Language of document : ECLI:EU:T:2010:406

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 24ης Σεπτεμβρίου 2010

Υπόθεση T-498/09 P

Petrus Kerstens

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2005 — Απονομή μορίων προτεραιότητας — Βάρος αποδείξεως — Δικαιώματα άμυνας — Αναίρεση εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 29ης Σεπτεμβρίου 2009, F‑102/07, Kerstens κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑359 και II‑A‑1‑1881).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Petrus Kerstens φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Παραδεκτό — Νομικά ζητήματα

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

2.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Τρόπος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1)

3.      Διαδικασία — Έγγραφη διαδικασία

1.      Βάσει του άρθρου 11 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο αφενός για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και αφετέρου για την εκτίμηση των περιστατικών αυτών.

Κατά συνέπεια, είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός που προβάλλει ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι υπήρξε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία των διατάξεων που έχουν εφαρμογή στην προαγωγή των υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 25 και 26)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 19 Μαρτίου 2010, T‑338/07 P, Bianchi κατά ETF, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Μολονότι η εξέταση που προηγείται της απονομής των μορίων προτεραιότητας που έχει στη διάθεσή της κάθε Γενική Διεύθυνση στηρίζεται κυρίως στο σύνολο των εκθέσεων εξελίξεως σταδιοδρομίας και επομένως πρέπει να υπάρχει κάποια αντιστοιχία μεταξύ των μορίων αξίας και του αριθμού των μορίων προτεραιότητας που δίδονται στους υπαλλήλους, δεν μπορεί πάντως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει αυστηρή αριθμητική αναλογία μεταξύ των μορίων αξίας και των μορίων προτεραιότητας. Συγκεκριμένα, τα μόρια προτεραιότητας προβλέφθηκαν με σκοπό να δοθεί στις Γενικές Διευθύνσεις η δυνατότητα να αμείβουν τους υπαλλήλους που έχουν παράσχει, κατά την άποψη των Γενικών Διευθύνσεων, ιδιαίτερα σημαντικές υπηρεσίες, για τις οποίες δεν αρκεί η απονομή απλώς των μορίων αξίας, είτε επειδή έχουν επιτύχει αποτελέσματα που υπερβαίνουν τους ατομικούς στόχους τους είτε επειδή έχουν καταβάλει εξαιρετικές προσπάθειες και έχουν να επιδείξουν εξαιρετικά αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό οι Γενικές Διευθύνσεις πρέπει να έχουν επομένως ορισμένη εξουσία εκτίμησης, την οποία θα τους στερούσε ο καθορισμός συγκεκριμένης αναλογίας μεταξύ των μορίων προτεραιότητας και των μορίων αξίας.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 23 Νοεμβρίου 2006, T‑422/04, Lavagnoli κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 61 και 62· 1 Απριλίου 2009, T‑385/04, Valero Jordana κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑2‑1 και II‑A‑2‑1, σκέψεις 138 και153

3.      Η προφορική διαδικασία είναι, όπως και η έγγραφη διαδικασία, ουσιώδες και, με την εξαίρεση ορισμένων ρητά προβλεπόμενων περιπτώσεων, υποχρεωτικό τμήμα της δίκης, το οποίο παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να αναπτύξουν λυσιτελώς τα επιχειρήματά τους, και συγκεκριμένα να διατυπώσουν την άποψή τους επί των επιχειρημάτων ή των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν άποψη κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει εγγράφως ορισμένες από τις παρατηρήσεις του επί της ουσίας, επειδή το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάσισε να επιτρέψει την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως μόνο σε σχέση με ζητήματα του παραδεκτού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

(βλ. σκέψη 38)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 1 Απριλίου 1982, 141/81 έως 143/81, Holdijk κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 1299, σκέψη 7

ΓΔΕΕ, 27 Οκτωβρίου 1994, T‑508/93, Mancini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑239 και II‑761, σκέψεις 33 και 34