Language of document : ECLI:EU:T:2013:273

Υπόθεση T‑187/11

Mohamed Trabelsi κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Τυνησία — Δέσμευση κεφαλαίων — Άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αγωγή αποζημιώσεως — Άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου — Απαράδεκτο»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 28ης Μαΐου 2013

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αιτήματα με τα οποία ζητείται να προστατευθεί ένας εκ των προσφευγόντων ή να επιτραπεί σε έναν ή περισσότερους εκ των προσφευγόντων το δικαίωμα απαντήσεως — Απαράδεκτο

(Άρθρο 13 ΣΕΕ· άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αίτημα με το οποίο ζητείται να απευθυνθεί διαταγή προς θεσμικό όργανο — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Χωριστή πράξη — Δεν χωρεί — Απαράδεκτο

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 104 §§ 2 και 3)

4.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε από όργανο της Ένωσης — Δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια η προσαπτόμενη στο όργανο αυτό συμπεριφορά, η φύση της ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος — Απαράδεκτο

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21 και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αιτήματα τα οποία στρέφονται κατά κράτους μέλους και στηρίζονται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

6.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Τυνησία — Δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που εμπλέκονται σε παράνομες ιδιοποιήσεις κρατικών κεφαλαίων και των συνδεόμενων με αυτά φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών — Αρμόδια αρχή προς υπογραφή της αποφάσεως

(Άρθρα 16 § 9 ΣΕΕ και 18 § 3 ΣΕΕ· εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 5, εδ. 2 · απόφαση 2011/79 του Συμβουλίου)

7.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Πλάνη κατά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας διατάξεως — Δεν ασκεί επιρροή — Προϋποθέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21 και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

8.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Τυνησία — Δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που εμπλέκονται σε παράνομες ιδιοποιήσεις κρατικών κεφαλαίων και των συνδεόμενων με αυτά φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών — Απόφαση εντασσόμενη σε πλαίσιο που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου — Επιτρεπτό συνοπτικής αιτιολογίας — Όρια — Αιτιολογία η οποία δεν μπορεί να συνίσταται σε γενική και στερεότυπη διατύπωση

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41· απόφαση 2011/79 του Συμβουλίου)

9.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Τυνησία — Δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που εμπλέκονται σε παράνομες ιδιοποιήσεις κρατικών κεφαλαίων και των συνδεόμενων με αυτά φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών — Περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας — Προϋποθέσεις — Τήρηση εκ μέρους της εφαρμοστικής αποφάσεως των προβλεπόμενων στη βασική απόφαση όρων — Δεν υφίσταται — Προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας

(Άρθρο 21 § 2, στοιχεία β΄ και δ΄, ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 17 § 1 και 52 § 1· αποφάσεις του Συμβουλίου 2011/72, άρθρα 1 έως 3 και 5, και 2011/79)

10.    Ένδικη διαδικασία — Υποχρέωση του δικαστή να σεβαστεί το πλαίσιο της διαφοράς, όπως το όρισαν οι διάδικοι — Υποχρέωση του δικαστή να αποφανθεί βάσει μόνον των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι διάδικοι — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2)

11.    Ευρωπαϊκή Ένωση — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Τυνησία — Δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που εμπλέκονται σε παράνομες ιδιοποιήσεις κρατικών κεφαλαίων και των συνδεόμενων με αυτά φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών — Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει των διαθέσιμων πληροφοριακών στοιχείων κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· αποφάσεις του Συμβουλίου 2011/72, άρθρα 1 έως 3 και 5, και 2011/79)

12.    Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Περιορισμός από το Δικαστήριο — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Τυνησία — Δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που εμπλέκονται σε παράνομες ιδιοποιήσεις κρατικών κεφαλαίων και των συνδεόμενων με αυτά φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών — Ακύρωση η οποία συνεπάγεται την ακύρωση κανονισμού και την αποστέρηση από κάθε περιοριστικό μέτρο της νομικής βάσεώς του — Κίνδυνος προσβολής κατά τρόπο σοβαρό και μη αναστρέψιμο της αποτελεσματικότητας κάθε δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων που ενδεχομένως θα μπορούσε να αποφασίσει στο μέλλον το Συμβούλιο εις βάρος των προσώπων τους οποίους αφορά η ακυρωθείσα πράξη — Διατήρηση των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας αποφάσεως έως τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως ή από της απορρίψεώς της

(Άρθρο 264 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 60, εδ. 2· κανονισμός 101/2011 του Συμβουλίου· απόφαση 2011/79 του Συμβουλίου)

1.      Ούτε από διάταξη των Συνθηκών ούτε από οποιαδήποτε αρχή απορρέει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αιτήματος προστασίας προσφεύγοντος ή να επιτραπεί σε έναν ή περισσότερους εκ των προσφευγόντων το δικαίωμα απαντήσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το εν λόγω αίτημα πρέπει να απορριφθεί διότι φέρεται ενώπιον δικαστηρίου το οποίο είναι προδήλως αναρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτού.

(βλ. σκέψεις 36-38)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 40, 41)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 43, 45)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 46-48)

5.      Στο δίκαιο που γεννάται από τη Συνθήκη ΕΕ και τη Συνθήκη ΛΕΕ, το οποίο απορρέει από αυτόνομη πηγή δικαίου, δεν είναι δυνατόν, ως εκ της φύσεώς του, να αντιταχθούν δικαστικώς κανόνες του εθνικού δικαίου, όποιοι κι αν είναι αυτοί, διότι άλλως θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση η νομική βάση της ίδιας της Ένωσης. Επομένως, δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς εθνική διάταξη προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως στρεφόμενης κατά πράξεως της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 50, 61)

6.      Από τα άρθρα 16, παράγραφος 9, ΣΕΕ, 18, παράγραφος 3, ΣΕΕ και 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου προκύπτει ότι αρμόδια αρχή για την υπογραφή των πράξεων που εκδίδονται από τη σύνθεση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων είναι, κατ’ αρχήν, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφάλειας. Πάντως, ο Ύπατος Εκπρόσωπος μπορεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να αντικατασταθεί από το μέλος της εν λόγω συνθέσεως που εκπροσωπεί το κράτος μέλος που ασκεί την εξαμηνιαία προεδρία του Συμβουλίου, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει εξουσιοδότησή του προς υπογραφή.

(βλ. σκέψεις 57, 58)

7.      Πλάνη κατά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας διατάξεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο της προβαλλόμενης αιτιάσεως, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς και η συνοπτική παράθεση της αιτιάσεως αυτής προκύπτουν με επαρκή σαφήνεια από το δικόγραφο. Συνεπώς, ο προσφεύγων δεν υποχρεούται, επίσης, να αναφέρει ρητώς τον ειδικό κανόνα δικαίου επί του οποίου στηρίζει την αιτίασή του, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχειρηματολογία του είναι αρκούντως σαφής για να μπορέσει ο αντίδικος και ο δικαστής της Ένωσης να προσδιορίσει χωρίς δυσκολίες τον κανόνα αυτό.

(βλ. σκέψη 63)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 66-72)

9.      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εγγυάται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το δικαίωμα αυτό δεν έχει, πάντως, τη μορφή απόλυτου προνομίου. Από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του εν λόγω Χάρτη προκύπτει ότι, προκειμένου ένας περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας να είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει σε κάθε περίπτωση να πληροί τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, ο περιορισμός πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και το επίμαχο μέτρο πρέπει να έχει νομική βάση. Δεύτερον, πρέπει να εξυπηρετεί σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Τρίτον, ο περιορισμός δεν πρέπει να είναι υπερβολικός. Ως προς την τελευταία προϋπόθεση, αφενός, ο περιορισμός πρέπει να είναι αναγκαίος και ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, αφετέρου, το βασικό περιεχόμενο του σχετικού δικαιώματος ή ελευθερίας δεν πρέπει να θίγεται.

Δεν πληροί την πρώτη εκ των προϋποθέσεων αυτών εφαρμοστική απόφαση αποφάσεως για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Τυνησία η οποία εφαρμόζει κριτήριο διαφορετικό από εκείνο που προέβλεψε η απόφαση που αποτελεί τη νομική βάση της. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία μια τέτοια εφαρμοστική απόφαση η οποία περιέλαβε τον προσφεύγοντα στα πρόσωπα τα οποία αφορά η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων διότι αποτελούσε πρόσωπο ως προς το οποίο διεξαγόταν δικαστική έρευνα για πράξεις στο πλαίσιο νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ η βασική απόφαση επιβάλλει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που είναι υπεύθυνα για παράνομη ιδιοποίηση κρατικών κεφαλαίων, οπότε, αφενός, δεν αποδεικνύεται ότι, από απόψεως του ποινικού δικαίου του οικείου κράτους, η έννοια της παράνομης ιδιοποιήσεως κρατικών κεφαλαίων καλύπτει την έννοια της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και, αφετέρου, ο ορισμός της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, δεν αντιστοιχεί μόνο σε πράξεις που είναι σε θέση να αποκρύψουν την παράνομη προέλευση περιουσίας που προήλθε από παράνομη ιδιοποίηση κρατικών κεφαλαίων. Μια τέτοια εφαρμοστική απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προβλεπόμενη από τον νόμο υπό την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 75, 78-81, 91, 93-96)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 82)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 115)

12.    Οι αποφάσεις με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει απόφαση ληφθείσα από όργανο ή οργανισμό της Ένωσης έχουν, κατ’ αρχήν, άμεσο αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι η ακυρωθείσα πράξη εξαλείφεται αναδρομικά από την έννομη τάξη και θεωρείται ως μηδέποτε γενόμενη. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 264 ΣΛΕΕ, δεύτερο εδάφιο, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διατηρήσει προσωρινώς τα αποτελέσματα ακυρωθείσας αποφάσεως.

Κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι οποίες αφορούν ακυρωθέντες κανονισμούς, επιβάλλεται να διατηρηθούν τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως έως τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή από της απορρίψεώς της, οπότε η άμεση έναρξη ισχύος της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου θα στερούσε από τον κανονισμό σχετικά με τα αφορώντα τον προσφεύγοντα περιοριστικά μέτρα δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων από οποιαδήποτε νομική βάση και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο θα όφειλε να τον καταργήσει ως προς αυτόν. Ο προσφεύγων θα μπορούσε, επομένως, να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος της περιουσίας του εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε θα θιγόταν κατά τρόπο σοβαρό και μη αναστρέψιμο η αποτελεσματικότητα κάθε δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων που ενδεχομένως θα μπορούσε να αποφασίσει στο μέλλον το Συμβούλιο εις βάρος του, ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, για λόγους διαφορετικούς από τους μνημονευόμενους στην απόφαση, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η συμπερίληψη του εν λόγω προσώπου στον προσαρτημένο στην απόφαση αυτή κατάλογο.

(βλ. σκέψεις 118, 121-123)