Language of document : ECLI:EU:T:2009:429

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 10ης Νοεμβρίου 2009

Υπόθεση T-180/08 P

Giuseppe Tiralongo

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Μη παράταση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Αγωγή αποζημιώσεως – Προέλευση της ζημίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως βαρύνουσα το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 6ης Μαρτίου 2008 στην υπόθεση F-55/07, Tiralongo κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Giuseppe Tiralongo φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία – Διαφορετική εξέλιξη αναλόγως του αν υπάρχει ή δεν υπάρχει βλαπτική πράξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Λόγοι

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και απαγόρευση των διακρίσεων – Παραβίαση

1.      Η προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία διαφέρει αναλόγως του αν η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση είναι απόρροια πράξεως ενέχουσας βλαπτική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ή συμπεριφοράς της διοικήσεως μη ενέχουσας απόφαση. Στην πρώτη περίπτωση, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να υποβάλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, εντός των οριζομένων προθεσμιών, διοικητική ένσταση κατά της επίμαχης πράξεως. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, η διοικητική διαδικασία κινείται με την υποβολή αιτήσεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αποσκοπούσας σε αποζημίωση, συνεχίζεται δε, ενδεχομένως, με την υποβολή διοικητικής ενστάσεως βάλλουσας κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση.

Συνεπώς, η απάντηση στο ερώτημα αν η προβαλλόμενη ζημία οφείλεται σε βλαπτική πράξη ή σε συμπεριφορά της διοικήσεως μη ενέχουσα απόφαση είναι απαραίτητη προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρήθηκαν η προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία και οι προθεσμίες τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ και, ως εκ τούτου, κατά πόσον είναι παραδεκτή η αγωγή. Δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί είναι δημοσίας τάξεως, ο μόνος αρμόδιος για τον χαρακτηρισμό αυτόν είναι ο κοινοτικός δικαστής, ο οποίος δεν δεσμεύεται συναφώς από τον χαρακτηρισμό που έχουν δώσει οι διάδικοι.

Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας διοικούμενος, συντάσσοντας την αγωγή του κατά τρόπον που να αποφεύγει να αναφέρει ότι η ζημία οφείλεται στον παράνομο χαρακτήρα ορισμένων πράξεων, μπορεί να παρακάμψει την εφαρμογή των περί προθεσμιών κανόνων του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 24 και 25)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 22 Οκτωβρίου 1975, 9/75, Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 363, σκέψεις 10 και 11· ΔΕΚ, 19 Νοεμβρίου 1981, 106/80, Fournier κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2759, σκέψεις 15 έως 18· ΔΕΚ, 7 Οκτωβρίου 1987, 401/85, Schina κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3911, σκέψη 9· ΠΕΚ, 25 Φεβρουαρίου 1992, T‑64/91, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑243, σκέψεις 32 και 33· ΠΕΚ, 8 Οκτωβρίου 1992, T‑84/91, Meskens κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2335, σκέψη 33· ΠΕΚ, 1η Δεκεμβρίου 1994, T‑79/92, Ditterich κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑289 και II‑907, σκέψη 40· ΠΕΚ, 6 Νοεμβρίου 1997, T‑15/96, Liao κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑329 και II‑897, σκέψη 27· ΠΕΚ, 24 Μαρτίου 1998, T‑181/97, Meyer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑151 και II‑481, σκέψη 22· ΠΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1999, T‑253/97, Giegerich κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑233 και II‑1177, σκέψη 18· ΠΕΚ, 17 Μαΐου 2006, T‑241/03, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑111 και II‑A‑2‑517, σκέψη 52· ΠΕΚ, 11 Δεκεμβρίου 2007, T‑66/05, Sack κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 35

2.      Επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ, αφενός, των ενεργειών της διοικήσεως, είτε υπό μορφή βλαπτικών πράξεων είτε υπό μορφή συμπεριφορών μη ενεχουσών απόφαση, στις οποίες οφείλεται η ζημία και οι οποίες πάσχουν, καθ’ υπόθεση, από παρανομίες και, αφετέρου, αυτών καθαυτές των εν λόγω παρανομιών. Συνεπώς, τυχόν παραβάσεις των ισχυουσών διατάξεων ή παραβιάσεις των διαφόρων γενικών αρχών συνιστούν λόγους παρανόμου που καθιστούν ελαττωματικές τις πράξεις ή τις συμπεριφορές της διοικήσεως, δεν μπορούν, όμως, να αποτελέσουν, αυτές καθαυτές, ενέργειες της διοικήσεως.

Εφόσον δεν αμφισβητείται ότι ένα έγγραφο που ορίζει την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως υπαλλήλου αποτελεί βλαπτική πράξη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διοίκηση, απαντώντας στις επιστολές του υπαλλήλου με τις οποίες στην ουσία την καλεί να αναθεωρήσει την απόφαση αυτή, ενέργησε με συμπεριφορά μη ενέχουσα απόφαση, της οποίας εκδήλωση αποτέλεσαν απλώς κάθε ένα από τα επιβεβαιωτικά έγγραφά της. Η ερμηνεία αυτή θα επέτρεπε στον ενδιαφερόμενο να παρακάμψει τις προθεσμίες που ισχύουν για την αμφισβήτηση των βλαπτικών πράξεων, είτε μέσω αιτήσεως ακυρώσεως είτε μέσω αιτήσεως αποζημιώσεως, που προβλέπονται από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, καλώντας επανειλημμένως τη διοίκηση να αναθεωρήσει μια βλαπτική για αυτόν απόφαση. Πράγματι, η περιεχόμενη στη νομολογία αναφορά σε «συμπεριφορά» δεν αναφέρεται αναγκαστικά σε μια διαδοχή ενεργειών του κοινοτικού οργάνου, αλλά αποσκοπεί αποκλειστικά στη διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως στην οποία το όργανο έχει εκδώσει βλαπτική πράξη και των περιπτώσεων στις οποίες η συμπεριφορά του δεν ενέχει απόφαση.

(βλ. σκέψεις 27 και 38)

3.      Το ότι, προκειμένου να κριθεί ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη πλειόνων πράξεων ή συμπεριφορών της διοικήσεως δεν επιτρέπει να θεωρηθεί τυχόν παραβίαση των αρχών αυτών ως συμπεριφορά της διοικήσεως. Πράγματι, η παραβίαση μιας οποιασδήποτε αρχής του δικαίου δεν αποτελεί, αυτή καθαυτήν, ούτε πράξη ούτε συμπεριφορά της διοικήσεως μη ενέχουσα απόφαση, αλλά λόγο καθιστώντα παράνομη μια πράξη ή μια συμπεριφορά.

(βλ. σκέψη 36)