Language of document : ECLI:EU:C:2009:215

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 2ας Απριλίου 2009 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρο 81 EΚ – Συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων για αυτοκίνητα και άλλων καυσίμων – Απαλλαγή – Άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83 – Άρθρα 4, στοιχείο α΄, και 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2790/1999 – Διάρκεια της αποκλειστικότητας – Καθορισμός της τιμής πώλησης στο κοινό»

Στην υπόθεση C‑260/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Audiencia Provincial de Barcelona (Ισπανία) με απόφαση της 13 Δεκεμβρίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Μαΐου 2007, στο πλαίσιο της δίκης

Pedro IV Servicios SL

κατά

Total España SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. Klučka, U. Lõhmus (εισηγητή), P. Lindh και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Ιουνίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Pedro IV Servicios SL, εκπροσωπούμενη από τους A. Hernández Pardo, M. Gaitán Luján και I. Sobrepera Millet, abogados,

–        η Total España SA, εκπροσωπούμενη από τους J. A. de Velasco Esteban, C. Fernández Vicién και I. Moreno-Tapia Rivas, abogados,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Muñoz Pérez,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci και E. Gippini Fournier,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 81 ΕΚ, των άρθρων 11 και 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου [81], παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας (ΕΕ L 173, σ. 5, και διορθωτικό ΕΕ 1984, L 79, σ. 38), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1582/97 της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1997 (ΕΕ L 214, σ. 27, στο εξής: κανονισμός 1984/83), καθώς και των άρθρων 4, στοιχείο α΄, και 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ L 336, σ. 21).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Pedro IV Servicios SL (στο εξής: Pedro IV) και της Total España SA (στο εξής: Total) με αντικείμενο το αίτημα της Pedro IV να ακυρωθεί η πολύπλοκη συμβατική σχέση των δύο αυτών εταιριών διότι περιλαμβάνει ρήτρες περιορίζουσες τον ανταγωνισμό.

 Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 1984/83

3        Ο κανονισμός 1984/83 εξαιρούσε από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας και εναρμονισμένων πρακτικών, οι οποίες πληρούσαν, κατά κανόνα, τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, για τον λόγο ότι συνέβαλλαν, γενικώς, στη βελτίωση της διανομής των προϊόντων.

4        Η όγδοη και η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1984/83 έχουν ως εξής:

«(8)  ο κανονισμός αυτός πρέπει να καθορίζει τις υποχρεώσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, οι οποίες περιλαμβάνονται ενδεχομένως σε μια συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας· ότι οι περιορισμοί του ανταγωνισμού, εκτός από την αποκλειστική προμήθεια, που επιτρέπονται, οδηγούν σε σαφέστερη κατανομή εργασίας ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη και υποχρεώνουν το μεταπωλητή να συγκεντρώνει τις δραστηριότητές του για την πώληση των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης· ότι οι περιορισμοί αυτοί, στην περίπτωση που συμφωνούνται μόνο για τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, είναι, κατά κανόνα, απαραίτητοι προκειμένου να επιτευχθεί η βελτίωση της διανομής των προϊόντων που επιδιώκεται με την αποκλειστική προμήθεια· ότι άλλες υποχρεώσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα εκείνες που περιορίζουν την ελευθερία του μεταπωλητή ως προς τη διαμόρφωση των τιμών ή των άλλων συμβατικών όρων ή την επιλογή των πελατών του, δεν είναι δυνατόν να εξαιρούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

[…]

(13)      τις συμφωνίες [σχετικά με τα πρατήρια καυσίμων] χαρακτηρίζει γενικά το γεγονός ότι, αφενός, ο προμηθευτής παρέχει στο μεταπωλητή ειδικά οικονομικά ή χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα καταβάλλοντας κεφάλαια χωρίς υποχρέωση επιστροφής, παρέχοντας ή μεσολαβώντας για δάνεια με ευνοϊκούς όρους, ενοικιάζοντας οικόπεδα ή χώρους για την εγκατάσταση […] του πρατηρίου βενζίνης, θέτοντας στη διάθεσή του τεχνικές εγκαταστάσεις ή εξοπλισμό, ή προβαίνοντας σε άλλες ευνοϊκές επενδύσεις για το μεταπωλητή και, αφετέρου, ο μεταπωλητής συνάπτει με τον προμηθευτή μακροπρόθεσμη συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας η οποία συνδέεται συνήθως με απαγόρευση ανταγωνισμού.»

5        Οι ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις σχετικές με τα πρατήρια καυσίμων συμφωνίες προβλέπονταν στα άρθρα 10 έως 13 του κανονισμού 1984/83.

6        Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού:

«Σύμφωνα με το άρθρο [81], παράγραφος 3, [ΕΚ] και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος κανονισμού, το άρθρο [81], παράγραφος 1, [ΕΚ] κηρύσσεται ανεφάρμοστο στις συμφωνίες στις οποίες συμμετέχουν μόνο δύο επιχειρήσεις και στις οποίες το ένα συμβαλλόμενο μέρος, ο μεταπωλητής, αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του αντισυμβαλλόμενου, του προμηθευτή, σε αντάλλαγμα για την παροχή ειδικών οικονομικών ή χρηματοδοτικών πλεονεκτημάτων, να προμηθεύεται μόνο από αυτόν, από επιχείρηση συνδεδεμένη με αυτόν ή από επιχείρηση στην οποία αυτός έχει αναθέσει τη διανομή των προϊόντων του, ορισμένα καύσιμα αυτοκινήτων με βάση το πετρέλαιο ή ορισμένα καύσιμα αυτοκινήτων και ορισμένα άλλα καύσιμα με βάση το πετρέλαιο που καθορίζονται στη σύμβαση.»

7        Το άρθρο 11 του κανονισμού αυτού όριζε τα εξής:

«Εκτός από την υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 10, δεν είναι δυνατόν να επιβάλλονται στον μεταπωλητή άλλοι περιορισμοί του ανταγωνισμού, εκτός από

α)      την υποχρέωση να μη μεταπωλεί στο πρατήριο που καθορίζεται στη συμφωνία καύσιμα αυτοκινήτων ή άλλα καύσιμα που προσφέρονται από τρίτη επιχείρηση·

β)      την υποχρέωση να μη χρησιμοποιεί μέσα στο πρατήριο που καθορίζεται στη συμφωνία λιπαντικά ή άλλα συγγενή ορυκτέλαια που προσφέρονται από τρίτη επιχείρηση, όταν ο προμηθευτής ή επιχείρηση συνδεδεμένη με αυτόν θέτει στη διάθεση του μεταπωλητή ή χρηματοδοτεί εγκατάσταση αλλαγής ελαίων ή λίπανσης αυτοκινήτων οχημάτων·

γ)      την υποχρέωση να μη διαφημίζει τα προϊόντα που προμηθεύεται από τρίτες επιχειρήσεις στο εσωτερικό ή στους εξωτερικούς χώρους του πρατηρίου, παρά μόνο στο μέτρο που αναλογεί στο μερίδιο αυτών των προϊόντων στον συνολικό κύκλο εργασιών του πρατηρίου·

δ)      την υποχρέωση να αναθέσει τη συντήρηση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης ή εφοδιασμού για τα προϊόντα πετρελαίου, οι οποίες ανήκουν ή έχουν χρηματοδοτηθεί από τον προμηθευτή ή επιχείρηση συνδεδεμένη με αυτόν, μόνο στον προμηθευτή ή σε επιχείρηση που καθορίζεται από αυτόν.»

8        Το άρθρο 12 του κανονισμού 1984/83 προέβλεπε τα εξής:

«1.      Το άρθρο 10 δεν εφαρμόζεται όταν:

[…]

γ)      η συμφωνία έχει συναφθεί για αόριστο χρόνο ή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δέκα έτη·

[…]

2.      Εάν η συμφωνία αφορά πρατήριο βενζίνης που ο προμηθευτής έχει παραχωρήσει στο μεταπωλητή, με βάση σύμβαση μισθώσεως ή στα πλαίσια πραγματικής ή νομικής, σχέσης χρήσεως, είναι δυνατόν, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 περίπτωση γ), να επιβάλλονται στο μεταπωλητή υποχρεώσεις αποκλειστικής προμήθειας και απαγορεύσεις του ανταγωνισμού που αναφέρονται στον παρόντα τίτλο, για το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός εκμεταλλεύεται πράγματι το πρατήριο.»

9        Ο κανονισμός 1984/83 έπαυσε να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 1999. Την 1η Ιανουαρίου 2000 τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 2790/1999 ο οποίος παρέτεινε μέχρι τις 31 Μαΐου 2000 την εφαρμογή των απαλλαγών που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ο κανονισμός 1984/83.

 Ο κανονισμός 2790/1999

10      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2790/1999:

«Σύμφωνα με το άρθρο 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 81, παράγραφος 1, κηρύσσεται ανεφάρμοστο στις συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που συνάπτονται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, καθεμία εκ των οποίων δραστηριοποιείται, για το σκοπό της συμφωνίας, σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, και που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέρη μπορούν να προμηθεύονται, να πωλούν ή να μεταπωλούν ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες [στο εξής: κάθετες συμφωνίες].

Η εν λόγω απαλλαγή εφαρμόζεται στο βαθμό που οι εν λόγω συμφωνίες περιλαμβάνουν περιορισμούς του ανταγωνισμού που εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 81 παράγραφος 1 [στο εξής: κάθετοι περιορισμοί].»

11      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2790/1999 ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η απαλλαγή που προβλέπεται από το άρθρο 2 εφαρμόζεται υπό τον όρο ότι το μερίδιο αγοράς που διαθέτει ο προμηθευτής δεν υπερβαίνει το 30 % της σχετικής αγοράς στην οποία πωλεί τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σύμβαση.»

12      Το άρθρο 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2790/1999 ορίζει ότι η απαλλαγή από την απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν ισχύει για τις κάθετες συμφωνίες οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που υπόκεινται στον έλεγχο των μερών έχουν ως αντικείμενο:

«τον περιορισμό της δυνατότητας του αγοραστή να καθορίζει τις τιμές πώλησης, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα του προμηθευτή να επιβάλει μέγιστη τιμή πώλησης ή να συνιστά τιμή πώλησης, υπό τον όρο ότι αυτές δεν ισοδυναμούν με πάγια ή ελάχιστη τιμή πώλησης συνεπεία πιέσεων οποιουδήποτε μέρους στη σύμβαση ή κινήτρων που προσφέρονται από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος».

13      Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

«Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις που περιέχονται σε κάθετες συμφωνίες:

α)       κάθε άμεση ή έμμεση υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού, η διάρκεια της οποίας είναι απεριόριστη ή υπερβαίνει τα πέντε έτη. Υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού σιωπηρώς ανανεώσιμη πέραν της πενταετίας λογίζεται ότι συνάπτεται για απεριόριστο χρόνο. Ωστόσο, ο χρονικός περιορισμός πέντε ετών δεν ισχύει, εφόσον τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που αφορά η σύμβαση πωλούνται από τον αγοραστή σε χώρους και οικόπεδα που είτε ανήκουν στον προμηθευτή είτε σε τρίτα μέρη μη συνδεδεμένα με τον αγοραστή και τα οποία μισθώνονται από τον προμηθευτή, υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια της υποχρεώσεως μη ανταγωνισμού δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα κατοχής των χώρων και οικοπέδων από τον αγοραστή·

[…]».

14      Κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 2790/1999, όπως διευκρινίστηκε με τη σκέψη 9 της παρούσας απόφασης, η απαλλαγή που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ο κανονισμός 1984/83 ισχύει μέχρι τις 31 Μαΐου 2000. Η απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν εφαρμόζεται, κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουνίου 2000 έως 31 Δεκεμβρίου 2001, στις συμφωνίες οι οποίες ισχύουν ήδη στις 31 Μαΐου 2000 και δεν πληρούν τις προβλεπόμενες από τον οικείο κανονισμό προϋποθέσεις απαλλαγής, αλλά πληρούν, μεταξύ άλλων, τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό 1984/83.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Η Pedro IV εκμεταλλεύεται ένα πρατήριο καυσίμων στην Ισπανία. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στις 26 Οκτωβρίου 1989 συνήψε τέσσερις συμβάσεις με την Total, εταιρία που προμηθεύει προϊόντα πετρελαίου.

16      Η πρώτη από τις συμβάσεις αυτές καθιερώνει υπέρ της Total ένα πραγματικό δικαίωμα, καλούμενο «δικαίωμα επιφανείας», 20ετούς διάρκειας επί οικοπέδου το οποίο ανήκει στην Pedro IV. Η σύμβαση αυτή εξουσιοδοτεί την Total να κατασκευάσει στο οικόπεδο αυτό, εντός προθεσμίας δυόμισι ετών, ένα πρατήριο το οποίο θα περιέλθει στην κυριότητά της έναντι καταβολής αμοιβής προς την Pedro IV. Η αμοιβή καθορίστηκε στο ποσό των 250 000 ESP μηνιαίως (περίπου 1 500 ευρώ), καταβλητέο επί 20ετία. Μετά την παρέλευση της εικοσαετίας το πρατήριο καυσίμων που θα κατασκευάσει η Total θα περιέλθει στην κυριότητα της Pedro IV. Η ως άνω προθεσμία 20 ετών αρχίζει να τρέχει από την έναρξη λειτουργίας του πρατηρίου. Κατά τη σύμβαση, το δικαίωμα επιφανείας δεν μπορεί να μεταβιβαστεί χωρίς τη συναίνεση του κυρίου του οικοπέδου.

17      Η δεύτερη από τις εν λόγω συμβάσεις είναι μια σύμβαση μίσθωσης του προς κατασκευή πρατηρίου καυσίμων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, η Total παραχωρεί στην Pedro IV τη χρήση και την εκμετάλλευση του πρατηρίου για διάστημα ενός έτους. Η διάρκεια αυτή μπορεί ωστόσο να παρατείνεται μηνιαίως, ενώ η Total υποχρεούται να χορηγήσει την παράταση για όσο διάστημα διαρκεί η αποκλειστική προμήθεια την οποία επίσης υποχρεούται να συμφωνήσει με την Pedro IV. Σε κάθε περίπτωση, η μίσθωση λήγει μαζί με το δικαίωμα επιφανείας επί του ακινήτου που έχει παραχωρηθεί στην Total. Το μίσθωμα που καλείται να καταβάλλει μηνιαίως η Pedro IV ανέρχεται στο ποσό των 600 000 ESP (περίπου 3 600 ευρώ).

18      Η τρίτη από τις συμβάσεις αυτές, που συνήφθη επίσης για διάστημα 20 ετών, είναι μια σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων βάσει της οποίας η Pedro IV δεσμεύεται ότι, μετά την παράδοση του πρατηρίου, θα το εκμεταλλεύεται προμηθευόμενη καύσιμα κατ’ αποκλειστικότητα από την Total, κάνοντας χρήση της φήμης, των χρωμάτων, του σήματος και των διακριτικών της συμβόλων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, η προμήθεια πραγματοποιείται με οριστική πώληση, ούτως ώστε ο διανομέας να αποκτά την κυριότητα του καυσίμου από τη στιγμή κατά την οποία ο προμηθευτής το θέτει στη διάθεσή του στο πρατήριο καυσίμων, ενώ ο αγοραστής αναλαμβάνει τη μεταπώληση των καυσίμων για λογαριασμό του και με δικό του κίνδυνο. Σε αντάλλαγμα, η Total θα καταβάλλει μηνιαίως στην Pedro IV ποσό 350 000 ESP (περίπου 2 100 ευρώ).

19      Επιπλέον, βάσει της ίδιας αυτής σύμβασης, η Total αναλαμβάνει τη δέσμευση να γνωστοποιεί στην Pedro IV τις συνιστώμενες τιμές πώλησης στο κοινό, προσπαθώντας να τις καθιστά ανταγωνιστικές σε σχέση με τις τιμές που προσφέρονται καλόπιστα από άλλους ανταγωνιστές της περιοχής. Η Total δεσμεύεται επίσης να καθορίζει την τιμή του καυσίμου που προμηθεύει στον μεταπωλητή υπό τους πλεονεκτικότερους όρους που έχει συμφωνήσει με άλλα πρατήρια που ενδέχεται να εγκατασταθούν στη Βαρκελώνη, χωρίς σε καμιά περίπτωση η τιμή αυτή να υπερβαίνει την τιμή που έχει καθοριστεί από άλλους σημαντικούς προμηθευτές οι οποίοι δραστηριοποιούνται στη Βαρκελώνη.

20      Οι διάδικοι της κύριας δίκης συμφώνησαν επίσης να προβούν σε συμψηφισμό των αμοιβαίως καταβλητέων ποσών βάσει των τριών συμβάσεων. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι αμφότερα τα καταβλητέα ποσά που οφείλουν αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι βάσει της σύμβασης είναι ίσα, κανένας από αυτούς δεν έχει οφειλή έναντι του άλλου.

21      Τέλος, με την τέταρτη σύμβαση, η Total χορηγεί ενυπόθηκο δάνειο 30 000 000 ESP (περίπου 180 300 ευρώ) στην Pedro IV, η οποία παρέχει ως ασφάλεια την υποθήκη επί του οικοπέδου της για χρονικό διάστημα 20 ετών, υπό τον όρο της κατασκευής του πρατηρίου καυσίμων.

22      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι μετά τη σύναψη των τεσσάρων αυτών συμβάσεων πράγματι κατασκευάστηκε πρατήριο καυσίμων στο οικόπεδο της Pedro IV και η Total προμήθευσε αποκλειστικώς με καύσιμα το πρατήριο αυτό κατά τα δώδεκα επόμενα έτη.

23      Στις 6 Δεκεμβρίου 2004 η Pedro IV άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Barcelona αγωγή με την οποία ζήτησε την ακύρωση της έννομης σχέσης που δημιουργήθηκε βάσει των τεσσάρων ως άνω συμβάσεων, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι οι συμβάσεις αυτές περιέχουν ρήτρες οι οποίες περιορίζουν σοβαρά τον ανταγωνισμό, όπως π.χ. διάρκεια μεγαλύτερη από την ανώτατη διάρκεια που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο για τις συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας. Αφετέρου, η τρίτη από τις συμβάσεις αυτές προβλέπει τον έμμεσο καθορισμό της τιμής μεταπώλησης, μολονότι η πρακτική αυτή απαγορεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 81 ΕΚ. Η Pedro IV ζήτησε, επιπλέον, την αμοιβαία επιστροφή των παροχών των συμβαλλομένων, κατόπιν μείωσης των ήδη αποσβεσθέντων ποσών.

24      Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε εξ ολοκλήρου με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2005 και η Pedro IV άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Audiencia Provincial de Barcelona αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Όταν το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 1984/83 ορίζει ότι, “αν η συμφωνία αφορά πρατήριο [καυσίμων] που ο προμηθευτής έχει παραχωρήσει στον μεταπωλητή, με βάση σύμβαση μίσθωσης ή στο πλαίσιο πραγματικής ή νομικής σχέσης χρήσης, είναι δυνατόν, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, περίπτωση γ΄, να επιβάλλονται στο μεταπωλητή υποχρεώσεις αποκλειστικής προμήθειας και απαγορεύσεις του ανταγωνισμού που αναφέρονται στον παρόντα τίτλο, για το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός εκμεταλλεύεται πράγματι το πρατήριο”, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή εννοεί την περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής που εκμισθώνει το πρατήριο είναι εξαρχής κύριος του οικοπέδου και των εγκαταστάσεων ή, αντιθέτως, η αναφορά στη μίσθωση του πρατηρίου καυσίμων καλύπτει όλες εκείνες τις νομικές αιτίες στις οποίες στηρίζεται η κυριότητα του προμηθευτή επί του πρατηρίου και μόνον, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η εκμίσθωσή του προς τον ίδιο τον κύριο του οικοπέδου, χωρίς η σχετική συμφωνία να υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς που επιβάλλει η νομοθεσία για τις συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας;

2)      Αν θεωρηθεί ότι στην παρούσα υπόθεση έχει εφαρμογή ο κανονισμός […] 2790/1999 […], όταν στο άρθρο του 5 ορίζεται ότι η απαλλαγή δεν ισχύει αν η διάρκεια της συμφωνίας περί αποκλειστικής προμήθειας υπερβαίνει τα πέντε έτη, μολονότι “ο χρονικός περιορισμός πέντε ετών δεν ισχύει, εφόσον τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που αφορά η σύμβαση πωλούνται από τον αγοραστή σε χώρους και οικόπεδα που είτε ανήκουν στον προμηθευτή είτε σε τρίτα μέρη μη συνδεδεμένα με τον αγοραστή και τα οποία μισθώνονται από τον προμηθευτή, υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια της υποχρεώσεως μη ανταγωνισμού δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα κατοχής των χώρων και οικοπέδων από τον αγοραστή”, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή, όταν αναφέρεται στη μίσθωση, εννοεί την περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής που εκμισθώνει είναι εξαρχής κύριος του οικοπέδου και των εγκαταστάσεων ή, αντιθέτως, η αναφορά στη μίσθωση του πρατηρίου καυσίμων καλύπτει όλες εκείνες τις νομικές αιτίες στις οποίες στηρίζεται η κυριότητα του προμηθευτή επί του πρατηρίου και μόνον, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η εκμίσθωσή του προς τον ίδιο τον κύριο του οικοπέδου χωρίς η σχετική συμφωνία να υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς που επιβάλλει η νομοθεσία για τις συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας;

3)      Όταν το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ κάνει λόγο για απαγόρευση του έμμεσου καθορισμού των τιμών αγοράς ή πωλήσεως και ο [κανονισμός 1984/83], στην όγδοη αιτιολογική του σκέψη, αναφέρει ότι “άλλες υποχρεώσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα εκείνες που περιορίζουν την ελευθερία του μεταπωλητή ως προς τη διαμόρφωση των τιμών ή των άλλων συμβατικών όρων ή την επιλογή των πελατών του, δεν είναι δυνατόν να εξαιρούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό”, και δεδομένου ότι ο καθορισμός της τιμής μεταπωλήσεως δεν εμφανίζεται μεταξύ των άλλων περιορισμών του ανταγωνισμού οι οποίοι επιτρέπονται βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού αυτού, πρέπει οι διατάξεις αυτές να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καλύπτουν οποιαδήποτε μορφή περιορισμού της ελευθερίας του μεταπωλητή να καθορίζει την τιμή πωλήσεως προς το κοινό, όπως μπορεί να είναι ο καθορισμός από τον προμηθευτή του περιθωρίου κέρδους του διανομέα που εκμεταλλεύεται το πρατήριο καυσίμων, διά του καθορισμού της τιμής του καυσίμου που προμηθεύει στον μεταπωλητή υπό τους πλέον ευνοϊκούς όρους που έχει συμφωνήσει με άλλα πρατήρια που μπορεί να είναι εγκατεστημένα στη Βαρκελώνη, έτσι ώστε η τιμή αυτή να μην υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση τον μέσον όρο των τιμών που έχουν καθοριστεί από άλλους σημαντικούς προμηθευτές της αγοράς, προσθέτοντας σε αυτήν το ελάχιστο περιθώριο κέρδους που θεωρείται εύλογο και δημιουργώντας έτσι την τιμή πώλησης προς το κοινό, την οποία ο προμηθευτής δεν επιβάλλει ρητώς, αλλά συνιστά;

4)      Όταν το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ κάνει λόγο για απαγόρευση του έμμεσου καθορισμού των τιμών αγοράς ή πωλήσεως και [ο κανονισμός 2790/1999], στο άρθρο του 4, στοιχείο α΄, περιλαμβάνει στους ιδιαίτερης σοβαρότητας περιορισμούς του ανταγωνισμού τη διατήρηση της τιμής μεταπωλήσεως, πρέπει οι διατάξεις αυτές να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καλύπτουν οποιαδήποτε μορφή περιορισμού της ελευθερίας του μεταπωλητή να καθορίζει την τιμή πωλήσεως προς το κοινό, όπως μπορεί να είναι ο καθορισμός εκ μέρους του προμηθευτή του περιθωρίου κέρδους του διανομέα που εκμεταλλεύεται το πρατήριο καυσίμων, διά του καθορισμού της τιμής του καυσίμου που προμηθεύει στον μεταπωλητή υπό τους πλέον ευνοϊκούς όρους που έχει συμφωνήσει με άλλα πρατήρια που μπορεί να είναι εγκατεστημένα στη Βαρκελώνη, έτσι ώστε η τιμή αυτή να μην υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση τον μέσον όρο των τιμών που έχουν καθοριστεί από άλλους σημαντικούς προμηθευτές της αγοράς, προσθέτοντας σε αυτήν το ελάχιστο περιθώριο κέρδους που θεωρείται εύλογο και δημιουργώντας έτσι την τιμή πώλησης προς το κοινό, την οποία ο προμηθευτής δεν επιβάλλει ρητώς, αλλά συνιστά;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

26      Η Total ζητεί από το Δικαστήριο να κηρύξει την αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης απαράδεκτη για διάφορους λόγους. Πρώτον, υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε στο Δικαστήριο ουσιώδη στοιχεία επί της διαφοράς της κύριας δίκης, με αποτέλεσμα να του στερήσει τη δυνατότητα να διαμορφώσει συγκεκριμένη και αξιόπιστη εικόνα των πραγματικών περιστατικών και του νομικού πλαισίου της υπόθεσης επί της οποίας πρέπει να αποφανθεί. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης δεν δικαιολογείται, καθόσον οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα απορρέουν σαφώς τόσο από την κοινοτική νομολογία όσο και από την ισπανική νομολογία. Τέλος, υποστηρίζει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν ασκούν επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

27      Η Ισπανική Κυβέρνηση εκφράζει επίσης αμφιβολίες ως προς το εν μέρει παραδεκτό της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, υποστηρίζοντας ότι οι κανονισμοί 1984/83 και 2790/1999 δεν μπορούν να εφαρμοστούν συγχρόνως. Συνεπώς, τα ερωτήματα που αφορούν ιδίως την ερμηνεία του κανονισμού 1984/83, ήτοι το πρώτο και το τρίτο ερώτημα, έχουν αμιγώς υποθετικό χαρακτήρα και πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα.

28      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από το άρθρο 234 ΕΚ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς και μόνο στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, τόσο το αν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2003, C‑306/99, BIAO, Συλλογή 2003, σ. I‑1, σκέψη 88, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, Συλλογή 2006, σ. I‑11987, στο εξής: απόφαση CEEES, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Επίσης κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου χρήσιμης για το εθνικό δικαστήριο επιβάλλει τον εκ μέρους του προσδιορισμό του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, τη διευκρίνιση των περιπτώσεων με τις οποίες συναρτώνται τα ερωτήματα αυτά (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑72/03, Carbonati Apuani, Συλλογή 2004, σ. I‑8027, σκέψη 10, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-134/03, Viacom Outdoor, Συλλογή 2005, σ. I‑1167, σκέψη 22, και προαναφερθείσα απόφαση CEEES, σκέψη 26).

30      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι είναι βεβαίως γεγονός ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει ορισμένες κρίσιμες για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης ενδείξεις, εντούτοις καθιστά δυνατό τον καθορισμό του περιεχομένου των προδικαστικών ερωτημάτων και του πλαισίου στο οποίο υποβάλλονται. Συνεπώς, παρά τις ελλείψεις αυτές, το Δικαστήριο διαθέτει επαρκή στοιχεία για να ερμηνεύσει τους σχετικούς κοινοτικούς κανόνες και να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Εξάλλου, εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης πιστοποιεί ότι οι πληροφορίες επί των πραγματικών περιστατικών και του νομικού πλαισίου ήταν επαρκείς και κατέστησαν δυνατό στους διαδίκους της κύριας δίκης και τους λοιπούς ενδιαφερομένους να τοποθετηθούν επί των υποβληθέντων ερωτημάτων.

31      Το απαράδεκτο της αίτησης έκδοσης προδικαστικής απόφασης δεν μπορεί, ομοίως, να διαπιστωθεί λόγω του ότι οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα απορρέουν, όπως υποστηρίζει η Total, από την ύπαρξη πάγιας νομολογίας, τόσο κοινοτικής όσο και εθνικής. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα συμπίπτουν επί της ουσίας με εκείνα που αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο προδικαστικής απόφασης σε ανάλογη υπόθεση, το στοιχείο αυτό δεν απαγορεύει σε ένα εθνικό δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα και δεν καθιστά το Δικαστήριο αναρμόδιο να αποφανθεί επί των ερωτημάτων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψεις 13 και 15). Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, βάσει του άρθρου 104, παράγραφος 3 του Κανονισμού Διαδικασίας, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη η οποία θα περιέχει αναφορά στην προγενέστερη απόφαση ή στην επίμαχη νομολογία.

32      Επιπλέον, ο μηχανισμός έκδοσης προδικαστικής απόφασης που καθιερώνει το άρθρο 234 ΕΚ σκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής και της ενιαίας ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου στο σύνολο των κρατών μελών και στην αποτροπή του ενδεχομένου διαμόρφωσης σε κάποιο κράτος μέλος εθνικής νομολογίας αποκλίνουσας από τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου (βλ. αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑495/03, Intermodal Transports, Συλλογή 2005, σ. I‑8151, σκέψη 38, και της 12ης Ιουνίου 2008, C‑458/06, Gourmet Classic, που δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32).

33      Οσάκις τα υποβαλλόμενα από τα εθνικά δικαστήρια ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί, εκτός αν είναι πρόδηλον ότι με το προδικαστικό ερώτημα επιδιώκεται, στην πραγματικότητα, να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε έκδοση αποφάσεως μέσω μιας κατασκευασμένης διαφοράς ή να διατυπώσει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, ή ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κυρίας δίκης ή ακόμα ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (προαναφερθείσα απόφαση CEEES, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει, ωστόσο, στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, αρκεί η διαπίστωση ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι η απάντηση στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα θα του είναι αναγκαία για να εξακριβώσει αν η επίμαχη συμβατική σχέση μπορούσε να τύχει της απαλλαγής ανά κατηγορία που προβλέπουν οι κανονισμοί 1984/83 και 2790/1999.

35      Συναφώς, είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα της Total ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν ασκούν επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης λόγω του ότι, για να γίνει δεκτό ότι μια συμφωνία αντιβαίνει στους κανόνες του ανταγωνισμού, δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι οι ρήτρες που περιέχει είναι ασυμβίβαστες με κάποιον κανονισμό απαλλαγής ανά κατηγορία, αλλά πρέπει επίσης να προσκρούουν πράγματι στις διατάξεις του άρθρου 81 ΕΚ.

36      Μολονότι είναι βεβαίως γεγονός ότι οι κανονισμοί απαλλαγής εφαρμόζονται στο μέτρο που οι συμφωνίες περιέχουν περιορισμούς του ανταγωνισμού οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εντούτοις συχνά είναι πιο πρακτικό να εξακριβώνεται, καταρχάς, αν οι κανονισμοί αυτοί έχουν εφαρμογή σε συγκεκριμένη συμφωνία προκειμένου να αποφεύγεται μια πολύπλοκη οικονομική και νομική εξέταση με την οποία μπορεί να καθορισθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία που συνιστά η προαναφερθείσα απόφαση Cilfit προκύπτει ότι ένα αιτούν δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν μπορούν να προσβληθούν με ένδικο βοήθημα εσωτερικού δικαίου και το οποίο θα έπρεπε να εφαρμόσει μια διάταξη του κοινοτικού δικαίου σε διαφορά που υποβλήθηκε στην κρίση του δεν υποχρεούται να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα επί της ερμηνείας της διάταξης αυτής αν το επίμαχο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως της φύσης των διαδικασιών στο πλαίσιο των οποίων διαμορφώθηκε η νομολογία αυτή, ακόμη και ελλείψει πλήρους ταυτότητας των επίμαχων ζητημάτων.

37      Τέλος, το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβέρνησης περί του εν μέρει απαραδέκτου της αίτησης έκδοσης προδικαστικής απόφασης λόγω του υποθετικού χαρακτήρα των δύο ερωτημάτων που άπτονται της ερμηνείας του κανονισμού 1984/83 πρέπει επίσης να απορριφθεί.

38      Συγκεκριμένα, μολονότι είναι γεγονός ότι ο κανονισμός αυτός έπαυσε να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 1999, εντούτοις η απαλλαγή που προβλέπει εξακολούθησε να ισχύει μέχρι τις 31 Μαΐου 2000 βάσει του κανονισμού 2790/1999. Ο τελευταίος αυτός κανονισμός προέβλεψε, επιπλέον, μεταβατική περίοδο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, κατά την οποία η απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν είχε εφαρμογή στις συμφωνίες που ίσχυαν στις 31 Μαΐου 2000 και πληρούσαν τις προϋποθέσεις απαλλαγής που προέβλεπε ο κανονισμός 1984/83 και όχι ο κανονισμός 2790/1999. Συνεπώς, δεδομένου ότι οι επίδικες συμβάσεις συνήφθησαν το 1989 και η εκτέλεσή τους παρατάθηκε μέχρι την άσκηση της προσφυγής της Pedro IV το 2004, πρέπει να εξεταστεί αν οι προϋποθέσεις απαλλαγής ίσχυαν βάσει τόσο του κανονισμού 1984/83 όσο και του κανονισμού 2790/1999, προκειμένου ο εθνικός δικαστής να μπορέσει να καθορίσει, αν παραστεί ανάγκη, αν οι συμβάσεις ήταν σύμφωνες με το δίκαιο του ανταγωνισμού καθόλη τη διάρκεια εκτέλεσής τους ή αν πάσχουν ακυρότητα από κάποια στιγμή και εφεξής.

39      Κατά συνέπεια, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή.

 Επί του πρώτου και δεύτερου ερωτήματος που αφορούν τη διάρκεια της αποκλειστικότητας

40      Με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83, αφενός, και το άρθρο 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2790/1999, αφετέρου, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καθιστούν δυνατό, προς εφαρμογήν του καθεστώτος απαλλαγής, μια συμφωνία αποκλειστικότητας να υπερβαίνει τα χρονικά όρια που προβλέπουν οι κανονισμοί αυτοί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής είναι αρχικώς κύριος τόσο του οικοπέδου στο οποίο είναι εγκατεστημένο το πρατήριο, όσο και του πρατηρίου καθαυτό, ή αρκεί το δικαίωμα κυριότητας του προμηθευτή να αφορά μόνον το πρατήριο που εκμισθώνει στον κύριο του οικοπέδου.

41      Δεδομένου ότι η διατύπωση των δύο επίμαχων διατάξεων δεν συμπίπτει, οι δύο αυτοί κανονισμοί πρέπει να αναλυθούν χωριστά.

 Επί της ερμηνείας του κανονισμού 1984/83

42      Υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1984/83 προέβλεπε την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής αγοράς δυνάμενες να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ δύο επιχειρήσεων με σκοπό τη μεταπώληση προϊόντων πετρελαίου σε πρατήριο καυσίμων.

43      Πέραν των προϋποθέσεων εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπουν τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού αυτού, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι ο κανονισμός 1984/83 δεν έχει εφαρμογή στις συμφωνίες πρατηρίων καυσίμων αν η διάρκειά τους είναι αόριστη ή υπερβαίνει τα δέκα έτη. Ωστόσο, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι, «[ε]άν η συμφωνία αφορά πρατήριο [καυσίμων] που ο προμηθευτής έχει παραχωρήσει στο μεταπωλητή, με βάση σύμβαση μισθώσεως ή στ[ο] πλαίσι[ο] πραγματικής ή νομικής σχέσης χρήσεως, είναι δυνατόν, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, περίπτωση γ΄, να επιβάλλονται στο μεταπωλητή υποχρεώσεις αποκλειστικής προμήθειας και απαγορεύσεις του ανταγωνισμού που [προβλέπονται από τις σχετικές με πρατήρια καυσίμων συμφωνίες], για το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός εκμεταλλεύεται πράγματι το πρατήριο».

44      Συνεπώς, από τη διατύπωση του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83 προκύπτει ότι η εφαρμογή του κανονισμού αυτού είναι δυνατή όταν πρόκειται περί σχετικής με πρατήριο καυσίμων συμφωνίας που αφορά περίοδο εκτέλεσης μεγαλύτερη των δέκα ετών, υπό την προϋπόθεση ότι ο προμηθευτής έχει εκμισθώσει το πρατήριο στον μεταπωλητή ή του έχει παραχωρήσει, de jure ή de facto, τη χρήση του.

45      Η Pedro IV και η Επιτροπή φρονούν πάντως ότι η υπαγωγή στο εισάγον παρέκκλιση καθεστώς που προβλέπει η εν λόγω διάταξη εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο προμηθευτής είναι κύριος τόσο του πρατηρίου όσο και του οικοπέδου στο οποίο κατασκευάστηκε.

46      Η Pedro IV εξηγεί την άποψή της υπενθυμίζοντας, αφενός, τη νομολογία σύμφωνα με την οποία οι κανονισμοί απαλλαγής ανά κατηγορία πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικώς προκειμένου τα αποτελέσματά τους να μην εκτείνονται σε συμφωνίες ή καταστάσεις τις οποίες δεν προβλέπεται να καλύπτουν (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1995, C‑70/93, Bayerische Motorenwerke, Συλλογή 1995, σ. I‑3439, σκέψη 28, και της 28ης Απριλίου 1998, C‑306/96, Javico, Συλλογή 1998, σ. I‑1983, σκέψη 32).

47      Υποστηρίζει, αφετέρου, ότι τα πλεονεκτήματα που της παρέσχε η Total, ήτοι της διάθεσης του πρατηρίου και της χορήγησης δανείου υπό πλεονεκτικούς όρους, εμπίπτουν στις περιπτώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 10 και 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1984/83, οπότε η συμφωνία αποκλειστικής πώλησης και μη άσκησης ανταγωνισμού δεν μπορεί να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα ετών. Η σύναψη διαφόρων διασταυρούμενων συμβάσεων μεταξύ προμηθευτή και μεταπωλητή, των οποίων συνέπεια είναι η στεγανοποίηση της αγοράς, σκοπεί στην πλασματική επέκταση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83 σε περιπτώσεις οι οποίες δεν μπορούν να εξομοιωθούν με την περίπτωση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

48      Κατά την Επιτροπή, η απεριόριστης διάρκειας αποκλειστικότητα στην προμήθεια που δεσμεύει τον μεταπωλητή και προβλέπεται στο πλαίσιο συμφωνιών μη άσκησης ανταγωνισμού δικαιολογείται από τα «ιδιαιτέρως σημαντικά», αλλά και «απόλυτα» αντισταθμιστικά μέτρα, με τα οποία επιβαρύνεται ο προμηθευτής, υπό την έννοια ότι ο μεταπωλητής εισέρχεται σε ένα πεδίο δραστηριοτήτων χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε επένδυση ή σε οποιαδήποτε πληρωμή. Η κατάσταση κατά την οποία είτε τα οικόπεδα είτε οι χώροι ανήκουν στον μεταπωλητή δύσκολα συνάδει με το εισάγον παρέκκλιση καθεστώς του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83.

49      Η Επιτροπή επισημαίνει, επιπλέον, ότι, λαμβανομένης υπόψη της συνέχειας μεταξύ των κανονισμών 1984/83 και 2790/1999, οι κανονισμοί αυτοί θα έπρεπε να ερμηνευθούν κατά τον ίδιο τρόπο παρά τη διαφορετική διατύπωσή τους και μολονότι ο τελευταίος αυτός κανονισμός διευκρινίζει σαφώς ότι η απαλλαγή που προβλέπει εφαρμόζεται μόνον αν ο προμηθευτής είναι κύριος τόσο του οικοπέδου όσο και των χώρων στους οποίους ο μεταπωλητής πωλεί τα προϊόντα ή παρέχει τις υπηρεσίες που προβλέπει η σύμβαση.

50      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

51      Μολονότι είναι γεγονός ότι οι εισάγουσες παρέκκλιση διατάξεις ενός κανονισμού που προβλέπει απαλλαγή ανά κατηγορία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διασταλτικής ερμηνείας, εντούτοις οι επίμαχες διατάξεις είναι διατυπωμένες σαφώς και απεριφράστως.

52      Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση να βρίσκονται στην κυριότητα του προμηθευτή τόσο το πρατήριο όσο και το οικόπεδο στο οποίο είναι εγκατεστημένο, η οποία απορρέει, κατά την Pedro IV και την Επιτροπή, από τον κανονισμό 1984/83, δεν περιλαμβάνεται ούτε στο κυρίως κείμενο του κανονισμού ούτε στο προοίμιό του.

53      Η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού αναφέρει, μεταξύ των οικονομικών και χρηματοδοτικών προνομίων που χορηγεί ο προμηθευτής στον μεταπωλητή, την παραχώρηση οικοπέδου ή χώρων για την εκμετάλλευση πρατηρίου καυσίμων και όχι αμφοτέρων. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83 αναφέρει μόνον την περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής εκμίσθωσε το πρατήριο στον μεταπωλητή, ή του το παραχώρησε στο πλαίσιο νομικής ή πραγματικής σχέσης χρήσης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να μειώσει το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής προσθέτοντας μια επιπλέον προϋπόθεση την οποία αυτή δεν περιλαμβάνει.

54      Όσον αφορά τα ειδικά οικονομικά και χρηματοδοτικά προνόμια στα οποία αναφέρεται το άρθρο 10 του κανονισμού 1984/83, από την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑279/06, CEPSA (που δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54), προκύπτει ότι τα πλεονεκτήματα αυτά πρέπει να είναι σημαντικά για να δικαιολογούν τη δεκαετή αποκλειστικότητα στις προμήθειες, αλλά και ικανά να επιφέρουν βελτίωση του δικτύου διανομής, να διευκολύνουν την εγκατάσταση ή τον εκσυγχρονισμό του πρατηρίου και να μειώσουν το κόστος διανομής.

55      Διαπιστώνεται ότι το προνόμιο που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83 είναι ιδιαιτέρως σημαντικό από την άποψη αυτή, καθόσον διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση του μεταπωλητή στο δίκτυο διανομής ελαχιστοποιώντας το κόστος εγκατάστασης και διανομής. Ωστόσο, ούτε από το κείμενο του κανονισμού αυτού ούτε από τον σκοπό ή την οικονομία του μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα που επικαλείται η Επιτροπή, ότι δηλαδή η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 12, παράγραφος 2, εξαρτάται από την επιπλέον προϋπόθεση ο μεταπωλητής να έχει απαλλαγεί από οποιαδήποτε υποχρέωση πληρωμής ή επένδυσης σε σχέση με την οικονομική δραστηριότητά του πρατηριούχου.

56      Είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η διπλή προϋπόθεση που προβλέπει ρητώς το άρθρο 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2790/1999 προϋπήρχε ήδη στο πνεύμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83.

57      Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 1984/83 είχε αυτόνομο και στενότερο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με τον κανονισμό 2790/1999, στο μέτρο που προέβλεπε ειδικές διατάξεις οι οποίες ίσχυαν σε σχετικές με πρατήρια συμφωνίες. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ στην εν λόγω κατηγορία συμφωνιών βάσει του κανονισμού 1984/83 διέφεραν, επομένως, από εκείνες του κανονισμού 2790/1999, τόσο από πλευράς της ανώτατης διάρκειας αποκλειστικής προμήθειας, όσο και από πλευράς αγοραστικής δύναμης των οικείων επιχειρήσεων.

58      Επιπλέον, από την απάντηση αυτή της Επιτροπής προκύπτει επίσης ότι η τροποποίηση της παρέκκλισης από την ανώτατη διάρκεια αποκλειστικότητας που απορρέει από τον κανονισμό 2790/1999 αποφασίστηκε κατόπιν της δημόσιας διαβούλευσης της 24ης Σεπτεμβρίου 1999 και το σχέδιο του κανονισμού αυτού στην αρχική μορφή του δεν προέβλεπε τη διπλή αυτή προϋπόθεση.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή της διπλής προϋπόθεσης που προτείνει η Επιτροπή δεν δικαιολογείται.

60      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για την εφαρμογή της παρέκκλισης που προέβλεπε, η διάταξη αυτή δεν απαιτούσε ο προμηθευτής να είναι κύριος του οικοπέδου στο οποίο κατασκεύασε το πρατήριο που εκμισθώνει στον μεταπωλητή.

 Επί της ερμηνείας του κανονισμού 2790/1999

61      Ο κανονισμός 2790/1999 προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ σε κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, χωρίς να περιέχει ιδιαίτερες διατάξεις για σχετικές με πρατήρια καυσίμων συμφωνίες. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η προβλεπόμενη από τον εν λόγω κανονισμό απαλλαγή εφαρμόζεται στην προϋπόθεση ότι το μερίδιο αγοράς που κατέχει ο προμηθευτής δεν υπερβαίνει το 30 % της σχετικής αγοράς στην οποία πωλεί τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προβλέπει η σύμβαση.

62      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει, πριν εξετάσει, βάσει άλλων προϋποθέσεων που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, αν το μερίδιο αγοράς της Total δεν υπερέβαινε, από της έναρξης ισχύος του κανονισμού 2790/1999, το 30 % της σχετικής αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη συμμετοχή της, όπως επισήμαναν η Pedro IV και η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου, στο εταιρικό κεφάλαιο των άλλων προμηθευτών προϊόντων πετρελαίου στην ίδια αγορά.

63      Το άρθρο 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2790/1999 ορίζει ότι ο περιορισμός της διάρκειας της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού σε πέντε έτη δεν ισχύει όταν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προβλέπει η σύμβαση πωλούνται ή παρέχονται από τον αγοραστή σε χώρους ή οικόπεδα των οποίων κύριος είναι ο προμηθευτής ή τα οποία ο προμηθευτής εκμισθώνει σε τρίτους μη συνδεόμενους με τον αγοραστή, υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια της υποχρέωσης αυτής δεν υπερβαίνει την περίοδο χρήσης των χώρων και οικοπέδων από τον αγοραστή.

64      Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι η εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπει είναι δυνατή, όσον αφορά σχετικές με πρατήρια συμφωνίες, σε δύο καταστάσεις, ήτοι στην περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής είναι κύριος τόσο του πρατηρίου που εκμισθώνει στον μεταπωλητή όσο και του οικοπέδου στο οποίο είναι εγκατεστημένο το πρατήριο και στην περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής εκμισθώνει το οικόπεδο ή το πρατήριο σε τρίτους μη συνδεόμενους με τον μεταπωλητή με σκοπό τη σε μεταγενέστερο στάδιο υπεκμίσθωσή τους στον μεταπωλητή.

65      Αυτή η μεταβολή στις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρέκκλισης, όπως επισημαίνει η σκέψη 58 της παρούσας απόφασης, επήλθε κατόπιν παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι επί του σχεδίου κανονισμού που προβλέπει απαλλαγή ανά κατηγορίες και υποβλήθηκε σε δημόσια διαβούλευση. Κατά την Επιτροπή, η μεταβολή αυτή υπαγορεύθηκε από την ανάγκη καταπολέμησης καταχρηστικών πρακτικών και ιδίως από την ανάγκη τήρησης της ανώτατης διάρκειας που θέτει ο κανονισμός για τις ρήτρες αποκλειστικότητας.

66      Σε περίπτωση όπως η υπόθεση της κύριας δίκης, διαπιστώνεται ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2790/1999 δεν πληρούνται. Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει το επιχείρημα της Total ότι το δικαίωμα επιφανείας δεν της εξασφαλίζει κυριότητα μόνον επί του πρατηρίου, αλλά και επί του οικοπέδου στο οποίο είναι εγκατεστημένο το πρατήριο. Δεδομένου ότι η έννοια του «δικαιώματος επιφανείας» εμπίπτει στο καθεστώς ιδιοκτησίας κατά το εθνικό δίκαιο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει το περιεχόμενό της.

67      Στην περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης πληρούσαν τις προϋποθέσεις απαλλαγής του κανονισμού 1984/83, όχι όμως και τις αντίστοιχες προϋποθέσεις του κανονισμού 2790/1999, θα πρέπει να τις εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001 βάσει του μεταβατικού καθεστώτος που προβλέπει το άρθρο 12 του κανονισμού 2790/1999.

68      Πάντως, όταν μια συμφωνία δεν πληροί όλες τις προϋποθέσεις που θέτει ένας προβλέπων απαλλαγή κανονισμός, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρά μόνον αν έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα να περιορίζει αισθητά τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της κοινής αγοράς και είναι ικανή να θίξει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση και ελλείψει ατομικής απαλλαγής βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου αυτού άρθρου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, C‑230/96, Cabour, Συλλογή 1998, σ. I‑2055, σκέψη 48, και προαναφερθείσα απόφαση CEPSA, σκέψη 72).

69      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2790/1999 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για την εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπει, η διάταξη αυτή απαιτεί ο προμηθευτής να είναι κύριος τόσο του πρατηρίου που εκμισθώνει στον μεταπωλητή, όσο και του οικοπέδου στο οποίο είναι εγκατεστημένο το πρατήριο, ή, στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι κύριος, να τα εκμισθώνει σε τρίτους μη συνδεόμενους με τον μεταπωλητή.

 Επί του τρίτου και τέταρτου ερωτήματος που αφορούν τον καθορισμό της τιμής πώλησης στο κοινό

70      Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι συμβατικές ρήτρες που σχετίζονται με τις τιμές πώλησης των προϊόντων στο κοινό, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, απαγορεύονται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ και δεν εμπίπτουν στο καθεστώς απαλλαγής ανά κατηγορία βάσει, μεταξύ άλλων, της όγδοης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού 1984/83, ή του άρθρου 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2790/1999, σύμφωνα με το αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής ratione temporis των κανονισμών αυτών.

71      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ απαγορεύει, μεταξύ άλλων, κάθε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων η οποία μπορεί να θίξει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα να εμποδίζει, να περιορίζει ή να νοθεύει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς και ιδίως τις συμφωνίες που συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης.

72      Ο κανονισμός 1984/83 επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του, δεν απαλλάσσονται βάσει των διατάξεών του οι περιορίζουσες τον ανταγωνισμό διατάξεις που απαγορεύει και, ειδικότερα, οι διατάξεις που περιορίζουν την ελευθερία του μεταπωλητή να καθορίζει τις τιμές μεταπώλησης.

73      Όσον αφορά τον ίδιο αυτό κανονισμό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο του 11 απαριθμεί εξαντλητικώς τις υποχρεώσεις, πέραν της ρήτρας περί αποκλειστικότητας, που μπορούν να επιβληθούν στον μεταπωλητή και σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η επιβολή τιμής πώλησης στο κοινό. Συνεπώς, η υποχρέωση αυτή δεν καλύπτεται από την απαλλαγή του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις CEEES, σκέψη 64, και CEPSA, σκέψη 65).

74      Όσον αφορά τον κανονισμό 2790/1999, το άρθρο του 4, στοιχείο α΄, προβλέπει ότι η απαλλαγή ανά κατηγορία δεν εφαρμόζεται στις κάθετες συμφωνίες που έχουν ως σκοπό «τον περιορισμό της δυνατότητας του αγοραστή να καθορίζει τις τιμές πώλησης, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα του προμηθευτή να επιβάλει μέγιστη τιμή πώλησης ή να συνιστά τιμή πώλησης, υπό τον όρον ότι αυτές δεν ισοδυναμούν με πάγια ή ελάχιστη τιμή πώλησης συνεπεία πιέσεων οποιουδήποτε μέρους στη σύμβαση ή κινήτρων που προσφέρονται από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος».

75      Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο καθεστώς απαλλαγής ανά κατηγορία που καθιερώνουν οι κανονισμοί 1984/83 και 2790/1999 οι συμφωνίες με τις οποίες ο προμηθευτής καθορίζει την τιμή πώλησης στο κοινό ή επιβάλλει ελάχιστη τιμή πώλησης. Αντιθέτως, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 4, στοιχείο α΄, ο προμηθευτής εξακολουθεί να μπορεί ελεύθερα να προτείνει τιμή πώλησης στον μεταπωλητή ή να του επιβάλει την ανώτατη τιμή πώλησης.

76      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων προβλέπει ότι η Total, αφενός, καθορίζει την τιμή του καυσίμου με το οποίο προμηθεύει την Pedro IV υπό τους ευνοϊκότερους όρους που διαπραγματεύεται με άλλα πρατήρια τα οποία ενδέχεται να εγκατασταθούν στη Βαρκελώνη και, αφετέρου, εγγυάται ότι η τιμή αυτή ουδαμώς υπερβαίνει τη μέση τιμή που καθορίζουν άλλοι σημαντικοί προμηθευτές στην αγορά. Προσθέτοντας στην τιμή αυτή το περιθώριο κέρδους του πρατηριούχου που κρίνει κατάλληλο, η Total καταλήγει στην τιμή πώλησης στο κοινό την οποία προτείνει να εφαρμόσει η Pedro IV.

77      Η πρώτη ρήτρα της σύμβασης αυτής αφορά την τιμή που η Pedro IV οφείλει να πληρώσει για τον εφοδιασμό με καύσιμα, της οποίας ο καθορισμός εμπίπτει στην αρμοδιότητα των συμβαλλομένων και δεν θίγει τον ανταγωνισμό.

78      Όσον αφορά την τιμή πώλησης στο κοινό, από τη διατύπωση της δεύτερης συμβατικής ρήτρας προκύπτει ότι η τιμή αυτή δεν επιβάλλεται αλλά προτείνεται από τον προμηθευτή, χωρίς να ορίζεται ανώτατη τιμή πώλησης. Ο τρόπος υπολογισμού της προτεινόμενης αυτής τιμής πώλησης είναι, συναφώς, άνευ σημασίας, εφόσον ο μεταπωλητής έχει περιθώριο να καθορίσει ελεύθερα την τιμή πώλησης. Ωστόσο, ο μεταπωλητής στερείται την ελευθερία αυτή στην περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής του επιβάλλει σταθερό περιθώριο κέρδους από το οποίο δεν μπορεί να αποκλίνει.

79      Λαμβανομένης υπόψη της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο ικανό να γνωρίζει άμεσα τη διαφορά της οποίας επιλαμβάνεται, να εξετάσει, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τις λεπτομέρειες καθορισμού της τιμής πώλησης στο κοινό. Στο δικαστήριο αυτό απόκειται ιδίως να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων στο οικονομικό και νομικό πλαίσιό τους, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων της κύριας δίκης, αν η προτεινόμενη τιμή πώλησης στο κοινό ισοδυναμεί, στην πράξη, με πάγια ή ελάχιστη τιμή (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση CEPSA, σκέψεις 67 και 70).

80      Επιπλέον, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν ο μεταπωλητής έχει πραγματική δυνατότητα να μειώσει αυτή την προτεινόμενη τιμή πώλησης. Το δικαστήριο αυτό οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν, στην πραγματικότητα, αυτή η τιμή πώλησης στο κοινό επιβλήθηκε εμμέσως ή με συγκεκαλυμμένα μέσα, όπως π.χ. με τον καθορισμό του σχετικού περιθωρίου του μεταπωλητή ή του ανώτατου ορίου των μειώσεων που μπορεί να χορηγήσει με βάση την προτεινόμενη τιμή, με απειλές, με εκφοβισμό, με προειδοποιήσεις, με κυρώσεις ή μέτρα παρακίνησης (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση CEPSA, σκέψη 71).

81      Στην περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η Pedro IV όφειλε, στην πράξη, να τηρήσει μια πάγια ή ελάχιστη τιμή πώλησης που επέβαλε η Total, η συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας δεν θα μπορούσε να τύχει απαλλαγής ανά κατηγορία ούτε βάσει του κανονισμού 1984/83, ούτε βάσει του κανονισμού 2790/1999.

82      Πάντως, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης, μολονότι ο καθορισμός της τιμής πώλησης στο κοινό συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού προβλεπόμενο ρητώς από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, η εν λόγω συμφωνία δεν εμπίπτει στην απαγόρευση αυτής της διατάξεως, εφόσον πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής της, δηλαδή αν η συμφωνία αυτή έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τον αισθητό περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και αν μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσες αποφάσεις Cabour, σκέψη 48, και CEPSA, σκέψη 42).

83      Όσον αφορά συγκεκριμένα τις συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας, υπενθυμίζεται, επιπλέον, ότι μπορεί μεν οι σχετικές συμβάσεις να μην έχουν ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, πλην όμως πρέπει να εξετάζεται αν έχουν ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας αποκλειστικής προμήθειας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό και το νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και εντός του οποίου μπορεί να έχει, σε συνδυασμό με άλλες συμφωνίες, κάποιο σωρευτικό αποτέλεσμα που να επηρεάζει τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετάζονται τα αποτελέσματα που έχει μια τέτοια σύμβαση, σε συνδυασμό με άλλες ομοειδείς συμβάσεις, επί των δυνατοτήτων των εγχώριων ανταγωνιστών ή των ανταγωνιστών από τα άλλα κράτη μέλη να διεισδύσουν στην οικεία αγορά ή να αυξήσουν το μερίδιό τους σε αυτήν (βλ. αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C‑234/89, Δηλιμίτης, Συλλογή 1991, σ. I‑935, σκέψεις 13 έως 15, της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C‑214/99, Neste, Συλλογή 2000, σ. I‑11121, σκέψη 25, και προαναφερθείσα απόφαση CEPSA, σκέψη 43).

84      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο και τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι σχετικές με την τιμή πώλησης στο κοινό συμβατικές ρήτρες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορούν να τύχουν απαλλαγής ανά κατηγορία βάσει των κανονισμών 1984/83 και 2790/1999, αν ο προμηθευτής περιορίζεται στο να επιβάλει ανώτατη τιμή πώλησης ή να προτείνει τιμή πώλησης και αν, κατά συνέπεια, ο μεταπωλητής διαθέτει πραγματική δυνατότητα καθορισμού της τιμής πώλησης στο κοινό. Αντιθέτως, οι ρήτρες αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω απαλλαγών, αν οδηγούν, άμεσα ή με έμμεσους και συγκεκαλυμμένους τρόπους, στον καθορισμό τιμής πώλησης στο κοινό ή στην επιβολή ελάχιστης τιμής πώλησης εκ μέρους του προμηθευτή. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν τον μεταπωλητή, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των συμβατικών υποχρεώσεων στο οικονομικό και νομικό πλαίσιό τους, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων της κύριας δίκης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

85      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου [81], παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1582/97 της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1997, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για την εφαρμογή της παρέκκλισης που προέβλεπε, η διάταξη αυτή δεν απαιτούσε ο προμηθευτής να είναι κύριος του οικοπέδου στο οποίο κατασκεύασε το πρατήριο που εκμισθώνει στον μεταπωλητή.

2)      Το άρθρο 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για την εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπει, η διάταξη αυτή απαιτεί ο προμηθευτής να είναι κύριος τόσο του πρατηρίου που εκμισθώνει στον μεταπωλητή, όσο και του οικοπέδου στο οποίο είναι εγκατεστημένο το πρατήριο, ή, στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι κύριος, να τα εκμισθώνει σε τρίτους μη συνδεόμενους με τον μεταπωλητή.

3)      Οι σχετικές με την τιμή πώλησης στο κοινό συμβατικές ρήτρες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορούν να τύχουν απαλλαγής ανά κατηγορία βάσει των κανονισμών 1984/83 και 2790/1999, αν ο προμηθευτής περιορίζεται στο να επιβάλει ανώτατη τιμή πώλησης ή να προτείνει τιμή πώλησης και αν, κατά συνέπεια, ο μεταπωλητής διαθέτει πραγματική δυνατότητα καθορισμού της τιμής πώλησης στο κοινό. Αντιθέτως, οι ρήτρες αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω απαλλαγών, αν οδηγούν, άμεσα ή με έμμεσους και συγκεκαλυμμένους τρόπους, στον καθορισμό τιμής πώλησης στο κοινό ή στην επιβολή ελάχιστης τιμής πώλησης εκ μέρους του προμηθευτή. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν τον μεταπωλητή, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των συμβατικών υποχρεώσεων στο οικονομικό και νομικό πλαίσιό τους, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων της κύριας δίκης.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.