Language of document : ECLI:EU:C:2013:270

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 25ης Απριλίου 2013 (*)

«Πρόληψη της χρησιμοποιήσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία 2005/60/ΕΚ – Άρθρο 22, παράγραφος 2 – Απόφαση 2000/642/ΔΕΥ – Υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να αναφέρουν τις ύποπτες χρηματοοικονομικές συναλλαγές – Ίδρυμα που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών – Προσδιορισμός της υπεύθυνης για τη συλλογή των πληροφοριακών στοιχείων εθνικής μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος –Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C‑212/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαΐου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Jyske Bank Gibraltar Ltd

κατά

Administración del Estado,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, και K. Lenaerts, E. Juhász, J. Malenovský και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Jyske Bank Gibraltar Ltd, εκπροσωπούμενη από τους M. Rubio de Casas, J. M. Olivares Blanco και J. de la Calle y Peral, abogados, καθώς και από τον D. Bufalá Balmaseda, procurador,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González και την N. Díaz Abad,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Rouam και τον G. de Bergues,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον F. Urbani Neri, avvocato dello Stato,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Czech και τον M. Szpunar,

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. H. Radu καθώς και τις A. Wellman και R. Nitu,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και E. Traversa καθώς και τις S. La Pergola και C. Vrignon,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Οκτωβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309, σ. 15).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Jyske Bank Gibraltar Ltd (στο εξής: Jyske), πιστωτικού ιδρύματος με έδρα το Γιβραλτάρ το οποίο ασκεί δραστηριότητες στην Ισπανία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, και της Administración del Estado σχετικά με την απόφαση του Consejo de Ministros (Υπουργικό Συμβούλιο) της 23ης Οκτωβρίου 2009 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση θεραπείας που είχε ασκηθεί κατά της αποφάσεως του ιδίου Consejo de Ministros της 17ης Απριλίου 2009 που επέβαλε στην Jyske δύο χρηματικές κυρώσεις συνολικού ύψους 1 700 000 ευρώ και δύο δημόσιες επιπλήξεις κατόπιν της αρνήσεως ή της αμέλειάς της να παράσχει τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε ζητήσει η Servicio Ejecutivo de la Comisión para la Prevención de Blanqueo de Capitales (Εκτελεστική Αρχή για την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στο εξής: Servicio Ejecutivo).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ L 344, σ. 76, στο εξής: οδηγία 91/308), προέβλεπε τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία καθώς και τα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοί τους να συνεργάζονται πλήρως με τις αρχές τις υπεύθυνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:

α)      ενημερώνοντας τις εν λόγω αρχές, με δική τους πρωτοβουλία, για κάθε γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη πράξης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,

β)      παρέχοντας στις εν λόγω αρχές, τη αιτήσει τους, όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία.

2.      Οι πληροφορίες που αναφέρονται [στην παράγραφο 1] διαβιβάζονται στις υπεύθυνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αρχές του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ίδρυμα ή ο οργανισμός ή το πρόσωπο το οποίο τις διαβιβάζει. Η διαβίβαση αυτή πραγματοποιείται κατά κανόνα από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ορισθεί από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, σημείο α΄.»

4        Η οδηγία 91/308 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2005/60, στην αιτιολογική σκέψη 40 της οποίας αναφέρονται τα εξής:

«Λαμβ[ανομένου] υπόψη το[υ] διεθνή χαρακτήρα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ των [μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών (στο εξής: ΜΧΠ)], όπως προβλέπει η απόφαση 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων για τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών των κρατών μελών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών [(ΕΕ L 271, σ. 4)], συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενωσιακού δικτύου μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει να παράσχει τη δέουσα συνδρομή για την προώθηση του εν λόγω συντονισμού, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής συνδρομής.»

5        Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία».

6        Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις εξής περιπτώσεις:

α)      όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις·

β)      όταν διενεργούν περιστασιακές συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από 15 000 ευρώ ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση·

γ)      όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο·

δ)      όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια ή την καταλληλότητα των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη.»

7        Το άρθρο 21 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος δημιουργεί ΜΧΠ για να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.      Η ΜΧΠ δημιουργείται σε επίπεδο κεντρικής εθνικής μονάδας. Είναι υπεύθυνη να παραλαμβάνει και, στον βαθμό που επιτρέπεται, να ζητά, να αναλύει και να διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές τις γνωστοποιήσεις πληροφοριών οι οποίες αφορούν ενδεχόμενη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή ενδεχόμενη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή οι οποίες επιβάλλονται από εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. Διαθέτει επαρκείς πόρους προκειμένου να είναι σε θέση να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά της.

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ΜΧΠ έχει εγκαίρως πρόσβαση, αμέσως ή εμμέσως, στις πληροφορίες χρηματοοικονομικής και διοικητικής φύσεως και στις πληροφορίες που αφορούν την επιβολή του νόμου, τις οποίες ζητεί προκειμένου να επιτελέσει σωστά τα καθήκοντά της.»

8        Το άρθρο 22 της οδηγίας 2005/60 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, και, εφόσον απαιτείται, από τους διευθυντές και τους υπαλλήλους τους, να συνεργάζονται πλήρως:

α)      ενημερώνοντας αμελλητί τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, με δική τους πρωτοβουλία, όταν το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας γνωρίζει, έχει υποψίες ή έχει εύλογους λόγους να υποπτεύεται ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

β)      παρέχοντας αμελλητί στη ΜΧΠ, […] κατόπιν δικού τ[ης] αιτήματος, όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία.

2.      Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 διαβιβάζονται στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο το οποίο τις διαβιβάζει. Η διαβίβαση αυτή πραγματοποιείται κατά κανόνα από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ορισθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 34.»

9        Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 2005/60, στα ιδρύματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 22 της οδηγίας περιλαμβάνονται και τα υποκαταστήματα, κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 3, της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126, σ. 1). Σύμφωνα με τον ορισμό της διατάξεως αυτής, ως υποκατάστημα νοείται η έδρα εκμεταλλεύσεως ενός πιστωτικού ιδρύματος η οποία δεν έχει ίδια νομική προσωπικότητα και διενεργεί απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος.

10      Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2000/642 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ, που συγκροτούνται ή ορίζονται για να παραλαμβάνουν κοινοποιήσεις χρηματοοικονομικών πληροφοριών με στόχο την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συνεργάζονται για να συγκεντρώνουν, να αναλύουν και να διερευνούν, σύμφωνα με τις εθνικές τους αρμοδιότητες, πληροφορίες σχετικές με κάθε γεγονός που θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ανταλλάσσουν, με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως, σύμφωνα είτε με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης είτε με ήδη συναφθέντα ή μελλοντικά μνημόνια συμφωνίας, τις όποιες πληροφορίες διαθέτουν που μπορεί να έχουν σημασία για την εκ μέρους των ΜΧΠ επεξεργασία, ανάλυση πληροφοριών ή διερεύνηση όσον αφορά συναλλαγές που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και με τα ενεχόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

3.      Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει ορίσει μια αστυνομική αρχή ως την οικεία ΜΧΠ, μπορεί να διαβιβάζει τις πληροφορίες που κατέχει η εν λόγω ΜΧΠ προς ανταλλαγή, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, στην αρχή του κράτους μέλους παραλαβής η οποία έχει οριστεί για τον σκοπό αυτόν και είναι αρμόδια στους τομείς περί των οποίων η παράγραφος 1.»

11      Το άρθρο 4 της αποφάσεως αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε αίτηση που υποβάλλεται στα πλαίσια της παρούσας απόφασης συνοδεύεται από σύντομη έκθεση των σχετικών περιστατικών των οποίων έχει γνώση η αιτούσα ΜΧΠ. Η ΜΧΠ προσδιορίζει στην αίτηση το πώς θα χρησιμοποιηθούν οι ζητούμενες πληροφορίες.

2.      Όταν υποβάλλεται αίτηση σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται η αίτηση παρέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων των διαθέσιμων χρηματοοικονομικών πληροφοριών και των αιτούμενων αστυνομικής φύσεως στοιχείων, χωρίς να χρειάζεται να αποσταλεί επίσημη επιστολή που να ζητεί τις εν λόγω πληροφορίες δυνάμει των ισχυουσών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ των κρατών μελών.

3.      Μια ΜΧΠ δύναται να αρνηθεί να αποκαλύψει πληροφορίες η κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να παραβλάψει μια ποινική έρευνα που εκκρεμεί στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή, σε έκτακτες περιστάσεις, στην περίπτωση που η κοινολόγηση των πληροφοριών θα ήταν σαφώς δυσανάλογη προς τα θεμιτά συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή του εν λόγω κράτους μέλους ή απλώς θα προσέκρουε σε βασικές αρχές της εθνικής νομοθεσίας. Κάθε τέτοια άρνηση εξηγείται δεόντως στην αιτούσα την πληροφορία ΜΧΠ.»

12      Το άρθρο 10 της εν λόγω αποφάσεως διευκρινίζει ότι η απόφαση εφαρμόζεται στο Γιβραλτάρ και ότι, για τον σκοπό αυτό και παρά τις διατάξεις του άρθρου 2 της αποφάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας μπορεί να γνωστοποιήσει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια ΜΧΠ στο Γιβραλτάρ.

 Το εθνικό δίκαιο

13      Η οδηγία 91/308 μεταφέρθηκε στο ισπανικό δίκαιο με τον νόμο 19/1993 περί διαφόρων μέτρων προλήψεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Ley 19/1993 sobre determinadas medidas de prevención del blanqueo de capitales), της 28ης Δεκεμβρίου 1993 (BOE αριθ. 311 της 29ης Δεκεμβρίου 1993, σ. 37327).

14      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 19/1993 όριζε τα ακόλουθα:

«Στις υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος υπόκεινται:

α)      τα πιστωτικά ιδρύματα·

[…]

Περιλαμβάνονται επίσης στην ανωτέρω απαρίθμηση τα αλλοδαπά πρόσωπα ή οντότητες που, μέσω των υποκαταστημάτων τους ή διά της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και χωρίς να έχουν μόνιμη εγκατάσταση, ασκούν στην Ισπανία δραστηριότητες της ιδίας φύσεως με εκείνες των προαναφερθέντων προσώπων ή οντοτήτων.

Τα εν λόγω πρόσωπα υπόκεινται επίσης στις υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος για τις πράξεις που διενεργούνται μέσω πρακτόρων ή άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν ως μεσάζοντες».

15      Όσον αφορά τις υποχρεώσεις πληροφορήσεως, το άρθρο 3 του νόμου 19/1993 προέβλεπε τα εξής:

«Τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται το προηγούμενο άρθρο υπόκεινται στις ακόλουθες υποχρεώσεις:

[…]

4.      Να συνεργάζονται με [τη Servicio Ejecutivo] και, προς τον σκοπό αυτόν:

α)      να της γνωστοποιούν με δική τους πρωτοβουλία κάθε περιστατικό ή πράξη που θα μπορούσαν να αποτελούν ένδειξη ή αδιάσειστη απόδειξη ότι σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων προερχόμενων από τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1. Η γνωστοποίηση πραγματοποιείται, καταρχήν, από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ορίσει οι υποκείμενοι στις υποχρεώσεις σύμφωνα με τις διαδικασίες της παραγράφου 7 του άρθρου 1. Το εν λόγω πρόσωπο ή τα εν λόγω πρόσωπα παρίστα(ν)ται σε όλες τις διοικητικές ή ένδικες διαδικασίες που σχετίζονται με στοιχεία που περιέχονται στη γνωστοποίηση ή με οποιαδήποτε άλλη συμπληρωματική πληροφορία που ενδέχεται να έχει σχέση με αυτήν.

Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις ή συναλλαγές που πρέπει κατά πάσα περίπτωση να γνωστοποιούνται [στη Servicio Ejecutivo] καθορίζονται με κανονιστική ρύθμιση.

Επίσης, γνωστοποιούνται οι πράξεις που παρουσιάζουν πρόδηλη αναντιστοιχία με τη φύση, τον όγκο της δραστηριότητας ή τις προηγούμενες πράξεις των πελατών, εκτός εάν από την ειδική εξέταση την οποία προβλέπει η παράγραφος 2 προκύπτουν οικονομικοί, επαγγελματικοί ή επιχειρηματικοί λόγοι που να δικαιολογούν την πραγματοποίηση των πράξεων αυτών, σε σχέση με τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1 του παρόντος νόμου.

β)      να παρέχουν τις πληροφορίες που τους ζητεί η Servicio Ejecutivo στα πλαίσια της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων της.

[…]»

16      Το άρθρο 16, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου όριζε τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με τις οδηγίες που εξέδωσε η επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και των σχετικών με το νόμισμα εγκλημάτων, η [Servicio Ejecutivo] και, ενδεχομένως, ο γραμματέας της [εν λόγω επιτροπής] θα συνεργάζονται με τις αρχές άλλων κρατών μελών οι οποίες ασκούν ανάλογες αρμοδιότητες, επιδιώκοντας ιδίως τη συνεργασία των αρχών των κρατών που ασκούν την κυριαρχία τους επί εδαφών που συνορεύουν με το έδαφος της Ισπανίας […]».

17      Ο νόμος 19/1993 καταργήθηκε με τον νόμο 10/2010 για την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας (Ley 10/2010 de prevención del blanqueo de capitales y de la financiación del terrorismo), της 28ης Απριλίου 2010 (BOE αριθ. 103 της 29ης Απριλίου 2010, σ. 37458), με τον οποίο η οδηγία 2005/60 μεταφέρθηκε στην ισπανική έννομη τάξη. Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 3, του νόμου αυτού, η Servicio Ejecutivo δεσμεύεται να συνεργάζεται με τις αντίστοιχες αλλοδαπές αρχές. Προβλέπεται ότι η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την απόφαση 2000/642 και τις αρχές της άτυπης ομάδας, αποκαλούμενης «ομάδα Egmont», στην οποία μετέχουν οι ΜΧΠ πλειόνων κρατών, μεταξύ των οποίων και οι ΜΧΠ των κρατών μελών, και η οποία χρησιμεύει επίσης ως φόρουμ ανταλλαγής πληροφοριών, καθώς και για συνεργασία μεταξύ των διαφόρων ΜΧΠ.

18      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του βασιλικού διατάγματος 925/1995, περί εγκρίσεως του εκτελεστικού κανονισμού του νόμου 19/1993, της 28ης Δεκεμβρίου 1993, περί διαφόρων μέτρων προλήψεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Real Decreto 925/1995 por el que se aprueba el Reglamento de la Ley 19/1993, de 28 de diciembre, sobre determinadas medidas de prevención del blanqueo de capitales), της 9ης Ιουνίου 1995 (BOE αριθ. 160 της 6ης Ιουλίου 1995, σ. 20521), επιβάλλει τη γνωστοποίηση στη Servicio Ejecutivo των κινήσεων λογαριασμών από και προς φορολογικούς παραδείσους.

19      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, σημείο β΄, του βασιλικού αυτού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Σε κάθε περίπτωση, τα πρόσωπα και οι οντότητες που υπόκεινται στις σχετικές υποχρεώσεις γνωστοποιούν κάθε μήνα στη Servicio Ejecutivo: […]

β)      τις συναλλαγές με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή τις συναλλαγές των εν λόγω προσώπων, τα οποία κατοικούν ή ενεργούν για λογαριασμό προσώπων που κατοικούν σε εδάφη ή χώρες που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και τις συναλλαγές που συνεπάγονται μεταφορές κεφαλαίων προς ή από τα εν λόγω εδάφη ή τις εν λόγω χώρες, οποιοσδήποτε και αν είναι ο τόπος κατοικίας των εμπλεκομένων προσώπων, εφόσον το ύψος των συναλλαγών αυτών υπερβαίνει τα 30 000 ευρώ ή την αντίστοιχη αξία σε ξένο νόμισμα.»

20      Τα θεωρούμενα ως φορολογικοί παράδεισοι εδάφη και τα μη συνεργάσιμα εδάφη καθορίστηκαν εκ των προτέρων με το βασιλικό διάταγμα 1080/1991 της 5ης Ιουλίου 1991 (BOE αριθ. 167 της 13ης Ιουλίου 1991, σ. 233371) και την υπουργική απόφαση ECO/2652/2002 περί της εφαρμογής των υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως των σχετικών με ορισμένα κράτη συναλλαγών στη Servicio Ejecutivo της Επιτροπής για την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και των σχετικών με το νόμισμα εγκλημάτων (Orden ECO/2652/2002 por la que se desarrollan las obligaciones de comunicación de operaciones en relación con determinados países al Servicio Ejecutivo de la Comisión de Prevención del Blanqueo de Capitales e Infracciones Monetarias), της 24ης Οκτωβρίου 2002 (BOE αριθ. 260 της 30ής Οκτωβρίου 2002, σ. 38033). Στον κατάλογο αυτόν περιλαμβάνεται το Γιβραλτάρ.

21      Κατά το Tribunal Supremo, το άρθρο 5 του νόμου του 2007 για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και προϊόντων εγκλήματος [Crime (Money Laundering and Proceeds) Act 2007], ο οποίος μεταφέρει την οδηγία 2005/60 στη νομοθεσία του Γιβραλτάρ, επιβάλλει την τήρηση του τραπεζικού απορρήτου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

22      Η Jyske, θυγατρική της δανικής τράπεζας NS Jyske Bank, είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο Γιβραλτάρ και υπαγόμενο στην εποπτεία της Financial Services Commission (Επιτροπή Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών).

23      Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η Jyske ενεργούσε στην Ισπανία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δηλαδή χωρίς να διαθέτει εγκατάσταση στη χώρα αυτή.

24      Στις 30 Ιανουαρίου 2007, η ισπανική ΜΧΠ, ήτοι η Servicio Ejecutivo, ενημέρωσε τη Jyske ότι, επειδή είχε παραλείψει να ορίσει με δική της πρωτοβουλία πρόσωπο εντεταλμένο να την εκπροσωπεί ενώπιον της εν λόγω αρχής, επρόκειτο να ελεγχθούν η οργανωτική δομή της καθώς και οι διαδικασίες που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες που ασκεί στην Ισπανία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Με την ευκαιρία αυτή, η Servicio Ejecutivo ζήτησε από τη Jyske να προσκομίσει, πριν από την 1η Μαρτίου 2007, διάφορα έγγραφα, καθώς και να παράσχει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα των πελατών της.

25      Το εν λόγω αίτημα διατυπώθηκε κατόπιν εκθέσεως της Servicio Ejecutivo της 24ης Ιανουαρίου 2007, σύμφωνα με την οποία η Jyske ασκούσε στην Ισπανία σημαντική δραστηριότητα συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, στη χορήγηση ενυπόθηκων δανείων για την αγορά ακινήτων στην Ισπανία. Στην εν λόγω έκθεση αναφερόταν ότι, «για την ανάπτυξη της δραστηριότητας αυτής στην Ισπανία, το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διπλή στήριξη, τόσο εκ μέρους του υποκαταστήματος της μητρικής του εταιρίας στην Ισπανία όσο και, κυρίως, εκ μέρους δύο δικηγορικών γραφείων στη Marbella [(Ισπανία)]. Σύμφωνα με δημοσιοποιηθείσες πληροφορίες, ο ιδιοκτήτης του ενός εκ των δύο αυτών γραφείων έχει κατηγορηθεί για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και το όνομά του, όπως και το όνομα του ετέρου δικηγορικού γραφείου, εμφανίζεται σε πολλές συναλλαγές που επισημάνθηκαν στη Servicio Ejecutivo από άλλους υποκείμενους στην υποχρέωση παροχής πληροφοριών σχετικά με ενδείξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες». Βάσει των στοιχείων αυτών, η Servicio Ejecutivo έκρινε ότι ήταν πολύ πιθανό να χρησιμοποιείται η Jyske για πράξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που ασκεί στην Ισπανία υπό το καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Κατά την έκθεση της Servicio Ejecutivo της 24ης Ιανουαρίου 2007, ο χρησιμοποιούμενος προς τον σκοπό αυτόν μηχανισμός συνίστατο στη δημιουργία, στο Γιβραλτάρ, «εταιρικών δομών που είχαν ως ουσιαστικό σκοπό την απόκρυψη της ταυτότητας του τελικού και πραγματικού ιδιοκτήτη των ακινήτων που αγοράζονταν στην Ισπανία, κυρίως στην Costa del Sol, καθώς και […] της προελεύσεως των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνταν για την αγορά αυτή».

26      Στις 23 Φεβρουαρίου 2007, η Jyske, με επιστολή της προς τη Servicio Ejecutivo, την ενημέρωσε ότι είχε υποβάλει ερώτημα στην εποπτεύουσα αρχή της, ήτοι τη Financial Services Commission, προκειμένου να διαπιστωθεί αν είχε δικαίωμα να παράσχει τα στοιχεία αυτά χωρίς να παραβεί τη νομοθεσία του Γιβραλτάρ για το τραπεζικό απόρρητο και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Στις 14 Μαρτίου 2007, η επιτροπή αυτή κάλεσε τη Servicio Ejecutivo σε αμοιβαία συνεργασία. Με επιστολή της 2ας Απριλίου 2007, η Servicio Ejecutivo γνωστοποίησε στην εν λόγω επιτροπή ότι η Jyske υπείχε υποχρέωση παροχής πληροφοριών για τις δραστηριότητες που ασκεί επί ισπανικού εδάφους.

27      Στις 12 Ιουνίου 2007, η Jyske διαβίβασε στη Servicio Ejecutivo μέρος των πληροφοριών που της είχαν ζητηθεί. Αρνήθηκε, ωστόσο, να γνωστοποιήσει τα στοιχεία που αφορούσαν την ταυτότητα των πελατών της, επικαλούμενη τους περί τραπεζικού απορρήτου κανόνες που ισχύουν στο Γιβραλτάρ. Στα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνονταν ούτε τα αντίγραφα των ύποπτων πράξεων που είχε πραγματοποιήσει η Jyske από την 1η Ιανουαρίου 2004 στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός της Ισπανίας.

28      Κατά συνέπεια, στις 25 Οκτωβρίου 2007, η γραμματεία της Servicio Ejecutivo κίνησε διαδικασία έρευνας κατά της Jyske, προσάπτοντάς της, μεταξύ άλλων, παράβαση των διατάξεων του νόμου 19/1993.

29      Κατά το πέρας της έρευνας αυτής, στις 17 Απριλίου 2009, το Consejo de Ministros έκρινε ότι η Jyske, μη ανταποκριθείσα στις υποχρεώσεις πληροφορήσεως τις οποίες υπέχει από τον νόμο 19/1993, διέπραξε σοβαρότατη παράβαση οριζόμενη ως ακολούθως: «[άρνηση] ή απροθυμία να παράσχει τις συγκεκριμένες πληροφορίες που είχε ζητήσει γραπτώς η Servicio Ejecutivo» και «[παράβαση της υποχρεώσεως] να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που ορίστηκαν με κανονισμό (συστηματικές αναφορές)». Κατά συνέπεια, διατύπωσε κατά της Jyske δύο δημόσιες επιπλήξεις και της επέβαλε δύο χρηματικές κυρώσεις συνολικού ύψους 1 700 000 ευρώ.

30      Στις 30 Απριλίου 2009, η Jyske κατέθεσε κατά της αποφάσεως αυτής αίτηση θεραπείας ενώπιον του Consejo de Ministros, το οποίο την απέρριψε στις 23 Οκτωβρίου 2009. Η Jyske άσκησε τότε διοικητική προσφυγή ενώπιον του Tribunal Supremo. Προς στήριξη της προσφυγής της, υποστηρίζει ότι, δυνάμει της οδηγίας 2005/60, υπέχει υποχρέωση πληροφορήσεως μόνον έναντι των αρχών του Γιβραλτάρ και ότι η ισπανική νομοθεσία, στο μέτρο που εκτείνει την εν λόγω υποχρέωση στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ισπανία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της οδηγίας αυτής.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί ένα κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60 […], να απαιτήσει να διαβιβάζονται υποχρεωτικά και απευθείας στις δικές του αρχές που είναι επιφορτισμένες με την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες οι πληροφορίες τις οποίες οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στο έδαφός του χωρίς να διαθέτουν σε αυτό μόνιμη εγκατάσταση, ή, αντιθέτως, η αίτηση παροχής πληροφοριών πρέπει να απευθύνεται στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένο το εκάστοτε υπόχρεο πιστωτικό ίδρυμα;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού

32      Το Βασίλειο της Ισπανίας εκτιμά ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο, καθόσον είναι καθαρώς υποθετικής φύσεως και ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, στο μέτρο που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60, η οποία έπρεπε να μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη το αργότερο στις 15 Δεκεμβρίου 2007, ενώ οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απευθύνονταν στη Jyske απεστάλησαν κατά το χρονικό διάστημα από 30 Ιανουαρίου έως 12 Ιουνίου 2007.

33      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως, ώστε να είναι σε θέση να εκδώσει τη δική του απόφαση, όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2013, C‑416/10, Križan κ.λπ., σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Επομένως, τα ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή. Άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 2010, C‑570/07 και C‑571/07, Blanco Pérez και Chao Gómez, Συλλογή 2010, σ. I‑4629, σκέψη 36, καθώς και της 5ης Ιουλίου 2012, C‑509/10, Geistbeck, σκέψη 48).

35      Η οδηγία 2005/60, της οποίας ζητείται η ερμηνεία, τέθηκε σε ισχύ στις 15 Δεκεμβρίου 2005, ήτοι πριν από τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απηύθυνε η Servicio Ejecutivo στη Jyske στις 30 Ιανουαρίου και στις 12 Ιουνίου 2007. Εξάλλου, ασφαλώς μεν η προθεσμία για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο έληξε μόλις στις 15 Δεκεμβρίου 2007, η διαφορά, όμως, της κύριας δίκης αφορά τη νομιμότητα της αποφάσεως την οποία εξέδωσε έναντι της Jyske το Consejo de Ministros στις 23 Οκτωβρίου 2009, ήτοι μετά τη λήξη αυτής της προθεσμίας μεταφοράς.

36      Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

37      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60 έχει την έννοια ότι αντίκειται σ’ αυτό εθνική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών να γνωστοποιούν τις ζητούμενες πληροφορίες για την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες απευθείας στη ΜΧΠ του εν λόγω κράτους μέλους.

38      Υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση σε δικαστήριο που έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρθηκε διατυπώνοντας το ερώτημά του (απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, C‑230/06, Militzer & Münch, Συλλογή 2008, σ. I‑1895, σκέψη 19).

39      Εν προκειμένω, η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60, αλλ’ απαιτεί να ληφθούν επίσης υπόψη, αφενός, το σύνολο των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας καθώς και της αποφάσεως 2000/642 και, αφετέρου, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

 Επί της οδηγίας 2005/60

40      Όσον αφορά το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ρητώς ότι τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτής απορρέουσες υποχρεώσεις οφείλουν να διαβιβάζουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκονται.

41      Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ισπανική Κυβέρνηση, οι όροι «του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο το οποίο […] διαβιβάζει [τις εν λόγω πληροφορίες]» δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως αναφερόμενοι, στην περίπτωση δραστηριότητας την οποία η εμπλεκόμενη οντότητα ασκεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής όπου ασκείται η δραστηριότητα αυτή.

42      Πράγματι, αφενός, η ερμηνεία αυτή δεν ανταποκρίνεται στη συνήθη έννοια των επίμαχων όρων. Αφετέρου, το άρθρο 22, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας δεν διακρίνει μεταξύ των παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εντός του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η οντότητα και εκείνων που πραγματοποιούνται εντός άλλων κρατών μελών υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ούτε, κατά μείζονα λόγο, αναφέρει, όσον αφορά τις παροχές που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ότι η αρμόδια ΜΧΠ είναι εκείνη του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες.

43      Επομένως, το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι επιβάλλει στις οντότητες τις οποίες αφορά την υποχρέωση να διαβιβάζουν τις απαιτούμενες πληροφορίες στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκονται, ήτοι, στην περίπτωση πράξεων που διενεργούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στη ΜΧΠ του κράτους μέλους καταγωγής.

44      Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί κατά πόσον η διάταξη αυτή εμποδίζει το κράτος μέλος υποδοχής να απαιτήσει από πιστωτικό ίδρυμα που ασκεί δραστηριότητες στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών να διαβιβάσει απευθείας τις σχετικές πληροφορίες στη δική του ΜΧΠ.

45      Πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί, συναφώς, ότι το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60 δεν απαγορεύει ρητώς αυτή τη δυνατότητα.

46      Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η οδηγία 2005/60 στηρίζεται μεν, ασφαλώς, σε διπλή νομική βάση, ήτοι στο άρθρο 47, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρο 53, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) καθώς και στο άρθρο 95 ΕΚ (νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ), και αποσκοπεί έτσι και στη διασφάλιση της καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, έχει πάντως ως κύριο σκοπό την πρόληψη της χρησιμοποιήσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο της και τις αιτιολογικές της σκέψεις όσο και από το γεγονός ότι εκδόθηκε, όπως και η προηγηθείσα οδηγία 91/308, εντός ενός διεθνούς πλαισίου, με σκοπό να εφαρμόζονται και να καταστούν δεσμευτικές εντός της Ένωσης οι συστάσεις της Ομάδας Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης (GAFI), που αποτελεί τον κυριότερο διεθνή οργανισμό για την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

47      Κατά συνέπεια, μια ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, σκοπός της οποίας είναι να παράσχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, επιδιώκει σκοπό συγκρίσιμο με εκείνον της οδηγίας 2005/60.

48      Τρίτον, η οδηγία 2005/60 δεν στερεί από αρχές του κράτους μέλους όπου πραγματοποιούνται οι ύποπτες πράξεις ή συναλλαγές την αρμοδιότητα να ερευνούν και να διώκουν τις συνιστάμενες σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες παραβάσεις. Τέτοια ακριβώς περίπτωση συντρέχει όταν οι πράξεις αυτές διενεργούνται μέσω του καθεστώτος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

49      Επομένως, ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα που ασκούν δραστηριότητες στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών να διαβιβάζουν απευθείας τις απαιτούμενες πληροφορίες στη δική του ΜΧΠ δεν αντιβαίνει, καταρχήν, στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60, εφόσον μια τέτοια ρύθμιση αποσκοπεί στην ενίσχυση, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, της αποτελεσματικότητας της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

50      Συνεπώς, μια τέτοια ρύθμιση δεν μπορεί να διακυβεύσει τις αρχές τις οποίες θεσπίζει η οδηγία 2005/60 όσον αφορά τις υποχρεώσεις αναφοράς που υπέχουν οι οντότητες που υπόκεινται στη ρύθμιση αυτή ούτε να βλάψει την αποτελεσματικότητα των υφισταμένων μορφών συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ, όπως προβλέπονται από την απόφαση 2000/642.

51      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι η θέσπιση από κράτος μέλος ρυθμίσεως η οποία επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος και δραστηριοποιούνται στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών την υποχρέωση να διαβιβάζουν απευθείας στη δική του ΜΧΠ τις αναγκαίες πληροφορίες για την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας δεν απαλλάσσει τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία αναφέρεται η οδηγία 2005/60 από την υποχρέωση παροχής των απαιτουμένων πληροφοριών στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκονται, σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας αυτής.

52      Αφετέρου, όσον αφορά τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ, όπως προβλέπονται από την οδηγία 2005/60 και την απόφαση 2000/642, από την αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι «[λαμβανομένου] υπόψη το[υ] διεθν[ούς] χαρακτήρα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ, όπως προβλέπει η απόφαση 2000/642 […], συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενωσιακού δικτύου ΜΧΠ».

53      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι η οδηγία 2005/60 προβλέπει μεν πλείονες συγκεκριμένες και λεπτομερείς υποχρεώσεις όσον αφορά την εποπτεία των πελατών, την αναφορά στοιχείων και τη φύλαξη εγγράφων, τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να αναθέτουν στα πιστωτικά ιδρύματα, όμως, αντιθέτως, όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ, η ίδια δεν προβλέπει καμία υποχρέωση ή διαδικασία, αλλ’ απλώς διευκρινίζει, στο άρθρο 38, ότι η «Επιτροπή παρέχει τη συνδρομή που απαιτείται ενδεχομένως για τη διευκόλυνση του συντονισμού, [συμ]περιλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών, μεταξύ [των] ΜΧΠ εντός της Κοινότητας».

54      Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης ουδεμία διάταξη της αποφάσεως 2000/642 παραβιάζει αν η ΜΧΠ του κράτους μέλους που θεσπίζει τη ρύθμιση αυτή δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της να συνεργάζεται με τις ΜΧΠ των λοιπών κρατών μελών και, αμοιβαίως, διατηρεί αμετάβλητο το δικαίωμα να τους ζητεί τη διαβίβαση εγγράφων ή πληροφοριών προς τον σκοπό της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

55      Πράγματι, τέτοια ρύθμιση δεν θίγει τον μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ των ΜΧΠ που προβλέπεται από την απόφαση 2000/642, αλλά, στο περιθώριο του μηχανισμού αυτού, προβλέπει ένα μέσο που επιτρέπει στη ΜΧΠ του ενδιαφερομένου κράτους μέλους να λαμβάνει απευθείας πληροφορίες στην ειδική περίπτωση δραστηριότητας ασκουμένης στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

56      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν αντιβαίνει στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60 εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης αν η ρύθμιση αυτή πληροί τις προϋποθέσεις που διατυπώνονται στις σκέψεις 49 έως 51 και 54 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί του άρθρου 56 ΣΛΕΕ

57      Προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρείται το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια της σκέψεως 49 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει ακόμα να εξεταστεί αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ επιτρέπει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει υπηρεσίες εντός του ενδιαφερομένου κράτους μέλους χωρίς να είναι εγκατεστημένο στο έδαφός του υποχρεούται να διαβιβάζει απευθείας στη ΜΧΠ του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής τις αναφορές περί υπόπτων πράξεων και τις πληροφορίες τις οποίες του ζητεί η αρχή αυτή.

58      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως που υφίσταται πάροχος υπηρεσιών είτε λόγω της ιθαγένειάς του είτε λόγω του ότι είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος εντός του οποίου παρέχεται η υπηρεσία, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμα και αν εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρόχους υπηρεσιών όσο και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών, εφόσον μπορεί να αποκλείσει, να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις υπηρεσίες του παρόχου ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες (αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1999, C‑369/96 και C‑376/96, Arblade κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑8453, σκέψη 33, καθώς και της 19ης Δεκεμβρίου 2012, C‑577/10, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59      Ρύθμιση ενός πρώτου κράτους μέλους, όπως η επίδικη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στο έδαφος του πρώτου αυτού κράτους μέλους, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από το έδαφος άλλου κράτους μέλους, την υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες απευθείας στη ΜΧΠ του πρώτου κράτους μέλους συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον συνεπάγεται δυσκολίες και πρόσθετες δαπάνες για τις δραστηριότητες που ασκούνται υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και προστίθεται στους ελέγχους που ήδη πραγματοποιούνται εντός του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το εν λόγω ίδρυμα, αποθαρρύνοντας έτσι το ίδρυμα αυτό να ασκήσει τις εν λόγω δραστηριότητες.

60      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εθνική ρύθμιση διέπουσα τομέα ο οποίος δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης και εφαρμοζόμενη αδιακρίτως επί κάθε προσώπου ή επιχειρήσεως που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους μπορεί, παρά το περιοριστικό αποτέλεσμά της για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να δικαιολογείται εφόσον ικανοποιεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ο οποίος δεν διασφαλίζεται ήδη από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου αυτός είναι εγκατεστημένος και εφόσον η εν λόγω ρύθμιση είναι πρόσφορη για την εξασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού τον οποίο επιδιώκει και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού μέτρου (βλ. προμνησθείσα απόφαση Arblade κ.λπ., σκέψεις 34 και 35, καθώς και απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑168/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2006, σ. I‑9041, σκέψη 37).

61      Η καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης. Πράγματι, η οδηγία 2005/60 συνιστά ελάχιστη εναρμόνιση, ειδικότερα δε το άρθρο 5 της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις, εφόσον οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην ενίσχυση της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

–       Επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος

62      Η πρόληψη και η καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας συνιστούν θεμιτούς σκοπούς στους οποίους τα κράτη μέλη έχουν συμφωνήσει τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στο επίπεδο της Ένωσης.

63      Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2005/60, η οποία αποσκοπεί στην εφαρμογή, σε επίπεδο Ένωσης, των συστάσεων της GAFI, «η μαζική ροή χρημάτων που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες δύναται να επιφέρει ζημία στη σταθερότητα και τη φήμη του χρηματοπιστωτικού τομέα και συνιστά απειλή για την ενιαία αγορά, η δε τρομοκρατία κλονίζει τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας μας». Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω οδηγίας υπογραμμίζει ότι «οι μετερχόμενοι τη νομιμοποίηση των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και οι χρηματοδοτούντες την τρομοκρατία ενδέχεται να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και την ελεύθερη παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που συνεπάγεται ο ενιαίος χρηματοπιστωτικός χώρος για να διευκολύνουν τις παράνομες δραστηριότητές τους».

64      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι η καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που άπτεται του σκοπού της προστασίας της δημοσίας τάξεως, συνιστά θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2011, C‑212/08, Zeturf, Συλλογή 2011, σ. Ι-5633, σκέψεις 45 και 46).

–       Πρόσφορο της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως προς επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει

65      Δεδομένου ότι οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα προς καταλογισμό, δίωξη και καταστολή παραβάσεων όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που διαπράττονται στο έδαφός του, δικαιολογείται να διαβιβάζονται στη ΜΧΠ του εν λόγω κράτους μέλους οι πληροφορίες σχετικά με τις ύποπτες πράξεις που πραγματοποιούνται στο έδαφός του. Μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να απαιτεί, οσάκις υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς τη νομιμότητα μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής, τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που κρίνει χρήσιμες ώστε να είναι οι εθνικές αρχές σε θέση να εκπληρώσουν την αποστολή τους και, ενδεχομένως, να διώξουν και να τιμωρήσουν τους υπευθύνους.

66      Εξάλλου, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 109 των προτάσεών του, μια τέτοια ρύθμιση παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εποπτεύει το σύνολο των χρηματοοικονομικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα στο έδαφός του, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο αυτά έχουν αποφασίσει να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, μέσω κύριας εγκαταστάσεως ή υποκαταστήματος ή μέσω καθεστώτος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Έτσι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία εθνική νομοθεσία είναι πρόσφορη προς διασφάλιση της επιτεύξεως του προβαλλομένου σκοπού μόνον αν αποσκοπεί πράγματι στην επίτευξή του με συνοχή και συστηματικότητα (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, C‑169/07, Hartlauer, Συλλογή 2009, σ. I‑1721, σκέψη 55), όλοι οι επιχειρηματίες υπόκεινται σε παρόμοιες υποχρεώσεις εφόσον ασκούν τις δραστηριότητές τους στο ίδιο εθνικό έδαφος και προσφέρουν παρόμοιες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες οι οποίες μπορούν, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, να χρησιμοποιηθούν για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

67      Κατά συνέπεια, εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει τη διαβίβαση στη ΜΧΠ του κράτους μέλους υποδοχής πληροφοριών σχετικά με τις πράξεις που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους φαίνεται μέτρο πρόσφορο προς επίτευξη, κατά ουσιαστικό και συνεκτικό τρόπο, του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω εθνική ρύθμιση.

–       Αναλογικότητα

68      Κατά πάγια νομολογία, ένα περιοριστικό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μέτρο δεν είναι δυσανάλογο μόνον αν είναι πρόσφορο προς διασφάλιση της υλοποιήσεως των σκοπών που επιδιώκει και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2006, C‑255/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2006, σ. I‑5251, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

69      Για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, το κράτος μέλος πρέπει να μπορεί να λάβει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον εντοπισμό και τη δίωξη τυχόν περιπτώσεων συναφών παραβάσεων που διαπράττονται στο έδαφός του ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα εγκατεστημένα στο έδαφός του.

70      Ωστόσο, ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών την υποχρέωση να παρέχουν απευθείας τις εν λόγω πληροφορίες στη δική του ΜΧΠ είναι δυσανάλογη αν ο μηχανισμός τον οποίο προβλέπει το άρθρο 22 της οδηγίας 2005/60, σε συνδυασμό με την απόφαση 2000/642, επιτρέπει ήδη στην εν λόγω ΜΧΠ να λαμβάνει τις πληροφορίες αυτές μέσω της ΜΧΠ του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το πιστωτικό ίδρυμα και να καταπολεμά εξίσου αποτελεσματικά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

71      Πράγματι, η δυνατότητα της ΜΧΠ του κράτους μέλους υποδοχής να λαμβάνει τις απαραίτητες πληροφορίες από τη ΜΧΠ του κράτους μέλους καταγωγής συνεπάγεται, για το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα, μικρότερη διοικητική και οικονομική επιβάρυνση σε σχέση προς την υποχρέωση παροχής των εν λόγω πληροφοριών απευθείας στη ΜΧΠ του κράτους μέλους υποδοχής. Αφενός, ενδέχεται η ΜΧΠ του κράτους μέλους καταγωγής να έχει ήδη στην κατοχή της τις ζητούμενες πληροφορίες εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να της διαβιβάζει τις πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60. Αφετέρου, στην περίπτωση που η ΜΧΠ του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το πιστωτικό ίδρυμα χρειαστεί να τις ζητήσει, με τη σειρά της, από το εν λόγω ίδρυμα, η διοικητική επιβάρυνση επίσης θα είναι μικρότερη, στο μέτρο που το πιστωτικό ίδρυμα θα οφείλει να απαντήσει σε μία μόνον αρχή.

72      Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί κατά πόσον ο μηχανισμός συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών που καθιερώνεται με την απόφαση 2000/642 παρέχει στο κράτος μέλος υποδοχής τη δυνατότητα να καταπολεμά σε κάθε περίπτωση αποτελεσματικά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε σχέση προς τις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

73      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτός ο μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ ΜΧΠ εμφανίζει ορισμένα κενά.

74      Καταρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η απόφαση 2000/642 προβλέπει σημαντικές εξαιρέσεις από την υποχρέωση της ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται η αίτηση να διαβιβάσει τις ζητούμενες πληροφορίες στην αιτούσα ΜΧΠ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, παράγραφος 3, της αποφάσεως αυτής προβλέπει ότι μια ΜΧΠ μπορεί να αρνηθεί να αποκαλύψει πληροφορίες η κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να παραβλάψει μια ποινική έρευνα που εκκρεμεί στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή οσάκις η δημοσιοποίηση των πληροφοριών θα είχε σαφώς δυσανάλογα αποτελέσματα σε σχέση προς τα θεμιτά συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή του εν λόγω κράτους μέλους, ή ακόμα οσάκις μια τέτοια δημοσιοποίηση θα προσέκρουε σε βασικές αρχές του εθνικού δικαίου, χωρίς ωστόσο να ορίζει τις έννοιες αυτές.

75      Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά την καταπολέμηση των φαινομένων νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας και, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά την πρόληψη των φαινομένων αυτών, η αντίδραση των αρχών πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ταχύτερη. Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/60 διευκρινίζει εξάλλου ρητώς ότι οι συναφείς πληροφορίες πρέπει να παρέχονται αμελλητί από τα πιστωτικά ιδρύματα, είτε με αυθόρμητη αναφορά των ύποπτων πράξεων είτε με την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών που ζητεί η αρμόδια ΜΧΠ. Κατά συνέπεια, η διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών απευθείας στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πραγματοποιούνται οι πράξεις φαίνεται να είναι το πλέον ενδεδειγμένο μέσο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

76      Περαιτέρω, η απόφαση 2000/642 δεν προβλέπει προθεσμία για τη διαβίβαση των πληροφοριών από τη ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται η αίτηση, ούτε κύρωση σε περίπτωση μη εκτελέσεως ή αδικαιολόγητης αρνήσεως της εν λόγω ΜΧΠ να διαβιβάσει τις ζητηθείσες πληροφορίες.

77      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφυγή στον μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ των ΜΧΠ για τη λήψη των αναγκαίων πληροφοριών για την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες προκειμένου για δραστηριότητες που ασκούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

78      Αφενός, στο πλαίσιο αυτό, ακριβώς η ΜΧΠ του κράτους μέλους υποδοχής στο έδαφος του οποίου πραγματοποιούνται οι παράνομες χρηματοοικονομικές συναλλαγές είναι εκείνη που γνωρίζει καλύτερα τους κινδύνους που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στο εθνικό έδαφος. Πράγματι, αυτή η ΜΧΠ ενημερώνεται για το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που ενδέχεται να συνδέονται με το οικονομικό έγκλημα στο εν λόγω έδαφος όχι μόνον από τα ιδρύματα ή τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η οδηγία 2005/60, αλλά και από το σύνολο των εθνικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη και την καταστολή του οικονομικού εγκλήματος, είτε πρόκειται για τις διοικητικές, δικαστικές ή κατασταλτικές αρχές είτε για τα όργανα εποπτείας των χρηματιστηριακών αγορών ή των παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων.

79      Αφετέρου, η ΜΧΠ, για να είναι σε θέση να ζητήσει την παροχή πληροφοριών μέσω του μηχανισμού συνεργασίας των ΜΧΠ τον οποίο προβλέπει η απόφαση 2000/642, πρέπει να έχει ήδη στην κατοχή της πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη υπονοιών για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Δεδομένου ότι οι αναφορές σχετικά με ύποπτες συναλλαγές γίνονται, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60, προς τη ΜΧΠ του κράτους μέλους καταγωγής, η δε απόφαση 2000/642 δεν προβλέπει υποχρέωση αυτεπάγγελτης διαβιβάσεώς τους στη ΜΧΠ του κράτους μέλους υποδοχής, η δεύτερη αυτή ΜΧΠ σπανίως θα διαθέτει πληροφορίες θεμελιώνουσες τις απαραίτητες υπόνοιες ώστε να απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών στη ΜΧΠ του κράτους μέλους καταγωγής.

80      Εξάλλου, η υποχρέωση αναφοράς στη ΜΧΠ του κράτους μέλους υποδοχής συνεπάγεται μεν έξοδα καθώς και πρόσθετες διοικητικές επιβαρύνσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τα έξοδα και τα βάρη αυτά, όμως, θα είναι αρκετά περιορισμένα εφόσον τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα υπέχουν ήδη υποχρέωση οργανώσεως της αναγκαίας υποδομής για τη διαβίβαση πληροφοριών στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται.

81      Υπό τις συνθήκες αυτές, εθνική ρύθμιση κράτους μέλους υποδοχής όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης ανταποκρίνεται στην επιταγή της αναλογικότητας στο μέτρο που δεν απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος να διαβιβάζουν, σχετικά με πράξεις πραγματοποιούμενες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τις αναγκαίες πληροφορίες για την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας απευθείας στη ΜΧΠ του κράτους υποδοχής παρά μόνον σε περίπτωση που δεν υφίσταται αποτελεσματικός μηχανισμός που να διασφαλίζει την πλήρη και ολοκληρωμένη συνεργασία των ΜΧΠ και να επιτρέπει την εξίσου αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

82      Εν προκειμένω, η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης ισπανική ρύθμιση επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία, μέσω υποκαταστημάτων ή μέσω ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ασκούν δραστηριότητες στην Ισπανία την υποχρέωση να γνωστοποιούν απευθείας στην ισπανική ΜΧΠ τις πράξεις που ενέχουν μεταφορές κεφαλαίων από ή προς ορισμένα εδάφη, υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος των συναλλαγών υπερβαίνει τα 30 000 ευρώ.

83      Η ρύθμιση αυτή, η οποία επιβάλλει τη γνωστοποίηση όχι όλων των κατά κανόνα αδιάφορων πράξεων που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών επί ισπανικού εδάφους, αλλά μόνον εκείνων οι οποίες, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που έχει καθορίσει ο εθνικός νομοθέτης, πρέπει να θεωρούνται ύποπτες, δεν είναι δυσανάλογη.

84      Τέλος, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 115 των προτάσεών του, η ρύθμιση αυτή, καθόσον υπάγει στις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει το σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και όλα τα αλλοδαπά πρόσωπα ή οντότητες που ασκούν δραστηριότητες στην Ισπανία μέσω κύριας εγκαταστάσεως, υποκαταστημάτων ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δεν φαίνεται να εισάγει διακρίσεις.

85      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

–        το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60 έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σ’ αυτό ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα να γνωστοποιούν τις πληροφορίες που ζητούνται στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας απευθείας στη ΜΧΠ του κράτους αυτού όταν τα ιδρύματα αυτά ασκούν τις δραστηριότητές τους επί του εθνικού εδάφους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι με τη ρύθμιση αυτή δεν διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας καθώς και της αποφάσεως 2000/642·

–        το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σ’ αυτό μια τέτοια ρύθμιση αν δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, αν είναι πρόσφορη προς διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, αν δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου και αν εφαρμόζεται κατά τρόπο μη εισάγοντα διακρίσεις, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

–        μια τέτοια ρύθμιση είναι πρόσφορη προς επίτευξη του σκοπού της προλήψεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας αν επιτρέπει στο οικείο κράτος μέλος να εποπτεύει και να αναστέλλει πράγματι τις ύποπτες χρηματοοικονομικές συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν τις υπηρεσίες τους επί του εθνικού εδάφους και, εν ανάγκη, να διώκει και να τιμωρεί τους υπευθύνους·

–        η υποχρέωση που επιβάλλει η ρύθμιση αυτή στα πιστωτικά ιδρύματα που ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορεί να αποτελεί μέτρο μη δυσανάλογο σε σχέση προς την επίτευξη του σκοπού αυτού, εφόσον, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν υφίστατο αποτελεσματικός μηχανισμός που να διασφαλίζει πλήρη και ολοκληρωμένη συνεργασία των ΜΧΠ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

86      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σ’ αυτό ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα να γνωστοποιούν τις πληροφορίες που ζητούνται στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας απευθείας στη ΜΧΠ του κράτους αυτού όταν τα ιδρύματα αυτά ασκούν τις δραστηριότητές τους επί του εθνικού εδάφους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι με τη ρύθμιση αυτή δεν διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας καθώς και της αποφάσεως 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων για τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών των κρατών μελών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών.

Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σ’ αυτό μια τέτοια ρύθμιση αν δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, αν είναι πρόσφορη προς διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, αν δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου και αν εφαρμόζεται κατά τρόπο μη εισάγοντα διακρίσεις, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

–        μια τέτοια ρύθμιση είναι πρόσφορη προς επίτευξη του σκοπού της προλήψεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας αν επιτρέπει στο οικείο κράτος μέλος να εποπτεύει και να αναστέλλει πράγματι τις ύποπτες χρηματοοικονομικές συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν τις υπηρεσίες τους επί του εθνικού εδάφους και, εν ανάγκη, να διώκει και να τιμωρεί τους υπευθύνους·

–        η υποχρέωση που επιβάλλει η ρύθμιση αυτή στα πιστωτικά ιδρύματα που ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορεί να αποτελεί μέτρο μη δυσανάλογο σε σχέση προς την επίτευξη του σκοπού αυτού, εφόσον, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν υφίστατο αποτελεσματικός μηχανισμός που να διασφαλίζει πλήρη και ολοκληρωμένη συνεργασία των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.