Language of document : ECLI:EU:C:2008:426

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 17ης Ιουλίου 2008 (*)

«Tομέας τηλεπικοινωνιών – Δίκτυα και υπηρεσίες – Τιμολογιακή αναπροσαρμογή – Άρθρο 4γ της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ – Άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/33/ΕΚ – Άρθρο 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 98/61/ΕΚ – Ρυθμιστική αρχή – Άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών – Τριγωνική σχέση»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑152/07 έως C‑154/07,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τις οποίες υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) με αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2006, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 20 Μαρτίου 2007, στο πλαίσιο της δίκης

Arcor AG & Co. KG (C‑152/07),

Communication Services TELE2 GmbH (C‑153/07),

Firma 01051 Telekom GmbH (C‑154/07)

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

παρισταμένης της:

Deutsche Telekom AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts και L. Bay Larsen, προέδρους τμήματος, K. Schiemann, J. Makarczyk, P. Kūris (εισηγητή), E. Juhász, A. Ó Caoimh, P. Lindh και J.-C. Bonichot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Φεβρουαρίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Arcor AG & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τους T. Bosch και D. Herrmann, Rechtsanwälte,

–        η Communication Services TELE2 GmbH, εκπροσωπούμενη από τον P. Rädler, Rechtsanwalt,

–        η Firma 01051 Telekom GmbH, εκπροσωπούμενη από τους M. Schütze και M. Salevic, Rechtsanwälte,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Scherer και J. Hagelberg, Rechtsanwälte,

–        η Deutsche Telekom AG, εκπροσωπούμενη από τους T. Mayen και U. Karpenstein, Rechtsanwälte,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη V. Jackson και τον M. Hoskins,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun και την K. Mojzesowicz,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία, αφενός, της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 192, σ. 10), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996 (ΕΕ L 74, σ. 13, στο εξής: οδηγία 90/388), και, αφετέρου, της οδηγίας 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στον χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) (ΕΕ L 199, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 (ΕΕ L 268, σ. 37, στο εξής: οδηγία 97/33).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τριών αναιρέσεων που άσκησαν αντίστοιχα οι Arcor AG & Co. KG (στο εξής: Arcor), Communication Services TELE2 GmbH (στο εξής: TELE2) και Firma 01051 Telekom GmbH (στο εξής: 01051 Telekom), φορείς εκμεταλλεύσεως δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων, κατά της Bundesrepublik Deutschland, εκπροσωπούμενης από την Bundesnetzagentur für Elektrizität, Gas, Telekommunikation, Post und Eisenbahnen (ομοσπονδιακή υπηρεσία των δικτύων για το ηλεκτρικό ρεύμα, το φυσικό αέριο, τις τηλεπικοινωνίες, το ταχυδρομείο και τους σιδηροδρόμους, στο εξής: ρυθμιστική αρχή), παρισταμένης δε της Deutsche Telekom AG (στο εξής: Deutsche Telekom), σχετικά με απόφαση της ρυθμιστικής αρχής της 29ης Απριλίου 2003, με την οποίαν η τελευταία ενέκρινε, από 1ης Ιουλίου 2003, μια εισφορά συνδέσεως ύψους 0,004 ευρώ ανά λεπτό επί του τέλους των επικοινωνιών για συνδέσεις προερχόμενες από το εθνικό τηλεφωνικό δίκτυο τηλεπικοινωνιών της Deutsche Telekom προς διασυνδεδεμένη συνεργαζόμενη εταιρία ως φορέα δικτύου συνδέσεων για τις τοπικές επικοινωνίες [στο εξής: παροχή Telekom-B2 (τοπική)].

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3        Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/19 αναφέρει τα εξής:

«[...] [π]ροκειμένου να ολοκληρώσουν οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών την προπαρασκευή τους για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού και ιδιαίτερα να εξακολουθήσουν την αναγκαία προσαρμογή των τιμολογίων τους, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν τα ισχύοντα ειδικά και αποκλειστικά δικαιώματα όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1998. Τα κράτη μέλη με λιγότερο ανεπτυγμένα δίκτυα ή με πολύ μικρά δίκτυα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να τύχουν προσωρινής εξαίρεσης, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από την ανάγκη να προβούν σε διαρθρωτικές προσαρμογές και μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίος για τις προσαρμογές αυτές. Στα κράτη μέλη αυτά θα πρέπει να χορηγείται, εφόσον το ζητήσουν, μία πρόσθετη μεταβατική περίοδος μέχρι πέντε και μέχρι δύο ετών αντίστοιχα, εφόσον είναι αναγκαία για να ολοκληρώσουν τις απαιτούμενες διαρθρωτικές προσαρμογές. Τα κράτη μέλη τα οποία μπορούν να ζητήσουν την εν λόγω παρέκκλιση είναι η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία, όσον αφορά τα λιγότερο ανεπτυγμένα δίκτυα, και το Λουξεμβούργο, όσον αφορά τα πολύ μικρά δίκτυα. [...]»

4        Σύμφωνα με την εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/19:

«[...] Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξαλείψουν σταδιακά, το ταχύτερο δυνατόν, όλους τους αδικαιολόγητους περιορισμούς στην προοδευτική αναπροσαρμογή των τιμολογίων από τους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών και ιδίως όσους εμποδίζουν την προσαρμογή των τελών που δεν προσδιορίζονται από τις δαπάνες και αυξάνουν το κόστος της παροχής καθολικής υπηρεσίας. [...]»

5        Το άρθρο 4γ, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 90/388, το οποίο εισήχθη με το άρθρο 1, σημείο 6, της οδηγίας 96/19, ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών τους να αναπροσαρμόζουν τα τιμολόγιά τους λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εξασφάλισης μιας καθολικής υπηρεσίας, και, ιδίως, τα κράτη μέλη τους επιτρέπουν να αναπροσαρμόζουν τα ισχύοντα τέλη που δεν ευθυγραμμίζονται με τις σχετικές δαπάνες και που αυξάνουν το κόστος παροχής της καθολικής υπηρεσίας, ώστε τα τιμολόγια να βασίζονται στο πραγματικό κόστος. Τα κράτη μέλη που δεν μπορούν να ολοκληρώσουν την αναπροσαρμογή αυτή πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998 θα υποβάλουν έκθεση στην Επιτροπή για τη μελλοντική σταδιακή εξάλειψη των εναπομενουσών τιμολογιακών ανισορροπιών με σχετικό λεπτομερές χρονοδιάγραμμα εφαρμογής.»

6        Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/33 έχει ως εξής:

«Τα τέλη διασύνδεσης ακολουθούν τις αρχές της διαφάνειας και του προσανατολισμού προς το κόστος. Ο οργανισμός ο οποίος παρέχει διασύνδεση με τις διευκολύνσεις του φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι τα τέλη υπολογίζονται βάσει του πραγματικού κόστους, συμπεριλαμβανομένου ενός λογικού ποσοστού απόδοσης της επένδυσης. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να ζητούν από έναν οργανισμό να αιτιολογεί πλήρως τα τέλη διασύνδεσης που επιβάλλει και, όπου αυτό είναι σκόπιμο, απαιτούν προσαρμογή των τελών. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και στους οργανισμούς του παραρτήματος Ι, μέρος 3, οι οποίοι έχουν κοινοποιηθεί από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά σε ό,τι αφορά την εθνική αγορά διασύνδεσης.»

7        Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33, το οποίο προστέθηκε από την οδηγία 98/61:

«Οι εθνικές κανονιστικές αρχές απαιτούν τουλάχιστον από τους οργανισμούς που αναλαμβάνουν τη λειτουργία των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων όπως αναφέρονται στο τμήμα 1 του παραρτήματος Ι και οι οποίοι έχουν κοινοποιηθεί από τις εθνικές κανονιστικές αρχές ως οργανισμοί με σημαντική ισχύ στην αγορά, να επιτρέπουν στους συνδρομητές τους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που χρησιμοποιούν ISDN, την πρόσβαση σε μεταγόμενες υπηρεσίες οιουδήποτε διασυνδεδεμένου φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών διαθεσίμων στο κοινό. Οι απαραίτητες διαρρυθμίσεις πρέπει να είναι έτοιμες το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2000 ή, στις χώρες που έλαβαν επιπρόσθετη μεταβατική περίοδο, το ταχύτερο δυνατόν μετά τη λήξη αυτής της περιόδου αλλά όχι αργότερα από δύο έτη μετά από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία έχει συμφωνηθεί για την πλήρη ελευθέρωση των υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας, επιτρέποντας στους συνδρομητές να επιλέγουν τις υπηρεσίες αυτές μέσω προεπιλογής και παρέχοντας παράλληλα τη δυνατότητα αναίρεσης οποιασδήποτε προεπιλογής κατά την εκτέλεση συγκεκριμένης κλήσης με τη χρησιμοποίηση σύντομου προθέματος.

Οι εθνικές κανονιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η τιμολόγηση της διασύνδεσης που αφορά τη διευκόλυνση αυτή είναι προσανατολισμένη προς το κόστος και ότι οποιεσδήποτε άμεσες επιβαρύνσεις των καταναλωτών δεν ενεργούν ως αντικίνητρο για τη χρήση αυτής της διευκόλυνσης.»

 Η εθνική νομοθεσία

8        Το άρθρο 43, παράγραφος 6, του νόμου περί τηλεπικοινωνιών (Telekommunikationsgesetz), της 25ης Ιουλίου 1996 (BGBl. 1996 I, σ. 1120, στο εξής: TKG 1996), όπως τροποποιήθηκε με τον πρώτο τροποποιητικό νόμο του νόμου περί τηλεπικοινωνιών (Erste Gesetz zur Änderung des Telekommunikationsgesetzes), της 21ης Οκτωβρίου 2002 (BGB1. 2002 I, σ. 4186), ορίζει τα εξής:

«Οι φορείς εκμεταλλεύσεως δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση, κατά την έννοια του άρθρου 19 του νόμου περί περιορισμών του ανταγωνισμού [(Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen)], οφείλουν, βάσει του τρίτου εδαφίου, να διασφαλίζουν ότι στα δίκτυά τους κάθε χρήστης έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών όλων των φορέων εκμεταλλεύσεως δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων που διασυνδέονται άμεσα, τόσο επιλέγοντας τον φορέα με διαδικασία μεμονωμένης επιλογής, διά του σχηματισμού συγκεκριμένου προθέματος, όσο και με προεπιλογή του φορέα· στην τελευταία αυτή περίπτωση, βεβαίως, εννοείται ότι πρέπει να υφίσταται για όλες τις κλήσεις η δυνατότητα αναιρέσεως της προκαθορισμένης προεπιλογής με τον σχηματισμό του προθέματος άλλου φορέα. Ο χρήστης πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί διάφορες εκ των προτέρων ρυθμίσεις για τις τοπικές και μακρινές συνδέσεις. Στο πλαίσιο της εφαρμογής της διασυνδέσεως των δικτύων που πρέπει να υλοποιηθεί για την εκτέλεση της υποχρεώσεως αυτής, πρέπει να διασφαλίζεται, οσάκις λαμβάνονται αποφάσεις κατ’ εφαρμογήν του τρίτου, τέταρτου και έκτου τμήματος του παρόντος νόμου, ότι διατηρούνται ελκυστικές οι αποτελεσματικές επενδύσεις στους εξοπλισμούς υποδομής, οι οποίες εγγυώνται μακροπρόθεσμα ισχυρότερο ανταγωνισμό, καθώς και ότι το υφιστάμενο δίκτυο χρησιμοποιείται αποτελεσματικά και εγγυάται τη δυνατότητα προσβάσεως σε κάθε σημείο του δικτύου, συμπεριλαμβανομένου του αμέσως ανώτερου κλιμακίου. Ταυτοχρόνως, πρέπει να διασφαλίζεται ειδικότερα ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως δικτύου τον οποίον έχει επιλέξει ο χρήστης συμμετέχει δεόντως στο κόστος της συνδέσεως που τίθεται στη διάθεση του χρήστη. Η ρυθμιστική αρχή μπορεί να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει την υποχρέωση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, στο μέτρο που κάτι τέτοιο δικαιολογείται από τεχνικής απόψεως. Για τους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων κινητής τηλεφωνίας, η υποχρέωση της παροχής δυνατότητας επιλογής ή προεπιλογής φορέα αναστέλλεται. Θα επανεξεταστεί στο πλαίσιο της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των απαιτήσεων του άρθρου 19, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών [(οδηγία καθολικής υπηρεσίας)] (ΕΕ L 108, σ. 51).»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι, μετά από αίτηση της Deutsche Telekom, η ρυθμιστική αρχή ενέκρινε, με απόφαση της 29ης Απριλίου 2003, την επιβολή, από 1ης Ιουλίου 2003 και μέχρι 30 Νοεμβρίου 2003, εισφοράς συνδέσεως ύψους 0,004 ευρώ ανά λεπτό επί των τελών επικοινωνιών για την παροχή Telekom-B2 (τοπική). Η έγκριση αυτή εκτεινόταν στο σύνολο των διασυνδέσεων που συμφωνήθηκαν ή επιβλήθηκαν μέχρι τις 7 Μαΐου 2003. Η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 6, τέταρτη περίοδος, του TKG 1996 και αιτιολογήθηκε από το γεγονός ότι το κόστος συνδέσεως των συνδρομητών δεν είχε καλυφθεί από τα τέλη ενεργοποιήσεως της συνδέσεως των συνδρομητών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ελλείμματος.

10      Με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, η ρυθμιστική αρχή κατάργησε την απόφαση της 29ης Απριλίου 2003, με το αιτιολογικό ότι εξέλιπε, ως προς την Deutsche Telekom, το έλλειμμα από το κόστος συνδέσεως, καθώς είχε εν τω μεταξύ εγκριθεί αύξηση του τέλους που κατέβαλλε ο τελικός πελάτης για την ενεργοποίηση της συνδέσεως συνδρομητή.

11      Η Arcor, η TELE2 και η 01051 Telekom άσκησαν η καθεμία από μια προσφυγή κατά της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2003 ενώπιον του Verwaltungsgericht Köln (διοικητικού δικαστηρίου της Κολωνίας).

12      Με αποφάσεις της 3ης Νοεμβρίου 2005, το δικαστήριο αυτό ακύρωσε την εν λόγω απόφαση.

13      Κατά των αποφάσεων αυτών, άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου) όλοι οι διάδικοι της κύριας δίκης στην υπόθεση C-152/07 και οι αναιρεσίβλητες και παρεμβαίνουσες της κύριας δίκης στις υποθέσεις C-153/07 και C-154/07.

14      Στο πλαίσιο αυτό, το Bundesverwaltungsgericht αποφάσισε, και στις τρεις υποθέσεις των κυρίων δικών, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν η οδηγία 90/388 […] και η οδηγία 97/33 […] την έννοια ότι απαγορεύουν στην εθνική ρυθμιστική αρχή να υποχρεώνει τον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδέσεως, το οποίο είναι διασυνδεδεμένο με δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, να καταβάλει για το έτος 2003, στον φορέα του δικτύου συνδρομητών που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, εισφορά για την κάλυψη του ελλείμματος που προκαλεί στον τελευταίο η διάθεση της συνδέσεως των συνδρομητών;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως [...], πρέπει το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί προσφυγής κατά της εγκρίσεως της επιβολής εισφοράς στον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδέσεως, να λάβει υπόψη την ασυμβατότητα μιας τέτοιας επιβαλλόμενης από το εθνικό δίκαιο υποχρεώσεως προς το κοινοτικό δίκαιο;»

15      Με διάταξη της 1ης Ιουνίου 2007, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C-152/07 έως C-154/07 για τη διευκόλυνση της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας και για την έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

16      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν οι οδηγίες 90/388 και 97/33 δεν επιτρέπουν τη δυνατότητα σε μια εθνική ρυθμιστική αρχή να υποχρεώνει τον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδέσεως που διασυνδέεται με δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο να καταβάλει εισφορά στον φορέα του δικτύου συνδρομητών που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, για την κάλυψη του ελλείμματος που προκαλεί στον τελευταίο η διάθεση της συνδέσεως των συνδρομητών.

17      Δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη στην κύρια δίκη εισφορά συνδέσεως, η οποία θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 6, τέταρτη περίοδος, του TKG 1996, είναι ξεχωριστή και καταβάλλεται επιπλέον του τέλους διασυνδέσεως, το οποίο στηρίζεται σε άλλη διάταξη του TKG 1996, στο άρθρο 39. Η αρχή της καταβολής της εν λόγω εισφοράς συνδέσεως εισήχθη κατά τη μεταφορά στο γερμανικό δίκαιο της οδηγίας 98/61. Το ύψος της εισφοράς συνδέσεως υπολογίζεται σε σχέση με το έλλειμμα που αντιμετωπίζει η Deutsche Telekom λόγω του ότι τα έσοδα από τη διάθεση συνδέσεων συνδρομητών δεν καλύπτουν το κόστος που συνδέεται με την αποτελεσματική διάθεση των συνδέσεων αυτών.

18      Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, η υποχρέωση συμμετοχής στα έξοδα συνδέσεως βαρύνει τον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδέσεως που έχει επιλέξει ο συνδρομητής με άμεση επιλογή ή με προεπιλογή. Εμφανίζεται, όμως, ως αντιστάθμισμα του ελλείμματος που υπάρχει στο επίπεδο των εξόδων συνδέσεως της Deutsche Telekom, φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδρομητών που κατέχει κυρίαρχη θέση στην αγορά, και όχι ως αντάλλαγμα για κάποια υπηρεσία που παρέχεται από τον εν λόγω φορέα στον φορέα του δικτύου συνδέσεως.

19      Επομένως, η επίδικη εισφορά συνδέσεως έχει ως σκοπό την επιβολή επιπλέον τέλους ως συμμετοχής στα έξοδα συνδέσεως των συνδρομητών, τα οποία δεν καλύπτονται από τις εισφορές των πελατών. Οφείλεται αποκλειστικά από τους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων συνδέσεως που έχουν συνάψει σύμβαση διασυνδέσεως με την Deutsche Telekom για τις παροχές άμεσης επιλογής ή προεπιλογής του φορέα στα τοπικά δίκτυα.

20      Από τη διατύπωση του άρθρου 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33 προκύπτει ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η τιμολόγηση της διασυνδέσεως, η οποία συνδέεται με την παροχή υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας που παρέχουν στον συνδρομητή τη δυνατότητα να επιλέγει τις υπηρεσίες αυτές μέσω προεπιλογής και ενός συστήματος που επιτρέπει την αναίρεση σε κάθε κλήση οποιασδήποτε προεπιλογής με τον σχηματισμό σύντομου προθέματος, είναι προσανατολισμένη προς το κόστος και ότι οι καταβαλλόμενες εισφορές δεν ενεργούν ως αντικίνητρο για τη χρήση της υπηρεσίας αυτής.

21      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι η επίδικη στην κύρια δίκη εισφορά συνδέσεως, η οποία εξαρτάται από την ύπαρξη συμφωνίας διασυνδέσεως για τις παροχές προεπιλογής ενός φορέα, καταβάλλεται από τους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων συνδέσεως και ότι παρεμβάλλεται στο πλαίσιο μιας αυξημένης ελευθερώσεως της αγοράς των τηλεπικοινωνιών.

22      Επομένως, η εν λόγω εισφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33 και πρέπει, ως εκ τούτου, να εφαρμοστούν σε αυτήν οι όροι καθορισμού του τέλους διασυνδέσεως stricto sensu, δηλαδή η τήρηση της αρχής του προσανατολισμού των τιμών προς το κόστος.

23      Η αρχή αυτή, η οποία εισάγεται με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/33, επιβάλλει την υποχρέωση καθορισμού της εισφοράς ανάλογα με το πραγματικό κόστος.

24      Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33 δεν επιτρέπει σε εθνική ρυθμιστική αρχή να εγκρίνει εισφορά συνδέσεως της οποίας το ύψος δεν καθορίζεται ανάλογα με το κόστος, εφόσον παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός τέλους διασυνδέσεως και εισπράττεται επιπλέον του τέλους αυτού.

25      Πέραν τούτου, δεν αμφισβητείται επίσης ότι η τιμολογιακή αναπροσαρμογή της Deutsche Telekom, με σκοπό την προσαρμογή των τιμών του φορέα αυτού στο πραγματικό κόστος και την εξάλειψη της σταυροειδούς επιδοτήσεως των δαπανών για τη μίσθωση γραμμών συνδρομητών στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο και η οποία συνίσταται στη διάθεση μέρους των ποσών που καταβάλλουν για τις υπηρεσίες συνδέσεως οι τελικοί πελάτες στην αντιστάθμιση του ελλείμματος από το κόστος συνδέσεως, άρχισε το 1996, αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί το 2002.

26      Εξάλλου, δεν αμφιβητείται ότι οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας δεν έχουν καθοριστεί στη Γερμανία και δεν έχουν, επομένως, ανατεθεί στην Deutsche Telekom, στον βαθμό που οι ανάγκες που θα όφειλαν να ικανοποιούν οι υποχρεώσεις αυτές πληρούνται από την κανονική λειτουργία της αγοράς.

27      Ωστόσο, προκειμένου οι ανάγκες αυτές να εξακολουθήσουν να πληρούνται από την κανονική λειτουργία της αγοράς, πρέπει να εξασφαλιστεί η διατήρηση και η διασφάλιση των κανόνων του ανταγωνισμού.

28      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, αφενός, η ύπαρξη μιας εισφοράς συνδέσεως όπως η επίδικη στην πραγματικότητα παρέχει τη δυνατότητα χρηματοδοτήσεως του ελλείμματος του φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδρομητών που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά από άλλους φορείς εκμεταλλεύσεως διασυνδεδεμένων δικτύων και, αφετέρου, ότι μία τέτοια χρηματοδότηση, όταν πραγματοποιείται εκτός του πλαισίου χρηματοδοτήσεως των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας, είναι αντίθετη προς την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού.

29      Συναφώς, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Deutsche Telekom, η εισφορά αυτή δεν φαίνεται να έχει ως σκοπό να εμποδίσει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων που έχουν επενδύσει σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο και των υπολοίπων, που εισήλθαν πρόσφατα στην τοπική αγορά. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη εισφορά συνδέσεως έχει ως μοναδικό σκοπό να προστατεύσει τον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδρομητών που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διατηρεί το κόστος των τηλεπικοινωνιών των δικών του συνδρομητών σε επίπεδο κατώτερο του πραγματικού κόστους και, ως εκ τούτου, να χρηματοδοτεί το ίδιο του το έλλειμμα.

30      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι το άρθρο 4γ της οδηγίας 90/388 δεν προβλέπει προθεσμία για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αναπροσαρμογής των τιμολογίων, αρκετά στοιχεία της οδηγίας 96/19 αναφέρουν ότι η αναπροσαρμογή των τιμολογίων πρέπει να γίνει με γοργό ρυθμό προκειμένου να διευκολυνθεί το άνοιγμα της αγοράς τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό. Πράγματι, από τη συνδυασμένη ανάγνωση της πέμπτης και της εικοστής αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 96/19, καθώς και από το άρθρο 4γ της οδηγίας 90/388, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να καταργήσουν τα εμπόδια στην τιμολογιακή αναπροσαρμογή όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 96/19 και το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 1998 (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑500/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2004, σ. I‑583, σκέψη 32). Σε αντίθετη περίπτωση, τα εν λόγω κράτη μέλη όφειλαν να απευθύνουν στην Επιτροπή έκθεση με τα σχέδιά τους για τη σταδιακή εξάλειψη των υφιστάμενων τιμολογιακών ανισορροπιών και με λεπτομερές χρονοδιάγραμμα εφαρμογής. Το στάδιο αυτό έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 2000.

31      Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι το άρθρο 43, παράγραφος 6, του TKG 1996 άρχισε να ισχύει την 1η Δεκεμβρίου 2002, ήτοι μετά την 1η Ιανουαρίου 2000, ημερομηνία κατά την οποίαν έληγε η προθεσμία για την ολοκλήρωση της ως άνω τιμολογιακής αναπροσαρμογής, καθόσον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υπέβαλε στην Επιτροπή σχέδιο αναπροσαρμογής. Εν πάση περιπτώσει, μία διάταξη όπως αυτή της τέταρτης περιόδου του ως άνω άρθρου 43, παράγραφος 6, δεν προτρέπει τον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδρομητών που εισπράττει την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή εισφορά συνδέσεως να εξαλείψει το έλλειμμα που υφίσταται διορθώνοντας τις τιμές του.

32      Επομένως, η οδηγία 90/388 δεν επιτρέπει σε ρυθμιστική αρχή να εγκρίνει την είσπραξη, από τον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδρομητών που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, εισφοράς συνδέσεως επιπλέον του τέλους διασυνδέσεως για το 2003.

33      Απ’ όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33 και το άρθρο 4γ της οδηγίας 90/388, σε συνδυασμό με την πέμπτη και την εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/19, έχουν την έννοια ότι μία εθνική ρυθμιστική αρχή δεν μπορεί να υποχρεώσει φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδέσεως διασυνδεδεμένου με δημόσιο δίκτυο να καταβάλει στον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδρομητών που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά εισφορά συνδέσεως, επιπλέον του τέλους διασυνδέσεως, για την κάλυψη του ελλείμματος που προκαλεί στον τελευταίο η διάθεση της συνδέσεως των συνδρομητών για το 2003.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

34      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να δοθεί απάντηση και στο δεύτερο ερώτημα, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων της κύριας δίκης, ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού τα άρθρα 4γ της οδηγίας 90/388 και 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33.

35      Συναφώς, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, κατά πάγια νομολογία, οι οδηγίες μπορούν καθεαυτές να δημιουργούν για τους ιδιώτες μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις. Κατά συνέπεια, ένας ιδιώτης δεν μπορεί να επικαλεσθεί μια οδηγία κατά κράτους μέλους, εφόσον πρόκειται περί κρατικής υποχρεώσεως άμεσα συνδεόμενης προς την εκπλήρωση άλλης υποχρεώσεως την οποία υπέχει τρίτος δυνάμει της οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑201/02, Wells, Συλλογή 2004, σ. I‑723, σκέψη 56 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Αντιθέτως, απλές αρνητικές συνέπειες επί των δικαιωμάτων τρίτων, ακόμη και αν είναι βέβαιες, δεν δικαιολογούν την άρνηση σε έναν ιδιώτη της δυνατότητας να επικαλεσθεί τις διατάξεις μιας οδηγίας κατά του οικείου κράτους μέλους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Wells, σκέψη 57 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Στις υποθέσεις της κύριας δίκης, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 104 των προτάσεών του, οι διαφορές υποβλήθηκαν στο αιτούν δικαστήριο από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που στρέφονται κατά του οικείου κράτους μέλους, το οποίο ενεργεί διά της εθνικής ρυθμιστικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και είναι η μόνη αρμόδια για τον καθορισμό του ύψους της επίδικης στην κύρια δίκη εισφοράς, καθώς και του τέλους διασυνδέσεως στο οποίο η ειφορά αυτή προστίθεται.

38      Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Deutsche Telekom είναι τρίτος σε σχέση με τη διαφορά που υποβλήθηκε στο αιτούν δικαστήριο και δεν μπορεί παρά να υποστεί αρνητικές συνέπειες από το γεγονός ότι εισέπραξε την επίδικη στην κύρια δίκη εισφορά συνδέσεως και ότι, σε περίπτωση καταργήσεως της εισφοράς αυτής, θα ήταν υποχρεωμένη να αυξήσει το ύψος των τελών της συνδρομής. Η κατάργηση πλεονεκτημάτων, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποχρέωση που υπέχει τρίτος από τις οδηγίες που επικαλούνται οι αναιρεσείουσες ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

39      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν τα άρθρα 4γ της οδηγίας 90/388 και 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33 πληρούν τις προϋποθέσεις παραγωγής άμεσου αποτελέσματος.

40      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους μέλους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν το κράτος μέλος αυτό έχει προβεί σε πλημμελή μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I‑8835, σκέψη 103 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Αφενός, το άρθρο 4γ, τέταρτη περίοδος, της οδηγίας 90/388 πληροί τα κριτήρια αυτά, δεδομένου ότι αναφέρει σαφώς ότι η τιμολογιακή αναπροσαρμογή πρέπει, κατ’ αρχήν, να έχει ολοκληρωθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 1998 ή, το αργότερο, την 1η Ιανουαρίου 2000 και ότι η υποχρέωση αυτή είναι απαλλαγμένη αιρέσεων.

42      Αφετέρου, το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33, καθόσον η διάταξη αυτή θέτει τα όρια που πρέπει να τηρούνται σε περιπτώσεις εισφορών όπως αυτή της κύριας δίκης.

43      Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των άρθρων 4γ της οδηγίας 90/388 και 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33 πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την παραγωγή άμεσου αποτελέσματος.

44      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 4γ της οδηγίας 90/388 και 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33 παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και ότι οι ιδιώτες μπορούν να τα επικαλεστούν ευθέως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσουν απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στον χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, και το άρθρο 4γ της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, σε συνδυασμό με την πέμπτη και την εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/19, έχουν την έννοια ότι μία εθνική ρυθμιστική αρχή δεν μπορεί να υποχρεώσει φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδέσεως διασυνδεδεμένου με δημόσιο δίκτυο να καταβάλει στον φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου συνδρομητών που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά εισφορά συνδέσεως, επιπλέον του τέλους διασυνδέσεως, για την κάλυψη του ελλείμματος που προκαλεί στον τελευταίο η διάθεση της συνδέσεως των συνδρομητών για το 2003.

2)      Τα άρθρα 4γ της οδηγίας 90/388, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/19, και 12, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/33 παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και οι ιδιώτες μπορούν να τα επικαλεστούν ευθέως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσουν απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.