 97). Πράγματι, η συνοπτική αυτή απάντηση στην πρόσκληση της Επιτροπής να εξηγηθούν τεκμηριωμένα οι λόγοι για τους οποίους η εν λόγω προμήθεια αντιστοιχούσε στους όρους της αγοράς, σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, τέταρτο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, προσκρούει στα επιχειρήματα των εν λόγω αρχών τα οποία εκτίθενται στα σημεία 2.27 έως 2.32 των παρατηρήσεών τους και με τα οποία αναγνώριζαν την «απότομη επιδείνωση» της οικονομικής καταστάσεως της Λάρκο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2008 (βλ. επίσης σκέψη 51 κατωτέρω). Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ετήσια προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1 % αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο αθετήσεως εκ μέρους της Λάρκο των υποχρεώσεων αποπληρωμής των δανείων που κάλυπτε η εγγύηση (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής, T‑423/14, EU:T:2018:57, σκέψεις 92 έως 98).

50      Τέταρτον, το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται όχι μόνον από τα πάγια αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις ζημίες που υπέστη η Λάρκο κατά τα έτη 2007 και 2008, τα οποία η Επιτροπή είχε ήδη λάβει υπόψη και δημοσιοποιήσει στο σημείο 18 της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου και τα οποία υπομνήσθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω), αλλά και από το σημείο 3.2, στοιχείο γʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, από το οποίο προκύπτει ότι η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως δεν μπορεί να αποκλεισθεί δεδομένου ότι η εγγύηση του 2008 καλύπτει «ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % του οφειλόμενου δανείου», ζήτημα το οποίο η Επιτροπή είχε μνημονεύσει στο σημείο 36 in fine της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι το μέτρο 2 προοριζόταν να καλύψει το σύνολο του δανείου ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο χορήγησε η ΑΤΕ στη Λάρκο.

51      Πέμπτον, συμφώνως προς όσα επιτάσσει η σκέψη 123 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι από τον διοικητικό φάκελο της υποθέσεως, συγκεκριμένα δε από τις παρατηρήσεις των ελληνικών αρχών επί της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου, όπως αυτές συνοψίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν, από τα μέσα του 2008, την ιδιαιτέρως δυσχερή οικονομική κατάσταση της Λάρκο, η οποία έθετε εν αμφιβόλω τον σύμφωνο με τους όρους της αγοράς χαρακτήρα της προμήθειας εγγυήσεως ύψους 1 % κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως, στις 22 Δεκεμβρίου 2008. Πράγματι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στα σημεία 2.27 έως 2.32 των εν λόγω παρατηρήσεων των ελληνικών αρχών μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[Α]πό το δεύτερο εξάμηνο [του 2008], τα οικονομικά στοιχεία της Λ[άρκο] παρουσίασαν ραγδαία επιδείνωση. Η επιδείνωση αυτή προκλήθηκε κυρίως από τη ραγδαία πτώση της τιμής νικελίου από τα μέσα του 2008 και έπειτα [...] Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη ραγδαία πτώση του κύκλου εργασιών της Λ[άρκο] και στα εξαιρετικά αρνητικά οικονομικά στοιχεία του 2008. Η αρνητική οικονομική κατάσταση της Λ[άρκο] επιδεινώθηκε και εξαιτίας της ακύρωσης hedging το οποίο οδήγησε σε επιπλέον λογιστική ζημία [...] Η αρνητική εικόνα των οικονομικών στοιχείων της Λ[άρκο] άρχισε να διαπιστώνεται από τον Ιούλιο 2008 και έπειτα οπότε και συνεχίστηκε η πτώση της διεθνούς τιμής νικελίου. Πράγματι, ενώ η εταιρία είχε κερδοφορία και καλά οικονομικά στοιχεία έως τα μέσα 2008, στη συνέχεια παρουσίασε απότομη επιδείνωση η οποία οδήγησε στο τέλος τη Λ[άρκο] να έχει εξαιρετικά αρνητική εικόνα στο τέλος του έτους (ανάλογη της ραγδαίας πτώσης της διεθνούς τιμής νικελίου).»

52      Στα σημεία, όμως, 63 έως 66 του συμπληρωματικού υπομνήματος παρατηρήσεων σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), η προσφεύγουσα περιορίζεται στο να υποτιμήσει την αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών, επισημαίνοντας, κατά τρόπο αποσπασματικό και μη αξιόπιστο, ότι η συγκεκριμένη οικονομική αδυναμία της Λάρκο ήταν απλώς παροδική, οφειλόμενη κυρίως στην πτώση της τιμής του νικελίου κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2008, και ότι η κατάσταση αυτή διαπιστώθηκε το πρώτον με τις οικονομικές καταστάσεις του έτους 2008, για τις οποίες έχει κριθεί ότι αποτελούσαν στοιχείο μεταγενέστερο της λήψεως του μέτρου 2. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί έρχονται σε αντίφαση με τις παρατηρήσεις των ελληνικών αρχών επί της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου και δεν αρκούν προκειμένου να αμφισβητηθεί ότι, αφενός, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν ελήφθη η απόφαση για τη λήψη του μέτρου 2, οι ελληνικές αρχές είχαν πλήρως επίγνωση της ραγδαίας επιδεινώσεως της οικονομικής καταστάσεως της Λάρκο και ότι, αφετέρου, το ζήτημα αυτό δεν αποτελούσε, κατά τη διοικητική διαδικασία, αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των συγκεκριμένων αρχών και της Επιτροπής.

53      Κατά πέμπτον, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι κανόνες περί κατανομής του βάρους αποδείξεως στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία δεν δύνανται να κλονίσουν το συμπέρασμα αυτό, διότι άλλως θα αντιστρεφόταν αδικαιολόγητα το συγκεκριμένο βάρος αποδείξεως, το οποίο θα έφερε πλέον η Επιτροπή, και δεν θα αποδιδόταν το ορθό περιεχόμενο στην υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που υπέχει το κράτος μέλος από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, λαμβανομένου υπόψη του διαχωρισμού όσον αφορά τις σφαίρες γνώσεως και ευθύνης από τις οποίες απορρέουν οι απαιτήσεις περί παροχής των κρίσιμων στοιχείων, ιδίως βάσει του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων.

54      Βεβαίως, αφενός, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να διεξάγει τη διοικητική διαδικασία με επιμέλεια και αμεροληψία, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν. Κατά συνέπεια, απόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος την παροχή όλων των κρίσιμων στοιχείων τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να διακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία. Ακόμη, όμως, και σε περίπτωση κατά την οποία το θεσμικό όργανο έρχεται σε αντιπαράθεση με κράτος μέλος το οποίο, παραβαίνοντας το καθήκον συνεργασίας, παρέλειψε να παράσχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που αυτή του είχε ζητήσει να της κοινοποιήσει, η Επιτροπή οφείλει να στηρίξει τις αποφάσεις της σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνέπειας, τα οποία είναι επαρκώς βάσιμα ώστε να αποφανθεί ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση και τα οποία δύνανται, ως εκ τούτου, να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η Επιτροπή. Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποθέσει ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση βασιζόμενη απλώς σε αρνητικό τεκμήριο, το οποίο στηρίζεται στην απουσία στοιχείων που καθιστούν δυνατόν να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα, χωρίς να διαθέτει άλλα στοιχεία δυνάμενα να καταδείξουν καταφατικώς την ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 67 έως 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Μαΐου 2020, BTB Holding Investments και Duferco Participations Holding κατά Επιτροπής, C‑148/19 P, EU:C:2020:354, σκέψεις 48 έως 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται από το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης αναλόγως των πληροφοριακών στοιχείων τα οποία μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση και τα οποία θα μπορούσαν, κατόπιν αιτήματός της, να της προσκομισθούν κατά τη διοικητική διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 70 και 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Αφετέρου, η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι οι κανόνες συμπεριφοράς που θεσπίζει η Επιτροπή, όπως είναι η ανακοίνωση περί εγγυήσεων, δεν δύνανται αφ’ εαυτών να δημιουργούν υποχρεώσεις εις βάρος των κρατών μελών (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψεις 40 έως 44), συμπεριλαμβανομένου του βάρους αποδείξεως με σκοπό να καταδειχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος.

56      Εντούτοις, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 45 έως 51 ανωτέρω, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της, ήδη με την απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου, αρκούντως αξιόπιστα και συνεπή στοιχεία τα οποία έτειναν να καταδείξουν ότι οι ελληνικές αρχές είχαν επίγνωση της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως της Λάρκο κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2 και ότι το μέτρο αυτό δεν αντιστοιχούσε στους όρους της αγοράς. Επιπλέον, με την ως άνω απόφαση, η Επιτροπή κάλεσε ρητώς τις ελληνικές αρχές να προσκομίσουν κρίσιμα στοιχεία ως προς το ζήτημα αυτό, οπότε αυτές όφειλαν να προβάλουν, προκειμένου να πληρούνται τα κριτήρια του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, στοιχεία δυνάμενα να κλονίσουν τις εν λόγω ενδείξεις. Ειδικότερα, οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να αποδείξουν ότι, παρά τις αδιαμφισβήτητες οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο, η προμήθεια ύψους 1 % για την κάλυψη του συνολικού ποσού δανείου αντιστοιχούσε στην ισχύουσα εντός της ελληνικής χρηματοπιστωτικής αγοράς πρακτική ή θα μπορούσαν να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη διατήρηση της πιστοληπτικής της διαβαθμίσεως μέχρι τον Δεκέμβριο του 2008, κάτι το οποίο δεν έπραξαν ούτε οι εν λόγω αρχές ούτε η Λάρκο. Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι, όπως επικαλέστηκαν οι ελληνικές αρχές, το 2008 χορηγήθηκε στη Λάρκο και άλλο δάνειο, από την ΑΤΕ, χωρίς να ζητηθεί εγγύηση του Δημοσίου δεν δύναται να κλονίσει την εκτίμηση αυτή, δεδομένου ότι η Επιτροπή ορθώς υπενθύμισε ότι, κατά το συγκεκριμένο χρονικό στάδιο, η εν λόγω τράπεζα ελεγχόταν από το Ελληνικό Δημόσιο και ότι η χορήγηση του δανείου αυτού δεν απέκλειε μεταγενέστερη επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως της Λάρκο κατά το ίδιο έτος.

57      Η εκτίμηση αυτή συνάδει, εξάλλου, με την κατανομή όσον αφορά τις σφαίρες γνώσεως και ευθύνης στην οποία στηρίζονται οι προϋποθέσεις του σημείου 3.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, προϋποθέσεις οι οποίες έχουν πρωτίστως ως σκοπό να διευκολύνουν την εκ μέρους κράτους μέλους απόδειξη περί του ότι μια ατομική εγγύηση του Δημοσίου δεν συνιστά κρατική ενίσχυση η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Μολονότι, με μια τέτοια νομικώς μη δεσμευτική έναντι των κρατών μελών ανακοίνωση, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιστρέψει, εις βάρος τους, το βάρος αποδείξεως σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω, εντούτοις η Επιτροπή εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει, με την εν λόγω ανακοίνωση, τα κρίσιμα στοιχεία, ιδίως οικονομικής φύσεως, τα οποία δύνανται, κατ’ αυτήν, να αποκλείσουν σε επαρκή βαθμό την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και τα οποία είναι σε θέση να παράσχει το κράτος μέλος, βάσει της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας που υπέχει κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ακριβώς επειδή εμπίπτουν στη σφαίρα γνώσεως και ευθύνης του.

58      Τέλος, η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται ούτε από τις αποφάσεις της 12ης Μαρτίου 2020, Elche Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑901/16, EU:T:2020:97, σκέψεις 132 έως 137), και της 12ης Μαρτίου 2020, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑732/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2020:98, σκέψεις 134 έως 136), επί των οποίων οι διάδικοι διατύπωσαν την άποψή τους κατόπιν γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν πραγματικά περιστατικά πολύ διαφορετικά από εκείνα της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως λόγω της υπάρξεως ασφαλειών υπέρ του οικείου πιστωτή, όπως το ενέχυρο ή η υποθήκη, οι οποίες μπορούσαν να έχουν ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση περί του ζητήματος αν προμήθεια εγγυήσεως είναι σύμφωνη με τους όρους της αγοράς, ιδίως βάσει του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων.

59      Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη στο δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία είναι επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση, όπως επιβεβαιώθηκε οριστικά με την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57, σκέψεις 24 έως 44), επικυρωθείσα με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 102 έως 117 και 124), συνάγεται ότι, κατά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της αρκούντως αξιόπιστα και συνεπή στοιχεία ώστε να αποφανθεί, στις αιτιολογικές σκέψεις 74 και 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προμήθεια εγγυήσεως που συνδέεται με το μέτρο 2 δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους της αγοράς, επειδή ιδίως δεν πληρούνταν τα κριτήρια του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, και συνιστούσε, επομένως, πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

60      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος εάν η Λάρκο ήταν «προβληματική επιχείρηση» το 2008, κατά την έννοια του σημείου 3.2, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με τον ορισμό που παρατίθεται στα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, ή επί του ζητήματος εάν οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι πληρούνταν τα σχετικά κριτήρια του ορισμού αυτού κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2.

61      Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο των υποθέσεων T423/14 και T423/14 RENV, καθώς και της υποθέσεως C244/18 P.

De Baere

Kreuschitz

Kecsmár

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Μαΐου 2022.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

M. Kanninen


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.