Language of document : ECLI:EU:T:2023:822

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 20ής Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Γαλλία υπέρ της Air France στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19 – Εγγύηση του Δημοσίου για τραπεζικό δάνειο και κρατικό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Ουσιώδης προσβολή της θέσης του προσφεύγοντος στην αγορά – Παραδεκτό – Προσδιορισμός του δικαιούχου της ενίσχυσης στο πλαίσιο ομίλου εταιριών»

Στην υπόθεση T-216/21,

Ryanair DAC, με έδρα το Swords (Ιρλανδία),

Malta Air ltd., με έδρα την Pietà (Μάλτα),

εκπροσωπούμενες από τον F.-C. Laprévote, τον E. Vahida, τη V. Blanc, τον S. Rating, τον Ι.-Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη και τον D. Pérez de Lamo, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον L. Flynn, τον J. Carpi Badía και την C. Georgieva,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον P.‑L. Krüger,

από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους T. Stéhelin, P. Dodeller, T. Lechevallier και B. Fodda,

από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. Bulterman, τον J. Langer και την C. Schillemans, επικουρούμενους από την S. Corrijn, δικηγόρο,

από

την Air France-KLM, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους J. Derenne και Δ. Βάλληνδα, δικηγόρους,

και από

τη Société Air France, με έδρα το Tremblay-en-France (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους J. Derenne και Δ. Βάλληνδα,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, A. Kornezov (εισηγητή), G. De Baere, D. Petrlík και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή τους δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες Ryanair DAC και Malta Air ltd. ζητούν την ακύρωση της απόφασης C(2020) 2983 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.57082 (2020/N) – Γαλλία – COVID-19 – Προσωρινό πλαίσιο 107 (3)(β) – Εγγύηση και μετοχικό δάνειο υπέρ της Air France, όπως διορθώθηκε με τις αποφάσεις C(2020) 9384 τελικό, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, και C(2021) 5701 τελικό, της 26ης Ιουλίου 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής πραγματικά περιστατικά

2        Η Société Air France (στο εξής: Air France) ανήκει στον όμιλο Air France-KLM. Επικεφαλής του εν λόγω ομίλου είναι η Air France-KLM (στο εξής: εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM). Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ο όμιλος αυτός περιλαμβάνει, επιπλέον, μεταξύ άλλων, την Koninklijke Luchtvaart Maatschappij NV (στο εξής: KLM), την «Air France-KLM International Mobility (Ελβετία)», την «Blueteam V (Γαλλία)», την «BigBlank (Γαλλία)», την «Air France-KLM Finance (Γαλλία)» και την «Transavia Company (Γαλλία)».

3        Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατέχουν αντιστοίχως το 14,3 % και το 14 % του κεφαλαίου της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, ενώ η Γαλλική Δημοκρατία διαθέτει το 21 % των δικαιωμάτων ψήφου στην τελευταία. Με τη σειρά της, η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM κατέχει το 100 % των μετοχών της Air France και, άμεσα ή έμμεσα, το 93,84 % του εταιρικού κεφαλαίου της KLM. Επιπλέον, η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου κατέχει το 99,7 % των οικονομικών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων επί των μερισμάτων, και το 49 % των δικαιωμάτων ψήφου της KLM. Η ίδια εταιρία χαρτοφυλακίου κατέχει το 100 % των μεριδίων των λοιπών θυγατρικών που απαριθμούνται στη σκέψη 2 ανωτέρω.

4        Στις 24 Απριλίου 2020, η Γαλλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σχέδιο ατομικής ενίσχυσης υπέρ της Air France, αφενός, υπό μορφή κρατικής εγγυήσεως ύψους 90 % επί δανείου ύψους 4 δισεκατομμυρίων ευρώ χορηγούμενου από κοινοπραξία τραπεζών (στο εξής, αντίστοιχα: εγγύηση του Δημοσίου και δάνειο με εγγύηση του Δημοσίου) και, αφετέρου, υπό μορφή μετοχικού δανείου ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ κατ’ ανώτατο όριο (στο εξής: μετοχικό δάνειο) (στο εξής, από κοινού: επίμαχο μέτρο).

5        Στις 4 Μαΐου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2020) 2983 τελικό, με την οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 19ης Μαρτίου 2020, με τίτλο «Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID-19» (ΕΕ 2020, C 91 I, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε στις 4 Απριλίου 2020 (ΕΕ 2020, C 112 I, σ. 1) (στο εξής: προσωρινό πλαίσιο).

6        Η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 21 της απόφασης C(2020) 2983 τελικό, της 4ης Μαΐου 2020, ότι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου ήταν η Air France και οι θυγατρικές τις οποίες ήλεγχε. Αντιθέτως, δεν θεωρήθηκαν δικαιούχοι του μέτρου ούτε η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM ούτε οι λοιπές θυγατρικές της, συμπεριλαμβανομένης της KLM και των εταιριών που αυτή ήλεγχε.

7        Το επίμαχο μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο σειράς άλλων μέτρων κρατικής ενισχύσεως με σκοπό τη στήριξη του τομέα των αεροπορικών μεταφορών και, ειδικότερα, τη στήριξη των εταιριών που ανήκουν στον όμιλο Air France-KLM.

8        Συγκεκριμένα, με την απόφαση C(2020) 4871 τελικό, της 13ης Ιουλίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.57116 (2020/N) – Κάτω Χώρες – Covid-19: Εγγύηση του Δημοσίου και κρατικό δάνειο υπέρ της KLM (στο εξής: απόφαση KLM), η Επιτροπή έκρινε ότι ατομική ενίσχυση χορηγηθείσα από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπέρ της KLM, αφενός, υπό μορφή κρατικής εγγυήσεως ύψους 90 % επί δανείου χορηγούμενου από κοινοπραξία τραπεζών ύψους 2,4 δισεκατομμυρίου ευρώ κατ’ ανώτατο όριο και, αφετέρου, υπό μορφή κρατικού δανείου ύψους ενός δισεκατομμυρίων ευρώ κατ’ ανώτατο όριο, ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και του προσωρινού πλαισίου.

9        Στις 17 Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή προέβη σε μια πρώτη διόρθωση της αποφάσεώς της C(2020) 2983 τελικό, της 4ης Μαΐου 2020, με την απόφαση C(2020) 9384 τελικό. Κατά την άποψή της, οι διορθώσεις ήταν αναγκαίες για τη διόρθωση σφάλματος κατά την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, ιδίως σε σχέση με τις αναφορές στην Air France αντί του «ομίλου Air France» (σημεία 5 έως 10 της τελευταίας αυτής απόφασης). Επιπλέον, προστέθηκε ένα νέο σημείο 3.3.4 προκειμένου να εξεταστεί, «για λόγους πληρότητας», η συμβατότητα του σωρευτικού αποτελέσματος των δύο στοιχείων του επίμαχου μέτρου και η στάθμιση των θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων τους για τον ανταγωνισμό.

10      Στις 5 Απριλίου 2021, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2021) 2488 τελικό, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.59913 – Γαλλία – COVID-19 – Ανακεφαλαιοποίηση της Air France και της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM (στο εξής: απόφαση Air France-KLM και Air France), με την οποία έκρινε συμβατή με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και του προσωρινού πλαισίου, ατομική ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Γαλλική Δημοκρατία υπό μορφή ανακεφαλαιοποίησης της Air France και της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, συνολικού ύψους 4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η ενίσχυση αυτή περιλαμβάνει, αφενός, συμμετοχή της Γαλλικής Δημοκρατίας σε σχέδιο αυξήσεως κεφαλαίου ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ κατ’ ανώτατο όριο και, αφετέρου, τη μετατροπή του μετοχικού δανείου σε υβριδικό χρηματοδοτικό μέσο, εξομοιούμενο με συμμετοχή σε ίδια κεφάλαια, διευκρινιζομένου ότι το εν λόγω μετοχικό δάνειο αποτελεί μέρος του επίμαχου στην υπό κρίση υπόθεση μέτρου.

11      Με απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (KLM· COVID-19) (T-643/20, EU:T:2021:286), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση που μνημονεύεται στη σκέψη 8 ανωτέρω, λόγω ελλιπούς αιτιολογίας όσον αφορά τον προσδιορισμό του δικαιούχου του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως.

12      Στις 26 Ιουλίου 2021, δηλαδή μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, η Επιτροπή προέβη σε δεύτερη διόρθωση της αποφάσεώς της C(2020) 2983 τελικό, της 4ης Μαΐου 2020, με την απόφαση C(2021) 5701 τελικό. Στα σημεία 3 και 4 της τελευταίας αυτής απόφασης, η Επιτροπή δήλωσε ότι έλαβε γνώση της απόφασης της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (KLM· COVID-19) (T-643/20, EU:T:2021:286), και προσέθεσε ότι, κατόπιν της απόφασης αυτής, έκρινε αναγκαίο να παραθέσει περαιτέρω στοιχεία προς τεκμηρίωση του συμπεράσματος ότι η Air France ήταν η μόνη δικαιούχος του επίμαχου μέτρου.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Με το δικόγραφο της προσφυγής της 20ής Απριλίου 2021, όπως προσαρμόστηκε στις 8 Οκτωβρίου 2021, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Air France και η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM ζητούν την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης και την καταδίκη των προσφευγουσών στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη κατά το μέρος που με αυτήν αμφισβητείται το βάσιμο της προσβαλλόμενης απόφασης και να την απορρίψει επί της ουσίας κατά τα λοιπά.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

17      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι αποτελούν ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), και ότι, ως εκ τούτου, νομιμοποιούνται ενεργητικώς για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η ανταγωνιστική θέση τους στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από το επίμαχο μέτρο και ότι, κατά συνέπεια, μπορούν παραδεκτώς να αμφισβητήσουν το βάσιμο της προσβαλλόμενης απόφασης.

18      Η Επιτροπή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Air France και η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM δεν αμφισβητούν το παραδεκτό της προσφυγής.

19      Αντιθέτως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς να αμφισβητήσουν το βάσιμο της προσβαλλόμενης απόφασης.

20      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες είναι όντως ανταγωνίστριες της Air France και δεν αμφισβητείται ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθούν ως «ενδιαφερόμενα μέρη», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, που νομιμοποιούνται ενεργητικώς για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που αντλούν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

21      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών προς αμφισβήτηση του βασίμου της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να υπομνησθεί ότι το παραδεκτό προσφυγής που ασκεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξης της οποίας δεν είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προϋποθέτει ότι το πρόσωπο αυτό νομιμοποιείται ενεργητικώς, όπερ συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η εν λόγω προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η επίμαχη πράξη αφορά το οικείο πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξης για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, εάν η πράξη αυτή το αφορά άμεσα (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 59 και 91, και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C-244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 39).

22      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απευθύνθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία, δεν συνιστά κανονιστική πράξη κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθόσον δεν αποτελεί πράξη γενικής ισχύος (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 56), στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η απόφαση αυτή αφορά άμεσα και ατομικά τις προσφεύγουσες, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης.

23      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα υποκείμενα δικαίου που δεν είναι αποδέκτες μιας απόφασης μπορούν να ισχυριστούν ότι η εν λόγω απόφαση τα αφορά ατομικά μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων τους ή μιας πραγματικής κατάστασης που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 223, της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 22, και της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C-260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 53).

24      Επομένως, όταν ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο απόφασης αφορώσας την εκτίμηση ενίσχυσης, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ή κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας, το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί «ενδιαφερόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν αρκεί προκειμένου να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Ο προσφεύγων οφείλει, συνεπώς, να αποδείξει ότι η περίπτωσή του είναι ιδιαίτερη, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 23 ανωτέρω. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν η θέση του στην οικεία αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της επίμαχης απόφασης (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Συναφώς, στο πλαίσιο της απόδειξης από τον προσφεύγοντα του ουσιώδους επηρεασμού της θέσης του στην αγορά δεν απαιτείται να αχθεί ο δικαστής σε τελική κρίση επί του ζητήματος των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ του συγκεκριμένου προσφεύγοντος και των δικαιούχων επιχειρήσεων, αλλά αρκεί ο προσφεύγων να εκθέσει κατά τρόπο πειστικό τους λόγους για τους οποίους η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να θίξει τα θεμιτά συμφέροντά του, επηρεάζοντας ουσιωδώς τη θέση του στη συγκεκριμένη αγορά (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται, επομένως, ότι ο ουσιώδης επηρεασμός της ανταγωνιστικής θέσης του προσφεύγοντος προκύπτει όχι από τη διεξοδική ανάλυση των διαφόρων σχέσεων ανταγωνισμού στην οικεία αγορά, ανάλυση μέσω της οποίας θα μπορούσε να αποδειχθεί με ακρίβεια η έκταση του επηρεασμού της ανταγωνιστικής του θέσης, αλλά, κατ’ αρχήν, από την prima facie διαπίστωση ότι η χορήγηση του μέτρου το οποίο αφορά η απόφαση της Επιτροπής έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται ουσιωδώς η θέση αυτή (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 58).

27      Εντεύθεν συνάγεται ότι η εν λόγω προϋπόθεση είναι δυνατόν να πληρούται εφόσον ο προσφεύγων προσκομίζει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί να επηρεάσει ουσιωδώς τη θέση του στην αγορά (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Όσον αφορά τα στοιχεία διά των οποίων μπορεί, κατά τη νομολογία, να αποδειχθεί ο εν λόγω ουσιώδης επηρεασμός, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη είναι ικανή να ασκήσει ορισμένη επιρροή στις σχέσεις ανταγωνισμού που υφίστανται στη σχετική αγορά και ότι η οικεία επιχείρηση τελεί σε οποιαδήποτε ανταγωνιστική σχέση με τον ωφελούμενο από την επίμαχη πράξη δεν αρκεί ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η πράξη αυτή αφορά ατομικά την εν λόγω επιχείρηση. Επομένως, μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί αποκλειστικά και μόνον την ιδιότητά της ως ανταγωνίστριας της δικαιούχου επιχειρήσεως (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Η απόδειξη του ουσιώδους επηρεασμού της θέσης ενός ανταγωνιστή στην αγορά δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικώς με την υποβολή στοιχείων ενδεικτικών μιας ελάττωσης των εμπορικών ή οικονομικών επιδόσεων του προσφεύγοντος, όπως είναι η σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών, μη αμελητέες οικονομικές απώλειες ή ακόμη σημαντική μείωση των μεριδίων αγοράς κατόπιν της χορήγησης της ενίσχυσης. Η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης μπορεί να επηρεάζει την ανταγωνιστική θέση ενός επιχειρηματία και με άλλους τρόπους, ιδίως όταν συνεπάγεται διαφυγόν κέρδος ή λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη από εκείνη που θα μπορούσε να σημειωθεί ελλείψει μιας τέτοιας ενίσχυσης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 61).

30      Επιπλέον, η νομολογία δεν απαιτεί από τον προσφεύγοντα να προσκομίσει στοιχεία ως προς το μέγεθος ή τη γεωγραφική έκταση των οικείων αγορών ή ακόμη ως προς τα μερίδιά του στην αγορά ή τα μερίδια του ωφελουμένου από το επίμαχο μέτρο ή τυχόν ανταγωνιστών στις οικείες αγορές (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 65).

31      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστεί αν οι προσφεύγουσες προσκόμισαν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν ότι το επίμαχο μέτρο είναι ικανό να επηρεάσει ουσιωδώς τη θέση τους στην οικεία αγορά.

32      Συναφώς, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, πριν από την πανδημία COVID-19, εκμεταλλεύονταν 211 αεροπορικές γραμμές από ή προς τη Γαλλία. Ειδικότερα, εξηγούν ότι η Ryanair ανταγωνιζόταν άμεσα την Air France και τις θυγατρικές της σε 45 από αυτές τις γραμμές, οι οποίες είχαν οικονομική σημασία καθόσον συνέδεαν μεγάλες πόλεις στην Ευρώπη ή πέραν αυτής και τις οποίες εξυπηρετούσαν γενικώς ελάχιστες άλλες αεροπορικές εταιρίες. Επιπλέον, η Ryanair μετέφερε συνολικά 1 576 991 επιβάτες στις εν λόγω γραμμές το 2019.

33      Η Γαλλική Δημοκρατία αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι η Ryanair δεν είναι η πλησιέστερη και πλέον άμεση ανταγωνίστρια της Air France. Επιπλέον, αμφισβητεί το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες βρίσκονται σε «άμεσο ανταγωνισμό» με την Air France, εξηγώντας ότι οι αεροπορικές γραμμές που εξυπηρετεί η Air France από και προς τους αερολιμένες Roissy-Charles-de-Gaulle (στο εξής: αερολιμένας CDG) και Paris-Orly (στο εξής: αερολιμένας ORY) καθώς και οι αεροπορικές γραμμές που εξυπηρετεί η Ryanair από και προς τον αερολιμένα Beauvais-Tillé (στο εξής: αερολιμένας BVA) δεν μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαίως και, επομένως, δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση της σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ των προσφευγουσών και της Air France. Η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται επίσης ότι στις λοιπές αεροπορικές γραμμές που επικαλούνται οι προσφεύγουσες η Ryanair δεν είναι η μόνη ανταγωνίστρια της Air France.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο στάδιο της εξέτασης του παραδεκτού της προσφυγής, δεν απαιτείται να διατυπωθεί τελική κρίση επί του προσδιορισμού της αγοράς των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών ή, ακόμη, επί των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ των προσφευγουσών και του δικαιούχου. Αρκεί, κατ’ αρχήν, να αποδείξουν οι προσφεύγουσες ότι, prima facie, η χορήγηση του επίμαχου μέτρου έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται ουσιωδώς η ανταγωνιστική θέση τους στην αγορά (βλ. νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 25 και 26 ανωτέρω).

35      Όσον αφορά το ζήτημα αν οι αεροπορικές γραμμές από και προς τους αερολιμένες CDG και ORY, αφενός, και τον αερολιμένα BVA, αφετέρου, μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαίως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να αποφανθεί επ’ αυτού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως την απόσταση και τον χρόνο διαδρομής βάσει του κριτηρίου αναφοράς των 100 χιλιομέτρων ή διαδρομής μίας ώρας, την άποψη των ανταγωνιστών, την άποψη των οικείων αερολιμένων και των αρχών πολιτικής αεροπορίας των κρατών μελών, την εκτίμηση του ποσοστού των επιβατών αναψυχής σε ένα δρομολόγιο, την έννοια του «συστήματος αερολιμένων» κατά το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΟΚ) 2408/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών (ΕΕ 1992, L 240, σ. 8), τις εμπορικές πρακτικές και την ύπαρξη ή όχι μεταφορικών υπηρεσιών μεταξύ αερολιμένων και ορισμένων πόλεων (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T-342/07, EU:T:2010:280, σκέψεις 103 επ.).

36      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε ότι, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων αυτών, οι αεροπορικές γραμμές που εξυπηρετούσε η Ryanair από ή προς τον αερολιμένα BVA μπορούσαν, για τους σκοπούς του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής, να θεωρηθούν εκ πρώτης όψεως ως δυνάμενες να υποκαταστήσουν εκείνες που εκτελούσε η Air France από ή προς τους αερολιμένες CDG και ORY.

37      Η θέση αυτή βρίσκει άλλωστε έρεισμα στην προγενέστερη διοικητική πρακτική της Επιτροπής, η οποία δεν δεσμεύει μεν τον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην όμως θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο στοιχείο στο πλαίσιο μιας prima facie εκτιμήσεως του ζητήματος αν η χορήγηση του επίμαχου μέτρου μπορεί να θίξει την ανταγωνιστική θέση των προσφευγουσών στην αγορά. Παραδείγματος χάριν, στις αιτιολογικές σκέψεις 266 έως 279 της απόφασης C(2013) 1106 τελικό, της 27ης Φεβρουαρίου 2013, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και τη Συμφωνία για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.6663 – Ryanair/Aer Lingus III), η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνταν το κριτήριο των 100 χιλιομέτρων ή της διαδρομής μίας ώρας, δεδομένου ότι η απόσταση και ο χρόνος της διαδρομής με αυτοκίνητο προς το κέντρο του Παρισιού από τους αερολιμένες CDG, ORY και BVA ήταν αντιστοίχως 23 χιλιόμετρα (31 λεπτά), 20 χιλιόμετρα (30 λεπτά) και 80 χιλιόμετρα (60 λεπτά). Βάσει αυτών των στοιχείων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αερολιμένας ORY μπορεί να υποκατασταθεί από τους αερολιμένες CDG και BVA για τις πτήσεις από και προς το Δουβλίνο (Ιρλανδία).

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, και ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων περί του αντιθέτου στη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αεροπορικές γραμμές που εξυπηρετούσε η Ryanair από και προς τον αερολιμένα BVA, τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες προκειμένου να αποδείξουν την ενεργητική νομιμοποίησή τους, μπορούν να θεωρηθούν εκ πρώτης όψεως ως δυνάμενες να υποκαταστήσουν τις γραμμές της Air France από και προς τους αερολιμένες CDG και ORY. Επομένως, για την εξέταση της ενεργητικής νομιμοποίησης της Ryanair πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των αεροπορικών γραμμών που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, διευκρινιζομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τη δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των λοιπών αεροπορικών γραμμών που εξυπηρετούν η Ryanair και η Air France από και προς άλλους γαλλικούς αερολιμένες.

39      Βάσει των ανωτέρω στοιχείων διαπιστώνεται ότι η Ryanair ανταγωνιζόταν την Air France και τις θυγατρικές της σε σημαντικό αριθμό αεροπορικών γραμμών από και προς τη Γαλλία, ήτοι σε 45 γραμμές. Επιπλέον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο, και ιδίως από το παράρτημα A.3.4 του δικογράφου της προσφυγής, η αποδεικτική ισχύς του οποίου δεν αμφισβητείται ούτε από την Επιτροπή ούτε από τους παρεμβαίνοντες, προκύπτει ότι ο αριθμός των θέσεων που προσέφερε η Ryanair στις γραμμές αυτές ήταν συχνά ανάλογος ή και υπερέβαινε, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον αριθμό των θέσεων που προσέφεραν η Air France και οι θυγατρικές της. Επομένως, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ήταν, από την άποψη του αριθμού των προσφερόμενων θέσεων, επίσης σημαντικός.

40      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι εξέταζαν το ενδεχόμενο εμπορικής επέκτασης στη γαλλική αγορά, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι το 2019 είχαν δρομολογήσει 67 νέες αεροπορικές γραμμές από ή προς τη Γαλλία. Η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες δεν αμφισβητούν το γεγονός αυτό. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι είχαν παραγγείλει 210 αεροσκάφη Boeing 737 Max τα οποία ενσωματώθηκαν στον στόλο τους τον Ιούνιο του 2021 και τους επέτρεπαν να υλοποιήσουν τα αναπτυξιακά τους σχέδια.

41      Τρίτον, από το σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, ελλείψει του επίμαχου μέτρου, θα ετίθετο σε κίνδυνο η συνέχιση της δραστηριότητας της Air France. Επιπλέον, σύμφωνα με έκθεση του Ιδρύματος Πολιτικής Καινοτομίας που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, με τίτλο «Before COVID-19 air transportation in Europe: an already frile sector» (Αεροπορικές μεταφορές στην Ευρώπη πριν από την πανδημία COVID-19: ένας ήδη εύθραυστος τομέας), η οποία είχε συνταχθεί τον Μάιο του 2020 και της οποίας το περιεχόμενο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, «[ήταν] πιθανό η Ryanair […] να εξέλθει από την κρίση COVID-19 χωρίς υπερβολικές ζημίες και να διαθέτει μάλιστα επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους, ιδίως χάρη στον δανεισμό και την εξαγορά εταιριών υπό πτώχευση, που θα της επιτρέψουν να συμμετάσχει στην πιθανή αναδιάρθρωση των αεροπορικών μεταφορών στην Ευρώπη». Επομένως, η Ryanair βρισκόταν σε σχετικά ισχυρή θέση σε σχέση με τις παραδοσιακές αεροπορικές εταιρίες όπως η Air France, η οποία αντιμετώπιζε κίνδυνο αφερεγγυότητας ή ακόμη και εξόδου από την αγορά.

42      Τέταρτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το 2019 ο γενικός διευθυντής της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM ανακοίνωσε σχέδιο δράσης για την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού με τις αεροπορικές εταιρίες «χαμηλού κόστους», όπως η Ryanair, μέσω της θυγατρικής χαμηλού κόστους «Transavia France».

43      Από τα στοιχεία που εκτέθηκαν στις σκέψεις 38 έως 42 ανωτέρω, εξεταζόμενα από κοινού, μπορεί να συναχθεί ότι οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι η χορήγηση του επίμαχου μέτρου ήταν ικανή να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση της Air France εις βάρος της Ryanair και να έχει prima facie ως αποτέλεσμα να θιγεί ουσιωδώς η ανταγωνιστική θέση της Ryanair στην αγορά, προκαλώντας ιδίως διαφυγόν κέρδος ή μια λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη από εκείνη που θα είχε σημειωθεί αν δεν είχε μεσολαβήσει το μέτρο αυτό (βλ. νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 29 ανωτέρω).

44      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η Ryanair δεν είναι η κύρια ανταγωνίστρια της Air France στη γαλλική αγορά.

45      Πράγματι, η νομολογία δεν απαιτεί να είναι ο προσφεύγων ο κύριος ανταγωνιστής του δικαιούχου ενός μέτρου ενισχύσεως προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανταγωνιστική του θέση επηρεάζεται ουσιωδώς από το μέτρο αυτό.

46      Δεν μπορεί να ευδοκιμήσει άλλωστε ούτε ο ισχυρισμός της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η προσβαλλομένη απόφαση τις θίγει λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τις διακρίνει από εκείνη όλων των άλλων ανταγωνιστών της Air France.

47      Ειδικότερα, η προϋπόθεση του ουσιώδους επηρεασμού της ανταγωνιστικής θέσης του προσφεύγοντος αποτελεί στοιχείο που αφορά αποκλειστικά τον ίδιο και πρέπει να αξιολογείται αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τη θέση που είχε ο προσφεύγων στην αγορά πριν από τη χορήγηση του επίμαχου μέτρου ή που θα είχε ελλείψει της χορήγησης του μέτρου. Δεν τίθεται ζήτημα σύγκρισης της κατάστασης στην οποία τελούν όλοι οι ανταγωνιστές που δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2020:862, σημείο 58). Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι δεν είναι αναγκαίο ο προσφεύγων να προσκομίσει στοιχεία σχετικά με το μερίδιό του στην αγορά ή σχετικά με το μερίδιο του δικαιούχου ή τυχόν ανταγωνιστών στην αγορά. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτείται από τον προσφεύγοντα, προκειμένου να αποδείξει ουσιώδη επηρεασμό της ανταγωνιστικής του θέσης, να τεκμηριώσει βάσει αποδεικτικών στοιχείων την ανταγωνιστική θέση των ανταγωνιστών του και να διαφοροποιηθεί σε σχέση με αυτή.

48      Εξάλλου, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 23 ανωτέρω προβλέπει δύο διακριτά κριτήρια προς απόδειξη του ότι μια απόφαση αφορά ατομικώς υποκείμενα άλλα από τους αποδέκτες της, ήτοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τα θίγει λόγω «ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων τους» ή λόγω «μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο». Συνεπώς, η νομολογία αυτή δεν απαιτεί από τον προσφεύγοντα να αποδείξει, σε όλες τις περιπτώσεις, ότι η πραγματική του κατάσταση διακρίνεται από εκείνη οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Αρκεί η προσβαλλόμενη απόφαση να επηρεάζει τον προσφεύγοντα λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων του.

49      Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 38 έως 42 ανωτέρω καταδεικνύουν συνολικά, κατά τρόπο αρκούντως πειστικό, ότι η θέση της Ryanair στις οικείες αγορές παρουσίαζε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ήτοι ότι η Ryanair βρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό με την Air France σε μεγάλο αριθμό αεροπορικών γραμμών, στις οποίες επιπλέον εκμεταλλεύεται σημαντικό αριθμό θέσεων, ότι είχε αρχίσει εμπορική επέκταση στη γαλλική αγορά εγκαινιάζοντας μεγάλο αριθμό νέων αεροπορικών γραμμών πριν από την έξαρση της πανδημίας COVID-19, ότι η Air France σχεδίαζε να εντείνει τον ανταγωνισμό στο τμήμα της αγοράς που αποκαλείται «χαμηλού κόστους», στο οποίο δραστηριοποιείται η Ryanair, μέσω της αεροπορικής εταιρίας της «Transavia France» και ότι, χωρίς το επίμαχο μέτρο, υπήρχε κίνδυνος η Air France να καταστεί αφερέγγυα ή τουλάχιστον να αποδυναμωθεί σημαντικά, ενώ η οικονομική κατάσταση της Ryanair φαινόταν να είναι σχετικά ισχυρή σε σχέση με την κατάσταση της δικαιούχου, περιάγοντάς την έτσι σε θέση ευνοϊκή ώστε, ελλείψει ενισχύσεως, να κερδίσει μερίδια αγοράς εις βάρος της Air France.

50      Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι η Ryanair απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το επίμαχο μέτρο ήταν ικανό να θίξει ουσιωδώς την ανταγωνιστική θέση της στην οικεία αγορά.

51      Διαπιστώνεται δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά επίσης άμεσα τη Ryanair, δεδομένου, αφενός, ότι δεν υφίσταται καμία αμφιβολία ως προς τη βούληση της Γαλλικής Δημοκρατίας να χορηγήσει ενίσχυση στην εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM και στην Air France και, αφετέρου, ότι η ενέργεια αυτή είναι ικανή να περιαγάγει τη Ryanair σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού και να θίξει το δικαίωμά της στην προστασία έναντι στρεβλώσεων του ανταγωνισμού λόγω της επίμαχης ενισχύσεως (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C-622/16 P έως C-624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Επομένως, η Ryanair παραδεκτώς αμφισβητεί το βάσιμο της προσβαλλόμενης απόφασης.

53      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της Malta Air, έχει κριθεί ότι, όταν ένας από τους προσφεύγοντες προσφεύγει παραδεκτώς και πρόκειται για μία και μόνη προσφυγή, παρέλκει η εξέταση της ενεργητικής νομιμοποίησης των λοιπών προσφευγόντων [βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T-643/11, EU:T:2014:1076, σκέψη 33 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 Επί της ουσίας

54      Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος, τον αποκλεισμό της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM και της KLM από τον κύκλο των δικαιούχων του επίμαχου μέτρου, ο δεύτερος, κατάχρηση εξουσίας και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και του προσωρινού πλαισίου, ο τρίτος, παραβίαση των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκατάστασης, ο τέταρτος, προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των προσφευγουσών και, ο πέμπτος, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικού με τον αποκλεισμό της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM και της KLM από τον κύκλο των δικαιούχων του επίμαχου μέτρου

55      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δικαιούχος του επίμαχου μέτρου ήταν η Air France, αποκλειομένων της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM και της KLM. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν διάφορα στοιχεία προκειμένου να αποδείξουν ότι η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου και η KLM είναι δυνητικοί ή έμμεσοι δικαιούχοι του μέτρου αυτού. Επικαλούνται, κατ’ ουσίαν, τους κεφαλαιουχικούς, οργανικούς, λειτουργικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM, το συμβατικό πλαίσιο βάσει του οποίου χορηγήθηκε το μέτρο αυτό, καθώς και το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται.

56      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών υπογραμμίζοντας, βάσει των στοιχείων που παρατέθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Air France και η KLM απολαύουν de facto μεγάλης λειτουργικής, οικονομικής και οργανικής αυτονομίας, τόσο η μία έναντι της άλλης όσο και έναντι της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM. Επιπλέον, η δομή της επιχείρησης και της διακυβέρνησης του ομίλου Air France-KLM αποτρέπει επίσης κάθε κίνδυνο έμμεσης μεταβίβασης της ενίσχυσης μεταξύ της Air France και της KLM. Εξάλλου, το επίμαχο μέτρο περιλαμβάνει συμβατικούς μηχανισμούς ισοδύναμους με ρήτρα διαθέσεως, οι οποίοι προσπορίζουν το πραγματικό χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα του εν λόγω μέτρου αποκλειστικά στην Air France.

57      Η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Air France και η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM συμφωνούν με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής.

58      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι δικαιούχος του επίμαχου μέτρου ήταν η Air France, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της. Αντιθέτως, μολονότι η Air France ανήκει στον όμιλο Air France-KLM, ούτε η μητρική της εταιρία, ήτοι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM, ούτε οι αδελφές εταιρίες της, περιλαμβανομένης της KLM και των θυγατρικών τις οποίες αυτή ελέγχει, θεωρήθηκαν δικαιούχοι του εν λόγω μέτρου.

59      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως εγείρει επομένως, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα του προσδιορισμού του δικαιούχου μέτρου ενισχύσεως στο πλαίσιο ομίλου εταιριών.

60      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι πλείονες διακριτές νομικές οντότητες μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελούσες μία και μόνη οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, στον τομέα αυτόν, το ζήτημα αν υφίσταται οικονομική ενότητα μεταξύ περισσοτέρων νομικώς διακριτών οντοτήτων ανακύπτει ιδίως όταν πρόκειται να προσδιοριστεί ο δικαιούχος μιας ενισχύσεως [πρβλ. αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής, 323/82, EU:C:1984:345, σκέψεις 11 και 12, και της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (KLM· COVID-19), T-643/20, EU:T:2021:286, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

61      Μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη από τη νομολογία προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται οικονομική ενότητα στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων περιλαμβάνονται: η συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως σε όμιλο εταιριών που ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από μία εκ των εταιριών αυτών, η άσκηση πανομοιότυπων ή παράλληλων οικονομικών δραστηριοτήτων και η έλλειψη οικονομικής αυτοτέλειας των οικείων εταιριών (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Pollmeier Malchow κατά Επιτροπής, T-137/02, EU:T:2004:304, σκέψεις 68 έως 70)· η σύσταση ενιαίου ομίλου ελεγχόμενου από μία οντότητα, παρά τη σύσταση νέων εταιριών εκάστη των οποίων έχει χωριστή νομική προσωπικότητα (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής, 323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 11)· η δυνατότητα της οντότητας που έχει πλειοψηφική συμμετοχή σε άλλη εταιρία να ασκεί έλεγχο που βαίνει πέραν της απλής τοποθέτησης επενδυτικών κεφαλαίων και να παρέχει κίνητρα και οικονομική στήριξη στην εν λόγω εταιρία, καθώς και η ύπαρξη οργανικών, λειτουργικών και οικονομικών δεσμών μεταξύ τους [πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2010, AceaElectrabel Produzione κατά Επιτροπής, C‑480/09 P, EU:C:2010:787, σκέψη 51, και της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (KLM· COVID-19), T-643/20, EU:T:2021:286, σκέψη 47]· ωσαύτως, η ύπαρξη συναφών συμβατικών ρητρών (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, AceaElectrabel Produzione κατά Επιτροπής, C-480/09 P, EU:C:2010:787, σκέψη 57).

62      Επιπλέον, το είδος του χορηγούμενου μέτρου ενισχύσεως και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το μέτρο αυτό μπορούν επίσης, κατά περίπτωση, να αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για τη διάγνωση της ύπαρξης ή μη οικονομικής ενότητας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

63      Εξάλλου, η Επιτροπή ερμήνευσε την έννοια της «επιχείρησης» με την ανακοίνωσή της σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης). Η ανακοίνωση αυτή, μολονότι δεν δεσμεύει το Γενικό Δικαστήριο, μπορεί ωστόσο να αξιοποιηθεί ως χρήσιμη πηγή έμπνευσης [βλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2022, Mead Johnson Nutrition (Asia Pacific) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-508/19, EU:T:2022:217, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

64      Η Επιτροπή αναγνώρισε, στην παράγραφο 11 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, ότι περισσότερες διακριτές νομικές οντότητες μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν μία οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Προς τούτο, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο 11, λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη πλειοψηφικής συμμετοχής μίας από τις οντότητες στην άλλη, καθώς και η ύπαρξη άλλων λειτουργικών, οικονομικών και οργανικών δεσμών μεταξύ τους.

65      Συναφώς, έχει κριθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όταν αποφασίζει περί του αν εταιρίες που ανήκουν σε όμιλο πρέπει να θεωρηθούν ως μία οικονομική ενότητα ή ως νομικώς και οικονομικώς αυτοτελείς ενότητες, όσον αφορά την εφαρμογή του συστήματος των κρατικών ενισχύσεων. Η διακριτική αυτή ευχέρεια της Επιτροπής εμπεριέχει τη συνεκτίμηση και την αξιολόγηση σύνθετων πραγματικών περιστατικών και οικονομικών στοιχείων. Δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί με την κρίση του να υποκαταστήσει τον εκδόντα την απόφαση ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ιδίως στο οικονομικό επίπεδο, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση ότι τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες και η υποχρέωση αιτιολογήσεως, ότι τα πραγματικά περιστατικά είναι αληθή και ότι δεν συντρέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, AceaElectrabel κατά Επιτροπής, T-303/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:312, σκέψεις 101 και 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      O δικαστής της Ένωσης οφείλει πάντως, μεταξύ άλλων, όχι μόνο να εξακριβώνει την ακρίβεια των προβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης κατάστασης και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει των δεδομένων αυτών (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-114/17 P, EU:C:2018:753, σκέψη 104).

67      Επιπλέον, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή τους δεσμούς μεταξύ των εταιριών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, όταν θεωρείται πιθανό ότι θα υπάρξει αντίκτυπος στον ανταγωνισμό λόγω της σώρευσης κρατικών ενισχύσεων εντός του ίδιου ομίλου [βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (KLM· COVID-19), T-643/20, EU:T:2021:286, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

68      Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που συνάγονται από την προπαρατεθείσα νομολογία και των επιχειρημάτων των διαδίκων, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι κεφαλαιουχικοί, οργανικοί, λειτουργικοί και οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM και των αντίστοιχων θυγατρικών τους, οι συμβάσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε το επίμαχο μέτρο, καθώς και το είδος του μέτρου ενισχύσεως που χορηγήθηκε και το πλαίσιο στο οποίο αυτό εντάσσεται.

–       Επί των κεφαλαιουχικών και οργανικών δεσμών μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM

69      Πρώτον, όσον αφορά τους κεφαλαιουχικούς δεσμούς μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων που ανήκουν στον όμιλο Air France-KLM, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 3 ανωτέρω, η Air France ανήκει κατά 100 % στην εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM και ότι η τελευταία κατέχει το 93,84 % του μετοχικού κεφαλαίου, το 99,7 % των οικονομικών δικαιωμάτων και το 49 % των δικαιωμάτων ψήφου στην KL.

70      Στο σημείο 29 της απόφασης Air France, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η Air France και η KLM ήταν μεν διακριτές νομικές οντότητες με διαφορετική μετοχική δομή, πλην όμως η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM κατείχε «δικαιώματα ελέγχου» τόσο επί της μίας όσο και επί της άλλης.

71      Μολονότι το γεγονός αυτό αποτελεί ένα πρώτο κρίσιμο στοιχείο για την εξέταση της υπάρξεως οικονομικής ενότητας μεταξύ των εν λόγω οντοτήτων, η νομολογία περί κρατικών ενισχύσεων απαιτεί να εξακριβώνεται επιπλέον αν η μητρική εταιρία ασκεί όντως έλεγχο αναμειγνυόμενη άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση των θυγατρικών της και αν συμμετέχει έτσι στην οικονομική δραστηριότητα που ασκεί η ελεγχόμενη επιχείρηση (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, AceaElectrabel Produzione κατά Επιτροπής, C-480/09 P, EU:C:2010:787, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Πράγματι, ελλείψει τέτοιας εξακρίβωσης, ο απλός διαχωρισμός μιας επιχείρησης σε δύο διακριτούς φορείς, εκ των οποίων ο πρώτος θα συνέχιζε να ασκεί απευθείας την οικονομική δραστηριότητα ενώ ο δεύτερος θα ήλεγχε τον πρώτο αναμειγνυόμενος στη διαχείρισή του, θα αρκούσε για να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Θα επέτρεπε στον δεύτερο φορέα να απολαύει επιχορηγήσεων και άλλων πλεονεκτημάτων χορηγουμένων από το κράτος ή με κρατικούς πόρους και να τα χρησιμοποιεί εν όλω ή εν μέρει υπέρ του πρώτου φορέα, προς το συμφέρον επίσης της οικονομικής ενότητας που σχηματίζουν μεταξύ τους οι δύο φορείς (βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, AceaElectrabel Produzione κατά Επιτροπής, C-480/09 P, EU:C:2010:787, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Εν προκειμένω, από τα σημεία 27 και 91 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM έχει εξουσία ελέγχου επί της Air France και επί της KLM χάρη στα δικαιώματα αρνησικυρίας που διαθέτει, αφενός, όσον αφορά τις υποθέσεις και τους προϋπολογισμούς τους, και, αφετέρου, όσον αφορά τις αποδοχές, τον διορισμό και την παύση των διευθυντικών στελεχών τους, συμπεριλαμβανομένων του διορισμού και της παύσης των μελών του διοικητικού συμβουλίου τους. Παραδείγματος χάριν, στην εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM απόκειται να εγκρίνει τη λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις στρατηγικές επιλογές, τον προϋπολογισμό και το επενδυτικό σχέδιο του «ομίλου Air France‑KLM, συμπεριλαμβανομένης της KLM».

74      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM έχει δικαίωμα εγκρίσεως όσον αφορά τις υπερβαίνουσες τα 150 εκατομμύρια ευρώ πράξεις χρηματοδοτήσεως των θυγατρικών της. Το δικαίωμα αυτό αποδείχθηκε κρίσιμο εν προκειμένω, δεδομένου ότι, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, η χρηματοδότηση που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία υπερέβαινε το όριο των 150 εκατομμυρίων ευρώ, οπότε η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM έπρεπε να την εγκρίνει πριν από τη χορήγησή της.

75      Δεύτερον, όσον αφορά τους οργανικούς δεσμούς μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στο γενικό έγγραφο αναφοράς του έτους 2019 της εν λόγω εταιρίας χαρτοφυλακίου το οποίο είχε κατατεθεί στην Autorité des marchés financiers (Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, Γαλλία) κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ 2017, L 168, σ. 12) (στο εξής: γενικό έγγραφο αναφοράς 2019), επικαλούμενες απόσπασμα του εγγράφου αυτού το οποίο συζητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Κατά τα άρθρα 9 και 21 του κανονισμού 2017/1129, το γενικό έγγραφο αναφοράς είναι έγγραφο που τίθεται στη διάθεση του κοινού και περιγράφει την οργάνωση, τις εργασίες, τη χρηματοοικονομική θέση, τα κέρδη και τις προοπτικές, τη διακυβέρνηση και τη μετοχική δομή του οικείου εκδότη.

76      Από το γενικό έγγραφο αναφοράς 2019 προκύπτει ότι στο επίπεδο του ομίλου Air France-KLM υφίστανται πλείονα μικτά όργανα, αποτελούμενα από υψηλόβαθμους εκπροσώπους της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM και επιφορτισμένα με τον έλεγχο και τον συντονισμό ορισμένων σημαντικών αποφάσεων που πρέπει να λαμβάνονται εντός του ομίλου.

77      Παραδείγματος χάριν, εντός του ομίλου Air France-KLM, όλες οι επενδύσεις που υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια ευρώ, καθώς και οι πράξεις που αφορούν τον στόλο ή οι πράξεις αποκτήσεως συμμετοχής και εκχωρήσεως υπόκεινται στην έγκριση μιας «εκτελεστικής επιτροπής Ομίλου», η οποία αποτελείται, μεταξύ άλλων, από τους γενικούς διευθυντές της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM, όπως άλλωστε επιβεβαίωσε η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

78      Επιπλέον, κατά το γενικό έγγραφο αναφοράς 2019, μολονότι η διαχείριση των επενδύσεων πραγματοποιείται στο επίπεδο κάθε εταιρίας του ομίλου Air France-KLM, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων συντονίζεται από ένα «Group Investment Committee (GIC)», αποτελούμενο από τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή «Οικονομίας και Χρηματοοικονομικών» της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή «Οικονομίας και Χρηματοοικονομικών» της Air France και τον «Chief Financial Officer» της KLM.

79      Ομοίως, από το γενικό έγγραφο αναφοράς 2019 προκύπτει ότι η διαχείριση των κινδύνων της αγοράς εντός του ομίλου Air France-KLM καθοδηγείται από ένα «Risk Management Committee», αποτελούμενο επίσης από ανώτερα διευθυντικά στελέχη της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM, το οποίο αποφασίζει περί των χρηματοοικονομικών κινδύνων του ομίλου και παρακολουθεί την εξέλιξή τους, καθορίζοντας τις εκάστοτε αναγκαίες καλύψεις.

80      Από το γενικό έγγραφο αναφοράς 2019 προκύπτει επίσης ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τα εν λόγω μικτά όργανα σε επίπεδο ομίλου Air France-KLM εφαρμόζονται στη συνέχεια από κάθε οντότητα του ομίλου.

81      Επομένως, οι κεφαλαιουχικοί και οργανικοί δεσμοί εντός του ομίλου Air France‑KLM τείνουν να καταδείξουν ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM ασκεί όντως έλεγχο αναμειγνυόμενη άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση της Air France και της KLM και, ως εκ τούτου, συμμετέχει στην οικονομική δραστηριότητα που αυτές ασκούν. Διαπιστώνεται επίσης ότι, στο επίπεδο του εν λόγω ομίλου, υφίστανται κεντρική διαδικασία λήψης αποφάσεων και συντονισμός που διασφαλίζονται μέσω μικτών οργάνων, στα οποία μετέχουν υψηλόβαθμοι εκπρόσωποι της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM τουλάχιστον όσον αφορά τη λήψη ορισμένων σημαντικών αποφάσεων.

82      Συνεπώς, οι κεφαλαιουχικοί και οργανικοί δεσμοί εντός του ομίλου Air France‑KLM αποτελούν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ένα πρώτο στοιχείο που καταδεικνύει ότι οι διακριτές νομικές οντότητες εντός του εν λόγω ομίλου αποτελούν μία και μόνη οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

–       Επί των λειτουργικών δεσμών μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM

83      Πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε, στο σημείο 30 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM απασχολούσε τους δικούς της εργαζομένους και «στηρ[ιζόταν]» σε υπαλλήλους αποσπασμένους στην ίδια από την Air France και την KLM. Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω, η Επιτροπή ανέφερε στα σημεία 27 και 91 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM είχε δικαιώματα αρνησικυρίας όσον αφορά τις αποδοχές, τον διορισμό και την παύση των διευθυντικών στελεχών της KLM και της Air France. Επομένως, παρατηρείται ορισμένος βαθμός ολοκλήρωσης σε επίπεδο υπαλλήλων της εν λόγω εταιρίας χαρτοφυλακίου και των θυγατρικών της, ενώ ταυτόχρονα η εταιρία χαρτοφυλακίου εμπλέκεται στις σημαντικότερες αποφάσεις που αφορούν τα διευθυντικά στελέχη των θυγατρικών της.

84      Δεύτερον, στο σημείο 31 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξήγησε ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM δεν δραστηριοποιούνταν «άμεσα» στις αγορές αεροπορικών μεταφορών στις οποίες δραστηριοποιούνταν η Air France και η KLM, διαπιστώνοντας ότι ο ρόλος της εν λόγω εταιρίας χαρτοφυλακίου ήταν να παρέχει στήριξη στις θυγατρικές της «στους τομείς της πληροφορικής, του ανθρώπινου δυναμικού, του μάρκετινγκ, της ψηφιακής τεχνολογίας, της επικοινωνίας και της καινοτομίας».

85      Στο σημείο 38 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ωστόσο ότι η Air France και η KLM, υπό την αιγίδα της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, συντονίζονταν στον «τομέα των πωλήσεων, της διαχείρισης των τιμών και των εσόδων βάσει της στρατηγικής που καθορίζεται σε επίπεδο εταιρίας χαρτοφυλακίου [Air France-KLM]», με τη βοήθεια των αποσπασμένων στην εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM υπαλλήλων της Air France και της KLM. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει επίσης από το σημείο 91 της εν λόγω απόφασης.

86      Επομένως, μολονότι βεβαίως η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM δεν παρέχει η ίδια υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών, εντούτοις διαδραματίζει στρατηγικό ρόλο στην παροχή των υπηρεσιών αυτών, ιδίως στον τομέα των πωλήσεων και της διαχείρισης των τιμών και των εσόδων, ενώ εμπλέκεται επίσης στη λήψη αποφάσεων σχετικών με τις πράξεις που αφορούν τον στόλο (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω), όπερ επιβεβαιώνει την ύπαρξη ορισμένου βαθμού ολοκλήρωσης μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM.

87      Η ύπαρξη ορισμένου λειτουργικού συντονισμού εντός του ομίλου Air France-KLM καταδεικνύεται, εξάλλου, από το παράδειγμα της «Transavia», το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες. Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις της Επιτροπής στις ερωτήσεις που τέθηκαν στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, εντός του εν λόγω ομίλου υπάρχουν πολλές εταιρίες με την επωνυμία «Transavia», ορισμένες από τις οποίες δραστηριοποιούνται στην αγορά των υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς επιβατών. Πρόκειται για τις Transavia France SAS και Transavia Airlines CV, οι οποίες αποκαλούνται αντίστοιχα «Transavia France» και «Transavia Netherlands» στην προσβαλλόμενη απόφαση. Οι «Transavia France» και «Transavia Netherlands» είναι θυγατρικές της Air France και της KLM αντίστοιχα. Η Επιτροπή επισήμανε συναφώς ότι, μολονότι οι δύο αυτές εταιρίες διαθέτουν δικές τους άδειες, πιστοποιητικά, δικαιώματα κυκλοφορίας, χρονοθυρίδες, στοιχεία ενεργητικού, προσωπικό και διεύθυνση, εντούτοις εμφανίζονται στην αγορά υπό το ίδιο σήμα Transavia και μοιράζονται τον ίδιο ιστότοπο, γεγονός που επιβεβαίωσε η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France‑KLM κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επιπλέον, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η «Transavia» μνημονεύεται συχνά ως ενιαία επιχείρηση στο γενικό έγγραφο αναφοράς 2019, όταν το έγγραφο αυτό αναφέρεται στο τμήμα «low cost» της εμπορικής δραστηριότητας του ομίλου Air France-KLM. Επομένως, το παράδειγμα αυτό μαρτυρεί ορισμένη λειτουργική και εμπορική ολοκλήρωση και συνεργασία μεταξύ δύο θυγατρικών της Air France και της KLM.

88      Τρίτον, από τα σημεία 32 έως 34 και 91 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM επιτελεί επίσης χρηματοοικονομικές λειτουργίες για τις ανάγκες της Air France και της KLM. Αφενός, παρέχει στις θυγατρικές της οδηγίες, μεταξύ άλλων, επί ζητημάτων προϋπολογισμού. Αφετέρου, μπορεί «περιστασιακά», σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, να αντλεί κεφάλαια από τις χρηματοπιστωτικές αγορές (χρέος ή ίδια κεφάλαια) προς όφελος των θυγατρικών της ανάλογα με τις ατομικές τους ανάγκες. Όσον αφορά την έκδοση μετοχών ή χρηματοδοτικών μέσων που παρέχουν πρόσβαση σε κεφάλαιο, οι πράξεις αυτές πραγματοποιούνται επίσης στο επίπεδο της εν λόγω εταιρίας χαρτοφυλακίου, ενώ τα χρέη εντός του ομίλου Air France-KLM αναλαμβάνονται «κυρίως» απευθείας από την Air France και την KLM.

89      Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες και όπως προκύπτει από τις σκέψεις 75 έως 80 ανωτέρω, η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM εμπλέκεται στον συντονισμό και την έγκριση των σημαντικών επενδύσεων των θυγατρικών της, στις πράξεις απόκτησης συμμετοχών και εκχώρησης, καθώς και στη διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων και των αναγκαίων σχετικών καλύψεων που αποτελούν αντικείμενο συνεχούς και διαρκούς παρακολούθησης σε επίπεδο ομίλου Air France-KLM.

90      Ο χρηματοοικονομικός ρόλος της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM καταδεικνύεται εν προκειμένω από το γεγονός, για το οποίο έγινε λόγος στο σημείο 36 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η εταιρία αυτή έχει δικαίωμα να εγκρίνει τις υπερβαίνουσες τα 150 εκατομμύρια ευρώ πράξεις χρηματοδοτήσεως των θυγατρικών της και ότι απαιτήθηκε, κατά συνέπεια, η εκ μέρους της έγκριση για το επίμαχο μέτρο.

91      Στην προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, μολονότι αναγνώρισε τον χρηματοοικονομικό ρόλο που διαδραματίζει η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM υπέρ των θυγατρικών της, σχετικοποίησε τη σημασία του, χαρακτηρίζοντάς τον «περιορισμένο» (σημείο 32 της προσβαλλόμενης απόφασης).

92      Εντούτοις, από τις σκέψεις 73 και 77 ανωτέρω προκύπτει ότι οι σημαντικές ή στρατηγικές αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση, τις επενδύσεις και τον στόλο συντονίζονται, ή ακόμη και εγκρίνονται, από την εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM.

93      Το συμπέρασμα αυτό ενισχύουν τα στοιχεία του γενικού εγγράφου αναφοράς 2019, από τα οποία προκύπτει ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM πραγματοποίησε σειρά εκδόσεων ομολόγων για σημαντικά ποσά, ότι «η χρηματοοικονομική στρατηγική αποφασίζεται από τον όμιλο [Air France-KLM] σε συντονισμό με την [Air France] και την [KLM]», ότι η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου ήταν ο «κύριος» εκδότης των ομολογιακών τίτλων και ότι ο όμιλος Air France-KLM σχεδίαζε «συστηματική προσφυγή στη χρηματοδότηση μέσω των αγορών [διά της] Air France-KLM».

94      Παρά ταύτα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η Air France και η KLM ήταν «λειτουργικά αυτόνομες», στηριζόμενη στα ακόλουθα στοιχεία (σημείο 37 της προσβαλλόμενης απόφασης).

95      Πρώτον, κρίθηκε ότι η Air France και η KLM διαθέτουν «διακριτές ομάδες διαχειρίσεως» (σημείο 37, πρώτη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης). Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή μετριάζεται από τα στοιχεία που εκτίθενται στις σκέψεις 73, 75 έως 80 και 83 ανωτέρω, από τα οποία προκύπτει ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM έχει δικαίωμα αρνησικυρίας όσον αφορά τις αποδοχές, τον διορισμό και την παύση των διευθυντικών στελεχών των θυγατρικών της, ότι τα μικτά όργανα του ομίλου Air France-KLM είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο και τον συντονισμό ορισμένων σημαντικών αποφάσεων που αφορούν τις θυγατρικές εταιρίες και ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM στηρίζεται σε αποσπασμένους στην ίδια υπαλλήλους της Air France και της KLM.

96      Δεύτερον, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Air France είναι «ανεξάρτητη και πλήρως υπεύθυνη» για την «πλειονότητα» των κύριων στοιχείων των εμπορικών δραστηριοτήτων της, ιδίως δε για τους ανθρώπινους πόρους, τον στόλο, την ανάπτυξη του δικτύου, τις σχέσεις με τους πελάτες, τη διαχείριση των επιβατών και του φορτίου, τις δραστηριότητες συντήρησης, τις αεροπορικές δραστηριότητες, τις υπηρεσίες επί του αεροσκάφους και την εμπορική προώθηση (σημείο 37, πρώτη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης). Εντούτοις, οι διαπιστώσεις αυτές παραγνωρίζουν τον ρόλο που διαδραματίζει η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM τόσο σε σχέση με τις πράξεις που αφορούν τον στόλο (βλ. σκέψεις 73 και 77 ανωτέρω) όσο και σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών, ιδίως στον τομέα των πωλήσεων και της διαχείρισης των τιμών και των εσόδων, όπου η στρατηγική καθορίζεται στο επίπεδο της εταιρίας χαρτοφυλακίου (βλ. σκέψεις 85 έως 87 ανωτέρω).

97      Τρίτον, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Air France και η KLM διαθέτουν «ανεξάρτητη χρηματοοικονομική οργάνωση», όσον αφορά ιδίως τη χρηματοδότηση και τον έλεγχο των εσωτερικών και εξωτερικών εκθέσεων, της ταμειακής καταστάσεως, του λογιστικού ελέγχου και της φορολογίας (σημείο 37, δεύτερη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης). Στο σημείο 34 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε επιπλέον ότι οι «τρέχουσες» χρηματοοικονομικές δραστηριότητες ασκούνταν από την Air France και την KLM κατά τρόπο ανεξάρτητο. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί προσκρούουν στο γεγονός ότι κάθε χρηματοδότηση πέραν του ορίου των 150 εκατομμυρίων ευρώ ή κάθε επένδυση άνω των πέντε εκατομμυρίων ευρώ πρέπει να εγκρίνεται από την εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM. Εξάλλου, το γεγονός ότι τις «τρέχουσες» χρηματοοικονομικές δραστηριότητες διαχειρίζονται η Air France και η KLM δεν αναιρεί τα ανωτέρω.

98      Τέταρτον, πάντοτε κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Air France διαχειρίζεται τις ανάγκες της σε ρευστότητα «κατά τρόπο ανεξάρτητο χωρίς παρέμβαση της KLM». Παραδείγματος χάριν, οι αποφάσεις χρηματοδοτήσεως του στόλου της λαμβάνονται στο επίπεδο του διοικητικού συμβουλίου της Air France και όχι στο επίπεδο της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM. Δεν υφίσταται επίσης «μηχανισμός επιμερισμού των κερδών και των ζημιών ούτε συμφωνία περί από κοινού υπολογισμού των ταμειακών διαθεσίμων μεταξύ της Air France και της KLM» (σημεία 35, 36 και 37, τρίτη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης).

99      Ωστόσο, αφενός, το γεγονός ότι η Air France και η KLM διαχειρίζονται κατά τρόπο ανεξάρτητο τα ταμειακά τους διαθέσιμα πρέπει επίσης να σχετικοποιηθεί υπό το πρίσμα του ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM αντλεί κεφάλαια στις αγορές υπέρ των θυγατρικών της (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω), ότι εγκρίνει τις πράξεις χρηματοδοτήσεως που υπερβαίνουν τα 150 εκατομμύρια ευρώ και ότι δίδει στις θυγατρικές της οδηγίες επί ζητημάτων προϋπολογισμού. Ομοίως, ο ισχυρισμός ότι «οι αποφάσεις χρηματοδοτήσεως του στόλου της λαμβάνονται στο επίπεδο του διοικητικού συμβουλίου της Air France και όχι στο επίπεδο της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM» αντικρούεται από τα στοιχεία που εκτίθενται στη σκέψη 77 ανωτέρω.

100    Αφετέρου, μολονότι η Επιτροπή υποστήριξε ότι δεν υπήρχε μηχανισμός επιμερισμού των κερδών και των ζημιών ούτε συμφωνία περί από κοινού υπολογισμού των ταμειακών διαθεσίμων μεταξύ της Air France και της KLM, εντούτοις επισήμανε, στο σημείο 43 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι υπήρχαν «συμφωνίες επιμερισμού του κόστους» μεταξύ της Air France και της KLM και των θυγατρικών τους. Από το ίδιο σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι υφίστανται «κοινές δραστηριότητες ασκούμενες από κοινού από την Air France και την KLM ή τις θυγατρικές τους». Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ορισμένης λειτουργικής ολοκλήρωσης και συνεργασίας μεταξύ της Air France και της KLM ή των θυγατρικών τους εντός του ομίλου Air France-KLM.

101    Επομένως, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή, ότι δηλαδή η Air France και η KLM απολαύουν λειτουργικής αυτονομίας, τίθεται εν αμφιβόλω από το σύνολο των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 83 έως 100 ανωτέρω.

102    Ως εκ τούτου, οι λειτουργικοί δεσμοί μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM συνιστούν ένα δεύτερο στοιχείο που καταδεικνύει ότι οι οντότητες αυτές αποτελούν μία και μόνη οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

–       Επί των οικονομικών δεσμών μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM

103    Στα σημεία 39 έως 41 και 92 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM, η KLM και η Air France διέθεταν de facto οικονομική αυτοτέλεια, τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους.

104    Καταρχάς, η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM δεν ασκεί καμία δραστηριότητα από την οποία να προκύπτουν εξωτερικά έσοδα, οπότε δεν μπορεί να υποστηρίζει κατά τρόπο αυτόνομο την Air France και την KLM. Τα έσοδα της εν λόγω εταιρίας χαρτοφυλακίου προκύπτουν αποκλειστικά εντός των θυγατρικών της, μέσω προμηθειών διαχείρισης που καλύπτουν τα έξοδα διαχείρισης της εταιρίας χαρτοφυλακίου, μέσω δικαιωμάτων εκμετάλλευσης σημάτων και μέσω ορισμένων μηχανισμών αναδιανομής του κόστους (σημεία 39 και 40 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εν συνεχεία, μολονότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM μπορεί να αντλεί κεφάλαια από τις χρηματοπιστωτικές αγορές για τις ανάγκες των θυγατρικών της, ο ρόλος της από οικονομικής απόψεως είναι εκείνος ενός «μεσάζοντος» μεταξύ των θυγατρικών της και των επενδυτών, οι οποίοι στην πραγματικότητα επενδύουν στις εν λόγω θυγατρικές (σημείο 41 της εν λόγω απόφασης). Τέλος, οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Air France και της KLM διεξάγονται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως από αυτόνομες διευθυντικές ομάδες. Όσον αφορά τις συμφωνίες επιμερισμού του κόστους μεταξύ των δύο αυτών εταιριών, αυτές προβλέπουν μηχανισμό κατανομής στηριζόμενο στα «πρότυπα της αγοράς» (σημεία 42 και 43 της απόφασης αυτής).

105    Συναφώς, πρώτον, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM πραγματοποιεί τα έσοδά της αποκλειστικά από τις θυγατρικές της αποδεικνύει ότι υφίσταται ορισμένη οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου και των θυγατρικών της. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται ιδίως από το γεγονός ότι η Air France και η KLM προσπαθούν να επιτύχουν συνέργειες μέσω του συντονισμού των αντίστοιχων δραστηριοτήτων τους υπό την αιγίδα της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, ιδίως στον τομέα των πωλήσεων και της διαχείρισης των τιμών και των εσόδων (βλ. σκέψη 85 ανωτέρω), καθώς και από το γεγονός ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου εμπλέκεται στη χρηματοδότηση των θυγατρικών της κατά τρόπο συντονισμένο (βλ. σκέψεις 88 έως 92 ανωτέρω).

106    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM ενεργεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές μόνον ως «μεσάζων» μεταξύ των θυγατρικών της και των επενδυτών, τούτο επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM ενεργεί προς το συμφέρον των θυγατρικών της αντλώντας κεφάλαια για τις ανάγκες τους στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου διαπραγματεύεται τους όρους της χρηματοδοτήσεως στις χρηματοπιστωτικές αγορές στηριζόμενη στη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου Air France-KLM στο σύνολό του. Επομένως, οι συνέργειες εντός του ομίλου Air France-KLM επιτυγχάνονται χάρη στην εταιρία χαρτοφυλακίου.

107    Τρίτον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 100 ανωτέρω, το γεγονός, το οποίο παραδέχθηκε η Επιτροπή, ότι υφίστανται συμφωνίες επιμερισμού του κόστους μεταξύ της Air France και της KLM, καθώς και δραστηριότητες ασκούμενες από κοινού από την Air France και την KLM και τις θυγατρικές τους, επιβεβαιώνει την ύπαρξη ορισμένης οικονομικής ολοκλήρωσης και συνεργασίας μεταξύ τους.

108    Τέταρτον, η Επιτροπή υποστηρίζει, στα σημεία 40 και 42 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM και των θυγατρικών της Air France και KLM, καθώς και μεταξύ των ίδιων των θυγατρικών, αναπτύσσονται «υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς». Ειδικότερα, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ Air France και KLM, η Επιτροπή αναφέρεται, στο πλαίσιο αυτό, στο γεγονός ότι οι δύο εταιρίες εξακολουθούν να φορολογούνται στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες αντιστοίχως, ότι η γαλλική και η ολλανδική φορολογική νομοθεσία προβλέπουν ότι όλες οι ενδοομιλικές συναλλαγές πρέπει να πραγματοποιούνται ως εάν είχαν συναφθεί μεταξύ ανεξάρτητων φορέων και ότι, ως εκ τούτου, κανένα πλεονέκτημα δεν θα μπορούσε να μεταβιβαστεί από τη μία στην άλλη εταιρία με αυτόν τον τρόπο (σημείο 42 της προσβαλλόμενης απόφασης). Μολονότι τα στοιχεία αυτά είναι, βεβαίως, κρίσιμα για τη φορολόγηση των εν λόγω εταιριών στο επίπεδο των κρατών μελών, εντούτοις δεν αρκούν για να αποδειχθεί η ύπαρξη οικονομικής αυτοτέλειας μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM εντός του ομίλου Air France-KLM, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται στις σκέψεις 104 έως 107 ανωτέρω.

109    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η χορήγηση του επίμαχου μέτρου δικαιολογούνταν, μεταξύ άλλων, από την αδυναμία της Air France να λάβει χρηματοδότηση στις αγορές χρέους και κεφαλαίων υπό αποδεκτούς χρηματοοικονομικούς όρους και σε επαρκή βαθμό, και ότι σκοπός του εν λόγω μέτρου ήταν να αποφευχθεί ο άμεσος κίνδυνος παύσης της δραστηριότητας της Air France (σημεία 4 και 10 της προσβαλλόμενης απόφασης). Υπό τις συνθήκες αυτές, το πλεονέκτημα του επίμαχου μέτρου μεταφράζεται ακριβώς στη διάθεση σημαντικών ποσών ρευστότητας τα οποία δεν θα ήταν διαθέσιμα υπό τις συνθήκες της αγοράς. Επομένως, αφενός, ένα τέτοιο μέτρο έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της χρηματοοικονομικής θέσης του ομίλου Air France-KLM στο σύνολό του, καθόσον αποτρέπει τον κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών μίας εκ των κύριων θυγατρικών του, ήτοι της Air France, και επίσης καθησυχάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο τους επενδυτές και τους πιστωτές των εταιριών του, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι το μετοχικό δάνειο ήταν μειωμένης εξασφάλισης έναντι μη εξασφαλισμένων και μη μειωμένης εξασφάλισης τραπεζικών δανείων ή ομολόγων (σημείο 69 της προσβαλλόμενης απόφασης). Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη του χρηματοοικονομικού ρόλου της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM εντός του ομίλου, η εταιρία αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτύχει, προς το συμφέρον των θυγατρικών της και για τις ανάγκες τους, χρηματοδότηση στις αγορές στην οποία δεν θα είχε πρόσβαση χωρίς την ενίσχυση ή υπό λιγότερο ευνοϊκούς όρους.

110    Εξάλλου, ελλείψει του επίμαχου μέτρου, η Air France δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τις δραστηριότητές της και, ως εκ τούτου, θα έθετε επίσης σε κίνδυνο τη συνέχιση των δραστηριοτήτων που ασκούνται από κοινού με την KLM (βλ. σκέψεις 85, 87, 100 και 107 ανωτέρω). Επομένως, καθιστώντας δυνατή τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της Air France, το εν λόγω μέτρο καθιστά επίσης δυνατή, εμμέσως πλην σαφώς, τη συνέχιση των δραστηριοτήτων που ασκούν από κοινού η Air France και η KLM.

111    Ως εκ τούτου, οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της Air France και της KLM συνιστούν ένα τρίτο στοιχείο που καταδεικνύει ότι οι οντότητες αυτές αποτελούν μία και μόνη οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

–       Επί των συμβάσεων βάσει των οποίων χορηγήθηκε το επίμαχο μέτρο

112    Στα σημεία 44 έως 47, 93 και 94 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι συμβατικοί μηχανισμοί βάσει των οποίων χορηγήθηκε το επίμαχο μέτρο διασφάλιζαν ότι η Air France και οι θυγατρικές της ήταν οι μόνοι δικαιούχοι του μέτρου αυτού.

113    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, επικαλούμενες το περιεχόμενο ορισμένων ρητρών των επίμαχων συμβάσεων, ότι οι συμβάσεις αυτές δεν είναι ικανές να εγγυηθούν ότι η Air France είναι η μόνη δικαιούχος του επίμαχου μέτρου.

114    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι οι επίμαχοι συμβατικοί μηχανισμοί ισοδυναμούν με ρήτρα διαθέσεως, η οποία παρέχει το πραγματικό χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα του επίμαχου μέτρου αποκλειστικά στην Air France.

115    Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο έπρεπε να χορηγηθεί βάσει τριών ομάδων συμβάσεων: πρώτον, σύμβαση δανείου με εγγύηση του Δημοσίου συναφθείσα μεταξύ μιας κοινοπραξίας τραπεζών και της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM (σημεία 15, 16, 45 και 46 της προσβαλλόμενης απόφασης)· δεύτερον, σύμβαση συναφθείσα μεταξύ του Δημοσίου και της εν λόγω εταιρίας χαρτοφυλακίου σχετικά με την εγγύηση του Δημοσίου και καθορίζουσα τις λεπτομέρειες εφαρμογής της εγγύησης αυτής, όπως δήλωσε η Γαλλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρινιζομένου ότι η εγγύηση βρίσκει νομικό έρεισμα επίσης στον διορθωτικό νόμο 2020-289 της 23ης Μαρτίου 2020, για το οικονομικό έτος 2020, και σε μια απόφαση του Υπουργείου Οικονομίας· τρίτον, σύμβαση μετοχικού δανείου συναφθείσα μεταξύ της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM και της Agence des participations de l’État (APE) (οργανισμού αρμόδιου για τις συμμετοχές του Δημοσίου).

116    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζουν και οι προσφεύγουσες, το επίμαχο μέτρο χορηγήθηκε βάσει συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ μιας κοινοπραξίας τραπεζών και του Δημοσίου, αφενός, και της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, αφετέρου. Επομένως, μόνον η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου ανέλαβε δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι των αντισυμβαλλομένων της και όχι η Air France.

117    Δεύτερον, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 90 ανωτέρω, η προερχόμενη από το επίμαχο μέτρο χρηματοδότηση υπέκειτο στην έγκριση της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM.

118    Τρίτον, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM διαθέτει σημαντικά συμβατικά δικαιώματα όσον αφορά ορισμένες λεπτομέρειες χορήγησης του επίμαχου μέτρου.

119    Πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί η ένσταση της Επιτροπής ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τα συμβατικά δικαιώματα που ανέλαβε η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM είναι απαράδεκτα για τον λόγο ότι προβλήθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.

120    Κατά τη νομολογία, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως ανάπτυξη ισχυρισμού ή αιτίασης που είχε προβληθεί προηγουμένως, ένα νέο επιχείρημα πρέπει να έχει αρκούντως στενό σύνδεσμο με τους ισχυρισμούς ή τις αιτιάσεις που είχαν αρχικώς εκτεθεί στο δικόγραφο της προσφυγής, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής εξέλιξης της συζήτησης στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2023, Instituto Cervantes κατά Επιτροπής, T-376/21, EU:T:2023:331, σκέψη 114). Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, στο δικόγραφο της προσφυγής οι προσφεύγουσες υποστήριξαν μεταξύ άλλων, παραπέμποντας στο σημείο 66 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διατάξεις της σύμβασης μετοχικού δανείου αποδείκνυαν ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM και η KLM ήταν δυνητικοί δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις συνέδεαν την εξυπηρέτηση του δανείου με μελλοντική αύξηση κεφαλαίου ή με τη μελλοντική σύνθεση του κεφαλαίου της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM. Το επιχείρημα αυτό απλώς αναπτύχθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως, καθώς οι προσφεύγουσες παρέθεσαν εκεί ορισμένους όρους της σύμβασης μετοχικού δανείου οι οποίοι μνημονεύονταν στο εν λόγω σημείο 66 της προσβαλλόμενης απόφασης, τούτο δε σε απάντηση του επιχειρήματος που προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, κατά το οποίο οι προσφεύγουσες δεν είχαν τεκμηριώσει το επιχείρημά τους σχετικά με τις διατάξεις της εν λόγω σύμβασης. Δεδομένου ότι η ανάπτυξη αυτή ήταν απόρροια της φυσιολογικής εξελίξεως της συζητήσεως στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία διαδικασίας, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

121    Επί της ουσίας διαπιστώνεται, πρώτον, όπως υποστήριξαν και οι προσφεύγουσες, ότι κατά τους κρίσιμους όρους των επίμαχων συμβάσεων ο «όμιλος Air France-KLM» μπορούσε να παρατείνει μονομερώς τη λήξη του δανείου με εγγύηση του Δημοσίου κατά ένα ή δύο έτη, ώστε η αρχική πρόβλεψη περί ετήσιας διάρκειας του δανείου να παραταθεί έως τα τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο (σημείο 53 της προσβαλλόμενης απόφασης). Ομοίως, η λήξη της εγγυήσεως του Δημοσίου μπορεί να παραταθεί μονομερώς από τον όμιλο Air France-KLM (σημείο 58 της προσβαλλόμενης απόφασης).

122    Δεύτερον, όπως ορθώς παρατηρούν οι προσφεύγουσες, η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM μπορούσε επίσης να αποφασίσει να παρατείνει τη λήξη του μετοχικού δανείου, η οποία είχε αρχικώς οριστεί σε τέσσερα έτη, για περίοδο ενός έτους, ανανεώσιμη άπαξ (σημείο 64 της προσβαλλόμενης απόφασης).

123    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, χωρίς τούτο να αμφισβητείται από την Επιτροπή, ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM μπορεί να αποφασίσει ότι οι πληρωμές των ετήσιων τόκων για το μετοχικό δάνειο θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιηθούν, δηλαδή να συσσωρευθούν, αντί να καταβάλλονται σε ετήσια βάση.

124    Τέταρτον, η εξυπηρέτηση του μετοχικού δανείου εξαρτάται από την απόφαση της γενικής συνέλευσης της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM σχετικά με σχέδιο αύξησης κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι το εφαρμοστέο στο μετοχικό δάνειο επιτόκιο προσαυξάνεται κατά 550 μονάδες βάσης σε περίπτωση μη έγκρισης από τη γενική συνέλευση της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM ενός σχεδίου αύξησης του κεφαλαίου της εταιρίας με σκοπό την ενσωμάτωση του συνόλου ή μέρους του ποσού του δανείου αυτού ή ακόμη σε περίπτωση μη έγκρισης μιας αύξησης κεφαλαίου η οποία δεν θα παρέχει στο Δημόσιο δικαίωμα συμμετοχής μέχρι του ποσού του μεριδίου του στο κεφάλαιο της εταιρίας (σημείο 66, τρίτη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης).

125    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διάφοροι όροι χορήγησης του επίμαχου μέτρου, σχετικοί ιδίως με τη λήξη και την εξυπηρέτησή του, εξαρτώνται ρητώς από απόφαση της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM.

126    Τέταρτον, οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM και η Air France είχαν συνάψει «κατοπτρικές συμβάσεις» με σκοπό τη διοχέτευση της επίμαχης χρηματοδότησης στην Air France (στο εξής: παράλληλες συμβάσεις).

127    Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω παράλληλες συμβάσεις εγγυώνται, κατ’ ουσίαν, ότι η πραγματική χρήση της επίμαχης χρηματοδοτήσεως περιέρχεται αποκλειστικά στην Air France και στις θυγατρικές της και «αποτρέπουν [τη] μεταβίβαση ή [τη] χρήση [της χρηματοδοτήσεως αυτής] προς όφελος της KLM» (σημείο 46 της προσβαλλόμενης απόφασης). Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού η Επιτροπή παρέθεσε, στην υποσημείωση 7 της προσβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 2.2 της σύμβασης μετοχικού δανείου, το οποίο προβλέπει ότι το εν λόγω δάνειο προορίζεται για τη χρηματοδότηση της διαθέσεως από την εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM στην Air France ενός τρεχούμενου λογαριασμού μετόχου προς χρηματοδότηση των αναγκών ρευστότητας της Air France και, ενδεχομένως, των θυγατρικών της. Η Επιτροπή αναφέρθηκε επίσης στο άρθρο 3.1 της σύμβασης σχετικά με το δάνειο με εγγύηση του Δημοσίου, το οποίο προβλέπει ότι το δάνειο αυτό έχει ως αντικείμενο τη «χρηματοδότηση των αναγκών του ομίλου που προκλήθηκαν από την κρίση της COVID-19, με σκοπό τη διατήρηση των εμπορικών δραστηριοτήτων και των εργαζομένων του στη Γαλλία». Επιπλέον, πάντοτε κατά την Επιτροπή, ο ορισμός του «ομίλου» που περιέχεται στη σύμβαση αυτή αποκλείει ρητώς την KLM. Τέλος, οι δύο συμβάσεις περιλαμβάνουν ρήτρες, ήτοι το άρθρο 7.1 (a) και το άρθρο 18.3 (a) αντιστοίχως, κατά τις οποίες χρήση μη συμβατή με τον σκοπό που καθορίζεται αντιστοίχως στο άρθρο 2.2 και στο άρθρο 3.1 συνιστά «περίπτωση παύσης πληρωμών».

128    Συναφώς διαπιστώνεται, πρώτον, ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εγγύηση του Δημοσίου δεν αποτελεί αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων. Επομένως, από συμβατικής απόψεως, η εγγύηση δεν «μεταβιβάζεται» στην Air France, αλλά παραμένει στο επίπεδο της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France‑KLM, όπως εξάλλου επιβεβαίωσε η Γαλλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ως εκ τούτου, η εγγύηση αυτή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του επίμαχου μέτρου, ωφελεί συμβατικώς μόνον την εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM.

129    Δεύτερον, κατά το άρθρο 3.1 της σύμβασης σχετικά με το δάνειο με εγγύηση του Δημοσίου, όπως η διάταξη αυτή παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το επίμαχο μέτρο αποσκοπεί στη χρηματοδότηση των αναγκών του «ομίλου» που προκλήθηκαν από την κρίση της COVID-19. Στην υποσημείωση 7 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή εξηγεί ότι, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 3.1 της σύμβασης, η χρηματοδότηση είχε σκοπό τη «διατήρηση των εμπορικών δραστηριοτήτων και των εργαζομένων […] στη Γαλλία», όπερ δεν μπορεί να αφορά, κατά την Επιτροπή, παρά μόνον τις ανάγκες της Air France και των θυγατρικών της, δεδομένου ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα και έχει «ελάχιστους δικούς της υπαλλήλους στη Γαλλία».

130    Ωστόσο, η εξήγηση αυτή δεν είναι πειστική. Συγκεκριμένα, από την υποσημείωση 7 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο ορισμός του «ομίλου», κατά την εν λόγω σύμβαση, αποκλείει μόνον την KLM και όχι την εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM. Κρίσιμη είναι συναφώς και η διαπίστωση που παρατίθεται στο σημείο 46 της εν λόγω απόφασης, κατά την οποία οι επίμαχες συμβάσεις απαγορεύουν τη μεταβίβαση ή τη χρήση κεφαλαίων «προς όφελος της KLM», χωρίς να αναφέρουν ότι η απαγόρευση αυτή ισχύει και για την εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM.

131    Ομοίως, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, δεν αμφισβητείται ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM διαθέτει δικούς της εργαζομένους στη Γαλλία, δεν είναι πειστική η εξήγηση της Επιτροπής που παρατίθεται στην υποσημείωση 7 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία το γεγονός ότι το άρθρο 3.1 της σύμβασης σχετικά με το δάνειο με εγγύηση του Δημοσίου αναφέρεται στον σκοπό της διατηρήσεως των «εργαζομένων στη Γαλλία» σημαίνει ότι το άρθρο αυτό αφορά μόνον την Air France.

132    Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM παρακρατεί μέρος των κεφαλαίων που προέρχονται από το επίμαχο μέτρο. Συγκεκριμένα, από το σημείο 46, τρίτη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η παράλληλη σύμβαση για το δάνειο με εγγύηση του Δημοσίου προβλέπει υπέρ της εταιρίας χαρτοφυλακίου «πρόσθετο περιθώριο» για την κάλυψη των δαπανών στις οποίες υποβάλλεται στο πλαίσιο της διαχείρισης του εν λόγω μέτρου.

133    Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει, στο ίδιο σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το ύψος του περιθωρίου αυτού είναι «χαμηλό» και ότι το εν λόγω περιθώριο είναι «σύμφωνο με την αρχή του γαλλικού δικαίου περί κοινωνικού συμφέροντος». Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε με την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε τη φύση και την έκταση των υπηρεσιών που φέρεται να παρέσχε η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM κατά τη μεταβίβαση των κεφαλαίων στην Air France ούτε τις δαπάνες στις οποίες φέρεται να υποβλήθηκε η εταιρία χαρτοφυλακίου στο πλαίσιο αυτό ούτε το ζήτημα αν το «πρόσθετο περιθώριο» αντιστοιχεί στις εν λόγω δαπάνες. Επομένως, όπως υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες, η εταιρία χαρτοφυλακίου παρακρατεί μέρος της πραγματικής χρήσεως της επίμαχης χρηματοδοτήσεως. Ομοίως, το γεγονός, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, ότι το περιθώριο αυτό είναι σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο λαμβανόμενη αμοιβή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα υπέρ της εταιρίας χαρτοφυλακίου για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

134    Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η Air France επικαλείται άλλες συμβατικές ρήτρες που δεν μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να διασαφηνίζεται a posteriori και για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, T-461/08, EU:T:2011:494, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, παρόμοια στοιχεία του συμβατικού πλαισίου του επίμαχου μέτρου, τα οποία είχε ή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά τα οποία δεν περιλήφθηκαν στην απόφαση αυτή, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο προς συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

135    Πέμπτον και εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη παράλληλων συμβάσεων δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι μόνον η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM ανέλαβε συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι της κοινοπραξίας τραπεζών και του Δημοσίου, ότι πλείονες όροι σχετικά με τη χορήγηση του επίμαχου μέτρου, όπως η λήξη της ισχύος του και η εξυπηρέτησή του, αποφασίζονται από τον όμιλο Air France-KLM και ότι η εγγύηση του Δημοσίου αφορά συμβατικώς την εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου.

136    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι βάσει των συμβατικών ρητρών που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι μόνοι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου είναι η Air France και οι θυγατρικές της, αλλά όχι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM και η KLM καθώς και οι θυγατρικές που ελέγχουν.

137    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η νομολογία έχει δεχθεί ότι δικαιούχος κρατικής ενισχύσεως μπορεί να είναι μία μόνον από τις εταιρίες που ανήκουν σε όμιλο, όταν υφίστανται, μεταξύ άλλων, ρήτρες διαθέσεως που παρέχουν το πλεονέκτημα της ενισχύσεως σε μία από τις εταιρίες του ομίλου, αποκλειομένων των λοιπών εταιριών του ομίλου αυτού.

138    Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 61 και 62 ανωτέρω, πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση διάφοροι παράγοντες προκειμένου να καθοριστεί αν διακριτές νομικές οντότητες μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν μία και μόνη οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, όπως οι κεφαλαιουχικοί, οργανικοί, λειτουργικοί και οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των οντοτήτων αυτών, οι συμβάσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε το μέτρο ενίσχυσης, καθώς και το είδος του χορηγηθέντος μέτρου ενισχύσεως και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Πρόκειται επομένως για σφαιρική εκτίμηση πλειόνων παραγόντων που χαρακτηρίζουν κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συμβάσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε το μέτρο ενισχύσεως, η εκτίμησή τους εξαρτάται προφανώς από το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους. Συνεπώς, το γεγονός ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έκριναν σε ορισμένη υπόθεση, βάσει συγκεκριμένων στοιχείων της υποθέσεως αυτής, ότι ο δικαιούχος ορισμένου μέτρου ενισχύσεως ήταν μία και μόνη οντότητα ανήκουσα σε όμιλο εταιριών, αποκλειομένων των λοιπών οντοτήτων του ίδιου ομίλου, δεν μπορεί να θεμελιώσει γενικό συμπέρασμα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

139    Εν πάση περιπτώσει, οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις τις οποίες μνημόνευσε η Επιτροπή δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως.

140    Πρώτον, στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C-457/00, EU:C:2003:387), το Δικαστήριο διευκρίνισε, στις σκέψεις 56 και 57, ότι για τον προσδιορισμό του δικαιούχου ενός μέτρου ενισχύσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη και η διατύπωση ρητρών διαθέσεως και ότι η ανάλυση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν είναι ο λήπτης του επίμαχου δανείου. Επομένως, σύμφωνα με εκείνη την απόφαση, η έκβαση της εν λόγω αναλύσεως εξαρτάται από την ύπαρξη και το ακριβές περιεχόμενο των κρίσιμων συμβατικών ρητρών. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 115 έως 136 ανωτέρω, ακριβώς σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των διαφόρων συμβατικών ρητρών που έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι από τις ρήτρες αυτές δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι μόνες δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου είναι η Air France και οι θυγατρικές της, αλλά όχι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM και η KLM καθώς και οι θυγατρικές τις οποίες ελέγχουν. Επιπλέον, η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM διατηρεί εν προκειμένω σημαντικά συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης του εν λόγω μέτρου, τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να το διαμορφώνει αναλόγως των δικών της συμφερόντων και των συμφερόντων του ομίλου Air France-KLM στο σύνολό του.

141    Δεύτερον, διαπιστώνονται πλείονες σημαντικές διαφορές ως προς τα πραγματικά περιστατικά μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Ιουνίου 1998, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-371/94 και T-394/94, EU:T:1998:140). Πράγματι, οι οργανικοί, λειτουργικοί και οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των οντοτήτων του ομίλου Air France-KLM που επισημάνθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι συγκρίσιμοι με τους δεσμούς μεταξύ των εταιριών τις οποίες αφορούσε η προαναφερθείσα απόφαση. Παραδείγματος χάριν, το επίμαχο μέτρο χορηγείται μέσω της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, και όχι απευθείας στην Air France όπως συνέβαινε στις παλαιότερες υποθέσεις. Εξάλλου, η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM διατήρησε εν προκειμένω το σύνολο των στρατηγικών εξουσιών της όσον αφορά τη χρηματοδότηση, τις επενδύσεις και τις πράξεις που αφορούσαν τον στόλο, αντιθέτως προς την περίπτωση της εταιρίας χαρτοφυλακίου στις προαναφερθείσες υποθέσεις. Τέλος, η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου δεν είχε κανένα δικαίωμα ή προνόμιο συγκρίσιμο με αυτά που κατέχει η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM όσον αφορά διάφορους όρους σχετικούς με τη χορήγηση του μέτρου ενίσχυσης, ιδίως δε όσον αφορά την εξυπηρέτηση και τη διάρκειά του.

142    Τρίτον, οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Μαΐου 2005, Saxonia Edelmetalle και ZEMAG κατά Επιτροπής (T-111/01 και T-133/01, EU:T:2005:166), αφορούσαν περίπτωση πολύ διαφορετική από την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα αφορούσαν την υποχρέωση ανακτήσεως ενισχύσεως από ορισμένες θυγατρικές ενός ομίλου, οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί ως αρχικοί αποδέκτες της ενισχύσεως. Στις σκέψεις 125 και 126 της απόφασης εκείνης κρίθηκε ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να καταλογίσει αυτομάτως στις εν λόγω θυγατρικές την υποχρέωση επιστροφής μέρους της επίμαχης ενίσχυσης, άνευ αποδείξεως περί του ότι όντως την έλαβαν, για τον λόγο και μόνον ότι είχαν χαρακτηριστεί ως αρχικοί αποδέκτες της επίμαχης ενίσχυσης. Η περίπτωση αυτή όμως δεν έχει σχέση με την υπό κρίση υπόθεση και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτής κανένα συμπέρασμα χρήσιμο για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

143    Ως εκ τούτου, το συμβατικό πλαίσιο βάσει του οποίου χορηγήθηκε το επίμαχο μέτρο συνιστούν ένα τέταρτο στοιχείο που καταδεικνύει ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM, η Air France και η KLM αποτελούν μία και μόνη οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

–       Επί του είδους του χορηγηθέντος μέτρου ενισχύσεως και επί του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται

144    Όσον αφορά το είδος του μέτρου ενίσχυσης που χορηγήθηκε και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, στο σημείο 11 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή ανέφερε ότι το μετοχικό δάνειο θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να ενσωματωθεί στο κεφάλαιο του «ομίλου Air France-KLM» μέσω χωριστής πράξης που θα αποφασιζόταν μεταγενέστερα από τον «όμιλο Air France-KLM».

145    Η προοπτική αυτή, περί της οποίας η Επιτροπή είχε γνώση κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης C(2020) 2983 τελικό, της 4ης Μαΐου 2020, πραγματώθηκε λίγους μήνες αργότερα με την απόφαση Air France-KLM και Air France (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), όταν η Επιτροπή έκρινε ότι δικαιούχοι της μετατροπής του μετοχικού δανείου σε υβριδικό χρηματοδοτικό μέσο, εξομοιούμενο με ίδια κεφάλαια, ήταν τόσο η Air France και οι θυγατρικές που ελέγχει όσο και η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM και οι θυγατρικές που αυτή ελέγχει, εξαιρουμένης της KLM και των θυγατρικών της.

146    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η δεύτερη διορθωτική απόφαση της απόφασης C(2020) 2983 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2020, η οποία μνημονεύθηκε στις σκέψεις 5 και 12 ανωτέρω, εκδόθηκε στις 26 Ιουλίου 2021, ήτοι μετά την έκδοση της απόφασης Air France-KLM και Air France στις 5 Απριλίου 2021, οπότε δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως η τελευταία διαμορφώθηκε μετά την έκδοση της εν λόγω δεύτερης διορθωτικής απόφασης.

147    Υπό τις ειδικές αυτές περιστάσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υφίστατο χρονικός, διαρθρωτικός και οικονομικός σύνδεσμος μεταξύ του επίμαχου μέτρου και εκείνου που αποτελούσε το αντικείμενο της απόφασης Air France-KLM και Air France, του οποίου η Επιτροπή είχε πλήρη γνώση, όπερ σημαίνει ότι η τελευταία αυτή απόφαση αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο του πλαισίου το οποίο η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη για τον καθορισμό του δικαιούχου του επίμαχου μέτρου. Παρά ταύτα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το συγκεκριμένο στοιχείο στην προσβαλλόμενη απόφαση.

148    Διαπιστώνεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δεν εξήγησε ούτε τον λόγο για τον οποίο ο προσδιορισμός των δικαιούχων ήταν διαφορετικός στην εν λόγω απόφαση και στην απόφαση Air France-KLM και Air France, δεδομένου ότι η οικεία χρηματοδότηση, αν και υπό διαφορετική μορφή, προερχόταν σε αμφότερες τις περιπτώσεις από το μετοχικό δάνειο.

149    Ως εκ τούτου, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 67 ανωτέρω, εναπέκειτο στην Επιτροπή να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό των δικαιούχων του επίμαχου μέτρου, το είδος του χορηγουμένου μέτρου ενισχύσεως και το πλαίσιο στο οποίο αυτό εντασσόταν.

–       Επί της διαφοράς μεταξύ ενός άμεσου ή έμμεσου πλεονεκτήματος, αφενός, και των απλών δευτερογενών οικονομικών αποτελεσμάτων, αφετέρου

150    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επίμαχο μέτρο έχει, στην έσχατη περίπτωση, «απλά δευτερογενή οικονομικά αποτελέσματα» έναντι της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, της KLM και των θυγατρικών τους, εξαιρουμένης της Air France και των θυγατρικών της, τα οποία είναι συνυφασμένα με κάθε κρατική ενίσχυση, αλλά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πλεονέκτημα, άμεσο ή έμμεσο, υπέρ των τελευταίων.

151    Οι προσφεύγουσες αντιτάσσουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το επίμαχο μέτρο δεν μπορούσε να ωφελήσει τις λοιπές εταιρίες του ομίλου Air France-KLM, για παράδειγμα ενισχύοντας την οικονομική κατάσταση της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM και, εμμέσως, της KLM. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα έβαινε πέραν του απλού δευτερογενούς αποτελέσματος που είναι συνυφασμένο με κάθε μέτρο ενισχύσεως.

152    Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της έννοιας του «έμμεσου πλεονεκτήματος» και της έννοιας των «δευτερογενών αποτελεσμάτων που είναι συνυφασμένα με όλα τα μέτρα ενισχύσεως».

153    Κατά τη νομολογία, επιχείρηση που απολαύει έμμεσου πλεονεκτήματος πρέπει να θεωρείται δικαιούχος της ενισχύσεως. Επομένως, πλεονέκτημα που χορηγείται απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία είναι επιχειρήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 26, και της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 60 έως 66).

154    Εξάλλου, κατά την παράγραφο 115 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια της «κρατικής ενισχύσεως», ένα «μέτρο μπορεί επίσης να συνιστά άμεσο πλεονέκτημα υπέρ της δικαιούχου επιχείρησης και έμμεσο πλεονέκτημα υπέρ άλλων επιχειρήσεων, για παράδειγμα, επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε μεταγενέστερα επίπεδα δραστηριότητας». Η υποσημείωση 179 της ανακοίνωσης αυτής διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση που μια ενδιάμεση επιχείρηση λειτουργεί απλώς ως όχημα για τη μεταβίβαση του πλεονεκτήματος στον δικαιούχο και δεν αποκομίζει κανένα πλεονέκτημα, δεν θα πρέπει κανονικά να θεωρείται αποδέκτης κρατικής ενίσχυσης.

155    Η παράγραφος 116 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης αναφέρει επίσης ότι τα έμμεσα πλεονεκτήματα θα πρέπει να διακρίνονται από τα απλά δευτερογενή οικονομικά αποτελέσματα που είναι συνυφασμένα με όλα σχεδόν τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης. Για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο 116, τα προβλέψιμα αποτελέσματα του μέτρου θα πρέπει να εξετάζονται εκ των προτέρων. Ένα έμμεσο πλεονέκτημα υπάρχει, λόγου χάριν, εάν το μέτρο έχει σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να διοχετεύει τα δευτερογενή αποτελέσματά του «προς αναγνωρίσιμες επιχειρήσεις ή [ομίλους] επιχειρήσεων». Η υποσημείωση 181 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης εξηγεί ότι, αντιθέτως, ένα απλό δευτερογενές οικονομικό αποτέλεσμα με τη μορφή αύξησης της παραγωγής, το οποίο δεν ισοδυναμεί με έμμεση ενίσχυση, μπορεί να διαπιστωθεί όταν η ενίσχυση διοχετεύεται απλώς μέσω μιας επιχείρησης, για παράδειγμα μέσω ενός ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού, η οποία το μεταβιβάζει εξ ολοκλήρου στον δικαιούχο της.

156    Εν προκειμένω, από την ανάλυση που παρατίθεται στις σκέψεις 112 έως 143 ανωτέρω προκύπτει ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM δεν λειτουργεί απλώς ως «όχημα για τη μεταβίβαση του πλεονεκτήματος στον δικαιούχο» ή ως «ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός» κατά την έννοια των παραγράφων 115 και 116 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης. Πράγματι, δεδομένου ότι η ίδια η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου διατηρεί, από νομικής απόψεως, την εγγύηση του Δημοσίου και ελέγχει διάφορους όρους εφαρμογής του επίμαχου μέτρου, οι οποίοι της παρέχουν τη δυνατότητα να το διαμορφώνει αναλόγως των δικών της συμφερόντων και των συμφερόντων του ομίλου Air France-KLM εν γένει, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η εν λόγω εταιρία χαρτοφυλακίου και η KLM ωφελούνται μόνον από απλά δευτερογενή οικονομικά αποτελέσματα που είναι συνυφασμένα με κάθε κρατική ενίσχυση.

157    Ομοίως, τα προβλέψιμα αποτελέσματα του εν λόγω μέτρου εξεταζόμενα εκ των προτέρων υποδηλώνουν, λαμβανομένου υπόψη του είδους του χορηγηθέντος μέτρου ενισχύσεως και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, το οποίο συνίσταται κατ’ ουσίαν σε λύση χρηματοδοτικής φύσης, ότι η εν λόγω λύση μπορούσε να ωφελήσει τον όμιλο Air France-KLM στο σύνολό του, βελτιώνοντας τη συνολική χρηματοοικονομική θέση του, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη τουλάχιστον έμμεσου πλεονεκτήματος υπέρ ενός «αναγνωρίσιμ[ου ομίλου] επιχειρήσεων» κατά την έννοια της παραγράφου 116 της εν λόγω ανακοίνωσης.

158    Πράγματι, ιδίως από το σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών και άμεσων οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, η Γαλλική Δημοκρατία αποφάσισε να στηρίξει την Air France κατά την εφαρμογή μεταβατικών λύσεων χρηματοδότησης των επειγουσών ταμειακών αναγκών της, προκειμένου να αποφευχθεί άμεσος κίνδυνος για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της. Επομένως, δεδομένου ότι σκοπός του επίμαχου μέτρου είναι η εξεύρεση λύσης χρηματοδότησης για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας της Air France και ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM διαδραματίζει ορισμένο ρόλο στη χρηματοδότηση του ομίλου Air France-KLM, το εν λόγω μέτρο θα είχε ως προβλέψιμες εκ των προτέρων συνέπειες, αφενός, να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση τόσο της εταιρίας χαρτοφυλακίου, η οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος στις επίμαχες συμβάσεις και φορέας, συναφώς, σημαντικών συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσο και συνακόλουθα του ομίλου στο σύνολό του, και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, και έναντι των χρηματοπιστωτικών αγορών, του ομίλου αυτού στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης της KLM.

159    Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω, ελλείψει του επίμαχου μέτρου, ο άμεσος κίνδυνος για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της Air France, ο οποίος διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, θα μπορούσε να πλήξει ολόκληρο τον όμιλο Air France-KLM, δεδομένου ότι η Air France αποτελεί μία από τις κύριες θυγατρικές του ομίλου, οι οποίες παράγουν σημαντικό μέρος των εσόδων του.

160    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 2016, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (C-604/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:54), στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι, όταν υπολογίζει το ποσό της ενισχύσεως, δεν εξετάζει τα δευτερογενή αποτελέσματά της για τους καταναλωτές, τους προμηθευτές, τους επενδυτές ή τους υπαλλήλους του δικαιούχου. Αφενός, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη αυτή δεν αφορούσε ενδοομιλική κατάσταση. Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 156 έως 159 ανωτέρω, δεν πρόκειται εν προκειμένω για δευτερογενή οικονομικά αποτελέσματα ενός μέτρου ενισχύσεως για τους καταναλωτές, τους προμηθευτές, τους επενδυτές ή τους εργαζομένους.

161    Η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία παραπέμπουν επίσης στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Aer Lingus και Ryanair Designated Activity (C-164/15 P και C-165/15 P, EU:C:2016:990), υποστηρίζοντας εν συνόψει ότι, κατά την απόφαση αυτή, τα δευτερογενή αποτελέσματα ενός μέτρου ενισχύσεως δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της συμβατότητας ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά. Οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσαν καθεστώς ενισχύσεων υπό τη μορφή μειωμένου συντελεστή εθνικού φόρου αεροπορικών μεταφορών, το οποίο κηρύχθηκε ασύμβατο με την εσωτερική αγορά. Το ζήτημα που ετίθετο ήταν, μεταξύ άλλων, ποιο έπρεπε να είναι το ποσό του πλεονεκτήματος που έπρεπε να ανακτηθεί από τους δικαιούχους της ενισχύσεως, οι οποίοι ήταν αεροπορικές εταιρίες. Οι τελευταίες υποστήριξαν κατ’ ουσίαν ότι το επίμαχο πλεονέκτημα είχε μετακυλιστεί στους επιβάτες υπό τη μορφή μειώσεως των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων. Σε αυτό το πλαίσιο έκρινε το Δικαστήριο ότι η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως συνεπαγόταν την επιστροφή του πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε στις αεροπορικές εταιρίες και όχι του ενδεχόμενου οικονομικού οφέλους που αυτές αποκόμισαν από την εκμετάλλευση του πλεονεκτήματος. Σε αντίθεση, όμως, με τις υποθέσεις εκείνες, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά τον καθορισμό του ύψους του πλεονεκτήματος που πρέπει να ανακτηθεί στο πλαίσιο ενισχύσεως κηρυχθείσας μη συμβατής με την εσωτερική αγορά, αλλά τον εκ των προτέρων προσδιορισμό των δικαιούχων μέτρου ενισχύσεως προκειμένου να εξεταστεί η συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά. Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα οικονομικών επιπτώσεων του επίμαχου μέτρου επί της τιμής των αεροπορικών εισιτηρίων.

162    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το επίμαχο μέτρο έχει, στην έσχατη περίπτωση, απλά δευτερογενή οικονομικά αποτελέσματα για την KLM και τις θυγατρικές της.

 Συμπέρασμα

163    Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου ήταν η Air France και οι θυγατρικές της, εξαιρουμένης της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM και των λοιπών θυγατρικών της, καθώς και της KLM και των δικών της θυγατρικών, συνεπεία δε τούτου ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

164    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, απαιτείται όχι μόνο να αντιμετωπίζει όντως το οικείο κράτος μέλος σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του, αλλά επίσης τα μέτρα ενίσχυσης που λαμβάνονται για την άρση της διαταραχής να είναι, αφενός, αναγκαία για τον σκοπό αυτόν και, αφετέρου, πρόσφορα και αναλογικά για την επίτευξή του. Η ίδια απαίτηση απορρέει επίσης από την παράγραφο 19 του προσωρινού πλαισίου [απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (KLM· COVID-19), T-643/20, EU:T:2021:286, σκέψη 74].

165    Επιπλέον, και ειδικότερα, η εφαρμογή διαφόρων προϋποθέσεων που απορρέουν από το προσωρινό πλαίσιο εξαρτάται από τον ορισμό του δικαιούχου του επίμαχου μέτρου, όπως οι προβλεπόμενοι στην παράγραφο 25, στοιχείο δʹ, σημείο i, του προσωρινού πλαισίου, κατά την οποία οι κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή νέων κρατικών εγγυήσεων για δάνεια θεωρούνται συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, υπό τον όρο ότι, για τα δάνεια που λήγουν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020, το συνολικό ποσό τους ανά δικαιούχο δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του ετήσιου μισθολογικού κόστους του δικαιούχου για το 2019 ή για το τελευταίο διαθέσιμο έτος. Το ίδιο κατώτατο όριο ισχύει για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή επιχορηγήσεων για δημόσια δάνεια, σύμφωνα με την παράγραφο 27, στοιχείο δʹ, σημείο i, του εν λόγω πλαισίου [απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (KLM· COVID-19), T-643/20, EU:T:2021:286, σκέψη 75].

166    Επομένως, η εξέταση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας της ενισχύσεως, εν γένει, και της τηρήσεως των προϋποθέσεων που παρατίθενται εν είδει παραδείγματος στη σκέψη 165 ανωτέρω, ειδικότερα, προϋποθέτει ότι έχει προηγουμένως προσδιοριστεί ο δικαιούχος της ενισχύσεως. Πράγματι, ο εσφαλμένος ή ελλιπής προσδιορισμός του δικαιούχου ενός μέτρου ενισχύσεως μπορεί να επηρεάσει το σύνολο της ανάλυσης της συμβατότητας του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά.

167    Επομένως, επιβάλλεται να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να απαιτείται εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

168    Τέλος, όσον αφορά τη δυνατότητα των κρατών μελών να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις σε εταιρίες ανήκουσες σε όμιλο εταιριών ο οποίος δραστηριοποιείται σε πλείονα κράτη μέλη, υπενθυμίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέχουν αμοιβαίες υποχρεώσεις καλόπιστης συνεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη οφείλουν να συνεργάζονται καλόπιστα προς διασφάλιση της πλήρους τήρησης των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως εκείνων που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις (πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Σλοβακίας, C-507/08, EU:C:2010:802, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αυτή η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας και συντονισμού επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όταν διάφορα κράτη μέλη προτίθενται να χορηγήσουν ταυτόχρονα ενισχύσεις σε οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιριών ο οποίος δραστηριοποιείται συντονισμένα στην εσωτερική αγορά με σκοπό την πλήρη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της αγοράς αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

169    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

170    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι παρεμβαίνοντες φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2020) 2983 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.57082 (2020/N) – Γαλλία – COVID-19 – Προσωρινό πλαίσιο 107 (3)(β) – Εγγύηση και μετοχικό δάνειο υπέρ της Air France, όπως διορθώθηκε με τις αποφάσεις C(2020) 9384 τελικό, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, και C(2021) 5701 τελικό, της 26ης Ιουλίου 2021.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ryanair DAC και της Malta Air ltd.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Air France-KLM και η Société Air France φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Van der Woude

Kornezov

De Baere

Petrlík

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Δεκεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.