Language of document : ECLI:EU:T:2016:18

Υπόθεση T‑404/12

Toshiba Corp.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των έργων που αφορούν εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου — Απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν της μερικής ακύρωσης της αρχικής απόφασης από το Γενικό Δικαστήριο — Πρόστιμα — Δικαιώματα άμυνας — Υποχρέωση αιτιολόγησης — Ίση μεταχείριση — Αρχικό ποσό — Βαθμός συμμετοχής στην παράβαση»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 19ης Ιανουαρίου 2016

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Υποχρεωτικό περιεχόμενο — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Εκτίμηση — Απόφαση περί τροποποίησης του ποσού του προστίμου εκδοθείσα κατόπιν της μερικής ακύρωσης της αρχικής απόφασης — Λαμβάνεται υπόψη η διαδικασία που κατέληξε στην αρχική απόφαση

(Άρθρο 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Απόφαση περί τροποποίησης του ποσού του προστίμου εκδοθείσα χωρίς νέα ανακοίνωση αιτιάσεων — Εκτίμηση βάσει της εξέλιξης της συνολικής διαδικασίας που κατέληξε στην τροποποιητική απόφαση

(Άρθρο 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

3.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολόγησης — Περιεχόμενο — Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού — Απόφαση περί τροποποίησης του ποσού του προστίμου εκδοθείσα κατόπιν της μερικής ακύρωσης της αρχικής απόφασης — Λαμβάνεται υπόψη η αιτιολογία της αρχικής απόφασης

(Άρθρο 81 ΕΚ· άρθρο 296 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων — Σεβασμός της αρχής της ίσης μεταχείρισης — Δραστηριότητες ορισμένων μετεχόντων στη σύμπραξη τις οποίες ασκούσε κοινή εταιρεία κατά το έτος αναφοράς — Προσαρμογή της μεθόδου κατανομής και επιμερισμού του βασικού ποσού — Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

5.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξατομίκευση σε συνάρτηση με τη βαρύτητα της συμβολής κάθε εμπλεκόμενης επιχείρησης — Ενιαία και διαρκής παράβαση —Συμμετοχή επιχείρησης σε σύμπραξη υπό τη μορφή παράλειψης — Σεβασμός της αρχής της ίσης μεταχείρισης — Εκτίμηση

(Άρθρο 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

1.      Όταν, στο πλαίσιο προσφυγής για την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο λόγω παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού, η απόφαση αυτή συνιστά ρητά τροποποιητική απόφαση της αρχικής απόφασης, με την οποία επιβλήθηκε διαφορετικό ποσό προστίμου και η οποία ακυρώθηκε μερικώς από τον δικαστή της Ένωσης, η διαδικασία έκδοσης της τροποποιητικής απόφασης αποτελεί συνέχεια της διαδικασίας που κατέληξε στην προμνησθείσα αρχική απόφαση.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το περιεχόμενο της ανακοίνωσης αιτιάσεων της αρχικής απόφασης μπορεί να ληφθεί υπόψη για να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης τροποποιητικής απόφασης, εφόσον αυτό δεν έχει τεθεί εν αμφιβόλω με την εν λόγω απόφαση περί μερικής ακυρώσεως. Επιπλέον, στο μέτρο που η τελευταία αυτή απόφαση δεν περιέχει αμφισβήτηση της ορθότητας, της λυσιτέλειας ή του βασίμου των πραγματικών και των νομικών στοιχείων για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου τα οποία παρατέθηκαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων που εκπονήθηκε στο πλαίσιο έκδοσης της αρχικής απόφασης, οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση αυτή δεν αποτελούν εμπόδιο στο να ληφθούν υπόψη οι ενδείξεις που παρέχονταν με την αρχική ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με τον καθορισμό του ύψους του προστίμου κατά τον έλεγχο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης τροποποιητικής απόφασης.

Κατά συνέπεια, όταν, πρώτον, η αρχική ανακοίνωση αιτιάσεων παρέσχε στην εμπλεκόμενη επιχείρηση όλα τα αναγκαία στοιχεία, ώστε να μπορέσει να αμυνθεί προσηκόντως, ακόμη και σε σχέση με την επιβολή προστίμου, όταν, δεύτερον, η ορθότητα, η λυσιτέλεια και το βάσιμο των στοιχείων αυτών δεν επηρεάστηκαν από την απόφαση περί μερικής ακυρώσεως της αρχικής απόφασης και όταν, τρίτον, η Επιτροπή δεν προβάλλει νέα στοιχεία εις βάρος της εν λόγω επιχείρησης, σε σχέση με εκείνα που είχε παραθέσει στην αρχική ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποστείλει νέα ανακοίνωση αιτιάσεων στην εν λόγω επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 42, 45, 47, 64, 65, 72)

2.      Όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, οσάκις η Επιτροπή, κατόπιν της μερικής ακύρωσης απόφασης περί επιβολής προστίμου, εκδίδει απόφαση που τροποποιεί το ύψος του τελευταίου, οφείλει να παράσχει στην οικεία επιχείρηση πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τους τρόπους υλοποίησης της πρόθεσής της να διασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου, ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσει δεόντως την άποψή της, ακόμη και σε σχέση με την επιβολή του πρόσθετου ποσού. Στο πλαίσιο αυτό, εάν η Επιτροπή, πριν από την έκδοση της τροποποιητικής απόφασης, αποστείλει στην εν λόγω επιχείρηση έκθεση πραγματικών περιστατικών, δεν είναι αναγκαίο να έχουν διασαφηνιστεί τα επίμαχα στοιχεία με αυτό το έγγραφο, το οποίο δεν έχει ιδιαίτερο καθεστώς εντός της όλης διαδικασίας. Πρέπει μάλλον να εξακριβωθεί κατά πόσον, με δεδομένη την εξέλιξη της όλης διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της τροποποιητικής απόφασης, δόθηκε στην εμπλεκόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να κατανοήσει δεόντως την πρόθεση αυτή και να απαντήσει επ’ αυτής.

Ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχείρησης όσον αφορά την πρόθεση της Επιτροπής να της επιβάλει πρόσθετο ποσό όταν, ήδη από την αρχική ανακοίνωση αιτιάσεων, η εν λόγω επιχείρηση γνώριζε ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να διασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου που θα επέβαλλε και, το αργότερο από την έκδοση της αρχικής απόφασης, η επιχείρηση αυτή ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η πρόθεση αυτή σήμαινε την επιβολή πρόσθετου ποσού για συγκεκριμένο διάστημα δραστηριότητας, η δε πρόθεση αυτή δεν αμφισβητήθηκε με την απόφαση περί μερικής ακυρώσεως της αρχικής απόφασης, ενώ επιβεβαιώθηκε τόσο στην έκθεση πραγματικών περιστατικών όσο και κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ της Επιτροπής και της εν λόγω επιχείρησης.

(βλ. σκέψεις 71, 74, 75, 87, 88)

3.      Η αιτιολογία απόφασης με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση των άρθρων 81, παράγραφος 1, EK και 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και με την οποία επιβλήθηκαν πρόστιμα μπορεί να ληφθεί υπόψη όταν εξετάζεται κατά πόσον τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολόγησης σε απόφαση τροποποιητική της αρχικής αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε κατόπιν μερικής ακυρώσεως της τελευταίας από τον δικαστή της Ένωσης, εφόσον η αιτιολογία αυτή δεν επηρεάστηκε από την απόφαση περί ακυρώσεως και εφόσον δεν αντιφάσκει προς το γράμμα της τροποποιητικής απόφασης.

Τουτέστιν, όσον αφορά την αιτιολογία σε σχέση με το αρχικό ποσό που καθόρισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου στην τροποποιητική απόφαση, το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση είναι σε θέση να κατανοήσει τα στοιχεία με βάση τα οποία η Επιτροπή εκτίμησε τη βαρύτητα της παράβασής της κατά τη διαδικασία έκδοσης της αρχικής απόφασης συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, μεταξύ άλλων, να παραθέσει στην απόφαση της αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον επακριβή τρόπο καθορισμού του αρχικού ποσού.

(βλ. σκέψεις 95, 99)

4.      Όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους προστίμου που επιβάλλεται λόγω παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού, όταν, κατά το έτος αναφοράς που επελέγη για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων, οι δραστηριότητες ορισμένων μετεχόντων σε σύμπραξη στον οικείο τομέα ασκούνταν μέσω κοινής εταιρείας η οποία ακολούθως διαλύθηκε, με αποτέλεσμα να μην έχουν καταγράψει πωλήσεις στον τομέα αυτό οι εν λόγω μετέχοντες, αντιθέτως προς άλλους, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον καθορίζει αρχικά ένα υποθετικό αρχικό ποσό για την εν λόγω κοινή εταιρεία, το οποίο στη συνέχεια επιμερίζει μεταξύ των μετεχόντων που ήταν μέτοχοι της διαλυθείσας εταιρείας. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι τελευταίοι μεταβίβασαν τις δραστηριότητές τους στην προμνησθείσα μεμονωμένη οντότητα συνεπάγεται ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε δεν μπορεί να υπολογιστεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα πρόστιμα για τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη, και ότι, από την άποψη αυτή, η περίπτωσή τους δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνη των τελευταίων.

(βλ. σκέψεις 112-115)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 137, 140-142)