Language of document : ECLI:EU:T:2015:209

Υπόθεση T‑402/12

Carl Schlyter

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (EK) 1049/2001 — Άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση — Εξαίρεση σχετικά με την προστασία των σκοπών της έρευνας — Κανονισμός (EΚ) 1367/2006 — Άρθρο 6, παράγραφος 1 — Εμπεριστατωμένη γνώμη της Επιτροπής όσον αφορά προσχέδιο αποφάσεως σχετικά με την ετήσια δήλωση ουσιών σε νανοσωματιδιακή μορφή, το οποίο κοινοποίησαν οι γαλλικές αρχές στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 98/34/EΚ — Άρνηση προσβάσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 16ης Απριλίου 2015

1.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασία πληροφορήσεως στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας — Οδηγία 98/34 — Υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα — Περιεχόμενο — Παράβαση της υποχρεώσεως — Συνέπειες

(Οδηγία 98/34 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48, άρθρο 8 § 1)

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Περιεχόμενο — Άρνηση προσβάσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

3.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Περιεχόμενο — Εφαρμογή στις εμπεριστατωμένες γνώμες που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 — Αποκλείεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 3η περίπτωση· οδηγία 98/34 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48, άρθρα 8 και 9)

4.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασία πληροφορήσεως στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας — Οδηγία 98/34 — Υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα — Διάκριση μεταξύ της διαδικασίας κοινοποιήσεως και της διαδικασίας παραβάσεως

(Άρθρο 258 ΣΛΕΕ· οδηγία 98/34 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48, άρθρα 8 και 9)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 38)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 49-51, 76)

3.      Η εμπεριστατωμένη γνώμη που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, δεν συνιστά διαδικασία έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ήτοι διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας η διοίκηση συγκεντρώνει πληροφορίες και εξακριβώνει ορισμένα στοιχεία πριν εκδώσει την απόφασή της.

Πράγματι, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να συγκεντρώσει πληροφορίες πριν εκδώσει την εμπεριστατωμένη γνώμη. Δεύτερον, αν βάσει των πληροφοριών που αποστέλλει το κοινοποιούν κράτος μέλος η Επιτροπή εξακριβώνει ορισμένα στοιχεία, δεν εκδίδει απόφαση, αλλά, ανά περίπτωση, εκδίδει γνώμη μη δεσμευτικού και μη οριστικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, η έκδοση εμπεριστατωμένης γνώμης είναι απλώς και μόνο το αποτέλεσμα της αναλύσεως του σχεδίου τεχνικού κανόνα της Επιτροπής, κατόπιν της οποίας η Επιτροπή κρίνει ότι το σχέδιο τεχνικού κανόνα παρουσιάζει πτυχές που μπορούν να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή των υπηρεσιών ή στην ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, η εν λόγω εμπεριστατωμένη γνώμη δεν αποτυπώνει κατ’ ανάγκη την οριστική θέση της Επιτροπής, καθώς, μετά την έκδοσή της, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εκθέτει στην Επιτροπή τη συνέχεια που προτίθεται να δώσει στην εν λόγω εμπεριστατωμένη γνώμη και η Επιτροπή διατυπώνει σχετικώς τα σχόλιά της.

Η εμπεριστατωμένη γνώμη την οποία εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 δεν αποτελεί το αποτέλεσμα διενεργούμενων από αρμόδια αρχή ερευνών για τη διαπίστωση παραβάσεως. Ειδικότερα, τα σχέδια τεχνικού κανόνα είναι εκ της φύσεώς τους προπαρασκευαστικά κείμενα, δυνάμενα να εξελιχθούν και να τροποποιηθούν. Μέχρι να εγκριθούν οι εν λόγω τεχνικοί κανόνες, δεν μπορούν να παραβαίνουν τους κανόνες που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς, το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η εμπεριστατωμένη γνώμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει παραβιάσει το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον κατά την έκδοση της εμπεριστατωμένης γνώμης δυνάμει της οδηγίας 98/34, ο εθνικός τεχνικός κανόνας βρίσκεται απλώς στη φάση του σχεδίου.

Εξάλλου, ακόμη και στην περίπτωση που η εμπεριστατωμένη γνώμη αποτελεί μέρος δραστηριότητας έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η εξαίρεση που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθαυτές αλλά στην προστασία του σκοπού των εν λόγω δραστηριοτήτων. Συναφώς, η δημοσιοποίηση εμπεριστατωμένης γνώμης της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 κατά την περίοδο status quo δεν θίγει κατ’ ανάγκη τον σκοπό της εν λόγω διαδικασίας. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή δημοσιοποιεί εμπεριστατωμένη γνώμη βάσει της οποίας πτυχές του σχεδίου τεχνικού κανόνα μπορούν ενδεχομένως να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκαταστάσεως των φορέων παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς δεν θέτει σε κίνδυνο τον σκοπό που συνίσταται στην έγκριση εθνικού τεχνικού κανόνα σύμφωνου με το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, τέτοιου είδους δημοσιοποίηση θεωρείται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ως επιπρόσθετο κίνητρο για τη διασφάλιση της συμφωνίας του τεχνικού κανόνα του με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τις προαναφερθείσες θεμελιώδεις ελευθερίες.

(βλ. σκέψεις 55, 56, 58-61, 63, 64, 84, 87)

4.      Η φύση του ελέγχου που διεξάγει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας της οδηγίας 98/34, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, διαφέρει ουσιωδώς από τον διεξαγόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Η διαδικασία κοινοποιήσεως που καθιερώνει η οδηγία 98/34 αποτελεί παράδειγμα ελέγχου ex ante, ο οποίος αποβλέπει στο να διασφαλίσει ότι τα σχέδια τεχνικών κανόνων που εγκρίνουν τα κράτη μέλη είναι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, δεν μπορεί να προσαφθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παράβαση του δικαίου της Ένωσης, καθόσον αυτό καθεαυτό το αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας είναι η πρόληψη των ενδεχόμενων περιπτώσεων ασύμβατου μεταξύ του σχεδίου τεχνικού κανόνα και του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, η θέση της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί δεσμευτική ούτε αποβλέπει στον κολασμό συγκεκριμένης συμπεριφοράς.

Αντιθέτως, η διαδικασία λόγω παραβάσεως είναι ένα κλασικό παράδειγμα ελέγχου ex post, που συνίσταται στον έλεγχο των εθνικών μέτρων μετά τη λήψη τους από τα κράτη μέλη και η οποία αποσκοπεί στην αποκατάσταση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης. Είναι ασφαλώς αληθές ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία προβλέπει επιπλέον ένα στάδιο διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Εντούτοις, σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι ο φιλικός διακανονισμός της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του εν λόγω κράτους μέλους και, σε περίπτωση που το εγχείρημα αποτύχει, να επιληφθεί το Δικαστήριο ένδικης διαφοράς σχετικής με την ασυμβατότητα εθνικού μέτρου που έχει τεθεί σε ισχύ και παράγει έννομα αποτελέσματα στην εσωτερική αγορά με το δίκαιο της Ένωσης.

Συναφώς, η εμπεριστατωμένη γνώμη που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 98/34 δεν συνιστά προειδοποιητική επιστολή, καθόσον δεν υπάρχει επισήμως ένδικη διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στο συγκεκριμένο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο τεχνικός κανόνας βρίσκεται απλώς στη φάση σχεδίου, ενδεχόμενο ασύμβατό του με το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο επισημαίνει η Επιτροπή σε τέτοιου είδους εμπεριστατωμένη γνώμη, δεν έχει αποδειχθεί και, υπ’ αυτή την έννοια, είναι απλώς και μόνο υποθετική. Επιπλέον, η θέση που εκφράζει η Επιτροπή στην εμπεριστατωμένη γνώμη είναι προσωρινή, καθόσον, δυνάμει του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας, πρόκειται περί μιας πρώτης λήψεως θέσεως της Επιτροπής. Ειδικότερα, η διαδικασία λόγω παραβάσεως προϋποθέτει καταρχάς ότι η Επιτροπή λαμβάνει επίσημη θέση με την προειδοποιητική επιστολή. Ενόσω η θέση της Επιτροπής δεν είναι επίσημη, είναι αδύνατο να αποβεί επιζήμια για τη διαπραγμάτευση.

(βλ. σκέψεις 78-81)